ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Τη αυτή ημέρα, Δευτέρα μετά την Κυριακήν του Αντίπασχα, εορτάζομεν την ανεύρεσιν της Αγίας και θαυματουργού Εικόνος της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ, της επονομαζομένης ΧΡΥΣΑΦΙΤΙΣΣΗΣ εν Μονεμβασία.                             

Αυτή η αγία Εικών της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, πότε και πως ευρέθη και τι θαύματα επετέλει δεν γνωρίζομεν εξ εγγράφων στοιχείων, επειδή τα περί αυτής βιβλία απωλέσθησαν κατά την άλωσιν και καταστροφήν της Μονεμβασίας. Κατά παράδοσιν όμως γνωρίζομεν, ότι αύτη η αγία Εικών ήτο εις τι χωρίον ονομαζόμενον Χρύσαφα της Λακεδαίμονος της Πελοποννήσου. Εκείθεν θεία της Θεομήτορος βουλήσει και τρόπω ανεξιχνιάστω ευρέθη αύτη, ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα αγνή! εν Μονεμβασία, άνωθεν του βλιχερού ύδατος, ένθα νυν το Μοναστήριον της Χρυσαφιτίσσης λεγόμενον.
Την αγίαν ταύτην Εικόνα εύρε το πρώτον εκεί γραία τις γυνή, ήτις ομολογήσασα τούτο εις άλλην γυναίκα και αυτή εις άλλην, εκοινολογήθη ούτος ο λόγος και έως τον τότε Μητροπολίτην. Συναχθέντες λοιπόν όλοι οι Χριστιανοί και ποιούντες παρακλήσεις τε και δεήσεις και λιτανείας, έλαβον αυτήν μετά φόβου και θερμών παρακλήσεων, και ανήγαγον αυτήν εις την του Ελκομένου Χριστού Εκκλησίαν, αλλά πάλιν δια νυκτός ανεχώρησε θαυμασίως εις το ίδιον μέρος, εις το οποίον ήτο και πρότερον, δηλαδή εκεί ένθα την εύρεν η γραία γυνή. Σκεφθέντες λοιπόν οι τότε άρχοντες απεφάσισαν να κτίσουν Ναόν εις τον ίδιον εκείνον τόπον εις τον οποίον ευρέθη η αγία Εικών αύτη, ούτω δε θεία δυνάμει τον ετελείωσαν. Εκεί δε ευρισκομένη η Εικών αύτη ένθα ουχί άπαξ ή δις, ως είδομεν, αυτόκλητος ήλθεν, αλλά και τρις ως κατωτέρω θέλομεν ίδει, θαύματα άπειρα και εξαίσια καθ’ εκάστην ετέλει. Μετά τινα καιρόν ελθόντες εις Μονεμβασίαν Χρυσαφίται τινές εγνώρισαν την αγίαν Εικόνα, και εζήτησαν αυτήν παρά του της Μονεμβασίας Αρχιερέως και των αρχόντων. Επειδή δε ούτοι δεν έδιδον την αγίαν Εικόνα, τους ενεκάλεσαν εις το κριτήριον λέγοντες ότι «Οι Μονεμβασίται την έκλεψαν από ημάς». Δικαιωθέντες δε υπό του κριτηρίου  οι Χρυσαφίται έλαβον την αγίαν Εικόνα και μετά μεγάλων παρακλήσεων και κανόνων μετέφερον αυτήν εις τον εν Χρυσάφοις Ναόν της. Αύτη όμως η αγία Εικών υπέμεινεν εκεί έως ου ενεθρονίσθη· την δε νύκτα ανεχώρησε και, ω του θαύματος! ευρέθη εις τον εν Μονεμβασία Ναόν της. Ιδών λοιπόν ο λαός τούτο το θαύμα, οι μεν Μονεμβασίται έχαιρον και ανύμνουν και εδοξολόγουν την Υπεραγίαν Θεοτόκον, διότι δεν τους αφήκεν εστερημένους της θείας αυτής χάριτος· οι δε Χρυσαφίται ελυπούντο. Ταύτα γνωρίζομεν εκ τινων αξιοπίστων γερόντων, οίτινες πάλιν τα ήκουσαν από τους προπάππους αυτών. Κατά δε το σωτήριον έτος χίλια εξακόσια υπήρξεν εν Μονεμβασία Μητροπολίτης τις ονομαζόμενος Παύλος, όστις αφήκε σημειωμένον εις εν βιβλίον, όπερ κατεξεσχισμένον επί των ημερών μας ανευρέθη, το ακόλουθον θαύμα. «Εις το Ιερόν Μοναστήριον της Χρυσαφιτίσσης ήτο Ηγουμένη τις ενάρετος, ονομαζομένη Μάρθα. Συνέβη δε εις αυτήν αιμόρροια και δια ταύτην την ασθένειαν εσχόλαζεν εις τα κατηχούμενα του αγίου αυτού Ναού. Εν μια δε των ημερών ήλθε Μοναχός τις εις το Μοναστήριον και εζήτει να ίδη την Ηγουμένην. Είπον λοιπόν αι μονάζουσαι εις την Ηγουμένην, ότι την ζητεί Μοναχός τις δια να την ίδη· η δε έκλαυσε μη δυναμένη ένεκα της ασθενείας της να περιπατήση· όθεν ήλθεν ο Μοναχός εις τα κατηχούμενα. Εζήτει δε ούτος να του δώση εν υποκάμισον, εκείνη δε απεκρίθη· «Πίστευσόν με, Πάτερ, ότι δύο υποκάμισα έχω, εκ των οποίων το μεν εν, καθώς βλέπεις, το φορώ και το άλλο προ ολίγου το έπλυνεν η βοηθός μου δια να το φορέσω και να πλύνη πάλιν αυτό, το οποίον φορώ, αλλά ζητήσατε από τας Μοναχάς και αυταί θέλουν σας δώσει». Ο δε γέρων ταύτα ακούσας είπε προς αυτήν· «Ορκίζω σε εις τον Θεόν ημών τον γεννηθέντα εκ της Αγίας Δεσποίνης ημών και αειπαρθένου Μαρίας, να μου δώσης εν ιδικόν σου υποκάμισον». Τότε η μακαρία Μάρθα, ακούσασα ταύτα, προσέταξε την βοηθόν της να του δώση εκείνον τον χιτώνα, τον οποίον έπλυνεν. Αφού λοιπόν έλαβεν ο Γέρων τον χιτώνα κατέβη από τα κατηχούμενα· κατερχομένου όμως εκείνου, ω των θαυμασίων σου, Παρθένε! εστάθη η αιμόρροια της αοιδίμου Ηγουμένης και εννοήσασα αύτη το εξαίσιον θαύμα, έστειλε με σπουδήν Μοναχάς να προσκαλέσωσιν αυτόν τον Γέροντα· αυταί δε διερευνώσαι ουδαμώς ηδυνήθησαν να εύρωσι τούτον. Την αυτήν δε ημέραν και ώραν εφάνη ο Γέρων εκείνος ο φαινόμενος ως Μοναχός εις την Θεσσαλονίκην εις τινας Μονεμβασίτας, οίτινες ήσαν εκεί δι’ ιδικήν των υπόθεσιν και είπε προς αυτούς· «Γνωρίζετε την κυρίαν Ηγουμένην εις την Μονεμβασίαν του κάτω Μοναστηρίου του Βλιχερού ύδατος της Υπεραγίας Θεοτόκου»; Και αυτοί απεκρίθησαν· «Όχι μόνον την γνωρίζομεν, αλλά και συγγενείς αυτής είμεθα». Ο δε Γέρων είπε· «Τώρα ήμουν εκεί και αυτή μου έδωσε το υποκάμισον τούτο, το οποίον φορώ και όταν υπάγητε, να είπητε εις αυτήν, ότι πολλά την ευχαριστώ». Ειπόντος δε αυτά του Γέροντος και αναχωρήσαντος, έδραμον κατόπιν ίνα ερωτήσωσιν αυτόν τα περί Μονεμβασίας· δεν εύρον όμως αυτόν, διότι εγένετο αφανής. Οι δε θαυμάσαντες εσημείωσαν την ημέραν και την ώραν, καθ’ ην εφάνη εις αυτούς ο Γέρων. Επιστρέψαντες οι Μονεμβασίται εκείνοι εις την πατρίδα των ήλθον εις την μακαρίαν Ηγουμένην και πληροφορηθέντες τα περί αυτής, εγνώρισαν ότι την αυτήν ημέραν κατά την οποίαν εφάνη εις αυτούς ο Γέρων εκείνος, έστη και η ρύσις του αίματος· και θαυμάσαντες εδοξολόγουν τον Θεόν άμα τη Μητρί Αυτού και εστοχάσθησαν, ότι εκείνος ο Γέρων όστις εφάνη θα ήτο ο Θεολόγος Ιωάννης. Προ της ιάσεως της ασθενείας της εναρέτου αυτής Ηγουμένης, ότε διέμενεν αύτη ένεκα της ασθενείας της εις τα κατηχούμενα του ιερού Ναού της Χρυσαφιτίσσης, κατά την ημέραν της εορτής, της τελουμένης συνήθως εν τη Κοιμήσει της Υπεραγίας Θεοτόκου, είδεν όραμα η Ηγουμένη αύτη, ότι η Κυρία ημών και Θεοτόκος Μαρία εκάθητο εν σώματι επί θρόνου θεωρούσα την Ηγουμένην με όμμα ευμενές και γλυκύτατον, η δε ενάρετος Ηγουμένη, βλέπουσα το εξαίσιον αυτό θέαμα, εκ της μεγάλης αυτής αγαλλιάσεως έκλαιε καθ’ όλην την αγρυπνίαν της ακολουθίας δοξάζουσα την Υπεραγίαν Θεοτόκον, διότι ηξιώθη να ίδη Αυτήν εν οράματι. Προς το τέλος όμως της δοξολογίας του όρθρου, επειδή αι Μοναχαί ήρχισαν να ψάλλωσι μετά φωνής ισχυράς, εγένετο αφανής η όρασις εκ των οφθαλμών της αοιδίμου Μάρθας, η οποία αμέσως εξέβαλε φωνήν δυνατήν, λέγουσα· «Ω τι εποιήσατε»! Αι δε Μοναχαί εγένοντο έκθαμβοι και μετά το τέλος της δοξολογίας ηρώτησαν αυτήν διατί εφώναξεν. Η δε είπε προς αυτάς την φοβεράν εκείνην όρασιν· έκτοτε δε παρήγγειλεν εις αυτάς ίνα ψάλλωσιν ησύχως, μετά φωνής ταπεινής και μετά καρδίας συντετριμμένης. Είπε δε προς αυτάς, ότι, εάν όσοι παρουσιάζωνται ενώπιον Βασιλέως τινός όντος φθαρτού και ομοιοπαθούς ίστανται με ήθος ταπεινόν, προσεκτικόν και πεφοβισμένον, ίνα μη παροξύνωσιν αυτόν και αποβάλη αυτούς κακήν κακώς απ’ έμπροσθέν του, πόσον μάλλον ημείς πρέπει να ιστάμεθα ενώπιον του ουρανίου Βασιλέως, του παντοδυνάμου και παντοκράτορος Δημιουργού πάντων των ορατών και αοράτων κτισμάτων, ίνα μη ενοχλήσωμεν Αυτόν και γίνωμεν παραίτιοι της απωλείας ημών και ένοχοι της αιωνίου κολάσεως. Ταύτα μεν και άλλα πλείστα θαυμάσια ετέλεσεν η θεία αύτη Εικών προ της αλώσεως της πόλεως υπό των Αγαρηνών. Μετά δε την άλωσιν του φρουρίου υπ’ αυτών των απίστων, επειδή ούτοι κατέλαβον όλας τας ιεράς Εκκλησίας, τινάς εξ αυτών κατεδαφίσαντες, ετέρας δε ποιήσαντες τζαμία ή ιπποστάσια ή φούρνους, ηρήμωσαν και το θείον αυτόν Ναόν της Χρυσαφιτίσσης. Μετά δε ταύτα, μετά παρέλευσιν καιρού τινός, εις εκ των Αγαρηνών εποίησε τον θείον τούτον Ναόν σιταποθήκην, ήναπτεν όμως (αγνοώ δια ποίον λόγον) κανδήλαν ακοίμητον προς τιμήν της θείας αυτής Εικόνος, οι δε Χριστιανοί μετέφερον την θείαν Εικόνα εις τον Ναόν του Ελκομένου, εις ον ετέλει πάμπολλα θαύματα εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, όχι μόνον εις τους Χριστιανούς αλλά και εις αυτούς τους βαρβάρους Οθωμανούς. Παις δε τις ονομαζόμενος Καλογεράς, πενταετής ων, εστάλη υπό του πατρός αυτού Ελευθερίου, κατά τας Απόκρεω, να μεταφέρη εν σακκίδιον ορυζίου μικράς ποσότητος εις την οικίαν του θείου αυτού Ιωάννου Κοντολέου, όπου έμελλον να συμφάγουν ως συγγενείς κατά την συνήθειαν. Καθ’ οδόν όμως προσβληθείς ο παις εκ συνεργείας του μισοκάλου δαίμονος υπό σεληνιασμού έπεσε κατά γης. Μαθούσα τούτο η μήτηρ έτρεξε μετά σπουδής εκεί όπου ευρίσκετο ο υιός της και λαβούσα αυτόν εις τας αγκάλας τον μετέφερεν αμέσως εις τον οίκον της τρέμοντα και αφρίζοντα. Μεταβαίνων δε ο πατήρ του παιδός δι’ άλλης οδού εις την αγοράν, έμαθε το δυσάρεστον συμβάν του παιδός του και επιστρέφει αμέσως εις τον οίκον του, όπου μετά μεγάλης θλίψεως, πόνου και τρόμου είδε την αθλίαν κατάστασιν αυτού. Παρευθύς τότε, χωρίς να χάση καιρόν, έτρεξεν εις τον άμισθον και παντοδύναμον ιατρόν, εις την Αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου Χρυσαφιτίσσης, ευρισκομένην, ως προείπομεν, εις τον Ναόν του Ελκομένου Χριστού. Εκεί όταν έφθασεν, εγονυπέτησε μετά συντριβής ψυχής και καρδίας ενώπιον της αγίας και θαυματουργού Εικόνος και μετά θερμών δακρύων παρεκάλεσε την Κυρίαν Θεοτόκον δια την θεραπείαν του παιδός του. Μετά την θερμήν αυτήν δέησιν είδεν, ω του θαύματος! ότι όλα τα χρυσά και αργυρά αφιερώματα, όσα εκρέμαντο επί της θείας Εικόνος, εκινήθησαν και συνεκρούσθησαν προς άλληλα και ήχησαν ως ηχούσιν οι κωδωνίσκοι του Αρχιερέως ενδυομένου υπό των Ιεροδιακόνων και κροτούσιν εις τας ακοάς των παρευρισκόμενων. Ο δε πατήρ του παιδός, νομίσας ότι η Θεοτόκος εδίωκεν αυτόν ως αμαρτωλόν και ανάξιον, έπεσε πρηνής και εδέετο θερμότερον. Συγγενής δε τις του Ελευθερίου Καλογερά είδεν αυτόν τρέχοντα βιαίως προς τον Ναόν και νομίσας ότι έτρεχε προς την θάλασσαν ν’ αυτοκτονήση εκ της λύπης του, παρηκολούθησεν αυτόν δια να τον αποτρέψη, αλλ’ αφ’ ου είδεν αυτόν εισελθόντα εις τον Ναόν, επανήλθεν εις την οικίαν του Καλογερά δια να ίδη τον ασθενή παίδα και πάλιν επέστρεψεν εις τον Ναόν δια να ειδοποιήση τον πατέρα του ασθενούς ότι ο υιός του υγιαίνει. Ιδών ο πατήρ τον συγγενή του εισερχόμενον εις την θύραν του Ναού και νομίσας ότι ο υιός του απέθανεν, έκλαιεν απαρηγόρητα. Αφού όμως εβεβαιώθη ότι ζη και υγιαίνει ο υιός του εδόξασε την Υπεραγίαν Θεοτόκον και επανήλθεν εις τον οίκον του, όπου αφιχθείς ηρώτησε τον υιόν του λέγων· «Τι έχεις, Μελέτιέ μου»; Ο δε παις απεκρίνατο ότι δεν ημπορεί. Τότε ο πατήρ του λέγει προς αυτόν· «Δος μου τας χείρας σου». Ο δε παις έδωσεν εις τον πατέρα του την δεξιάν του χείρα, επειδή η αριστερά ήτο κρατημένη και παράλυτος. Όθεν ο πατήρ εδεήθη πάλιν μετά δακρύων εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον υπέρ της τελείας αναρρώσεως του τέκνου του και, ω του θαύματος! Ο παις έδωσεν αμέσως και την αριστεράν αυτού χείρα εις τον πατέρα του, διότι αποκατέστη υγιής καθ’ ολοκληρίαν ως και πρότερον. Ο δε πατήρ ευχαριστήσας εγκαρδίως την Υπεραγίαν Θεοτόκον εποίησε κατόπιν και κανόνα εις αυτήν, επειδή ήτο διδάσκαλος. Αγαρηνός δε τις έχων οικίαν πλησίον του Ναού της Χρυσαφιτίσσης απεφάσισε να επεκτείνη αυτήν. Όθεν εσκέφθη να κρημνίση τα κατηχουμενα του Ναού, όπερ και έπραξε, κτίσας μάλιστα και λουτρόν προς το μέρος των κατηχουμένων, δια να πλύνηται αυτός, αι γυναίκες και τα τέκνα του, κατά την συνήθειαν των Τούρκων. Αλλ’ ακούσατε, αδελφοί Χριστιανοί, και της Υπεραγίας Θεοτόκου το θαύμα! Όσα τέκνα είχεν ο ειρημένος Αγαρηνός, απέθαναν όλα, ως και όσα εγέννα και κατόπιν απεβίωσεν άτεκνος. Αλλά και όστις μετέβαινεν εις αυτό το λουτρόν να λουσθή, έβλεπε γυναίκα τινά, η οποία ηπείλει ότι θα τον πνίξη. Ένεκα τούτου οι άνθρωποι φοβούμενοι δεν κατώκησαν εις την οικίαν αυτήν ουδέποτε ούτε Χριστιανοί ούτε Τούρκοι. Έκτοτε ουδείς ετόλμα να κακοπραγήση όχι μόνον εντός του Ναού αλλά και εκτός αυτού, διότι ή θα εχωλαίνετο ή θα ετυφλώνετο, ή άλλο τι κακόν θα εδοκίμαζε και το θαυμασιώτερον δεν θα ιατρεύετο εκ του κακού αν δεν προσεκάλει Ιερέα τινά να ψάλη παράκλησιν εις τον Ναόν της Χρυσαφιτίσσης. Όσοι δε Τούρκοι ήσαν γείτονες του Ναού τούτου, φοβούμενοι μη πάθωσι κακόν τι, προσέφερον κατά παν Σάββατον θυμίαμα εις αυτόν. Πολλοί δε Τούρκοι και Τούρκισσαι αφιέρωσαν πολλάκις εις τον Ναόν της Χρυσαφιτίσσης χρυσά και αργυρά αναθήματα, αφ’ ου ελάμβανον την υγείαν των δια της επικλήσεως του ονόματος της Υπεραγίας Θεοτόκου της Χρυσαφιτίσσης. Εκ των ανωτέρω δύνασθε να καταλάβητε τα άπειρα θαύματα, τα οποία ετέλεσεν η πανάμωμος Δέσποινα Θεοτόκος εις Χριστιανούς και αλλοθρήσκους, επικαλουμένους την αντίληψιν και προστασίαν Αυτής δια της θείας Εκόνος Της της επονομαζομένης Χρυσαφιτίσσης, προς δόξαν και τιμήν Αυτής, Ης ταις Αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Ταις της Σης Παναγίας Μητρός πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: