Μήπως λιγόστεψε το φως του λυχναριού;


Ένας Μοναχός πολύ απλός και άπλαστος επήγαινε συχνά στον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό για να ωφελήται από τις σοφές συμβουλές του. Εκείνος τον δεχόταν με αγάπη και δεν έπαυε να τον διδάσκη. Κάθε φορά που πήγαινε και κάτι καινούργιο είχε να του ειπή γύρω από την πνευματική ζωή. Ο Μοναχός όμως πολύ λίγα καταλάβαινε από όσα του έλεγε ο Γέροντας και απ'αυτά τα περισσότερα τα λησμονούσε. Έτσι ρωτούσε και ξαναρωτούσε όλο για τα ίδια πράγματα.

Κάποτε σταμάτησε τις επισκέψεις του. Ο Γέροντας απόρησε γι' αυτό. Μια Κυριακή λοιπόν που συναντήθηκαν στην Εκκλησία τον ρώτησε:
- Έχω πολύν καιρό να σε ιδώ, Αδερφέ. Τι σου συμβαίνει; Μήπως αρρώστησες;
- Όχι, Αββά, αποκρίθηκε με συστολή ο Μοναχός, αλλ' όπως βλέπεις, ο νους μου είναι παχύς και δεν παίρνει εύκολα τις συμβουλές σου και ντρέπομαι να σ' ενοχλώ διαρκώς για τα ίδια πράγματα.
- Πάρε αυτό, του είπε τότε ο Αββάς Ιωάννης, και του έδειξε ένα λυχνάρι, που βρισκόταν στη γωνιά της Εκκλησίας και άναψε το.

Ο αδερφός το άναψε.
- Πήγαινε τώρα και φέρε τα λυχνάρια των αδερφών και άναψέ τα όλα παίρνοντας φως από τούτο εδώ. Ο άπλαστος μοναχός έκανε παρευθύς την προσταγή του Γέροντος.
- Μήπως λιγόστεψε το φως του λυχναριού, ρώτησε ο Γέροντας, επειδή άναψες μ' αυτό τόσα άλλα λυχνάρια;
- Όχι, βέβαια, είπε χαμογελώντας ο αδερφός.
- Ούτε κι ο Ιωάννης χάνει τίποτε, έστω και αν συμβουλεύη ολόκληρη τη σκήτη. Να έρχεσαι λοιπόν κι εσύ χωρίς δισταγμό.
Από τότε ο αδερφός επήγαινε τακτικά στο Γέροντα και με την βοήθειά του έγινε άριστος Μοναχός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου