Λόγος εις τα άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Μετά την Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπως ηκούσατε εις τα Χριστούγεννα, όταν ενεπαίχθη ο Ηρώδης από τους Μάγους, έστειλε και κατέσφαξε δεκατέσσαρας χιλιάδας βρέφη μικρά από δύο ετών και κάτω. Μεταξύ των παιδίων εκείνων έλαχε και ο τίμιος Πρόδρομος βρέφος μικρόν εις τας χείρας της μητρός του Ελισάβετ. Και όταν έμελλε να τον κατασφάξουν, εσχίσθη το όρος και επέρασεν αντίπερα η Ελισάβετ με τον Πρόδρομον. Άγγελος δε Κυρίου τον επήρεν εις την έρημον, και τον ανέθρεψεν εκεί, έως ου ηνδρώθη, και έφθασεν εις ηλικίαν τριάκοντα χρόνων και μηνών τριών. Η τροφή του δεν ήτο εις την έρημον ει μη μέλι άγριον και βλαστάρια από των δένδρων της ερήμου. Λόγος δε Θεού ήλθε και είπεν εις αυτόν να αφήση την έρημον, και να υπάγη εις τα μέρη της Ιουδαίας και τα έθνη της Γαλιλαίας να κηρύττη μετάνοιαν· το δε πλήθος των Εβραίων προσήρχοντο και εξωμολογούντο τας αμαρτίας των, και εβαπτίζοντο εις τον Ιορδάνην υπ’ αυτού. Εκεί λοιπόν ηρώτησαν τον Πρόδρομον· «Μη είσαι συ ο Προφήτης»; Και αυτός είπεν: «Όχι, δεν είμαι εγώ». Διατί είπε τούτο;

Μήπως δεν ήτο Προφήτης; Ναι, Προφήτης ήτο, αλλά δεν τον ηρώτησαν «Μη είσαι Προφήτης», αλλά «Μη είσαι συ ο Προφήτης»; Ήτοι, μη είσαι συ εκείνος, όπου είπεν ο Προφήτης Μωϋσής: «Ότι Προφήτην ημίν αναστήσει Κύριος ο Θεός ημών, εκ των αδελφών ημών». Ήτοι, ότι μέλλει να έλθη εις μέγας Προφήτης από το γένος των Εβραίων. Ενόμιζον λοιπόν οι Εβραίοι, ότι ο Πρόδρομος είναι εκείνος ο Προφήτης, και δια τούτο τον ηρώτων. Αυτός δε απεκρίθη και είπε προς αυτούς: «Δεν είμαι εγώ Εκείνος· μέλλει όμως να έλθη μετά από εμέ, δεν είμαι δε εγώ άξιος να λύσω τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού, ήτοι δεν δύναμαι εγώ να καταλάβω πως εγεννήθη Εκείνος. Αληθώς υστερώτερα εγεννήθη από εμέ, ως άνθρωπος, αλλά ως Θεός είναι πρωτύτερος από εμέ εις τον χρόνον της Θεότητος. Εγώ σας βαπτίζω μόνον με ύδωρ, αυτός όμως θέλει σας βαπτίσει με Άγιον Πνεύμα και πυρ. Αυτός έχει εις την χείρα του το πτύον, και καθαρίζει το άχυρον από τον σίτον, ήτοι καρδιογνώστης είναι ως Θεός, και γνωρίζει τους αμαρτωλούς και τους δικαίους, και τους μεν αμαρτωλούς καταδικάζει εις το πυρ το αιώνιον, τους δε δικαίους καλεί εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Οι άνθρωποι δε όλοι προσήρχοντο και ηρώτων αυτόν: «Τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν»; Και έλεγε προς αυτούς: «Όστις έχει δύο χιτώνας, ας δώση τον ένα εις εκείνον που δεν έχει· και όστις περισσεύει άρτον, ας δίδη εις εκείνον όστις στερείται». Προσήρχοντο δε και οι τελώναι και τον ηρώτων: «Τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν»; Και έλεγε προς αυτούς: «Προσέχετε από το άδικον· περισσότερον από εκείνο το οποίον δικαιούσθε μη παίρνετε· μόνον το διατεταγμένον σας, εκείνο ζητείτε». Επήγαν δε και στρατιώται και τον ηρώτησαν: «Και ημείς τι να κάμωμεν δια να σωθώμεν»; Και έλεγε προς αυτούς: «Προσέχετε, ώστε κανένα να μη πειράζετε, κανένα να μη συκοφαντήτε». Και πάλιν ηρώτησαν αυτόν εάν είναι ο Χριστός. Και πάλιν απεκρίθη και είπε προς αυτούς: «Δεν είμαι εγώ εκείνος τον οποίον υπολαμβάνετε, αλλ’ Αυτός ο οποίος ιδού έρχεται». Είπε δε τούτο ο Πρόδρομος, διότι, καθώς συνωμίλει με το πλήθος των ανθρώπων, έφθασε και ο Χριστός δια να βαπτισθή. Τότε, ως είδεν αυτόν ο Πρόδρομος, είπε προς τους Εβραίους: «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ήτοι Αυτός είναι εκείνος, τον οποίον σας έλεγα, ο Υιός του Θεού του αληθινού, όστις ανέλαβε τας αμαρτίας των ανθρώπων δια να τας εξαλείψη. Τότε προσήλθεν ο Χριστός εις τον Ιωάννην και είπε προς αυτόν: «Έλα να με βαπτίσης, ότι δι’ αυτό ήλθα». Λέγει ο Πρόδρομος: «Εγώ έχω ανάγκην να βαπτισθώ από Σε, ίνα μαρτυρήσω και να δεχθώ άλλο βάπτισμα δια το όνομά σου και Συ έρχεσαι να σε βαπτίσω εγώ; Ο Ιορδάνης βλέπων Σε εστράφη εις τα οπίσω, και εγώ να αποτολμήσω να σε βαπτίσω; Εάν ο Μωϋσής εκείνος ο θεοπτικώτατος και μέγας Προφήτης ηυλαβείτο να ίδη προς το πρόσωπόν σου, εγώ πως να εγγίσω την αγίαν σου κορυφήν με τας αμαρτωλάς χείρας μου; Χόρτος της γης είμαι, και πως να πλησιάσω προς το πυρ το άστεκτον; Συ αγίασόν με, Κύριε· Συ βάπτισόν με, Δέσποτα· Συ καθάρισόν με από τον ρύπον της αμαρτίας, αλλ’ εγώ δεν αποτολμώ να σε βαπτίσω». Λέγει προς αυτόν ο Χριστός: «Ιωάννη, άφες τους τοιούτους λόγους, τώρα δεν είναι καιρός της τοιαύτης πολυλογίας, οικονομίας καιρός είναι, δια τούτο έγινα άνθρωπος, δια τούτο σάρκα εφόρεσα, δια τούτο πτωχός και ταπεινός εφάνην, δια να πληρώσω όλην την δικαιοσύνην· λοιπόν βάπτισόν με δια να πληρωθή η οικονομία και η συγκατάβασίς μου όλη». Τότε ο Τίμιος Πρόδρομος εβάπτισε τον σαρκωθέντα Υιόν και Λόγον του Θεού, το δε Άγιον Πνεύμα ως περιστερά κατέβη επάνω εις την κεφαλήν του Χριστού, και φωνή ηκούσθη από τους ουρανούς, λέγουσα· «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Δηλαδή αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος, με τον οποίον Υιόν μου ωκονόμησα και έκαμα την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τότε εξήλθεν ο Χριστός από τον ποταμόν βαπτισμένος. Ούτω μας διδάσκουσιν οι θείοι και ιεροί Ευαγγελισταί ότι εβαπτίσθη ο Χριστός· πλην έχομεν και εις την σημερινήν εορτήν να εξετάσωμεν ζητήματα τινά. Και πρώτον ζητούμεν· Διατί ο Χριστός αναμάρτητος ων εβαπτίσθη; Δεύτερον, διατί δεν εβαπτίσθη εις άλλον ποταμόν, αλλά εις τον Ιορδάνην; Τρίτον, το Πνεύμα το Άγιον διατί κατέβη; Τέταρτον, διατί κατέβη εις είδος περιστεράς; Πέμπτον, πόσα βαπτίσματα υπάρχουν; Έκτον, πόσα ονόματα έχει το Άγιον Βάπτισμα; Έβδομον, τι ονομάζεται Πνεύμα; Όγδοον, τι ονομάζεται Φως; Ένατον, διατί γίνεται Βάπτισμα με ύδωρ και Πνεύμα; Δέκατον, τι δύναται να χαρίση το Άγιον Βάπτισμα εις τον άνθρωπον; Αυτά τα δέκα ζητήματα έχομεν σήμερον να εξετάσωμεν και να επιλύσωμεν, αλλά αν τύχη και είναι άλλα περισσότερα, ημείς μόνον τα αναγκαιότερα λέγομεν, διότι αυτά τα δέκα δύνανται και τα άλλα να λύσουν. Σεις δε, ω ευλογημένοι χριστιανοί, όσοι προήλθετε σήμερον να εορτάσητε την πανήγυριν, όσοι εις την Εκκλησίαν συνήχθητε χάριν της εορτής, ανοίξατε τους οφθαλμούς σας, όχι μόνον του σώματος, αλλά και της ψυχής, δια να αντιληφθήτε σαφώς τα λεγόμενα, ότι δεν είναι πράγματα και υποθέσεις του κόσμου, αλλά περί του μυστηρίου της σωτηρίας των ανθρώπων, επειδή και ο σκοπός της εορτής μας της αγίας δια την σωτηρίαν των ανθρώπων έγινε· διότι πόθεν άλλοθεν εφιλανθρωπεύθη ο Θεός να σαρκωθή; Πόθεν κατεδέχθη ο ποιητής και πλάστης του κόσμου να καταβή σωματικώς επί της γης; Πόθεν και από ποίαν αφορμήν ο βασιλεύς των αιώνων και άχρονος ηθέλησε να γεννηθή εις χρόνον, και να ονομασθή χρονικός; Πόθεν και δια ποίαν αιτίαν ο Κύριος, τον οποίον υμνούσι Χερουβίμ, τον οποίον δοξολογούσι Σεραφίμ, κατεδέχθη να ονομασθή Σαμαρείτης και δαιμονισμένος; Διατί υπέμεινεν ύβρεις, ονειδισμούς, και τελευταίον θάνατον σταυρικόν; Φανερόν είναι ότι δια την σωτηρίαν των ανθρώπων τα κατεδέχθη όλα, θέλων να σώση τον Αδάμ και τους εξ Αδάμ, θέών να ελευθερώση τας ψυχάς των ανθρώπων από τας χείρας του μισοκάλου διαβόλου. Διότι αφού η φύσις των ανθρώπων εξέπεσε δια την παρακοήν, και από τον Παράδεισον εδιώχθη, δεν ηδύνατο πλέον να αναβή οπόθεν εξέπεσε, διότι η αμαρτία του Αδάμ, ήτοι η παρακοή, έκλεισε και την θύραν του Παραδείσου. Εδέχετο ο Θεός τον Αδάμ να τον εισαγάγη πάλιν εις τον Παράδεισον, αλλά η αμαρτία θέλει μετάνοιαν δια να διορθωθή, ο δε Αδάμ δεν μετενόησε, δεν έκλαυσεν ούτε είπε προς τον Θεόν, όταν τον ηρώτα μήπως έφαγες από το ξύλον, ότι έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποιητά μου, επλανήθην και παρήκουσα το θέλημά σου· δια τούτο κλαίω και θρηνώ και δέομαί σου, δέξαι με πάλιν τον παρήκοον· δεν είπεν ούτω, αλλά έρριψε την αφορμήν εις τον Θεόν, και είπεν, ότι η γυνή, την οποίαν μου έδωσες, εκείνη με παρέσυρεν· έδειξε παρευθύς, ότι εκείνος δεν πταίει, αλλ’ ο Θεός, όστις του έδωσε σύντροφον την Εύαν, την γυναίκα, εκείνος πταίει· ηρώτησε και την Εύαν ο Θεός, και ούτε αυτή είπεν ότι έσφαλεν, αλλ’ έρριψε την αφορμήν εις τον όφιν, ότι εκείνος την επλάνησεν. Επειδή λοιπόν τότε δεν μετενόησαν, ούτε ο Θεός τους εδέχθη δια την υπερηφάνειάν των, και ωκονόμησεν ύστερον εις τους τελευταίους χρόνους και καιρούς να έλθη να φορέση σάρκα εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, και να βαπτισθή από τας χείρας τού δούλου του Προδρόμου. Αλλά ας έχω συγχώρησιν, ότι ο λόγος με ηνάγκασε να εξέλθω από τον σκοπόν μου· πλην ας επανέλθω εις το προκείμενον να διαλύσω το ζήτημα της εορτής. Και πρώτον μεν ζήτημα είπομεν: Διατί ο Χριστός, αναμάρτητος ων, εβαπτίσθη; Το βάπτισμα είναι ελευθέρωσις από των αμαρτιών του ανθρώπου, και καθαρισμός από της προπατορικής αμαρτίας· ο δε Χριστός ήτο αμέτοχος αμαρτίας, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Ησαϊας: «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Τίνος ένεκεν λοιπόν εβαπτίσθη; Και λέγομεν εις αυτό· τέσσαρα στοιχεία είναι, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, αλλά και ο κόσμος όλος από αυτά σύγκειται, και πάλιν εις αυτά τα στοιχεία μέλλει ο άνθρωπος να αναλύση εις την δευτέραν παρουσίαν του Κυρίου και πάλιν να συναρμοσθή από αυτά. Είναι δε πρώτον στοιχείον και αναγκαιότατον ο αήρ· διότι χωρίς αναπνοήν ο άνθρωπος δεν δύναται να ζήση ούτε στιγμήν· δεύτερον στοιχείον και υψηλότερον είναι ο αιθήρ, τρίτον στοιχείον είναι το ύδωρ, και τέταρτον στοιχείον είναι η γη· από αυτά τα τέσσαρα στοιχεία είναι συνιστάμενος ο άνθρωπος· και ο μεν αήρ λέγεται αήρ, ότι γίνεται από το άω, ήτοι αναπνέω, ότι αυτόν τον αέρα αναπνέομεν· ο δε αιθήρ λέγεται αιθήρ, ότι γίνεται από του αίθω, ήτοι καίω, και το ύδωρ από το ύω, ήτοι βρέχω, ότι ύδωρ βρέχουσι τα νέφη· η δε γη λέγεται γη, ότι είναι από του γω, ήτοι χωρώ, ότι η γη χωρεί το πλήθος των ανθρώπων όλων. Αυτά λοιπόν τα τέσσαρα στοιχεία, επειδή είναι σύστασις του ανθρωπίνου σώματος, πρέπον είναι να αγιασθούν από την συγκατάβασιν του Κυρίου· και ο μεν αήρ και ο αιθήρ ηγιάσθησαν από την συγκατάβασιν του Θεού Λόγου, όπως και από τον ήλιον φωτίζονται· η δε γη ηγιάσθη, όταν εγεννήθη σωματικώς εις το σπήλαιον· έπρεπε και το ύδωρ, όπερ είναι εν από τα τέσσαρα στοιχεία, να αγιασθή και αυτό· αλλέως δε δεν ήτο δυνατόν να αγιασθή το ύδωρ, εάν δεν ήθελε βαπτισθή ο Κύριος σωματικώς εις τον Ιορδάνην ποταμόν. Είναι όμως και άλλος λόγος· όταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είδε την πτώσιν των δαιμόνων, η οποία ηκολούθησεν εις την έπαρσιν του Εωσφόρου, εστάθη και είπε: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου». Τότε εστάθησαν όλοι εκεί όπου έκαστος ευρέθη, οι μεν αγαθοί Άγγελοι εις τους ουρανούς, οι δε πονηροί δαίμονες εκεί όπου έπεσον, ήτοι άλλοι εις την άβυσσον, οίτινες και έμειναν εκεί κάτω εις την κόλασιν, άλλοι εις την γην, άλλοι εις το ύδωρ και άλλοι εις τον αέρα, οίτινες λέγονται εναέρια τελώνια. Με την κατάβασιν όμως του θείου Λόγου ενικήθη η δύναμις των δαιμόνων εκείνων, οίτινες ήσαν εις τον αέρα και εις την γην· έπρεπεν όθεν να νικηθή η δύναμις και εκείνων οίτινες ήσαν εις το ύδωρ, δι’ ο και ο μόνος αναμάρτητος Χριστός κατήλθεν εις το ύδωρ και εβαπτίσθη δια να συντρίψη τους δαίμονας, καθώς μαρτυρεί και ο Προφητάναξ Δαβίδ λέγων δια τον Χριστόν: «Συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί των υδάτων». Εκτός όμως από τους δύο προαναφερθέντας λόγους, οίτινες λύουν το ζήτημα, υπάρχει και τρίτος λόγος, και αυτός είναι ότι τούτο έπραξε δια να μας δείξη, ότι είναι μέγα και θαυμαστόν το μυστήριον του Αγίου Βαπτίσματος και εν από τα επτά μυστήρια της πίστεώς μας. Και πρώτον μεν μυστήριον είναι αυτό το Βάπτισμα· δεύτερον, το άγιον Μύρον· τρίτον, η αγία Κοινωνία· τέταρτον, ο πρώτος γάμος· πέμπτον, η ιερωσύνη· έκτον, η Μετάνοια και έβδομον το Ευχέλαιον. Ως μέγα λοιπόν και πρώτον μυστήριον της πίστεώς μας όπου είναι, δια να το βεβαιώση ο Χριστός, δια τούτο εβαπτίσθη, ότι ει τις δεν βαπτισθή, δεν σώζεται, ως ο ίδιος ορίζει εις το άγιον Ευαγγέλιον ότι εάν τις δεν αναγεννηθή δια του αγίου Βαπτίσματος, εκείνος δεν είναι δυνατόν να εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών. Επειδή λοιπόν μέγα και αναγκαίον είναι το άγιον Βάπτισμα, και δια να μας βεβαιώση τούτο ο Χριστός, δι’ αυτό εβαπτίσθη και όχι δια να καθαρισθή από αμαρτίας. Ιδού συν Θεώ εδιαλύσαμεν το πρώτον ζήτημα. Δεύτερον ζήτημα είναι: Διατί δεν εβαπτίσθη εις άλλον ποταμόν, αλλ’ εις τον Ιορδάνην; Και λέγομεν εις αυτό, ότι πολλά θαύματα είχον γίνει εις αυτόν τον ποταμόν, και ήτο πλήρης χαρίτων ως ηγιασμένος, δια τούτο όθεν και ο Χριστός επήγεν εις αυτόν. Έγιναν δε εκεί τα εξής θαύματα. Πρώτον θαύμα έγινεν, όταν διήλθε δι’ αυτού ο Ιησούς του Ναυή με την Κιβωτόν, τούτο δε έγινε ούτως: Ο μέγας εκείνος Προφήτης Μωϋσής, όταν απέθνησκεν, αφήκε διάδοχον της αρχηγίας του τον Ιησούν του Ναυή. Όταν ο Ιησούς του Ναυή επήρε την ηγεσίαν των Εβραίων, πορευόμενος προς την Ιερουσαλήμ, εκυρίευσε τα φρούρια όλα, και τους βασιλείς όσους συνήντα εις τον δρόμον του. Μέλλων δε να υπάγη και εις την Ιεριχώ, έστειλε δύο νέους έμπροσθέν του να υπάγουν εις την Ιεριχώ να την κατασκοπεύσουν. Επήγαν λοιπόν οι στρατιώται εις τον οίκον μιάς πόρνης και εκρύβησαν. Οι δε άνθρωποι της πόλεως, όταν τους είδον, εγνώρισαν αυτούς από την ενδυμασίαν, ότι είναι ξένοι και εζήτουν να τους φονεύσουν, η δε πόρνη εκείνη, Ραάβ το όνομα, έδειξεν εις αυτούς οδόν διαφυγής. Δι’ αυτήν την καλωσύνην της είπον οι στρατιώται, ότι ημείς ανάγκη είναι να πάρωμεν το φρούριον αυτό, μόνον βάλε σημείον αναγνωρίσεως εις την οικίαν σου, όταν λεηλατώμεν τας άλλας οικίας, να μη πειράξωμεν την ιδικήν σου, μήτε να πάθης κακόν. Εξελθόντες της πόλεως κρυφίως οι στρατιώται, επήγαν εις τον Ιησούν του Ναυή και είπον εις αυτόν όσα είδον. Την πρωϊαν εσηκώθησαν από τον τόπον, όπου ήσαν στρατοπεδευμένοι, όστις ωνομάζετο Σαττίν, και επήγαν κοντά εις τον Ιορδάνην, έμειναν δε εκεί τρεις ημέρας. Τότε εξήλθον οι ιερείς των Εβραίων και διεκήρυξαν εις όλον το πλήθος, ότι όταν ίδητε την Κιβωτόν και την σηκώνουν οι δώδεκα ιερείς, να σταθήτε όλοι οπίσω, μακράν από αυτήν έως δύο χιλιάδας πήχεις, αύριον δε να μη κοιμηθή κανείς με την γυναίκα του, μόνον να είσθε καθαρισμένοι, ότι αύριον θέλει δείξει ο Θεός μέγα θαύμα εις όλα τα έθνη. Την πρωϊαν, όταν εξημέρωσεν, εσήκωσαν οι ιερείς την Κιβωτόν εις τον ώμον των, και ο Ιησούς του Ναυή είπε: «Σταθήτε εις τον ποταμόν με την Κιβωτόν, έως ότου να περάσουν όλοι οι Εβραίοι». Τότε εισήλθον εις τον Ιορδάνην οι ιερείς και θαύμα έγινε παράδοξον· ο Ιορδάνης εστάφη εις τα οπίσω, και μόνον τόσον νερόν απέμεινεν, ώστε εβράχησαν οι ιερείς μόνον μέχρι των σφυρών (αστραγάλων). Εκεί λοιπόν εστάθησαν με την Κιβωτόν, έως ότου επέρασε το πλήθος όλον τον Ιορδάνην και δεν εβράχησαν. Τότε εδιαλάλησεν ο Ιησούς εις τον λαόν και είπε: «Θαρσείτε, ότι ο Θεός παρέδωκεν εις τας χείρας μας όλα τα έθνη, τους Χαναναίους, τους Χετταίους τους Φερεζαίους, τους Ευαίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους και τους Ιεβουσαίους· αυτά τα επτά έθνη παρέδωκεν εις ημάς ο Θεός, πλήν δώδεκα φυλαί είσθε όλοι· ας πάρη εις άνθρωπος εξ εκάστης φυλής από μίαν πέτραν μεγάλην να τας βάλετε εδώ εις τους πόδας των ιερέων δια να είναι σημείον παντοτεινόν όταν ευρεθή κανείς και σας ερωτήση: Τι είναι αυταί αι πέτραι; Να είπητε ότι εδώ εστάθησαν οι ιερείς με την Κιβωτόν και δεν εβράχησαν, ο δε Ιορδάνης εγύρισεν εις τα οπίσω, έως ότου επεράσαμεν όλοι οι Εβραίοι. Να πάρετε δε και άλλους δώδεκα λίθους από τον Ιορδάνην να τους έχετε μαζί σας εις την κατοικίαν σας». Έκαμαν λοιπόν οι Εβραίοι καθώς επροστάχθησαν. Αι δε πέτραι εκείναι ευρίσκονται εις το Ιορδάνην έως την σήμερον. Πρώτον λοιπόν θαύμα έγινεν αυτό εις τον Ιορδάνην ποταμόν.Δεύτερον θαύμα έγινεν, όταν ο Ηλίας ο Προφήτης επέρασε τον Ιορδάνην με τον Ελισσαίον, ως εις στερεάν, έγινε δε και αυτό ούτως: Ο Προφήτης Ηλίας, όταν έμελλε να αναληφθή είχεν ένα μαθητήν, Ελισσαίον το όνομα, και λέγει προς αυτόν: «Κάθου αυτού, ότι ο Κύριος με έστειλεν εις άλλον τόπον». Λέγει ο Ελισσαίος: «Να μη το δώση ο Θεός να σε αφήσω, αλλ’ έρχομαι και εγώ όπου υπάγεις». Εσηκώθησαν λοιπόν από τα Γάλγαλα και επήγαν εις την Βαιθήλ· εκεί δε ήσαν τέκνα των Προφητών, και έλεγον εις τον Ελισσαίον: «Να ηξεύρης, ότι ο Θεός θέλει να πάρη τον διδάσκαλόν σου Ηλίαν». Λέγει ο Ελισσαίος: «Το ηξεύρω και εγώ, μόνον σιωπάτε». Πάλιν είπεν ο Προφήτης Ηλίας εις τον Ελισσαίον: «Κάθου αυτού, έως ότου να υπάγω παρέκει». Και δεν ήθελεν ο Ελισσαίος να τον αφήση, ότι εφοβείτο να μη αναληφθή και δεν τον ίδη. Και απ’ εκεί εσηκώθησαν και επήγαν εις την Ιεριχώ. Είπον δε εις τον Ελισσαίον και εκεί τα τέκνα των Προφητών: «Να ηξεύρης, ότι ο Θεός θέλει να πάρη τον διδάσκαλόν σου τον Ηλίαν». Και είπε πάλιν προς αυτούς: «Το ηξεύρω και εγώ, μόνον σιωπάτε». Και πάλιν είπε προς αυτόν ο Ηλίας: «Κάθου εδώ, έως ότου να υπάγω εις τον Ιορδάνην». Λέγει ο Ελισσαίος: «Να μη το δώση ο Θεός να σε αφήσω, έρχομαι και εγώ όπου υπάγεις». Τότε εκίνησαν από την Ιεριχώ με τον Ελισσαίον και με άλλους πεντήκοντα ανθρώπους, οίτινες ήσαν τέκνα των Προφητών. Επήγαν λοιπόν και εστάθησαν εις το πέραν του ποταμού του Ιορδάνου, ο δε Προφήτης Ηλίας είχε μίαν μηλωτήν, και με αυτήν έκρουσε τον Ιορδάνην, και παρευθύς έγινεν οδός εις το μέσον του ποταμού. Και οι μεν άνθρωποι εκείνοι οι πεντήκοντα απέμειναν πέραν του ποταμού, ο δε Προφήτης Ηλίας διήλθε με τον Ελισσαίον αντίπερα και ουδόλως εβράχησαν. Όταν διήλθον τον ποταμόν, λέγει ο Ηλίας προς τον Ελισσαίον: «Ζήτησε, τι χάρισμα θέλεις να λάβης πριν αναληφθώ». Και λέγει ο Ελισσαίος: «Θέλω το χάρισμα όπερ έχεις, να έλθη διπλούν εις εμέ». Λέγει ο Ηλίας: «Πολύ μεγάλον χάρισμα εζήτησες· πλην εάν με ίδης, όταν αναληφθώ, να λάβης αυτό που ζητείς». Ενώ συνωμίλουν ταύτα, άρμα πύρινον με τέσσαρας ίππους ήρπασε τον Προφήτην Ηλίαν από προσώπου του Ελισσαίου. Ο Ελισσαίος τόσον μόνον ηδυνήθη, ότι ήρπασε την μηλωτήν του Ηλία και εστέκετο και τον εκύτταζε, πως ανέβαινεν ως εις τον ουρανόν. Τότε εγύρισε να περάση μοναχός τον Ιορδάνην, και έκρουσε μίαν φοράν τον Ιορδάνην ποταμόν, και δεν εσχίσθη ως εις τον Ηλίαν. Τότε λέγει: «Που είναι ο Θεός του πατρός μου του Ηλιού»; Έκρουσε δε δεύτερον, και εσχίσθη ο ποταμός και επέρασε και αυτός αντίπερα χωρίς να βραχή· και το δεύτερον τούτο θαύμα έγινεν εις τον Ιορδάνην. Τρίτον θαύμα είναι το εξής: Εις την Συρίαν ήτο βασιλεύς τις, ο οποίος είχεν ένα στρατηγόν, Νεεμάν το όνομα, όστις ήτο λεπρός εις το πρόσωπον, είχε δε μίαν δούλην Εβραίαν, ήτις, βλέπουσα αυτόν λεπρόν, είπεν ημέραν τινά προς την κυρίαν της, την γυναίκα του Νεεμάν: «Αν ευρίσκετο ο κύριός μου εις την Σαμάρειαν, θα εθεραπεύετο». Η δε γυνή είπεν εις τον άνδρα της τον Νεεμάν, ό,τι είπεν η δούλη. Εσηκώθη λοιπόν ο Νεεμάν και επήγεν εις τον βασιλέα, και είπε προς αυτόν: «Παρακαλώ σε, άφησέ με να υπάγω εις την Σαμάρειαν να ιατρευθώ». Δίδει τότε εις αυτόν ο βασιλεύς δέκα τάλαντα αργύρου, ήτοι χιλίας διακοσίας πεντήκοντα λίτρας άργυρον, έδωκεν δε εις αυτόν και εξ χιλιάδας φλωρία, και δέκα ενδυμασίας καινουργείς και γράμματα βασιλικά προς τον βασιλέα της Σαμαρείας. Τότε εσηκώθη ο Νεεμάν και επήγεν εις την Σαμάρειαν και έδωκε τας επιστολάς εις τον βασιλέα της Σαμαρείας, ως δε τον είδεν εκείνος διέρρηξε τα ιμάτιά του, και είπε προς τον Νεεμάν: «Μήπως είμαι εγώ Θεός, και σε έστειλεν ο βασιλεύς να σε ιατρεύσω»; Είχε δε θλίψιν μεγάλην ο βασιλεύς της Σαμαρείας την ημέραν εκείνην δια τον ορισμόν του βασιλέως της Συρίας. Τότε ήκουσεν ο Προφήτης Ελισσαίος, ότι εστενοχωρήθη ο βασιλεύς και έσχισε τα ιμάτιά του· όθεν εμήνυσε προς αυτόν ταύτα· «Τι λυπείσαι, βασιλεύ; Ας έλθη να τον ιατρεύσω, δια να γνωρίση ότι μέγας Θεός είναι εις το γένος μας». Εσηκώθη λοιπόν ο άρχων Νεεμάν και επήγεν εις την θύραν του Προφήτου Ελισσαίου, και εστάθη έξω, περιμένων να εξέλθη ο Ελισσαίος να τον προϋπαντήση. Ο δε Ελισσαίος είπε προς αυτόν: «Πορεύθητι εις τον Ιορδάνην ποταμόν, και λούσου εκεί επτά φοράς, εάν θέλης να καθαρισθής». Ως ήκουσε τούτο ο Νεεμάν, εθυμώθη και είπεν· «Εγώ ανέμενον να εξέλθη, να με ευλογήση εις το πρόσωπον, να ιατρευθώ, και αυτός με στέλλει να υπάγω εις τον Ιορδάνην ποταμόν να λουσθώ; Μήπως δεν είναι και αλλού ποταμοί καλλίτεροι; Δεν είναι ο Αρβανάς και ο Φαρφάρ, οι δύο ποταμοί της Δαμασκού, καλλίτεροι από τον Ιορδάνην; Υπάγω εκεί να λουσθώ». Και εκίνησε να υπάγη εις τον τόπον του. Λέγουν προς αυτόν οι υπηρέται του· «Ίδε μέγαν λόγον σου είπεν ο Προφήτης, και δεν τον έκαμες! Τι είναι αυτό; Ύπαγε να λουσθής, τι έχεις να πάθης με τούτο»; Επήγε λοιπόν και ελούσθη επτά φοράς, και παρευθύς εκαθαρίσθη, και έγινε το πρόσωπόν του τρυφερόν ως μικρού παιδίου. Τότε εγύρισεν οπίσω και επήγεν εις την οικίαν του Ελισσαίου, και έδωκεν εις αυτόν από τον άργυρον, αυτός δε δεν τον εδέχθη. Αυτό είναι το τρίτον θαύμα όπερ έγινεν εις τον Ιορδάνην. Τέταρτον θαύμα ήτο το εξής: Εις τον καιρόν του Ελισσαίου του Προφήτου μετέβησαν τινές εις την όχθην του Ιορδάνου ποταμού να κόψωσι ξύλα, μεταξύ αυτών δε επήγε και ο Ελισσαίος. Εκεί, κόπτοντες τα ξύλα, έπεσε τινός από την λαβήν του εις τον ποταμόν ο πέλεκυς, και εφώναζεν εν μέσω αυτών. Λαμβάνει τότε ο Ελισσαίος την λαβήν και ετοποθέτησεν αυτήν εις το χείλος του ποταμού, και είπε: «Δείξον θαύμα, Θεέ μου». Και παρευθύς ανεπήδησεν ο πέλεκυς και εισήλθεν εις το μέσον της λαβής και εγένετο ως σταυρός. Αυτό το θαύμα ήτο προεικόνισμα του αγίου Βαπτίσματος και του Τιμίου Σταυρού, καθώς το λέγει και ο Άγιος Κοσμάς ο μελωδός εις εν Τροπάριον της Υψώσεως: «Ο βυθώ κολπωσάμενος, τέμνουσαν ανέδωκεν Ιορδάνης ξύλω, τω Σταυρώ και τω Βαπτίσματι, την τομήν της πλάνης τεκμαιρόμενος», ήτοι ο Ιορδάνης ποταμός, όστις εδέχθη εις τα ύδατά του τον σίδηρον, όστις έκοπτε, πάλιν τον έδωκεν οπίσω εις το ξύλον του, και εσημείωσεν, ότι όπως με τον πέλεκυν έκοπτον τα ξύλα, ούτω εκόπη με την δύναμιν του Σταυρού και του αγίου Βαπτίσματος η πλάνη των Ελλήνων η πολύθεος. Δια ταύτα λοιπόν τα θαύματα και δι’ άλλα περισσότερα εβαπτίσθη ο Χριστός εις αυτόν τον ποταμόν. Εν τη Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται και άλλα θαύματα και έργα, τα οποία εγένοντο εις τον Ιορδάνην, όπως ο Γεδεών ο Κριτής, όστις τον διήλθε και ο Ιακώβ ο υιός του Ισαάκ, ο αδελφός του Ησαύ, και αυτός τον διήλθε με μίαν ράβδον, την οποίαν είχεν, ως το λέγει μόνος του: «Εν γαρ τη ράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην». Αλλά εγώ τα παρατρέχω, ότι αρκούσιν όσα είπομεν, ίνα βεβαιώσωσι την λύσιν του ζητήματός μας. Έχομεν λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και την λύσιν του δευτέρου ζητήματος. Ας προχωρήσωμεν τώρα και εις το τρίτον. Τρίτον ζήτημα είναι τούτο· Διατί κατέβη το Πνεύμα το Άγιον; Και λέγομεν εις αυτό· Όταν εβαπτίζετο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εσχίσθησαν οι ουρανοί, και ο Πατήρ εμαρτύρησε τον Υιόν ειπών: «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Επειδή λοιπόν ο Πατήρ εμαρτύρησεν, ενόμιζον οι Εβραίοι, ότι δια τον Πρόδρομον ελαλήθη η φωνή εκείνη, διότι τον εγνώριζον ως Προφήτην και υιόν Προφήτου, ασκητήν και ερημίτην. Δια να μη λέγωσιν όθεν, ότι τον Πρόδρομον λέγει υιόν ηγαπημένον, δια τούτο κατήλθε το Άγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς επάνω εις την κεφαλήν τού Κυρίου, δείξαν ότι δια τον Χριστόν μαρτυρεί ο Πατήρ άνωθεν. Άλλο δε, ότι επειδή Τριάς αγία είναι ο εις Θεός ο αληθινός, έπρεπε να φανή και εις τον κόσμον· όθεν ενώ ο Υιός εβαπτίζετο, ο Πατήρ εμαρτύρησε, και το Πνεύμα έδειξε ποίον μαρτυρεί ο Πατήρ άνωθεν. Ως θαυμαστός ο Θεός εν τοις έργοις αυτού! Πόσα ωκονόμησε δια την σωτηρίαν μας, και ημείς οι ταλαίπωροι είμεθα αχάριστοι προς Αυτόν! Πολλοί, πιστεύσατέ με, υπάρχουν σήμερον, οι οποίοι αθετούσι το Άγιον Βάπτισμα, και μάλιστα οι Εβραίοι. Πλην ο Χριστός άνωθεν έλαβε την μαρτυρίαν, και όχι εξ ιδίων ή από οιονδήποτε άνθρωπον, καθώς διηγείται και εις το άγιον Ευαγγέλιον ο Ιωάννης, ότι «Η μαρτυρία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Και πάλιν αλλού λέγει ότι: «Άλλος εστίν ο μαρτυρών περί εμού». Αν λοιπόν την μαρτυρίαν του Πατρός δεν πιστεύωσιν, αλλά καν εις τα έργα αυτού ας πιστεύωσι, τα οποία έκαμεν. Τέταρτον ζήτημα είναι: Διατί κατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις είδος περιστεράς; Και λέγομεν εις αυτό μίαν ιστορίαν της Παλαιάς Διαθήκης, την οποίαν όλοι γνωρίζετε και δια τούτο απλώς θα την υπομνήσωμεν. Εις του Νώε τον καιρόν ήσαν όλοι οι άνθρωποι άδικοι και αμαρτωλοί, και ουδόλως εσέβοντο τον Θεόν οι πεπλανημένοι εκείνοι. Μόνον οκτώ ψυχαί ήσαν ευσεβείς εις τον κόσμον όλον, ο Νώε, η γυνή αυτού, τα τρία τέκνα του, ο Σημ, ο Χαμ  και ο Ιάφεθ, και αι τρεις γυναίκες των υιών του. Όθεν ο Θεός εβαρύνθη τας αμαρτίας των ανθρώπων εκείνων, και ηθέλησε να τους καταποντίση. Είπε λοιπόν προς τον Νώε: «Κάμε μίαν κιβωτόν και είσελθε εις αυτήν συ και η γυνή σου, και αι γυναίκες των υιών σου και οι υιοί σου, διότι θέλω καταστρέψει τον κόσμον όλον». Έκαμε λοιπόν ο Νώε μίαν κιβωτόν μεγάλην και έβαλεν εντός αυτής την γυναίκα του και την συνοδείαν του όλην, επήρε δε και από παν είδος ζώων δύο ζεύγη από τα ακάθαρτα, από δε τα καθαρά επήρεν επτά ζεύγη. Όταν δε εισήλθον εις την κιβωτόν, έκλεισε την θύραν. Παρευθύς τότε ο Θεός έβρεξε τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας τόσον, ώστε επνίγησαν τα ζώα όλα, τα θηρία και οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η δε κιβωτός εκείνη έπλεεν επάνω εις τα ύδατα, έως ότου κατήντησεν εις ένα όρος ονομαζόμενον Αραράτ. Όταν λοιπόν έπαυσεν η μεγάλη βροχή, έστειλεν ο Νώε ένα κόρακα, δια να ίδη αν έπαυσεν ο κατακλυσμός ή όχι. Ο κόραξ εξελθών και ευρών τα πτώματα των ζώων και των ανθρώπων, δεν εγύρισε να δείξη σημείον τι ότι έπαυσεν ο κατακλυσμός. Έστειλε τότε άλλον ένα κόρακα, και ούτε εκείνος εγύρισεν. Ανέμεινε τότε επτά ημέρας, και στέλλει μίαν περιστεράν, η δε περιστερά, ως καθαρά που είναι, δεν ήθελε να καθήση εις την λάσπην. Έλαβε μόνον ένα κλώνον από ελαίαν και επέστρεψε πάλιν οπίσω εις την κιβωτόν. Τότε εγνώρισεν ο Νώε, ότι κατέπαυσεν ο κατακλυσμός. Όπως λοιπόν εκείνη η περιστερά έδειξεν ότι έπαυσεν ο κατακλυσμός, ούτω και το Άγιον Πνεύμα, το οποίον εφάνη εις είδος περιστεράς επάνω της κεφαλής του Κυρίου, έδειξεν, ότι έπαυσεν ο μέγας και πολύς κατακλυσμός των αμαρτιών των ανθρώπων και ότι επειδή ο Χριστός, ο οποίος εχρίσθη υπό του Πατρός με το έλαιον της αγαλλιάσεως, καθώς το λέγει και Δαβίδ, βαπτίζεται, ούτω μέλλουσιν οι μεν δαίμονες, οι εχθροί του Θεού, να αφανισθούν από τον κατακλυσμόν, ήτοι τους λόγους του Κυρίου, οι δε δίκαιοι να διαφυλαχθούν και να ελευθερωθούν από τας αμαρτίας των τας πολλάς, ως ο Νώε εσώθη με όλον τον οίκον του από τον κατακλυσμόν με την κιβωτόν εκείνην. Δια τούτο λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εφάνη το Πνεύματο Άγιον εις είδος περιστεράς. Αλλά και δι’ άλλον λόγον εγένετο τούτο. Ότι η περιστερά είναι ακεραία, ήτοι πλέον άκακον από όλα τα πετεινά, καθώς λέγει και το Ευαγγέλιον: «Γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, και ακέραιοι ως αι περιστεραί». Ήτοι ο όφις έχει συνήθειαν, όταν τον κτυπούν, να αφήνη το σώμα του να το θανατώσουν, μόνον την κεφαλήν του προφυλάσσει. Ούτω και ημείς οι Χριστιανοί να είμεθα φρόνιμοι, τα πλούτη μας όλα και το σώμα μας να δίδωμεν εις τον θάνατον δια την αγάπην του Χριστού, μόνον την πίστιν μας να φυλάττωμεν από όλα περισσότερον, και να είμεθα ως η περιστερά κατά πάντα άκακοι, να μη κρατώμεν κακίαν και έχθραν κατά τινος Χριστιανού, ούτε να πονηρευώμεθα εις κάθε λόγον. Επειδή λοιπόν η περιστερά είναι από όλα τα πετεινά καθαρωτέρα και άκακος, δια τούτο το Άγιον Πνεύμα εφάνη εις είδος περιστεράς. Ηκούσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, το τέταρτον ζήτημα. Ας είπωμεν και το πέμπτον· και ενθυμείσθε ποίον είναι, ή από την πυκνότητα του λόγου το ελησμονήσατε; Νομίζω ολίγοι να το ενθυμήσθε, πλην να σας το επενθυμίσω. Πέμπτον ζήτημα είναι: Πόσα βαπτίσματα υπάρχουν; Και λέγομεν εις αυτό, ότι βαπτίσματα είναι πέντε. Πρώτον βάπτισμα είναι του Μωϋσέως, όστις επέρασε τους Εβραίους εις την Ερυθράν θάλασσαν, καθώς το μαρτυρεί ο Άγιος Κοσμάς εις ένα τροπάριον της σημερινής εορτής εις την εβδόμην ωδήν, και λέγει: «Θάλασσα δε ην τύπος ύδατος, και νεφέλη του πνεύματος». Ήτοι αντί ύδατος υπήρχεν η θάλασσα η Ερυθρά, και αντί του Αγίου Πνεύματος ήτο η νεφέλη εκείνη, η οποία τους εσκέπαζε την ημέραν, και δεν εκαίοντο από το καύμα του ηλίου. Δεύτερον βάπτισμα είναι το του Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, όστις εβάπτιζε τους Εβραίους, καθώς το λέγει και το άγιον Ευαγγέλιον το κατά Ιωάννην, ότι «ην δε και Ιωάννης βαπτίζων εν Αινών εγγύς του Σλείμ, ότι ύδατα πολλά ην εκεί». Σαλείμ ελέγετο η Ιερουσαλήμ. Πλην  το βάπτισμα του Ιωάννου μόνον προς μετάνοιαν εγένετο, ήτοι ως προετοιμασία του βαπτίσματος του Κυρίου, διότι αυτό το βάπτισμα Πνεύμα Άγιον δεν εχάριζεν εις τους βαπτιζομένους, καθώς λέγουσιν αι Πράξεις των Αγίων Αποστόλων. «Εγένετο Παύλον διελθόντα τα ανωτερικά μέρη, ελθείν εις Έφεσον, και ευρών μαθητάς τινάς είπε προς αυτούς: «Ει Πνεύμα Άγιον ελάβετε πιστεύσαντες»; Οι δε είπον: «Αλλ’ ουδέ ει Πνεύμα Άγιον εστιν ηκούσαμεν». Είπε δε Παύλος· «Εις τι ουν εβαπτίσθητε»; Οι δε είπον: «Εις το Ιωάννου βάπτισμα». Είπε δε προς αυτούς ο Παύλος: «Ιωάννης μεν εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τω λαώ λέγων εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν ίνα πιστεύσωσι, τούτ’ έστιν εις τον Κύριον Ιησούν». Ο Παύλος δηλαδή ο Απόστολος, όταν εκήρυξεν εις τας άνω τοποθεσίας της Ανατολής, κατέβη εις την Έφεσον, εκεί δε εύρε δωδεκα ανθρώπους, οι οποίοι έλεγον, ότι είναι και αυτοί από τους μαθητάς των Αποστόλων, ήτοι Χριστιανοί. Ηρώτησε δε αυτούς ο Παύλος: «Ελάβετε Πνεύμα Άγιον, όταν εβαπτίσθητε και επιστεύσατε εις Χριστόν ή όχι»; Και εκείνοι του είπον: «Ημείς ούτε καν ότι υπάρχει Πνεύμα Άγιον ηκούσαμεν». Λέγει προς αυτούς ο Παύλος: «Πως εβαπτίσθητε»; ή «Εις τι βάπτισμα εβαπτίσθητε»; Λέγουν εκείνοι, ότι «Εις το βάπτισμα του Ιωάννου εβαπτίσθημεν». Τότε απεκρίθη ο Άγιος Παύλος ο Απόστολος και λέγει προς αυτούς: «Ο Ιωάννης εβάπτιζε τους ανθρώπους μόνον με ύδωρ και εις μετάνοιαν». Ήτοι, δια να μετανοήσουν και να βαπτισθούν εις το Βάπτισμα, το οποίον έδειξεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τότε, ως ήκουσαν οι άνθρωποι εκείνο οι δώδεκα, εβαπτίσθησαν εις το Βάπτισμα του Κυρίου Ιησού. Αυτό λοιπόν το αναφέρομεν δια την υμετέραν αγάπην, ευλογημένοι Χριστιανοί, δια να καταλάβετε, ότι βάπτισμα ήτο και το βάπτισμα του Προφήτου Ιωάννου, αλλά μόνον προς μετάνοιαν ήτο. Τρίτον Βάπτισμα είναι το του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το οποίον αυτός ούτος ο Κύριος έδειξεν εις ημάς τους Χριστιανούς, και το οποίον γίνεται δια του ύδατος και του Αγίου Πνεύματος, εις το οποίον Βάπτισμα όστις δεν βαπτισθή, δεν είναι Χριστιανός. Τέταρτον Βάπτισμα, είναι το μαρτύριον, πλην είναι από όλα τα Βαπτίσματα τιμιώτερον και καλλίτερον, ότιπλέον δεν φοβείται να μολυνθή από αμαρτίας· αυτό το Βάπτισμα πρώτος ο Χριστός το έδειξε και εβαπτίσθη εις αυτό, όταν δια τας αμαρτίας ημών των αμαρτωλών ανθρώπων εσταυρώθη και έχυσε το Πανάγιόν του Αίμα, αλλά οι Μάρτυρες όλοι με αυτό το Βάπτισμα εβαπτίσθησαν της Βασιλείας των Ουρανών. Πέμπτον βάπτισμα είναι το των δακρύων, ήτοι το να ενθυμηθή τις τας αμαρτίας του, να κλαύση και να θρηνήση. Τα δάκρυα εκείνα ως νέον Βάπτισμα είναι· ότι με τα δάκρυα καθαρίζει ο άνθρωπος το πρώτον Βάπτισμα, το οποίον εμόλυνε, πλην είναι κοπιαστικώτερον από όλα, ότι έχει και κόπον περισσότερον από τα άλλα τέσσαρα Βαπτίσματα· ότι και το μαρτύριον έχει κόπον και πόνον, αλλά μόνον εις μίαν ώραν ή ημέραν ή εβδομάδα, όμως το δάκρυ θέλει να το έχη ο άνθρωπος εις όλην του την ζωήν, και δια τούτο είναι και κοπιαστικώτερον από όλα τα βαπτίσματα. Είπομεν λοιπόν και πόσα βαπτίσματα είναι και διελευκάναμεν το πέμπτον ζήτημα. Έκτον ζήτημα είναι: Πόσα ονόματα έχει το άγιον Βάπτισμα; Ας είπωμεν λοιπόν επ’ αυτού όσα λέγει ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος. Λέγεται δώρον, διότι, χωρίς να δώσωμεν τίποτε εις τον Θεόν, μας το δίδει. Λέγεται Βάπτισμα, ότι θάπτει την προπατορικήν αμαρτίαν, ήτοι την αμαρτίαν του Αδάμ, την οποίαν έχει κάθε παιδίον, αυτό την εξαφανίζει. Το άγιον Βάπτισμα λέγεται και χρίσμα, ότι τον παλαιόν καιρόν, όταν ήθελον να κάμουν Βασιλέα ή Αρχιερέα, τον ήλειφον με έλαιον. Ούτω και ημάς τους Χριστιανούς, επειδή βασιλείς των παθών μάς κάμνουν, μας βαπτίζουν με το άγιον Βάπτισμα και μας χρίουν με το άγιον Μύρον εις τους οφθαλμούς, εις τας χείρας και εις το στήθος, δια να μη έχη ο διάβολος χώραν και τόπον εις όλα μας τα μέλη. Εις τους οφθαλμούς μάς χρίουν δια να μη δύναται ο διάβολος να μας νικήση με την όρασιν εις κάλλος μάταιον ή εις ευτυχίαν άλλου. Εις τας χείρας δε, δια να μη δύναται ο διάβολος να μας νικά εις αρπαγήν, και εις όσας αμαρτίας κάμνουσιν αι χείρες. Εις το στήθος δε, δια να μη ενθυμούμεθα πονηράς ενθυμήσεις· όυι το επιθυμητικόν του ανθρώπου εις το στήθος ευρίσκεται. Λέγεται φώτισμα, ότι φωτίζει και λαμπρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, και την σώζει από το σκότος της αιωνίου κολάσεως. Λέγεται αφθαρσίας ένδυμα, ότι με το άγιον Βάπτισμα εξαλείφονται αι αμαρτίαι του ανθρώπου και ενδύεται ο άνθρωπος αφθαρσίαν, ήτοι δεν φοβείται πλέον ο άνθρωπος εκείνος να κολασθή, αλλά υπάγει εις λουτρόν παλιγγενεσίας, ότι πλύνει και καθαρίζει τον άνθρωπον από τας αμαρτίας του, και το Βάπτισμα εκείνο είναι ως να εδευτερογεννήθη χωρίς αμαρτίας· λέγεται και σφραγίς, ότι τούτο είναι σημείον της χριστιανωσύνης· και όπως οι Εβραίοι ήλειψαν εις την Αίγυπτον τα ανώφλια των θυρών με το αίμα του αρνίου και δεν τους ηνώχλησεν ο θάνατος, τοιουτοτρόπως ούτε τους Χριστιανούς δύναται να νικήση ο διάβολος, διότι είναι σεσημειωμένοι με το άγιον Βάπτισμα. Τόσα και ακόμη περισσότερα ονόματα έχει το άγιον Βάπτισμα. Έβδομον ζήτημα είναι: Τι ονομάζεταιΠνεύμα; Και λέγομεν εις αυτό, ότι κατά πρώτον λόγον Πνεύμα ονομάζεται αυτό τούτο το Πανάγιον Πνεύμα, το εν πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, περί του οποίου και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει: «Τω Λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών». Το δε βιβλίον του Ιώβ λέγει: «Πνεύμα Κυρίου το ποιήσαν με, πνοή δε παντοκράτορος η συνέχουσά με». Και πάλιν το Λευϊτικόν λέγει: «Ενέπνευσε Πνεύμα Κυρίου τον Βεσελεήλ». Πνεύμα όμως ονομάζεται και ο Άγγελος, ως λέγει ο Προφήτης Δαβίδ: «Ο ποιών τους Αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα». Και πάλιν, ως λέγει και ο μέγας Παύλος ο Απόστολος: «Ουχί πάντες εισί λειτουργικά πνεύματα προς διακονίαν αποστελλόμενα»; Πνεύμα ονομάζεται και ο δαίμων, ως λέγει και το άγιον Ευαγγέλιον, ότι ο Κύριος επρόσταξεν ένα δαίμονα να εξέλθη από τον άνθρωπον και είπε: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εκ του ανθρώπου τούτου». Πνεύμα ονομάζεται και ο άνεμος, ως λέγει το βιβλίον του Προφήτου Ιωνά: «Και εξήρε Κύριος πνεύμα μέγα εν τη θαλάσση», ήτοι ήγειρεν ο Θεός άνεμον μέγαν εις την θάλασσαν, όταν ήτο ο Προφήτης Ιωνάς εις το πλοίον· και πάλιν ο Προφήτης ο Ησαϊας λέγει: «Ο στερεών βροντήν και κτίζων πνεύμα». Και ο Δαβίδ: «Πνεύσει το πνεύμα αυτού, και ρυήσεται ύδατα». Πνεύμα ονομάζεται και η ψυχή, ως το λέγει ο Προφήτης Δαβίδ: «Εξελεύσεται το πνεύμα αυτού, και επιστρέψει εις την γην αυτού», ήτοι η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα, και το σώμα απομένει εις την γην· και πάλιν αλλαχού ο αυτός Προφήτης λέγει: «Ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ και ουχ υπάρξει», και πάλιν αλλού: «Και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου». Πνεύμα ονομάζεται και ο νους, ως λέγει ο Κύριος προς την Σαμαρείτιδα: «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν», ήτοι ο Θεός είναι νους· πρέπει δε και εκείνοι οι οποίοι τον προσκυνούν, με νουν καθαρόν να τον προσκυνούν και να τον λατρεύουν. Πνεύμα ονομάζεται και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ως λέγει ο Προφήτης Ησαϊας: «Και επαναπαύσεται επ’ αυτώ επτά πνεύματα, πνεύμα σοφίας» και τα εξής. Πνεύμα ονομάζεται το χάρισμα της υιοθεσίας, και το τούτου εναντίον, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας». Πνεύμα ονομάζεται και το αντιδιαστελλόμενον εις το γράμμα, τούτο δε μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος λέγων: «Το μεν γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί». Πνεύμα ονομάζεται η γνωστική διάθεσις, ως λέγει ο Προφήτης Ησαϊας: «Και τότε γνώσονται οι πλανώμενοι τω πνεύματι». Πνεύμα ονομάζεται και η ζωτική δύναμις, ως λέγει ο σοφός Σολομών: «Πνεύμα εν τοις πάσιν», ήτοι όλα τα ζώντα έχουν μίαν ζωήν. Αλλά ποίον να διαλύσω και ποίον να αφήσω; Από την έννοιαν την πολλήν πίπτω εις απορίαν· ο λόγος με αναγκάζει, και η αγάπη της εορτής με κάμνει να πολυλογώ, πλήν να κόψω τον λόγον μου το ταχύτερον και να διαλύσω το όγδοον ζήτημα. Όγδοον ζήτημα είναι: Τι ονομάζεται φως; Και λέγομεν εις αυτό: Φως ονομάζεται ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα. Φως ονομάζεται και ο Άγγελος, ότι είναι του πρωταιτίου φωτός της Αγίας Τριάδος μέτοχος, μετέχων από την λάμψιν του Θεού· φως ονομάζεται και ο άνθρωπος, διότι έχει την φωνήν, και ό,τι βουληθή το φανερώνει με την φωνήν του· φως ονομάζεται και εκείνο που εδίωξε το πρωτόγονον σκότος· φως ονομάζεται και η εντολή, που έδωκεν ο Θεός εις τον Αδάμ, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ: «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου, και φως τοις τρίβοις μου». Και πάλιν αλλαχού: «Διότι φως τα προστάγματά σου»· φως ονομάζεται και ο νόμος που έδωκεν ο Θεός εις τους Εβραίους· φως ονομάζεται και το πυρ εκείνο, που εφλόγιζε την βάτον, και δεν την έκαιε· φως ονομάζεται και ο στύλος πυρός, που ωδήγει τους Εβραίους μετά την Ερυθράν θάλασσαν, και επεριπατούσαν την νύκτα· φως ονομάζεται και εκείνο το πυρ, που ήρπασε τον Προφήτην Ηλίαν· φως ονομάζεται και εκείνο που εφάνη εις τους ποιμένας, όταν εγεννήθη ο Χριστός εις το σπήλαιον· φως ονομάζεται και του αστέρος η λάμψις, που ωδήγει τους Μάγους από την Ανατολήν έως την Βηθλεέμ, φως ονομάζεται και εκείνο που έδειξεν ο Χριστός εις το Θαβώριον όρος, και έλαμψεν εμπρός εις τους Μαθητάς· φως ονομάζεται και η φαντασία εκείνη, που εσκότισε τους οφθαλμούς του Αποστόλου Παύλου· φως ονομάζεται και εκείνο, που μέλλουν να λάμψουν οι δίκαιοι εις την δευτέραν Παρουσίαν· φως ονομάζεται καθαρώς και καθολικά το Άγιον Βάπτισμα. Ιδού βοηθεία Θεού ελύσαμεν και το όγδοον ζήτημα. Ένατον ζήτημα είναι: Διατί γίνεται το Βάπτισμα δι’ ύδατος και Αγίου Πνεύματος; Λέγομεν εις αυτό, ότι ο άνθρωπος είναι διπλούς, από το σώμα και από την ψυχήν· και το μεν σώμα είναι αισθητόν, ως το προείπομεν εις την αρχήν του λόγου, η δε ψυχή είναι νοερά και άϋλος. Ομοίως και το Βάπτισμα γίνεται δια του ύδατος μεν, το οποίον είναι αισθητόν, και του Αγίου Πνεύματος, το οποίον είναι νοητόν και άϋλον. Και ότι το μεν σώμα, όταν θέλωμεν να το καθαρίσωμεν, δι’ ύδατος το καθαρίζομεν, την δε ψυχήν το Πνεύμα το Άγιον την καθαρίζει και την λαμπρύνει· δια τούτο έλεγε και ο Προφήτης Ησαϊας: «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλεσθε τας πονηρίας από των καρδιών υμών απέναντι των οφθαλμών μου», ήτοι, η μεν πλύσις δια του ύδατος καθαρίζει το σώμα, η δε χάρις του Αγίου Πνεύματος λαμπρύνει την ψυχήν και την ελευθερώνει από τας αμαρτίας. Έχομεν λύσει ούτω και το ένατον ζήτημα. Βούλεσθε τώρα να είπω και το δέκατον ζήτημα ή να το αφήσω; Νομίζω, ότι όλοι το καταλαμβάνετε, ως απλούν και φανερόν, διότι, ποίος Χριστιανός είναι, όστις δεν καταλαμβάνει ποίαν χάριν έχει το Άγιον Βάπτισμα, ή τι καλόν δίδει εις τον άνθρωπον; Πλην να είπω και περί τούτου ολίγα, δια να μη φανώ ότι αμελώ. Δέκατον ζήτημα είναι: Τι δύναται να χαρίση το Βάπτισμα εις τον άνθρωπον; Και λέγομεν εις αυτό: Ο άνθρωπος εξ αρχής αναμάρτητος έγινεν από την γην χειρί Θεού· όμως, όταν παρέβη την εντολήν του Θεού και έφαγε απ’ εκείνο το ξύλον της γνώσεως, τότε απέκτησε και την αμαρτίαν, και από τότε όσοι άνθρωποι εγεννώντο μετείχον όλοι της αμαρτίας του Αδάμ. Δια τούτο και δεν ηδύναντο να αναβούν εις την Βασιλείαν των ουρανών, εκεί από όπου εξέπεσεν ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ. Ο Χριστός λοιπόν, ως φιλάνθρωπος και ελεήμων, δεν αφήκε το γένος των ανθρώπων, ήτοι το πλάσμα του, να το κερδήση ο διάβολος, αλλά ήλθε και εβαπτίσθη και μας έδειξε τον τρόπον και την οδόν της σωτηρίας μας, ότι δια του Αγίου Βαπτίσματος θα αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών, της πρώτης μας πατρίδος. Είναι λοιπόν το Άγιον Βάπτισμα σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου και ελευθέρωσις από των αμαρτιών. Το Βάπτισμα είναι η κλεις της Βασιλείας των ουρανών. Το Βάπτισμα είναι φωτισμός της ψυχής του ανθρώπου, το Βάπτισμα είναι αγιασμός και λαμπρότης των ανθρώπων· το Βάπτισμα είναι ζωή και σωτηρία των Χριστιανών· το Βάπτισμα είναι ελευθερία από της κολάσεως· διότι, όστις το φυλάξη καθαρώς, αξιώνεται της Βασιλείας των ουρανών, το Βάπτισμα είναι νοητόν, είναι Δευτέρα πλάσις του ανθρώπου, διότι όταν βαπτισθή ο άνθρωπος γίνεται αναμάρτητος, καθώς τον έκαμεν ο Θεός εξ αρχής. Θέλεις να μάθης την αλήθειαν, τι δύναται να χαρίση το Άγιον Βάπτισμα; Άκουσον πως ορίζει τούτο ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Άγιον Ευαγγέλιον: «Ει τις ουκ αναγεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν των ουρανών», ήτοι όστις δεν δευτερογεννηθή από το Άγιον Βάπτισμα, εκείνος δεν εισέρχεται εις την Βασιλείαν των ουρανών, εκείνος δε ο άνθρωπος όστις βαπτισθή πηγαίνει εις την Βασιλείαν των ουρανών. Τι άλλο περισσότερον θέλεις, ή τι άλλο χάρισμα ζητείς καλλίτερον από αυτό, που σου δίδει το Άγιον Βάπτισμα; Δια τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, όσοι εβαπτίσθημεν εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την Μίαν Αγίαν και σεβάσμιον Τριάδα, ας μη μολυνθώμεν με πράξεις και έργα δαιμονικά. Όσα υπεσχέθημεν εις το Άγιον Βάπτισμα, ας σπουδάσωμεν να τα εκτελέσωμεν, ότι υπεσχέθημεν να υπακούωμεν εις τους λόγους του Ευαγγελίου. Τας παραγγελίας του Χριστού να κάμνωμεν, τας εντολάς του να τηρώμεν, την σωτηρίαν μας να φροντίζωμεν, την Βασιλείαν των ουρανών να ζητώμεν, τον δαίμονα να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα τα έργα αυτού, πορνείαν να μη κάμνωμεν, να μη φονεύωμεν, να μη αρπάζωμεν, να μη πλεονεκτώμεν, να μη εχθρευώμεθα αλλήλους, να μη καταδίδωμεν ο ένας τον άλλον, να μη είμεθα ανελεήμονες, να μη είμεθα άσπλαγχνοι, να μη οργιζώμεθα, να μη υπερηφανευώμεθα, να μη κενοξοξώμεν, να μη πράττωμεν κανένα έργον του διαβόλου, αλλά του Χριστού τα έργα να μελετώμεν και να κάμνωμεν. Να έχωμεν παρθενίαν, φιλοξενίαν, αγάπην εις πάντας, πίστιν εις τον Χριστόν, ελπίδα εις τον Θεόν, ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, αγαθωσύνην εις τους εχθρούς μας τους σωματικούς, υπομονήν εις τους πειρασμούς του σώματος, υποταγήν εις τους μεγαλυτέρους μας, υπακοήν εις τα βιβλία της Εκκλησίας μας, εγκράτειαν των παθών, αποχήν των κακών και αποφυγήν των αμαρτιών. Αυτά όλα και περισσότερα αγαθά υπεσχέθημεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, να κάμνωμεν. Δια τούτο αυτά ας φυλάξωμεν, αυτά ας κατορθώσωμεν· μη φανώμεν αχάριστοι και αγνώμονες, ας τιμήσωμεν τον Χριστόν, ας δοξάσωμεν την Δεσποτικήν εορτήν και αγίαν ταύτην ημέραν όχι με θυσίας ελληνικάς ή με απρεπείς και ατάκτους χορούς, ή με πολυποσίας και πολυφαγίας· διότι αυτά ζητούσι τα έθνη, καθώς το λέγει και ο μέγας Παύλος ο Απόστολος: «Ταύτα γαρ πάντα τα έθνη επιζητεί». Μη νομίζωμεν, ότι με τοιαύτα έργα ευχαρεστείταιο Θεός, αλλά εάν νηστεύσωμεν δια τον γευσάμενον όξος και χολήν, τότε ευχαριστείται ο Θεός· εάν υβρισθώμεν δια την αγάπην του Χριστού του υβρισθέντος δι’ ημάς, τότε έχομεν χάριν εκ Θεού· εάν ονειδισθώμεν, εάν διωχθώμεν, εάν πειρασθώμεν, εάν φυλακισθώμεν, εάν εξορισθώμεν, εάν κάθε άλλο κακόν πάθωμεν δια την αγάπην του Χριστού, τότε ας χαιρώμεθα, ας ευφραινώμεθα, ότι πολύν μισθόν έχομεν εις την Βασιλείαν των Ουρανών, καθώς λέγει και το κατά Ματθαίον άγιον Ευαγγέλιον: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς». Ούτω λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εάν ποιώμεν, τότε θα δεχθή ο Θεός τας εορτάς μας και τας πανηγύρεις μας. Και εδώ μεν θα μας αξιώση να διέλθωμεν ζωήν ειρηνικήν, ασκανδάλιστον και αναμάρτητον, εκεί δε θα μας καταξιώση της στάσεως των Αγίων Πάντων, της αιωνίου ζωής, της αγήρω μακαριότητος, της τιμής των εκλεκτών, και της Βασιλείας των Ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω Θεώ ημών· ω πρέπει δόξα, τιμή, προσκύνησις, αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγάθω και ζωαρχικώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: