Αγ. Ιωάννη της Κλίμακος

ΠΕΡΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ


Αναισθησία και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθησις, η οποία από χρονία ασθένεια και αμέλεια κατέληξε να αναισθητοποιηθεί.
Η αναλγησία είναι πολυκαιρισμένη και μονιμοποιημένη αμέλεια, ναρκωμένη σκέψις, γέννημα των «προλήψεων». Είναι παγίδα της πνευματικής προθυμίας, βρόχος της ανδρείας, άγνοια της κατανύξεως, θύρα της απογνώσεως. Είναι μητέρα της λήθης (λησμοσύνης του Θεού και των εντολών Του), και εν γένει θυγατέρα της ιδικής της θυγατέρας. Είναι ακόμη απόκρουσις από την ψυχή του φόβου του Θεού. Ο ανάλγητος είναι άφρων φιλόσοφος. Είναι αυτός που εξηγεί το θέλημα του Θεού στους άλλους προς ιδική του κατάκριση. Αυτός που φιλολογεί εις βάρος του εαυτού του. Αυτός που είναι τυφλός, και διδάσκει τους άλλους πώς να βλέπουν.

Η συνέχεια, κλικ πιο κάτω στο :Read more
Ομιλεί στους άλλους για την θεραπεία του τραύματός τους, ενώ συνεχώς ερεθίζει και χειροτερεύει το ιδικό του. Ομιλεί εναντίον του πάθους, και συνεχώς τρέφεται με όσα το προκαλούν. Εναντίον του πάθους προσεύχεται, και αμέσως σπεύδει να το ικανοποιήσει.
Ικανοποιώντας το, εξοργίζεται κατά του εαυτού του και δεν ντρέπεται τα λόγια του ο ταλαίπωρος.
«Άσχημα κάνω» φωνάζει, και με ευχαρίστηση επιμένει στην αμαρτία. Το στόμα προσεύχεται εναντίον του πάθους, αλλά το σώμα υπέρ αυτού αγωνίζεται. Περί θανάτου φιλοσοφεί, και συμπεριφέρεται σαν αθάνατος. Για τον χωρισμό στενάζει, και σαν να είναι αιώνιος αμελεί και νυστάζει. Ομιλεί για την εγκράτεια, και δίνει αγώνες για την γαστριμαργία. Μακαρίζει την υπακοή, και πρώτος αυτός παρακούει.
Επαινεί τους απροσπαθείς και δεν ντρέπεται να μνησικακεί και να φιλονικεί για ένα κουρέλι. Παρασυρόμενος στην οργή πικραίνεται, και εν συνεχεία οργίζεται πάλι επειδή πικράθηκε. Και έτσι προσθέτει ήττα στην ήττα χωρίς να το αισθάνεται.
Διαβάζει για την Κρίση, και αρχίζει να χαμογελά. Για την κενοδοξία, και κενοδοξεί την ώρα της αναγνώσεως. Αποστηθίζει λόγους περί αγρυπνίας, και παρευθύς καταβυθίζεται στον ύπνο. Εγκωμιάζει την προσευχή, και την αποφεύγει σαν μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητό μετανοεί, και ύστερα από λίγο τρώγει και χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει την σιωπή, και την εγκωμιάζει με πολυλογία. Διδάσκει περί πραότητος, και πολλές φορές οργίζεται την ώρα της διδασκαλίας. Μόλις συνήλθε από το σφάλμα του εστέναξε, και αφού κούνησε το κεφάλι πάλι υπέκυψε στο πάθος του.
Κατηγορεί το γέλιο και χαμογελαστός διδάσκει περί πένθους. Κατηγορεί πολύ εμπρός σε άλλους τον εαυτό του ως κενόδοξο, και με την κατηγορία αυτή κοιτάζει να προσπορίσει στον εαυτό του δόξα. Με εμπάθεια ατενίζει στα ευειδή (δηλ. στα όμορφα) πρόσωπα, και ομιλεί περί σωφροσύνης και αγνότητος. Επαινεί τους ερημίτας και τους ησυχαστάς, ενώ περνά τον καιρό του στον κόσμο, και δεν αντιλαμβάνεται ότι έτσι εξευτελίζει τον εαυτό του. Επαινεί και δοξάζει τους ελεήμονας, αλλά υβρίζει τους πτωχούς. Πάντοτε γίνεται κατήγορος του εαυτού του, αλλά να συνέλθει δεν θέλει, για να μην ειπώ δεν μπορεί.
Έτυχε να ιδώ πολλούς τέτοιους που εδάκρυζαν ακούοντες περί θανάτου και περί της φοβεράς κρίσεως, και με τα δάκρυα ακόμη στα μάτια έτρεχαν γρήγορα στην τράπεζα. Και εδοκίμασα θαυμασμό, πως κατόρθωσε η δέσποινα αυτή και οζοθήκη, δηλαδή η κοιλιά, δυναμωμένη από την πολλή αναλγησία, να κατατροπώσει και το πένθος ακόμη.
Με την μικρή γνώση και την ικανότητα που διαθέτω, απεγύμνωσα τις δολιότητες και τις πληγές της πετρώδους αυτής και αποκρήμνου και μανιώδους και ανοήτου αναισθησίας. Δεν έχω διάθεση να φιλολογώ περισσότερο εις βάρος της. Όποιος όμως δύναται με την βοήθεια του Κυρίου να παρουσιάσει από πείρα και δοκιμασία κατάλληλα φάρμακα για τις πληγές αυτές, ας μη διστάσει να το κάνει. Εγώ δεν το θεωρώ ντροπή να προβάλλω αδυναμία, αφού είμαι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από αυτήν. Αλλ’ ούτε και τις δολιότητές της και τα τεχνάσματά της κατόρθωσα να καταλάβω μόνος μου. παρά μόνο αφού κάπου την συνέλαβα και την εκράτησα δια της βίας και την εβασάνισα και την εμαστίγωσα με το μαστίγιο του θείου φόβου και της αδιαλείπτου προσευχής, την ανάγκασα να ομολογήσει όσα προανέφερα.
Μου φαινόταν δε ότι έλεγε η τυραννική και κακούργος: «Οι ιδικοί μου σύντροφοι ενώ βλέπουν νεκρούς, γελούν. Ενώ παρίστανται στην προσευχή, είναι εξ ολοκλήρου πετρώδεις και σκληροί και σκοτεινοί. Ενώ αντικρύζουν την αγία Τράπεζα, μένουν αναίσθητοι. Ενώ μεταλαμβάνουν από τα άγια Δώρα, είναι σαν να εγεύθησαν απλώς ψωμί. Εγώ, όταν τους βλέπω να κατανύσσωνται, τους καταγελώ. Εγώ έχω μάθει από τον πατέρα που με γέννησε, να φονεύω ό,τι καλό γεννάται από την ανδρεία της ψυχής και τον ευσεβή πόθο. Εγώ είμαι μητέρα του γέλωτος, εγώ τροφός του ύπνου, εγώ φίλη του χορτασμού. Εγώ, όταν ελέγχωμαι δεν πονώ. Εγώ είμαι σφικτά αγκαλιασμένη με την ψευτοευλάβεια».
Κατάπληκτος δε εγώ από τα λόγια αυτής της παράφρονος, ερωτούσα το όνομα αυτού που την εγέννησε. Και εκείνη μου απήντησε: «Εγώ δεν έχω μία μόνο γέννηση. Η κυοφόρησίς μου είναι κάπως ποικίλη και άστατη. Εμένα με ενδυναμώνει ο χορτασμός της κοιλίας. Εμένα με αύξησε η πολυκαιρία. Εμένα με έχει παγιώσει η κακή συνήθεια. και όποιος την απέκτησε, ποτέ δεν πρόκειται να απαλλαγεί από εμένα. Εάν μελετάς επίμονα και με πολλή αγρυπνία την αιώνια Κρίση, ίσως με κάνεις να χαλαρώσω λίγο. Κοίταξε από ποια αιτία γεννώμαι σ’ εσένα,-δεν έχω σε όλους την ίδια αιτία-, και αγωνίζου εναντίον της μητέρας μου αυτής. Να προσεύχεσαι συχνά στους τάφους, ζωγραφίζοντας ανεξίτηλα την εικόνα τους στην καρδιά σου. Εάν μάλιστα αυτή δεν ζωγραφισθεί με τον χρωστήρα της νηστείας, δεν πρόκειται να με νικήσεις εις τον αιώνα».

Ιωάννου του Σιναΐτου, «Κλίμαξ», Εκδόσεις Ι.Μ. Παρακλήτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου