Ἔγινε σιγή μερικῶν δευτερολέπτων καί κατόπιν ὁ ἀσυρματιστής ἄνοιξε τόν ἀσύρματο. Ἀκούστηκε ἕνα μικρό σύρσιμο στίς διάφορες συχνότητες τοῦ ἀσύρματου καί μετά πάλι μιά ἐλαχιστότατη σιγή, πού τή διέκοψε ἡ εὐκρινέστατη φωνή τοῦ ἱερέα. –… «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἡμῶν». Καί… ἀμέσως ὁ Κώστας ἔκλεισε τόν διακόπτη.


Λειτουργική εμπειρία στο μέτωπο


(Ἀληθινό περιστατικό)
Μέρες εἶχαν νά κοιμηθοῦν. Ἄν λογιζόταν γιά ὕπνος, ὁ λιγοστός χρόνος πού ξάπλωναν καταγῆς ντυμένοι ὅπως ἦταν, γιά νά ξυπνήσουν σέ λίγη ὥρα ἀπό τό φοβερό κρύο πού τούς πάγωνε τήν καρδιά καί νιώθαν πώς πεθαίναν. Δέν ἦταν πολλοί. Καμιά δεκαπενταριά ἄνδρες σ’ αὐτό τό ὕψωμα τοῦ Ἑφταχωρίου πού ὑποστήριζε, ὑποτίθεται, τά μετόπισθεν. Γιατί τίς τέσσερις τελευταῖες μέρες εἶχε ἑνοποιηθεῖ σχεδόν μέ τήν πρώτη γραμμή. Δέν ἦταν οὔτε εὔκολα τά πράγματα, οὔτε ἐλπιδοφόρα. Οἱ Ἰταλοί ἔρχονταν σωρηδόν. Εἶχαν ἀπίστευτη ὑπεροχή. Ἡ πρώτη γραμμή μέ πενιχρότατα μέσα, ἀρκετές ἀπώλειες καί περισσή αὐτοθυσία, κράτησε τόσες μέρες τήν ἐπιδρομή δύο Ἰταλικῶν μεραρχιῶν. Τῆς «Φεράρας» καί τοῦ «Κένταυρου». Τώρα μέ νύχια καί δόντια προσπαθοῦσε νά κρατήσει τίς θέσεις της ἀπέναντι στήν πανίσχυρη καί πάνοπλη περίφημη ᾽Ιταλική Μεραρχία Ἀλπινιστῶν «Τζούλια». Ἕντεκα χιλιάδες στρατιῶτες ἀπέναντι σέ δύο χιλιάδες δικούς μας κι αὐτούς ἐξαντλημένους, πεινασμένους καί σχεδόν ἀόπλους, εἶναι μεγέθη πού δέν συγκρίνονται. Κι εἶναι ἀλήθεια πώς τίς τελευταῖες μέρες, μαζί μέ τούς ἀγαπημένους καί πολύπαθους συντρόφους τους ’χάναν καί ἔδαφος. Κάποια ὑψώματα δῶθε-κεῖθε καί ἡ ἀμυντική γραμμή κάνοντας «κοιλιές», τραβιόταν ὅλο καί πιό πίσω. Γι’ αὐτό καί ἡ θέση τους, πού ἦταν θέση στά μετόπισθεν, εἶχε φθάσει νά ἀγγίζει τήν πρώτη γραμμή.
Δέν μιλοῦσε κανείς κεῖνο τό πρωινό. Βλέφαρα πού μέ δυσκολία κρατιόνταν ἀνοιχτά λόγῳ τῆς παρατεταμένης ἀγρυπνίας, ἄφηναν τή ματιά νά πλανηθεῖ μακριά στό πουθενά, ὅσο νά μπορέσει ἡ σκέψη, κρατώντας ἕνα ἀδιατάρακτο πλάνο, νά ταξιδέψει σέ μέρη δικά της, ἀγαπημένα.
Δέν ὑπῆρχε κουράγιο τώρα, ἀνθρώπινη περιέργεια ὅπως τίς πρῶτες μέρες, νά σπάσει αὐτήν τήν περίεργη σιωπή, νά στραφεῖ στό διπλανό της, νά ρωτήσει τί σκέφτεσαι;
Τόσες μέρες τά ᾽χαν πεῖ ὅλα ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Γιά τίς δουλειές τους πού ἄφησαν στή μέση. Γιά τούς γονεῖς τους πού μέ ἐλπίδα, περηφάνεια καί φόβο τούς ξεπροβόδισαν. Γιά τά ἀγαπημένα τους πρόσωπα πού ξενυχτοῦσαν πλάι τους, μέ τό στημόνι τῆς ἀγωνίας νά ὑφαίνει σκουρόχρωμο τό ὑφαντό τῆς ψυχῆς τους. Γιά τά σχέδιά τους πού θά ξεκινοῦσαν μ’ ὄρεξη μόλις ὁ πόλεμος τελείωνε.
Στιγμές-στιγμές τ’ ἀργό ἀνοιγόκλειμα τῶν ματιῶν ἔπαιρνε τό βλέμμα ἀλλοῦ καί ἄλλαζε τήν εἰκόνα πού συνόδευε τίς νέες τους σκέψεις. Τίποτα δέν ἀκουγόταν. Οὔτε κι ὁ ἀσύρματος τοῦ Κώστα, πού ἀπό καιρό σέ καιρό ἔσπαγε τή νεκρική σιωπή γιά νά μεταδώσει ἕνα κρυπτογραφημένο μήνυμα πιό σπάνια καί πιό συχνά ἐκεῖνα τ’ ἀτέλειωτα παρατεταμένα ἤ μή «μπίπ» τοῦ κώδικα μόρς. Τώρα σιγοῦσε κι αὐτός. Ἦταν διαταγή. Ἀπό χθές τό βράδυ μέχρι νεοτέρας. Σιγή ἀσυρμάτων. Γιατί ἐπρόκειτο ἡ ἰταλική ἀεροπορία νά χτυπήσει γιά ἐκκαθάριση τή γραμμή ἀμύνης καί δέν ἔπρεπε νά στοχοποιηθοῦν οἱ θέσεις τῶν στρατιωτῶν ἀπ’ τόν ἐντοπισμό τῶν ἀσυρμάτων.
Μιά ἀπραξία λοιπόν πού ὅμως δέν σ’ ἄφηνε νά κοιμηθεῖς, νά χαλαρώσεις, νά ξεκουραστεῖς, γιατί φοβόσουν ὅτι ἀπό στιγμή σέ στιγμή κάποιο ἀεροπορικό βλῆμα μπορεῖ νά σέ περνοῦσε στήν αἰωνιότητα. Κι ὁ φόβος πάντα συμμαχοῦσε μέ τό κρύο τοῦτες τίς ὧρες, κάνοντας ἀδύνατο νά κοιμηθεῖ κανείς.
Σιωπή, ἐξάντληση, φόβος κι ἀγωνία.
–Κάτσε κάτω, μήν κουνιέσαι. Γίνεσαι στόχος. Ψιθύρισε ὁ Βαγγέλης ἀπ’ τήν Καρδίτσα στόν Ἀλέξανδρο πού σηκώθηκε ὄρθιος καί τράβηξε μπροστά.
Δέν ἔδωσε σημασία ἐκεῖνος. Σάν νά μήν ἄκουσε. Προχώρησε ἴσια ἐμπρός. Ἔφτασε τόν ἀσυρματιστή καί ἔκατσε δίπλα του.
–Κυριακή σήμερα, τοῦ ᾽πε.
Ὁ ἄλλος δέν μιλοῦσε. Οὔτε κάν τόν κοίταξε.
–Τέτοια ὥρα στήν Ἀθήνα, στόν Μητροπολιτικό Ναό τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία.
Ἀνέκφραστος ὁ ἀσυρματιστής. Ἔδειχνε σάν νά μήν ἀκούει τίποτα ἀπ’ τόν μονόλογο τοῦ Ἀλέξανδρου. Ὡστόσο τόν ἄκουγε. Τό ’ξερε ὁ Ἀλέξανδρος, γι’ αὐτό καί συνέχισε.
–Δέν πιάνεις λίγο στόν ἀσύρματο τό Ἐθνικό πρόγραμμα ν’ ἀκούσουμε ὅλοι μας τή Λειτουργία; Τώρα γύρισε ἀπότομα. Τόν κοίταξε πιό φοβισμένος ἴσια στά μάτια.
–Εἶσαι καλά; Τρελάθηκες; τόν ρώτησε καί τά μάτια του ἔβγαζαν σπίθες. Ἀπό φόβο; Ἀπό ὀργή μπροστά στό παράλογο αἴτημα;
Ἦταν πιστός ὁ Ἀλέξανδρος. Τόν ἤξερε καλά. Ἦταν θεολόγος. Χαριτωμένο παιδί. Ἀλλά ὁ πόλεμος δέν ἀφήνει περιθώρια γιά συναισθηματισμούς καί συμπάθειες.
–Λίγο. Μόνο γιά λίγο, ἐπέμενε ὁ Ἀλέξανδρος, μέ ἕνα ὕφος τόσο παρακλητικό καί συνάμα τόσο πιεστικό. Θά φωνάξω καί τούς ὑπόλοιπους. Θά γονατίσουμε ὅλοι γύρω ἀπ’ τόν ἀσύρματο… Λίγο… Νά πάρουμε τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Τή χάρη τῆς Λειτουργίας. Τό μόνο πού ’χουμε ἀνάγκη ἐδῶ πάνω…
–Εἶσαι καλά; ἐπέμενε πάλι ὁ ἄλλος, παρόλο πού ἐσωτερικά εἶχε ἤδη ἐξασθενήσει κάθε ἀντίδρασή του. Τό κατάλαβε ὁ Ἀλέξανδρος. Δέν χρειαζόταν νά ἐπιμείνει ἄλλο.
–Παιδιά, ἐλᾶτε ὅλοι ἐδῶ γύρω. Γύρω ἀπ’ τόν ἀσύρματο. Γονατίστε. Θά ἀκούσουμε γιά λίγο τή θεία Λειτουργία ἀπ’ τήν Ἀθήνα. Νά πάρουμε δύναμη. Νά μᾶς εὐλογήσει ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία.
Παράξενο, ἀλλά σηκώθηκαν ὅλοι. Σιγά-σιγά ἦρθαν καί γονάτισαν γύρω ἀπ’ τόν ἀσύρματο. Ἀμίλητοι ὅπως πρίν, ἀλλά μ’ ἐμπιστοσύνη στήν «ἀποκοτιά» τοῦ Ἀλέξανδρου.
Δέν χρειαζόταν ἄλλη παρότρυνση ὁ Κώστας.
–Μόνο γιά μιά στιγμή, εἶπε σιγανά στόν Ἀλέξανδρο καί περίμενε νά τακτοποιηθεῖ γονατιστός καί ὁ τελευταῖος στρατιώτης.
Ἔγινε σιγή μερικῶν δευτερολέπτων καί κατόπιν ὁ ἀσυρματιστής ἄνοιξε τόν ἀσύρματο. Ἀκούστηκε ἕνα μικρό σύρσιμο στίς διάφορες συχνότητες τοῦ ἀσύρματου καί μετά πάλι μιά ἐλαχιστότατη σιγή, πού τή διέκοψε ἡ εὐκρινέστατη φωνή τοῦ ἱερέα.
–… «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἡμῶν».
Καί… ἀμέσως ὁ Κώστας ἔκλεισε τόν διακόπτη.
…………………………………………………………
Στά γέρικα μάτια τοῦ κυρ-’Αλέξανδρου, πού εἶχαν ἀσπρίσει ἀπ’ τόν καταρράκτη, διέκρινα καθαρά τή συγκίνησή του στήν ἐξιστόρηση τοῦ θαύματος κι ἀξέχαστου γι’ αὐτόν περιστατικοῦ.
–Ὅσα χρόνια κι ἄν περάσουν ποτέ δέν θά ξεχάσω αὐτή τή στιγμή… Ἔζησα ἀπό τότε ἀναρίθμητες Λειτουργίες, ὅμως αὐτό πού ἔνιωσα ἐκείνη τή στιγμή ποτέ δέν τό ξανάνιωσα.
Κι ὅποτε κάποιος ἤ ἐγώ ἀναρωτιέμαι τί εἶναι ἡ θεία χάρις, θυμᾶμαι ἐκείνη τήν ἐμπειρία καί λέω: ξέρω. Τήν ἔχω νιώσει.
Κανένας μας δέν σκοτώθηκε κατόπιν σ’ ὁλόκληρο τόν πόλεμο, ὅμως δέν εἶναι αὐτό. Πιό πολύ εἶναι, αὐτό πού νιώσαμε ἐκεῖνο τό Κυριακάτικο πρωινό σ’ ἐκεῖνο τό ὕψωμα στό Ἑφταχώρι.
 ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Απόσπασμα από το Περιοδικό ”Η Δράση μας”,
Τεύχος Οκτωβρίου 2012 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου