ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ


ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΑΠΑΣΑΝ ΤΗΝ ΣΕΠΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑΝ


Μακαριώτατε
Σεβασμιώτατοι
Το Περιοδικόν τούτο ως όλος ο Σύλογος των «Τριών Ιεραρχών» είναι γνωστόν ότι εκπροσωπούσι παραδοσιακάς εν τη Εκκλησία θέσεις. Ως λοιπόν ήτο επόμενον, ετάχθη επανειλημμένως κατά της αποστολής Ορθοδόξων αντιπροσώπων και μάλιστα Κληρικών, εις ονόματι μεν «Οικουμενικά», πράγματι δε Παμπροτεσταντικά «Συμβούλια των Εκκλησιών». Αντετάχθημεν, διότι επιστεύομεν ότι ουδέν καλόν έμελλεν εκ της τοιαύτης συμμετοχής να προκύψη, μάλλον δε βλάβη δια την ημετέραν Εκκλησίαν. Δεν ηδυνάμεθα να εννοήσωμεν ποίος ήτο ο αποχρών λόγος της συμμετοχής. Μήπως η προπαρασκευή του εδάφους και η δημιουργία προϋποθέσεων, έστω και ελαχίστων, προς μελλοντικήν ένωσιν; Αλλά θα ήτο τουλάχιστον φαιδρά μία τοιαύτη δικαιολογία. Πως είναι δυνατόν να υπάρξη και η πλέον αμυδρά ελπίς ενώσεως, όταν ο Προτεσταντισμός δεν δύναται να κατορθώση την ιδίαν ένωσιν, κατατετμημένος εις Ομολογίας μικρόν υπολειπομένας του αριθμού διακόσια; Πως είναι δυνατόν να υπάρξη και η πλέον αμυδρά ελπίς ενώσεως, όταν αι Ομολογίαι αυταί συν τη παρόδω του χρόνου ου μόνον δεν μειούνται, αλλ΄ απεναντίας αυξάνονται και πληθύνονται; Εάν ποτε πνεύση εν τω δυστήνω Προτεσταντισμώ πνεύμα ενότητος, τότε φυσικόν είναι η ενότης να εκδηλωθή και να συντελεσθή πρώτον εν τοις ιδίοις αυτού κόλποις και είτα να ζητήση επεκτάσεις. Εάν λοιπόν ίδωμέν ποτε τον Προτεσταντισμόν ομονοούντα και συντασσόμενον εις μίαν Ομολογίαν, τότε θα έχη λόγον πάσα προς ένωσιν κατατείνουσα ενέργεια ημών. Διότι η μεταξύ αυτού ενότης θα αποτελή αμάχητον τεκμήριον εκτιμήσεως της ειλικρινείας των προς ένωσιν μετ΄ άλλων Χριστιανικών Ομολογιών προθέσεων αυτού. Μέχρι της ημέρας εκείνης όμως επιβάλλεται μία μόνη απάντησις εις τας περί ενώσεως δήθεν επιθυμίας και διακηρύξεις του μυριοκεφάλου Προτεσταντισμού: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν». Το περισσόν τούτου εκ του πονηρού εστιν… Μήπως δε η συμμετοχή γίνεται προς … διαφώτισιν (!;) των Προτεσταντών περί της διδασκαλίας της ημετέρας Εκκλησίας; Αλλ΄ οι Προτεστάνται γνωρίζουσι την διδασκαλίαν ταύτην περισσότερον ίσως των ημετέρων αντιπροσώπων… Τα έργα πολλών συγγραφέων του Προτεσταντισμού πείθουσι περί τούτου. Δεν λείπει η γνώσις της Ορθοδόξου διδασκαλίας, λείπει το πνεύμα της αναγνωρίσεως αυτής ως της μόνης κατ΄ ευθείαν Αποστολικής. Μήπως τέλος η συμμετοχή σκοπεί την εξασφάλισιν Ολλανδικού τυρού; Αλλ΄ ας σιωπήσωμεν εν προκειμένω. Δεν εβλέπομεν λοιπόν, Άγιοι Πατέρες, ουδένα λόγον συμμετοχής. Και δια τούτο μετά πόνου παρετηρούμεν τας συχνάς αποστολάς αντιπροσωπειών και παρεκαλούμεν τον Θεόν να φωτίση τους ηγουμένους ημών, ίνα τερματίσωσι την κατάστασιν ταύτην. Παρά ταύτα όμως, ουδέποτε ήτο δυνατόν να διανοηθώμεν ότι το Συνέδριον, κατά την συντριπτικήν αυτού πλειονοψηφίαν, δεν ήτο θερμός ομολογητής και υποστηρικτής των βασικών χριστιανικών Αληθειών, ων μεγίστη η Ανάστασις του Κυρίου. Αλλ΄ εκ τινος εσχάτως εκδοθέντος φυλλαδίου του Μητροπολίτου Σάμου Ειρηναίου «Η Ορθόδοξος Ανατ. Εκκλησία έναντι της Οικουμ. Χριστ. Κινήσεως») πληροφορούμεθα πράγματα καταπληκτικώτερα των καταπληκτικωτάτων: Πληροφορούμεθα, δηλαδή, ότι μία πρότασις των ημετέρων κατά το Συνέδριον του Άμστερνταμ όπως προστεθή εις την δογματικήν βάσιν του «Οικουμενικού Συμβουλίου» η πίστις και εις τον «Θεόν Πατέρα», ως και ετέρα πρότασις κατά το Συνέδριον του Έβανστον, όπως το κύριον θέμα «ο σταυρωθείς Κύριος η ελπίς του κόσμου» συμπληρωθή δια της φράσεως «και αναστάς», προτάσεις, λέγομεν, τοιαύται, απερρίφθησαν υπό του Συνεδρίου! (Δεν έχει σημασίαν αν απερρίφθησαν εκ της α΄ ή β΄ σκοπιμότητος, διότι η Πίστις αγνοεί τας σκοπιμότητας). Και κατόπιν τούτου, οι ημέτεροι αντιπρόσωποι ηδυνήθησαν να μείνωσιν εντός αυτού και δεν ετράπησαν εις άτακτον φυγήν, εκτινάσσοντες και τον κονιορτόν εκ των υποδημάτων!...  Δύναται, Άγιοι Πατέρες, η φαντασία Υμών να συλλάβη τον Απόστολον Παύλον, τον πυρίπνοον κήρυκα της Αναστάσεως, ως μέλος του Συνεδρίου κατόπιν μιάς τοιαύτης αποφάσεως; Και όμως! Η Εκκλησία του Αποστόλου Παύλου ηδυνήθη να παραμείνη μέλος του Συνεδρίου αυτού της ματαιότητος, όπερ πληρώσαν ψήφων αρνητικών τας δεξιάς αυτού, κρύπτειν ενόμιζε την Ανάστασιν του Κυρίου!
Άγιοι Πατέρες,
Γνωρίζετε κάλλιον παντός άλλου ότι ο Χριστιανισμός είνε η πλέον προσωποπαγής θρησκεία. Ο Χριστιανισμός ίσταται ή πίπτει εν τω προσώπω του Ιδρυτού αυτού. Ο δε Ιδρυτής αυτού ίσταται ή πίπτει εν τω γεγονότι της Αναστάσεως. Εάν ανέστη ο Χριστός, τότε όντως είναι Υιός Θεού και ό,τι είπεν είναι αλήθεια. Εάν ανέστη Χριστός, τότε όντως πεπτώκασι δαίμονες και κόσμος ηλευθέρωται. Εάν ανέστη Χριστός, τότε ουρανοί μεν ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω. Εάν ανέστη Χριστός, τότε εκ θανάτου προς Ζωήν και εκ γης προς Ουρανόν πάντες διαβιβάσθημεν, επινίκιον άδοντες… Εάν όμως δεν ανέστη Χριστός, άρα ουδέν ήτο και οικτρώς ηπατήθημεν. Εάν δεν ανέστη Χριστός, άρα ουδείς αναστήσεται. Εάν δεν ανέστη Χριστός, κενόν, άρα, το κήρυγμα, κενή δε και η πίστις. Εάν δεν ανέστη Χριστός, τότε αθλιώτεροι και ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν….
Άγιοι Πατέρες,
Το ποτήριον της υπομονής ου μικράς μερίδος λαϊκών πιστών και Ιερέων ευλαβών εγγίζει προς το εκχείλισμα. Η ανοχή τόσων και τόσων υποχωρήσεων και συμβιβασμών οσημέραι εξαντλείται. Μη θέλετε ακόμη να μελαγχολή και να αγωνιά και να στενάζη το πλήρωμα, συγκρίνον την πλήρη συμβιβασμών γραμμήν ημών προς την άκαμπτον σταθερότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταργήσατε πάσαν επαφήν προς τους αρνητάς του κοσμοσωτηρίου Γεγονότος. Μη λυπείτε τον Κύριον, συγκαθήμενοι και συζητούντες μετ΄ αυτών ισοτίμως, Υμείς οι εκπρόσωποι της Μιας και Μόνης Αληθινής Εκκλησίας. Διαρρήξατε πάντα δεσμόν προς τους διαρρήξαντας την εις την Ανάστασιν πίστιν. Και διακηρύξατε urbi et orbi, ότι «ος αν μεθοδεύη τα λόγια του Κυρίου προς τας ιδίας επιθυμίας και λέγη μήτε ανάστασιν μήτε κρίσιν (είναι), ούτος πρωτότοκός εστι του Σατανά»! (Ιερού Πολυκάρπου προς Φιλιππ. Ζ΄ 1). Και μετά των πρωτοτόκων του Σατανά δεν δύναται βεβαίως να έχη σχέσιν η Ορθόδοξος Εκκλησία.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού.




ΑΝΟΙΚΤΗ  ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ
Παναγιώτατε,
Από τινων ετών κατώδυνον το Πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το συνειδητώς πιστεύον Πλήρωμα, παρίσταται θεατής επικινδύνων περί την Πίστιν ακροβασιών του Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου. Ούτως, ίνα παραλίπωμεν άλλου είδους ακροβασίας, η προς τον Πάπαν και τον Παπισμόν συμπεριφορά Υμών και τινων Υμετέρων αντιπροσώπων, ρίπτει εις άφατον θλίψιν, αλλά και φοβεράν ψυχικήν δοκιμασίαν, τα αληθώς ορθοδοξούντα τέκνα της Εκκλησίας. Αλληλογραφείτε μετά του Πάπα εν πάση εκκλησιαστική τάξει, ως εάν εζώμεν εις τον Ε΄ μ. Χ. αιώνα. Υποβάλλεσθε εις τας ταλαιπωρίας μακρινών ταξιδίων προς συνάντησιν αυτού. Ανταλλάσσετε μετ΄ αυτού τρυφεράς περιπτύξεις και αδελφικούς ασπασμούς. Καλείτε αυτόν «Πρώτον Επίσκοπον της Χριστιανωσύνης» και Υμάς Αυτόν δεύτερον. Διακηρύσσετε urbi et orbi ότι «ουδεμία διαφορά χωρίζει τας δύο Εκκλησίας». Συμπροσεύχεσθε μετ΄ αντιπροσώπων αυτού και φέρεσθε προς αυτούς σχεδόν όπως και προς τους Ορθοδόξους Επισκόπους. Αίρετε εκ μέσου αιωνοβίους αφορισμούς, οίτινες, έστω και αν επεβλήθησαν υπό το κράτος των εντυπώσεων εκ στιγμιαίων γεγονότων πρωτοφανούς οξύτητος και ως αντίδρασις εις τα γεγονότα εκείνα, ουχ ήττον δεν εξέφραζον ειμή το καθολικόν φρόνημα της αμωμήτου και θεοφόρου Ορθοδοξίας και δεν απετέλουν ειμή απλήν εφαρμογήν, καθυστερημένην μάλιστα, των διατάξεων του Κανονικού της Εκκλησίας Δικαίου, επιβαλλουσών την αποπομπήν εκ της θεοτεύκτου Μάνδρας των «ανιάτως και προς θάνατον νοσούντων» προβάτων, των αιρετικών δηλαδή και φθορέων της Πίστεως.
Παναγιώτατε,
Τι εκ των δύο συνέβη; Ο Πάπας προσεχώρησεν εις την Ορθοδοξίαν ή Υμείς εις τον Παπισμόν; Εάν το πρώτον, αναγγείλατε τούτο, ίνα πάντες φαιδρώς πανηγυρίσωμεν και μετ΄ αλλήλων χορεύσωμεν. Εάν το δεύτερον, ομιλήσατε μετ΄ ειλικρινείας και ευθύτητος, ίνα βεβαιωθώμεν ότι, μετά της παλαιάς, απώλετο και η νέα Ρώμη και κατεπόθη υπό της αιρέσεως. Εάν δε ουδέν εκ τούτων συνέβη, αλλά και Υμείς και ο Πάπας μένετε εν τοις οικείοις έκαστος όροις, τότε πως ερμηνεύονται αι προεκτεθείσαι ενέργειαι Υμών; Πως είνε δυνατόν ο αιρετικός Πάπας να είνε ο πρώτος Επίσκοπος της Χριστιανωσύνης και Υμείς ο δεύτερος; Πότε η Εκκλησία ημών συνηρίθμησεν ομού μετά των Ορθοδόξων Επισκόπων τους Επισκόπους των αιρετικών; Δογματικής και κανονικής ακριβείας γλώσσαν ομιλείτε ή ευελίκτου διπλωματικής υποκρισίας; Επίσκοπος είσθε ή διπλωμάτης; Πως δ΄ ακόμη είνε δυνατόν να αίρωνται αι κανονικαί της Εκκλησίας ποιναί, όταν το αντικείμενον αυτών (η αίρεσις)  ου μόνον εξακολουθή να υπάρχη, αλλά και αισίως αύξεται και μεγεθύνεται και γαυριά; Και εάν δεν υπήρχον αφορισμοί κατά των Παπικών δια τας υπ΄ αυτών αποτολμηθείσας αλλοιώσεις εν τη Πίστει, θα έδει ούτοι να εκφωνηθώσιν σήμερον από κοινής των Ορθοδόξων Εκκλησιών ψήφου, υπεικουσών εις ρητάς και σαφείς των Ιερών Κανόνων επιταγάς. Πως λοιπόν και διατί, υπάρχοντες, αίρονται;
Παναγιώτατε,
Άδεται ότι ενεργείτε ως ενεργείτε, ίνα, προσεταιριζόμενος το πανίσχυρον κοσμικώς Βατικανόν, αντιτάξητε την εκ της συμμαχίας αυτού αίγλην και δύναμιν προς τους τουρκικούς βρυχηθμούς και δυνηθήτε ούτω να στηρίξητε τον δεινώς απειλούμενον και κλονιζόμενον Θρόνον της πάλαι ποτέ βασιλευούσης. Εάν ταύτα έχωνται αληθείας, και πλανάσθε και ματαιοπονείτε. Έχομεν την συμμαχίαν του Θεού, Παναγιώτατε, ναι ή ου; Εάν ναι, τότε «εις διώξεται χιλίους και δύο μετακινήσουσι μυριάδας», τότε «καν κύματα διεγείρηται, καν πελάγη», καν τουρκικών θηρίων θυμός, αράχνης δι΄ ημάς έσονται ευτελέστερα, τότε «εξανθήσει και υλοχαρήσει και αγαλλιάσεται τα έρημα του Ιορδάνου» και «αλείται ως έλαφος ο χωλός, τρανή δε έσται γλώσσα μογιλάλων», τότε… ω τότε, «γνώτε έθνη και ηττάσθε ότι μεθ΄ ημών ο Θεός»!... Εάν όχι, τότε προς τι «πεποίθαμεν επ΄ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων οις ουκ έστι σωτηρία»; Τότε, Παναγιώτατε, εφαρμόζονται πλέον εφ΄ ημών οι λόγοι του Προφήτου: «Ουαί οι καταβαίνοντες εις Αίγυπτον επί βοήθειαν, οι εφ΄ ίπποις πεποιθότες και εφ΄ άρμασιν, έστι γαρ πολλά, και εφ΄ ίπποις πλήθος σφόδρα, και ουκ ήσαν πεποιθότες επί τον άγιον του Ισραήλ και τον Κύριον ουκ εζήτησαν. Και αυτός σοφώς ήγεν επ΄ αυτούς κακά, και ο λόγος αυτού ου μη αθετηθή, και επαναστήσεται επ΄ οίκους ανθρώπων πονηρών και επί την ελπίδα αυτών την ματαίαν, Αιγύπτιον άνθρωπον και ου Θεόν, ίππων σάρκας και ουκ έστι βοήθεια, ο δε Κύριος επάξει την χείρα αυτού επ΄ αυτούς, και κοπιάσουσιν οι βοηθούντες, και άμα πάντες απολούνται» (Ησ. λα΄ 1-3).
Παναγιώτατε,
Μυριάκις προτιμότερον να εκριζωθή ο ιστορικός της Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος και να μεταφυτευθή εις τινα έρημον νησίδα του Πελάγους, ακόμη δε και να καταποντισθή εις τα βάθη του Βοσπόρου, ή να επιχειρηθή έστω και η ελαχίστη παρέκκλισις από της χρυσής των Πατέρων γραμμής, ομοφώνως βοώντων: «Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της Πίστεως». Αι επτά λυχνίαι της Αποκαλύψεως, δια τας αμαρτίας ημών, εσβέσθησαν προ πολλού. Επτά Εκκλησίαι αποστολικαί, Εκκλησίαι σχούσαι την υψίστην τιμήν να λάβωσιν, ειδικώς αύται, Γράμματα εξ Ουρανού μέσω του θεοπνεύστου της Πάτμου Οραματιστού, εξέλιπον εκ της επιφανείας της γης και εκεί, ένθα άλλοτε ετελείτο η φρικωδεστάτη Θυσία και ο Τριαδικός ανεμέλπετο Ύμνος, σήμερον ίσως κρώζουσι νυκτικόρακες ή «ορχούνται ονοκένταυροι». Και όμως η Νύμφη του Κυρίου δεν απέθανεν. Η Εκκλησία του Χριστού δεν εξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη και καθημαγμένη ως ο Ιδρυτής αυτής, αλλ΄ αείζωος και ακατάβλητος, την δια μέσου των αιώνων πορείαν αυτής, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονούσα, σώζουσα. Δεν θα αποθάνη λοιπόν αύτη και αν μετακινηθή ή και αποθάνη ο Οικουμενικός Θρόνος. Ουδείς Ορθόδοξος εύχεται την μετακίνησιν ή τον θάνατον του Οικουμενικού Θρόνου. Μη γένοιτο! Αλλά και ουδείς θα θυσιάση χάριν αυτού ιώτα εν ή μίαν κεραίαν εκ της Ορθοδόξου Πίστεως. Αγωνίσασθε υπέρ αυτού πάση δυνάμει. Όχι απλώς έχετε δικαίωμα, αλλ΄ οφείλετε να στηρίξητε αυτόν, το καθ΄ Υμάς. Θυσιάσατε χάριν αυτού ότιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμάς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Επισκόπους, ακόμη και τον Πατριάρχην Αθηναγόραν! Εν μόνον κρατήσατε, εν φυλάξατε, ενός φείσασθε, εν μη θυσιάσητε: την Ορθόδοξον Πίστιν! Ο Οικουμενικός Θρόνος έχει αξίαν και χρησιμότητα μόνον και μόνον όταν εκπέμπη απανταχού της γης το γλυκύ και ανέσπερον της Ορθοδοξίας Φως. Οι Φάροι είνε χρήσιμοι εάν και εφ΄ όσον φωτίζωσι τους ναυτιλλομένους, ίνα αποφεύγωσι τους σκοπέλους. Όταν το φως αυτών σβεσθή, τότε δεν είνε μόνον άχρηστοι, αλλά και επιβλαβείς, διότι μεταβάλλονται και αυτοί εις σκοπέλους…
Παναγιώτατε,
Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα του Ρουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, Κληρικών και λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Δια την αγάπην του Κυρίου, οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε να δημιουργήσητε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ θα κατορθώσητε, θα είνε να διασπάσητε τα ηνωμένα και να δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετε και συνέλθετε! Αλλά φευ! Διηνύσατε πολλήν οδόν. Ήδη «προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα…» Πως θα ίδητε τας χαινούσας αβύσσους, αφ΄ ων θα διέλθη μετ΄ ολίγον η ατραπός ην οδεύετε; Είθε, είθε ο πάλαι ποτέ «στήσας τον ήλιον κατά Γαβαών και την σελήνην κατά φάραγγα Αιλών» να δευτερώση το θαύμα και να παρατείνη άπαξ έτι το μήκος της ημέρας, να ενισχύση έτι πλέον το φως αυτής και να διανοίξη τους οφθαλμούς Υμών, ίνα ίδητε, κατανοήσητε, επιστρέψητε. Αμήν.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού.

***
Αγάπη και αλήθεια
(Επιστολή προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην)
«Υπό σύνθημα την αγάπην άνευ όρων και ορίων»
(Πατριαρχικόν Μήνυμα Χριστουγέννων του έτους 1968)
Τω Παναγιωτάτω Οικουμενικώ Πατριάρχη
Κυρίω Κυρίω Αθηναγόρα          Κωνσταντινούπολιν.
Παναγιώτατε Πάτερ,
μικρός εγώ ειμι εν τοις αδελφοίς μου και νεώτερος εν τω οίκω του πατρός μου, κατά τον Ψαλμωδόν. Δια τούτο μετά δέους αποφασίζω να αποταθώ προς Υμάς, τον, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, πρώτον των Επισκόπων της Ορθοδοξου Εκκλησίας. Βεβαιώθητε ότι τούτο πράττω ουχί προς προβολήν και επίδειξιν, αλλά μόνον προς καθησύχασιν της συνειδήσεώς μου, ήτις αφορήτω βία επιβάλλει μοι να εφαρμόσω το του Δαυϊδ: «Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην»(Ψαλμ. 118,46). Αγνοώ, ως εικός, αν η ασθενής φωνή μου φθάση μέχρι των ώτων Υμών, δεδομένου ότι ήχοι ισχυροί «σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου, συμφωνίας και παντός γένους μουσικών» ακούονται πέριξ Υμών και πνίγουσι πάντα ασθενέστερον ήχον. Καλόν είνε πάντως να γνωρίζητε ότι όσοι έχονται στερρώς των πατρώων παραδόσεων, Κληρικοί και λαϊκοί, ου μόνον θα αποτελέσωσι παραφωνίαν εις την ανωτέρω συναυλίαν, ην κατευθύνει, ως μη ώφελεν, ο δάκτυλος Υμών, αλλά και τη εικόνι τη χρυσή του επαράτου «Οικουμενισμού» ην εστήσατε εν πεδίω Δεειρά, ου προσκυνήσουσι, καν κάμινος επταπλασίως εκκαυθή «στυππίω και κληματίδι και νάφθη και πίσση», καν λάκκος ετοιμασθή λεόντων.
Παναγιώτατε,
αφορμήν εις την αποστολήν της παρούσης έδωκέ μοι πρόσφατος επιστολή μιας εκλεκτής Μοναχικής Συνοδείας του Αγίου Όρους, δι΄ ης εξεφράζετο η αδυναμία της συνεχίσεως του μνημοσύνου Υμών και εζητείτο η γνώμη της ταπεινότητός μου περί του πρακτέου. Αλλ΄ είθε να ήτο μόνη η επιστολή αύτη! Καθημερινώς σχεδόν πολιορκούμεθα, παραδοσιακοί τινες Κληρικοί, υπό προσωπικών τε και επιστολικών εκκλήσεων, όπως φθάσωμεν εις ακραίας λύσεις. Καθημερινώς καθιστάμεθα δέκται της αγωνίας πλείστων ευσεβών ψυχών. Καθημερινώς αγωνιζόμεθα ίνα άρωμεν εκ πολλών συνειδήσεων σκανδαλισμούς βαρυτάτους, προερχομένους εξ Υμετέρων δηλώσεων ή ενεργειών. Καθημερινώς τέλος υβριζόμεθα- προφορικώς τε και γραπτώς- υπό ανθρώπων αρεσκομένων εις τας ακραίας λύσεις, ως δειλοί ή ως προδόται, επειδή ανεχόμεθα Υμών.
Παναγιώτατε,
ψάλλετε και Υμείς και οι ακολουθούντες Υμίν, εις πάντας τους ήχους το τροπάριον της «Αγάπης». Αγάπη, αγάπη, αγάπη! «Αγάπη άνευ όρων και ορίων». Εν ονόματι της αγάπης τούτο, εν ονόματι της αγάπης εκείνο, εν ονόματι της αγάπης το άλλο… Περίεργο όμως! Εφ΄ όσον η καρδία Υμών εκχειλίζει εξ αγάπης και εξ αυτής εκπηγάζουσι πολύρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι των εσχατιών της Δύσεως και δημιουργούντα πελάγη, εις α ανέτως και μετ΄ευφροσύνης κολυμβώσι πασών των αποχρώσεων οι αιρετικοί, πως δεν διατίθενται ολίγαι σταγόνες αγάπης και για τους ταλαίπωρους Ορθοδόξους; Δι΄ εκείνους εκ των Ορθοδόξων, οίτινες σκανδαλίζονται, βλέποντες τον Ορθόδοξον Πατριάρχην Κων/πόλεως να αθετή- εν ονόματι της αγάπης!- ιερούς Κανόνας, να ανατρέπη αιωνοβίους Παραδόσεις, να κρημνίζη τείχη ασφαλείας, να μεταίρη όρια α έθεντο αγιώτατοι Πατέρες της Εκκλησίας; Δι΄ αυτούς εστείρευσαν αι πηγαί της αγάπης Υμών, Παναγιώτατε; Δι΄ αυτούς δεν υπάρχει ούτε μόριον στοργής; Ούτε καν ίχνος ευσπλαγχνίας ή οίκτου; Αγάπη λοιπόν προς τους αιρετικούς, αλλ΄ αδιαφορία και περιφρόνησις προς τους Ορθοδόξους! Επί τέλους, Παναγιώτατε, που οδηγείτε την Εκκλησίαν; Άράγε όμως αγαπάτε πράγματι τους αιρετικούς; Ακούσατε, Παναγιώτατε, μίαν παράδοξον αλήθειαν: ΟΧΙ! Ημείς αγαπώμεν πραγματικώς και ειλικρινώς τους αιρετικούς, ημείς οι «στενοκέφαλοι» και «φανατικοί», και ουχί Υμείς και οι μεθ΄ Υμών. Η αγάπη Υμών δεν είνε γνησία, αλλ΄ επιφανειακή και επίπλαστος, δεν είνε άνωθεν κατερχομένη, αλλ΄ επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης… Ποίος αγαπά ειλικρινώς τον νοσούντα; Ο λέγων προς αυτόν: «είσαι υγιέστατος, τρώγε ό,τι θέλεις», και απεργαζόμενος ούτω χαλεπωτέραν την νόσον και ταχύτερον τον θάνατον, ή ο επισημαίνων αυτώ την ασθένειαν και απαγορεύων τας βλαπτούσας τροφάς; Ημείς, επισημαίνοντες τας πλάνας των αιρετικών και διακηρύσσοντες ότι ακολουθούσιν οδώ επισφαλεστάτη, υπάρχει ελπίς να δημιουργήσωμεν εν αυτοίς κρίσιν συνειδήσεως και έφεσιν αναζητήσεως της αληθείας. Υμείς και οι μεθ΄ Υμών, διακηρύσσοντες ότι «ουδέν μας χωρίζει» από των αιρετικών κ.τ.τ., ναρκούτε και αποκοιμίζετε αυτούς και αποκλείετε έμπροσθεν αυτών την οδόν της αληθείας. Ούτως εφαρμόζεται εν προκειμένω το προφητικόν: «Λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς» (Ησ. γ,12). Και «ότι ου κενά τα ρήματα μαρτυρεί τα πράγματα». Ποίον ετερόδοξον ωδηγήσατε Υμείς και οι δορυφορούντες Υμάς μελιστάλακτοι και ασπόνδυλοι Επίσκοποι εις την Ορθοδοξίαν; Ούτε ένα, Παναγιώτατε! Ούτε ένα, παρά πάντα τα ταξίδια, τα συνέδρια, τα γεύματα, τα δώρα, τα μειδιάματα. Μόνον «φανατικοί» τινες Ορθόδοξοι εγένοντο αφορμή προσελκύσεως αιρετικών εις την αλήθειαν της Ορθοδοξίας. Αντιλαμβάνεσθε άράγε, Παναγιώτατε, που δύναται να οδηγήση το σύνθημα Υμών «Αγάπη άνευ όρων και ορίων», εάν κατορθώση να εφαρμοσθή καθολικώς; Ιδού τινα παραδείγματα: α΄) Οι δικασταί θα απήλλασσον τους πάντας, αθώους και ενόχους. Η φυλακή δύναται να ερμηνευθή ως εκδήλωσις αγάπης, αλλά μόνον αν η αγάπη έχη «όρους και όρια». Όταν αγαπώ «άνευ όρων και ορίων», πως θα φυλακίσω τον αποστέργοντα την φυλακήν και δυσφορούντα εν αυτή; β΄) Οι διδάσκαλοι θα προεβίβαζον και τους αμελεστάτους των μαθητών. Ποίου είδους αγάπην «άνευ όρων και ορίων» έχω, όταν καταδικάζω εις απώλειαν ολοκλήρου έτους τόσους και τόσους νέους; γ΄) Οι γονείς δεν θα ηρνούντο εις τα τέκνα αυτών ουδέ τα βλαπτικώτερα των πραγμάτων, δ΄) Αι προγαμιαίαι γενετήσιοι σχέσεις θα απέβαινον θεσμός της Εκκλησίας. Ποίου είδους αγάπην «άνευ όρων και ορίων» έχω, όταν απαγορεύω εις εν νεαρόν ζεύγος να προχωρήση εις «ολοκλήρωσιν» της αγάπης αυτού πριν ή ευλογηθή εκκλησιαστικώς η ένωσις αυτών; Διατί να καταδικάζω αυτούς εις δυσβάστακτον αναμονήν, μακροχρόνιον πολλάκις, όταν αι συνθήκαι δεν επιτρέπωσι ταχείαν την τέλεσιν του γάμου; ε΄) Υμείς αυτός, Παναγιώτατε, δεν θα ηδύνασθε να τιμωρήσητε ουδένα Κληρικόν, έστω και αν υπέπιπτεν εις τας πλέον βαρείας παραβάσεις. Και όμως ου μόνον προ τινος χρόνου κατεδικάσατε εις καθαίρεσιν και απέλασιν εξ Αγίου Όρους ομάδα όλην Ιερομονάχων (ουδένα εξ αυτών γνωρίζω και συνεπώς δεν γράφω ταύτα προς υπεράσπισιν αυτών), αλλ΄ ακούεται ότι ετοιμάζετε κατ΄ αυτάς και άλλας θανατικάς καταδίκας (δηλαδή καθαιρέσεις) Κληρικών τινων εν Αμερική, επειδή απεκόπησαν (δικαίως ή αδίκως, αδιάφορον,) της μεθ΄ Υμών κοινωνίας. Αλλά τότε που υπάγει η «άνευ όρων και ορίων» αγάπη Υμών, Παναγιώτατε; Ω! Εις ποίον θρησκευτικόν και κοινωνικόν χάος θα ηδύνατο να οδηγήση η εφαρμογή του συνθήματος «Αγάπη άνευ όρων και ορίων»!...
Παναγιώτατε,
Συγκλονιστικόν υπόδειγμα συμπεριφοράς προς τους διαφωνούντας τη αληθεία αφήκεν ημίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ανοίξατε το έκτον κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Θα ίδητε εκεί καταπληκτικά πράγματα: Ο Κύριος διδάσκει τας υπερφυείς αληθείας περί του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Ακροαταί τινες, παχυλόν έχοντες νουν, αδυνατούσι να εννοήσωσι ταύτας και απέρχονται πλήρεις δυσφορίας. Τι πράττει τότε η σεσαρκωμένη Αγάπη, ο Θεάνθρωπος Κύριος; Τρέχει μήπως να προφθάση αυτούς φεύγοντας και παράσχη «εξηγήσεις» των υπ΄ Αυτού λεχθέντων; Πειράται να εξεύρη διατύπωσιν δυναμένην να τύχη αποδοχής παρ΄ αυτών; Όχι! Αλλά τι πράττει; Φοβερόν ειπείν! Αυτός, Όστις έκλινεν Ουρανούς και κατέβη, Αυτός, Όστις ηγάπησε τον άνθρωπον-ένα έκαστον άνθρωπον-μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού, Αυτός, Όστις δι΄ εν απολωλός πρόβατον ήτο πρόθυμος να κατέλθη εις χαίνοντα βάραθρα και να ανέλθη εις δυσπροσίτους ορέων κορυφάς, Αυτός, Όστις ήτο ικανός να ταπεινωθή μέχρι πλύσεως δουλικών ποδών, αρνείται καν να συζητήση μετ΄ αυτών! Ουδένα συμβιβασμόν ανέχεται εις τας αληθείας της Πίστεως, εις ουδεμίαν υποχώρησιν προβαίνει. Αλλά, άτεγκτος και αδυσώπητος, στρέφεται και προς αυτούς τους προσφιλεστάτους δώδεκα, ους «εξελέξατο εκ του κόσμου» και ους «εις τέλος ηγάπησε», και ερωτά: «Μη και υμείς θέλετε υπάγειν;» Κατοπτρίσθητε, Παναγιώτατε, εις αυτό το ουράνιον κάτοπτρον της συμπεριφοράς του Κυρίου έναντι των διαφωνούντων τη αληθεία… Μετρήθητε δια του θείου αυτού μέτρου… Ζυγίσθητε επί του αθανάτου αυτού ζυγού… Πόσον ελλιπής θα ευρεθήτε!... Ναι! Θα ευρεθήτε τρομακτικώς ελλιπής και μυστηριώδης τις χειρ θα γράψη και δι΄ Υμάς «επί το κονίαμα του τοίχου του οίκου» Υμών ό,τι έγραψε δια τον βασιλέα της Βαβυλώνος Βαλτάσαρ: «Μανή, θεκέλ, φάρες»! (Δαν. ε΄,25). Εκτός εάν εύρητε Υμείς τον Κύριον ελλιπή εις αγάπην… Θέλετε και άλλο κάτοπτρον, άλλο μέτρον, άλλον ζυγόν; Ιδού η προς Γαλάτας επιστολή του Παύλου. Γλώσσα αυστηροτάτη, έλεγχος σκληρότατος. Ουδεμία υποχώρησις, ουδείς συμβιβασμός. «Εάν περιτέμνησθε, Χριστός υμάς ουδέν ωφελήσει». «Φοβούμαι υμάς μήπως εική κεκοπίακα εις υμάς» Ποίος ο λέγων; Ο Παύλος, το στόμα του Χριστού, ο αγαπών πάντας και θυσιαζόμενος υπέρ πάντων, ο ευχόμενος να γένηται «ανάθεμα από Χριστού» χάριν των άλλων! Και ποίον το θέμα της διαφωνίας των Γαλατών; Η περιτομή! Δηλαδή θεσμός καιρικής μεν ισχύος, αλλά πάντως θεοσύστατος και ουχί εφεύρημα δαιμόνων, όπως τα παπικά αλάθητα και τα πρωτεία. Δι΄ αυτήν λοιπόν την περιτομήν ο Παύλος δεν διστάζει να βροντοφωνήση: «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμάς παρ΄ ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. Ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω, ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ΄ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω». Εστερείτο και αυτός αγάπης; Τι κρίμα να μη ζη σήμερον, ίνα λάβη μαθήματα αγάπης παρά τινων συγχρόνων Υμετέρων Επισκόπων! Ιδού τι έγραφεν εις εξ αυτών προ τινος χρόνου: «Όλοι κατά ταύτα οι ι. Κανόνες, οι περιορίζοντες τους πιστούς εις μίαν απομόνωσιν και επιφυλακτικότητα μετά των άλλων μη Χριστιανών και μη Ορθοδόξων, χρήζουν κάποιας μεταρρυθμίσεως. Η Εκκλησία δεν δύναται να αποφύγη την ανάμιξίν της με τον κόσμον, εάν πράγματι θέλη να τον κερδίση. Τελείως ανεφάρμοστος κατά ταύτα δια την εποχήν μας, ως στερούμενος αγάπης, ο ΜΕ΄ Κανών των Αγίων Αποστόλων (Σημ. : ο απαγορεύων το μετά αιρετικών συμπροσεύχεσθαι)… Πολύ περισσότερον ασυγχρόνιστος παραμένει ο ΝΣΤ΄ Κανών των Αγίων Αποστόλων, απαγορεύων την είσοδον ακόμη εις ευκτήριον οίκον ετεροδόξων ή Ιουδαίων Συναγωγήν (Περιοδικόν «Εκκλησία» 15/7/1967, σελ. 400). Αγνοεί ο δυστυχής δύο πράγματα, α) Ότι οι Κανόνες ούτοι δεν αποτελούσιν ειμή απλάς απηχήσεις της μνημονευθείσης συμπεριφοράς του Κυρίου προς τους απειθούντας τη αληθεία, του ειρημένου χωρίου του Παύλου (Γαλ. α΄,8), ως και του ετέρου του Ιωάννου, του κατ΄ εξοχήν μαθητού της αγάπης: «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε»! (Β΄ Ιωάν. 10). Όταν λοιπόν ο εν λόγω Επίσκοπος μεταρρυθμίση τους ιερούς Κανόνας, ας μη λησμονήση να… μεταρρυθμίση και την πηγήν αυτών: το Ευαγγέλιον! Άλλως το έργον αυτού θα μείνη ημιτελές. β΄) Εάν οι ειρημένοι Κανόνες στερώνται αγάπης, τότε, απλούστατα, στερείται αγάπης και η Εκκλησία, ήτις ου μόνον επισήμως και αυθεντικώς εκύρωσε και υιοθέτησε τους Κανόνας αυτούς, αλλά και επί αιώνας ολοκλήρους εφήρμοζεν αυτούς και δι΄ αυτών εκυβερνάτο. Εάν δ΄ η Εκκλησία στερήται αγάπης, τότε, απλούστατα, έχει εγκαταλειφθή πάμπαν υπό του Αγίου Πνεύματος, Όπερ είνε η Πηγή της Αγάπης. Εάν δ΄ η Εκκλησία εγκατελείφθη υπό του Αγίου Πνεύματος, τότε εψεύσθη ο Σωτήρ – ίλεως γενού μοι, Κύριε! -, Όστις εβεβαίωσεν ότι ο Παράκλητος θα μείνη εν τη Εκκλησία εις τον αιώνα και θα καθοδηγή αυτήν εις πάσαν την αλήθειαν! (Ιωάν. ιδ΄, 16 ιστ,13). ιδού που οδηγούσιν οι ισχυρισμοί των κλεινών Επισκόπων του Πατριαρχείου! Πλείονα δε και χείρονα των ανωτέρω διεσάλπισε και ο Αμερικής Ιάκωβος, καθώς και τινες άλλοι. Το τροπάριον του «συγχρονισμού» και της «προόδου» ψαλλόμενον εις την δις δια πασών υπό πολλών στομάτων, ολίγου δειν διέρρηξε τα ακουστικά ημών τύμπανα. «Να συγχρονισθή ο Χριστιανισμός», «Να συγχρονισθή η Εκκλησία», ιδού «τον αίτημα των καιρών», κατά την γνώμην των «ευφυών» πνευμάτων! Να «συγχρονισθή» η Εκκλησία; Αλλά διατί; Τα ατελή εξελίσσονται, τα καιρικά συγχρονίζονται, τα φθαρτά μεταβάλλονται. Η Εκκλησία, ως Δόγμα και ως Χάρις, ως Πίστις και ως βίος αγιότητος, είνέ τι υπεράνω του χρόνου. Πως θα εξελιχθή το τέλειον; Πως θα συγχρονισθή το άχρονον; Πως θα μεταβληθή το άφθαρτον; Αλλά και τις ο λόγος του «συγχρονισμού»; Ο Χριστός «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ΄, 8). Ο Διάβολος ο αυτός σήμερον και προ χιλιάδων ετών. Η αμαρτία η αυτή. η αρετή η αυτή. Ο άνθρωπος ο αυτός, τραγική σύνθεσις μεγαλείου και αθλιότητος. Τι μετεβλήθη; Εν μόνον: τα μέσα. Ουδέν έτερον! Παλαιότερον εφόνευον οι κακοί δια ροπάλου ή μαχαίρας, σήμερον δύνανται  να φονεύσωσι λαούς ολοκλήρους δια μηχανών τελειοτάτων. Η ουσία όμως της πράξεως είναι η αυτή. Φόνους είχομεν και τότε, φόνους έχομεν και σήμερον. Υπάρχει αρετή τις ή κακία, άγνωστος ούσα εις τους παλαιοτέρους και αποτελούσα εφεύρεσιν του 20ού αιώνος; Ουδείς διαφωνεί εις το να χρησιμοποιήση και η εν τω κόσμω στρατευομένη Εκκλησία σύγχρονα τεχνικά μέσα (π. χ. το ραδιόφωνον ή την τηλοψίαν) προς διάδοσιν του Ευαγγελίου. Αλλά του αυτού Ευαγγελίου, του κατά Χριστόν Εσταυρωμένον Ευαγγελίου, ουχί άλλου! Εάν ο Υμέτερος Αμερικής Ιάκωβος φρονή ότι «δεν δυνάμεθα να εμπαίζωμεν πλέον τους εαυτούς μας και να λέγωμεν, ότι ο Χριστιανισμός, ως ημείς τον εννοούσαμεν, είνε πράγματι ο αρμόζων εις τον λαόν μας», ότι «έχομεν ανάγκην ενός νέου Χριστιανισμού(!!!) βασιζομένου εξ ολοκλήρου επί νέων αντιλήψεων(!!!) και όρων» και ότι «δεν δυνάμεθα να διδάξωμεν το είδος της Θρησκείας, το οποίον ημείς εύρωμεν, εις τας μελλούσας γενεάς» (Εφημερίς «Εστία» 5/10/1967), ας εγκαταλίπη το ταχύτερον την Εκκλησίαν και ας ιδρύση όσους «νέους Χριστιανισμούς» - ή μάλλον Ιακωβισμούς- θέλει. Η Εκκλησία, η Ορθόδοξος Εκκλησία, είτε δια στόματος λαλούσα, είτε δια χάρτου και μέλανος, είτε δια αίματος, είτε δια δακρύων, είτε δια τυπογραφικών στοιχείων, είτε δια ραδιοφώνου, είτε δια τηλοψίας, είτε δια τεχνητών δορυφόρων, είτε δι΄ οιουδήποτε άλλου μέσου, τούτο και μόνον θα έχη ως κήρυγμα αυτής μέχρι της συντελείας των αιώνων: «Χριστόν Εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄, 23-24). Και «όσοι τω κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, ειρήνη επ΄ αυτούς και έλεος και επί τον Ισραήλ του Θεού» (Γαλ. στ΄,16). Αλλά διατί να απορώμεν βλέποντες δηλώσεις οίαι αι εκτεθείσαι!... Οι άνθρωποι ούτοι δεν επιδεικνύουσιν ειμή «οίον τον τρόπον, τοιόνδε και τον λόγον». «Εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί»… Φυσική συνέπεια είνε τα λεγόμενα. Άνθρωποι τρυφηλοί και αβροδίαιτοι, άνθρωποι καταλύοντες εις τα πολυτελέστατα των Ξενοδοχείων, ένθα ενδιαιτώνται οι Κροίσοι του κόσμου τούτου, άνθρωποι τρώγοντες εις ανθοστολίστους τραπέζας συνοδεία μουσικών υποκρούσεων, άνθρωποι εκτυπούντες πολυτελή φυλλάδια εν οις, μεταξύ άλλων, αναγράφεται και τι… θα παρατεθή εις τα δείπνα των, ων ηγούνται, «Κληρικολαϊκών Συνελεύσεων», άνθρωποι τοιούτοι, φυσικόν είνε να θέλωσι «νέους» Χριστιανισμούς. Ο Χριστιανισμός των αλιέων, το Ευαγγέλιον της πτωχείας, το Κήρυγμα της μωρίας του Σταυρού, η Εκκλησία της ασκήσεως, των δακρύων και του μαρτυρίου, αναμφιβόλως δεν είνε «κομμένα εις τα μέτρα των». Αλλ΄ «ει πλούτον ηγάπων (και εγκοσμίους βασιλείας), τι τω περί πτωχείας (και Βασιλείας Ουρανών) διδάσκοντι εφοίτων»;… Τι ζητούσιν οι τοιούτοι πλησίον του Ιησού;
Παναγιώτατε,
εις απαραδέκτους θεολογικώς δηλώσεις δεν προβαίνουσιν ατυχώς μόνον οι Επίσκοποι του Πατριαρχείου, αλλά και Υμείς αυτός. Ενθυμείσθε παλαιοτέρας φράσεις Υμών, καθ΄ ας, πάσαι ομού αι υπάρχουσαι σήμερον Εκκλησίαι, ενούμεναι, θα «επανιδρύσουν (!!!) την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν εν συνυπάρξει εις Ανατολήν και Δύσιν»; (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός» τόμος Α΄, σελ. 42). Αλλά τι «επανιδρύεται»; Ουχί βεβαίως το υπάρχον, αλλά το εκλιπόν, ουχί το λειτουργούν, αλλά το πεπαυμένον, ουχί το υφιστάμενον, αλλά το κατηργημένον. Εξέλιπε λοιπόν η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική» και χρήζει επανιδρύσεως; Αλλά τότε ψευδόμεθα, ομολογούντες καθημερινώς εν τω Συμβόλω της Πίστεως την ύπαρξιν της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»; Που δε υπάγουσιν οι λόγοι του Κυρίου, ότι της Εκκλησίας ουδέ «πύλαι Άδου κατισχύσουσιν»; Ερρέτω η βλασφημία! Η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» δεν έχει ανάγκην επανιδρύσεως, διότι ουδέποτε κατηργήθη, ουδέποτε εξέλιπεν, ουδέποτε επαύσατο υπάρχουσα. Ιδρύθη κατά την Πεντηκοστήν και έκτοτε υπάρχει συνεχώς και ζη και κινείται, φωτίζουσα, θερμαίνουσα, τρέφουσα, αγιάζουσα, εις ουρανούς ανυψούσα. Εις αυτήν την Εκκλησίαν, Χάριτι Θεού, ανήκομεν και εις αυτήν οφείλομεν να καλώμεν τους πάντας.
Παναγιώτατε,
Υμείς μεν απεδύθητε από μακρού εις αγώνα δρόμου, ενώ ο Παπισμός εμμένει αμετακίνητος επί των ιδίων θέσεων. Που είδετε, έστω και ασθενείς ενδείξεις εγκαταλείψεως των παπικών πλανών, μάλιστα δε του πρωτείου ή του αλαθήτου; Ου μόνον κατά τα παλαιότερα, αλλά και κατά τα τελευταία έτη, οπότε ο «Διάλογος της Αγάπης» εκορυφώθη δι΄ Υμών και το «οικουμενικόν πνεύμα» προσέλαβε μορφήν βιαίας πνοής—ουχί όμως ουρανίου—και σείει τον Οίκον, ου εσμέν καθήμενοι, την Οθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν, ουδέ κατά τα τελευταία λέγομεν έτη, παρέλιπεν ο Παπισμός ευκαιρίαν τινά ίνα επαναλάβη και τονίση ό,τι αποτελεί το βάθρον αυτού. Κατά την γ΄ φάσιν των εργασιών της Β΄ Βατικανείου Συνόδου ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ διεκήρυξεν: «Ημείς, ο Πάπας, όστις συγκεντρώ εν τω προσώπω μου (!!!) και τω αγίω αξιώματί μου πάσαν την Εκκλησίαν, ανακηρύττω την Σύνοδον ταύτην ως Οικουμενικήν» (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, μν. έργον, σελ. 335). Ο δε προκάτοχος αυτού Ιωάννης τη 5/1/1963 διεσάλπισε δι΄ ειδικής Βούλλας: «α΄) Η Σύνοδος του Βατικανού—και πάσα Σύνοδος—την ύπαρξιν αυτής οφείλει εις τον Πάπαν,  β΄) αι αποφάσεις της Συνόδου μόνον δια της παπικής επικυρώσεως λαμβάνουσιν ισχύν, γ΄) η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εμμένει εις την αρχαίαν αυτής γραμμήν και ουδεμία μεταρρύθμισις απαιτείται. (Σημ.: Ακουέτω ταύτα ο Αμερικής Ιάκωβος, ο διακηρύξας ότι έχομεν ανάγκην ενός «νέου Χριστιανισμού»!) Εν μόνον ποίμνιον υπάρχει: Ο κόσμος, και εις ποιμήν: Ο Πάπας»!!! (Ένθ΄ ανωτ., σελ. 322). Ο αυτός Πάπας εν τη Εγκυκλίω αυτού «ΑΕΤΕRNA DEI SAPIENTIA» εξέφρασε την πεποίθησιν αυτού ότι η Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος «θα προσελκύση τα βλέμματα των αναριθμήτων οπαδών του Χριστού και θα προσελκύση αυτούς να συγκεντρωθώσι πέριξ του «ποιμένος των προβάτων του μεγάλου», ο Οποίος ανέθεσε την αέναον διαφύλαξιν της Ποίμνης Του εις τον Πέτρον και εις τους διαδόχους αυτού»! Ομιλών δε προς τους ηγέτας της «Καθολικής Δράσεως» διεκήρυξε: «Θα επιδείξωμεν την Εκκλησίαν εν όλω αυτής τω μεγαλείω και θα είπωμεν προς όλους εκείνους οίτινες είναι κεχωρισμένοι αφ΄ ημών: Αύτη, αδελφοί, είναι η Εκκλησία του Χριστού, δηλαδή η Καθολική Εκκλησία. Προσέλθετε, προσέλθετε. Αύτη είναι η οδός της επιστροφής. Επανέλθετε, ίνα καταλάβητε τας θέσεις, ας κατείχον οι πρόγονοι υμών» (Ι. Καρμίρη, «Η Εκκλησία της Ρώμης κατά τον Γρηγόριον τον Ναζιανζηνόν…», σελ. 17). Αυτή δ΄ αύτη η διατυμπανισθείσα υπό τινων ανοήτων ημετέρων ως λίαν «φιλελευθέρα» Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος διεκήρυξεν ανενδοιάστως: «Η Αγία Σύνοδος υιοθετεί και προτείνει εκ νέου εις την βεβαίαν πίστιν πάντων των πιστών την διδασκαλίαν της συστάσεως, της συνεχείας, της εννοίας και του χαρακτήρος του ιερού πρωτείου του Ρωμαίου Ποντίφηκος…» (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, μν. έργον, σελ. 323). Και πάλιν: Ο Πάπας είνε «Τοποτηρητής του Χριστού και Ποιμήν πάσης της Εκκλησίας», «έχει εντός της Εκκλησίας την πλήρη, υπερτάτην και οικουμενικήν εξουσίαν, την οποίαν δύναται να ασκή πάντοτε ελευθέρως…». Ο Πάπας «κατέχει, θείω δικαίω, υπερτάτην και οικουμενικήν εξουσίαν ως προς την ευθύνην των ψυχών…. Αποτελεί εγγύησιν του κοινού καλού της Οικουμενικής Εκκλησίας και του καλού εκάστης Εκκλησίας και κατέχει το πρωτείον της τακτικής εξουσίας επί πασών των Εκκλησιών». Πάντες οι πιστοί «οφείλουν να δεικνύουν θρησκευτικήν υπακοήν της βουλήσεως και του νου, κατά τρόπον μοναδικόν, εις το αυθεντικόν διδακτικόν αξίωμα του Ρωμαίου Ποντίφηκος, και όταν ούτος δεν ομιλή από καθέδρας»!!! (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, μν. έργον, σελ. 325-326). Αντί δηλαδή οπισθοχωρήσεως, έχομεν πρόοδον επί τα χείρω!... Αληθώς, «άβυσσος άβυσσον επικαλείται»… Η αυτή Σύνοδος δεν αφήκεν ουδεμίαν αμφιβολίαν (και κατά τούτο είνε αξιέπαινος, διότι επέδειξε συνέπειαν), περί του ότι θεωρεί τον Παπισμόν ως την «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Ιδού τι απεφήνατο αύτη εν τω εαυτής «Διατάγματι περί Οικουμενισμού»: Αι άλλαι Εκκλησίαι «δεν απολαμβάνουν την ενότητα εκείνην, την οποίαν ο Ιησούς Χριστός ηθέλησε να επιδαψιλεύση εις πάντας όσους ανεγέννησε και εζωοποίησεν εις εν σώμα και εις καινότητα ζωής, ως μαρτυρούν η Αγία Γραφή και η σεπτή Παράδοσις της Εκκλησίας. Δια μόνης πράγματι της Καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, η οποία είναι γενικόν όργανον σωτηρίας, δύναται να επιτευχθή όλη η πληρότης των μέσων της σωτηρίας. Διότι μόνον εις τον αποστολικόν Σύλλογον, του οποίου ο Πέτρος προϊσταται, είναι εμπεπιστευμένα, κατά την πίστιν ημών, όλα τα αγαθά της Καινής Διαθήκης, ώστε να συγκροτηθή επί της γης εν σώμα του Χριστού, εις το οποίον πρέπει πλήρως να ενσωματωθούν όλοι όσοι, κατά τινα τρόπον, ανήκουν ήδη εις τον λαόν του Θεού». Ο πολύς δε Αυγουστίνος Μπέα διεκήρυξεν αδιστάκτως και εν αξιεπαίνω ειλικρινεία: «θα ήτο εν τη πράξει μία κακώς νοουμένη αγάπη προς την ενότητα και προς τους διϊσταμένους αδελφούς, εάν τις ήθελε να εγγεννήση εις αυτούς την ελπίδα, ότι δήθεν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα απήτει παρ΄ αυτών την αναγνώρισιν των «ουσιωδών Δογμάτων», ότι δήθεν θα παρητείτο επί παραδείγματι της υπ΄ αυτών αποδοχής των δογματικών διατάξεων της εν Τριδέντω Συνόδου ή ότι θα εδείκνυε κατανόησιν δι΄ επαναθεώρησιν του δόγματος περί πρωτείου ή περί αλαθήτου του Πάπα. Ό,τι η Εκκλησία άπαξ εξήγγειλεν ως πρότασιν Πίστεως, εξήγγειλεν αυτό υπό την συμπαράστασιν του Αγίου Πνεύματος, ως μίαν παρά του Θεού αποκαλυφθείσαν αλήθειαν, περί της οποίας κατ΄ ουδένα τρόπον έχει αύτη δικαίωμα να ενεργήση άλλως. Ο Κύριος ενεπιστεύθη εις αυτήν την διαφύλαξιν και ερμηνευτικήν ανάπτυξιν της αληθείας της Αποκαλύψεως, αλλά δεν έδωκεν εις αυτήν την εξουσίαν να μεταβάλη τι εις τας αληθείας ταύτας» (Ι. Καρμίρη, «η Β΄ εν Βατικανώ γενική Ρωμαιοκαθολική Σύνοδος…», σελ. 34). Είνε δυνατόν να μη κλαύση τις, όταν προς τας διακηρύξεις ταύτας των παπικών, τας άκρως πεπλανημένας μεν, αλλά πλήρεις συνεπείας, αντιπαραβάλη τας δηλώσεις ηγετών τινων της Ορθοδοξίας, αίτινες, αντί να τονίζωσιν αδιστάκτως την αλήθειαν της Πίστεως ημών και την μοναδικότητα αυτής, αποτελούσι πανάθλια κείμενα, υποτονικά, δειλά, άτολμα, αυτόχρημα μειοδοτικά;
Παναγιώτατε,
από πολλού απεδείξατε Υμάς αυτόν ως οπαδόν του πλέον απαισίου συγκρητισμού. Έχετε άρά γε αντιληφθή τι σημαίνει κατά βάθος ο επάρατος Οικουμενισμός; Έχετε εμβαθύνει εις το πνεύμα αυτού του κατασκευάσματος; Υπό τον επάρατον Οικουμενισμόν δεν κρύπτεται απλώς μία αίρεσις. Κρύπτεται αυτή αύτη η άρνησις του αποκαλυπτικού χαρακτήρος της χριστιανικής Πίστεως. Κατά τούτο ο Οικουμενισμός είνε χείρων πάσης αιρέσεως. Η αίρεσις του Αρείου, η εις τάξιν κτίσματος καταβιβάζουσα τον ομοούσιον Λόγον, καθώς και πάσαι αι άλλαι αιρέσεις, ωχριώσιν ενώπιον του τέρατος του Οικουμενισμού. Διότι πάσαι αι χριστιανικαί αιρέσεις, και αι πλέον βλάσφημοι, ουδέ διενοούντο καν να αμφισβητήσωσι την μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του Χριστιανισμού ως αληθείας εξ αποκαλύψεως. Δια πάσας τας αιρέσεις ο Χριστιανισμός ήτο το μονοπώλιον της αληθείας και της σωτηρίας. Ενώ δια τον Οικουμενισμόν πάσαι αι Θρησκείαι έχουσι στοιχεία αληθείας και στοιχεία πλάνης, ο δε Χριστιανισμός δεν αποτελεί ειμή μίαν Θρησκείαν μεταξύ των λοιπών, ίσως την ευγενεστέραν, αλλά πάντως όχι την μοναδικώς αληθινήν. Θύμα του απαισίου αυτού Οικουμενισμού ο ταλαίπωρος Αμερικής Ιάκωβος, είχε την επαινετήν ειλικρίνειαν να μη κρύψη τα εσώτερα φρονήματα αυτού: «Η Οικουμενική Κίνησις, φρονούμεν, αν και χριστιανικής προελεύσεως, οφείλει να γίνη κίνησις όλων των θρησκειών(!!!), της μιας προς την άλλην, όπως γίνη διάλογος, αν τυγχάνη αληθές ότι όλαι αι θρησκείαι υπηρετούν τον Θεόν και τον άνθρωπον. Δεν υπάρχει ειμή εις Θεός…» (Εφημερίς «Ορθόδοξος Τύπος», Αυγ.- Σεπτ. 1968). Δηλαδή ούτε ολίγον ούτε πολύ ο «Ορθόδοξος» Αρχιεπίσκοπος, δια του ανωτέρω «Μηνύματος» της εν Αθήναις συγκροτηθείσης ΙΘ΄ Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, επαναφέρει, μετά δύο χιλιάδας έτη αφ΄ ης εξήστραψεν εν Βηθλεέμ το θείον της Αληθείας φως και διεχύθη εις τα πέρατα της γης, τον συγκρητισμόν και την «θεοξενίαν» των αρχαίων Μυστηριακών Θρησκειών! Από Χριστού έως σήμερον πολλαί και ποικίλαι αιρέσεις ανεφάνησαν. Ποία όμως χριστιανική αίρεσις, ποίος αιρετικός ισχυρίσθη ποτέ ότι «όλαι αι Θρησκείαι υπηρετούν τον Θεόν και τον άνθρωπον»; Ορθόδοξοι και αιρετικοί επίστευσαν και διεκήρυξαν ότι μία μόνη Θρησκεία «υπηρετεί τον Θεόν και τον άνθρωπον», η αληθής Θρησκεία, η Θρησκεία του Χριστού, αι δε λοιπαί πάσαι υπηρετούν ουχί τον Θεόν, αλλά τον Διάβολον, εφ΄ όσον προσφέρουσι την πλάνην και το ψεύδος και κρατούσι τον άνθρωπον μακράν του φωτός και της σωζούσης αληθείας. Και αυτοί ακόμη οι Χιλιασταί, οι πάσαν ασέβειαν και βλασφημίαν υπερακοντίσαντες, ουδ΄ ήγγισαν καν τας θέσεις του Οικουμενισμού. Πολλά τέρατα εγέννησεν εν τοις καιροίς ημών ο Άδης, αλλ΄ ισομέγεθες του Οικουμενισμού ουδέν!
Παναγιώτατε,
εν τω επί ταις εορταίς των Χριστουγγένων του 1968 Μηνύματι Υμών γράφετε ότι «σήμερον κρίσις παγκοσμία μαίνεται, άνευ προηγουμένου. Και εντός αυτής η μεγάλη των δύο χιλιάδων ετών Κιβωτός, η Εκκλησία, η περικλείουσα τον πολιτισμόν Ανατολής και Δύσεως, κλυδωνιζομένη επικινδύνως…» Πως φαίνεται ότι βλέπετε την Εκκλησίαν ως κοσμικού τύπου Καθίδρυμα!... Αλλ΄ η Εκκλησία ούτε περικλείει πολιτισμούς ούτε περικλείεται υπό πολιτισμών. Η Εκκλησία περικλείει την εξ ουρανού αλήθειαν και την χάριν του Χριστού, την αγιάζουσαν και σώζουσαν. Κλυδωνίζεται βεβαίως, κλυδωνίζεται, αλλά –και αυτό είνε το μεγαλείον αυτής – «ναυάγιον ουχ υπομένει…». Εν προσφάτω δε Μηνύματι Υμών, επί τη συμπληρώσει εικοσαετίας από της ανόδου Υμών εις τον Οικουμενικόν Θρόνον, γράφετε ότι «δια το τελευταίον βήμα (Σημ. : το φέρον εις το κοινόν άγιον Ποτήριον) απαιτείται προσευχή, ρεαλισμός και θάρρος προς κατάρριψιν και των τελευταίων φραγμάτων. Ταύτα δε πάντα πλουσίως αντλούμεν εξ υμών προσωπικώς και εξ ολοκλήρου του πληρώματος της Εκκλησίας…». Παναγιώτατε, είνε ανάγκη να αφυπνισθήτε!... Το πλήρωμα της Εκκλησίας, το ουσία και ουχί τύποις θρησκεύον, μόλις και μετά βίας ανέχεται Υμών έως σήμερον. Μη αυταπατάσθε, μη καταλαμβάνεσθε υπό παραισυήσεων. Ούτε το πλήρωμα ούτε οι Ποιμένες της Εκκλησίας συμφωνούσιν Υμίν. Δεν γνωρίζω τι γίνεται εις τας άλλας τοπικάς Εκκλησίας, αλλά περί της Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου του λόγου, δύναμαι να είπω ότι αμφιβάλλω αν εν αυτή υπάρχουσι πλείονες των 6-7 Επισκόπων συνεπόμενοι Υμίν. Οι λοιποί μετά δυσφορίας βλέπουσι τας ενεργείας Υμών, αλλά δεν εκδηλούνται, τουλάχιστον δημοσία, ανεχόμενοι «άχρι καιρού». Οι Επίσκοποι της Ελλαδικής Εκκλησίας, Παναγιώτατε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, σιωπώσι και ανέχονται τας εν τη Ορθοδόξω Πίστει ακροβασίας και μειοδοσίας Υμών, ουχί ένεκα ημβλυμμένης Ορθοδόξου συνειδήσεως, ουδ΄ ένεκα αποδοχής του συνθήματος «Αγάπη άνευ όρων και ορίων», αλλά μόνον διότι κήδονται της ειρήνης της Εκκλησίας και σκέπτονται μετά τρόμου τας εξελίξεις και τας καταλήξεις των σχισμάτων. Αν τελικώς προχωρήσητε ακόμη, αν προβήτε εις «ενώσεις», τότε θα ίδητε ποίαν στάσιν θα τηρήση έναντι Υμών η Εκκλησία της Ελλάδος. Μη συνάγετε συμπεράσματα περί των διαθέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος εκ τινων εκδηλώσεων αβροφροσύνης, υπερβολικών όντως, προς τον Προκαθήμενον της Ορθοδοξίας. Αν, επαναλαμβάνω, προχωρήσητε περαιτέρω, τότε θα ίδητε ποίοι θα ακολουθήσωσιν Υμίν… Θα μείνωσι μεθ΄ Υμών οι κοσμικοί κύκλοι, οι θεωρούντες την Θρησκείαν ως ένα καλόν και ωφέλιμον κοινωνικόν θεσμόν, αλλ΄ ουδέν συνειδητόν μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ερωτήσατε τους εγκωμιάζοντας και χειροκροτούντας Υμάς, εν Ευρώπη και Αμερική, δημοσιογράφους, βιομηχάνους, εμπόρους, κινηματογραφικούς παραγωγούς, εφοπλιστάς, κ.λ.π., ων πλείστους κατεστήσατε – ως αν μη είχετε άλλας σοβαρωτέρας απασχολήσεις – «Άρχοντας Μεγάλους Δεπουτάτους» και «Άρχοντας Μεγάλους Ιερομνήμονας» και «Άρχοντας Ρεφερενδαρίους» και «Άρχοντας Κανστρισίους» (φαίνεται ότι «το πνεύμα της εποχής» μόνον τον χωρισμόν των Χριστιανών δεν ανέχεται, ενώ ανέχεται πάντα τα άλλα!...), ερωτήσατε, λέγομεν, αυτούς : Πιστεύετε εις την Θεότητα του Ιησού Χριστού; Αποδέχεσθε Αυτόν ως Σωτήρα και Λυτρωτήν; Προσδοκάτε ανάστασιν νεκρών; Έχετε εις ουρανούς εστραμμένον το όμμα της ψυχής; Εκκλησιάζεσθε τακτικώς; Προσεύχεσθε; Εξομολογείσθε; Κοινωνείτε των Αχράντων Μυστηρίων; Νηστεύετέ ποτε; Απέχεσθε σαρκικών εκτροπών; Εάν υπεβάλλετε τοιαύτας ερωτήσεις εις τον περί Υμάς θίασον, θα επείθεσθε εν θλίψει πολλή ότι πέριξ Υμών συνεκεντρώθησαν και κορυβαντιώσιν άνθρωποι ων θεός η κοιλία και το χρηματοκιβώτιον.
Παναγιώτατε,
προ δέκα επτά ετών (τη 31-1-1952) είχετε εξαπολύσει μίαν λαμπράν Εγκύκλιον. Δι΄ αυτής ηξιούτε όπως οι Κληρικοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι μετέχοντες των Συνεδρίων της «Οικουμενικής Κινήσεως» εν τω εξωτερικώ, «ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ιερούς Κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς Ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της Ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων». Παναγιώτατε, τις Υμάς ηλλοίωσεν ούτω βαθέως; Τις Υμάς εβάσκανεν έκτοτε, ώστε σήμερον να έχητε αποβή αγνώριστος; Τις Υμάς εβάσκανε τη αληθεία μη πείθεσθαι και μη έπεσθαι, αλλ΄ εις τα έσχατα μειοδοτείν περί αυτήν;
Παναγιώτατε,
Περατώ τον λόγον επαναλαμβάνων το τέλος μιας εκκλήσεως, ήτις παλαιότερον είχεν αποταθή προς Υμάς από των στηλών εγκρίτου θρησκευτικού Περιοδικού: «Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα του Ρουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, Κληρικών και λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Δια την αγάπην του Κυρίου, οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε να δημιουργήσητε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαορέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ θα κατορθώσητε, θα είνε να διασπάσητε τα ηνωμένα και να δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετε και συνέλθετε! Αλλά φευ! Διηνύσατε πολλήν οδόν. Ήδη «προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα…». Πως θα ίδητε τας χαινούσας αβύσσους, αφ΄ ων θα διέλθη μετ΄ ολίγον η ατραπός ην οδεύετε; Είθε, είθε ο πάλαι ποτέ «στήσας τον ήλιον κατά Γαβαών και την σελήνην κατά φάραγγα Αιλών», να δευτερώση το θαύμα και να παρατείνη άπαξ έτι το μήκος της ημέρας, να ενισχύση έτι πλέον το φως αυτής και να διανοίξη τους οφθαλμούς Υμών ίνα ίδητε, κατανοήσητε, επιστρέψητε. Αμήν».
Έγραφον εν Αθήναις εν έτει σωτηρίω 1969, τη 26η Σεπτεμβρίου, ημέρα εν η εορτάζεται η μνήμη του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του κατ΄ εξοχήν μαθητού της Αγάπης, αλλά και κήρυκος της απεριτμήτου Αληθείας. (Πρβλ. την υπό του Ειρηναίου διασωθείσαν φράσιν αυτού: «Φύγωμεν μη και το βαλανείον συμπέση, ένδον όντος Κηρίνθου, του της αληθείας εχθρού».
Προσκυνητώς και μετά σεβασμού βαθυτάτου.
***

Ο ΣΥΝΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Αγαπητή «Ενορία»,
προ τεσσάρων ακριβώς ετών είχεν, αποφάσει της τότε Ιεράς Συνόδου, συγκροτηθή Επιτροπή τις, ίνα μελετήση το Ημερολογιακόν θέμα, προβή εις παρατηρήσεις επί καταρτισθείσης εισηγήσεως και διατυπώση ταύτην εις τελικήν μορφήν, προκειμένου αύτη, εγκρινομένη αρμοδίως, να αποτελέση επίσημον Κείμενον της Εκκλησίας της Ελλάδος δια την σχεδιαζομένην Μεγάλην Σύνοδον της Ορθοδόξου Εκκλησίας. (Ως γνωστόν, εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος είχεν ανατεθή η διαπραγμάτευσις δύο θεμάτων: «Ημερολογιακόν ζήτημα» και «Κωλύματα Γάμου»). Πρόεδρος της Επιτροπής ήτο ο Σεβ. Μυτιλήνης κ. Ιάκωβος, μέλη δε ο Σεβ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ο π. Μελέτιος Καλαμαράς, οι αστρονόμοι κ.κ. Δημ. Κατσής και Χρ. Παπαγεωργίου, ο γράφων τας γραμμάς ταύτας και τινες ακόμη. (Καίτοι δεν είμαι υπέρ της συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου, υπό τας διαγραφομένας προϋποθέσεις, εν τούτοις μετέσχον της Επιτροπής, πιστεύων ότι είχον ειπείν τι «σιγής κρείττον»). Κατά την διατύπωσιν των εμών παρατηρήσεων δεν παρέλιπον να είπω ολίγα και περί του συνεορτασμού του Πάσχα μετά των ετεροδόξων. Επειδή εσχάτως το θέμα ανεκινήθη και πάλιν υπό επισημοτάτων χειλέων (εννοώ το Πασχάλιον Μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχου), λαμβάνουσιν επικαιρότητα τα όσα είπον τότε. Ας μοι επιτραπή λοιπόν όπως δημοσιεύσω δια της αγαπητής και φιλοξένου «Ενορίας» μέρος των εν λόγω παρατηρήσεών μου: «… Τέλος, τίθεται το ερώτημα: Τι ακριβώς θα περιέχη και τι θα προτείνη η Εισήγησις της Ελλαδικής Εκκλησίας; Εν γενικαίς γραμμαίς, νομίζω, τα εξής: Θα περιέχη ιστορικόν μέρος, εις ο ο λόγος θα είνε περί των ημερολογίων γενικώς, ειδικώτερον δε περί του Ιουλιανού και Γρηγοριανού, καθώς και περί της σημερινής καταστάσεως των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών εξ επόψεως ημερολογιακής… Θα περιέχη δε και πρακτικόν μέρος, εις ο θα υπάρχωσι συγκεκριμέναι προτάσεις. Αύται θα είνε αι εξής: α΄) Δέον να αρθή ο εορτολογικός διχασμός των μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια της αποδοχής υπό πασών των τοπικών Εκκλησιών ενός Ημερολογίου. Αν η προτίμησις των πλειόνων στραφή προς το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, τότε πάσαι αι Νεοημερολογιτικαί Εκκλησίαι δέον να επανέλθωσιν εις αυτό. Αν στραφή προς το διωρθωμένον Ιουλιανόν, τότε πάσαι αι Παλαιοημερολογιτικαί Εκκλησίαι δέον να προβώσιν εις την διόρθωσιν του Ημερολογίου αυτών. Αν έστω και 2-3 Εκκλησίαι αρνηθώσι την διόρθωσιν, επικαλούμεναι αποχρώντας λόγους, τότε πρέπει να υποχωρήση η πλειονοψηφία και, χάριν της ομοιομορφίας εν τη λατρεία, να εφαρμοσθή εις απάσας τας Εκκλησίας το Ιουλιανόν Ημερολόγιον. Αν τυχόν υποβληθή πρότασις περί προτιμήσεως τρίτου τινός Ημερολογίου, ως το κυοφορούμενον «Παγκόσμιον Ημερολόγιον», τότε η Εκκλησία της Ελλάδος να αρνηθή συζήτησιν, λέγουσα: «Ας καταρτισθή πρώτον το Ημερολόγιον αυτό και είτα θα κρίνωμεν περί αυτού. Σήμερον θα κρίνωμεν και θα αποφασίσωμεν περί των δύο Ημερολογίων: Παλαιού Ιουλιανού και διωρθωμένου Ιουλιανού». β΄)  Η Εκκλησία της Ελλάδος αποκρούει μεν διαρρήδην την καθιέρωσιν ωρισμένης Κυριακής του Απριλίου ή άλλου μηνός προς εορτασμόν του Πάσχα, δέχεται όμως ως ευκταίαν την διόρθωσιν του εσφαλμένου υπολογισμού της εαρινής ισημερίας, καθώς και του εσφαλμένου υπολογισμού της πανσελήνου, δεδομένου ότι ούτω θα παύση η παρέκκλισις εκ του θεσπίσματος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και ο εορτασμός του Πάσχα θα είνε σύμφωνος προς την απόφασιν της Αγίας εκείνης Συνόδου. Επειδή όμως το σφάλμα, έχον όπισθεν αυτού αιώνας ολοκλήρους, κατήντησε «παράδοσις» και πολλοί θα σκανδαλισθώσιν εκ της διορθώσεως, μη αντιλαμβανόμενοι ότι σκοπός αυτής είνε ουχί η αθέτησις, αλλ΄ η ακριβεστέρα τήρησις της περί του Πάσχα αποφάσεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, δια τούτο δεν δεχόμεθα την άμεσον διόρθωσιν. Προτείνομεν όμως όπως πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι αναλάβωσι πολυετή αγώνα διαφωτίσεως των πιστών. Όταν δε, μετά πολλάς προφανώς δεκαετίας, καταστή συνείδησις εις το Πλήρωμα η ανάγκη της διορθώσεως, μόνον τότε θα υπάρξη δυνατότης εγκαταλείψεως των εσφαλμένων υπολογισμών. Τελευτών θα επεθύμουν να υποδείξω ευλαβώς, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, και αν ακόμη (όπερ απεύχομαι) συμφωνήση εις την άμεσον διόρθωσιν του υπολογισμού της ισημερίας και της πανσελήνου, αποφύγη απολύτως να συνδέση την διόρθωσιν προς την επίτευξιν κοινού εορτασμού μετά των ετεροδόξων. Η Εκκλησία της Ελλάδος, αν ευρεθή ενώπιον προτάσεως περί κοινού εορτασμού του Πάσχα ή οιασδήποτε άλλης εορτής μετά των ετεροδόξων, οφείλει να αρνηθή και συζήτησιν καν περί του θέματος. Τοιαύτη συζήτησις πρέπει να αποκλεισθή παντί σθένει και πάση θυσία, διότι αποτελεί ανατροπήν εκ θεμελίων της Ορθοδόξου Δογματικής και ιδία της Εκκλησιολογίας. Ή πιστεύομεν ότι είμεθα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ή δεν πιστεύομεν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, πεποιθυϊα ότι αύτη και μόνη είνε το Σώμα του Χριστού, ο στύλος και το εδραίωμα της Αληθείας, το Ταμείον της Χάριτος, το Εργαστήριον της Σωτηρίας, ενδιαφέρεται μεν ζωηρότατα περί της εις αυτήν επιστροφής των πεπλανημένων, αδιαφορεί όμως τελείως περί των εσωτερικών αυτών ζητημάτων, εν όσω ούτοι μένουσιν εν τη πλάνη. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ηθέλησε να θεσπίση κοινόν εορτασμόν, αλλά δια τα μέλη της Εκκλησίας, ουχί δια τους εκτός αυτής ευρισκομένους. Δεν συνεζήτησεν ούτε μετά των Γνωστικών, ούτε μετά των Μαρκιωνιτών, ούτε μετά των Μανιχαίων, ούτε μετά των Μοντανιστών, ούτε μετά των Δονατιστών, ίνα εύρη βάσιν συνεννοήσεως περί κοινών εορτασμών. Και ότε βραδύτερον απεκόπησαν εκ του Σώματος της Εκκλησίας οι Αρειανοί, οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίται, οι Εικονομάχοι κ.λ.π. κ.λ.π., η Εκκλησία ουδέποτε διενοήθη να προέλθη εις συνεννοήσεις μετ΄ αυτών προς θέσπισιν κοινού εορτασμού είτε του Πάσχα είτε οιασδήποτε άλλης εορτής. Η Εκκλησία ρυθμίζει τα ζητήματα Αυτής, λαμβάνουσα υπ΄ όψιν αποκλειστικώς και μόνον το συμφέρον των μελών Αυτής και ουχί τας επιθυμίας των εκτός Αυτής ευρισκομένων. Αν οι εορτασμοί των αιρετικών συμπίπτωσι μετά των τοιούτων της Εκκλησίας, ας συμπίπτωσιν. Αν δεν συμπίπτωσιν, ας μη συμπίπτωσιν. Η Εκκλησία δεν συσκέπτεται επί ίσοις όροις μετά των αιρετικών. Διαλέγεται βεβαίως μετ΄ αυτών, αλλ΄ ίνα δείξη εις αυτούς την οδόν της επιστροφής. Το να συγκροτώνται «Οικουμενικά Συμπόσια» ή άλλου τύπου Συνέδρια μεταξύ των Ορθοδόξων και της πανσπερμίας των αιρετικών και εν αυτοίς να συσκεπτώμεθα περί καθορισμού κοινών εορτασμών, εμμενόντων όμως και των μεν και των δε (Ορθοδόξων και αιρετικών) εν τοις οικείοις Δογματικοίς χώροις, τούτο άγνωστον και αδιανόητον ον εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, όζον δε απαισίου θρησκευτικού συγκρητισμού και τείνον εις την καθιέρωσιν της αρμονικής και αδιαταράκτου συνυπάρξεως αληθείας και πλάνης, φωτός και σκότους, μόνον ως «σημείον των καιρών» δύναται να ερμηνευθή». Ταύτα είπον τότε, ταύτα επαναλαμβάνω και σήμερον.
Μετά βαθείας τιμής και αγάπης εν Κυρίω Ιησού Χριστώ.
«ΕΝΟΡΙΑ», φύλλον 549, 10 Μαϊου 1974

***

Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟΝ
Υπήρξεν επιτυχεστάτη η απόφασις της Ιεράς Συνόδου όπως του λοιπού μη επιτρέπηται η συμμετοχή Ορθοδόξων Κληρικών εις τα Παμπροτεσταντικά Συνέδρια, ένθα παρίστανται και αρνηταί του Τριαδικού Δόγματος ακόμη. Αισθανόμεθα την ανάγκην να επικροτήσωμεν εξ όλης ψυχής την απόφασιν αυτήν. Ευχόμεθα δ΄ όπως αύτη ολοκληρωθή, απαγορευμένης και της των λαϊκών θεολόγων συμμετοχής. Η ημετέρα Εκκλησία είνε η μόνη αληθής και αλάθητος, η μόνη διαφυλάττουσα ακεραίαν και ανόθευτον την Ιεράν Παρακαταθήκην του Αποστολικού Χριστιανισμού και δεν έχει ουδέν να αναμείνη παρά του εις μυρία τεμάχια τεθραυσμένου δυστήνου Προτεσταντισμού. Μετά πολλής δε θλίψεως ηκούσαμεν, ότι τέσσαρες καθηγηταί της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών υπέβαλον τη Ιερά Συνόδω έγγραφον διαμαρτυρίας κατά της ληφθείσης αποφάσεως, όπερ επεστράφη ως απαράδεκτον, λόγω του ανοικείου και ανευλαβούς ύφους εις ο είχε συνταχθή. Δεν είδομεν το έγγραφον και δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν ποίον το ύφος αυτού. Το γεγονός όμως, ότι οι καθηγηταί αυτοί διεφώνησαν προς την ορθοτάτην απόφασιν της Ιεράς Συνόδου, αποδεικνύει ότι έχουσιν αμβλύ το Ορθόδοξον αισθητήριον. Θλιβόμεθα, θλιβόμεθα ειλικρινώς.
«ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ», φύλλον Μαϊου 1957.
***

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Από τινων ετών καθιερώθη και εις την χώραν ημών η «ημέρα της παγκοσμίου προσευχής των φοιτητών». Νομίζομεν ότι από Ορθοδόξου απόψεως είνε απόβλητος και απαράδεκτος η τοιαύτη εορτή. Εν πρώτοις δεν προέρχεται εκ των κόλπων και της πρωτοβουλίας της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. Έχει ξένην δογματικώς την προέλευσιν. Δεύτερον, καταντά εις συμπροσευχήν Ορθοδόξων μετά αιρετικών, πράγμα απαγορευόμενον ρητώς και αριδήλως υπό των Ιερών Κανόνων. Τρίτον, αι θορυβώδεις παρελάσεις, αίτινες λαμβάνουσι χώραν κατ΄ αυτήν, είνε μακράν του Ευαγγελικού πνεύματος, όπερ καταδικάζει τας πομπώδεις και φαρισαϊκάς τοιούτου είδους προσευχάς και ζητεί τοιαύτας ειλικρινείς και εν ταπεινώσει γινομένας. Τέταρτον, η ημετέρα Εκκλησία έχει χάριν των μαθητών και φοιτητών καθιερώσει εορτήν, την εορτήν των «Τριών Ιεραρχών». Ας τονισθή κατ΄ εκείνην την ημέραν η σημασία της προσευχής και ας συσταθή θερμώς και εντόνως εις τους φοιτητάς να προσεύχωνται πάντοτε. Δεν υπάρχει λόγος να εκτοπισθή η Ορθοδόξου προελεύσεως εορτή αύτη χάριν υπόπτου σκοπού νεοφανών εορτών. Αύτη είνε η γνώμη και η πεποίθησις ημών, και αυτοί οι λόγοι, δι΄ ους θεωρούμεν, ως είπομεν εν αρχή, απόβλητον την ειρημένην εορτήν.
«ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ», φύλλον Απριλίου 1954.
***

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΙ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΙ
Κύριε Διευθυντά,
εις απογευματινήν Εφημερίδα εδημοσιεύθησαν προσφάτως δηλώσεις του Πατριάρχου Αθηναγόρου. Αι δηλώσεις αύται, κρινόμεναι Θεολογικώς, θα ήρκουν ίνα μηδενισθή πρωτοετής φοιτητής Θεολογίας. Προκειμένου όμως περί Πατριάρχου, τι να είπη τις; Ότι είνε τελείως αθεολόγητος ή ότι προσεχώρησεν οριστικώς εις την αίρεσιν; Και το πρώτον δεινόν και το δεύτερον χείρον… Ακούσατε, παρακαλώ, και θαυμάσατε δηλώσεις Ορθοδόξου Πατριάρχου: «Μα έχουμε και πολλές διαφορές, μας λένε. Ποιες; Το «Φιλιόκβε»; Από τον 7ον αιώνα υπήρχε και οι Εκκλησίες δεν είχαν χωρισθή. Το Πρωτείο και το Αλάθητο; Τι μας ενδιαφέρει; Κάθε Εκκλησία θα κρατήση τα δικά της έθιμα. Αν το θέλη η Καθολική Εκκλησία, ας τα κρατήση… Αλλωστε, όλοι θεωρούμε τον εαυτόν μας αλάνθαστο. Στη δουλειά μας, στη σκέψη μας, σε όλα. Σε ρωτά η γυναίκα σου πόσο αλάτι θα βάλη στο φαγητό; Όχι ασφαλώς. Έχει το αλάθητό της. Ας το έχη και ο Πάπας, άμα το θέλη. Εμείς δεν ζητάμε να το έχουμε». Ώστε «έθιμα» είνε και ουχί δογματικαί διδασκαλίαι το Πρωτείον και το Αλάθητον; Εις ποίον επίσημον, ή και ανεπίσημον, κείμενον του Παπισμού είδεν αυτό ο Πατριάρχης; Το Πρωτείον και το Αλάθητον είνε δια τον Παπισμόν δόγματα Πίστεως, όροι Σωτηρίας, αλήθειαι εξ Ουρανού αποκεκαλυμμέναι, διδασκαλίαι του Αγίου Πνεύματος, θεσμοί θείω δικαίω καθιδρυμένοι. Ας προκαλέση ο Πατριάρχης μίαν ανάλογον δήλωσιν του Πάπα, χαρακτηρίζουσαν ως απλά τοπικά «έθιμα» (!!!) το Πρωτείον και το Αλάθητον, και μετά ταύτα ας εξαγγείλη αυθημερόν την ένωσιν! (Δεν ομιλώ περί των άλλων πλανών του Παπισμού, διότι αύται, καταρρέοντος του Αλαθήτου και του σατανικού Πρωτείου,θα συγκαταρρεύσωσιν άπασαι). Μέχρι τότε όμως ας μη ομιλή ο Πατριάρχης ως ομιλεί, διότι φωράται ή θεολογικώς ακατάρτιστος (μήπως δεν είπεν, άλλωστε, ότι «το δίπλωμα της θεολογίας που πήρα κάποτε το έχω χάσει»;) ή κήρυξ αιρετικών θέσεων. Τέλος δε, αν η σύζυγος του λαβόντος την συνέντευξιν δημοσιογράφου, εφαρμόζουσα «το αλάθητόν της», ρίψη μεγάλην ποσότητα άλατος εις το φαγητόν, τι θα συμβή; Θα δεχθή ο σύζυγος να φάγη τούτο ή θα ρίψη αυτό, μετ΄ οργής ίσως, εις το δοχείον των απορριμμάτων; Και τα εδέσματα λοιπόν της πνευματικής τραπέζης του Πάπα, λίαν αλμυρά όντα, εκεί θα απορριφθώσιν υπό των εχόντων υγιές το αισθητήριον της πνευματικής γεύσεως.
Μετά πλείστης τιμής.
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», φύλλον 20. 3. 1970.

***

 ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΟΙ

Εν Αθήναις τη 3. 4. 1970
Κύριε Διευθυντά,
ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν παραλείπει ευκαιρίαν ίνα και από κλίνης ασθενείας (δι΄ ην ασθένειαν πάντες λυπούμεθα) συνεχίζη τα φιλαιρετικά αυτού κηρύγματα. Ούτως εις σημερινήν πρωϊνήν Εφημερίδα δημοσιεύονται νέαι δηλώσεις αυτού, καθ΄ ας το «Φιλιόκβε», ως μικρά τις και ασήμαντος διαφορά, δεν είνε εμπόδιον δια την Ένωσιν. «Όσον δια το Φιλιόκβε δεν νομίζω να είνε κώλυμα», εδήλωσεν επί λέξει. Προ ημερών όμως ο Πατριάρχης, λησμονήσας το σύνθημα αυτού «αγάπη προς πάντας άνευ όρων και ορίων», ηπείλησεν ότι «θα θέση εκτός Σώματος της Ορθοδοξίας την Ρωσικήν Εκκλησίαν της Αμερικής», αν αύτη επιδιώξη την πρωτοκαθεδρίαν «έναντι των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών Βορείου και Νοτίου Αμερικής» («Εστία» 31. 3. 70). Ορθή βεβαίως η απειλή του Πατριάρχου, αλλά διερωτώμεθα: Πως η μεν αίρεσις του «Φιλιόκβε» δεν είνε κώλυμα δια την Ένωσιν Ορθοδόξων και Παπικών, το δε… προβάδισμα είνε λόγος αφορισμού των εν Αμερική Ρώσων και διασπάσεως της μεταξύ των Ορθοδόξων ενότητος; Δεν είνε δυνατή υποχώρησις εις το … προβάδισμα, αλλ΄ είνε δυνατή εις το «Φιλιόκβε»; Τι θα ακούσωμεν ακόμη!... Επειδή δ΄ ο Παναγιώτατος επικρίνει τους παραδοσιακούς Ορθοδόξους ως υποκριτάς, διότι, ενώ εύχονται υπέρ της Ενώσεως, αποφεύγουσι παν βήμα φέρον προς αυτήν, και προτείνει εις αυτούς «να υποβάλουν προτάσεις δια λύσιν πραγματικήν και όχι να εκφράζωνται με αοριστίαν», πρέπει να υπομνήσωμεν ότι αδαμαντίνην βάσιν «δια λύσιν πραγματικήν», έχει προτείνει η εν Κων/πόλει Σύνοδος του 1895: «Προς πραγματοποίησιν του ευσεβούς πόθου της ενώσεως των Εκκλησιών πρέπει να ορισθή μία κοινή αρχή και βάσις, τοιαύτη δε ασφαλής κοινή αρχή και βάσις ουδεμία άλλη δύναται να είναι ή η διδασκαλία του Ευαγγελίου και των επτά Οικουμενικών Συνόδων… Παν δ΄ ό,τι εν χρόνοις μεταγενεστέροις προσετέθη ή αφηρέθη καθήκον έχει πας τις… ίνα επανορθώση το τοιούτον». Η Ανατολική Εκκλησία, συνεχίζει η Σύνοδος, είνε πρόθυμος να προβή εις πάσαν τοιαύτην επανόρθωσιν. Είνε όμως προφανές ότι αύτη ούτε προσθήκας ούτε αφαιρέσεις ενήργησεν, αλλά στερρώς και απαραχαράκτως «κρατεί τα αρχαιοπαράδοτα δόγματα», ενώ η Δυτική «διέστρεψεν αυτά δια ποικίλων νεωτερισμών». Τούτου ένεκεν, επάγεται η Σύνοδος, «η φυσικωτέρα οδός προς την ένωσίν εστιν η επάνοδος της Δυτικής Εκκλησίας εις το αρχαίον δογματικόν και διοικητικόν καθεστώς». Αυτή και μόνον αυτή είνε η βάσις της ενώσεως!
Μετά πλείστης τιμής.
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», φύλλον 10. 4. 1970
***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου