ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ
Ἢ ΤΟΝ
ΑΓΙΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΟΝ ΠΟΠΟΒΙΤΣ;
O Oικουμενικός
Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὡς γνωστὸν παραβιάζει τοὺς
Ἱεροὺς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας καὶ συμπροσεύχεται μετὰ τῶν
αἱρετικῶν
χριστιανῶν. Ἀνεγνώρισε
δὲ τὰς «Ἐκκλησίας» τῶν πλανεμένων Χριστιανῶν
ὡς κανονικὰς Ἐκκλησίας, ἐξισώνων τὸ σκότος μὲ τὴν Ἀλήθειαν
τῆς
Ὀρθοδοξίας. Ὅλοι οἱ Οἰκουμενισταὶ Ἀρχιερεῖς καὶ Θεολόγοι
τοῦ Φαναρίου
καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συμπροσεύχονται μετὰ τῶν αἱρετικῶν
Χριστιανῶν, καταφρονοῦντες τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας. Ὁ δὲ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης
συμπροσεύχεται καὶ μετὰ ἀλλοθρήσκων, ὅταν τοῦτο ἀπαγορεύεται
ὑπὸ τῶν
Ἱερῶν Κανόνων. Ἅπαντες θεωροῦν τὴν συμπροσευχὴν μετὰ τῶν
αἱρετικῶν καὶ
τῶν ἀλλοθρήσκων «ἱερὸν» καθῆκον. Ἀπαιτοῦν δὲ ὑπακοὴν ὅλων
τῶν Ὀρθοδόξων
εἰς τὰς αὐθαιρεσίας των περὶ τὴν Πίστιν. Προβαίνουν εἰς ὑβριστικοὺς
χαρακτηρισμοὺς καὶ καταδιώκουν ὅσους τοὺς ἐλέγχουν διὰ τὰς
παρεκτροπάς των.
Προσφάτως ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος ἡγεῖται τῆς
προσπαθείας διὰ
τὴν καθυπόταξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν
Παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, προέβη εἰς συγχαρητηρίους δηλώσεις διὰ τὴν συμπλήρωσιν
πεντήκοντα ἐτῶν ἀπὸ τὴν Β´ Βατικάνειον Σύνοδον, ἀδιαφορῶν διὰ τὰς ἀντιδράσεις
τῶν Ὀρθοδόξων.
Τίθεται ὅμως ἕνα μεγάλο ἐρώτημα: Νὰ σιωπήσωμεν ἔναντι τῶν
αὐθαιρεσιῶν περὶ
τὴν Πίστιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἢ νὰ συνεχίσωμεν τὸν
αὐστηρὸν ἔλεγχον, παραλύοντες καὶ ἐκθέτοντες ὅλους τοὺς Οἰκουμενιστὰς εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς
τῶν
Ὀρθοδόξων; Ἀπεφασίσαμεν
νὰ συνεχίσωμεν τὸν ἔλεγχον ἐντονώτερον,
συμβουλευόμενοι τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ τοὺς ἀντιαιρετικοὺς
Πατέρας τῆς
Ἐκκλησίας. Ἕνας ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ σύγχρονος Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
(Σερβίας) Ἰουστῖνος Πόποβιτς (ὁ ὁποῖος ὡς Ἀρχιμανδρίτης
καὶ θεολόγος εἶχε
συνεργασίαν μὲ τὸν «Ὀρθόδοξον Τύπον». Ἐνῶ ἡ Πανελλήνιος Ὀρθόδοξος
Ἕνωσις (Π.Ο.Ε.) τὸν εἶχεν ἀνακηρύξει εἰς ἕν ἄρθρον του ἐπίτιμον
μέλος της
(1974) ὑπὸ τὸν τίτλον «Οἱ κοινὲς προσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς:
Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες κ.λπ.» ἔγραφε:
«Τὴν στάσιν της ἔναντι τῶν αἱρετικῶν —καὶ αἱρετικοὶ εἶναι
ὅλοι οἱ μὴ ὀρθόδοξοι— ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει καθορίσει ἅπαξ καὶ διὰ παντός,
διὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, δηλαδὴ διὰ τῆς ἁγίας θεανθρωπίνης
Παραδόσεως, τῆς μοναδικῆς καὶ ἀναλλοιώτου. Συμφώνως πρὸς αὐτὴν τὴν
στάσιν, εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι ἀπηγορευμένη κάθε συμπροσευχὴ καὶ κάθε λατρευτικὴ ἐπικοινωνία
μετὰ αἱρετικῶν. Διότι “τὶς μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τὶς δὲ
κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;
τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τὶς μερὶς πιστῷ
μετὰ ἀπίστου;»
(Β´ Κορ. 6, 14—15). Ὁ ΜΕ´ κανὼν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει:
“Ἐπίσκοπος ἢ
Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω,
εἰ δὲ
ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω”
Ὁμοίως ὁρίζουν καὶ οἱ
ΜΣΤ´ καὶ ΞΕ´ Ἀποστολικοὶ κανόνες, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ ΛΓ´
τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου.
Αὐτὸς ὁ ἱερὸς κανὼν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δὲν προσδιορίζει
ποία ἀκριβῶς
προσευχὴ ἢ ἀκολουθία ἀπαγορεύεται, ἀλλὰ ἀπαγορεύει κάθε
κοινὴν μεθ᾽ αἱρετικῶν προσευχήν, ἔστω καὶ τὴν κατ᾽ ἰδίαν (“συνευξάμενος”). Εἰς
δὲ τὰς οἰκουμενιστικὰς κοινὰς προσευχὰς μήπως δὲν γίνονται καὶ ἁδρότερα καὶ εὐρύτερα
τούτων; Ὁ ΛΒ´ κανὼν τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου ὁρίζει: “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας
λαμβάνειν, αἵτινές εἰσιν ἀλογίαι μᾶλλον ἢ εὐλογίαι”. Μήπως ὅμως δὲν συμβαίνει εἰς
τὰς κοινὰς οἰκουμενιστικὰς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὰς νὰ εὐλογοῦν αἱρετικοί:
ρωμαιοκαθολικοὶ ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, προτεστάνται πάστορες, ἀκόμη δὲ καὶ γυναῖκες;
(!).
Αὐτοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι σχετικοὶ κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἴσχυον ὄχι μόνον κατὰ τὴν παλαιὰν ἐποχήν, ἀλλ᾽ ἐξακολουθοῦν
νὰ εἶναι ἐν ἀπολύτῳ ἰσχύϊ καὶ σήμερον δι᾽ ὅλους ἡμᾶς τοὺς συγχρόνους ὀρθοδόξους
χριστιανούς. Ἰσχύουν ἀναμφιβόλως καὶ διὰ τὴν θέσιν μας ἔναντι τῶν ρωμαιοκαθολικῶν
καὶ προτεσταντῶν. Διότι ὁ μὲν ρωμαιοκαθολικισμὸς εἶναι πολλαπλὴ αἵρεσις,
περὶ δὲ τοῦ προτεσταντισμοῦ τί νὰ εἴπωμεν; Καλλίτερον νὰ μὴ ὁμιλῶμεν. Ἤδη ὁ Ἅγιος
Σάββας εἰς τὴν ἐποχήν του, ἑπτάμισυ αἰῶνας πρίν, δὲν ὠνόμαζε ἆραγε τὸν
ρωμαιοκαθολικισμὸν “λατινικὴν αἵρεσιν”;
Καὶ πόσα ἀπὸ τότε νέα δόγματα δὲν ἐπενόησεν ὁ πάπας καὶ “ἀλαθήτως”
ἐδογμάτισε! Δὲν χωρεῖ δὲ ἀμφιβολία, ὅτι διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου
τοῦ πάπα, ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς κατέστη παναίρεσις. Καὶ ἡ πολὺ ἐπαινουμένη Β´
Βατικάνειος Σύνοδος οὐδὲν ἤλλαξεν οὔτε ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν τερατώδη
ταύτην αἵρεσιν, ἀλλά, τοὐναντίον, ἐπεκύρωσεν αὐτήν».
Εφημερίς "Ορθόδοξος Τύπος"