ΤΟ ΑΛΛΗΛΕΝΔΕΤΟΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ

Όσοι εγεύθησαν την ανέκφραστον πνευματικήν γλυκύτητα της θείας εν Χριστώ ζωής, αυτοί μόνον ημπορούν να αντιληφθούν εις μίαν φωτεινήν πληρότητα, την αδιάρρηκτον σχέσιν της δογματικής και πνευματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου αγίας Εκκλησίας μας. Εάν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον, «ίνα σώση τον κόσμον» και «ίνα ζωήν έχωμεν και περισσόν έχωμεν», είναι προφανές ότι δεν ήλθε, δια να διδάξη απλώς δόγματα εις τους ανθρώπους, αλλά δια να αγιάση τους ανθρώπους δια των δογμάτων. Και ο αγιασμός αυτός είναι η ζωή. Πρέπει να ζήση κανείς την εν Χριστώ ζωήν, δια να αντιληφθή, να αισθανθή εν χάριτι, ότι όλα τα δόγματα της Εκκλησίας οδηγούν κατ’ ευθείαν εις την σωτηρίαν, την θέωσιν, εις την γνώσιν την μυστικήν, η οποία δεν αποτελεί κατηγόρημα διανοητικόν, αλλά μετουσίαν ψυχής, δια την γνώσιν της Αγίας Τριάδος, όπως είναι και το θέλημα του Θεού.
«Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν». Αυταί αι πνευματικαί εμπειρίαι, αίτινες άπτονται μυστικώς της εν Χριστώ βιούσης καρδίας, βεβαιούν το δόγμα και το δόγμα βεβαιοί την αλήθειαν της ζωής. Εάν ο Ορθόδοξος έχη μεν μελετήσει την δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας, δεν κατέστησεν όμως πράξιν τας εντολάς του Χριστού και δεν μετεστοιχειώθει η καρδία του εις πνευματικήν, δυνατόν να γνωρίση ψιλώ λόγω την άμεσον σχέσιν, ήτις υφίσταται μεταξύ δόγματος και πνευματικής ζωής. Αλλ’ όμως, η θεωρητική ανακάλυψις της αληθείας αυτής δεν παρέχει ούτε ενάργειαν ούτε βεβαιότητα. Ο χωρίς πράξιν ασκητικήν, πνευματικήν, μυστικήν, βάσει της μακράς πνευματικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας, θα βλέπη πάντοτε την σημασίαν των δογμάτων εν σχέσει προς την πνευματικήν ζωήν, «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», ακαθόριστα,φασματοσκοπικά και πολλάκις θα χάνη και αυτήν την ψιλήν γνώσιν, την κτηθείσαν δια της θεωρητικής μελέτης. Αντιθέτως ο πρακτικός, εκείνος που επίστευσεν εις τους λόγους του Χριστού και έχει μελέτην του και ζωήν ημέρας και νυκτός τας εντολάς του, και εργάζεται τας εντολάς πρώτον εκ φόβου, ύστερον δι’ ανταπόδοσιν και τελευταίον εξ αγάπης, αυτός καθαίρεται, φωτίζεται, αγιάζεται, και χωρίς να έχη διαβάσει καμμίαν Δογματικήν, ήδη κατενόησεν εν αισθήσει ψυχής τα δόγματα της Εκκλησίας και την εσωτερικήν σχέσιν δόγματος και πνευματικότητος. Άλλωστε, πως θα έλεγεν ο Κύριος, «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνός εστιν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν»; Ακριβώς αυτό λέγει και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής: «Ο Χριστός εγκέκρυπται μυστικώς εν ταις εντολαίς αυτού. Όσον τις εργάζεται τας εντολάς, τόσον αποκαλύπτεται ο Χριστός εις αυτόν». Παρά την βαθείαν, εν τούτοις, πνευματικήν πείραν, την οποίαν αποκτά ο πιστώς ζων εν Χριστώ, έχει ανάγκην όπως ελέγχη τα φρονήματα αυτού δια της διδασκαλίας της Εκκλησίας και της «αναστροφής», της ιστορίας των αγίων Πατέρων. Αυτά αποτελούν την λυδίαν λίθον της ορθότητος της πορείας μας. Και επομένως, απαιτείται η δίδυμος γνώσις, η εκ της διδασκαλίας της Εκκλησίας και η εκ της ημετέρας πνευματικής εμπειρίας, γνώσις, επαναλαμβάνομεν, καθαρώς πνευματική. Κατά βάθος γνώσις θεωρητική, γυμνή πράξεως, δεν είναι παρά μία συγκεκαλυμμένη απιστία, της οποίας δηλητηριώδες άνθος είναι η φυσίωσις. «Η γνώσις φυσιοί», λέγει ο Απόστολος Παύλος. Και σήμερον «οίδαμεν ότι πάντες γνώσιν έχομεν». Γνώσιν, οίαν ουδέποτε είχον τα τέκνα της Εκκλησίας. Γνώσιν δογματικήν, γνώσιν θεολογικήν. Αλλά θεωρητικώς μόνον. Δεν εργαζόμεθα τας εντολάς, διο και διατελούμεν εν συγχύσει και περιπίπτομεν εις αιρέσεις εν αγνοία ημών. Η εποχή μας είναι πλήρης αιρέσεων, των πλέον απιθάνων. Υπάρχει τρομερά κρίσις βιώματος εις τους πιστούς και αυτό ακριβώς προκαλεί την Βαβυλώνα των ιδεών εντός της Εκκλησίας, αλλά και την αφασίαν των θεολογικών κύκλων. Η απουσία πνευματικής ζωής από τους ποιμένας και διδασκάλους της Εκκλησίας έχει επιφέρει πραγματικήν αγνωσίαν, ώστε ούτε οι κηρύσσοντες αδεώς αντορθοδόξους ιδέας να το αντιλαμβάνωνται, ούτε οι ακούοντες να συγκινούνται, διότι στερούνται ορθοδόξων κριτηρίων. Υποθέτομεν ότι τρία είναι τα αίτια μορφώσεως ορθοδόξων φρονημάτων: η πίστις, η γνώσις και η βίωσις. Εάν δεν συνέλθουν επί το αυτό τα τρία ταύτα, αδύνατον να αποφύγωμεν τας πλάνας και τας αιρέσεις, τας υπερβολάς ή τας ελλείψεις. Παρατηρήσατε εκείνους που εις τας αντορθοδόξους φωνάς σιωπούν. Εις κάποιαν των τριών τούτων προϋποθέσεων χωλαίνουν. Ή εις την πίστιν ή εις την γνώσιν ή εις την βίωσιν. Αδύνατον Ορθόδοξος Χριστιανός έχων πίστιν εις τον Θεόν, γνωρίζων την διδασκαλίαν της Εκκλησίας και τους βίους των Αγίων Πατέρων και βιών κατά το δυνατόν με ακρίβειαν, να μη εξεγείρεται, να μη ανησυχή από την αναφανδόν υποστηριζομένην καθολικήν αίρεσιν, ότι «δεν έχομεν διαφοράς με τους Λατίνους» και άλλα συναφή. Ας ερωτήσουν εαυτούς οι θεολόγοι μας και οι Ποιμένες της Εκκλησίας, διατί δεν ύψωσαν, εκτός τινων, φωνήν διαμαρτυρίας κατά της ψυχολέθρου νοθείας της πίστεως. Πίστιν δεν έχουν, γνώσιν ή βίωσιν; Πως ανέχονται το κήρυγμα τούτο του Οικουμενικού Θρόνου χωρίς συγκλονισμόν, αφού μόνον δι’ αυτό είναι αρκετόν να χάσωμεν τας ψυχάς μας; εάν δεχθώμεν ότι δεν υπάρχουν διαφοραί μετά των Παπιστών, τότε ανατρέπομεν την δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας, απορρίπτομεν τους βίους και τους αγώνας των αγίων και οικοδομούμεθα κατά τρόπον λατινικόν, δηλαδή αντιπνευματικόν, που μόνον εις τον Χριστόν δεν οδηγεί. Διότι  όλοι οι αγώνες των Αγίων Πατέρων υπέρ της διαφυλάξεως αλωβήτου της δογματικής διδασκαλίας, εγένοντο δια την προστασίαν της θεώσεως του ανθρώπου. Χωρίς ορθά δόγματα, θέωσις δεν επιτυγχάνεται. Και εν κήρυγμα από τόσον επισήμου θέσεως αποτελεί αληθώς δυναμίτιν εις τα θεμέλια της Εκκλησίας. Ιδού διατί η σιωπή των αρμοδίων οργάνων της Εκκλησίας αφόβως δύναται να ερμηνευθή ως αυτό τούτο προδοσία της Ορθοδοξίας. Αλλά δια να κατανοηθή σαφέστερα ότι δεν δύναται κανείς να είναι ορθόδοξος, χωρίς να κέκτηται απαραιτήτως τους επί το αυτό τρεις ανωτέρω παράγοντας, αρκεί να αναφερθώμεν εις όλους τους αιρετικούς και κυρίως τους Παπικούς και Προτεστάντας. Διατί επί τόσους αιώνας δεν δύνανται να ανακαλύψουν ότι εν τη Ορθοδοξία υπάρχει η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία; Απλούστατα. Διότι ενώ έχουν πίστιν, δεν έχουν γνώσιν και βίωσιν. Δηλαδή πλανώμενοι περί το δόγμα, αστοχούν και εις τον τρόπον της ζωής. Και ζώντες αντιπνευματικώς, δεν δύνανται να προσεγγίσουν την αλήθειαν του δόγματος. Εάν, καθ’ υπόθεσιν, επείθαμεν ένα Λατίνον και ένα Προτεστάντην να υποβληθούν εις μίαν αγωγήν πρακτικήν ορθόδοξον και παράλληλον διδασκαλίαν, ποίον θα ήτο το αποτέλεσμα; Ασφαλέστατα, αφού θα υπήρχεν η καταβολή της Πίστεως εις Χριστόν, θα εγίνοντο ορθοδοξότατοι, θα επληροφορούντο εν χάριτι ταις καρδίαις, ότι όντως αυτή είναι η αληθής πίστις και ζωή. Διατί; Διότι – θα μετεστρέψωμεν το λεχθέν ότι «αι ψυχαί μας γεννώνται χριστιανικαί» - αι ψυχαί μας γεννώνται ορθόδοξοι και ευρίσκουν εαυτάς δια της ορθοδόξου πνευματικής ζωής και ευρίσκουν έπειτα και τον Θεόν. Αλλ’ οι Λατίνοι και οι προτεστάνται, δυστυχώς, εφ’ όσον ακολουθούν πεπλανημένον τρόπον σαρκικής ζωής, δεν πρόκειται να ίδουν το φως της Ορθοδοξίας και της Θεογνωσίας. Αποθανούνται εν ταις αμαρτίαις των, εκτός εάν ο Θεός, - οις επίσταται κρίμασι – φωτίση το σκότος των. Δια τούτο αδιστάκτως φρονούμεν ότι το επαναλαμβανόμενον τροπάριον εκ των Πατριαρχικών χειλέων, «δεν έχομεν διαφοράς, ουδέν μας χωρίζει προς την ένωσιν», μόνον εχθρός των ανθρώπων θα ημπορούσε να το είπη, μόνον «ο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος» ηδύνατο να το διακηρύξη, μόνον ο Άδης θα ηδύνατο να το εφεύρη, ως αντίθεον. Διότι δεν φθάνει ότι φθείρει το σωτήριον ορθόδοξον φρόνημα των ήδη ορθοδόξων λαών, αλλά στερεώνει εις την δαιμονικήν πλάνην και αίρεσιν τόσα εκατομμύρια αιρετικών, αυτών που ζουν σήμερον και εκείνων που θα έλθουν μέχρι συντελείας. Εάν λοιπόν κηρύγματα τοιαύτης τρομακτικής σημασίας και από τόσον υψηλάς καθέδρας, μας αφήνουν αδιαφόρους, δεν έχομεν κάθε δικαίωμα να υποστηρίζωμεν ότι, οι ηγετικήν έχοντες θέσιν εν τη Εκκλησία κληρικοί και λαϊκοί, εις κάποιον σημείον εκ των τριών που ανεφέραμεν νοσούν; Αλλ’ υπάρχει πολύς ευσεβής κλήρος και λαός, όστις έχει αντιληφθή την έκτασιν και το βάθος της καταστάσεως. Και φυσικά θα αναλάβη την πρωτοβουλίαν προς εκκαθάρισιν της θέσεώς του. Ζήτημα χρόνου είναι η εκδήλωσις μιας ορθοδόξου κινήσεως προς αναστολήν της φθοράς, που προσγίνεται εις την Εκκλησίαν από τους ποιμένας και τους διδασκάλους της, των μεν κακώς διδασκόντων, των δε αθλίως σιωπώντων. Και θα κάμωμεν και μίαν πρόβλεψιν: Επειδή οι διατηρούντες άσβεστον την λαμπάδα της ορθοδόξου πίστεως εντός της Ελλαδικής Εκκλησίας, της μόνης ελευθέρας και υπολογισίμου, αδημονούν και ανησυχούν να μη ταυτισθούν, δια της Εκκλησιαστικής κοινωνίας, μετά των κακοδόξως φρονούντων. Επειδή όσα ελέχθησαν και επράχθησαν αντορθόδοξα, ενεργούν ήδη καταλυτικώς εις τας ψυχάς των αστηρίκτων ορθοδόξων, ανά τα πέρατα της γης. Επειδή αι ορθόδοξοι τοπικαί Εκκλησίαι σιωπούν είτε εκ σκοπιμότητος είτε εξ ανάγκης, λόγω πολιτικών συνθηκών, είτε εξ αδιακρισίας. Επειδή οι του Οικουμενικού Πατριαρχείου Έξαρχοι συνεχίζουν τας υποσκαπτούσας το κύρος της Εκκλησίας αιρετικάς ερεσχελίας των. Επειδή ειδικώτερον εν Ελλάδι διαβιβρώσκεται το φρόνημα του λαού και του κλήρου, των ποιμένων και των θεολόγων μας σιωπώντων και βασιλευούσης εκτεταμένης νάρκης και αφασίας…
Αυτός ο κλήρος και ο λαός, αναλαμβάνοντες τας ευθύνας των θα σαλπίσουν το «στώμεν καλώς εν τη βάσει της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Κάποιοι Επίσκοποι θα συγκινηθούν και θα ηγηθούν του Ορθοδόξου αγώνος προς περισυλλογήν και αναστολήν της ενεργουμένης διαβρώσεως. Εάν το ήσσονος σημασίας, εν σχέσει με τας «γυμνή τη κεφαλή» διακηρυσσομένας ανηκούστους κακοδοξίας επί έτη, παλαιοημερολογητικόν κίνημα, προεκάλεσε τόσην αναστάτωσιν και ήδη συντηρείται επί έτη ανθούν μέχρι σήμερον, ας αναλογισθή πας τις τι δύναται να συμβή…
Ήδη εις το Άγιον Όρος έχομεν τρομερόν σεισμόν, τον οποίον προεκάλεσεν αυτός ο Κανονικός Αρχιεπίσκοπός του, όσον και αν οι ολίγοι θαυμασταί του άλλως βλέπουν και φρονούν. Εάν η διακοπή του Πατριαρχικού μνημοσύνου εις τας περισσοτέρας Ιεράς Μονάς και εις τας Ιεράς Σκήτας, και η διαρροή Μοναχών εκ των Μονών των ως και η υφισταμένη βεβαία απειλή ερημώσεώς των εις περίπτωσιν, καθ’ ην χρησιμοποιηθούν δυναμικοί τρόποι επιβολής του μνημοσύνου, δεν αποτελούν τεκτονικόν σεισμόν, ον προεκάλεσεν ο ίδιος ο Ποιμήν των, τότε δεν γνωρίζομεν τι είναι σεισμός. Πάντως, διατελούμεν προσευχόμενοι, όπως ο Κύριος νεύση αγαθά εις τας καρδίας των ποιμένων της Εκκλησίας, προς αποφυγήν νέων σχισμάτων και περιπετειών εν τη Εκκλησία, ην περιεποιήσατο τω ιδίω αίματι.

μ. θ.δ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: