ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Άγ. Ιουστίνος (Πόποβιτς)

2.  Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, διατυπωθείσα υπό των αγίων Αποστόλων, υπό των αγίων Πατέρων, υπό των αγίων Συνόδων, περί των αιρετικών είναι η εξής: αι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε δύνανται να είναι Εκκλησία. Δια τούτο δεν δύνανται αύται να έχουν τα άγια Μυστήρια, ιδιαιτέρως δε το Μυστήριον της Ευχαριστίας, το Μυστήριον τούτο των μυστηρίων. Διότι ακριβώς
η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα εν τη Εκκλησία: και Αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ιδία η Εκκλησία και γενικώς παν το του Θεανθρώπου.Intercommunio, δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς εν τοις αγίοις Μυστηρίοις,
ιδιαιτέρως εν τη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντος προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολοκλήρου της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της
Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μίας και μοναδικής. Ενταύθα θα πρέπει να σταματήση τις τον χριστοποιημένον νουν του και την συνείδησιν ενώπιον μερικών αγίων γεγονότων, αγίων μηνυμάτων και αγίων εντολών.    Πρώτον, πρέπει να διερωτηθώμεν
επί ποίας Εκκλησίας και επί ποίας Θεολογίας περί της Εκκλησίας θεμελιούται η λεγομένη «intercommunio» ; Διότι ολόκληρος η Ορθόδοξος Θεολογία της Εκκλησίας
περί της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιούται όχι εις την «inter- communion»  (δια-κοινωνίαν), αλλ΄ επί της θεανθρωπίνης πραγματικότητος της communio, δηλαδή
επί της θεανθρωπίνης Κοινωνίας (πρβλ. Α΄ Κορ. 1,9  10, 16-17.  Β΄ Κορ. 13,13.  Εβρ. 2,14.  3,14.  Α΄ Ιω.  1,3), ενώ η έννοια inter-communio, δια-κοινωνία, είναι καθ΄ εαυτήν
αντιφατική και ολοτελώς αδιανόητος δια την ορθόδοξον καθολικήν συνείδησιν.  Το δεύτερον γεγονός, μάλιστα δε ιερόν γεγονός της ορθοδόξου πίστεως, είναι το εξής:
Εις την ορθόδοξον διδασκαλίαν περί της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνον και το μοναδικόν μυστήριον είναι αυτή αύτη η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενον όλων των θείων
Μυστηρίων. Έξω από το θεανθρώπινον τούτο και παμπεριεκτικόν Μυστήριον της Εκκλησίας, το
Παν-μυστήριον, δεν υπάρχουν ούτε δύνανται να υπάρχουν «μυστήρια», επομένως, και ουδεμία «δια-κοινωνία» (inter-communio) εις τα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνον μέσα εις την Εκκλησίαν, εις το μοναδικόν τούτο Παμμυστήριον του Χριστού, δύναται να γίνη λόγος περί των Μυστηρίων. Διότι η Εκκλησία η Ορθόδοξος, ως το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριον των Μυστηρίων και όχι το αντίθετον. Τα Μυστήρια δεν δύνανται να αναβιβάζωνται υπεράνω της Εκκλησίας ούτε να θεωρώνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας. Ένεκα τούτου, συμφώνως προς το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και συμφώνως προς ολόκληρον την ορθόδοξον Παράδοσιν, η
Ορθόδοξος Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξιν άλλων μυστηρίων έξω απ΄ αυτήν, ούτε θεωρεί αυτά ως μυστήρια, έως ότου προσέλθη τις δια της μετανοίας εκ της αιρετικής «εκκλησίας», δηλαδή ψευδοεκκλησίας, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού. Μέχρις ότου δε μένει τις έξω από την Εκκλησίαν, μη ηνωμένος μετ΄ αυτής δια της μετανοίας, μέχρι τότε είναι ούτος δια την Εκκλησίαν αιρετικός και αναποφεύκτως  ευρίσκεται εκτός της σωτηριώδους Κοινωνίας=communio. Διότι «τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; (Β΄Κορ. 6,14).   Ο πρωτοκορυφαίος
 Απόστολος, με την εξουσίαν την οποίαν έλαβεν από τον Θεάνθρωπον, δίδει εντολήν: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ.  3,10).
 Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνον δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον», αλλά δίδει εις τούτον και Αυτόν τον Κύριον εν τη θεία Ευχαριστία, ούτος ευρίσκεται εις την αποστολικήν και θεανθρωπίνην αγίαν πίστιν; Επί πλέον ο ηγαπημένος Μαθητής του Κυρίου
Ιησού, ο Απόστολος της αγάπης, δίδει εντολήν: άνθρωπον ο οποίος δεν πιστεύει εις την
σάρκωσιν του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελικήν περί Αυτού ως Θεανθρώπου
διδασκαλίαν «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» Β΄ Ιω. 1,10).   Ο Κανών ΜΕ΄ των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος,
αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω» (πρβλ. Κανόνα ΛΓ΄ της εν Λαοδικεία Συνόδου). Η εντολή αύτη είναι σαφής,
ακόμη και δια την συνείδησιν του κώνωπος. Δεν είναι έτσι;  Ο Κανών ΞΔ΄ των αγίων Αποστόλων διατάσσει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατον και δια την πλέον πρωτόγονον συνείδησιν.  Ο Κανών ΜΣΤ΄ των
Αγίων Αποστόλων: «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και δια τους αομμάτους ότι η εντολή
αυτή ορίζει κατηγορηματικώς ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζωμεν εις τους αιρετικούς ουδέν
άγιον Μυστήριον και ότι πρέπει να θεωρώμεν αυτά ως άκυρα και άνευ θείας Χάριτος. Ο θεόπνευστος φορεύς της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται εκ της καρδίας
όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρωπίνην αλήθειαν: «Ουκ έστι τύπος ο άρτος και ο οίνος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλ΄ αυτό το Σώμα του Κυρίου τεθεωμένον…
Δι΄ αυτού καθαιρόμενοι ενούμεθα τω Σώματι Κυρίου και τω Πνεύματι Αυτού, και γινόμεθα Σώμα Χριστού (=η Εκκλησία)… Μετάληψις δε λέγεται. Δι΄ αυτής γαρ της Ιησού θεότητος μεταλαμβάνομεν. Κοινωνία δε λέγεταί τε και εστιν αληθώς, δια το κοινωνείν ημάς δι΄ αυτής
 τω Χριστώ και μετέχειν Αυτού της σαρκός τε και της θεότητος. Κοινωνείν δε και ενούσθαι αλλήλοις δι΄ αυτής, επεί γαρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, οι πάντες εν Σώμα Χριστού και εν Αίμα, και αλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες. Πάσει δυνάμει
τοίνυν φυλαξώμεθα μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών μήτε διδόναι. «Μη δώτε γαρ τα άγια τοις κυσιν, ο Κύριός φησι, μηδέ ρίπτετε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. 7,6), ίνα μη μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γενώμεθα κατακρίσεως. Ει γαρ
πάντως ένωσίς εστι προς Χριστόν και προς αλλήλους, πάντως και πάσι τοις συμμεταλαμβάνουσιν ημίν κατά προαίρεσιν ενούμεθα. Εκ προαιρέσεως γαρ η ένωσις αυτή γίνεται, ου χωρίς της ημών γνώμης. Πάντες γαρ εν σώμά εσμεν, ότι εκ του ενός άρτου
μεταλαμβάνομεν, καθώς φησιν ο θείος Απόστολος»1(Ιωάννου Δαμασκηνού, Εκδ. Ορθ. Πίστεως 4, 13, PG 94,  c. 1149. 1152,  1153. Πρεβ. Α΄Κορ. 10, 17).  Ο ατρόμητος
 ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών αναγγέλλει εις όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το γαρ κοινωνείν παρά αιρετικού ή προφανώς
διαβεβλημένου κατά τον βίον αλλοτριά Θεού και προσοικειοί τω Διαβόλω» (Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99,  c. 1668C.). Κατά τον ίδιον ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού» (Αυτόθι, c.  1597 A. ). Δια τούτο, «Ως ουν ο θείος άρτος υπό των Ορθοδόξων μετεχόμενος, πάντας τους μετόχους εν σώμα αποτελεί, ούτω δη και ο αιρετικός κοινωνούς τους ούτω αυτού μετέχοντας αλλήλων απεργαζόμενος, εν σώμα
αντίθετον Χριστώ παρίστησι» (Αυτόθι,  c. 1480 CD. ). Eπί πλέον, «Η παρά των αιρετικών κοινωνία ου κοινός άρτος αλλά φάρμακον (=δηλητήριον), ου σώμα βλάπτον, αλλά
ψυχήν μελαίνον και σκοτίζον» (Αυτόθι,  c. 1189C.).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου