Α΄ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ.



Ανίσως και θέλετε να σας ειπώ ένα παράδειγμα δια να καταλάβετε την δύναμιν του σταυρού, σας το λέγω: Εις την Αίγυπτον, εις το Μισίρι, ήτον ένας βασιλεύς ασεβής, είχε έναν Εβραίον βεζίρη και από Εβραίος οπού ήτον έγινε και Τούρκος, άφησε τον ένα Διάβολον και επήγε με τον άλλον. Ήξευρε γράμματα εβραϊκά και τούρκικα. Εις την Αλεξάνδρειαν ήτον ένας πατριάρχης, το όνομά του Ιωακείμ, αγιώτατος άνθρωπος, σοφός και ενάρετος. Ακούοντας ο βασιλεύς τον πατριάρχην πως ήτον άγιος άνθρωπος τον αγάπα κατά πολλά. Λέγει ο Εβραίος του βασιλέως: Κάτι πολλήν αγάπην έχεις  με τον πατριάρχην. Του λέγει ο βασιλεύς: Ο Ιωακείμ ο πατριάρχης είναι καλός, δίκαιος άνθρωπος. Του λέγει ο Εβραίος σαν βεζίρης οπού ήτον: Κράξε, βασιλεύς, τον πατριάρχην να έλθη να φιλονικήσωμεν αντάμα και να ιδής πως  να τον κάμω να μην ηξεύρη να αποκριθή. Έκραξε ο βασιλεύς τον πατριάρχην να έλθη. Λέγει του ο Εβραίος, επειδή και ήξευρε το Ευαγγέλιον: Εγώ θέλω, πατριάρχη, να φιλονικήσωμεν μερικά και περί πίστεως. Λέγει του ο πατριάρχης: Με τον ορισμόν σου, βασιλεύς, έτοιμος είμαι δια την πίστιν μου να χύσω και το αίμα μου. Και κάμνοντας αρχήν ο πατριάρχης να φιλονικά με τον Εβραίον με ένα τρόπον επιδέξιον πάντοτε τον αποστόμωνε τον Εβραίον. Λέγει ο Εβραίος του πατριάρχου: Τι θέλομεν να φιλονικώμεν; Εγώ ακούω οπού λέγει ο Χριστός σας εις το Ευαγγέλιον πως όποιος έχει πίστιν όσον με ένα σπυρί σινάπι μετατοπά ένα βουνό από τον τόπον του και πηγαίνει σε άλλο μέρος. Λέγει ο πατριάρχης: Αληθινά, έτσι το λέγει το Ευαγγέλιον. Λέγει ο Εβραίος: Λοιπόν, αν είσαι άξιος, πρόσταξε και εσύ να ασηκωθή από τον τόπον του και τότε να πιστεύσω. Εζήτησεν ο πατριάρχης τρεις ημέρες και τρεις νύκτες διορίαν. Τότε έρχεται ο πατριάρχης και λέγει του βασιλέως: Έτοιμος είμαι δια το πρόσταγμα οπού με επρόσταξες. Ήτον ένα βουνό από την Αίγυπτον έως τρεις ώρες μακριά. Λέγει ο Εβραίος: Βασιλέα, πρόσταξε τον πατριάρχην να ασηκώση εκείνο το βουνό να πιστεύσωμεν και εμείς. Τότε πιάνει ο πατριάρχης και θυμιάζει εκείνο το βουνό και κάμνοντας τον σταυρόν του τρεις φορές, λέγοντας και το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού «σε προστάζω εσέ, βουνό, να ασηκωθής να έλθης εδώ». Και—ω του θαύματος—ευθύς εσηκώθηκε εκείνο το βουνό και έγινε τρία εις τύπον της αγίας Τριάδος και εκίνησε και ερχότουν. Φωνάζει ο βασιλεύς και λέγει: Δια το όνομα του Θεού, βοήθησέ μας και εχαθήκαμε. Και κάμνοντας πάλιν δέησιν ο πατριάρχης εστάθη το βουνό έως έξι μίλια μακριά από την Αίγυπτον και το ονόμασαν Ντουρ νταγ, θέλει να ειπή «στάσου βουνό». Πάλιν ο Εβραίος δεν επίστευσεν και λέγει και άλλο, πως όποιος έχει πίστιν, ανίσως και τύχη ανάγκη να πίη θανάσιμον φαρμάκι, δεν αποθαίνει. Λοιπόν πρόσταξε τον πατριάρχην να του κάμω ένα φαρμάκι να το πίη και, ανίσως και δεν αποθάνη, να πιστεύσωμεν και εμείς. Μα να ηξεύρης και τούτο, βασιλεύς, πως οι χριστιανοί έχουν τον σταυρόν και κάμνοντας τον σταυρόν τους τα διαλύουν όλα και το πικρόν το κάνουν γλυκό. Κάθεται ο Εβραίος τρεις ημέρες και κάμνει ένα φαρμάκι οπού να το εγγίξη εις το στόμα του ο πατριάρχης, ευθύς θα αποθάνη. Το επήγεν εις τον βασιλέα και του λέγει ο Εβραίος: Πρόσταξε τον πατριάρχην να το πίη και να μη κάμη τον σταυρόν του μήτε απάνου του, μήτε εις το ποτήρι. Κράζει ο βασιλεύς τον πατριάρχην να το πίη το φαρμάκι. Κάμνει ο πατριάρχης ως σοφός και άγιος οπού ήτον, θέλοντας να περιγελάσει τον Εβραίον και να τον κάμη μασκαρά, τον εφώτισε το άγιον Πνεύμα, το επήρε εις το χέρι του το ποτήρι με το φαρμάκι και λέγει: Καλά, βασιλεύς, με έδωκες τούτο το ποτήρι, μα δεν με είπες πόθεν να το πίω, από ποία μεριά. Και κάμνοντας το δεξιόν του χέρι εις τύπον ωσάν να ευλογεί ερωτώντας πόθεν να το πίη, από ποίαν μεριάν, εδώθεν, εκείθεν, απ΄ εδώ ή απ΄ εκεί και σταυρώνοντάς το εκείνοι δεν το εκατάλαβαν. Λέγει ο Εβραίος: Πίε το όθενε θέλεις. Και πίνοντάς το—ω του θαύματος!—ο πανάγαθος Θεός άνοιξε μίαν πλευράν του εις την δεξιάν  του μερέαν και έτρεξε όλο το φαρμάκι και πάλιν έμεινεν γερός. Τότε λέγει ο πατριάρχης του βασιλέως: Εγώ έπια όλον το φαρμάκι, λοιπόν πρόσταξε τον βεζίρην σου τον Εβραίον να ξεπλύνη με ολίγον νερόν το ποτήρι να το πίη και αυτός και, αν δεν πάθη τίποτες, να πιστεύσωμεν και εμείς εις την πίστιν του Εβραίου. Δεν ήθελε ο Εβραίος να το πίη, όμως τον εβίασεν ο βασιλεύς και το έπιε και, ω του θαύματος! Ότι το έγγιξεν εις το στόμα του έσκασεν και επήγεν εις την Κόλασιν να καίεται μαζί με τον πατέρα του τον Διάβολον πάντοτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου