Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ὁ ἀναστάσιμος
χαιρετισμός, πού διαμορφώθηκε στήν Ἑλληνική
γλῶσσα καί μεταδόθηκε σ’ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους καί στόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, εἶναι τό «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»! Δέν εἶναι λόγος εὐχῆς, ἀλλά
χαιρετισμός καί διακήρυξη τῆς πίστεως στό γεγονός τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται γιά τόν πιστό στόν
Χριστό ἄνθρωπο. Πόσοι ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀναστάσιμος χαιρετισμός τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως μετά τήν Ἀνάστασή Του, εἶναι ὁ (καί πάλι) Ἑλληνικός λόγος «Χαίρετε»! Μέ αὐτό τόν χαιρετισμό ἀπευθύνεται ὁ ἀναστάς Χριστός στίς Μυροφόρες, μόλις βγῆκαν ἀπό τό «κενό μνημεῖο» (Ματθ. 28, 8-9). Ἡ συνήθης αὐτή ἑλληνική προσφώνηση, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν, ἀποκτᾶ μιάν ἰδιαίτερη πνευματική καί χριστιανική σημασία. Ἡ λέξη ἀνανοηματοδοτεῖται, ἐντασσόμενη σέ ἕνα καθαρά ἁγιοπνευματικό πλαίσιο, καί γίνεται
τό πρῶτο «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας.
Οἱ Μυροφόρες
βγαίνουν ἀπό τό μνημεῖο, στό ὁποῖο πῆγαν, γιά νά τελέσουν τά συνήθη νεκρικά ἔθιμα στόν νεκρό Χριστό, μέ ἀνάμικτα
συναισθήματα «φόβου καί χαρᾶς» (Ματθ, 28, 8), κάτι τό φυσιολογικό στή συνταρακτική
πνευματική ἐμπειρία, πού ἔζησαν, ἀκούοντας ἀπό τόν Ἄγγελο, ὅτι ὁ Κύριός τους «ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν» (στ.7). Ὁ λόγος, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ πρός αὐτές «Χαίρετε», ἀποκτᾶ εἰδική σημασία, πού μπορεῖ νά προσδιορισθεῖ μέ τά ἀκόλουθα λόγια: «Μή φοβεῖσθε (Ματθ. 28, 5), ἀλλά χαίρετε! Νά αἰσθάνεσθε χαρά, διότι ἡ Ἀνάσταση, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, νικᾶ τόν φόβο (Α’ Ἰω. 1,18), ἀλλά καί τόν θάνατο, κάθε εἶδος θανάτου, διότι εἶναι πηγή ζωῆς, ζωῆς αἰωνίου. Ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε ζωή καί ἐλπίδα».
Ἡ Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ἔτσι,
πηγή χαρᾶς καί δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ ἀποδοτικότερα παρά μέ τόν (Ἑλληνικό) χαιρετισμό «Χαίρετε»! Ἡ λέξη δέχεται χριστιανικά μιάν ὑπέροχη ὑπέρβαση. Δέν μένει στήν ἐνδοϊστορική πραγματικότητα,
σχετιζόμενη μέ πρόσκαιρα ἀγαθά («χαίρε, ὑγίαινε», καί σήμερα «γειά-χαρά»), ἀλλά
συνδεόμενη μέ ὑπερφυσικές ἐμπειρίες, ὅπως ἡ μετοχή στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ βεβαιότητα γιά τήν νίκη πάνω στό θάνατο καί τήν ἐξουσία του στόν φθαρτό τοῦτο κόσμο.
Ὁ πιστός στόν Χριστό Ἕλληνας ἔχει σαφῆ γνώση, ὅτι μέ τήν προσφώνηση «Χαίρετε», πού
ἐπαναλαμβάνει πολλές φορές τήν ἡμέρα, προσφωνεῖ τούς ἄλλους μέ τόν Ἀναστάσιμο
λόγο τοῦ Χριστοῦ καλώντας τους στή μετοχή στό γεγονός τῆς Ἀνάστασης. Λέγοντας «Χαίρετε», γνώριζε ὅτι λέγεις «Χριστός ἀνέστη» μέ ἕνα ἄλλο τρόπο.
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀπρίλιος 2012 Ἀριθμ.
Τεῦχους 118
Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.
Ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ
Ἀρμένιος (813-820) ὅταν ἀνανέωσε τήν Εἰκονομαχία
καί συνοδικῶς τήν ἐπεκύρωσε ὡς ὀρθόδοξο πίστι τῆς
Ἐκκλησίας, ἐξώρισε τόν ἅγ. Νικηφόρο, Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, καί συνοδικῶς
πάλι ἐγκατέστησε τόν εἰκονομάχο Θεόδοτο (814-820). Ἐβασάνισε ἐν συνεχείᾳ καί ἐξόρισε ὅλους
τούς Ἐπισκόπους καί ἡγουμένους, οἱ ὁποῖοι
δέν ἐδέχθησαν τήν Εἰκονομαχία καί τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Πατριάρχη Θεόδοτο.
Ὅταν εἶδε, ὅμως, ὅτι
μέ τόν τρόπο αὐτό δέν ἐκέρδισε τίποτε, ἄλλαξε γνώμη καί ἐσκέφθη νά ἐξαπατήση τούς Πατέρες, ὥστε νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά
μέ τόν Πατριάρχη. Πρός τοῦτο
ἀνέθεσε τήν ὑπόθεσι στόν μορφωμένο καί ἔμπιστο γραμματέα καί σύμβουλό
του
Ἰωάννη,
τόν ἐπιλεγόμενο
Γραμματικό καί Λεκανομάντη, μετέπειτα τελευταῖο
εἰκονομάχο Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως (837-842). Τά ὑπόλοιπα
τῆς διηγήσεως καί τό πῶς ἐξαπάτησε τούς Πατέρες καί αὐτόν τόν ὅσιο Νικήτα, τά δανειζόμεθα ἀπό τό βιβλίο «Οἱ ἅγιοι τοῦ
Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας», ἔχοντα ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν
ὁ αὐτοκράτωρ (Λέων ὁ Ἀρμένιος) βεβαιώθηκε ὅτι ὅλοι
ἦσαν ἕτοιμοι νά πεθάνουν παρά νά προδώσουν
τήν ἀλήθεια καί ὅτι οὔτε ἡ
βία, οὔτε ὁ ἤπιος τρόπος δέν ἴσχυε
σέ τίποτε, ζήτησε νά πετύχη μέ τήν πονηρία καί τήν ὑποκρισία. Αὐτήν
τήν φορά κι ὁ Ἅγιος Νικήτας ἀκόμη ξεγελάστηκε.Ὁ Λέων ὁ Ἀρμένιος
τοῦ εἶχε στείλει, καθώς καί σέ κάθε ἡγούμενο, τόν μυστικό σύμβουλο
τοῦ παρείσακτου
Πατριάρχη, τόν ἱκανό Ἰωάννη Λεκανομάντη. Αὐτός ἐξέθεσε στόν Ἅγιο
Νικήτα ὅτι ἡ ἀντίστασις τῶν
μοναχῶν ἦταν ἄσκοπη, γιατί στηριζόταν σέ μιά δυσάρεστη
παρεξήγησι, διότι, ἔλεγε,
ὁ πατριάρχης μας τιμᾶ τίς εἰκόνες, ἀλλά
δέν τίς λατρεύει. Ἐλᾶτε στό παρεκκλήσιό του. Θά βρῆτε ἐκεῖ
εἰκόνες καί θά δῆτε καί σεῖς ὅτι τίς σέβεται καί θά τίς σεβασθῆτε καί σεῖς μαζί του. Θά ἀκούσετε τίς ἐξηγήσεις του καί θά ἱκανοποιηθῆτε. Ἔτσι θά ἀποκατασταθῆ μεταξύ μας ἡ εἰρήνη. Κάνοντας αὐτή
τήν προσπάθεια θά εὐχαριστήσετε
τόν αὐτοκράτορα καί δέν
θά ἔχετε καμία ὑποχρέωσι ἀπέναντί του. Δέν ἐπιθυμεῖ ἀπό
σᾶς παρά τό δεῖγμα αὐτό τῆς
συμφιλιώσεως γιά νά ἐπιστρέψετε
ὅλοι ἐλεύθεροι στά μοναστήρια σας.Ὁ ἅγιος Νικήτας ἀντιστάθηκε
πολύ. Ἀλλά οἱ ἄλλοι ἀρχιμανδρῖται, κουρασμένοι ἀπό τή μακρά φυλάκισι, τόν ἐβεβαίωναν ὅτι δέν τούς ἐζητεῖτο τίποτε τό ἀντίθετο
ἀπό τήν πίστι καί ὅτι δέν ὑπῆρχε
τίποτε τό κακό σ’ αὐτό τό
διάβημα τῆς ἁπλῆς συμφιλιώσεως. Ὁ
Ἅγιος στό τέλος ὑπεχώρησε.Μέσα στό παρεκκλήσιο
τοῦ ψευδοπατριάρχου ὑπῆρχαν πράγματι εἰκόνες,
ὅπου ὅλοι μαζί τίς ἐτίμησαν. Κατόπιν ἐτέλεσαν τή θεία Λειτουργία
κατά τήν ὁποία ἐκοινώνησαν.Μετά τό γεγονός αὐτό τούς ἔδωσαν τήν ἐλευθερία τους καί γύρισαν στά
μοναστήρια τους.Ὁ Ἅγιος Νικήτας, ὅμως, δέν ἐβιάστηκε νά ἐπιστρέψη στό Μηδίκιο.
Σκεπτόμενος τή δυσάρεστη ἐπίδρασι
πού θά προξενοῦσε στό λαό
αὐτή ἡ κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, αἰσθάνθηκε τή συνείδησί του νά
βασανίζεται ἀπό τύψεις. Σκέφθηκε
στήν ἀρχή νά ἀποσυρθῆ σέ κάποιο μέρος ἄγριο
μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπους, γιά νά περάση ἐκεῖ σέ μετάνοια τίς ὑπόλοιπες
ἡμέρες. Γιά τόν σκοπό αὐτό ξεκίνησε γιά τήν Προκόνησο
(Μαρμαρᾶ), ἀλλά προτοῦ ἀκόμη φθάση ἐκεῖ, ἄλλαξε γνώμη. Τό λάθος, σκέφθηκε, πρέπει νά ἐπανορθωθῆ ἐκεῖ
ὅπου ἔγινε. Ἄλλαξε δρόμο καί ἐπέστρεψε
στό Βυζάντιο καί σέ μιά πλατεία, χτυπώντας τό στῆθος
του, ἐξομολογεῖτο τό λάθος
του ἐλεεινολογώντας
τή δειλία του καί αὐτοκατηγορούμενος
γιά παρανομία. Ὁ αὐτοκράτωρ τόν κάλεσε καί τόν ἐρώτησε, γιατί δέν γύρισε στό
μοναστήρι του, τώρα πού εἶναι
ἐλεύθερος. Μάθετε, τοῦ ἀπήντησε ὁ
Ἅγιος, ὅτι ἀποδοκιμάζω ὅσα
ἔκαμα ἀπό δειλή ἀνθρωπαρέσκεια. Μπορεῖτε νά μέ κάμετε ὅ,τι θέλετε, δέν θά μέ κάμετε
ποτέ ν’ ἀλλάξω γνώμη. Ὁ ὅσιος Νικήτας μπῆκε
ξανά στό κελλί τῆς φυλακῆς, κατόπιν ἐξορίσθηκε στό νησάκι τῆς Ἁγίας Γλυκερίας “ἐν
τῷ Ἀκρίτᾳ”» (Μοναστήρια
καί Ἅγιοι τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας,
σελ. 54-56).