Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς: ερμηνεία του 15ου Κανόνος.


Εναι χαρακτηριστική καί μολογιακή πρός τόν λατινόφρονα ατοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο πιστολή των, ποία σημειωτέον πεστάλη πό πάντων τν γιορειτν πατέρων καί ναφέρει πρός τό τέλος τά ξς:
«Ος δέ συνεσθίειν οχ ριζόμεθα · ος τό χαίρειν επεν διά τό παντάπασιν μιγές, ν τό συνάντημα ε δυνατόν φύγομεν, πς πρώτους εναι καί νακριτάς τν ρθοδόξων
κκλησιν λως δικαιώσωμεν, καί τό μνημόσυνον ατν ς ρθόδοξον π’ κκλησίαις, καί π’ ατς τς μυστικς τραπέζης, σαλπίσωμεν, να μηδέ ταύτην φμεν βέβηλον, το γιάζειν μς». Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τν γιορειτν σίων, μνημόνευσις αρετικν κατά τήν Θεία Λειτουργία βεβηλώνει τήν γ. Τράπεζα καί συνεπς ατή πλέον δέν μς γιάζει. Καί ατοί ο σιομάρτυρες
γιορετες ο πί Βέκκου θλήσαντες καί πρό συνοδικς καταδίκης του τόν πέκοψαν πό τήν κκλησία, ξιώθησαν τιμς καταταγέντες μεταξύ τν γίων καί μολογητν τούς ποίους φείλομε νά μιμούμεθα. Τό τελευταο τμμα το ν λόγ ερο Κανόνος πού ποτελε καί τό πισφράγισμα καί τήν ατιολογία τς λης μολογιακς στάσεως καί νστάσεως τν ρθοδόξων μς ναγκάζει νά ναφέρωμε λίγα τινά διά τό σοβαρό θέμα τν «ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων» καί διά τήν πόθεσιν το σχίσματος. Κατ’ ρχάς ναφορά το Κανόνος «ο γάρ πισκόπων, λλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» μς δηγε στήν σκέψι, τι πρέπει νά διακρίνωμε, ς ρθόδοξοι, τούς πισκόπους πό τούς ψευδεπισκόπους διά νά μήν πλανηθομε καί τι πρέπει ατό νά τό πράξωμε, πρίν τό πράξη τό ρμόδιο κκλησιαστικό ργανο. κφρασις ατή πίσης σημαίνει τι πό τόν ληθινό πίσκοπο, τόν ντως πίσκοπο, τόν ες τύπον καί τόπον Χριστο ερισκόμενο, εναι δύνατον κάποιος ρθόδοξος γεις σκεπτόμενος νά ποσχισθ, στω καί ν ατός κατακριθ καταδικασθ πό κάποια Σύνοδο, πως συνέβη
μέ τόν γ. θανάσιο, τόν γ. ωάννη τόν Χρυσόστομο καί λλους γίους. Δηλαδή πό τόν ληθινό πίσκοπο οδέποτε κάποιος πομακρύνεται, λλά τόν κολουθε ς τόν σταυρό καί ν δύναται συσταυρώνεται καί ατός μαζί του. ντιθέτως μέ τόν ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο, τόν τό σχμα μόνο χοντα το πισκόπου, τόν κατά τό φαινόμενον προστάτη το ποιμνίου καί κατά τό νοούμενον ποστάτη το Εαγγελίου, οδέποτε κάποιος ρθόδοξος γεις σκεπτόμενος συντάσσεται καί συνοδοιπορε, λλά πομακρύνεται κκλησιαστικς πό ατόν, πως κάποιος πομακρύνεται πό κάποιον χοντα κολλητική σθένεια. ψευδεπίσκοπος εναι ,τι χειρότερο μέσα στήν κκλησία, εναι τό ργανο το διαβόλου διά το ποίου θά χειρώση (θά βάλη στό χέρι κατά τό δή λεγόμενο) τούς πιστούς. ς κ τούτου εναι νάγκη, καί θά λέγαμε θέμα σωτηρίας, νά δύναται καστος ρθόδοξος νά διακρίνη τόν ληθινό πίσκοπο πό τόν ψευδεπίσκοπο, τόν ποιμένα πό τόν λύκο καί τόν ληθινό κυβερνήτη το πλοίου, σύμφωνα μέ τήν πατερική κφρασι, πό τόν καταποντιστή. Εναι δηλαδή τό διο πού θά πάθη κάποιος, ποος δέν μαθε, διά νά χρησιμοποιήσωμε μία σύγχρονο κφρασι, νά ξεχωρίση τά γνήσια χαρτονομίσματα πό τά κάλπικα καί πλαστά καί περιμένει νά τά σφραγίση τράπεζα.

Συνεχίζεται.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ : Άγ. Ιουστίνος (Πόποβιτς).



1.Αναμφιβόλως, ο άνθρωπος είναι μετά τον Θεόν η περισσότερον μυστηριώδης και αινιγματική ύπαρξις εις όλους τους κόσμους τους γνωστούς εις την ανθρωπίνην σκέψιν. Εις τα απύθμενα και απέραντα βάθη της ανθρωπίνης υπάρξεως ζουν και στροβιλίζουν ασυμβίβαστοι αντιθέσεις: η ζωή και ο θάνατος, το αγαθόν και το κακόν, ο Θεός και ο διάβολος, και ό,τι υπάρχει εντός των και γύρω των. Δι΄ όλων των θρησκειών του, των φιλοσοφιών, των επιστημών, των πνευματικών και υλικών πολιτισμών του, το ανθρώπινον γένος προσεπάθει να λύση εις την ουσίαν εν μόνον πρόβλημα, παμπεριεκτικόν πρόβλημα: το πρόβλημα του ανθρώπου. Και από όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του εσφυρηλάτησε δια τον εαυτόν του μίαν υπερτάτην θεότητα, την οποίαν ελάτρευσεν ως υψίστην αξίαν και το ύψιστον κριτήριον των πάντων. Η υπερτάτη αυτή θεότης είναι: «μέτρον πάντων άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρον όλων των όντων και πραγμάτων. Αλλά με τον τρόπον αυτόν η αυτού θεία μεγαλειότης, ο άνθρωπος, δεν έλυσε το πρόβλημα του ανθρώπου. Διότι μετρών δι΄ εαυτού τον εαυτόν του δεν κατενόησε ούτε εαυτόν ούτε τον κόσμον γύρω του (πρβλ. 2 Κορ. 10, 12). Εις την πραγματικότητα εματαιοπόνει: κατώπτριζε κάτοπρον εν κατόπτρω. Και τα πάντα συνωψίσθησαν εις την συγκλονιστικήν κραυγήν και την ανατριχιαστικήν εξομολόγησιν: «ουδέν εμαυτώ σύνοιδα» (Α΄ Κορ. 4, 4). Τίποτε δεν γνωρίζω δια του εαυτού μου: δεν γνωρίζω ούτε τι είναι ο άνθρωπος, ούτε τι είναι ο Θεός, ούτε τι είναι ο θάνατος, ούτε τι είναι η ζωή. Επί πλέον, με όλον το είναι μου αισθάνομαι ότι είμαι δούλος του θανάτου, δούλος του κακού, και δια της αμαρτίας δούλος του διαβόλου. Καρπός όλης της δραστηριότητος του ανθρώπου ήτο να υφανθή εξ ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους εν σώμα: «το σώμα του θανάτου». Και κάθε άνθρωπος κατέστη σύσσωμος αυτού του σώματος του θανάτου.και τι κρύπτεται μέσα εις αυτό το σώμα του θανάτου; -- Δυσωδία, σήψις, σκώληκες…  «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος!  Τις  με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24). Ουδείς, ουδείς πλην του Θεανθρώπου. Διότι ο Θεάνθρωπος Χριστός, νικήσας τον θάνατον δια της αναστάσεως, κατέλυσε «το σώμα του θανάτου» ως οντολογικήν πραγματικότητα (πρβλ. Αποκ. 20, 14. 10), ελύτρωσε το ανθρώπινον γένος εκ του θανάτου, του εχάρισε την αιωνίαν Ζωήν, την αιωνίαν Αλήθειαν, την αιωνίαν Αγάπην, την αιωνίαν Δικαιοσύνην, την αιωνίαν Χαράν και όλα τα άλλα αιώνια Θεία Αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός της Αγάπης και της Φιλανθρωπίας δύναται να χαρίση. Και ούτως έλυσεν όλον το πρόβλημα του ανθρώπου, ολόκληρον το παμπρόβλημα του ανθρώπου. Πράγματι, αφ΄ ότου ο Θεός έγινεν άνθρωπος, εφανερώθη ως Θεάνθρωπος και δια του σώματός Του – της Εκκλησίας – παρέμεινεν ως Θεάνθρωπος εις τον επίγειον κόσμον, έγινεν Αυτός άπαξ δια παντός η υψίστη παναξία και το υπέρτατον κριτήριον του ανθρωπίνου γένους, Αυτός ο Μόνος Αληθινός Θεός και ο Μόνος Αληθινός Άνθρωπος, ο Μόνος Τέλειος Θεός και ο Μόνος Τέλειος Άνθρωπος. Ως τοιούτος, Αυτός είναι η μόνη υψίστη παναξία και το μόνον έσχατον κριτήριον αυτού του ανθρώπου εις την ψυχοσωματικήν του οντότητα και την θεανθρωπίνην του δυνατότητα, και παντός ό,τι είναι ανθρώπινον και του ανθρώπου. Μόνον εν τω Θεανθρώπω είδεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν τον εαυτόν του τέλειον και αιώνιον. Και εγνώρισε τον εαυτόν του εις όλας τας διαστάσεις του. Εντεύθεν η νέα αξιολογική και γνωσιολογική καθολική αρχή του ανθρωπίνου γένους: «μέτρον πάντων ο Θεάνθρωπος». Αλλά το «μέτρον πάντων άνθρωπος» εξακολουθεί να βασιλεύη και να κυριαρχή, ως επί το πλείστον ferro ignique, εις τον ειδωλολατρικόν και πολυθεϊστικόν εξωχριστιανικόν κόσμον. Δια τούτο ο θεοσοφώτατος γνώστης του ανθρώπου και του Θεανθρώπου, ο Απόστολος Παύλος, συνοψίζει όλας τας φιλοσοφίας του ανθρωπίνου γένους εις δύο: εις την φιλοσοφίαν κατ΄ άνθρωπον και εις την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον (Κολ. 2, 8).

Ευτυχώς που οι αντι-οικουμενιστές κάνουν Συνέδρια για να εκτονώνουν τον λαό...

Την Δευτέρα, 20η Φεβρουαρίου ε.ε., η ΑΘΜ ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρος Β΄, εδέχθη την εθιμοτυπική επίσκεψη του Σεβ. Αρχιεπισκόπου κ.Αυγουστίνο Kasuja, Αποστολικού Νούντσιου του Βατικανού στην Νιγηρία. 


Να τα αδελφάκια....


Τι Λωζάννη,  τι Κοζάνη... 


 Όλοι είμαστε τα ίδια...  Ορθόδοξοι, Παπικοί, Προτεστάντες....


Θα μπορούσαμε να φαντασθούμε ποτέ τον Μέγα Αθανάσιο με τον αιρετικό Άρειο σε μιά τέτοια φωτογραφία; 


Αυτοί είναι οι σημερινοί Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών...  οι Επίσκοποι που κοινωνούν μαζί τους, και ο λαός  που τους ακολουθεί....


πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;
(Λουκά  18,8).

Are the Heterodox Members of the Church?


Dr. Demetrios Tselengidis,
Professor at Aristotle University of Thessaloniki  
         
Firstly, it is necessary to clarify that as Orthodox Christians we believe, in agreement with the Symbol of Faith (the Creed) of Nicene-Constantinople (381 AD), “in One, Holy, Catholic, and Apostolic Church”. According to the unbroken dogmatic consciousness of the Orthodox Church throughout the ages, i.e., according to her self-consciousness, this One Church is the Orthodox Church. 

As we embark on the journey of Great Lent


“Let us keep the Fast not only by refraining from food, but by becoming strangers to all the bodily passions; that we who are enslaved to the tyranny of the flesh may become worthy to partake of the Lamb, the Son of God, slain of His own will
for the sake of the world, and spiritually may celebrate the feast of the Savior's Resurrection from the dead. So shall we be raised high in the glory of the virtues, and through our righteous actions we shall give joy to the Lord who loves humankind.”

First Apostichon of Vespers from Tuesday of the First Week