ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ - Αλεξανδρεύς

4ον
Έμεινα εκεί. Θα πρέπει να με μπέρδεψαν με τις πέτρες έτσι όπως ήμουν κουλουριασμένη γιατί κανένας δε με ενόχλησε.
Ήμουν εκεί όταν ζήτησε μονολεκτικά κάτι να δροσίσει τα χείλη του. Η ξινή μυρωδιά του ξιδιού έφτασε ως τα ρουθούνια μου.
Ήμουν εκεί όταν έδωσε στη μάνα του έναν καινούργιο γιο για να χει να αγαπάει.
Ήμουν εκεί σαν φώναξε το τρομερό εκείνο “Τετέλεσται”.
Ήταν λυγμικό και θριαμβικό μαζί. Είχε κάτι από ρωμαϊκό θρίαμβο και από την ήσυχη καληνύχτα ενός ανθρώπου που κουράστηκε και κλείνει τα βλέφαρα.
Ήμουν εκεί, ακίνητη, να ρουφώ κάθε λόγο του, να αποτυπώνω κάθε κίνηση του προσώπου του να ρουφώ την ανάσα του μέχρι τέλους. Ίσως γαντζωμένη στην ελπίδα ότι κάτι μπορεί να συμβεί στο τέλος.
Ήμουν εκεί σαν παρέδωσε στον Πατέρα του το πνεύμα και γέρνοντας το κεφάλι ανεχώρησε.

Ήμουν εκεί όταν άνοιξε ο ουρανός και μ΄ αστραπές σκοτάδι και βροντές τον υποδέχτηκε. Ένιωσα τη γη να συγκλονίζεται κάτω από τα πόδια μου κι άκουσα τη φωνή του φόβου ν' ανεβαίνει από την πόλη. Είδα το σταυρό του να ταλαντώνεται κι άκουσα το ρωμαίο εκατόνταρχο να μουρμουρίζει λέξεις μεταμέλειας.
Μα εμένα δε με ένοιαζε τίποτε από όλα αυτά. Το βλέμμα μου, το είναι μου είχε καρφωθεί στα παγωμένα μάτια του. Στο σώμα του που άλλαζε σιγά-σιγά χρώμα παίρνοντας το χρώμα του κεριού. Είχε φύγει. Τότε μόνο πήρα το βλέμμα από πάνω του.

Κοίταζα δίπλα του τους δυο ληστές να προσπαθούν απεγνωσμένα να πάρουν ανάσες. Τον ένα τον λυπόμουν. Τον άλλο τον ζήλευα. Του 'χε πει πως σήμερα κιόλας θα τον έπαιρνε μαζί του στον Παράδεισο. Δε με ένοιαζε πού. Δεν ξέρω τι ήταν ο Παράδεισος. Ήξερα πως τίποτα δεν ήταν ωραιότερο από το να είσαι μαζί του. Αυτό ήταν Παράδεισος!

Σε λίγο ένας στρατιώτης έφτασε βιαστικός. Μουρμούρισε κάτι στον εκατόνταρχο κι έπειτα πήρε μια λόγχη και προχώρησε προς το σταυρό του. Κάρφωσε τη λόγχη στην πλευρά. Το σημείο απ' όπου σε έναν ζωντανό θα τιναζόταν πίδακας το αίμα αντέδρασε με την ηρεμία των νεκρών. Κάμποσο διάφανο υγρό κι ένα πήγμα βγήκαν από την πλευρά του. Έπειτα ο βιαστικός στρατιώτης ανεχώρησε. Ήθελε να μεταφέρει το νέο του θανάτου.
Δυο τρεις στρατιώτες στην άκρη συζητούσαν το περίεργο γεγονός του να πεθάνει κανείς τόσο γρήγορα. Μου φάνηκαν αστείοι. Εκτός αν μόλις είχαν φτάσει από τη Ρώμη δεν υπήρχε κανείς στην πόλη που να μην ήξερε τα τόσα περίεργα που είχε η ζωή αυτού του ανθρώπου. Ιστορίες διέτρεχαν τους δρόμους, άνθρωποι θεραπευμένοι που τους έδειχναν οι άλλοι αναφέροντας πλήθος αρρώστιες από τις οποίες ο Ιησούς τους θεράπευσε, κι ακόμα κομμάτια ψωμί που τα κράτησαν κάποιοι σα φυλαχτό αφού διηγούνταν πώς με πέντε ή εφτά ψωμιά σαν αυτά είχε θρέψει χιλιάδες κόσμου. Είχε τη δύναμη να θρέφει τους ανθρώπους, να τους θεραπεύει, να τους ανασταίνει. Γιατί να διαλέξει το θάνατο;

Δεν κατάλαβα πότε έφτασε η νύχτα. Το σκοτάδι που είχε απλωθεί στην ψυχή μου ήταν σαφώς βαθύτερο από κείνο που κάλυπτε σιγά-σιγά τα πάντα. Δυο σκοτεινές φιγούρες ανέβηκαν στο λόφο. Από το βάδισμα κατάλαβα πως δεν ήταν πια νέοι. Τους ακολουθούσαν υπηρέτες. Ένας από αυτούς κρατούσε ένα βάζο. Τα ήξερα αυτά τα βάζα. Τα είχα δει στο μυρεψό. Ήταν τεράστιο. Ήταν προφανές ότι τον ετοίμαζαν για κηδεία. Ένας από τους υπηρέτες στερέωσε μια σκάλα. Έβαλε το κεφάλι του κάτω από τη μια του αμασχάλη και ξεκάρφωσε το ένα καρφί. Έπειτα έβγαλε το άλλο. Τον πήρε στην πλάτη και τον κατέβασε. Στο κάτω μέρος περίμεναν τέσσερεις άνθρωποι: οι δυο άρχοντες, η μάνα κι ο νέος της γιος. Ένα ήσυχο κλάμα τον τύλιγε μαζί με το μεθυστικό άρωμα του ανοιγμένου δοχείου. Τα άσπρα λουρίδια, τα οθώνια έλαμπαν το φως της σελήνης που έλαμπε ήδη στον ουρανό. Όση ανθρώπινη φροντίδα είχε αρνηθεί στη ζωή του, εκείνος που δεν απέχτησε ούτε σπίτι ούτε κρεβάτι δικό του, την απολάμβανε τώρα το νεκρό σώμα του. Στοργικά τον τύλιγαν οι λευκές ταινίες παστωμένες στο κολλητικό μίγμα της αλόης και της σμύρνας. Σαν κουκούλι που ετοιμάζεται αργά και συστηματικά άλλο να κλείσει κι άλλο να γεννήσει.
Έπειτα οι δυο άνδρες τον πήραν αγκαλιά. Τον κουβάλησαν λίγα μέτρα πιο κάτω. Οι υπηρέτες είχαν ανοίξει έναν τάφο τραβώντας μια τεράστια πέτρα από το στόμιο. Τον έβαλαν μέσα. Λίγο αργότερα βγήκαν αφήνοντας τον μόνο. Μετά το θάνατο, σαν να μην έφτανε αυτός, κύλησαν και το βράχο ανάμεσα σε μένα κι εκείνον.
Φεύγουν. Σε αφήνουν μόνο. Μήπως μόνος δεν ήσουν πάντα; Κοιμήσου. Εγώ θα μείνω εδώ.

Εκείνο το βράδυ άρχισα να σου μιλώ.
Θυμάσαι; στην πρώτη ως τότε συνάντησή μας -εκείνη που ξέρει όλος ο κόσμος- εγώ παρέμεινα σιωπηλή. Τι κι αν βοούσε το είναι μου; Τα χείλη είχαν μείνει σφραγισμένα. Μόνο η καρδιά μου είχε ανοίξει διάπλατα. Αλλά κι εσύ είχε μείνει σιωπηλός απέναντί μου. Όσα είπες για μένα τα είπες σε άλλους. Εμείς οι δυο είχαμε συνεννοηθεί αμίλητοι. Έτσι όπως πρέπει να συνεννοούνται οι άνθρωποι όταν έχουν κάτι πολύ σπουδαίο να μοιραστούν.
Όμως ετούτο το βράδυ, ένιωθα την ανάγκη να σου μιλήσω. Ίσως να ήταν η εκκωφαντική σιωπή που απλώθηκε όταν και οι τελευταίοι επισκέπτες σου έφυγαν. Όταν πήραν κουβαλητή σχεδόν τη μάνα σου φεύγοντας για την πόλη. Σε είχαν αφήσει μόνο να πας εκεί που δεν μπορούσε κανένας να σε ακολουθήσει. Κι εγώ απέναντι του τάφου, ζαρωμένη κάτω από το λαμπερό φως της σελήνης άρχισα δειλά-δειλά να σου μιλώ για μένα. Είναι, λένε, ο ασφαλέστερος τρόπος να γνωρίσεις τον άλλο. Να του πεις την ιστορία σου. Να τον αφήσεις να αγγίξει εκείνα που ως τώρα φύλαγες για σένα. Ήθελα να σε μάθω. Και δεν είχα άλλο τρόπο από το να σου πω τη ζωή μου. Ήμουν σίγουρη πως με άκουγες. Κι ήμουν σίγουρη πως ήθελες να με ακούσεις. Δεν είναι που δέχτηκες το μύρο στα πόδια σου. Μεγαλύτερη σιγουριά μου δινε ο φοβερός εκείνος λόγος που ξεστόμισες πριν κάποιες ώρες. Λόγος φοβερότερος από την πιο τρομακτική διαταγή του πιο αδίστακτου βασιλιά. Λόγος που έσβηνε μια για πάντα όλες τις κουταμάρες των ανόητων που σε περικύκλωναν. Λόγος που μ αγκάλιαζε τόσο τρυφερά όσο κανείς δε με αγκάλιασε στη ζωή μου.
“Πατέρα μην τους μετρήσεις το έγκλημα. Δεν ξέρουνε τι κάνουν”
Σε αγαπούσα , σε αγαπώ και νομίζω πως θα σε αγαπώ για πάντα όμως για ένα περίεργο λόγο ένιωθα πως ήμουν ανάμεσα σε εκείνους. Σε κείνους που σε κάρφωναν στο φοβερό ξύλο. Σε εκείνους που τώρα -ειδικά τώρα- αλλά και πάντα έχουν ανάγκη το λόγο αυτό, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν.
Σου είπα λοιπόν την ιστορία μου. Πώς ξεκίνησα μικρό κορίτσι στην βόρεια Παλαιστίνη, σε μια από τις ελληνίζουσες πόλεις, πώς μεγάλωσα σε μια οικογένεια μισοδιαλυμένη, πώς πείνασα, πώς διάλεξα τον εύκολο δρόμο για να κερδίζω το ψωμί μου. Πάλευα συνέχεια να μαι δίκαιη στην ιστορία που σου λέω. Να μη δικαιολογώ τα πάντα, να αφήνω χώρο για τη δική μου ευθύνη, για τα λάθη μου και ταυτόχρονα να μην κρύβω όσα με σπρώξανε με τον τρόπο τους στο δρόμο που πήρα. Ήθελα να ξέρεις την αλήθεια. Ήθελα να με αγαπάς γι αυτό πού είμαι όχι για μια καλοζωγραφισμένη, ψεύτικη εικόνα. Ταυτόχρονα δεν άντεχα να μη σου πω κι όσα δικαιολογούσαν κάποιες από τις αμαρτίες μου.
Σου είπα πώς έφτασα στα Ιεροσόλυμα, πώς έζησα χρόνια σε μια ηδονή που άλλοτε πέθαινε από την σκληρότητα του άλλου και άλλοτε άφηνε να αναβλύζει μια οδύνη για την κατάντια μου.
Είναι -εσύ το ξέρεις καλύτερα από μένα- περίεργο ον τούτος ο άνθρωπος. Διψάει για χαρά με τρόπο τόσο βαθύ και άγριο, που είναι ικανός τα πάντα να κάνει γι αυτό. Θέλει τον άλλο, εικόνα του εαυτού του αληθινή -όχι την ψεύτικη που δίνουν τα κάτοπτρα. Έτσι τους ήθελα κι εγώ τους άλλους. Όχι όλους.  Μα μερικούς. Τους έβλεπα όπως μπαίναν στο δωμάτιό μου και τους ξεχώριζα. Δεν ήταν ο τρόπος, τα ίδια σταθερά σημάδια που σε έκαναν να τους ξεχωρίσεις. Ήταν .... δεν ξέρω τι ήταν. Μαζί τους ένιωθα  ξανά άνθρωπος.
Με συγχωρείς που στα λέω όλα αυτά. Η εικόνα σου, η αψεγάδιαστη θα πρεπε να ‘ναι εμπόδιο για να σου μιλήσω για τις ερωτικές μου συνευρέσεις. Μα σε νιώθω δικό μου. Σε νιώθω ότι είσαι εγώ. Στον εαυτό μας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Κάθομαι τώρα εδώ και σκέφτομαι. Έχω μια ερώτηση, μια ερώτηση τρομερή να σου κάνω. Μια ερώτηση που είμαι εγώ η ίδια. Πώς γίνεται δύο τόσο αντίθετα πράγματα να είναι τόσο κοντινά; Τόσο διπλανά; πώς γίνεται να ακουμπούν η αγάπη, ο έρωτας κι η αμαρτία; Από τη μια εκείνο που σε κάνεις να νιώθεις άνθρωπος, εκείνη η ασυγκράτητη δύναμη που σε κάνει να σβήνεις τα πάντα για χάρη της κι απ' την άλλη η αμαρτία που μας κάνει δακτυλοδεικτούμενους. Ετούτο το μυστήριο είναι η ζωή μου, είμαι εγώ. Λες πως είσαι, και το πιστεύω, ο γιος του Θεού. Μα τον φοβάμαι τον Πατέρα σου. Είναι Εκείνος που συχνά πυκνά δίνει εντολή να λιθοβολούν ανθρώπους. Είναι τρομερός, ξέρεις, ο θάνατος από λιθοβολισμό. Αν είσαι τυχερός και σε βρει καμιά πέτρα κατακέφαλα έχει καλώς. Αλλιώς υποφέρεις πολύ. Εσένα όμως σε αγαπώ. Και τούτη η αγάπη νικάει το φόβο μου. Όμως δεν καταλαβαίνω πολλά. Μου φαίνεται ούτε οι μαθητές σου σε καταλαβαίνουν. Νιώθω όμως πως γίνεται να σε αγαπώ χωρίς να καταλαβαίνω. Και πως εσύ μ' αγαπάς και καταλαβαίνεις.
Ξημερώνει! Τι φωτίζει τη γη τώρα που είσαι στο χώμα;

Συνεχίζεται


Δεν υπάρχουν σχόλια: