Εἶναι χαρακτηριστική καί ὁμολογιακή ἡ πρός τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο ἐπιστολή των, ἡ ὁποία σημειωτέον ἀπεστάλη ὑπό πάντων τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων καί ἀναφέρει πρός τό τέλος τά ἑξῆς:
«Οἷς δέ συνεσθίειν οὐχ ὁριζόμεθα · οἷς τό χαίρειν εἰπεῖν διά τό παντάπασιν ἀμιγές, ὧν τό συνάντημα εἰ δυνατόν φύγομεν, πῶς πρώτους εἶναι καί ἀνακριτάς τῶν ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν ὅλως δικαιώσωμεν, καί τό μνημόσυνον αὐτῶν ὡς ὀρθόδοξον ἐπ’ ἐκκλησίαις, καί ἐπ’ αὐτῆς τῆς μυστικῆς τραπέζης, σαλπίσωμεν, ἵνα μηδέ ταύτην ἀφῶμεν ἀβέβηλον, τοῦ ἁγιάζειν ἡμᾶς». Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσίων, ἡ μνημόνευσις αἱρετικῶν κατά τήν Θεία Λειτουργία βεβηλώνει τήν ἁγ. Τράπεζα καί συνεπῶς αὐτή πλέον δέν μᾶς ἁγιάζει. Καί αὐτοί οἱ ὁσιομάρτυρες
ἁγιορεῖτες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες καί πρό συνοδικῆς καταδίκης του τόν ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἠξιώθησαν τιμῆς καταταγέντες μεταξύ τῶν ἁγίων καί ὁμολογητῶν τούς ὁποίους ὀφείλομε νά μιμούμεθα. Τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος πού ἀποτελεῖ καί τό ἐπισφράγισμα καί τήν αἰτιολογία τῆς ὅλης ὁμολογιακῆς στάσεως καί ἐνστάσεως τῶν Ὀρθοδόξων μᾶς ἀναγκάζει νά ἀναφέρωμε ὀλίγα τινά διά τό σοβαρό θέμα τῶν «ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων» καί διά τήν ὑπόθεσιν τοῦ σχίσματος. Κατ’ ἀρχάς ἡ ἀναφορά τοῦ Κανόνος «οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» μᾶς ὁδηγεῖ στήν σκέψι, ὅτι πρέπει νά διακρίνωμε, ὡς Ὀρθόδοξοι, τούς Ἐπισκόπους ἀπό τούς ψευδεπισκόπους διά νά μήν πλανηθοῦμε καί ὅτι πρέπει αὐτό νά τό πράξωμε, πρίν τό πράξη τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Ἡ ἔκφρασις αὐτή ἐπίσης σημαίνει ὅτι ἀπό τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο, τόν ὄντως Ἐπίσκοπο, τόν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ εὑρισκόμενο, εἶναι ἀδύνατον κάποιος ὀρθόδοξος ὑγειῶς σκεπτόμενος νά ἀποσχισθῆ, ἔστω καί ἄν αὐτός κατακριθῆ ἤ καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο, ὅπως συνέβη
μέ τόν ἅγ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί ἄλλους ἁγίους. Δηλαδή ἀπό τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο οὐδέποτε κάποιος ἀπομακρύνεται, ἀλλά τόν ἀκολουθεῖ ὡς τόν σταυρό καί ἄν δύναται συσταυρώνεται καί αὐτός μαζί του. Ἀντιθέτως μέ τόν ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο, τόν τό σχῆμα μόνο ἔχοντα τοῦ Ἐπισκόπου, τόν κατά τό φαινόμενον προστάτη τοῦ ποιμνίου καί κατά τό νοούμενον ἀποστάτη τοῦ Εὐαγγελίου, οὐδέποτε κάποιος ὀρθόδοξος ὑγειῶς σκεπτόμενος συντάσσεται καί συνοδοιπορεῖ, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτόν, ὅπως κάποιος ἀπομακρύνεται ἀπό κάποιον ἔχοντα κολλητική ἀσθένεια. Ὁ ψευδεπίσκοπος εἶναι ὅ,τι χειρότερο μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι τό ὄργανο τοῦ διαβόλου διά τοῦ ὁποίου θά χειρώση (θά βάλη στό χέρι κατά τό δή λεγόμενο) τούς πιστούς. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀνάγκη, καί θά λέγαμε θέμα σωτηρίας, νά δύναται ἕκαστος ὀρθόδοξος νά διακρίνη τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο ἀπό τόν ψευδεπίσκοπο, τόν ποιμένα ἀπό τόν λύκο καί τόν ἀληθινό κυβερνήτη τοῦ πλοίου, σύμφωνα μέ τήν πατερική ἔκφρασι, ἀπό τόν καταποντιστή. Εἶναι δηλαδή τό ἴδιο πού θά πάθη κάποιος, ὁ ὁποῖος δέν ἔμαθε, διά νά χρησιμοποιήσωμε μία σύγχρονο ἔκφρασι, νά ξεχωρίση τά γνήσια χαρτονομίσματα ἀπό τά κάλπικα καί πλαστά καί περιμένει νά τά σφραγίση ἡ τράπεζα.