Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης : Άνθος του γιαλού


Επί πολλάς νύκτας κατά συνέχειαν έβλεπεν ο Μάνος του Κορωνιού, εκεί που έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντά στα κοτρόνια του ανατολικού Γιαλού, ανάμεσα εις δύο υψηλούς βράχους και κάτω από ένα παλαιόν ερημόσπιτον κατηρειπωμένον—εκεί έστρωνε συνήθως την κάπα επάνω στην πλώρη της βάρκας κι εκοιμάτο χορευτόν και νανουρισμένον ύπνον, τρεις σπιθαμές υψηλότερα από το κύμα, θεωρών τα άστρα και μελετών την Πούλιαν και όλα τα μυστήρια του ουρανού—έβλεπε, λέγω, ανοικτά εις το πέλαγος, έξω από τα δύο ανθισμένα νησάκια, τα φυλάττοντα ως σκοποί το στόμιον του λιμένος, εν μελαγχολικόν φως—κανδήλι, φανόν, λαμπάδα ή άστρον πεσμένον—να τρεμοφέγγη εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος, επιπολής(=επιφάνεια)  εις το κύμα, και να στέκη επί ώρας, φαινόμενον ως να έπλεε, και μένον ακίνητον.                                                                                                                                                                                               Ο Μάνος του Κορωνιού, λεμβούχος ψαράς, ήτον αδύνατος στα μυαλά όπως και πας θνητός. Αρκετόν ήτο ήδη οπού έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ εκεί, δίπλα εις τους δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω από το ερημόσπιτον εκείνο, το ολόρθον άψυχον φάντασμα, το οποίον είχε φήμην ότι ήτο στοιχειωμένον. Εκαλείτο κοινώς της Λουλούδως το Καλύβι. Διατί; Κανείς δεν ήξευρε. Ή, αν υπήρχον ολίγα γραϊδια «λαδικά»(=γριες φλύαρες και κουτσομπόλες), ή και δύο τρεις γέροι γνωρίζοντες παλαιάς ιστορίας εις τον τόπον, ο Μάνος δεν έτυχεν ευκαιρίας να τους ερωτήση.                                                                                                                                                                      Έβλεπε, βραδιές τώρα, το παράδοξον εκείνο μεμακρυσμένον φως να τρέμη και να φέγγη εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν ότι δεν ήτο εκεί κανείς φάρος. 



H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more




 Η Κυβέρνησις δεν είχε φροντίσει δι᾿ αυτὰ τα πράγματα εις τα μικρὰ μέρη, τα μη έχοντα ισχυροὺς βουλευτάς.
Τι, λοιπόν, ήτο το φως εκείνο; Ησθάνετο επιθυμίαν, επειδὴ σχεδὸν καθημερινώς επέρνα με την βάρκα του απὸ εκείνο το πέραμα, ανάμεσα εις τα δυο χλοερὰ νησάκια, και δεν έβλεπε κανὲν ίχνος εκεί την ημέραν, το οποίον να εξηγή την παρουσίαν του φωτὸς την νύκτα, να πλεύση τα μεσάνυχτα, διακόπτων τον μακάριον ύπνον του, και τους ρεμβασμούς του προς τ᾿ άστρα και την Πούλιαν, να φθάση έως εκεί, να ιδή τι είναι, και, εν ανάγκῃ, να το κυνηγήση το μυστηριώδες εκείνο φέγγος. Όθεν ο Μάνος, επειδὴ ήτο ασθενὴς άνθρωπος, καθὼς είπομεν, νέος εικοσαετής, εκάλεσεν επίκουρον και τον Γιαλὴν της Φαφάνας, δέκα έτη μεγαλύτερόν του, αφού του διηγήθη το νυκτερινὸν όραμά του, δια να του κάμῃ συντροφιὰν εις την ασυνήθη εκδρομήν.
Επήγαν μίαν νύκτα, όταν η σελήνη ήτο εννέα ημερών, κ᾿ έμελλε να δύση περὶ την μίαν μετὰ τα μεσάνυχτα. Το φως εφαίνετο εκεῖ, ακίνητον ως καρφωμένον, ενώ ο πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ήρεμα προς δυσμάς κ᾿ έμελλε να κρυφθή οπίσω του βουνού. Όσον έπλεαν αυτοὶ με την βάρκαν, τόσον τους έφευγε, χωρὶς να κινήται οφθαλμοφανώς, ο μυστηριώδης πυρσός. Έβαλαν δύναμιν εις τα κουπιά, «εξεπλατίσθηκαν». Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ήτο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον απὸ τους οφθαλμούς των.
Ο Μάνος, μαζὶ με τον Φαφάναν, έκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Αντήλλαξαν ολίγας λέξεις:
- Δεν είναι φανάρι, δεν είναι καΐκι, όχι.
- Και τι είναι;
- Είναι...
Ο Γιαλὴς της Φαφάνας δεν ήξευρε τι να είπῃ.
Την νύκτα της τρίτης ημέρας, και πάλιν δυο ή τρεις ημέρας μετ᾿ αυτήν, οι δυο ναυτίλοι επεχείρησαν εκ νέου την εκδρομήν. Πάντοτε έβλεπαν την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύῃ εις τα κύματα. Είτα, όσον επλησίαζαν αυτοί, τόσον το όραμα έφευγε. Και τέλος εγίνετο άφαντον. Τι άρα ήτο;
Εις μόνον γείτων είχε παρατηρήσει τας επανειλημμένας νυκτερινὰς εκδρομὰς των δυο φίλων με την βάρκαν. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία με τα ολίγα κολλυβογράμματα που ήξευρε, και είχεν ομιλήσει με πολλὰς γραίας σοφάς, αίτινες υπήρξαν το πάλαι. Εκάθητο όλην την νύκτα, αγρυπνών, σιμὰ εις το παράθυρόν του, βλέπων προς την θάλασσαν, και πότε εδιάβαζε τα βιβλία του, πότε ερρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα. Η καλύβη του, όπου έρημος και μόνος εκατοικούσεν, έκειτο ολίγους βράχους παραπέρα απὸ το σπίτι της Λουλούδως, όπου έδενε την βάρκαν του ο Μάνος, ανάμεσα εις το σπίτι της Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ο Κορωνιὸς και ο εγγονὸς της Φαφάνας ητοιμάζοντο να λύσουν την βάρκαν, και να κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, δια να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά των.
Ο Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδεν, εξήλθεν απὸ την καλύβην του, φορών άσπρον σκούφον και ράσον μακρύ, όπως εσυνήθιζε κατ᾿ οίκον, επήδησε δυο τρεις βράχους προς τα εκεί, κ᾿ έφθασε παραπάνω απὸ το μέρος, όπου ευρίσκοντο οι δυο φίλοι.
- Για που, αν θέλῃ ο Θεός, παιδιά; τους εφώναξεν. Είναι βραδιὲς τώρα που τρέχετε έξω απὸ το λιμάνι, χωρὶς να γιαλεύετε, χωρὶς να πυροφανίζετε - και τα ψάρια σας δεν τα είδαμε. Μήπως σας ωνείρεψε και σκάφτετε πουθενά, για να βρήτε τίποτα θησαυρό;
Ο Μάνος παρεκάλεσε τον Κόκοϊαν να κατεβή παρακάτω και να ομιλή σιγανώτερα. Είτα δεν εδίστασε να του διηγηθή το όραμά του.
Ο Λίμπος ήκουσε μετὰ προσοχής. Είτα εγέλασε:
- Αμ᾿ που να τα ξέρετε αυτὰ εσείς, οι νέοι, είπε, σείων σφοδρώς την κεφαλήν. Τον παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σαν αυτὸ που είδες, Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι. Εγὼ δε βλέπω τίποτα!.. Το ίδιο κι ο Γιαλὴς βλέπει αυτὸ που λες πως βλέπεις;
Ο Γιαλὴς ηναγκάσθη με συστολὴν κατωτέραν της ηλικίας του να ομολογήση, ότι δεν έβλεπε το φως, περὶ ου ο λόγος, αλλ᾿ επείθετο εις την διαβεβαίωσιν του Μάνου, όστις έλεγεν ότι το βλέπει.
Ο Κόκοϊας, ήρχισε τότε να διηγήται:
- Ακούστε να σας πω, παιδιά. Εγὼ που με βλέπετε, έφθασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, την μαννοὺ αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθὼς και τη μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθή πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αυτὸ που θα σας πω τώρα:
»Βλέπετε αυτὸ το χάλασμα, το Καλύβι της Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδώ τον παλαιὸν καιρὸ εκατοικούσε μια κόρη, η Λουλούδω, οποὺ την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, - έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτὴ - μαζὶ με τον πατέρα της τον γερό-Θεριὰ (ελληνικὰ τον έλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα και με φαρμακωμένα βέλη. Ένα Βασιλόπουλο απὸ τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ᾿ εκίνησε να πάῃ στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη να την στεφανωθή.
»Επήγε το Βασιλόπουλο. Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχὴ στα ουράνια, να βγη νικητὴς το Βασιλόπουλο, να έρθη η μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός της να την στεφανωθή.
»Έφτασε η μέρα που ο Χριστὸς γεννάται. Η Παναγία με αστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το ῾βαλε στο παχνί, για να το κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κ᾿ ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνὶ κ᾿ εφυσούσαν μαλακὰ να ζεστάνουν το θείο Βρέφος. Να, τώρα θα ῾ρθή το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Ήρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακριὰ άσπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ έπεσαν κ᾿ επροσκύνησαν το θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Άγγελον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, είχαν ακούσει τ᾿ αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ! Έμειναν γονατιστοί, μ᾿ εκστατικὰ μάτια, κάτω απὸ το παχνί, πολλὴν ώρα, κ᾿ ελάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο. Να! τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Έφτασαν κ᾿ οι τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσὲς μίτρες στο κεφάλι, κ᾿ εφορούσαν μακριὲς γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και τ᾿ αστεράκι, ένα λαμπρὸ χρυσὸ αστέρι, εχαμήλωσε κ᾿ εκάθισε στη σκεπὴ της Σπηλιάς, κι έλαμπε με γλυκὸ ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Οι τρεις βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν απ᾿ τις καμήλες τους, εμπήκαν στο Σπήλαιο, κ᾿ έπεσαν κ᾿ επροσκύνησαν το Παιδί. Άνοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, κ᾿ επρόσφεραν δώρα: χρυσὸν και λίβανον και σμύρναν.
- »Να! τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμὸ τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!
»Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ᾿ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κ᾿ η προσευχή της έπεσε πίσω στη γη, χωρὶς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο αυτοὺς βράχους, οποὺ το λεν Ανθὸς του Γιαλού, αλλὰ μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινε ανθός, αφρὸς του κύματος. Κ᾿ η Σπίθα εκείνη, η φωτιὰ του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχὴ του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανεὶς δεν την βλέπει πια, παρὰ μόνον όσοι ήταν καθαροὶ τον παλαιὸν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου