…Κυλούσε ο καιρός και η κατάστασις του Γέροντος σταθερά χειροτέρευε, ήταν πλέον στην τελική ευθεία. Δεν τον αφήναμε καθόλου μόνον του, πάντοτε κάποιος από εμάς, εκ περιτροπής, για να μην τον κουράζουμε, ήταν διαρκώς κοντά του. Μια μέρα καθόμασταν μαζί στο κελλί, ο Γέροντας στην πολυθρονίτσα του κι εγώ από πίσω τον κρατούσα. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα από την εκκλησία και κατόπιν άνοιξε η πόρτα του δωματίου, όπου ήταν ο Γέροντας κι εγώ. Κοιτάζω και βλέπω ένα γιγαντόσωμο μοναχό χωρίς γένια, με κουκούλι που είχε σταυρό μπροστά, με αγγελικό Σχήμα κόκκινο και με το πολυσταύριο, όπως εμφανίσθηκε στον άγιον Παχώμιο. Ήταν γλυκύς και αυστηρός συγχρόνως, και ολόλευκος. Σου προξενούσε φόβο και ταυτόχρονα αγάπη, και τα δύο μαζί: φόβον και αγάπην. Μόλις μισοάνοιξε την πόρτα, κοιτάει κατ΄ ευθείαν εμένα κατάματα και μετά τον Γέροντα. Κλείνει την πόρτα και φεύγει, χωρίς να μιλήση, αλλά είχα την αίσθησι ότι μας είπε: «άχρι καιρού»! Και ένιωσα μέσα μου, με απόλυτη σιγουριά, ότι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Τότε μου είπε ο Γέροντας: Κ….., τον είδες;
Τον είδα. –Ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και μας είπε «άχρι καιρού»…..