Λόγος εγκωμιαστικός εις τον Μέγαν Αντώνιον.

Ευχάριστοι οι άνθρωποι εις τας σωματικάς ευεργεσίας, τάχα να είναι οι αυτοί και εις τας πνευματικάς; Επαινετοί δια τας κοσμικάς ωφελείας, τάχα να είναι τοιούτοι και δια τας υπερκοσμίους; Επαινετός κοντά εις τους Αθηναίους Δράκων τις και Σόλων δια την εύρεσιν των Νόμων· δια τούτο το ίδιον αίτιον και οι Αιγύπτιοι έπλεκον πολλά στέφανα εγκωμίων εις τον τρισμέγιστον Ερμήν, οι Λακεδαιμόνιοι εις τον Λυκούργον και οι Ρωμαίοι εις τον Νουμάν Πομπήλιον. Και τι κάμνει χρεία να ενθυμώμαι τα μερικά; Ολόκληρα έθνη επαινούνται έως της σήμερον δια τινα εύρεσιν ευεργεσίας επιγείου· ούτως επαινούνται οι Αιγύπτιοι δια την εύρεσιν της μοναρχίας· οι Εβραίοι δια την εύρεσιν της ποιητικής· οι Υιοί του Σηθ δια την εύρεσιν της αστρολογίας και των γραμμάτων· ο Ασκληπιός δια την εύρεσιν της ιατρικής· ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος δια την εύρεσιν της σφαίρας και των ωρολογίων· ο Κλεοφάνης ο Κορίνθιος δια την εύρεσιν των διαφόρων χρωμάτων· ο Ορφεύς δια την εύρεσιν της κιθάρας και της μουσικής· και δια να είπω με ένα λόγον, πολλήν αίσθησιν έχει ο άνθρωπος εις τας σωματικάς ευεργεσίας, τάχα να είναι τοιούτος και εις τας ψυχικάς;

Μου φαίνεται εις την ευεργεσίαν τούτων να είναι πολύ αργός, πολύ δυσκολοκίνητος και προσέξατε να εννοήσητε τούτου την αλήθειαν. Τι σύγκρισιν έχουσιν αυταί αι ευρέσεις, αυταί αι ευεργεσίαι, τας οποίας προυξένησαν οι προειρημένοι άνθρωποι εις τους ανθρώπους, με εκείνας τας ευεργεσίας, με εκείνας τας ευρέσεις, τας οποίας εγέννησεν ο νους, με πολλούς ιδρώτας και αγώνας του σήμερον εορταζομένου Αγίου Αντωνίου; Αυτός δεν είναι όστις μας έδειξε την ευκολωτάτην τέχνην, με την οποίαν να κατατροπώνωμεν τους τρεις μεγάλους και ακοιμήτους εχθρούς μας, την σάρκα, λέγω, τον κόσμον και τον διάβολον; Αυτός δεν είναι ο πρώτος, όστις μας ήνοιξε μίαν σύντομον και ευκολωτάτην οδόν, δια να αναβώμεν εις την αιώνιον και μακαριωτάτην μας πατρίδα; Τις άλλος ωσάν τούτον τον Μέγαν Αντώνιον εφανέρωσε τας απειλάς, τα φόβητρα, τας επιβουλάς του κοινού μας εχθρού διαβόλου, ότι δηλαδή δεν είναι ταύτα τίποτε άλλο παρά μία φαντασία, εν ψεύδος αδύνατον; Τις έδειξεν ωσάν τον Άγιον Αντώνιον την φαινομένην ανδρείαν του διαβόλου, ότι δεν είναι άλλο, παρά μία παντελής αδυναμία; Τις άλλος εφανέρωσε την κολακείαν του σώματος, ότι είναι εις βρόχος θανατηφόρος της ψυχής; Τις άλλος απεκάλυψε τόσον την κεκρυμμένην απάτην του κόσμου; Αυτός δεν είναι όστις εκ νεότητος έδειξε θαυμαστήν και άγνωστον πρότερον τέχνην, με την οποίαν δύναται ο πλούσιος να μεταφέρη τον πλούτον του εις τον ουρανόν; Τόσας ευρέσεις, τόσα νέα πράγματα, όλα ουράνια, όλα ψυχωφελή, όλα θεάρεστα, επενόησε πρώτος, ευρήκε πρώτος, μας έδειξε πρώτος ο Μέγας Αντώνιος με την ιδικήν του ζωήν, όχι με το χαρτί και μελάνι, αλλά με ιδρώτας και πόνους· και όμως, που είναι οι έπαινοί του; που τα εγκώμιά του; που η αίσθησις των ανθρώπων εκείνη, την οποίαν έχουν εις τας σωματικάς ευεργεσίας; Αλλ’ έστω δεδοξασμένον το όνομα του γλυκυτάτου μας Ιησού, εκείνου όστις ηξεύρει όχι μόνον να τιμά, αλλά και να επαινή τα καλά. Αυτός επάρας σήμερον τους οφθαλμούς αυτού εις τους μαθητάς αυτού, είδε την εκούσιον πτωχείαν του Μεγάλου Αντωνίου και την επήνεσε· «Μακάριοι οι πτωχοί» λέγων, «ότι υμετέρα εστίν η Βασιλεία των ουρανών». Είδε τας νηστείας και τας εμακάρισε· «Μακάριοι οι πεινώντες νυν, ότι χορτασθήσεσθε». Είδε τας προσευχάς, τα δάκρυα και τα εκαλοτύχησε· «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε». Ω έπαινοι, ω στέφανα λαμπρά του Αγίου Αντωνίου, και όχι μόνον λαμπρά, αλλά και πολλά, ώστε δεν ήθελον ειπεί πράγμα έξω της αληθείας σήμερον, ανίσως και ονομάσω τον Άγιον Αντώνιον εν λαμπρότατον και έμψυχον κάτοπτρον της Ουρανίου Πολιτείας, επειδή μέσα εις την μακαρίαν αυτού ψυχήν ευρίσκω την λαμπρότητα των Αγίων Πάντων. Και δι’ άλλα μεν αξιοθαύμαστος είναι ο ουρανός, ότι καθέδρα Θεού εστιν, ότι διαφανές σώμα και λαμπρότατος υπέρ τον ήλιον, ότι γαληνιαίος και ατάραχος κατά πάντα τον αιώνα, αλλά προς τούτοις λαμπρός, αξιοθέατος και άξιος δια να αρπάζη κάθε οφθαλμόν εις την θεωρίαν του, καθώς ακριβώς έλεγεν ο παλαιός εκείνος Αναξαγόρας, ότι δεν εγεννήθη δι’ άλλο ειμή δια να βλέπη τον ουρανόν, επειδή ηξιώθη να είναι περιδιάβασις των Αγγέλων, οίκος των μακαρίων, σκηνή και παλάτιον των Μαρτύρων και να είπω με ένα λόγον, αυτός ο ουρανός είναι το μυριοχαριτωμένον παλάτιον, ο γαληνότατος λιμήν, ο ευωδέστατος κήπος μέσα εις τον οποίον χαίρονται, αναπαύονται και υμνολογούσι τον των πάντων Θεόν τα μακάρια πνεύματα των Δικαίων, Οσίων, Μαρτύρων, ελεημόνων και απλώς πάσαι αι ψυχαί των εγγεγραμμένων εν βίβλω ζωής. Τοιούτος ένδοξος, τοιούτος περιβόητος ο φαινόμενος ούτος και άψυχος ουρανός, μάλιστα δια τους οικήτοράς του. Αλλά το διαφανέστατον κάτοπτρον του ουρανού, ο περιβόητός μας Αντώνιος, δεν είναι ολιγώτερον λαμπρός, δεν είναι κατώτερος κατά την φύσιν του παραδείγματος προς το παραδειγματιζόμενον, αλλά πλέον λαμπρότερος, πλέον ενδοξότερος, όχι διότι ο Μέγας Αντώνιος είναι έμψυχος και ο ουρανός άψυχος· διότι είναι εικών Θεού, ο δε ουρανός ουχί· (αυτά κοινά πλεονεκτήματα της ανθρωπίνης φύσεως), αλλ’ ότι εκείνα, δια τα οποία είπομεν ότι ο ουρανός είναι τίμιον πράγμα και ένδοξον, ο ουρανός τα έχει κατά συμβεβηκός, ο δε Άγιος Αντώνιος καθ’ αυτό και εκ προαιρέσεως. Ποία είναι εκείνα, δια τα οποία εδείξαμεν τον ουρανόν λαμπρόν και περιβόητον; Τα ενθυμείσθε· ότι δηλαδή είναι θρόνος Θεού, κατοικία των μακαρίων και τα άλλα τα οποία είπομεν, ταύτα όμως έχει κατά θείαν χάριν και όχι κατά προαίρεσιν, επειδή τα άψυχα δεν έχουν προαίρεσιν. Αλλ’ ο πολυϋμνητός μας Μέγας Αντώνιος με την ιδικήν του προαίρεσιν ηξιώθη να είναι ναός Θεού, θρόνος έμψυχος της Αγίας Τριάδος, και προς τούτοις ηξιώθη να έχη με την ιδικήν του ασύγκριτον αγάπην προς τον Θεόν τα στέφανα και τας λαμπρότητας, όχι μόνον των Οσίων, όχι μόνον των Ασκητών, αλλά και των ελεημόνων και των Μαρτύρων και απλώς ειπείν πάντων εκείνων των Δικαίων τας αρετάς, με των οποίων την κατοίκησιν φαίνεται ένδοξος και λαμπρός ουρανός. Και δια να μη νομίση τις, ότι λαλούμεν χωρίς απόδειξιν, ας έλθωμεν εις τα έργα του Αγίου Αντωνίου και από εκείνα, καθώς τα διηγείται με πάσαν αλήθειαν ο Μέγας Αθανάσιος, θέλει βεβαιωθή καθ’ εις, ότι ο Μέγας Αντώνιος είναι αληθώς εν κάτοπτρον του ουρανού, επειδή εις όσα χαίρεται και καυχάται ο ουρανός, όλα τα εσώρευσε μέσα εις την ψυχήν του ο μακάριος Αντώνιος. Ποίον είναι το πρώτον όπερ στολίζει τον ουρανόν; Οι Μάρτυρες; Ας υποθέσωμεν τούτο, καθώς και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις την Αποκάλυψίν του (Κεφ. ξ΄) είδε τους Μάρτυρες, οίτινες ίσταντο πρώτοι έμπροσθεν εις τον θρόνον του Θεού και ενώπιον του αρνίου, περιβεβλημένοι στολάς λευκάς και φοίνικες εν ταις χερσίν αυτών. Τούτο λέγω και εγώ, επειδή Μάρτυς ο Αντώνιος και τη προαιρέσει και τη πράξει. Δια τούτο ο Μέγας Αθανάσιος με πολλήν του χαράν γράφει, ότι όταν εκυρίευσε την Εκκλησίαν ο Μαξιμίνου διωγμός και εσύροντο εις την Αλεξάνδρειαν οι Μάρτυρες, άφησεν ευθύς ο Άγιος Αντώνιος τα Μοναστήρια, ηκολούθησε και αυτός, λέγων· «Απέλθωμεν, ίν’ αγωνισώμεθα». Και επήγε με τοιαύτην προθυμίαν, όχι μακρόθεν αλλά και μέσα εις τας φυλακάς και μέσα εις τα μέταλλα· και άλλους Μάρτυρας υπηρέτει, άλλους παρεκίνει εις το μαρτύριον και με τόσην σπουδήν, με τόσον θάρρος, με τόσην καταφρόνησιν των τυράννων, ώστε παρεκινήθη ο τύραννος να εμποδίση τους Μοναχούς, πλέον να μη έρχωνται εις το κριτήριον. Και άκουσον τα ίδια λόγια του Μεγάλου Αθανασίου· «Ο ουν δικαστής βλέπων αυτού τε και των συν αυτώ το άφοβον, παρήγγειλε μηδένα των Μοναχών εν τω δικαστηρίω φαίνεσθαι». Ποίων το άφοβον; Του Μεγίστου Αντωνίου, μάλιστα· διότι μαρτυρεί αυτός ο Άγιος Αθανάσιος περί αυτού, ότι «πολλή η αυτού σπουδή εν τω δικαστηρίω αυξάνειν εις προθυμίαν τους αγωνιζομένους, μαρτυρούντας δε αυτούς απολαμβάνειν και προπέμπειν έως τελειωθώσιν». Βλέπεις εδώ πόσας φοράς έγινε Μάρτυς; Όσας φοράς επήγεν εις το δικαστήριον, όσους παρεκίνησε και εστήριξεν εις το Μαρτύριον, τόσας φοράς έγινε Μάρτυς. Και τούτου την αλήθειαν ακόμη γνώρισε από τούτο· προσέταξεν ο κριτής να μη φανή πλέον Μοναχός εις το κριτήριον· τάχα εψήφησεν αυτήν την απόφασιν, εφοβήθη ο Αντώνιος; Μη γένοιτο· αλλ’ όταν έφυγον οι άλλοι, αυτός πλύνει τον επενδύτην, στολίζεται με αυτό το ασκητικόν φόρεμα, έρχεται εις το κριτήριον με περισσοτέραν προθυμίαν από την πρώτην, αναβαίνει εις υψηλόν τόπον, δια να τον βλέπη και αυτός ο κριτής· «Και οι μεν άλλοι πάντες (λέγει ο Μέγας Αθανάσιος) έδοξαν κρύπτεσθαι τη ημέρα εκείνη, ο δ’ Αντώνιος τοσούτον εφρόντισεν, ώστε και μάλλον πλύναι τον επενδύτην, και τη εξής έμπροσθεν εφ’ υψηλού στήναι, και φαίνεσθαι τω ηγεμόνι λαμπρόν». Τόση ήτο η προθυμία του, τόσον ο ζήλος του, δια να χύση το αίμα του και δια να δοκιμάση περισσότερα μαρτύρια από όλους. Αλλά τι το εμπόδιον; Το λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, ότι ο Θεός δεν ήθελε να αναχωρήση από τον κόσμον τοιούτον χρυσούν παράδειγμα της αρετής· «Ο δε Κύριος ην αυτόν φυλάττων, και εις την ημών και την των ετέρων ωφέλειαν». Εδώ σημείωσαι, ανίσως ο τοιούτος μέγας και περιβόητος εις την αρετήν Αθανάσιος λέγει, ότι ο Θεός εφύλαξε τον Αντώνιον, και δια την ωφέλειαν των άλλων, και δι’ αυτού του Αθανασίου, τι πρέπει να συμπεραίνωμεν ημείς εκ τούτων των λόγων; Ουδέν άλλο, παρ’ ότι αληθώς ο Αντώνιος ήτο εν κάτοπτρον του ουρανού, ήτοι μία περίληψις πασών των αρετών· ήτο όχι μόνον Μάρτυς, αλλά και διδασκαλία, και έρεισμα, στήριγμα και παρηγορία των Μαρτύρων. Ότι δε ήτο ελεήμων και παράδειγμα των ελεημόνων, δεν είναι δύσκολον του να το βεβαιωθή όστις ακούση, ότι αποθανόντων των γονέων, όταν ήτο δεκαοκτώ ετών, και ακούσας εις την Εκκλησίαν το Ευαγγέλιον όπερ έλεγεν «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα, και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς, και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ. ιθ:21), αυτά τα λόγια ήκουσεν ο Αντώνιος, και παρευθύς εξερχόμενος της Εκκλησίας χαρίζει εις την πόλιν του τριακόσια χωράφια, πωλεί όσα είχε κινητά και ακίνητα, διαμοιράζει εις τους πτωχούς τα αργύρια και εκράτησε μόνον ολίγα τινά δια την ζωοτροφίαν του. Και πάλιν ακούσας την επομένην Κυριακήν το Ευαγγέλιον, όπερ έλεγε· «Μη μεριμνήσετε δια την αύριον» (Ματθ. Κεφ. στ΄), εξελθών από την Εκκλησίαν, έδωκε και εκείνα τα ολίγα, και αυτός ειργάζετο με τας χείρα του, ακούσας από τον Απόστολον· «Αργός μηδέ εσθιέτω» και από εκείνο το οποίον εδούλευεν ετρέφετο, και το επίλοιπον το έδιδεν εις τους πτωχούς. Τι άλλο περισσότερον χρειάζεσαι να βεβαιωθής, ότι ο Αντώνιος όχι μόνον ελεήμων, αλλά και των ελεημόνων παράδειγμα; Λοιπόν επειδή ούτως έχει η αλήθεια, συ των ελεημόνων και των εν ουρανοίς μακαρίων απάντων την λαμπρότητα και την δόξαν βλέπων, τον Αντώνιον θεωρείς· όθεν λαμπρότατον κάτοπτρον του ουρανού ο Αντώνιος. Μεγάλη η δόξα αληθώς και η λαμπρότης είναι εις τον ουρανόν και των Ασκητών, των Ερημιτών, των Νηστευτών, ότι και αυτών το τάγμα δεν είναι κατώτερον από των Μαρτύρων, καθότι με την ιδίαν των προαίρεσιν ετυράννησαν την σάρκα, εδουλαγώγησαν, κατεξήραναν, ηρνήθησαν τας ηδονάς πάσας της αισθήσεως, ηρνήθησαν κόσμον και τα εν τω κόσμω, δια τούτο δεν είναι κατωτέρα η δόξα αυτών και η λαμπρότης εις τον ουρανόν από την λαμπρότητα των Μαρτύρων· ναι, το ομολογώ και εγώ. Αλλά τις ο πρώτος διδάσκαλος αυτού του προαιρετικού Μαρτυρίου; Ο Αντώνιος· τις ο καταφρονήσας τα του κόσμου πάντα τερπνά πρώτος; Ο Αντώνιος· τις ο πρώτος κτίτωρ των Μοναστηρίων εν τη ερήμω; Ο Αντώνιος. Δια τούτο μαρτυρεί περί αυτού ο Μέγας Αθανάσιος, ότι ύστερον, αφ’ ου επώλησε τα υπάρχοντα ο Αντώνιος, κατεφρόνησε την πόλιν, αφήκε την συναναστροφήν των πολλών, και μη ευρίσκων εις τον έρημον τόπον Μοναστήριον δια να προσδράμη, ευρίσκει γέροντα τινα, όστις εμόναζεν εκεί πλησίον εις την πόλιν, «και ηξίου την έρημον οικήσαι συν αυτώ», τον παρεκάλει να υπάγωσι μαζί να κατοικήσωσιν εις την έρημον, και εκείνος ο γέρων δεν ηθέλησε, προφασιζόμενος το γήρας και μάλιστα την συνήθειαν, ότι δηλαδή ακόμη δεν ήτο συνήθεια να κατοικώσιν εις την έρημον και άκουσον τα ίδια λόγια του Αθανασίου: «δια το μηδέπω είναι τοιαύτην συνήθειαν». Λοιπόν είναι φανερόν, ότι ο Αντώνιος έκαμε πρώτος αυτήν την συνήθειαν· αυτός πρώτος οδηγός και διδάσκαλος της υψηλής ταύτης και ουρανίου φιλοσοφίας, καθώς αυτός ο ίδιος ο Αθανάσιος πάλιν μαρτυρεί, λέγων περί του Αντωνίου ταύτα· «Επεισε πολλούς ο Αντώνιος, δηλαδή με το ιδικόν του καλόν παράδειγμα, αιρείσθαι τον μονήρη βίον, και ούτω λοιπόν γέγονε και εν τοις όρεσι Μοναστήρια, και η έρημος εστολίσθη από Μοναχών και πάντων αυτών ως Πατήρ καθηγείτο». Βλέπεις πως Πατήρ πάντων των Μοναχών ο Αντώνιος; Βλέπεις πως αυτός εστάθη η πρώτη αιτία να στολισθή η έρημος από Μοναστήρια, από Ασκητάς, από Αγγέλους με σάρκα και αίμα, από Μάρτυρας χωρίς αίμα και αυτοπροαιρέτους; Λοιπόν οσάκις θεωρήσης την δόξαν, την λάμψιν, τους ύμνους των εν ουρανώ Ασκητών, βλέπεις την ψυχήν του Αντωνίου πλέον λαμπροτέραν, πλέον ενδοξοτέραν, ανίσως και αληθεύει ότι το αίτιον υπερβαίνει κατά τι του αιτιατού, ανίσως και δεν ψεύδεται εκείνος ο φιλοσοφικός κάλαμος, όταν γράφη, «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον». Ο Αντώνιος καθηγητής των Μοναχών, αυτός αίτιος της δόξης και φιλοσοφίας εκείνων, λοιπόν υπερβαίνει και εις την λαμπρότητα εκείνους. Όστις λοιπόν είδε την ζωήν του Αντωνίου, βλέπει ως μέσα εις εν κάτοπτρον όλην την δόξαν των Ασκητών. Θέλεις να ίδης πως βλέπει ακόμη και την δόξαν εκείνων, οίτινες κατεφρόνησαν την ρίζαν πάντων των κακών, την φιλαργυρίαν; Άκουσον! Επειδή ο Αντώνιος σύντροφον δεν εύρε δια να υπάγη εις την έρημον, αποτολμά, περιπατεί μόνος την άβατον εκείνην οδόν, τον βλέπει ο υπηρέτης πάντων των κακών, τρίζει τους οδόντας, βρυχάται ως λέων, δεν ηξεύρει με τίνα τρόπον να εμποδίση τον Αντώνιον, μελετά εν και άλλο, και πάντα εύρισκεν αδύνατα συγκρινόμενα προς την προθυμίαν του Αντωνίου. Εις όλον το ύστερον εφευρίσκει την ρίζαν των κακών πάντων, ενθυμείται την αγχόνην των ψυχών, τον χρυσόν, αυτόν απλώνει εμπρός εις την στράταν του Αντωνίου, όχι ως άγκιστρον, αλλ’ εις σχήμα ενός δίσκου· με αυτό ήλπιζεν ο πονηρός διάβολος να νικήση τον ανίκητον στρατιώτην του Χριστού, αλλά μάτην· επειδή ο Αντώνιος, ιδών τον δίσκον εις την έρημον ερριμμένον, είδεν εις τον αυτόν καιρόν και τον κεκρυμμένον διάβολον μέσα εις τον δίσκον, όθεν εμπαίζων αυτόν έλεγε· «Πόθεν εν ερήμω δίσκος; Ουκ εμποδίσεις μου την προθυμίαν, διάβολε· τούτο γαρ συν σοι εις απώλειαν». Ταύτα τα λόγια είπεν ο Αντώνιος, και παρευθύς εξέλιπεν ο δίσκος ωσεί καπνός από προσώπου πυρός· και πάλιν περιεπάτει την αυτήν οδόν ανεμποδίστως ο Αντώνιος, και έμεινεν ο διάβολος κατησχυμμένος, καταφρονεμένος, νικημένος με τον δίσκον του. Αλλά αναίσχυντον το θηρίον, πάλιν μεταχειρίζεται ο διάβολος το ίδιον άγκιστρον, τον χρυσόν, πάλιν με τον αυτόν βρόχον σπουδάζει να εμποδίση τον Αντώνιον. Ρίπτει πολύ χρυσίον εμπρός εις την στράταν του Αντωνίου. Εδώ εις τούτο το χρυσίον έχει δύο γνώμας ο Μέγας Αθανάσιος, και λέγει, ή ο διάβολος φανταστικόν χρυσίον έρριψεν εκεί, ή αληθινόν χρυσίον η θεία δύναμις το έρριψε, δια να φανερώση εις τον διάβολον ότι ο Αντώνιος μηδέ των αληθών φροντίζει χρημάτων. Δια τούτο, ευθύς ως είδε το πολύ χρυσίον, ως να ήτο πυρ, ούτω το επήδησε, και με την τόσην καταφρόνησιν, ώστε δεν εγύρισεν όπισθεν αυτού να ιδή πλέον, αλλά και με πολλήν βίαν έδραμεν εκείνην την οδόν, ώστε να μη είναι δυνατόν πλέον να ίδη εκείνον το χρυσίον· τούτο εξαίρετον σημείον της ακροτάτης καταφρονήσεως του χρυσού, της άκρας ακτημοσύνης του Αντωνίου, ανίσως και δεν είναι αρκετή εκείνη η αποστροφή των πατρικών πραγμάτων. Λοιπόν και τούτο το χάρισμα, και τούτον τον χρυσούν στέφανον των αφιλαργύρων, των εν ουρανοίς δεδοξασμένων βλέπεις μέσα εις την ψυχήν του Αντωνίου. Θέλεις να ίδης πως ούτος ο Αντώνιος είναι εν αληθινόν κάτοπτρον, εντός του οποίου φαίνεται η δόξα και το καύχημα όχι μόνον των Μαρτύρων, όχι μόνον των Ασκητών, όχι μόνον των αφιλαργύρων, όχι μόνον των ελεημόνων, αλλά και αυτών των Προφητών, και αυτών των Αποστόλων; Πως και τίνι τρόπω; Εγώ να σας το είπω· οι Προφήται και οι Απόστολοι, κατά τι προτέρημα νομίζεις να είναι ένδοξοι και λαμπροί εις τον ουρανόν; Δια την πρόγνωσιν των μελλόντων; όχι· διότι αυτό το προτέρημα το είχον και άλλοι κατώτεροι και μάλιστα ο Αντώνιος, αυτός προέβλεπε και τις έρχεται εις την έρημον να τον εύρη, και τι μέλλει να του είπη και ποίος κινδυνεύει εις την οδόν εξ εκείνων, οίτινες ήρχοντο, και απέθανεν από δίψαν. Δια τούτο, καθώς μαρτυρεί ο Μέγας Αθανάσιος, έστειλεν ύδωρ εις τινα, όστις εκινδύνευεν· ούτος όχι μόνον αυτά προέβλεπεν, αλλά και τις απέθανε ταύτην την ώραν, και τις την άλλην, και ποίοι τύραννοι μέλλουν να έλθωσιν εις την Εκκλησίαν, αλλά και αυτάς τας ψυχάς έβλεπεν όταν ανέβαινον εις τον ουρανόν, και αυτόν τον διάβολον όστις τας ημπόδιζε και ποίας ψυχάς έφθανε και έρριπτε κάτω. Αυτάς όλας τας οπτασίας και προγνώσεις, μαρτυρεί ο Μέγας Αθανάσιος, ότι δια την καθαρότητα της ψυχής του είχεν ο Αντώνιος, ακόμη και τα αποστολικά θαύματα, το να ανασταίνη νεκρούς, να διώκη δαίμονας, να θεραπεύη ασθενείας και άλλα τοιαύτα υπερφυσικά έργα. Λοιπόν δια τοιαύτα εγώ δεν λέγω πως να δοξάζωνται οι Απόστολοι και οι Προφήται, αλλά μάλιστα δια τούτο, ότι ηξιώθησαν να ίδωσι τον Θεόν καθ’ όσον είναι δυνατόν εις την ανθρωπίνην φύσιν. Και κατά τούτο το προνόμιον ο Αντώνιος δεν είναι κατώτερος, μάλιστα φοβούμαι, μήπως είναι ανώτερος και από αυτούς τους Προφήτας· διότι και την πρόγνωσιν των Προφητών είχε και θείον φως είδε, και θείας φωνάς ήκουσε παρόμοια με τους τρεις στύλους των Αποστόλων, και περισσότερον από αυτόν τον Μωϋσή, και πρόσεχε να βεβαιωθής. Αυτός καθώς αφήκε την Αλεξάνδρειαν και διεμοίρασε τα πλούτη αυτού τοις πτωχοίς, δεν εύρισκε Μοναστήριον εις την έρημον δια να υπάγη, αλλά μνήματα τινά μακρόθεν του κόσμου, εις αυτά υπήγαινε και εκλείετο εντός αυτών πολλάς ημέρας, παραγγείλας εις τινα φίλον αυτού τόσας ημέρας να του κομίζη άρτον και ύδωρ· αυτό το έργον βλέπων ο διάβολος δεν το υπέφερεν, αλλά και εφοβείτο μήπως κατ’ ολίγον συνηθίση και τους άλλους ανθρώπους ο Αντώνιος να μιμηθούν την άσκησίν του· όθεν έρχεται νύκτα τινά με πολύ πλήθος δαιμόνων και τόσον ερράβδισε τον Αντώνιον μέσα εις εκείνο το μνήμα, ώστε τον άφησεν άφωνον και ημιθανή. Την άλλην ημέραν έρχεται ο φίλος του Αντωνίου, ανοίγει την θύραν του μνήματος και βλέπων αυτόν νεκρόν, τον παίρνει εις τους ώμους, τον φέρει εις την Εκκλησίαν της χώρας, τον απλώνει επάνω εις την γην, έρχονται οι συγγενείς του, τον παραστέκονται ως νεκρόν. Εις δε το μεσονύκτιον συνελθών ολίγον ο Αντώνιος και βλέπων γύρωθεν τους συγγενείς, οίτινες εκοιμώντο, και τον φίλον του μόνον έξυπνον, αυτόν παρακαλεί να τον βαστάση και να τον φέρη πάλιν εις τα μνήματα· γίνεται το θέληματου Αντωνίου και πάλιν ήλθε μέσα εις το μνήμα, κλείει την θύραν, να σταθή δεν ηδύνατο δια τας πολλάς πληγάς των δαιμόνων. Λοιπόν και κατάκοιτος προσηύχετο και μεγαλοφώνως περιπαίζων τους δαίμονας έλεγεν· «Ώδε ειμί εγώ ο Αντώνιος, ου φεύγω τας παρ’ υμών πληγάς, ουδέν με χωρίσει της αγάπης του Χριστού μου» και πάλιν έψαλλεν· «Εάν παρατάξηται επ’ εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου» (Ψαλμ. 26:3). Ταύτα δεν υπέμειναν οι δαίμονες, αλλά μετασχηματίζονται εις τόσα θηρία και ερπετά, και παρευθύς εγέμισεν εκείνος ο τόπος από λέοντας, άρκτους, ταύρους, όφεις, ασπίδας, σκορπίους και άλλα θηρία και καθ’ εν κατά το ιδίωμά του έτρεχε κατ’ επάνω του Αντωνίου· ο λέων έτριζε τους οδόντας, ο ταύρος ώρμα μετά των κεράτων, οι όφεις και αι ασπίδες με το δηλητήριον εφαίνοντο πως δαγκάνουσι τον Αντώνιον, αλλ’ εκείνος εμπαίζων αυτά έλεγεν· «Αν είχετε δύναμιν, εν μόνον από σας ήτο αρκετόν να με θανατώση, αλλ’ επειδή έκοψε τα νεύρα σας ο Θεός, δια τούτο με το πλήθος δοκιμάζετε να με φοβήσητε· αλλά ματαιοπονείτε, επειδή με το σχήμα αυτών των αλόγων ζώων φανερώνετε την αδυναμίαν σας». Λοιπόν εκείνοι οι μεταμορφωμένοι δαίμονες, επειδή μετεχειρίσθησαν πολλά και να φοβήσωσι τον Αντώνιον δεν ηδυνήθησαν, έτριζον μόνον τους οδόντας· αλλ’ ο Κύριος ουδέ εν τούτω επελάθετο της αθλήσεως του Αντωνίου, αλλ’ εις αντίληψιν αυτού παραγέγονε, λέγει ο Μέγας Αθανάσιος. Και εδώ πρόσεχε να ακούσης πως και φωνής θείας και οπτασίας θείας και ήκουσε και είδεν ο Αντώνιος. Διότι ύστερον, αφού εφάνησαν εκείνοι οι θηριόμορφοι δαίμονες, ύστερον αφού ενεπαίχθησαν και κατεφρονήθησαν από τον Αντώνιον, είδε την στέγην ώσπερ διανοιγομένην και ακτίνα φωτεινήν, ήτις ήλθεν εις αυτόν, και παρευθύς οι δαίμονες έγιναν άφαντοι. Οι πόνοι του σώματος έπαυσαν, ο δε Αντώνιος, αφού ηννόησε την θείαν βοήθειαν και την ελευθερίαντων πόνων του, ήρχισε να παρακαλή την θείαν εκείνην οπτασίαν και να λέγη· «Που ης (που ήσουν), Κύριέ μου, πρότερον; Διατί δεν εφάνης εις την αρχήν να παύσης τους πόνους μου»; Και φωνή γέγονε προς αυτόν λέγουσα· «Ώδε ήμην, αλλά περιέμενον ιδείν το σον αγώνισμα· επεί ουν υπέμεινας και ουχ ηττήθης, έσομαί σοι αεί βοηθός και ποιήσω σε θαυμαστόν πανταχού γενέσθαι». Ω χάρις! Ω δόξα! Ω ευεργεσία του Αντωνίου! Ω προτερήματα! Ω τρισόλβιοι εκείνοι οι οφθαλμοί, οίτινες είδον την αθέατον εκείνην ακτίνα του φωτός! Ω μακάρια εκείνα τα ώτα, τα οποία ήκουσαν: «Αντώνιε, ώδε ήμην»! Και εις τι κατωτέρα αύτη η φωνή απ’ εκείνην, ην ήκουσαν οι Απόστολοι, «Εγώ ειμι μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας»; Εις τι υπερβαίνει ταύτην την ακτίνα του φωτός, ην είδεν ο Αντώνιος, εκείνη της φωτεινής νεφέλης, ην είδον οι κορυφαίοι των Αποστόλων εις το Θαβώριον όρος; Μάλιστα αύτη η οπτασία του Αντωνίου, αύτη η μακαρία φωνή υπερβαίνει εκείνας τας οπτασίας των Προφητών και όχι μόνον των άλλων, αλλά και αυτού του θεόπτου Μωϋσέως· εκείνος τα οπίσθια μόνον είδε και εκείνα κεκρυμμένος, σκεπασμένος μέσα εις οπήν πέτρας. Εις δε τον Αντώνιον ηνοίχθη η στέγη του μνήματος, η ακτίς εκείνη η θεία όχι μόνον εφάνη εμπρός εις τους οφθαλμούς του, αλλά και ήλθεν επ’ αυτόν, λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, αλλά και η φωνή, την οποίαν ήκουσε, δεν ήτο μία, αλλά πολλαί και μεγάλαι· «Ώδε ειμί», ιδού μία φωνή· «Έσομαί σοι αεί βοηθός», ιδού και άλλη φωνή και θαυμαστή και αξιέπαινος και αξιόχρεως δια να φανερώση τον Αντώνιον υπέρτερον των Προφητών απάντων, ισχυρότερον και καρτερικώτερον από όλους τους Μάρτυρας· «Έσομαί σοι αεί βοηθός», του λέγει ο Παντοδύναμος. Και τις, ή ποίος άδης, ποίος τύραννος να νικήση πλέον εκείνον, όστις έχει αεί βοηθόν τον Θεόν; «Και ποιήσω σε θαυμαστόν πανταχού γενέσθαι». Ιδού και Τρίτη φωνή· εξήγησέ την κατά περίοδον, από μίαν και μίαν λέξιν, δια να ίδης πόσα εγκώμια αναβλύζουσι του Αντωνίου από ταύτην την φωνήν, πόσην υπεροχήν αναμεταξύ εις τους άλλους Αγίους φανερώνει αύτη η φωνή εις τον Αντώνιον· «Ποιήσω σε», λέγει, «εγώ όστις εποίησα ουρανόν και γην, εγώ όστις είπα και εγένοντο εκ του μη όντος ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, το φως, η γη, τα φυτά, εγώ ο παντοδύναμος ποιήσω σε· τι; Βασιλέα; ουχί· πλούσιον; ουχί· άλλο τοιούτον κοσμικόν; ουχί· καθότι ταύτα πάντα σκιά και όνειρον και από το παραμικρόν αίτιον φθείρονται, χάνονται· αλλά ποιήσω σε θαυμαστόν». Θαύμα λέγεται εκείνο όπερ είναι έξω από τους όρους της φύσεως, εκείνο όπερ γίνεται έξω από ανθρωπίνην δύναμιν· τοιούτον θαυμαστόν ποιήσω σε, λέγει ο Θεός· να βλέπης τα μέλλοντα, να ανιστάς νεκρούς, να διώκης δαίμονας και ασθενείας να θεραπεύης· ποιήσω σε θαυμαστόν πανταχού και εις την γην, πρώτον διδάσκαλον της μοναδικής ζωής, της αρετής, της ακτημοσύνης, της καταφρονήσεως του κόσμου, της αποπτώσεως του κενού δοξαρίου· πανταχού να σε κάμω θαυμαστόν, εις τας πόλεις επιθυμητόν, επίσημον γνώριμον από κάποιαν χάριν, ην θέλω χαρίσει εις σε, καθώς μαρτυρεί και τούτο ο Μέγας Αθανάσιος· εις τους δαίμονας φρικτόν, φοβερόν, οίτινες βλέποντές σε να φεύγουν ως από πυρός, εν μέσω των αμαρτωλών φως και παράδειγμα μετανοίας· πανταχού όχι μόνον εις την γην να σε κάμω θαυμαστόν, αλλά και εις εκείνας τας τάξεις τας Αγγελικάς και εις εκείνους τους χορούς των Αποστόλων, των Προφητών, των Μαρτύρων, των Οσίων, των Ελεημόνων, των Παρθένων και Ασκητών, ώστε, όστις ήθελεν ίδει την ζωήν σου, όστις από τους μεταγενεστέρους ήθελεν αναγνώσει τα έργα σου, να βλέπη ως μέσα εις κάτοπτρον των Αποστόλων την θερμήν πίστιν, τον ζήλον και ακολούθως τα θαύματα και τας θεοψίας, των Προφητών τας προρρήσεις, των Μαρτύρων τους αγώνας και την προς εμέ θερμήν αγάπην σου, των ελεημόνων την καταφρόνησιν του πλούτου, των Ασκητών και Παρθένων την καθαρότητα της ζωής, τας πυκνάς νηστείας, και δια να είπω με ένα λόγον, πανταχού εις κάθε είδος της αγγελικής ζωής ποιήσω σε θαυμαστόν, εξαίρετον, περιβόητον χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν. Δεδοξασμένον ας είναι το όνομά Σου, πολυϋμνητε και γλυκύτατέ μου Ιησού! Ω πως αληθέστατα διξάζεις τους δοξάζοντάς Σε! Ω πως, χωρίς αμφιβολίαν, φιλείς τους φιλούντάς Σε και εκατονταπλασίονα δίδεις εις εκείνους, οίτινες άφησαν πατέρα ή μητέρα ή υπάρχοντα ή κόσμον δια την αγάπην σου! Αλλά συ, αμαρτωλού ψυχή, ήτις ακούεις τα τόσα και τόσα θαυμαστά έργα και χαρίσματα του Αντωνίου, τάχα τι συλλογίζεσαι; Τάχα τι μελετάς; Δια τον Αλέξανδρον, τον παλαιόν εκείνον βασιλέα, λέγουσιν, ότι ακούων τας πολλάς νίκας του πατρός του Φιλίππου, ελυπείτο και προς τους συνηλικιώτας του έλεγεν· «Εμοί δ’ ο πατήρ ουδέν απολείψει», και εκείνοι τω απεκρίθησαν, ότι «Ταύτά σοι κτάται». Και ο Αλέξανδρος είπεν· «Τι δ’ όφελος, εάν έχω μεν πολλά, πράξω δε ουδέν»; Τάχα και συ δεν λυπείσαι πως ο Αντώνιος τόσα και τόσα έργα και αρετάς κατώρθωσε και συ τι απέδωκας εις τον Πλάστην σου, όστις σε ηγάπησεν ίσα με τον Αντώνιον; Ποίαν εντολήν του εφύλαξας; Ή ποίον του παράγγελμα δεν κατεφρόνησας; Ο Αλέξανδρος έκλαυσεν, ελυπήθη δια τας πολλάς νίκας του πατρός του και συ δεν λυπείσαι, δεν κλαίεις, πως δεν ηδυνήθης να τελειώσης έως της σήμερον καν μίαν αρετήν από τας τόσας πολλάς όπου έκαμεν ο Αντώνιος; Αλλ’ ίσως μοι είπης εκείνο το οποίον είπον οι φίλοι εις τον Αλέξανδρον: «Ταύτά σοι κτάται». Αυτάς τας πολλάς αρετάς ο Αντώνιος δεν τας έχει μόνον δια δόξαν ιδικήν του, αλλά και δια κοινήν ωφέλειαν των Χριστιανών. Ναι, το ομολογώ και εγώ, πρεσβεύει υπέρ πάντων ημών ο Αντώνιος, προσφέρει εις τον Θεόν, ως τόσοι πρέσβεις, τα έργα του δι’ ημάς τους αμαρτωλούς. Αλλ’ ενθυμήσου τι  απεκρίθη ο Αλέξανδρος εις εκείνους, οίτινες τω είπον, ότι δια σε κάμνει τας τόσας νίκας ο πατήρ· «Τι δ’ όφελος εάν έχω μεν πολλά, πράξω δε ουδέν»; Το ίδιον λέγω και εγώ εις σε τον αμετανόητον αμαρτωλόν· Τι όφελος ανίσως έχης πολλούς πρέσβεις εις τον ουρανόν και δεν πράττης άξια έργα δια να γίνης δεκτός του ελέους εκείνης της πρεσβείας; Δια τούτο κλαύσον, μετανόησον, μίσησον τα πρώτα σου πονηρά έργα, δια να αξιωθής και της πρεσβείας του Αντωνίου και του ελέους του Θεού· ου γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: