...«Αφού σηκώθηκα από τον ύπνον, πλύθηκα και όρθιος έκανα τα συνηθισμένα κομποσχοίνια, έμπροσθεν του παραθύρου που βλέπει προς την θάλασσαν. Όταν έκανα αρκετά κομποσχοίνια, ξαφνικά βλέπω τρία λαμπερά πρόσωπα να έρχονται κατ΄ επάνω μου, γέμισε φως το δωμάτιόν μου, ευωδία ανέκφραστος. Η πνευματική μου αίσθησις με πληροφορούσε ότι ήταν ο Χριστός συνοδευόμενος από δύο Αγγέλους. Έπεσα κάτω και αγκάλιασε η ψυχή μου τα πόδια του Χριστού. Αισθανόμουν τέτοια χαρά και αγαλλίασιν. Τέτοια ουράνια κατάστασιν είχα, που δεν περιγράφεται». Και διηγούμενος αυτά, ήρχισε να κλαίη ο παπα-… Εις την κατάστασιν αυτήν της μακαριότητος, έμεινα αρκετή ώρα. Που ολίγον κατ΄ ολίγον υποχωρούσε. Ξαφνικά γέμισε το δωμάτιο από δαίμονες και με περικύκλωσαν. Τρομοκρατήθηκα. Παρέλυσα από τον φόβον μου. Τους ένοιωθα πλησίον μου, και γέμισα από ανατριχίλα και φόβον απερίγραπτον. Με την προσευχήν, ολίγον κατ΄ ολίγον έφυγαν. Ενώ έτρεμα ακόμη από τον φόβον μου, σηκώθηκα πήρα το φαναράκι μου και πήγα στον Γέροντα ..... Όταν έφθασα, είπα στον πατέρα Αθανάσιο: --Ειδοποίησε τον Γέροντα ότι θέλω επειγόντως να τον συναντήσω! Με δέχθηκε αμέσως, αν και ήταν ακατάλληλη η ώρα. Μόλις κάθησα με ρωτάει: --Τι έχεις; --Περίμενε Γέροντα λίγο να συνέλθω και θα σου πω. Από τον φόβο δεν ημπορούσα να μιλήσω. Όταν συνήλθα του διηγήθηκα για την παρουσία των τριών Προσώπων και την δαιμονική κατάστασι κατόπιν. Τότε ο Γέροντας..... σηκώθηκε, με αγκάλιασε και καταχαρούμενος μου είπε: --Αυτό, παιδί μου, είναι το πρώτο σκαλί. Αυτή είναι η Χάρις. Θυμάσαι που σου έλεγα ότι με τα δάκρυα, τρόπον τινά σκάβεις για να περάση το όχημά της; Τώρα πέρασε. Από τώρα και εις το εξής θα έχης αποκαλύψεις από τον Θεό, θα σε πληροφορή ο Θεός και θα βλέπης διαφορετικά. Η θεία Χάρις θα μορφοποιήται σε εικόνες και σχήματα και θα σε βοηθή. Άλλη πνευματική αμφίεσις, άλλοι ορίζοντες, άλλη πνευματική τροφή και άλλη προσευχή με θεωρία σε περιμένουν. Και γι΄ αυτό ήλθαν και οι δαίμονες κατόπιν, διότι αντιλήφθηκαν την κατάστασι της Χάριτος που είχες και φθονούσαν....
Δεν περιφρονεί η ορθόδοξος ασκητική νοοτροπία τα εγκόσμια.
Εάν ο χριστιανός «ουκ έχει ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητεί», είναι πρόδηλον ότι βιοί διπλήν ζωή, την επίγειον και την επουράνιον. Εις ποίαν βιοί περισσότερον, τούτο εξαρτάται: από το κατά πόσον «επιζητεί την μέλλουσαν». Η προς τα επάνω όρασις δεν αποτελεί περιφρόνησιν εις ό,τι ο Θεός έκτισεν «λίαν καλά», αλλά λογικωτάτην προτίμησι. Δεν περιφρονεί η ορθόδοξος ασκητική νοοτροπία τα εγκόσμια. Απλώς τα καταλείπει. Και ούτω διασώζει και τον πόθον της αιωνιότητος, προς «των εφετών το ακρότατον» και εις αίρεσι δεν εμπίπτει, ως μη καταφρονούσα την δημιουργία του αγαθού Θεού.