ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΚΟΙΜΗΘΕΝΤΑΣ

ΟΤΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΧΡΕΩΣΤΟΥΣΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΝ ΝΑ ΚΛΑΙΟΥΣΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΓΕΛΩΣΙ ΚΑΙ ΠΩΣ                                                 

Ζήτημα σοφόν αλλά και αξιέπαινον εφύτρωσεν ανάμεσα εις τους μαθητάς του Δημοκρίτου και του Ηρακλείτου, ποίον άραγε από τα δύο να είναι οικειότερον εις τον άνθρωπον, το γελάν ή το κλαίειν; Οι μαθηταί του Δημοκρίτου διϊσχυρίζοντο με κάθε είδους τρόπον να αποδείξωσιν, ότι το γελάν αρμόζει περισσότερον εις τον άνθρωπον, και εστήριζον την γνώμην των επάνω εις τους εξής δύο συλλογισμούς· πρώτον ότι οικειότερον εις τον άνθρωπον είναι εκείνο το οποίον μεταχειρίζονται οι φιλόσοφοι εις τον ορισμόν της ουσίας του ανθρώπου, επειδή δε το γελαστικόν περιλαμβάνεται εις τον όρον του ανθρώπου ως αχώριστον ίδιον αυτού, άρα το γελάν είναι οικειότερον εις τον άνθρωπον παρά το κλαίειν. Όθεν γελαστικόν λέγεται ο άνθρωπος, και όχι κλαυστικόν.

Δεύτερον επιχειρούσι παντοιοτρόπως, εκείνο μάλιστα να λέγεται ίδιον τινός, το οποίον αμέσως προέρχεται εκ του λογικού ζώου. Άρα το γελάν και όχι το θρηνείν είναι οικείον εις τον άνθρωπον. Αυτά λέγουσιν οι μαθηταί του Δημοκρίτου, καθότι είχον διδάσκαλον, ο οποίος πάντοτε εγέλα, είτε εμπαίζων, είτε καταγελών την ματαιότητα του κόσμου. Οι δε ακόλουθοι του Ηρακλείτου, επειδή ο διδάσκαλός των είχε συνήθειαν αδιάκοπον πάντοτε να κλαίη, ήθελον πλέον οικειότερον εις τον άνθρωπον το κλαίειν παρά το γελάν, στηρίζοντες και αυτοί την γνώμην των επάνω εις τα εξής δύο· πρώτον εκείνο πρέπει να λέγωμεν ιδιαίτερον εις τον άνθρωπον, από το οποίον δύναται να γίνη και σοφώτερος και φρονιμώτερος· επειδή δε ο άνθρωπος κλαίων, και φρονιμώτερος κρίνεται από σοφούς (καθότι ο γέλως είναι ίδιον των μωρών και ανοήτων ανθρώπων) και αποβαίνει συνετώτερος, παρά όταν γελά, άρα το κλαίειν είναι μάλον αρμοδιώτερον εις τον άνθρωπον παρά το γελάν. Δεύτερον δε λέγουσιν ότι εκείνο μάλιστα είναι οικειότερον εις τον άνθρωπον, από το οποίον γυμνάζεται το λογικόν μέρος της ψυχής, επειδή δε από του κλαίειν και λυπείσθαι και όχι από το γελάν παίρνει πρέπουσαν τελείωσιν το λογικόν του ανθρώπου, καθότι ο γέλως προέρχεται από μάταια αίτια, το δε κλαίειν προέρχεται από δίκαια και σεμνά αίτια, άρα το κλαίειν και ουχί το γελάν είναι ίδιον του ανθρώπου. Αυτά λέγουσιν εκείνοι οι εξωτερικοί φιλόσοφοι, αλλ’ ημείς, χριστιανικώς και όχι φιλοσοφικώς θεωρούντες αυτήν την υπόθεσιν, ηθέλαμεν είπει, ότι πλέον οικειότερον και αρμοδιώτερον εις τον άνθρωπον είναι το κλαίειν, όχι διότι έστησεν ημάς ο πικρός θάνατος σήμερον εις υπόθεσιν των δακρύων τούτον τον καιρόν, αλλά διότι έχομεν χρέος απαραίτητον να μιμώμεθα και να ακολουθώμεν τα έργα και την ζωήν Εκείνου, Όστις δια την ιδικήν μας αγάπην και σωτηρίαν ενεδύθη ταύτην την θνητήν και αξιοδάκρυτον φύσιν την ανθρώπινον. Αυτός λοιπόν ο Θεάνθρωπος Ιησούς εις όλον το διάστημα της ζωής Του μίαν στιγμήν δεν φαίνεται να εξώδευσεν εις γέλωτα. Εις δάκρυα δε πολλάκις ευρίσκομεν Αυτόν αποδυόμενον και μάλιστα εις την ανάστασιν του αγαπημένου του Λαζάρου. Τότε και έκλαυσε και συνεπόνεσε την λύπην της Μάρθας και της Μαρίας. Η προς μίμησιν λοιπόν Εκείνου υποχρέωσις ημών αναγκάζει ημάς να έχωμεν περισσότερον την καρδίαν αφιερωμένην εις τα δάκρυα παρά εις τους γέλωτας. Αλλά και με την πρώτην φωνήν την οποίαν εκβάλλει ο άνθρωπος από το στόμα του, άλλο δεν μας παραγγέλλει, παρά ότι αρμοδιώτερον είναι εις τον άνθρωπον το κλαίειν και όχι το γελάν, καθότι ευθύς ως ανοίξη δια πρώτην φοράν τους οφθαλμούς του εις την πικράν θάλασσαν τούτου του κόσμου ο άνθρωπος, με άλλο δεν τον προοιμιάζει, με άλλο δεν τον χαιρετά, παρά με δάκρυα· «Πρώτην φωνήν την ομοίαν πάσιν ίσα κλαίων» (Σοφ. Σολ. ζ: 3) γράφει με αψευδεστάτην αλήθειαν η Σοφία Σολομώντος. Ίσως με άφατον πρόνοιαν, η άπειρος σοφία του Θεού ηθέλησε να διδάξη τον πολυστένακτον άνθρωπον, ακόμη και με αυτήν την φωνήν του βρέφους, ότι δεν γεννάται δι’ άλλο τι μέσα εις τούτον τον κόσμον ο άνθρωπος, παρά δι’ αναστεναγμούς και δάκρυα. Δεν ευρίσκει κανένα πράγμα αληθινόν, ούτε αμετάβλητον ούτε πολυχρόνιον να του δώση αφορμήν να γελάση και να χαρή, αλλά όλα και τιμαί, δια το ευκολομετάτρεπτον, και δόξαι δια το άστατον, και πλούτη δια το άπιστον, και υγεία δια το είναι πάντοτε αυτήν συντροφισμένην με ασθενείας, όλα αυτά μαζί με άλλα μύρια δίδωσιν εις αυτόν την αφορμήν πάντοτε να κλαίη. Επάνω δε από όλα αυτά το έσχατον των κακών ο θάνατος. Ούτος ο άσπλαγχνος θάνατος, ο αδυσώπητος, ο γυμνός από οφθαλμούς, όστις και δια τούτο τέκνα δεν βλέπει. Έρημος από σπλάγχνα, και δια τούτο νεονύμφους δεν ευσπλαγχνίζεται. Εστερημένος από ακοήν, και δια τούτο δάκρυα τέκνων, μυρολόγια γυναικών δεν ακούει. Βασιλέων σκήπτρα δεν φοβείται. Μάλιστα αυτός είναι εκείνο το φραγγέλιον περί του οποίου προείπεν Ησαϊας ο Προφήτης, ότι «ουδένα ευσπλαγχνίζεται, πάντα εις την ιδικήν του δύναμιν υποτάσσει». Αν τούτο φαίνεται εις σε απίθανον, στρέψε μίαν φοράν τον οφθαλμόν σου εις τα τετραπέρατα μέρη του κόσμου, στοχάσου με μίαν ψιλήν θεωρίαν όλας εκείνας τας δυναστείας, τας μονοκρατορίας, τας οποίας με φρικτόν κάλαμον περιγράφουσιν οι ιστορικοί, έπειτα ειπέ μοι που είναι η υπερηφάνεια της Καρθαγένης; Την εταπείνωσεν ο θάνατος. Που είναι η δύναμις των Βαβυλωνίων; Την αδυνάτησεν ο θάνατος. Ποίος εκρήμνισε την βασιλείαν των Πάρθων; Τις την δεσποτείαν των Μήδων; Την αυτοκρατορίαν των Ινδών; Το μεγαλείον των Περσών; Του Μίδα τα πλούτη; Τους βαρυτίμους λίθους του Κροίσου; Τα χρυσά σκεύη του Σαρδαναπάλου; Του Κύρου τους σμαράγδους; Τις ήτο ο μέγας δυνάστης, όστις υπέταξεν αυτά και άλλα μύρια; Ο θάνατος. Αυτός την αυτοκρατορίαν των Ρωμαίων έφερεν εις το μηδέν. Αυτός την αυτοδέσποτον εξουσίαν  του Αλεξάνδρου διέσχισεν. Αυτός λοιπόν ο τοσούτον δυνάστης, ο τοσούτος άσπλαγχνος θάνατος, δεν είναι αρκετόν αίτιον δια να δώση εις τον άνθρωπον αφορμήν να έχη τρυφήν τα δάκρυα, παρηγορίαν τους αναστεναγμούς, θρήνους δια περιδιάβασιν; Και πως; Αφού είναι ταχύτερος ανέμου εις το διώκειν, δραστικώτερος κεραυνού εις το πλήττειν, αδυσώπητος εις τας μεσιτείας, περισσότερον και από αυτό το άγριον θηρίον το οποίον λέγεται τίγρις. Φοβερόν ναι, και αξιοδάκρυτον ο θάνατος, επειδή και δεν έρχεται μόνος, αλλά συντροφιασμένος με πολλούς πόνους του σώματος, καθώς ο ψαλμογράφος λέγει· «Ωδίνες Άδου περιεκύκλωσάν με» (Ψαλμ. ιζ: 6). Με δριμύτητα των ασθενειών, με αηδίαν των ιατρικών, τα οποία δίδουσι τόσον πόνον, όσον δεν εδοκίμασε ποτέ γυνή εις γένναν. Όθεν λέγει ο αυτός· «Ιδόντες ούτως εθαύμασαν, εταράχθησαν, εσαλεύθησαν, τρόμος επελάβετο αυτών, εκεί ωδίνες ως τικτούσης» (Ψαλμ. μζ: 6-7). Και είχε κάποιαν παρηγορίαν ανίσως και ήρχετο ο πικρός θάνατος αρματωμένος με τους πόνους μόνον του σώματος, αλλά σύρει μαζί του ακόμη και την αγωνίαν της ψυχής. Τότε και αυτή ταράττεται και συγχύζεται από τον έλεγχον των αμαρτιών, τόσον ώστε καταφρονεί, αμελεί, αποστρέφεται και αυτά όπου συμβάλλουσιν εις την σωτηρίαν της. Άλλο δεν θέλει τότε να φωνάξη, από τους πόνους τους οποίους της δίδει ο θάνατος, παρά «Περιέσχον με ωδίνες θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξάν με, ωδίνες Άδου περιεκύκλωσάν με» (Ψαλμ. ιζ: 5 – 6). Χείμαρροι ανομίας με εξετάραξαν και ωδίνες Άδου με περιεκύκλωσαν, διότι τότε αρχίζει η ψυχή να ενθυμήται όσα ήκουσε περί των κολαστηρίων του Άδου, έχουσα την πικράν συνείδησιν των αμαρτιών, αι οποίαι την πλήττουσι. Φρίττει τότε και τρέμει και όλη στέκεται εκστατική. Φοβερόν και αξιοδάκρυτον πράγμα ο θάνατος, επειδή και έχει διαφόρους οπαδούς και ακολούθους αγρίους και ανημέρους, πυρ πνέοντας, πυρ ορώντας, καθώς γράφει ο Μέγας Πατήρ ημών Βασίλειος, δια τα πονηρά και ακάθαρτα πνεύματα. Αυτά ακολουθούσι τον θάνατον και παρατηρούσι την έξοδον της ψυχής με τόσην άγρυπνον παρακολούθησιν, όσην δεν επρόσεξαν ποτέ εχθροί πόλιν πολιορκουμένην ή λησταί θησαυροφυλάκιον. Και δεν είναι παράδοξον τούτο, διότι τοιαύτην εξουσίαν έλαβον τα πονηρά εκείνα πνεύματα από την θείαν απόφασιν, «Αυτός σου τηρήσει κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. γ: 15), ήτοι την έξοδον της ψυχής. Με τοιούτους συντρόφους, με τοιούτους σφαγέας έρχεται συντροφιασμένος ο θάνατος, με τοιαύτας παγίδας φθάνει, και πως να μη είναι φοβερός; Πως να μη είναι αξιοδάκρυτος; Πως να μη είναι αφορμή και αιτία δι’ εκείνον όστις έχει γνώσιν, να τον φοβήται, να τον τρέμη, και να κλαίη δια τον απαράκλητον τούτον και εις απροσδιόριστον χρόνον ενσκήπτοντα εχθρόν; Έρχεται απεσταλμένος από τον Θεόν προς Εζεκίαν τον βασιλέα Ησαϊας ο Προφήτης, και με δύο λόγια του ταράττει τόσον την καρδίαν, ώστε εβγήκεν από τον νουν του, επάγωσε το αίμα εις τας φλέβας, τρέμει όλος, δεν ενθυμείται ούτε ότι είναι βασιλεύς, ούτε ότι έχει στρατεύματα, ούτε ότι έχει θησαυρούς, ή τέκνα, ή γυναίκα, ή φίλους, αλλά παρευθύς με εκείνα τα δύο λόγια, τα οποία ήκουσεν από το προφητικόν εκείνο στόμα, αφήνει όλα, κλείει τους οφθαλμούς και γυρίζει προς τον τοίχον και κλαίει. Ω πράγμα παράξενον! Τι φοβεροί λόγοι ήσαν εκείνοι, οίτινες ετρόμαξαν βασιλέως καρδίαν; Με ποίον φαρμάκι ήσαν αλειμμένοι και του έδωσαν τόσην δειλίαν; Τι μάχαιρα ήτο εκείνη, ήτις εχώρισε την καρδίαν του και από αγάπην γυναικός και τέκνων και από επιθυμίαν βασιλείων και θησαυρών; Τόσον συνταρακτικοί υπήρξαν δι’ αυτόν οι λόγοι εκείνοι, ώστε παρευθύς όπου τους ήκουσεν, εχωρίσθη από όλα και δεν ενθυμείται πλέον ούτε πολύ ούτε ολίγον. Οι φαρμακεροί και πικροί λόγοι εκείνοι, οι οποίοι έπεσαν εις τα ώτα του βασιλέως Εζεκίου, δεν ήσαν άλλοι από του θανάτου το μήνυμα. Αυτό το φοβερόν όνομα ήκουσεν, αυτό το αξιοδάκρυτον τέλος ήλθεν εις τα ώτα του· «Τάδε λέγει Κύριος, τάξαι περί του οίκου σου, αποθνήσκεις γαρ συ και ου ζήση» (Ησαϊας λη: 1). Τόσα ήσαν τα λόγια του Προφήτου, και παρευθύς όπου ήκουσεν ο βασιλεύς ο μέγας και πολύς δυνάστης του Ισραήλ το όνομα του θανάτου, φεύγει από τον νουν του και βασιλικόν σκήπτρον και βασιλείας αγάπη και συγγενείας δεσμός, και φίλων ελπίς, και στρατιωτών δύναμις, και γυρίζει προς τον τοίχον και κλαίει. Ω βασιλεύ, που είναι η ανδρεία σου, που είναι αι μεγάλαι σου ελπίδες; Διατί τόσον ολιγόψυχος; Διατί τόσον ολιγόκαρδος; Με δύο λόγους άφησες τα πάντα. Ένα όνομα του θανάτου τρέμεις, κλαίεις και καν δεν εντρέπεσαι τους περιεστώτας μήπως και σε περιγελάσωσιν ως ολιγόκαρδον, μήπως και σε εμπαίξωσιν ως δειλόν; Όχι, όχι· εγνώριζεν αυτός ο φρόνιμος βασιλεύς πόσιν δύναμιν έχει το φοβερόν όνομα του θανάτου, εγνώριζε με πόσους πόνους είναι συντροφιασμένος, πόσα δάκρυα τον ακολουθούσι. Τι λέγεις τώρα συ, ω δυστυχισμένε αμαρτωλέ; Συ μόνος τάχα δεν υπολογίζεις τον θάνατον, εκείνον τον οποίον τρέμουσι βασιλείς; Συ μόνος δεν κρίνεις δια πράγμα αξιοδάκρυτον εκείνο το οποίον εις βασιλείς επροξένησε πολλά δάκρυα; Εις την λιθίνην καρδίαν την ιδικήν σου τάχα φαίνονται μόνον αδύνατα τα βέλη του θανάτου, εκείνα τα οποία είχον την δύναμιν παρευθύς όπου ηκούσθησαν να χωρίσωσι βασιλέα και από ελπίδας βασιλείας, και από αγάπην συγγενείας; Αυτά δεν έχουσι την δύναμιν να χωρίσωσι και σε από την πικράν προσπάθειαν της σαρκός, από την μοχθηράν συνήθειαν των αμαρτιών; Έστω, ο Εζεκίας ήκουσε τα βέλη του θανάτου, και εχωρίσθη παρευθύς από τόσα και τόσα, συ τι είναι αυτά τα μνημόσυνα τα οποία βλέπεις σήμερον έμπροσθέν σου, παρά τα βέλη του θανάτου; Τις δεν έχει να θρηνήση σήμερον νεκρούς συγγενείς τε και φίλους, τους οποίους εχάσαμεν από πλησίον μας; Τις εχώρισε τούτους από την συνοδείαν μας; Τις μας ήρπασεν αυτούς τους νεκρούς; Δεν ήσαν και αυτοί συντροφιασμένοι με φίλους, με συγγενείς, με πλούτη, με δόξας; Τι έγιναν εκείνα όλα; Πως επέταξαν τόσον αιφνιδίως από των οφθαλμών των; Τις τους εθέρισε τας πολλάς ελπίδας; Τις άλλος από τα βέλη του θανάτου; Αυτά μας προσμένουσι όλους, δια τοιούτον τέλος ζώμεν όλοι. Λοιπόν, αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν καλώς προτού ο θάνατος έλθη και εις ημάς. Με την ενθύμησιν του πικρού θανάτου, του απροσδιορίστου τέλους, ας χωρισθώμεν από πάσαν αμαρτίαν, την γεννήτριαν του θανάτου. Δια της αμαρτίας εισήλθεν ο θάνατος και με αυτήν αρματώνεται. Με τα όπλα αυτής φαίνεται τρομερός και φρικτός ο θάνατος. Λοιπόν με τα ρείθρα των δακρύων ας πλυθώμεν προτού να έλθη, δια να μη κλαύσωμεν ανωφελώς όταν έλθη. Ας φωνάξωμεν εις τον νικητήν του θανάτου: Χριστέ Βασιλεύ, η πηγή του ελέους, σπλαγχνίσου, ελέησον και ημάς και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, ίνα δοξάζηταί Σου το Πανάγιον Όνομα εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Τας των προαναπαυσαμένων ψυχάς κατάταξον, Δέσποτα Χριστέ, εν ταις των Δικαίων Σου σκηναίς, και ελέησον ημάς, ως μόνος αθάνατος. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: