Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος

ρχόμενοι τώρα ες τόν πό ξέτασιν Κανόνα τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πρέπει νά ρευνήσωμε ν πότειχισις, διά τς διακοπς τς μνημονεύσεως λόγ αρέσεως, ποτελε τήν κρίβεια καί μή ποτείχισις ( παγωγή ες τόν αρετικό πίσκοπο) ποτελε τήν οκονομίαν. Διότι ατοί ο δύο τρόποι νεργείας διδάσκονται ες τούς ερούς Κανόνες καί πως εδαμε εναι καθορισμένοι πό τούς Πατέρες. Τό νά κλάβη κάποιος ναν ερό Κανόνα καί μάλιστα δογματικό, δυνητικά (δηλαδή ν θέλη δύναται νά τόν φαρμόση), ατό νομίζω δέν πάρχει σάν διδασκαλία στό Πηδάλιο οτε σάν Παράδοσι στήν κκλησία. Διότι, ν πρχε τέτοια Παράδοσις καί διδασκαλία, καθένας θά νεργοσε ατοβούλως καί θά πρχε τέτοια διαφωνία καί σύγχυσις σέ σημεο πού νας νά ντιτάσσεται καί νά πομακρύνεται πό τόν αρετικό πίσκοπο καί λλος νά ποτάσσεται καί νά τόν κολουθ, καί συγχρόνως καί ο δύο νά φαρμόζουν ( καθένας μέ τόν τρόπο του) τούς ερούς Κανόνες. Δηλαδή ες τά θέματα τς πίστεως νά εμεθα σέ διαφορετικά στρατόπεδα καί συγχρόνως νά πηρετομε τόν διο σκοπό. Εναι μως φανερό τι κε πού νήκεις, ατόν πηρετες καί στηρίζεις.
Δυστυχς (δι’ ατούς), ν ο Πατέρες καί ο Σύνοδοι φαρμόζουν, πως εδαμε, μεγάλες οκονομίες στήν περίπτωσι τς πιστροφς τν αρετικν στήν καθολική
κκλησία, (φ’ σον ατοί μετανοον), εναι αστηρότατοι καί δέν διδάσκουν καμμία οκονομία, ες τήν περίπτωσι τν σχέσεων, τς κκλησιαστικς πικοινωνίας, τς
ναγνωρίσεως καί τς ξαρτήσεως, σο ο αρετικοί εναι μετανόητοι καί μμένουν στήν πλάνη των. Δηλαδή ες τήν περίπτωσι ατή ο Πατέρες μοθυμαδόν διδάσκουν
μακριά πό τήν αρεσι καί τούς φορες της. ρα λοιπόν ες τήν περίπτωσιν το πό ξέτασι Κανόνος τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δέν πάρχει χι περίπτωσι δυνητικς φαρμογς, βασισμένη στήν διδασκαλία τς κκλησίας, λλά οτε περίπτωσι νομίμου οκονομίας. Εναι βεβαίως λλο θέμα τό νά περιμένω, κάποιο μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, μέχρι νά βεβαιωθ διά τήν διδασκαλία καί τά φρονήματα το πισκόπου καί τελείως διαφορετικό τό νά συνεχίσω π’ όριστον ατήν τήν ναμονή, θεωρώντας την διάκρισι, ποφυγή σχίσματος κλπ. Προφανς ες τήν περίπτωσιν ατή ντάσσομαι καί συντάσσομαι μέ τήν αρεσι διά μέσου τν φορέων της. λλά καί ν κόμη ποτεθ (πργμα διανόητο) τι καί στήν περίπτωσι το ν λόγ ερο Κανόνος πιτρέπεται οκονομία, θά πρέπει ατή κάπου νά στηρίζεται, δηλαδή σέ κάποια δεδηλωμένη νάγκη. Στήν περίπτωσι π.χ. το Κανόνος το Μ. Βασιλείου, πού προαναφέραμε, γιος δέχεται τήν οκονομία ες τό θέμα τς βαπτίσεως τν σχισματικν πού μετανοον, δηλώνοντας καί τήν ατία τς οκονομίας περίφραστα: «φορμαι γάρ μήποτε, ς βουλόμεθα κνηρούς ατούς περί τό βαπτίζειν ποισαι μποδίσωμε τος σωζομένοις διά τό τς προστάξεως αστηρόν». ρα λοιπόν ες τήν περίπτωσι κάθε οκονομίας πάρχει σοβαρός καί μφανής λόγος. Ποος μως λόγος οκονομίας πάρχει, στε νά μήν προχωρήσωμε ες τήν ποτειχίσι διά τς διακοπς τς μνημονεύσεως, ταν διος ερός Κανών ποκαλε τόν αρετικό πίσκοπο «ψευδεπίσκοπο, ψευδοδιδάσκαλο καί καλούμενο πίσκοπο» καί τό κυριώτερο μς διαβεβαιώνει τι χι μόνο δέν δημιουργομε διά τς ποτειχίσεως σχίσμα, λλά γινόμεθα ατία πουλώσεως καί θεραπείας το σχίσματος; Δέν θά πρέπει λοι ο ρθόδοξοι νά θεωρον ποχρέωσί των τό νά γίνουν ατιοι πουλώσεως το σχίσματος καί νά μήν τό κλάβουν ς μία δυνητική προτροπή; Προφανς, κ το ντιθέτου, μόνος λόγος οκονομίας (καί χι δυνητικς ρμηνείας το Κανόνος) θά το ποφυγή σχίσματος. Τώρα μως μέ τή δυνητική ρμηνεία, σύμφωνα μέ τόν καθένα, μλλον γινόμεθα ατιοι σχίσματος, φ’ σον ποσχιζόμεθα πό τήν λήθεια, καί πιπλέον δίδομε σχύ καί ξουσία ες τόν αρετικό πίσκοπο, διά τς ποταγς μας ες τήν πλάνη καί τήν αρεσι πού κολουθε καί, βεβαίως, διαιωνίζομε τήν σθένεια καί τήν καθιστομε θεράπευτον, συμμετέχοντας καί μες ες ατήν, διά τς κκλησιαστικς πικοινωνίας.

1 σχόλιο:

  1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
    τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ
    ποὺ μόλις κυκλοφόρησε

    Πραγματεύεται τὴν στάση μας ἀπέναντι
    στὴν σύγχρονη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
    καὶ συγκεκριμένα ἀπέναντι στοὺς ἡγέτες του





    Ἡ ἀνάγκη ἀπομακρύνσεως τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἐπιτακτική· γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας πάντα –πορευόμενη τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων– κατεδείκνυε καὶ κατονόμαζε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ μὲ κηρύγματα, συγγράμματα, φυλλάδια καὶ ἐγκυκλίους σήμαινε συναγερμό, ὁσάκις ἀντιλαμβανόταν τὴν ὕπαρξη καὶ δράση τους. Ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐγρήγορση γιὰ τὴν προφύλαξη τῶν πιστῶν, φρόντιζε νὰ συναντᾶ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ –ἀπὸ εἰλικρινῆ ἀγάπη– νὰ συζητᾶ καὶ νὰ διαλέγεται μαζί τους, ὥστε, ἐὰν ἔδειχναν καλὴ διάθεση, νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἐπανέλθουν πάλι στὴν Ἐκκλησία.


    Αὐτὴ τὴν πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας τὴν χάσαμε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνα, γιατὶ χάσαμε τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο καὶ ὑποτιμήσαμε τὸν θανατερὸ κίνδυνο ἐκ τῆς νεοφανοῦς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ δολιότητα τῆς παπικῆς προπαγάνδας καὶ ἡ πολυδιάσπαση στὸ προτεσταντικὸ χῶρο συνήργησαν καὶ κατόρθωσαν νὰ προσεταιρισθοῦν ἡγετικὰ πρόσωπα τῆς ἐμπερίστατης –στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος– Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί, ἀπὸ κοινοῦ, νὰ βαδίσουν τὸ δρόμο τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.


    Πολλοὶ πνευματικοὶ Πατέρες διαπίστωσαν τὸν κίνδυνο καὶ προσπάθησαν μὲ συμβουλές, ὁμιλίες καὶ ἑκατοντάδες κείμενα νὰ τὸν καταδείξουν καὶ νὰ διεγείρουν τὶς συνειδήσεις. Ὅμως, ἡ διακριτική, κατ’ ἀρχάς, διείσδυση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ παραπλάνηση τῶν πιστῶν μὲ πρόσχημα τὴν πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς ἀγάπη, ἡ ἀναδίπλωσή τους κάθε φορὰ ποὺ ὑπῆρχε ἰσχυρὴ ἀντίδραση ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ κ.λπ., ἐπέτρεψε τὴν ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως στὸν ὀρθόδοξο κόσμο, τὴν περαιτέρω καὶ παράλληλη ἐκκοσμίκευση τῶν πιστῶν καὶ τὴν χαλαρή τους σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.


    Ἔτσι, οἱ ἡγετικὲς ὁμάδες τῶν «ὀρθόδοξων» οἰκουμενιστῶν προχώρησαν στὸ ἑπόμενο στάδιο, τὴν ἐπιθετικὴ πλέον ἐπιβολὴ τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὡς μολυσματικὴ νόσος πλήττει σήμερα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν πιστῶν.


    Ἡ διάβρωση δέ, εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ἀκόμα καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς καὶ ἁγιορεῖτες Πατέρες, ποὺ πρὶν μιὰ δεκαετία συνιστοῦσαν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς «ὀρθοδόξους», (τότε ποὺ ὁ Οἰκουμενισμὸς ἦταν ἀκόμα στὰ σπάργανα), τώρα νὰ διεξάγουν ἕνα ἀναποτελεσματικὸ ἀγῶνα, καὶ νὰ συνιστοῦν προσευχὴ καὶ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ ὑπακοὴ στοὺς οἰκουμενιστὲς Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους!


    Στηρίζουν, μάλιστα, αὐτήν τους τὴν πρόταση σὲ ἕνα ἱερὸ κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ὁ κανόνας αὐτὸς διδάσκει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους· αὐτοί, ὅμως, τὸν ἑρμηνεύουν ὡς προαιρετικό.


    Σὲ αὐτὸ τὸ κρίσιμο σημεῖο γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἔρχεται τὸ νέο βιβλίο τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ ὁποίου παρελαύνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὰ κείμενά τους, δίνουν ξεκάθαρη ἀπάντηση στὸ ζωτικὸ αὐτὸ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία πρόβλημα. Ἡ θέση τοῦ βιβλίου, δηλαδή, εἶναι πὼς ἡ ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι κοινὴ θέση καὶ ἔμπρακτη διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων· θέση ποὺ τὴν ἐπισφράγισαν πολλάκις μὲ τὴν ζωή τους· εἶναι θέμα ὁμολογίας καὶ σωτηρίας.


    Τὸ μεγάλο προσὸν τοῦ βιβλίου εἶναι, ὅτι δὲν χρησιμοποιεῖ μιὰ νομικίστικη νομοκανονικὴ ἐπιχειρηματολογία γιὰ νὰ ἀποστομώσει τοὺς ἔχοντας διαφορετικὴ τοποθέτηση. Ἀλλὰ μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση, μὲ λιτὸ λόγο, ἑκατοντάδες πατερικὰ καὶ ἁγιολογικὰ κείμενα, καταθέτει τὴν μαρτυρία τῶν Ἁγίων, ἔχοντας ἀφετηρία καὶ ὁδηγό του –κατ’ ἀρχὰς– τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη (στοῦ ὁποίου τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ συγγράμματα χρόνια ἐντρυφᾶ).





    ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΙΟ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή