Ἐπί πλέον δέ τό νά καθορίζη κάποιος κάτι τό ὁποῖον δεν ἀποτελεῖ
μέν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, πλήν ὅμως αὐτό το πράττει ὡς κάτι τό ὑπερβολικό ἀπό
ὑπερβάλλουσα ἀγάπη πρός τόν Θεό καί μέ θυσία τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπως
συνέβη π.χ. μέ τούς αὐτόκλητους μάρτυρας καί τήν ὑπερβάλλουσα
ἄσκησι τῶν ἁγίων ἀσκητῶν καί ἀναχωρητητῶν, αὐτό ἀνέκαθεν ἐθεωρήθη ὡς ἁγιότης
καί ἀκροτάτη ἀρετή. Ὅταν ὅμως, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, κάποιος νομοθετεῖ κάτι πού ἔχει
σχέσι μέ τήν στάσι καί τοποθέτησί του ἀπέναντι σε σοβαρά θέματα πίστεως, ὄχι μέ
σκοπό νά θυσιάση ἤ να ὑποστῆ οἱαδήποτε προσβολή, ἀλλά νά βολευθῆ καί νά
διέλθη τόν καιρό τοῦ ἀγῶνος ρέγχων καί ρεμβόμενος και μάλιστα
αὐτό νά τό θεωρῆ διάκρισι καί σύνεσι, τότε πρέπει νά θεωρηθοῦν τά τῆς Ἐκκλησίας
ἄνω κάτω, ἡ ἀρετή κακία καί ἡ κακία ἀρετή, ὁ συμβιβασμός καί ἡ ἀπραξία
διάκρισις
καί σύνεσις, ἡ ὑπακοή στήν παρανομία ἀρετή ἐνῶ ἡ ἀνυπακοή
σ’αὐτή θανάσιμο ἁμάρτημα, κ.ο.κ. Ὅλα αὐτά δυστυχῶς συμβαίνουν ὅταν αὐτοβούλως
τοποθετούμεθα μέ σκοπό τήν κάλυψι καί προστασία τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Συνεχίζεται.