Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.



 ια΄. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ 15ου Κανόνος σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.

Αφήνοντας τόν Μ. Φώτιο θά ἰδοῦμε τήν ἴδια Παράδοσι τῆς ἀποτειχίσεως στήν μετά τό σχίσμα περίοδο. Κάνοντας μία μικρή ἀναφορά, δραττόμενοι ἀπό τό ἴδιο τό σχίσμα, ἀναφέρομε ὅτι καί αὐτό τό σχίσμα, τό ὁποῖο ἐχώρισε ἀπό τόν 11ο αἰῶνα καί ἐπί χίλια σχεδόν ἔτη τήν Ἀνατολή ἀπό τή Δύσι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἐφαρμογή τοῦ ἰδίου τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου σέ ἐπίπεδο τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Καί ἐδῶ πάλι ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ Κανόνος ἦτο ἀνέκαθεν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί τήν βλέπομε ἐφαρμοσμένη στήν αἵρεσι τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Μονοθελητισμοῦ, τῆς Εἰκονομαχίας κλπ. Δηλαδή ὁσάκις μία τοπική Ἐκκλησία ἀπεδέχετο δημοσίως καί συνοδικῶς μία αἵρεσι, οἱ ἄλλες τοπικές ἐκκλησίες ἀπεσχίζοντο ἀπό αὐτή, πρό συνοδικῆς κρίσεως. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἐδείκνυον ὅτι διά τῆς αἱρέσεως ἡ τοπική Ἐκκλησία ἐξέπεσε καί δέν ἦτο πλέον Ἐκκλησία καί διά τοῦτο ἀπεκόπτετο ὡς νεκρό μέλος καί ἐπί πλέον διεφυλάσσετο ὁ ἴδιος ὁ χαρακτήρ τῆς Ἐκκλησίας ὡς νύμφης ἀμώμου καί ἀσπίλου, κατά τόν Ἀπ. Παῦλο, Ἐφεσ. 5,27, διότι ὁ χαρακτηρισμός ἄμωμος καί ἄσπιλος ἐννοεῖτο κυρίως καί πρωτίστως ὡς πρός τήν ὀρθόδοξον καί ἀληθῆ πίστιν.
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι πολύ κατατοπιστικός εἰς αὐτό τό σημεῖο καί ἐκφράζει τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν πλέον εὔγλωττο καί λακωνικό τρόπο. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν Σακελλάριο Λέοντα ἀναφέρει τήν ἱστορική πορεία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν περίοδο μόνο τῆς Εἰκονομαχίας: «Διά τοῦτο ἀπεδοκιμάσθη ἐπί τοῦ δόγματος τῶν θείων εἰκόνων τά ἐπί τοῦ πάλαι Κωνσταντίνου καί Λέοντος βασιλικῷ κράτει καί θράσει συνεδριασθέντα καί βατταρισθέντα · ἐφ’ οἷς ἐτμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία τῶν ἑτέρων τεττάρων, ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγῖδι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Εἶτα ἐλέῳ θεοῦ ἠγέρθη κέρας ὀρθοδοξίας ἐπί Εἰρήνης τῆς πάνυ σύν τῷ αὐτῆς ραδάμνῳ, ἐφ’ ἧς συνήφθη τά διεστῶτα μέχρις Λέοντος τοῦ προσεχοῦς · ἐφ’ ᾧ αὖθις διετμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία, ἀναθεματιζομένη ὑπό τῶν προτέρων ἰσορρόπως» (Φατ. 478, 697,69 · P.G. 99, 1417C,D).
Ἐδῶ βλέπομε καθαρά ὅτι, ὅταν μία τοπική Ἐκκλησία ἀποδεχθῆ δημοσίως καί συνοδικῶς μία αἵρεσι, ἐκπίπτει ὡς τοπική Ἐκκλησία καί οἱ ἄλλες ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτήν καί τήν ἀναθεματίζουν. Ὅταν πάλι ἀπορρίψει τήν αἵρεσι καί ἀποδεχθῆ τήν Ὀρθόδοξο πίστι, εἰς τό σημεῖο πού ἔσφαλε, ἑνώνεται μέ τίς ἄλλες καί ὑφίσταται ὡς Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδιανόητο διά τόν ὅσιο νά ἔχη ἀποδεχθῆ δημοσίως καί συνοδικῶς μία τοπική Ἐκκλησία κάποια αἵρεσι καί νά λογίζεται συγχρόνως ὡς Ἐκκλησία. Δι’ αὐτό πάντοτε στίς ἐπιστολές του τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐφ’ ὅσον εἶχε ἀποδεχθῆ τήν Εἰκονομαχία, τήν θεωροῦσε «πεπτωκυῖα, καταπεσοῦσα, ἐρρυπωμένη κλπ.». Ὡς Ἐκκλησία τότε ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐθεωροῦντο οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἔστω καί ἄν ἦσαν ἐλάχιστοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου