Ἐρχόμενοι τώρα εἰς τόν ὑπό ἐξέτασιν Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πρέπει νά ἐρευνήσωμε ἄν ἡ ἀπότειχισις, διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως λόγῳ αἱρέσεως, ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια καί ἡ μή ἀποτείχισις (ἡ ὑπαγωγή εἰς τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο) ἀποτελεῖ τήν οἰκονομίαν. Διότι αὐτοί οἱ δύο τρόποι ἐνεργείας διδάσκονται εἰς τούς ἱερούς Κανόνες καί ὅπως εἴδαμε εἶναι καθορισμένοι ἀπό τούς Πατέρες. Τό νά ἐκλάβη κάποιος ἕναν ἱερό Κανόνα καί μάλιστα δογματικό, δυνητικά (δηλαδή ἄν θέλη δύναται νά τόν ἐφαρμόση), αὐτό νομίζω δέν ὑπάρχει σάν διδασκαλία στό Πηδάλιο οὔτε σάν Παράδοσι στήν Ἐκκλησία. Διότι, ἄν ὑπῆρχε τέτοια Παράδοσις καί διδασκαλία, ὁ καθένας θά ἐνεργοῦσε αὐτοβούλως καί θά ὑπῆρχε τέτοια διαφωνία καί σύγχυσις σέ σημεῖο πού ὁ ἕνας νά ἀντιτάσσεται καί νά ἀπομακρύνεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί ὁ ἄλλος νά ὑποτάσσεται καί νά τόν ἀκολουθῆ, καί συγχρόνως καί οἱ δύο νά ἐφαρμόζουν (ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του) τούς ἱερούς Κανόνες. Δηλαδή εἰς τά θέματα τῆς πίστεως νά εἴμεθα σέ διαφορετικά στρατόπεδα καί συγχρόνως νά ὑπηρετοῦμε τόν ἴδιο σκοπό. Εἶναι ὅμως φανερό ὅτι ἐκεῖ πού ἀνήκεις, αὐτόν ὑπηρετεῖς καί στηρίζεις.
Δυστυχῶς (δι’ αὐτούς), ἐνῶ οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι ἐφαρμόζουν, ὅπως εἴδαμε, μεγάλες οἰκονομίες στήν περίπτωσι τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν στήν καθολική
Ἐκκλησία, (ἐφ’ ὅσον αὐτοί μετανοοῦν), εἶναι αὐστηρότατοι καί δέν διδάσκουν καμμία οἰκονομία, εἰς τήν περίπτωσι τῶν σχέσεων, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας, τῆς
ἀναγνωρίσεως καί τῆς ἐξαρτήσεως, ὅσο οἱ αἱρετικοί εἶναι ἀμετανόητοι καί ἐμμένουν στήν πλάνη των. Δηλαδή εἰς τήν περίπτωσι αὐτή οἱ Πατέρες ὁμοθυμαδόν διδάσκουν
μακριά ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς φορεῖς της. Ἄρα λοιπόν εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ ὑπό ἐξέτασι Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δέν ὑπάρχει ὄχι περίπτωσι δυνητικῆς ἐφαρμογῆς, βασισμένη στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά οὔτε περίπτωσι νομίμου οἰκονομίας. Εἶναι βεβαίως ἄλλο θέμα τό νά περιμένω, κάποιο μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, μέχρι νά βεβαιωθῶ διά τήν διδασκαλία καί τά φρονήματα τοῦ Ἐπισκόπου καί τελείως διαφορετικό τό νά συνεχίσω ἐπ’ ἀόριστον αὐτήν τήν ἀναμονή, θεωρώντας την διάκρισι, ἀποφυγή σχίσματος κλπ. Προφανῶς εἰς τήν περίπτωσιν αὐτή ἐντάσσομαι καί συντάσσομαι μέ τήν αἵρεσι διά μέσου τῶν φορέων της. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη ὑποτεθῆ (πρᾶγμα ἀδιανόητο) ὅτι καί στήν περίπτωσι τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ἐπιτρέπεται ἡ οἰκονομία, θά πρέπει αὐτή κάπου νά στηρίζεται, δηλαδή σέ κάποια δεδηλωμένη ἀνάγκη. Στήν περίπτωσι π.χ. τοῦ Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου, πού προαναφέραμε, ὁ ἅγιος δέχεται τήν οἰκονομία εἰς τό θέμα τῆς βαπτίσεως τῶν σχισματικῶν πού μετανοοῦν, δηλώνοντας καί τήν αἰτία τῆς οἰκονομίας ἀπερίφραστα: «ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι ἐμποδίσωμε τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προστάξεως αὐστηρόν». Ἄρα λοιπόν εἰς τήν περίπτωσι κάθε οἰκονομίας ὑπάρχει σοβαρός καί ἐμφανής λόγος. Ποῖος ὅμως λόγος οἰκονομίας ὑπάρχει, ὥστε νά μήν προχωρήσωμε εἰς τήν ἀποτειχίσι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἱερός Κανών ἀποκαλεῖ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο «ψευδεπίσκοπο, ψευδοδιδάσκαλο καί καλούμενο Ἐπίσκοπο» καί τό κυριώτερο μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι ὄχι μόνο δέν δημιουργοῦμε διά τῆς ἀποτειχίσεως σχίσμα, ἀλλά γινόμεθα αἰτία ἐπουλώσεως καί θεραπείας τοῦ σχίσματος; Δέν θά πρέπει ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νά θεωροῦν ὑποχρέωσί των τό νά γίνουν αἴτιοι ἐπουλώσεως τοῦ σχίσματος καί νά μήν τό ἐκλάβουν ὡς μία δυνητική προτροπή; Προφανῶς, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ὁ μόνος λόγος οἰκονομίας (καί ὄχι δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος) θά ἦτο ἡ ἀποφυγή σχίσματος. Τώρα ὅμως μέ τή δυνητική ἑρμηνεία, σύμφωνα μέ τόν καθένα, μᾶλλον γινόμεθα αἴτιοι σχίσματος, ἐφ’ ὅσον ἀποσχιζόμεθα ἀπό τήν ἀλήθεια, καί ἐπιπλέον δίδομε ἰσχύ καί ἐξουσία εἰς τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο, διά τῆς ὑποταγῆς μας εἰς τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι πού ἀκολουθεῖ καί, βεβαίως, διαιωνίζομε τήν ἀσθένεια καί τήν καθιστοῦμε ἀθεράπευτον, συμμετέχοντας καί ἐμεῖς εἰς αὐτήν, διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφήτοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ
ποὺ μόλις κυκλοφόρησε
Πραγματεύεται τὴν στάση μας ἀπέναντι
στὴν σύγχρονη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καὶ συγκεκριμένα ἀπέναντι στοὺς ἡγέτες του
Ἡ ἀνάγκη ἀπομακρύνσεως τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἐπιτακτική· γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας πάντα –πορευόμενη τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων– κατεδείκνυε καὶ κατονόμαζε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ μὲ κηρύγματα, συγγράμματα, φυλλάδια καὶ ἐγκυκλίους σήμαινε συναγερμό, ὁσάκις ἀντιλαμβανόταν τὴν ὕπαρξη καὶ δράση τους. Ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐγρήγορση γιὰ τὴν προφύλαξη τῶν πιστῶν, φρόντιζε νὰ συναντᾶ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ –ἀπὸ εἰλικρινῆ ἀγάπη– νὰ συζητᾶ καὶ νὰ διαλέγεται μαζί τους, ὥστε, ἐὰν ἔδειχναν καλὴ διάθεση, νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἐπανέλθουν πάλι στὴν Ἐκκλησία.
Αὐτὴ τὴν πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας τὴν χάσαμε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνα, γιατὶ χάσαμε τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο καὶ ὑποτιμήσαμε τὸν θανατερὸ κίνδυνο ἐκ τῆς νεοφανοῦς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ δολιότητα τῆς παπικῆς προπαγάνδας καὶ ἡ πολυδιάσπαση στὸ προτεσταντικὸ χῶρο συνήργησαν καὶ κατόρθωσαν νὰ προσεταιρισθοῦν ἡγετικὰ πρόσωπα τῆς ἐμπερίστατης –στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος– Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί, ἀπὸ κοινοῦ, νὰ βαδίσουν τὸ δρόμο τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Πολλοὶ πνευματικοὶ Πατέρες διαπίστωσαν τὸν κίνδυνο καὶ προσπάθησαν μὲ συμβουλές, ὁμιλίες καὶ ἑκατοντάδες κείμενα νὰ τὸν καταδείξουν καὶ νὰ διεγείρουν τὶς συνειδήσεις. Ὅμως, ἡ διακριτική, κατ’ ἀρχάς, διείσδυση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ παραπλάνηση τῶν πιστῶν μὲ πρόσχημα τὴν πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς ἀγάπη, ἡ ἀναδίπλωσή τους κάθε φορὰ ποὺ ὑπῆρχε ἰσχυρὴ ἀντίδραση ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ κ.λπ., ἐπέτρεψε τὴν ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως στὸν ὀρθόδοξο κόσμο, τὴν περαιτέρω καὶ παράλληλη ἐκκοσμίκευση τῶν πιστῶν καὶ τὴν χαλαρή τους σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι, οἱ ἡγετικὲς ὁμάδες τῶν «ὀρθόδοξων» οἰκουμενιστῶν προχώρησαν στὸ ἑπόμενο στάδιο, τὴν ἐπιθετικὴ πλέον ἐπιβολὴ τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὡς μολυσματικὴ νόσος πλήττει σήμερα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν πιστῶν.
Ἡ διάβρωση δέ, εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς καὶ ἁγιορεῖτες Πατέρες, ποὺ πρὶν μιὰ δεκαετία συνιστοῦσαν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς «ὀρθοδόξους», (τότε ποὺ ὁ Οἰκουμενισμὸς ἦταν ἀκόμα στὰ σπάργανα), τώρα νὰ διεξάγουν ἕνα ἀναποτελεσματικὸ ἀγῶνα, καὶ νὰ συνιστοῦν προσευχὴ καὶ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ ὑπακοὴ στοὺς οἰκουμενιστὲς Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους!
Στηρίζουν, μάλιστα, αὐτήν τους τὴν πρόταση σὲ ἕνα ἱερὸ κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ὁ κανόνας αὐτὸς διδάσκει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους· αὐτοί, ὅμως, τὸν ἑρμηνεύουν ὡς προαιρετικό.
Σὲ αὐτὸ τὸ κρίσιμο σημεῖο γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἔρχεται τὸ νέο βιβλίο τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ ὁποίου παρελαύνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὰ κείμενά τους, δίνουν ξεκάθαρη ἀπάντηση στὸ ζωτικὸ αὐτὸ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία πρόβλημα. Ἡ θέση τοῦ βιβλίου, δηλαδή, εἶναι πὼς ἡ ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι κοινὴ θέση καὶ ἔμπρακτη διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων· θέση ποὺ τὴν ἐπισφράγισαν πολλάκις μὲ τὴν ζωή τους· εἶναι θέμα ὁμολογίας καὶ σωτηρίας.
Τὸ μεγάλο προσὸν τοῦ βιβλίου εἶναι, ὅτι δὲν χρησιμοποιεῖ μιὰ νομικίστικη νομοκανονικὴ ἐπιχειρηματολογία γιὰ νὰ ἀποστομώσει τοὺς ἔχοντας διαφορετικὴ τοποθέτηση. Ἀλλὰ μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση, μὲ λιτὸ λόγο, ἑκατοντάδες πατερικὰ καὶ ἁγιολογικὰ κείμενα, καταθέτει τὴν μαρτυρία τῶν Ἁγίων, ἔχοντας ἀφετηρία καὶ ὁδηγό του –κατ’ ἀρχὰς– τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη (στοῦ ὁποίου τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ συγγράμματα χρόνια ἐντρυφᾶ).
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΙΟ.