Τη ΙΖ΄ (17η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΛΕΞΙΟΥ του ανθρώπου του Θεού.

Αλέξιος ο του Θεού άνθρωπος και πιστότατος θεράπων ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, εκ της οποίας ως άνθος πανευώδες και μυρίπνοον αναβλαστήσαν την οικουμένην κατεμύρισε με την ισάγγελον ζωήν και πολιτείαν αυτού, την οποίαν μετά πολλής της προσοχής ακούσατε, ίνα μεγάλην την ωφέλειαν και την ευφροσύνην απολαύσητε και μάλιστα κατά τας ημέρας ταύτας της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τας οποίας ιδιαιτέρως οφείλομεν να σχολάζωμεν εις την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την προσευχήν και την μελέτην των κατορθωμάτων των Αγίων, εξ ης και ημείς εις την κατά το δυνατόν μίμησιν αυτών παρακινούμεθα.
Διότι ιδού έφθασεν ο καιρός της εγκρατείας, αγαπητοί. Το στάδιον ηνεώχθη. Ο αγωνοθέτης και Βασιλεύς Χριστός ίσταται άνωθεν βλέπων την προθυμίαν των αθλητών. Οι Άγιοι Άγγελοι κρατούσι τα στέφη και βραβεία πολύτιμα, δια να ανταμείψουν όσους νομίμως αθλήσουσι και νικήσουν ανδρείως τον αποστάτην και υπερήφανον δαίμονα. Όστις δε αγωνισθή γενναίως λαμβάνει όχι τιμήν πρόσκαιρον και ευμάραντον στέφανον, αλλά δόξαν αιώνιον και αμοιβήν ατελεύτητον. Διότι οι βασιλείς της γης, όταν γυμνάζουν τους στρατιώτας, αθλοθετούσιν εν και μόνον επίκαιρον χάρισμα, το οποίον αξίζει φέρ’ ειπείν εκατόν φλωρία και το λαμβάνει ένας μόνον, εκείνος όστις ήθελεν αναδειχθή ανδρειότερος και ισχυρότερος από όλους τους άλλους στρατιώτας. Ο επουράνιος όμως Βασιλεύς χαρίζει εις ημάς μακαριότητα ατελεύτητον, την οποίαν κληρονομούμεν όλοι, όσοι πολεμήσωμεν γενναίως και δεν δειλιάσωμεν. Αυτός μας προσκαλεί σήμερον δια του ιερού Ευαγγελίου, λέγων· «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. η:34). Τουτέστιν δεν βιάζει κανένα, επειδή εχάρισεν εις ημάς το αυτεξούσιον, αλλά προσκαλεί ημάς ως εύσπλαγχνος και διψά την σωτηρίαν μας. Δια τούτο περαιτέρω μας νουθετεί πόσον κέρδος έχει εκείνος, όστις ήθελεν απαρνηθή την σάρκα και τας επιθυμίας αυτής και ήθελε μιμηθή το Πάθος Του, λέγων ότι όστις κερδίση όλον τον κόσμον, όπερ είναι σχεδόν αδύνατον και υποταχθώσιν εις αυτόν όλαι αι ηγεμονίαι και τα βασίλεια, έπειτα δε κολασθή η ψυχή του, δεν ωφελήθη τίποτε. Επειδή λοιπόν περισσότερον όφελος απολαμβάνει ο μικρότερος δούλος του Χριστού από τον μεγαλύτερον και πλουσιώτερον βασιλέα της γης, έπρεπε και ημείς να καταφρονώμεν όλα τα πρόσκαιρα, τουτέστιν αγρούς, οικίας, τιμάς και χρήματα, και να ακολουθώμεν τον Δεσπότην Χριστόν, όστις μας ανταποδίδει, δι’ ολίγον ημών κόπον, τοσαύτην απόλαυσιν. Αλλά οι οκνηροί και ράθυμοι αμελούσιν ως φιλόσαρκοι λέγοντες, ότι παρήλθεν ο καιρός των αγώνων, η φύσις ησθένησε και δεν ημπορούμεν πλέον να φυλάξωμεν εγκράτειαν καθώς οι προγενέστεροι. Αύτη είναι πρόφασις δαιμονική. Διότι εις πάντα καιρόν ημπορούμεν να αγωνισθώμεν, αρκεί να θελήσωμεν. Έχομεν περί τούτου τοσούτων Αγίων υποδείγματα, νεωτέρων και παλαιοτέρων, ώστε είναι πολλή ημών αισχύνη και καταφρόνησις αυτά τα οποία λέγομεν. Διότι βλέπομεν ευγενείς υιούς και απογόνους βασιλέων, να καταφρονώσι πλούτον, τιμήν και πάσαν σαρκικήν ηδυπάθειαν. Ακόμη δε και τους φιλτάτους αυτών γονείς, το δε θαυμασιώτερον, την ηγαπημένην ομόζυγον, δια την αγάπην του Ποιητού και Σωτήρος ημών. Το εθελούσιον τούτο διαζύγιον υπέμειναν και άλλοι τινές δούλοι του ουρανίου Βασιλέως Χριστού και απεξενώθησαν πασών των σαρκικών απολαύσεων, προτιμώντες τον ένθεον έρωτα. Όμως περισσότερον από τους άλλους κατώρθωσε τούτο ο πτωχός τω σώματι, τη δε ψυχή πλουσιώτατος ούτος Αλέξιος, ο άνθρωπος όντως του Θεού και δούλος αυτού γνησιώτατος, όστις έμεινε τόσους χρόνους εις την οικίαν του αγνοούμενος και υπό των δούλων του εμπαιζόμενος. Αλλά ταύτα πάντα υπέμεινεν ο γενναίος συλλογιζόμενος την πλουσίαν αμοιβήν και τον πολυτίμητον στέφανον, τον οποίον έμελλε να του αποδώση ο Βασιλεύς της δόξης εις τον Παράδεισον. Δι’ αυτό και απηρνήθη τελείως τον έξω άνθρωπον και σηκώσας τον σωτήριον σταυρόν των θλίψεων, ηκολούθησε τον Δεσπότην αγαλλόμενος. Όθεν, δια της προσκαίρου κακοπαθείας και θλίψεως, απολαμβάνει τώρα αιώνιον ευφροσύνην και άρρητον αγαλλίασιν, τιμήν και δόξαν και Βασιλείαν αδιάδοχον. Ταύτα δε πάντα δικαίως και πρεπόντως απήλαυσεν ο μακάριος Αλέξιος, διότι νόμος του Θεού απαράβατος είναι ότι εκείνος, όστις θέλει νικήσει την φιλαυτίαν της σαρκός με όλον αυτής τον στρατόν, δηλαδή όλα τα πάθη του σώματος και υποταχθή τω πνεύματι κατά την Ευαγγελικήν πρόσταξιν, αυτός είναι άξιος επαίνων και εγκωμίων, περισσότερον από τον βασιλέα Αλέξανδρον, τους Καίσαρας και τους λοιπούς μονάρχας, οίτινες εξουσίασαν τον κόσμον άπαντα. Διότι εκείνοι εξουσίασαν πόλεις και τόπους και εφόνευσαν ανθρώπους, δι’ ολίγον καιρόν. Οι ενάρετοι όμως δούλοι του Θεού νικώσι τα πάθη της σαρκός και φονεύουσι δαίμονας. Όθεν και δικαίως περά Θεού αντιδοξάζονται, απολαμβάνοντες παρ’ Αυτού Βασιλείαν αδιάδοχον, μένουσαν εις τον αιώνα. Τούτου του θαυμασίου Αλεξίου τον Βίον, αγαπητοί αδελφοί, επιθυμώ να σας διηγηθώ σήμερον και προσέχετε, ώστε πολύ να ωφεληθήτε. Διότι ουδείς έτερος Βίος Αγίου είναι ωραιότερος τούτου και κατανυκτικώτερος. Κατά τους χρόνους των ευσεβεστάτων βασιλέων Αρκαδίου (395 – 408) και Ονωρίου (395 – 423), ήτο εις την Ρώμην άρχων τις ονόματι Ευφημιανός, πρώτος της Συγκλήτου και φρόνιμος άνθρωπος, πλουσιώτατος από σωματικά αγαθά, κατά δε την ψυχήν πλουσιώτερος και πολύ ενάρετος και θαυμάσιος, το δε σπουδαιότερον ήτο επιμελής και άοκνος εργάτης του μυστικού αμπελώνος του Σωτήρος Χριστού, του οποίου πάσας τας εντολάς εφρόντιζε να φυλάττη αυστηρών, ιδίως δε την ελεημοσύνην, εις την οποίαν ήτο αμίμητος, με το να προσφέρη καθ’ εκάστην αφθόνως, εις τους έχοντας ανάγκην, τον πλούτον του. Έτρεφε τους πεινώντας, ενέδυε τους γυμνούς, υπεδέχετο τους ξένους και τους εφιλοξένει ευεργετών αυτούς πλουσιοπαρόχως και, απλώς ειπείν, ο ευλογημένος τούτου οίκος ήτο δια τους πένητας λιμήν και καταφύγιον. Είχε δε και υπηρέτας πολλούς χρυσοζώνους και ενδεδυμένους ιμάτια λαμπρά και πολύτιμα. Αυτός δε ο αείμνηστος έτρωγε πάντοτε μετά την ενάτην ώραν, μίαν φοράν την ημέραν, αφού πρώτον έφερεν από την αγοράν όσους πτωχούς εύρισκε και ετοιμάζων την τράπεζαν, τους υπηρέτει μόνος, δια να έχη μισθόν περισσότερον. Συγγενείς δε τινές και φίλοι του Ευφημιανού κατέκριναν αυτόν πολλάκις ως απερίσκεπτον και του έλεγον, ότι δεν ήτο πρέπον να υπηρετή τους πένητας μόνος εις τόσον επιφανής άρχων, αλλά να προστάσση να τελώσιν οι δούλοι τα απαιτούμενα. Ο άρχων όμως Ευφημιανός απεκρίνετο πανσόφως προς αυτούς ταύτα και με ταπείνωσιν· «Αυτοί είναι οι αδελφοί του Κυρίου μου, Όστις δια του Ιερού Αυτού Ευαγγελίου παραγγέλλει εις ημάς να τους αγαπώμεν, δι όσην δε ευεργεσίαν προσφέρομεν εις αυτούς, θάλει και Εκείνος ανταποδώσει εις ημάς την Χάριν Του πλουσιοπαρόχως». Ήτο δε και η σύζυγός του, Αγλαϊς ονόματι, γυνή ευλαβής και καλόγνωμος και ούτως επορεύοντο και οι δύο αμέμπτως εις τον καλόν δρόμον της αρετής. Είχον όμως αμφότεροι λύπην μεγάλην, διότι δεν απέκτησαν παιδίον δια να κληρονομήση τον πλούτον των. Όθεν εδέοντο του Δεσπότου Χριστού, μετά πίστεως, να τους δώση τέκνον. Ο δε Κύριος επήκουσε την δέησιν αυτών και η Αγλαϊς συλλαβούσα εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασαν Αλάξιον. Έγινε λοιπόν χαρά μεγάλη εις την οικίαν εκείνην και άμετρος αγαλλίασις. Αφ’ ου δε απεγαλάκτισαν το παιδίον, το εξεπαίδευον εις τα γράμματα, τα οποία μετά μεγάλης επιμελείας εμάνθανεν, έως ότου ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν. Επειδή δε ο ευλογημένος Αλέξιος ήτο οξύς κατά τον νουν και ευφυής, έμαθεν εις ολίγον καιρόν όλην την εκκλησιαστικήν ιστορίαν, γραμματικήν και άλλα όσα ήρμοζον. Εκ της μαθήσεως λοιπόν ταύτης και των αναγνωσμάτων έγινε σοφώτατος. Εννοήσας λοιπόν ο μακάριος Αλέξιος την ματαιότητα και την αστάθειαν του κόσμου, ως και ότι η ψυχή είναι αθάνατος, απεφάσισε να απαρνηθή τα παρόντα αγαθά του βίου, ως πρόσκαιρα και ευμάραντα, δια να κληρονομήση τα άφθορα και αιώνια. Ταύτα μελετών καθ’ εκάστην  ο εκ Θεού πεφωτισμένος και πάνσοφος, ενεδύθη ράσον τρίχινον κρυφά από τους γονείς του, το οποίον εφόρει κατά σάρκα, έξωθεν δε εφόρει τα μεταξωτά και χρυσοϋφαντα δια να μη τον υποψιασθούν. Οι δε γονείς του, αγνοούντες την ένθεον αυτού γνώμην, εσκέπτοντο να τον υπανδρεύσουν, ποθούντες να ίδωσιν απογόνους εξ αυτού. Ερευνώντες λοιπόν εις όλην την Ρώμην, εύρον ωραίαν τινά και πάγκαλον κόρην, ομοίαν αυτού κατά τον πλούτον και ευγενή, από γένος βασιλικόν και περίφημον. Ο Αλέξιος όμως είχε την καρδίαν  του ολοψύχως αφιερωμένην εις τα ουράνια και ουδόλως εσκέπτετο τα επίγεια πράγματα. Καθ’ εκάστην προσηύχετο μυστικά προς τον κρυφιογνώστην Θεόν και έχυνεν ως ποταμόν τα δάκρυα, δεόμενος αυτού να τον λυτρώση από τας παγίδας του κοσμοκράτορος και να τον φωτίση να κάμη το συμφερώτερον εις την ψυχήν του. Και ταύτα μεν έλεγε καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα, ευχόμενος ο μακάριος, κατά δε την ημέραν μετέβαινεν εις τας Εκκλησίας δια να προσκυνήση, δίδων εις τους πτωχούς ελεημοσύνας, φανερά και κρυφίως, δια να παρακαλώσι τον Κύριον να τον οδηγήση εις τόπον σωτηρίας. Εις τους γονείς του δε έλεγεν, ότι δεν ήθελε να υπανδρευθή δια να μη έχη φροντίδας και μερίμνας. Αυτοί όμως τον επίεζον να τους ακούση,επειδή η νύμφη ήτο εκλεκτή και δεν θα εύρισκον κατόπιν άλλην ομοίαν αυτής. Όθεν, ακουσίως και μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τους γονείς του, εδέχθη μεν κατά το φαινόμενον και εγράφη το συνοικέσιον, αλλά κατά διάνοιαν εμελέτα να φύγη εις ξένον τόπον, δια να φυλάξη την παρθενίαν του άφθορον. Όταν λοιπόν έφθασεν η ημέρα των γάμων, μετέβησαν εις τον Ναόν του Αγίου Βονιφατίου και εστεφάνωσαν το ανδρόγυνον μετά χορών και τυμπάνων, όλην δε την ημέραν οι άρχοντες του παλατίου και οι συγγενείς και φίλοι του ανδρογύνου διεσκέδαζον, κατά την συνήθειαν, εις την οικίαν του γαμβρού. Κατά δε το εσπέρας, μετά το δείπνον, ηυχήθησαν οι συγγενείς και φίλοι τους νεονύμφους, οι δε γονείς των τους συνώδευσαν μέχρι του νυμφικού θαλάμου και τους απεχαιρέτησαν. Αφού λοιπόν ο νέος έμεινε μόνος με την νύμφην, προσηύχετο ώραν πολλήν, έως ου εκοιμήθησαν όλοι οι της οικίας και τότε τυλίξας το δακτυλίδιον και την ζώνην του, τα οποία ήσαν πολύτιμα, έδωκε ταύτα εις την κόρην, λέγων εις αυτήν· «Φύλαξον ταύτα προσεκτικά, φιλτάτη μου, και ο Θεός να είναι αναμέσον ημών, έως ότου οικονομήση η Χάρις Του εις ημάς τίποτε άλλο καλλίτερον». Ταύτα ειπών απήλθεν εις το δωμάτιόν του, λαβών δε χρυσόν, πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας, όσα ηδύνατο, και εκδυθείς τα χρυσοϋφαντα, εφόρεσε πτωχά και εσχισμένα ιμάτια και εξελθών εκ της πόλεως κατήλθεν εις την παραλίαν. Εκεί, Θεού ευδοκούντος, ευρίσκει πλοίον, το οποίον έφευγε κατά την ώραν εκείνην δια την Συρίαν. Εισελθών λοιπόν εις το πλοίον έφθασεν εις την Λαοδίκειαν, και εξελθών συνέχισε τον δρόμον του δια ξηράς προς την Έδεσσαν, όπου εύρε Ναόν, εις τον οποίον είχον την αχειροποίητον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού, την ιδίαν εκείνην την οποίαν Αυτός ο Κύριος έστειλεν εις τον Αύγαρον δια του Αποστόλου Ανανία. Ταύτην ιδών ο Αλέξιος πολύ ηυφράνθη και μοιράσας εις πτωχούς τον χρυσόν και τους πολυτίμους λίθους, έμεινεν εις εκείνον τον Ναόν, ενδεδυμένος ως πένης με παλαιά και άχρηστα ιμάτια, δια να βλεπη καθ’ εκάστην τον πολυπόθητον χαρακτήρα της του Δεσπότου μορφής, ζητών δε ελεημοσύνην από τους ευσεβείς Χριστιανούς, εξώδευεν από αυτήν ολίγα δι’ άρτον προς τροφήν του, τα δε υπόλοιπα έδιδεν εις τους πτωχούς. Όλην την νύκτα προσηύχετο και πάσαν Κυριακήν μετελάμβανε. Τόσον δε εταλαιπωρήθη από την πολλήν εγκράτειαν, ώστε ηφανίσθη η ωραιότης του προσώπου του, η όψις του εμαύρισεν, η σάρξ εξηράνθη, οι οφθαλμοί εκοιλάνθησαν και μόνον το δέρμα και τα οστά του εφαίνοντο. Οι δε γονείς αυτού, όταν εξημέρωσε και δεν είδον τον Αλέξιον εις τον θάλαμον, αλλ’ ήτο η νύμφη μόνη σκυθρωπή και περίλυπος και επληροφορήθησαν παρ’ αυτής την ανέλπιστον αναχώρησιν του υιού των, έδερον τα στήθη, πικρώς ολολύζοντες. Βλέποντες όμως ότι τα δάκρυα μόνα δεν ωφελούσαν εις τίποτε, έστειλαν προς αναζήτησίν του ανθρώπους εις διαφόρους τόπους και πόλεις δια να ερευνήσουν επιμελώς προς ανεύρεσίν του. Ούτοι δε οι άνθρωποι, απελθόντες μετά σπουδής και ερευνώντες με προσοχήν πόλεις και τόπους διαφόρους, δεν ηδυνήθησαν να μάθουν τίποτε περί αυτού. Τινές δε εξ αυτών μετέβησαν και εις την Έδεσσαν και ηρώτησαν. Αλλά κανείς δεν ήτο δυνατόν ποτέ να εννοήση, ότι ο τόσον πτωχός και ρακένδυτος εκείνος ξένος ήτο ο αναζητούμενος. Μάλιστα και ελεημοσύνην έδωσαν εις αυτόν οι δούλοι του, χωρίς κανείς να τον αναγνωρίση λόγω του πτωχικού του ενδύματος και της αδυναμίας του σώματος. Ο δε Αλέξιος, κατανυγείς τη καρδία, εδάκρυσε, δοξάζων δε τον Θεόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, όπου με ηξίωσες να λάβω από τους δούλους μου έλεος». Αφ’ ου λοιπόν οι απεσταλμένοι ηρεύνησαν πολλούς τόπους και Μοναστήρια αναρίθμητα, επέστρεψαν εις την Ρώμην. Τότε περισσότερον επληρώθη θρήνων και οδυρμών όχι μόνον ο οίκος του Ευφημιανού, αλλά σχεδόν ειπείν, άπαξ ο τόπος και αι οικογένειαι της πόλεως, ως και αυτό ακόμη το παλάτιον. Όλοι οι φίλοι και συγγενείς του εθρήνουν και οι άνδρες και αι γυναίκες και οι ανήλικοι παίδες. Οι γονείς του έκλαιον απαρηγόρητα, όλοι της οικογενείας εμαυροφόρεσαν και μάλιστα η μήτηρ αυτού, ήτις εκλείσθη εις εν δωμάτιον, έκλεισε την θύραν και τα παράθυρα, εξεδύθη τα μαλακά ιμάτια και ενεδύθη τρίχινα άχρηστα· έβαλε στάκτην εις την κεφαλήν και εκοιμάτο εις μίαν ψάθαν χωρίς καμμίαν επιμέλειαν, θρηνούσα καθ’ εκάστην του φιλτάτου υιού την στέρησιν. Η δε άχαρος και άμοιρος νύμφη εθρήνει ελεεινότερα την δυστυχίαν και την χηρείαν της, την ταχίστην και απροσδόκητον και, απλώς ειπείν, δεν έμεινε κανείς χωρίς δάκρυα εις την οικογένειαν την πρώην μεν περιχαρή και πανευφρόσυνον, νυν δε περίλυπον και πανώδυνον. Ούτως αυτοί μεν είχον την σαρκικήν θλίψιν θρηνούντες απαρηγόρητα, ο δε μακάριος Αλέξιος έχαιρε ψυχικώς εις τον ξένον τόπον, δοξάζων τον Κύριον, όστις τον ελύτρωσεν από τας φροντίδας του βίου και τον διεφύλαξεν αγνώριστον, δια να μη εμποδισθή ο πόθος του. Έμεινε λοιπόν ο μακάριος Αλέξιος εις τον νάρθηκα του Ναού εκείνου της Υπεραγίας Θεοτόκου δέκα επτά χρόνους, διάγων πολιτείαν θαυμασίαν. Όθεν οι εγχώριοι τον ετίμων ως Άγιον, βλέποντες τον ένθεον βίον του. Φοβούμενος όμως μη υστερηθή της ουρανίου δόξης δια την πρόσκαιρον δόξαν την οποίαν του προσέφερον, εμελέτησε να φύγη εις τόπον άγνωστον. Απελθών λοιπόν εις λιμένα, εύρε πλοίον το οποίον εταξίδευε προς τα μέρη της Κιλικίας και εισήλθεν εις αυτό, έχων γνώμην να μεταβή εις την Ταρσόν, όπου ήτο Ναός του Αγίου Παύλου περίφημος. Ενώ όμως έπλεον, εσηκώθη αντίθετος άνεμος. Περιφερόμενοι δε τήδε κακείσε έφθασαν εκόντες άκοντες, μετά πολλάς ημέρας, εις την Ρώμην. Τούτο δε ήτο οικονομία Θεού και το εγνώρισεν ο Άγιος. Όθεν δια να μη βαρύνη άλλον τινά, εσκέφθη να μείνη εις την οικίαν του άγνωστος, μέχρι τέλους της παροικίας του, δια να έχη μισθόν περισσότερον. Μεταβάς λοιπόν εις την Εκκλησίαν έκαμε προσευχήν εις τον Θεόν, παρακαλών, όπως τον ενδυναμώση να φέρη εις καλόν τέλος το μελετώμενον. Αφού δε προσεκύνησεν εις πολλάς Εκκλησίας ήλθεν εις τον οίκον του πατρός του, όστις κατ’ εκείνην την ώραν ήρχετο από το παλάτιον με πολλήν συνοδείαν, κατά την αξίαν του, βαλών δε εις αυτόν έως την γην μετάνοιαν, είπε προς αυτόν· «Παρακαλώ την ευγένειάν σου, κάμε έλεος εις εμέ τον ξένον και άπορον. Άφες με να καθήσω εις μίαν γωνίαν του παλατίου σου, να τρέφωμαι από τα ψιχία, όπου πίπτουσιν εκ της τραπέζης των δούλων σου και ο Θεός να ευλογήση δια την καλωσύνην ταύτην τον οίκον σου και να σου δώση την ουράνιον Βασιλείαν. Εάν δε έχης συγγενή τινά εις την ξενιτείαν, να σε αξιώση ο Κύριος να τον ίδης, ως επιθυμεί η καρδία σου». Ταύτα ακούσας ο άρχων εδάκρυσεν ενθυμηθείς τον υιόν του και ευσπλαγχνισθείς επήρε τον πένητα, καλέσας δε ένα εκ των πλέον επιμελών δούλων του, παρέδωκεν εις αυτόν τον Αλέξιον, προστάξας να μη έχη άλλην φροντίδα και μέριμναν παρά μόνον να επιμελήται τον ξένον εκείνον εις ό,τι χρειάζεται. Τότε ο δούλος ωδήγησεν ευθύς τον Αλέξιον εις εν κελλίον μικρόν, το οποίον ήτο εις την αυλήν έναντι του δωματίου της συζύγου του. Έμεινε λοιπόν εις αυτό ο Αλέξιος, ο δε Ευφημιανός έστελλε προς αυτόν καθ’ εκάστην φαγητά από την τράπεζαν, ο δε Άγιος όμως μόνον εκάστην Κυριακήν, μετά την κοινωνίαν των Θείων Μυστηρίων, έτρωγεν άρτον και έπινεν ύδωρ και αυτά από ολίγον μόνον, δια να μη αποθάνη από την άμετρον εγκράτειαν· προσηύχετο δε καθ’ όλην την νύκτα και το περισσότερον της ημέρας. Βλέπων δε ο μισάνθρωπος και φθονερός δαίμων την θαυμαστήν καρτερίαν αυτού, έτριζε τους οδόντας και εκίνησε κατ’ αυτού δεινούς και μεγάλους πολέμους, δια να τον κάμη να χάση την υπομονήν την οποίαν είχε τόσον μάλιστα σταθεράν. Και πρώτον μεν ηνάγκαζε τους δούλους να τον ενοχλώσιν· άλλοι ύβριζον αυτόν και τον ερράπιζον· έτεροι έχυναν επάνω του τα αποπλύματα των αγγείων και άλλας πολλάς αταξίας του έκαμναν, οι αναίσχυντοι. Αλλά ταύτα όλα υπέμεινεν ο αήττητος, γνωρίζων ότι εκ δαιμονικής ενεργείας εγίνοντο ταύτα. Ουδέποτε δε εγόγγυσεν, ούτε είπε λόγον κατ’ αυτών απρεπή, μόνον τον Δεσπότην  Χριστόν παρεκάλει να του δίδη μέχρι τέλους υπομονή, δια να μη ζημιωθή τον μισθόν της ανταποδόσεως. Όχι δε μόνον τον πόλεμον τούτον είχεν ο Όσιος, αλλά και άλλον χαλεπώτερον. Το παράθυρον του δωματίου της νύμφης έβλεπεν εις το κελλίον του Οσίου· αύτη δε, ως νέα Ρουθ, δεν ηθέλησε να υπάγη εις τον οίκον του πατρός της, αλλά μετά της πενθεράς της εκάθηντο κλαίουσα πολλάκις και οδυρόμεναι, η μεν την χηρείαν, η δε την του μονογενούς και φιλτάτου υιού στέρησιν και ούτε το διάστημα του χρόνου, ούτε άλλαι παρηγορίαι, όπου τους έλεγον οι φίλοι και συγγενείς, ηδύναντο να καταπραϋνουν τον πόνον των. Όσον όμως παρήρχετο ο καιρός και δεν εμάνθανον τίποτε δια τον ηγαπημένον των, τοσούτον αι καρδίαι των τον επεθύμουν. Εκεί λοιπόν καθήμενος ο Άγιος ήκουε την ομόζυγον αυτού να λέγη μοιρολογούσα κατά την των γυναικών συνήθειαν· «Ουαί και αλλοίμονον εις εμέ την άχαρον νύμφην και δυστυχή ζωντοχήραν. Φεύ! εις εμέ την αθλίαν και κακοδαίμονα. Εις ποίον τόπον να ευρίσκεται ο ηγαπημένος σύντροφός μου; Τι έγινες, νυμφίε μου φίλτατε; Πως εφάνης τοσούτον σκληρός προς εμέ την τάλαιναν; Τι κακόν σου έπταισα και με απηρνήθης; Δια ποίαν αιτίαν τοσούτον με εμίσησες; Εάν είχες γνώμην να με αφήσης, διατί με έβαλες εις τα βάσανα και θλίβομαι τόσους χρόνους δια την αγάπην σου, άσπλαγχνε; Αλλ’ ούτε και εν γράμμα έστειλες να μάθω πως διάγεις εις τους ξένους τόπους και που ευρίσκεσαι ή να μου παραγγείλης πως να πορεύωμαι. Δεν επέδειξες ουδεμίαν φροντίδα δι’ εμέ, μόνον με ενυμφεύθης ματαίως και άκαρπα. Έπειτα έφυγες και με απεχθάνεσαι, ωσάν να ήμην προδότης. Αλλά συ μεν εφάνης προς εμέ τόσον σκληρός και άπονος, εγώ όμως θα κάμω όλως το αντίθετον. Θα μιμηθώ την άμωμον και άδολον τρυγόνα, ήτις, όταν χάση τον σύντροφον αυτής, δεν κάθεται πλέον εις χλωρόν κλάδον, ούτε πίνει ποτέ ύδωρ καθαρόν, ούτε κελαδεί· μοιρολογεί μόνον την τύχην της και καμμίαν χαράν δεν απολαμβάνει, αλλά λυπείται τόσον, έως ότου αποθάνη από την θλίψιν της. Ούτω θα πράξω και εγώ η κακότυχος, η τεθλιμμένη και άμοιρος. Θα θρηνώ καθ’ εκάστην και θα μοιρολογώ τον σύντροφόν μου, έως ότου σχηματίσω ποταμόν εκ των δακρύων μου και τότε να αποθάνω από τον πόνον και την θλίψιν μου». Αυτά μεν έλεγε βοώσα η ομόζυγος. Η δε Αγλαϊς περισσότερα τούτων εβόα, οδυρομένη τους πόνους και τα βάσανα όπου υπέμεινεν, όταν τον εκράτει εις την μήτραν της, όταν τον εγέννησεν, όταν τον ανέτρεφεν, ενώ εκείνος την απηρνήθη και της έδωκε περισσοτέρους πόνους παρά όταν τον εγέννησεν. Αυτά όλα ήκουεν ο αήττητος αγωνιστής και επόνει μεν η καρδία του και ελυπείτο την μητέρα και την ομόζυγον. Επί πλέον δε και ο πανούργος δαίμων ήνοιγεν εναντίον αυτού μέγαν πόλεμον. Αλλ’ ο Άγιος, ενθυμούμενος τους Ευαγγελικούς λόγους, τους λέγοντας· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος». (Ματθ. ι: 37) και τα σχετικά προς ταύτα, απέναντι της σαρκικής αγάπης ετοποθέτει τον ένθεον έρωτα και υπέμενε την φλόγα της καρδίας, ο καρτερόψυχος, πόθω πόθον αντωσάμενος. Έπραττε δε τούτο όχι διότι ήτο άσπλαγχνος προς τους γεννήτορας, αλλά διότι ήτο μάλιστα προς τον Ποιητήν και Σωτήρα υπήκοος, προς τον οποίον πολλάκις μετά δακρύων εδέετο να του δίδη υπομονήν μέχρι τελους. Ομοίως προσηύχετο και δια τους γονείς αυτού και την σύζυγον, να τους ενισχύη, δια να μη αποθάνουν προώρως από την θλίψιν των. Έμεινε λοιπόν ο αείμνηστος εις τον πατρικόν οίκον αγνώριστος, ούτως ευτελής και ταλαιπωρούμενος, από τον εχθρόν πολεμούμενος, από την αγάπην των συγγενών εκκαιόμενος και από τους δούλους εμπαιζόμενος, όχι δέκα ημέρας ή εκατόν, αλλά χρόνους δεκαεπτά ολοκλήρους, ο όντως αδαμάντινος και ουχί εκ σαρκός. Και τότε του απεκάλυψεν ο Κύριος, ότι την επομένην Παρασκευήν έμελλε να αναπαυθή από τους κόπους και τα βάσανα. Τότε εζήτησεν από τον δούλον, όστις τον υπηρέτει,  να του φέρη χαρτίον και μελάνην, έγραψε δε επ’ αυτού τα κατ’ αυτόν, προς μεγαλυτέραν δε πιστοποίησιν έγραψε και τινας απορρήτους λόγους, τους οποίους είπεν εις την νύμφην, όταν της έδωκε την ζώνην αυτού και το δακτυλίδιον, ως και έτερα τινά απόκρυφα πράγματα, τα οποία μόνον οι γονείς του εγνώριζον. Εις το τέλος δε έγραψε και ταύτα· «… Δέομαι και σας παρακαλώ, φίλτατοι γονείς μου και σεμνοτάτη συμβία μου, να μη μνησικακήσητε εναντίον μου, επειδή σας έδωσα τοσαύτην θλίψιν και βάσανον, διότι και εγώ ελυπούμην δια τον πόνον σας και πολλάκις έκαμα δέησιν δια σας, ίνα ο Κύριος σας δίδη υπομονήν και να σας αξιώση της Βασιλείας Του· ελπίζω δε εις την ευσπλαγχνίαν Αυτού να εκπληρώση το ζητούμενον, επειδή και εγώ δι’ αγάπην του εφάνην προς σας τόσον άσπλαγχνος και προς τον εαυτόν μου σκληρότερος. Αλλά περισσότερον πρέπει να υπακούση καθείς τον Ποιητήν και Σωτήρα αυτού, παρά τους γονείς του και όσον περισσότερον σας ελύπησα, τόσον θέλετε έχει μισθόν περισσότερον». Ταύτα γράψας ο Άγιος έμεινε προσευχόμενος μέχρι της ώρας της μεταστάσεως αυτού. Ήτο δε τότε Αρχιεπίσκοπος εις την Ρώμην ο Ιννοκέντιος, ενώ δε ούτος ελειτούργει ημέραν τινά εις την Εκκλησίαν των Αγίων Αποστόλων, παρόντος του βασιλέως Ονωρίου και των λοιπών της συγκλήτου, ήκουσαν φωνήν άνωθεν του θυσιαστηρίου λέγουσαν· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Ταύτα ακούοντες οι παρεστώτες ετρόμαξαν και πίπτοντες κατά γης εβόων· «Κύριε ελέησον». Μετ’ ολίγην δε ώραν ηκούσθη και πάλιν φωνή λέγουσα· «Τη Παρασκευή πρωϊ ο Άνθρωπος του Θεού εξέρχεται εκ του σώματος και ζητήσατε αυτόν του ποιήσαι υπέρ της πόλεως δέησιν , όπως μείνητε ανενόχλητοι». Λοιπόν τη Πέμπτη εσπέρας συνηθροίσθησαν άπαντες εις τον ρηθέντα Ναόν του Αγίου Πέτρου και ποιήσαντες αγρυπνίαν καθ’ όλην την νύκτα, εδέοντο να τους φανερώση ο Κύριος που να εύρωσι τον δούλον Του. Ήσαν δε παρόντες ο Πατριάρχης, ο βασιλεύς και παρ’ αυτόν ο Ευφημιανός, το πρωϊ δε ήλθε φωνή άνωθεν, λέγουσα· «Εις τον οίκον του Ευφημιανού υπάρχει ο Άνθρωπος του Θεού». Τότε λέγει προς αυτόν ο βασιλεύς· «Εις την οικίαν σου έχεις κεκρυμμένον τοιούτον πολύτιμον θησαυρόν και δεν μας τον εφανέρωσες»; Ο δε Ευφημιανός απεκρίνατο· «Ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν γνωρίζω μέχρι σήμερον τίποτε· αλλά θα ερωτήσω τους δούλους μου, να εύρωμεν αυτόν τον οποίον επιθυμούμεν». Απελθών λοιπόν ο Ευφημιανός εις τον οίκον του ητοίμασε πολυτελή καθίσματα δια τον βασιλέα, τον Πατριάρχην και τους άλλους άρχοντας, οίτινες θα ήρχοντο εις τον οίκον του. Έπειτα όλοι οι δούλοι του εξήλθον με λαμπάδας και θυμιάματα, δια να τους υποδεχθούν καθώς ήρμοζεν. Ερωτήσας δε ο Ευφημιανός τους δούλους, εάν εγνώριζον ενάρετον τινά άνθρωπον, ο υπηρέτης του Αλεξίου απήντησεν· «Υποπτεύομαι, κύριέ μου, ότι εκείνος ο ξένος είναι, τον οποίον με επρόσταξες να υπηρετώ, διότι μεγάλας αρετάς και θαυμάσια πράγματα βλέπω εις εκείνον τον άνθρωπον. Νηστεύει καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος και καθ’ εκάστην Κυριακήν μεταλαμβάνει των θείων Μυστηρίων. Έπειτα τρώγει δύο ουγγίας άρτον και πίνει ολίγον ύδωρ. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τρέφεται πάντοτε· τα δε φαγητά, τα οποία του στέλλεις από την τράπεζάν σου, τα δίδει εις άλλους πτωχούς. Μένει δε και άγρυπνος καθ’ όλας τας νύκτας προσευχόμενος. Το δε θαυμασιώτερον, υπομένει αταράχως τας ύβρεις όπου του κάμνουν οι αναίσχυντοι δούλοι σου και τον ερράπισαν πολλάκις εκ δαιμονικής συνεργείας, ενώ άλλοτε πλύνουν τα σκεύη και χύνουν επάνω του ακάθαρτον νερόν δια να τον κάμουν να οργισθή. Αλλ’ αυτός ο ευλογημένος τα υπομένει όλα χωρίς να οργίζεται ουδόλως». Ακούσας ταύτα ο Ευφημιανός έτρεξε προςτο κελλίον του Αγίου και έκρουσε την θύραν καλών αυτόν. Όμως αν και εκάλεσε τούτον τρεις φοράς, ο Άγιος δεν απεκρίνετο. Εισελθών τότε εις το κελλίον εύρεν αυτόν κείμενον και έχοντα σκεπασμένον το πρόσωπον, εις δε την δεξιάν αυτού χείρα εκράτει το χειρόγραφον, το οποίον εδοκίμασε να πάρη, αλλά δεν ηδυνήθη. Επιστρέψας λοιπόν μετά σπουδής ανήγγειλεν εις τον βασιλέα τα γενόμενα, ούτος δε επρόσταξε να ευτρεπίσουν κλίνην πολύτιμον και να θέσουν επ’ αυτής το άγιον Λείψανον. Έπειτα, αποκαλύψαντες το πρόσωπον αυτού, είδον ότι έλαμψεν ως Άγγελος, τόσον ώστε μετά βίας ηδύναντο να το αντικρύζωσι. Τότε ο βασιλεύς μετά του Πατριάρχου εγονάτισαν και ασπασάμενοι το άγιον Λείψανον, είπεν ο βασιλεύς προς τον Άγιον με ταπείνωσιν· «Δεόμεθά σου, δούλε Χριστού, να μας δώσης τον χάρτην αυτόν, να μάθωμεν ποίος είσαι. Ναι, Άνθρωπε του Θεού επουράνιε, μη παραβλέψης την αίτησίν μας ταύτην, διότι είμεθα αρχηγοί του λαού, αν και αμαρτωλοί, εγώ και ο Αρχιερεύς ούτος, ο του Δεσπότου Χριστού γνήσιος δούλος». Ταύτα αφού είπον μετά δακρύων, αφήκεν εις αυτούς το γράμμα ο Όσιος. Ούτοι δε λαβόντες αυτό εχάρισαν και γενομένης σιωπής ανέγνωσαν αυτό λαμπρά τη φωνή εις επήκοον πάντων. Ταύτα ακούων ο Ευφημιανός και βεβαιωθείς από τους μυστικούς λόγους, όπου ήσαν γεγραμμένοι, ότι αυτός ήτο ο Αλέξιος, έκλαυσε πικρώς και αναστάς διέρρηξε τα ιμάτιά του, ανέσπα τας τρίχας της κεφαλής του, εκτύπα το στήθος του, ρίψας δε εαυτόν επάνω εις το ιερόν Λείψανον, έρραινε τούτο με ποταμόν δακρύων, στενάζων εκ βάθους καρδίας. Εφώναζε δε ταύτα· «Οίμοι, γλυκύτατον τέκνον μου! Διατί μου έδωσες τοσαύτην θλίψιν και βάσανον; Ουαί μοι τω τάλανι! Διατί με ελύπησες τοσούτον και με επίκρανες; Τόσους χρόνους με έβλεπες καθ’ εκάστην δια σε μαυροφορεμένον και εκ καρδίας στενάζοντα και δεν μου το ωμολόγησες; Ω αγάπη μου! Ω παραμυθία του γήρατός μου και ανάπαυσις. Ουαί εις εμέ τον τεθλιμμένον και άχαρον. Τι πρώτον να πράξω ο κακότυχος; Να πανηγυρίσω την εύρεσίν σου, ή να πενθήσω τον θάνατόν σου; Η φύσις με αναγκάζει να χύνω δάκρυα, αλλά αμαρτία είναι να κλαίη κανείς των Αγίων την κοίμησιν». Ενώ δε έλεγε ταύτα και άλλα περισσότερα με γοεράς κραυγάς, ήκουσαν αι γυναίκες την σύγχυσιν και μαθούσαι ότι αυτός ήτο ο προσφιλής Αλέξιος έτρεξαν έξω της οικίας ανυπόδητοι και χωρίς κάλυμμα της κεφαλής από την βίαν των. Αλλ’ επειδή το πλήθος ήτο πολύ και δεν ηδύναντο να το διασχίσουν, εδέετο η μήτηρ, ήτις προεπορεύετο της νεάνιδος, τοιαύτα λέγουσα, με φωνάς απηλπισμένας· «Δότε μοι τόπον, να ίδω το αγαπημένον μου τέκνον. Δότε μοι τόπον δια τους οικτιρμούς του Θεού, ω άνθρωποι, ν’ αποχαιρετήσω τον μονογενή υιόν μου, το φως των οφθαλμών μου. Δότε μοι τόπον, φιλόχριστοι, να ασπασθώ το ιδικόν μου γέννημα». Ως δε έφθασεν εις το τίμιον εκείνο και άγιον Λείψανον, έρριψεν εαυτήν επάνω αυτού και με πόθον καταφιλούσα αυτό εβόα, λέγουσα· «Οίμοι, γλυκύτατέ μου υιέ, διατί μου έδωκες τόσην θλίψιν και δεν με ελυπήθης, την τάλαιναν; Ω τέκνον μου ποθεινότατον, πως είχες ψυχήν και με ήκουες καθ’ εκάστην ημέραν κατακοπτομένην δια σε και δεν με συνεπόνεσες την δυστυχή; Ω της σης καρτερίας και γενναιότητος! Και πως υπέφερες, ευγενέστατε, τόσους χρόνους υπό των δούλων σου υβριζόμενος και περιφρονούμενος; Διατί δεν μου εφανερώθης, να παύσουν αι θλίψεις μου και οι πόνοι μου»; Ενώ δε η μήτηρ εθρηνολόγει, ήρχισε να κλαίη γοερώς και η ομόζυγος, ήτις έλεγε τόσα μοιρολόγια, εκτραγωδούσα την συμφοράν της και την χηρείαν της, ώστε όχι μόνον οι άνθρωποι και τα άλογα ζώα, αλλά και αυτά τα αναίσθητα κτίσματα, τολμώ να είπω, την συνεπόνεσαν και εδάκρυσαν μετ’ αυτής. Εθρήνει, λέγω, απαρηγόρητα, καταφιλούσα το ιερόν Λείψανον και έπλυνεν αυτό με τον ποταμόν των δακρύων της· έτυπτε το στήθος· ανέσπα την κόμην, εξέσχιζε τας παρειάς της και ταύτα μεγαλοφώνως εκραύγαζεν· «Οίμοι, φιλέρημέ μου τρυγών. Διατί τοσούτον με εμίσησες και εις τέλος με εηκατέλειψες; Τι κακόν σού επροξένησα και με απηρνήθης την τάλαιναν; Τοσούτους χρόνους ήκουες την θρηνολογίαν και δεν μου εφανερώθης, ούτε καθόλου με συνεπόνεσες; Αλλοίμονον εις εμέ την δυστυχή και ταλαίπωρον! Ουαί εις εμέ την αθλίαν και κακοδαίμονα! Ύπανδρος σήμερον και χήρα εφάνην η άμοιρος. Δια τί λοιπόν να πρωτοθρηνήσω η κακότυχος; Διότι εύρον τον ηγαπημένον νυμφίον μου, ή διότι εχωρίσθην από τον σύντροφόν μου και απέμεινα έρημος»; Και πάλιν έλεγε· «Τριάκοντα τέσσαρας χρόνους επερίμενα να υποδεχθώ τον άνδρα μου και σήμερα τον βλέπω καθώς δεν επεθύμουν. Την ώραν αυτήν εφάνην ψευδονύμφη και χήρα η άμοιρος. Δεν καρτερώ πλέον να ίδω τον νυμφίον μου, η κακότυχος. Ω ήλιε λαμπρότατε, ω σελήνη, ω αστέρες πολύφωτοι, σκοτίσθητε σήμερον σας παρακαλώ και συνθλιβήτε με εμέ. Ω ουρανέ και γη! Ω πτηνά και φυτά, βοηθήσατέ με να θρηνήσω την χηρείαν και την ερημίαν μου. Ω πηγαί και θάλασσαι, δανείσατε ύδωρ εις την κεφαλην μου και δότε εις τους οφθαλμούς μου τόσα δάκρυα όσα να είναι αρκετά δια να δυνηθώ να κλαύσω την δυστυχίαν μου. Ω σύντροφέ μου φίλτατε, ας ήτο δυνατόν να έβγαζα την ώραν ταύτην την ψυχήν και την καρδίαν μου, δια να γνωρίσης τον πόθον μου της ταλαιπώρου και τότε δεν θα εχρειαζόμην φωνάς και δάκρυα, δια να μαρτυρώσι τον πόνον μου. Ω Χριστέ μου γλυκύτατε, δέομαι και παρακαλώ την Χάριν Σου, παράλαβε την αθλίαν ψυχήν μου και κατάταξον αυτήν μετά του νυμφίου μου, ίνα ομού Σε προσκυνώμεν και δοξάζωμεν». Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγον οι γονείς με την νύμφην των, πενθούντες απαρηγόρητα, οι δε συγγενείς και φίλοι δεν ηδύναντο να τους χωρίσουν από το άγιον Λείψανον. Ο δε βασιλεύς και ο Πατριάρχης μετά πολλήν ώραν τους έσυραν βιαίως και αφού εκείνοι παρεμέρισαν, επρόσταξαν να σηκώσουν με την κλίνην τον Άγιον και να τον φέρουν εις το κέντρον της πόλεως δια να τον ασπασθή όλος ο λαός εις συγχώρησιν αμαρτημάτων. Τότε έγιναν εκεί εξαίσια θαύματα. Κωφοί ελάλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονιώντες ιάθησαν, λεπροί εκαθαρίσθησαν και πάσα άλλη ασθένεια από τους πάσχοντας έφυγε, με μόνον τον ασπασμόν του αγίου Λειψάνου. Ταύτα ιδόντες οι παρεστώτες εθαύμασαν και ηύξησαν την ευλάβειαν. Όθεν, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης ανεσήκωσαν την κλίνην μετ’ ευλαβείας δια να την μεταφέρουν εις την Εκκλησίαν. Κατά δε την διαδρομήν ηκολούθουν οι γονείς με την νύμφην των κλαίοντες, οι δε όχλοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε περιέσφιγγον την κλίνην και ημπόδιζον τον βασιλέα και τον Αρχιερέα, οίτινες την εκράτουν, να περιπατήσουν. Όθεν επρόσταξαν τους υπηρέτας να ρίψουν εις την γην νομίσματα χρυσά και αργυρά δια να απασχοληθή ο λαός με τα χρήματα και να μη εμποδίζουν το Λείψανον. Αλλά τόσην ευλάβειαν είχον τα πλήθη, ώστε κανείς δεν έστρεψε το βλέμμα προς τα χρήματα. Μόνον εις τον Άγιον είχον τον πόθον των. Τότε ο Αρχιερεύς τους υπεσχέθη ότι δεν θα τον θάψη έως ότου τον ασπασθούν όλοι, ίνα αγιασθούν δια της Χάριτος αυτού. Μετά βίας λοιπόν τους κατέπεισε και αφού έκαμαν τόπον έφεραν το άγιον Λείψανον εις την Εκκλησίαν, όπου το άφησαν επί μίαν εβδομάδα. Καθ’ όλας δε αυτάς τας ημέρας παρεστέκοντο εις τον Άγιον οι γονείς με την νύμφην των άσιτοι, κλαίοντες ακαταπαύστως. Έπειτα επρόσταξεν ο βασιλεύς και κατεσκεύασαν αργυρούν γλωσσόκομον εις το οποίον εναποθέσαντες το τίμιον Λείψανον ενεταφίασαν αυτό. Είτα επετέλεσαν λαμπράν πανήγυριν. Και τότε ανέβλυσεν ο τάφος μύρον ευωδέστατον, όσοι δε ασθενείς εχρίσθησαν εξ αυτού ιατρεύθησαν. Εκοιμήθη δε ο Όσιος τη ιζ΄ (17η) του Μαρτίου μηνός, έτει από Χριστού τετρακοσιοστώ και δεκάτω, εν τοις χρόνοις Ονωρίου βασιλέως Ρώμης και Ιννοκεντίου Αρχιεπισκόπου, βασιλεύοντος δε της Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου Β΄ του υιού Αρκαδίου. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της ομοουσίου Τριάδος και αδιαιρέτου Θεότητος. Η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: