ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ.

Μεγάλη λοιπόν της πίστεως η δύναμις! Θαυμάσια τα αυτής αποτελέσματα! Άπειρον το εξ αυτής κέρδος! Ζωήν χαρίζει αθάνατον! Βασιλείαν ημίν δωρείται την αιώνιον! «Ίνα πιστεύοντες», λέγει, «ζωήν έχητε εν τω ονόματι Αυτού» (Ιωάν. κ: 31), και αλλαχού· «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρκ. ιστ: 16), και εν ετέρω τόπω πάλιν· «Πίστευσον επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και σωθήση συ και ο οίκος σου» (Πράξ. ιστ: 31). Ώστε η πίστις σώζει. Αρκεί λοιπόν το να πιστεύση μόνον ο άνθρωπος, ίνα σωθή. Αλλά πως η αυτή θεία Γραφή λέγει· «Μέλλει ο Υιός του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του Πατρός Αυτού μετά των Αγγέλων Αυτού, και τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού»; (Ματθ. ιστ: 27). Και εν άλλοις· «Ος αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού»; (Ρωμ. β: 6). Και «Εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως»; (Ιωάν. ε: 29). Τι τούτο; Άλλοτε μεν λέγει η θεία Γραφή, ότι η πίστις σώζει τον άνθρωπον, άλλοτε δε διδάσκει ότι τα καλά έργα προξενούσι την σωτηρίαν; Εναντία λοιπόν φαίνονται μεταξύ αλλήλων των θεοσδότων Γραφών τα λόγια; Αδελφοί, μη πλανάσθε!
Σύμφωνα είναι του Θεού τα διδάγματα· ουδέ η πίστις μόνη, ουδέ τα καλά έργα μόνα, αλλ’ η πίστις ομού και τα καλά έργα σώζουσι τον άνθρωπον. Διαιρείται η Πίστις εις θεωρητικήν και πρακτικήν. Πίστις θεωρητική λέγεται, όταν δια μόνου του νοός ημών πιστεύωμεν όσα διδάσκει η Πίστις, ουδέν δε των καλών έργων πράττωμεν· αυτή δε η πίστις είναι νεκρά και ανωφελής, και μη δυναμένη να σώση τον άνθρωπον. «Η πίστις», λέγει ο θείος Ιάκωβος, «εάν μη έργα έχη, νεκρά εστι καθ’ εαυτήν». Τι το όφελος, αδελφοί μου, «εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; Μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν»; (β: 17, 14). Πίστις δε πρακτική είναι, όταν και πιστεύωμεν όσα η Πίστις διδάσκει και πράττωμεν όσα αυτή νομοθετεί· αυτή δε είναι η πίστις, περί της οποίας ο ουρανοβάμων Απόστολος λέγει· «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλάτ. ε: 6). Ώστε όταν η θεία Γραφή λέγη· «Ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε»  και «Πας ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρ. ιστ: 16) και άλλα όμοια, περί της πίστεως ομιλεί της πρακτικής της δι’ αγάπης ενεργουμένης, της συνηνωμένης μετά των καλών έργων. Και πάλιν όταν η Γραφή διδάσκη το «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού» (Ρωμ. β: 6), και τα τούτοις όμοια, εις έκαστον πιστεύοντα εννοεί ότι θέλει αποδοθή κατά τα έργα αυτού. Έργα δε λέγει τα εκ πίστεως γεγενημένα. Στοχασθήτε δε πως την έννοιαν ταύτην μετά μεγίστης ακριβείας και δια παραδειγμάτων σαφηνίζει ο θεηγόρος Απόστολος. Επαινεί του Άβελ την πίστιν, αλλ’ εγκωμιάζει και τα αγαθά αυτού έργα, ήτοι την δεκτήν θυσίαν την οποίαν προσέφερεν εις τον Θεόν. Επαινεί του Ενώχ την πίστιν, αλλ’ υμνολογεί και τα ευάρεστα αυτού έργα· επαινεί του Νώε την πίστιν, αλλά συνεπαινεί και τον αγώνα αυτού δια την κατασκευήν της κιβωτού· επαινεί την πίστιν του Αβραάμ, αλλά θαυμάζει και την προς τον Θεόν αυτού υπακοήν. Και εφεξής πολλών άλλων Αγίων επαινεί την πίστιν, και μεγαλύνει τα θαύματα, αλλά και τα ηρωϊκά αυτών έργα διηγείται, και ευφημεί τα θαυμαστά αυτών άθλα. «Άλλοι δε, λέγει, ετυμπανίσθησαν, έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον· περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια: 35 – 38). Εκ τούτων βλέπετε φανερά, ότι η σωτηριώδης πίστις είναι η συνηνωμένη μετά των καλών έργων· η πίστις μόνη χωρίς των έργων νεκρά και ανενέργητος είναι· «ώσπερ γαρ το σώμα», λέγει ο Αδελφόθεος, «χωρίς πνεύματος νεκρόν εστιν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι» (Ιακ. β: 26). Χριστιανέ, συ καυχάσαι ότι πιστεύεις· αλλά τι το όφελος, όταν πράττης έργα παράνομα; Και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσιν, αλλ’ ουδέν ωφελούνται. Συ πιστεύεις, ότι ο Θεός έδωκε τας δέκα εντολάς, και ότι ο αθετήσας μίαν εξ αυτών αναμφιβόλως κολάζεται· έπειτα πάσαν σχεδόν ημέραν αφόβως και ανυποστόλως περιφρονείς πάσαν εντολήν· τι σε ωφελεί λοιπόν η πίστις σου; Συ πιστεύεις, ότι ο Θεός ενομοθέτησεν, ίνα αγαπάς Αυτόν εξ όλης καρδίας και ψυχής και διανοίας, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν (Ματθ. κβ: 37 – 39)· έπειτα τον μεν Θεόν περιφρονείς δια της παραβάσεως του Νόμου, τον δε πλησίον σου αδικείς και βλάπτεις παντί τρόπω. Ποίον το όφελος λοιπόν εκ της πίστεώς σου; Συ πιστεύεις, ότι εάν μη συγχωρήσης τα παραπτώματα εις τους ανθρώπους, αδύνατον είναι να συγχωρήση ο Θεός τας αμαρτίας σου (αυτόθι στ: 14 – 15), έπειτα δια το μικρότατον σφάλμα του αδελφού σου ζητείς αμοιβήν και εκδίκησιν; Πιστεύεις ότι ο Θεός σε προστάττει, ίνα αγαπάς τους εχθρούς σου (Ματθ. ε: 44), έπειτα μισείς αυτούς και καταδιώκεις μέχρι θανάτου· τι σε ωφελεί λοιπόν η πίστις σου; Συ πιστεύεις ότι ο Θεός προστάσσει λέγων· «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία (αυτόθι ια: 29), συ δε γίνεσαι θυμώδης και υπερήφανος· τι σε ωφελεί λοιπόν η πίστις σου; Ο πτωχός αντιπροσωπεύει το πρόσωπον του Χριστού· παν ό,τι ποιήσεις εις τον πτωχόν, ποιείς εις αυτόν τον Θεόν· «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (αυτόθι κε: 40). Πιστεύεις τούτο; Ναι. Και όμως βλέπεις τον πτωχόν, και αποστρέφεις το πρόσωπόν σου απ’ αυτού. Βλέπεις τον πτωχόν, και αντί ελεημοσύνης φορτίζεις αυτόν ύβρεις· τι σε ωφελεί λοιπόν η πίστις σου; Πιστεύεις ότι σε περιμένει άλλη ζωή αιώνιος (αυτόθι κε: 46), και όμως ζης ως Επικούρειος και θνητόψυχος· ποίον λοιπόν το όφελος της πίστεώς σου; Συ πιστεύεις ότι έρχεται ημέρα, εν η ο Θεός θα καθίση επί θρόνου δόξης Αυτού κρίναι την γην, κρίναι την οικουμένην (αυτόθι κε: 31), και ότι οι εργάται των καλών έργων απελεύσονται εις ζωήν αιώνιον, οι δε τας αμαρτίας πράξαντες εις κόλασιν αιώνιον· και όμως την μεν εργασίαν της αρετής ολοταχώς αμελείς, πάσαν δε αμαρτίαν προθύμως εργάζεσαι· τι σε ωφελεί λοιπόν η πίστις σου; Αυτή η πίστις δεν σώζει τον άνθρωπον· «Μη δύναται η πίστις», λέγει ο Ιάκωβος, «σώσαι αυτόν»; (Ιακ. β: 14). Η τοιαύτη πίστις είναι νεκρά και ατελής· διότι η πίστις εκ των καλών έργων λαμβάνει την δύναμιν και την τελειότητα. «Βλέπεις», λέγει ο αυτός Απόστολος περί του Αβραάμ, «ότι η πίστις συνήργει τοις έργοις αυτού, και εκ των έργων η πίστις ετελειώθη»; (αυτόθι β: 22). Θεόπνευστον όντως και σαφέστατον μάθημα! Η πίστις συμβοηθεί ημάς εις την εργασίαν των καλών έργων, και τα καλά έργα δίδουσι την τελειότητα εις την πίστιν. Αδελφοί, ημείς ουδέ ως οι Απόστολοι είδομεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ουδέ ως ο Θωμάς την πλευράν αυτού εψηλαφήσαμεν· ηκούσαμεν μόνον την ευαγγελικήν διδασκαλίαν και επιστεύσαμεν ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού και λυτρωτής του κόσμου. Ο Κύριος μακαρίζει τους μη ιδόντας και πιστεύσαντας· «Μακάριοι, λέγει, οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ: 29)· αλλ’ είμεθα ημείς άραγε άξιοι του μακαρισμού; Είμεθα άραγε ημείς μακάριοι, οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες; Ναι, εάν η πίστις ημών υπάρχη πρακτική, πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη, πίστις συμβοηθούσα την εργασίαν των καλών έργων, και πίστις δια των καλών έργων τελειουμένη. Πίστιν έχετε χάριτι Θεού και ελέει Ορθόδοξον και αληθινήν· συνενώσατε εις αυτήν και τας θεοφιλείς αρετάς και ούτως έσεσθε μακάριοι. «Το λοιπόν», «αγαπητοί μου» αδελφοί, «όσα εστίν αληθή», παραγγέλλει ο θεηγόρος Απόστολος, «όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, ει τις αρετή και ει τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε· α και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε· και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ΄ υμών». Αμήν. (Φιλιπ. δ: 8 – 9).

Δεν υπάρχουν σχόλια: