Κάποιος
αδελφός της Σκήτης κάποτε έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά
Μωυσή αλλ΄αυτός δεν θέλησε να πάει.
Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: “Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι”.
Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε άμμο.
Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: “Τι είναι αυτό, πάτερ;”
“Οι αμαρτίες μου -απαντά ο Γέροντας- που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου”.
Όταν τ΄άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.
Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: “Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι”.
Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε άμμο.
Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: “Τι είναι αυτό, πάτερ;”
“Οι αμαρτίες μου -απαντά ο Γέροντας- που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου”.
Όταν τ΄άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.