Τη Κ΄ (20η) Μαϊου, η ανακομιδή και μετακομιδή των ιερών Λειψάνων του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΟΛΑΟΥ Επισκόπου Μύρων της Λυκίας, του Θαυματουργού.


Νικολάου του εν Αγίοις Πατρός ημών, Επισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού, η ανακομιδή και μετακομιδή των ιερών Λειψάνων ούτως εγένετο. Κατά τους χρόνους του ευσεβεστάτου βασιλέως Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού (1081 – 1118), πατριαρχούντος Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου Γ΄ του Κυρδινιάτη (1084 – 1111), εγένετο καταδρομή κατά των Ελλήνων υπό των Ισμαηλιτών, οίτινες, αιχμαλωτίζοντες, φονεύοντες και εις το πυρ παραδίδοντες όσους Χριστιανούς εύρισκον, ηρήμωσαν όλας τας πόλεις και τα χωρία, μάχρι της Αντιοχείας και της Ιερουσαλήμ, τους δε επιζήσαντας εκ των ξιφών των, άνδρας, γυναίκας και παιδία παρέλαβον μετ’ αυτών μεθ’ όλων αυτών των υπαρχόντων.
Αλλά και τα Μύρα της Λυκίας, όπου ευρίσκετο το πάνσεπτον Λείψανον του Θαυματουργού Νικολάου, οι αυτοί Αγαρηνοί κατέστρεψαν και ηρήμωσαν. Τούτο δε εγένετο Θεού παραχωρήσει, εξ αιτίας των αμαρτιών μας, δια των οποίων παροργίζομεν και παραπικραίνομεν τον Ύψιστον Θεόν καθ’ εκάστην ώραν, καθώς ο Ψαλμωδός λέγει· «Παρεπίκραναν τον Ύψιστον» (Ψαλμ. οζ:17). Διότι όταν ο Θεός, λόγω της αμαρτίας του λαού, αγανακτήση, τότε δεν δέχεται ούτε τους Αγίους Αυτού, ούτε εισακούει τας προσευχάς των, ως ο ίδιος ο Κύριος είπε ποτέ προς τον Προφήτην Ιερεμίαν· «Εάν στη Μωϋσής και Σαμουήλ προ προσώπου μου, ουκ έστιν η ψυχή μου προς αυτούς· εξαπόστειλον τον λαόν τούτον» (Ιερ. ιε:1). Δια τοιούτου λοιπόν δικαίου θυμού του Θεού, ότε ηρημώθησαν πολλά χωρία και πόλεις εις την Ανατολήν, ηρημώθη και η πόλις των Μύρων της Λυκίας, ως είπομεν, πλην της Μητροπόλεως και της εν αυτή Εκκλησίας. Δια τούτο επέτρεψεν ο Κύριος να ανακομισθούν εκείθεν τα άγια Λείψανα του μεγάλου Πατρός Νικολάου και να μεταφερθούν εκ της ερημωμένης χώρας εις την πολυάνθρωπον πόλιν, την ονομαζομένην Πάρον ή Βάρην. Αύτη δε η Πάρος δεν είναι η εις το Αιγαίον πέλαγος ευρισκομένη νήσος, αλλ’ είναι πόλις μεγάλη και πολυάνθρωπος, ήτις ευρίσκεται προς δυσμάς, εις την Ιταλίαν. Εγένετο δε η μεταφορά αύτη δια δύο αιτίας: Πρώτον δια να μη μείνουν τα ιερά Λείψανα του Αγίου τούτου ανδρός άνευ τιμής εις τον κόσμον, εφ’ όσον η αγία αυτού ψυχή, εν τη επουρανίω λαμπρότητι, επαξίως δέχεται τα γέρα εαυτής και ίνα μη η αέναος των θαυμάτων και ιαμάτων πηγή μείνη στερουμένη των εκ ταύτης αντλούντων δωρεάς. Δεύτερον δε, δια να μη στερηθή και η Δύσις των ευεργεσιών του Θεού, τη μεσιτεία του Αυτού θεράποντος γενομένων και εις την οποίαν Δύσιν επρόκειτο να καταφύγουν και τόσον πλήθος Ορθοδόξων δια να σωθούν. Η ανακομιδή δε του Λειψάνου του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Μύρων εγένετο ούτω. Πρεσβύτερος τις ευλαβής και σεβάσμιος κατώκει εις ταύτην την πόλιν Πάρον ή Βάρην. Εις τούτον λοιπόν τον Πρεσβύτερον εφάνη κατά την νύκτα ο Άγιος Νικόλαος και είπε προς αυτόν· «Αναστάς ειπέ προς τον λαόν τούτον και όλον τον Κλήρον της Εκκλησίας να υπάγουν εις τα Μύρα της Λυκίας, να εγείρουν εκείθεν τα Λείψανά μου και να μεταφέρουν ταύτα εδώ, εις ταύτην την πόλιν Βάρην, επειδή δεν δύναμαι πλέον να υποφέρω το να ευρίσκωμαι εις τόπον έρημον· διότι ούτω ηυδόκησεν ο Κύριός μου». Μετά την οπτασίαν ηγέρθη ο Πρεσβύτερος και μετέβη εις την Εκκλησίαν, όπου διηγήθη εις τον Κλήρον της Εκκλησίας και τους λοιπούς τα υπό του Αγίου κατά την νύκτα λεχθέντα. Ακούσαντες δε ούτοι παρά του Πρεσβυτέρου ταύτα, εχάρησαν χαράν μεγάλην, ειπόντες· «Σήμερον εμεγάλυνεν ο Κύριος το έλεός Του εφ’ ημάς και επί την πόλιν ημών». Ευθύς λοιπόν ητοίμασαν τρία πλοία και εκλέξαντες άνδρας επισήμους και τον Θεόν φοβουμένους, έστειλαν αυτούς, μετά πολλών Ιερέων και Διακόνων, δια την μετακομιδήν του ιερού Λειψάνου. Αλλ’ επειδή τον καιρόν εκείνον ενεφανίζοντο εις την θάλασσαν πειραταί, εσκέφθησαν να μη πλεύσουν απλώς και ως έτυχεν, αλλά να μεταχειρισθώσι κατάλληλον τρόπον. Όθεν απεφάσισαν να προσποιηθώσιν ότι είναι έμποροι. Φορτώσαντες τότε τα πλοία των με σίτον, έπλευσαν ως εμπορευόμενοι. Ταξιδεύσαντες δε ακινδύνως ήλθον πρώτον εις την Αντιόχειαν, όπου τον σίτον καλώς πωλήσαντες, κατά την συνήθειαν των πραγματευτών, ηγόρασαν άλλα εμπορεύματα. Έπειτα, ακούοντες εκεί από άλλους πραγματευτάς Ενετούς, οίτινες είχον έλθει πρωτύτερα, ότι και αυτοί έχουν σκοπόν να μεταβούν εις την Λυκίαν και δη εις την Μυραίων πόλιν, δια να λάβουν τα ιερά Λείψανα του Αγίου Νικολάου, έσπευσαν ούτοι οι Βαριανοί να προλάβουν. Ούτω, ταχύτερον πλεύσαντες, επειδή θεία βοηθεία και ο άνεμος ήτο ευνοϊκός, έφθασαν εις τον λιμένα της Λυκίας. Εκεί, εξελθόντες εκ των πλοίων, παρέλαβον και όπλα, φοβούμενοι μήπως κανείς εμποδίση τούτους. Αφού λοιπόν έφθασαν ακινδύνως εις την Εκκλησίαν του Αγίου, εύρον εκεί τέσσαρας Μοναχούς και ηρώτησαν αυτούς· «Που είναι ο τάφος του Αγίου Νικολάου δια να προσκυνήσωμεν αυτόν»; Οι δε Μοναχοί έδειξαν εις αυτούς τον τάφον του Αγίου, όστις ήτο υπό το έδαφος της Εκκλησίας και εντός του οποίου ήσαν κεκρυμμένα τα άγια αυτού Λείψανα.  Τότε οι Βαριανοί, ποιήσαντες συμφωνίαν μετά των Μοναχών εκείνων, έσκαψαν το έδαφος και εύρον την ιεράν θήκην μετά των αγίων Λειψάνων. Ως δε απεκαλύφθη αύτη ησθάνθησαν ευωδίαν μύρου πολυτίμου, το οποίον ανέβλυζεν εκ των αγίων Λειψάνων. Και το μεν μύρον εκένωσαν εις τα δοχεία, τα οποία είχον μεθ’ εαυτών, το δε του Αγίου ιερόν Λείψανονπαραλαβόντες μετά χαράς μετέφερον εις εν εκ των πλοίων των, ταύτα δε συνώδευσαν και οι δύο εκ των τεσσάρων Μοναχών, οι δε άλλοι δύο απέμειναν εκεί εις την Λυκίαν. Δια τοιαύτης λοιπόν καλής πραγματείας παρέλαβον οι Βαριανοί τον ατίμητον θησαυρόν των ιερών Λειψάνων από τον λιμένα των Μυραίων την α΄ (1ην)  του μηνός Απριλίου. Εκκινήσαντες δε με ευνοϊκόν άνεμον, έπλευσαν εν γαλήνη και την κ΄ (20ην) του μηνός Μαϊου, ημέραν Κυριακήν, κατά την ώραν του Εσπερινού, έφθασαν εις την χώραν αυτών. Τότε ο λαός της Βάρης, μαθόντες την έλευσιν των ιερών Λειψάνων του Αγίου εις τον τόπον των, έσπευσαν πάντες με επί κεφαλής Επισκόπους, Ιερείς και Μοναχούς ως και μετά παντός του Εκκλησιαστικού Κλήρου, εις προϋπάντησιν αυτών, μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων, ψάλλοντες και αινούντες τον Θεόν και ικετηρίους ωδάς προς τον του Χριστού Ιεράρχην αναπέμποντες. Παραλαβόντες τότε τον πολυτίμητον και πνευματικόν θησαυρόν, μετά μεγάλης τιμής και χαράς απέθεσαν εις την Εκκλησίαν του Τιμίου Προδρόμου, ήτις είναι πλησίον της θαλάσσης. Πολλά δε θαύματα εγένοντο δια των αγίων τούτων Λειψάνων. Χωλοί και τυφλοί, κωφοί και δαιμονισμένοι και υπό πάσης άλλης ασθενείας προσβεβλημένοι ελάμβανον την ίασιν ευθύς μόλις ήγγιζον τα ιερά Λείψανα του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου του θαυματουργού. Κατά την δευτέραν ημέραν ο αριθμός των ιαθέντων υπό των ιερών Λειψάνων του Αγίου έφθασεν εις τεσσαράκοντα επτά, άνδρας τε και γυναίκας. Την τρίτην έτεροι είκοσι δύο ιάθησαν. Την τετάρτην είκοσιν εννέα. Την πέμπτην ημέραν ομοίως ιάθη άνθρωπος τις κωφός και βωβός, όστις επί πέντε χρόνους έπασχεν εκ της ασθενείας αυτής. Έπειτα εφάνη ο Άγιος κατ’ όναρ εις τινα ενάρετον Μοναχόν και είπε· «Θεού ευδοκία ήλθον εις την πόλιν ταύτην, εις ημέραν Κυριακήν, την ενάτην ώραν και κατά την αυτήν ώραν έδωκα, τη του Θεού Χάριτι, ίασιν εις ένδεκα ανθρώπους». Ταύτην την οπτασίαν του Αγίου ο Μοναχός εκείνος διηγείτο προς πάντας, εις δόξαν Θεού και προς τιμήν του Αυτού θεράποντος. Αλλά και μετά ταύτα δεν έπαυον παραδόξως να προσφέρωνται παρά των αγίων Λειψάνων ιάσεις. Καθ’ εκάστην δε ημέραν και έως του νυν δίδονται τοιαύται εις τους προστρέχοντας προς αυτά μετά πίστεως. Βλέποντες οι πολίται της Βάρης την τοιαύτην χάριν των ιαμάτων δια των ιερών Λειψάνων του Αγίου Νικολάου, ως εκ τινος πηγής αδιαλείπτως πηγάζουσαν, έκτισαν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου μεγάλην και λαμπράν και εκόσμησαν αυτήν με πάσαν ευπρέπειαν. Έπειτα κατεσκεύασαν θήκην αργυράν μετά λίθων πολυτίμων και εχρύσωσαν αυτήν πανταχόθεν δια να αποθέσουν εν αυτή τα άγια Λείψανα. Αφού δε παρήλθον τρεις χρόνοι από της ανακομιδής των ιερών του Αγίου Λειψάνων από των Μύρων της Λυκίας εις την Βάρην, συναχθέντες από τας πέριξ πόλεις και χώρας οι Αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι μετά του υπ’ αυτούς Ιερού Κλήρου έκαμον σεπτήν μετάθεσιν των αγίων Λειψάνων του Αγίου Νικολάου από της Εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου εις την νεοκτισθείσαν Εκκλησίαν, την αυτήν ημέραν, κατά την οποίαν εκομίσθησαν εις Βάρην. Ούτω απέθεντο ταύτα εντός της αργυράς θήκης, την οποίαν ετοποθέτησαν εντός του ιερού Θυσιαστηρίου. Την δε παλαιάν θήκην, εις την οποίαν εφυλάσσοντο τα άγια Λείψανα, ετοποθέτησαν εις την Εκκλησίαν και λαβόντες μικρόν μέρος εκ των ιερών Λειψάνων εξέθεσαν εις προσκύνησιν παντός προσερχομένου. Εκ του γεγονότος λοιπόν τούτου επεκράτησε συνήθεια να εορταζεται καθ’ έκαστον έτος η μετακομιδή των ιερών Λειψάνων του Αγίου Νικολάου την κ΄ (20ην) Μαϊου, τόσον εκείνη ήτις εγένετο εκ των Μύρων εις την Βάρην, όσον και η γενομένη εκ της Εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου εις την νέαν Εκκλησίαν. Όχι δε μόνον εις αυτήν την πόλιν Βάρην κατά τα μέρη της Δύσεως, αλλά και εις ολόκληρον την Ρωσίαν και την Βουλγαρίαν κατά την θ΄ (9ην) Μαϊου ευσεβώς πανυγυρίζεται μετ’ ευλαβείας αύτη η ανακομιδή ή μάλλον μετακομιδή. Μάλιστα τότε η Ρωσία, ως ακόμη νεοφώτιστος, πολλών και αναριθμήτων θαυμάτων ηξιώθη παρά του Αγίου Νικολάου. Μετά ταύτα, αφού παρήλθον μερικοί χρόνοι, εφάνη ο Άγιος εν οράματι εις τινα Μοναχόν, ειπών να θέσουν τα ιερά Λείψανα αυτού υπό την αγίαν Τράπεζαν, όπερ και εγένετο. Ετέθησαν δε εκεί κατά τον λόγον του Αγίου μύρον πάντοτε αναβλύζοντα μέχρι της σήμερον ως είναι εις όλους φανερόν και αποδίδοντα ιάματα εις πάσαν ασθένειαν, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού. Πρέπει δε να προσθέσωμεν εδώ πότε και δια τίνος τρόπου το μύρον τούτο ανέβλυσεν εκ του ιερού Λειψάνου του Αγίου. Τούτο έχομεν εκ παραδόσεως από σοφούς και αξιοπίστους άνδρας, ότι δηλαδή ανά παν έτος, κατά την ημέραν της εορτής, όταν ήρχιζεν η θεία Λειτουργία, τότε ήρχιζε να τρέχη και το μύρον από τους δύο πόδας του αγίου Λειψάνου του μεγάλου Νικολάου, όχι εκ των δακτύλων, αλλ’ εκ των πτερνών. Τόσον δε αφθόνως, ως να έτρεχον δύο πηγαί. Όθεν ετοποθέτουν λέβητας και κάδους δια την περισυλλογήν του μύρου. Εψάλλετο δε αργά η θεία Λειτουργία, διαρκούσα έως τρεις ώρας, δια να τρέχη το μύρον περισσότερον και ίνα πληρωθούν οι κάδοι και τα αγγεία. Τόση δε ουράνιος ευωδία εξεπέμπετο εκείθεν, ώστε επληρούτο όλος ο χώρος της Εκκλησίας και οι Χριστιανοί σχεδόν ελιποθύμουν εκτης ευωδίας, ήτις ήτο δυνατωτέρα και των πολυτιμοτέρων του κόσμου μύρων. Όταν δε ετελείωνεν η θεία Λειτουργία, έπαυε να ρέη και το θείον εκείνο μύρον. Διενέμετο δε τούτο εις όλην την Ιταλίαν ή μάλλον ειπείν εις όλην την Ευρώπην και δια τούτου ετελούντο άπειρα θαύματα εις πάσαν ασθένειαν εκείνων, οίτινες μετά πίστεως μετεχειρίζοντο τούτο. Ταύτα δε συνέβαινον έως ότου η Δυτική Εκκλησία δεν ήτο αναθεματισμένη και κεχωρισμένη από την Ανατολικήν ημών Εκκλησίαν. Αφ’ ότου δε αύτη, μένουσα εις τα αιρετικά της δόγματα, ανεθεματίσθη και εχωρίσθη τελείως αφ’ ημών, τότε ο μέγας Νικόλαος δεν εδέχετο ούτε την λειτουργίαν των Λατίνων και παπιστών. Αλλά εάν ελειτούργει κατά την σημερινήν ημέραν παπιστής Ιερεύς, το μύρον δεν έτρεχεν εκ των ποδών αυτού. Δια τούτο ηναγκάζοντο οι Λατίνοι να καλούν Ιερέα Ορθόδοξον, φρονούντα τα δόγματα της Ανατολικής Εκκλησίας, ίνα τελή την θείαν Λειτουργίαν. Ευθύς δε ως ήρχιζεν ούτος την θείαν Λειτουργίαν, ω του θαύματος! ήρχιζεν ευθύς και το ουράνιον εκείνο μύρον να τρέχη εκ των ποδών του Αγίου. Θαύμα είναι τούτο, αδελφοί, το οποίον αποδεικνύει ότι αληθώς ο μέγας Νικόλαος εστάθη κατοικητήριον καθαρώτατον του νοητού μύρου του Χριστού του Θεού, του οποίου το όνομα ως μύρον εκενώθη και ευωδίασεν όλην την οικουμένην, καθώς λέγει η ασματίζουσα νύμφη· «Μύρον εκκενωθέν όνομά σου» (Άσμα Ασμ. α: 3). Θαύμα φοβερόν, το οποίον πείθει τους πάντας ότι ο θείος Νικόλαος όχι μόνον ζων εγένετο υπέρμαχος και κήρυξ της Θεολογίας του Υιού, ομοούσιον Αυτόν τω Πατρί δογματίσας εν μέσω της Αγίας Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλ’ ότι και μετά θάνατον υπέρμαχος υπάρχει της αληθούς θεολογίας του Αγίου Πνεύματος, κηρύττων τούτο εν σιωπώση γλώσση δια των έργων αυτού, ότι δεν εκπορεύεται και εκ των δύο προσώπων της Αγίας Τριάδος Πατρός δηλαδή και Υιού, καθώς κακοδόξως φλυαρούσιν οι Δυτικοί, αλλ’ εκ μόνου του Πατρός, καθώς ορθοδόξως πρεσβεύει η καθ’ ημάς Ανατολική και Αποστολική Αγία του Χριστού Εκκλησία. Αλλά και τούτο ακόμη πρέπει να σημειώσωμεν· ότι το ιερόν Λείψανον του Αγίου Νικολάου δεν ευρίσκεται σήμερον εις την πόλιν Μπάρι καθώς επληροφορήθημεν παρά των εκείσε απελθόντων. Που δε ευρίσκεται ημείς δεν γνωρίζομεν, αλλά μόνος ο Χριστός ο και το ιερόν Λείψανον του Αγίου Μάρκου, το εν Βενετία ποτέ ευρισκόμενον, κρύψας από τους ανθρώπους κατά το βάθος της Αυτού προνοίας και κρίσεως. Ω η δόξα, το κράτος και η προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: