Ένας πραγματευτής
ονομαζόμενος παραλογιστής επραγματεύετο σαράντα-πενήντα χρόνους. Ποτέ καμμίαν
φοράν προκοπήν δεν έλαβεν. Ύστερον ευρίσκει εις τον δρόμον ένα τορβά. Τον
ανοίγει, ευρίσκει μέσα φλωρία κάλπικα, μαργαριτάρια κάλπικα, ψεύτικα, και μέσα
εις την μέσην του τορβά ευρίσκει ένα διαμάντι. Παίρνει τον τορβά με τα άσπρα
και πηγαίνει εις τον σαράφην, να ιδή αν είναι καλά. Κοιτάζοντάς τα του είπεν
ότι είναι κάλπικα και μόνον το διαμάντι είναι καλόν. Ο πραγματευτής δεν τον
επίστευσε, μόνον τα παίρνει και φεύγει και πηγαίνει εις άλλον σαράφην και του
λέγει και αυτός πως αυτά τα άσπρα είναι όλα ψεύτικα και κάλπικα, μόνον το
διαμάντι είναι πολύτιμον πράγμα. Ελυπήθη ο πραγματευτής και παίρνει το διαμάντι
εις το χέρι του και τον τορβά με τα άσπρα και πηγαίνει. Εις τον δρόμον οπού
επήγαινε απήντησε ένα τυφλόν και λέγει: Θέλω το διαμάντι να ιδώ τι δύναμιν
έχει. Και –ω του θαύματος! –άμα το έγγιξεν εις τα μάτια του τυφλού, παρευθύς
ήνοιξαν και είδεν ο τυφλός. Τότε εχάρη ο πραγματευτής. Πηγαίνει παρέκει εις ένα
τόπον και απήντησεν ένα βουβόν και κωφόν και άμα τον έγγιξε, ευθύς ωμίλησε και
ήκουσεν. Απήντησεν ένα κρατημένον και άμα τον ήγγιξε, ιατρεύθη. Το εγγίζει και
εις ένα πτωχόν και γίνεται πλούσιος. Το εγγίζει εις ένα γέροντα, γίνεται νέος,
παλληκάρι! Το ήγγιξεν εις ένα νεκρόν, ευθύς ανεστήθη. Βλέποντας ο πραγματευτής
τοιαύτα θαυμάσια, άναψεν η καρδία του από την χαράν και παίρνει τον τορβά με τα
άσπρα και πηγαίνει και τα ρίπτει μέσα εις την θάλασσαν και εκράτησε μόνον το διαμάντι
και επήγεν εις το σπίτι του. Ήλθε καιρός να αποθάνη ο πραγματευτής και κράζει
όλους τους ιδικούς του και τους λέγει: Εγώ, παιδιά μου, έχω σαράντα-πενήντα
χρόνους οπού εμπορευόμουν εις τον κόσμον, ποτέ καμμίαν προκοπήν δεν έκαμα.
Ύστερον ευρήκα ένα τορβά, οπού είχε μέσα φλωρία κάλπικα, γρόσια κάλπικα,
μαργαριτάρια κάλπικα, και μέσα εις την μέσην του τορβά ευρήκα ένα διαμάντι και
έχει τοιαύτην ενέργειαν, οπού και νεκρούς ανασταίνει και κωφούς κάμνει και
ακούουν και κάθε ασθένειαν την ιατρεύει. Όμως τώρα γρήγορα θα σας αφήσω την
υγείαν και μέλλω ν΄ αποθάνω και δεν έχω να σας αφήσω άλλην κληρονομίαν παρά
τούτο το διαμάντι. Μα πρέπει και η ευγενεία σας να εύρετε τόπον να το
αποθέσετε, να είναι επιτήδειος καθώς του πρέπει, διότι δεν στέκει εις ό,τι
τόπον και αν τύχη. Ήλθε καιρός και απέθανε ο πραγματευτής, απέμεινε το διαμάντι
εις τους ιδικούς του. Εκοίταξαν και αυτοί να εύρουν τόπον να το απιθώσουν,
καθώς τους παρήγγειλεν ο πραγματευτής. Ευρίσκουν λοιπόν ένα μάρμαρον τρίγωνον,
ισόπλευρον, το βάνουν επάνω εις το μάρμαρον το διαμάντι, μα δεν εστάθη.
Ελυπήθησαν, πως δεν εύρον τόπον να το απιθώσωσι. Πάλιν βάνουν ένα πανί άσπρο
εις το μάρμαρον δια μαλάκωμα, το απιθώνουν, δεν στέκει το διαμάντι, πάλιν
ελυπήθησαν. Ύστερα ματαστρώνουν ένα άλλο πανί επάνω από το άλλο, απιθώνουν το
διαμάντι και τότε ευθύς εστάθη το διαμάντι. Τότε εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον
Θεόν.