Την πιο σκληρή δοκιμασία πού πέρασε ο πατέρας μας, ο παππούς ο Δαμασκηνός, όπως τον φωνάζαμε αργότερα στο Αγιον Όρος, ήταν
όταν έλαβε την εντολή να διαβάση ψαλτήρι στο γέρο-Θόδωρο.
Αυτή τη δοκιμασία, είναι αλήθεια, ότι ούτε κι εγώ θα την έφερνα εις πέρας. Ακούστε την.
Ο γέρο-Θόδωρος, ήταν Πειραιώτης, ξεπεσμένος για χρονιά στα παραθαλάσσια της Σκήτης της αγίας Άννας. Περνούσε τις μέρες του εκεί κάτω στα Βουλευτήρια, όπως ονομάζεται η περιοχή, καλαφατίζοντας την βάρκα του και μπαλώνοντας τα δίκτυα. Τα οικονομούσε με τα ψάρια πού έπιανε και έτσι ποτέ δεν του έλειψε το καθημερινό του, μαζί με το απαραίτητο τσιγάρο. Αυτό ήταν και η αίτια πού δεν αποφάσιζε να γίνει καλόγερος. Όχι τόσο οι ακολουθίες, οι νηστείες και οι υπακοές, αλλά το τσιγαράκι πού του ήταν αδύνατο να το στερηθεί.
Ωστόσο φορούσε πάντα ένα παλιό σκούφο καλογερικό κι ένα χιλιομπαλωμένο ζωστικό.
Θυμάμαι μου μιλούσε και λίγο μάγκικα, σαν Πειραιώτης πού ήταν. «Στα χρόνια μου,» μας έλεγε, «όταν ήμουνα παιδί, την περνούσα εκεί τριγύρω στο Ρολόι. Ό δήμαρχος κι εγώ είχαμε μόνιμο στέκι σε κείνη την περιφέρεια του λιμανιού. Ξενοδοχείο λουξ για μένα ήταν οι μαούνες και τα καΐκια. Εμένα ρωτούσαν πολλές φορές να τους πω κατά πού πήγε ο δήμαρχος όταν έβγαινε έξω από το Δημαρχείο.» Τελικά, ο γερό-Θόδωρος, είτε από συνήθεια να συναναστρέφεται με καλόγερους, είτε γιατί αρρώστησε βαριά και άθελα του κόπηκε η όρεξη για το τσιγάρο, δεν αποκλείεται και το θέλημα του Θεού, ζήτησε στα τελευταία του να διαβαστεί καλόγηρος. Έτσι κι έγινε. Σε λίγο όμως πέθανε, και έπρεπε να τον θάψουν να του διάβαση κάποιος το Ψαλτήρι. Βρέθηκε κάτω στα Βουλευτήρια, φιλοξενούμενος στο Χιώτικο μοναστήρι του γ. Ιγνατίου, ο πατέρας μου, ο τότε κυρ-Δημήτρης. Ένας λόγος είναι να διαβάζεις ψαλτήρι σε πεθαμένο, αλλά στην περίπτωση του γέρο-Θόδωρου τα πράγματα δεν ήσαν και τόσο εύκολα.
- Γέρο-Δημήτρη, θα κόμης υπακοή;
- Νάναι ευλογημένο, γέροντα.
- Πάρε το ψαλτήρι και πήγαινε στην Εκκλησία του αγίου Ελευθερίου και διάβαζε έως ότου μαζευτούν οι πατέρες για να διαβαστεί και η νεκρώσιμη ακολουθία.
- Η Εκκλησία του αγίου Ελευθερίου βρίσκεται στα Βουλευτήρια της αγίας 'Αννης και ανήκει, σαν μετόχι, στην Λαύρα του αγίου Αθανάσιου. Είναι μια χαμηλή, μακρόστενη, σκοτεινή Εκκλησία, με στενόμακρα σαν πολεμίστρες παράθυρα. Το φώς πού την φώτιζε στο εσωτερικό ήταν πολύ ολίγο. Η καρδιά σου σε έσφιγγε όταν έμπαινες μέσα και χωρίς να υπήρχε πεθαμένος κάτω από τον πολυέλαιο.
Ο κυρ-Δημήτρης, με το ψαλτήρι στα χέρια προχώρησε σιγά-σιγά και στριμώχθηκε σε μια άκρη. Τυλιγμένος, ραμμένος μέσα στο ράσο ο νεκρός, στη μέση της Εκκλησίας, περίμενε τα διαβάσματά του.
Οι άλλοι καλόγεροι τριγύρω στα χωράφια τίναζαν και μάζευαν τις ελιές.
Ο δόκιμος στην υπακοή, κρατούσε στα χέρια το ψαλτήρι και άρχισε να διαβάζει: «Μακάριος ανήρ, ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών». Η συνέχεια όμως δεν ήταν και τόσο εύκολη. Το ψαλτήρι βάραινε στα χέρια του, άρχισαν να τρέμουν.
Σταμάτησε το διάβασμα και κοίταξε τον πεθαμένο. Του φάνηκε πως κουνήθηκε. «Μπα, η ιδέα μου είναι», μονολόγησε και συνέχισε. «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει.» Μα να, πράγματι ο νεκρός άρχισε να κουνιέται πάλι. Η καρδιά του πατέρα μου πήγε να σπάσει. Χάριν της υπακοής θέλησε να προχωρήσει στο ψαλτήρι. «Αι χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με.» Δεν μπόρεσε να πει πάρα κάτω. Τα χέρια του γέρο-Θόδωρου σηκώθηκαν επάνω σαν σε προσευχή. Ο καημένος ο δόκιμος δεν βάσταξε. Πετά το ψαλτήρι κάτω και παίρνει δρόμο έξω από την Εκκλησία.
Οι καλόγεροι πού τον είδαν του φώναξαν. «Γερό-Δημήτρηη, γερό-Δημήτρη, γιατί παράκουσες το διάβασμα; Πού είναι η υπακοή σου;»
«Να την βράσω τέτοια υπακοή,» ξέσπασε ο πατέρας μου, εσείς βαλθήκατε να με πεθάνετε πριν τον καιρό μου».
Και όμως ο γερό-Δαμασκηνός Αστυφίδης πέθανε με προορατικό χάρισμα, καλός και υπήκοος Μοναχός.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΟΥ
ΙΕΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΝ ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΧΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ.
ΑΘΗΝΑ 1990
ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΕΒ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΣΤΟΡΙΑΣ