Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

Η κατανυκτική κατ’ έτος εορτή του Αποστόλου των Εθνών, φέρει εγγύτερον προς ημάς την θείαν εικόνα της προσωπικότητός του. και η αγάπη μας και η ευλάβειά μας προς τον μέγαν Παύλον αναπαριστώσι πληρέστερον και ουσιωδέστερον την πολυσχιδή και πολύμοχθον αποστολικήν διδασκαλίαν του. Ο Απόστολος Παύλος είναι ένα εκπληκτικόν θαύμα εν τη ιστορία του κόσμου. Ένα θαύμα, προ του οποίου, η μεν αρνητική κριτική παραμένει άφωνος και εκστατική, η δε ευσεβής χριστιανική σκέψις μετουσιούται, επί είκοσιν ήδη αιώνας εις στροφάς λατρείας, εις αισθήματα αγάπης, εις αίνους και ωδάς πνευματικάς.
Ολόκληροι τόμοι εγράφησαν από των αποστολικών εισέτι χρόνων, δια τον θεόληπτον Ταρσέα, και μοναδικά εγκώμια επλάκησαν εις την αγίαν και εκτάκτως μεγαλοφυά μορφήν του, εις το «σκεύος της εκλογής» του Χριστού, τον «πρώτον μετά τον Ένα» --όπως ωνόμασεν αυτόν η θεολογούσα σύγχρονος διανόησις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και διδάσκαλοι της οικουμένης, ενείδον εν τω θείω Αποστόλω μίαν πρωτοφανή και παγκόσμιον δύναμιν, συμπυκνούσαν σπανιώτατα και όλως έκτατα πνευματικά στοιχεία, η οποία ανέστρεψε προς τον ουρανόν και τον ταλαίπωρον ρουν της δυστήνου ανθρωπίνης ιστορίας. Δεν ήτο κοινός άνθρωπος ο Παύλος, με τας μετρίας εκ της φύσεως ιδιότητας, ούτε η ελληνική του παιδεία μετά της ιουδαϊκής, ην εξέμαθε «παρά τους πόδας του Γαμαλιήλ» ήσαν ευκαταφρόνητοι δια την εποχήν του. Ο Παύλος ήτο μέγας, υπό την σημασίαν, ότι συνεκέντρου εν εαυτώ εκτάτους πνευματικάς ιδιότητας και μίαν σπανίαν θυμικήν δύναμιν, τας οποίας η χάρις του Χριστού απεκάθηρεν, ήγνισεν, ελάμπρυνε και εξηγίασεν. Αφ’ ότου τον περιέλαμψε το άκτιστον φως της προς Δαμασκόν οδού, αι εξαίρετοι αυτού νοητικαί δυνάμεις και η αδάμαστος καρδία του εφωτίσθησαν και ανεδύθη εν όλω τω μεγαλείω αυτής η έξοχος φύσις του, ήτις, εν συνεργασία μετά του Πνεύματος του αγίου, ανέδειξε τον άνδρα ως τον κυριώτερον ερμηνευτήν της αποκαλυφθείσης ευαγγελικής αληθείας. «Όταν δε Παύλον είπω, τον Χριστόν πάλιν λέγω». Είναι χρυσοστομικόν το ιερόν τούτο διανόημα, το οποίον δίδει το μέτρον της πνευματικής και ηθικής αξίας του αγίου Παύλου, και όπερ επεξηγεί παρακατιών ο χρυσούς άγιος, λέγων: «δια γαρ του Παύλου, ο Χριστός εφθέγγετο». Ο δε ίδιος θείος Απόστολος, οιονεί επιβεβαιών το ανωτέρω, γράφει: «Ζω ουκέτι εγώ· ζη δε εν εμοί Χριστός».
Η πολυμέρεια της προσωπικότητος του Παύλου, κατέστησεν εις τούτον δυνατήν την βίωσιν του Χριστιανισμού εις όλην την κλίμακα των ενδεχομένων μορφών και παραλλαγών του. Η μεγάλη και αγία ψυχή του εκινείτο μετά καταπληκτικής ευκολίας εις τους απείρους κόσμους των υπερφυών «θεωριών» του, μετά της οποίας πάλιν κατήρχετο από την θέαν των μυστηρίων του «τρίτου ουρανού», εις την γεηράν πεζότητα της ρυθμίσεως των πρακτικών σχέσεων της συζυγικής κοίτης και των στοιχειωδών αναγκών των Εκκλησιών, ων είχεν αυτός την μέριμναν. Ήτο και απόστολος του Ευαγγελίου της πίστεως και κοινωνιολόγος του Χριστιανισμού, και θεολόγος αυθεντικώτατος, και ασκητής, και ποιμήν των Εκκλησιών, και δογματικός, και βαθύς μύστης και ερμηνεύς των μυστηρίων της βασιλείας των ουρανών, και πατήρ και αδελφός των πιστών τρυφερώτατος. Σπανίως συναντώμεν την πολυμέρειαν της παυλείου ψυχής εις το αγιολόγιον της Εκκλησίας μας, αυτόν τον συνδυασμόν της ποικιλίας των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος εν μια ψυχή, ως συνέβη με αυτόν τον μικρόσωμον Ιουδαίον, τον νευρώδη αγωνιστήν, τον ζηλωτήν Χριστιανόν, τον πυρίπνουν πρώην άγριον θήρα Σαύλον, ον το θείον φως του Χριστού μετέβαλεν εις ήμερον άρνα και ηπιώτατον ευαγγελιστήν της αγίας εν Χριστώ αγάπης. Είναι αμφίβολον εάν υπάρχη έτερος άγιος εν τη Εκκλησία, όστις να εβίωσε την αγωνίαν και την αγάπην του Χριστού εις έκτασιν, έντασιν, βάθος και ψυχικήν αίσθησιν, όπως ο Απόστολός μας, ο οποίος ένθους και εξιστάμενος εν θεοληψία από την ενέργειαν της συμβίου του αγίας αγάπης ανεφώνει: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Ο δε ιερός υμνογράφος του, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, μένει ενεός και έκθαμβος προ του ψυχικού μεγαλείου του Παύλου, όστις εν τη βαθεία ταπεινώσει του, διακηρύττει εις όλον τον κόσμον, ότι αυτός δεν είναι Απόστολος, ή ελάχιστος των Αποστόλων, διότι εδίωξε την Εκκλησίαν του Χριστού, ότι μεταξύ αμαρτωλών είναι πρώτος αυτός, ότι δεν είναι άνθρωπος, αλλ’ έκτρωμα. Θα ημπορούσαμεν να είπωμεν μετά του Βοσσουέτου, ότι «ούτε άγγελος δεν δύναται να υμνήση τον Παύλον». Εκτός των «κατά πόλιν δεσμών και των θλίψεών του», εκτός όλης της περιπετειώδους αποστολικής του δραστηριότητος, καθ’ ην εκήρυξε το Ευαγγέλιον «από Ιερουσαλήμ μέχρι κύκλω του Ιλλυρικού», δοκιμάσας πολλάκις «το απόκριμα του θανάτου», τα προσωπικά βιώματά του, ως ζώντος «εν Χριστώ και τούτω Εσταυρωμένω», έχουν τι το μοναδικόν εν αγιότητι, όπερ εις ουδένα των αγίων συναντάται.
Το πλούσιον πνευματικόν φως του θείου Παύλου, το οποίον διαχέεται εις τον κόσμον εις μεγάλας δέσμας, υφίσταται μίαν ταλαίπωρον διάθλασιν από τους ανθρώπους, αναλόγως των πνευματικών οφθαλμών εκάστου. Η διδασκαλία του Αποστόλου και ο άγιος βίος του, ομοιάζουν προς μίαν πολύχρωμον ίριδα, της οποίας τα χρώματα δεν γίνονται ορατά με ένα βλέμμα, αλλά άλλος συλλαμβάνει τούτο και άλλος το έτερον. Εκ τούτου παρατηρείται μεταξύ των πιστών μία ποικιλία γνωμών περί της διδασκαλίας και του βίου του αγίου Παύλου, με τάσεις μάλιστα να δημιουργούν σχολαί εν ονόματί του, ως εκφραστικαί του πνεύματός του, ενώ ουσιαστικώς πρόκειται, ως εκ της μονομερείας, περί ασυγχωρήτων παραποιήσεων, αίτινες αλλοιούν θεμελιωδώς την εν αγίω Πνεύματι υψηλήν διδασκαλίαν του. λαμβανομένου υπ’ όψιν, ότι ο Παύλος περισσότερον παντός άλλου και πληρέστερον διερμήνευσε το πνεύμα της Καινής Διαθήκης, γίνεται αντιληπτόν πόσον απομακρύνουν από τον γνήσιον Χριστιανισμόν αι τοιαύται μονομερείς τάσεις, αξιούσαι την ανάπλασιν του κόσμου. Φρονούμεν, ότι αι πεπλανημέναι ερμηνείαι, οφείλονται κυρίως εις την διάστασιν μεταξύ θεωρίας και πράξεως. Ο Χριστιανισμός δεν είναι θεωρητικόν τι είδος ή σύνταγμα ηθικών κανόνων. Είναι βίωσις εντολών, εκ της οποίας θα εξαρτηθή το ποσόν της γνώσεως. Εάν ζήσωμεν όλας τας εντολάς με συνέπειαν εις όλον το βάθος και την έκτασίν των, τότε θα ίδωμεν τον κεκρυμμένον εις αυτάς Χριστόν, πρόσωπον προς πρόσωπον. Είναι αδύνατον να εννοήσωμεν το Ευαγγέλιον της χάριτος χωρίς προηγουμένως να το κάμωμεν ζωήν. Ο άγιος απόστολος Παύλος, επορίζετο την περί της Καινής Διαθήκης γνώσιν του, από την αποκάλυψιν του αγίου Πνεύματος και από την μίμησιν του Χριστού και την εργασίαν των εντολών του. Ωσαύτως και οι αυθεντικόν ερμηνευτικόν κύρος κεκτημένοι άγιοι Πατέρες, ήσαν μιμηταί του Χριστού και φύλακες των εντολών του. Δεν δυνάμεθα δια της κριτικής ερεύνης να εισδύσωμεν εκεί, όπου μόνον δι’ απλότητος καρδίας και αγιότητος βίου, ως εκ της τηρήσεως των εντολών, εισερχόμεθα. Αι ποικίλαι αντιλήψεις περί του πνεύματος του Αποστόλου, εκφράζουν την ελαφρότητα των ερμηνευτών και την πλάνην, καθ’ ην δύνανται να προσεγγίσουν την διδασκαλίαν του δια της πτωχοτάτης και διεφθαρμένης ανθρωπίνης σκέψεως. Εις το σημείον τούτο της απονοίας, έφθασεν ο Προτεσταντισμός, ορθολογιστικώς αξιών να επιλύση τας Γραφικάς δυσκολίας και τα θεολογικά προβλήματα. Αντιθέτως, η Ορθοδοξία εδημιουργήθη από την ταπείνωσιν των Πατέρων και το πένθος των και από την προς εαυτούς απιστίαν, στοιχεία που τόσον έντονα χαρακτηρίζουν την ζωήν του Αποστόλου Παύλου, ώστε να μη δυσκολευώμεθα να τον ονομάσωμεν θεμελιωτήν της Ορθοδόξου πνευματικής παραδόσεως.
Και ομολογουμένως, τα πρώτα στοιχεία της Ορθοδόξου πνευματικής παραδόσεως κατέβαλεν ο Απόστολος των Εθνών, λόγω της εν αγίω Πνεύματι βαθυτάτης και μυστικωτάτης βιώσεώς του, ήτις υπήρξεν ο τύπος και υπογραμμός δια τους ηγαπηκότας την επιφάνειαν του Χριστού πιστούς. Όταν λέγωμεν Ορθόδοξον πνευματικήν παράδοσιν, εννοούμεν τον βαθύν, τον εσωτερικόν, τον γνήσιον χριστιανισμόν, την «εν Χριστώ ζωήν». Εννοούμεν την βίωσιν του χαροποιού πένθους της ταπεινώσεως του Χριστού, της αγάπης του Χριστού, την εσωτερικήν αγωνίαν, τον κλαυθμόν, την λυγμώδη και εν στεναγμοίς γενομένην προσευχήν, την εκ βαθέων αγάπην προς τον πλησίον, την ζώσαν εν Κυρίω ψυχήν. Μόνον δια της εσωτερικής αυτής ζωής, ήτις είναι όντως χριστιανική ζωή, ευρίσκει δικαίωσιν η κλήσις ημών ως Χριστιανών, «εν καινότητι ζωής περιπατούντων». Ούτω μόνον αξιοποιείται η θυσία του Κυρίου, εξηγείται η θεία υιοθεσία ημών, νοείται η χάρις της ητοιμασμένης ημίν Βασιλείας των ουρανών και η μετά του Χριστού αιώνιος ζωή. Αυτήν την θείαν ζωήν εβίωσεν ο μέγας Παύλος και αυτήν παρέδωκεν, ως υπεύθυνος ευαγγελιστής του κόσμου, «εις τους μέλλοντας κληρονομείν την Βασιλείαν των ουρανών». Αυτήν την ζωήν έζησαν οι άγιοι ημών Πατέρες και από συστάσεως της αγίας Εκκλησίας μας ανώνυμοι αδελφοί μας και εδημιουργήθη η Ορθόδοξος πνευματική παράδοσις, της οποίας ο Παύλος υπήρξεν ο σοφός αρχιτέκτων, το καθαρόν υπόδειγμα και η θεόγραφος εικών προς μίμησιν. Δια να αντιληφθώμεν τούτο, δια να γνωρίσωμεν τον άγιον Απόστολον Παύλον, δεν αρκεί μόνον να αναγνώσωμεν τας επιστολάς του, αι οποίαι είναι αι θεόγραφοι πλάκες του χριστιανισμού, αλλά είναι απαραίτητον να βιώσωμεν τον βίον του, να γίνωμεν μιμηταί του ως και αυτός εγένετο του Χριστού. Μόνον υπό τον όρον αυτόν θα δυνηθώμεν να εννοήσωμεν την «αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία του» τον ύμνον του εις την αγάπην, τους «αλαλήτους στεναγμούς του», την συνοχήν του «εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», το βάθος της ταπεινώσεώς του και όλον τον έντονον εσωτερικόν του βίον. Όταν γίνωμεν «μιμηταί Παύλου», τότε δεν θα πλανώμεθα διαστρέφοντες τον Παύλον κατά τας αρεσκείας μας.




Δεν υπάρχουν σχόλια: