Τη ΙΒ΄ (12η) Μαρτίου, ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών ΣΥΜΕΩΝ ο Νέος Θεολόγος εν ειρήνη τελειούται.

Συμεων ο Όσιος Πατήρ ημών, ο δια την υπερβάλλουσαν αυτού αρετήν, την φρόνησιν και την σοφίαν δικαίως αποκληθείς Νέος Θεολόγος, εις τοσούτον ύψος αρετής και θείου φωτισμού έφθασεν, ώστε από πάντας εθαυμάζετο και πάντες τον ηγάπων, καθότι και αυτός πρότερον ηγάπησε τον Θεόν και τον πλησίον κατά το γεγραμμένον· «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψηχή σου και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ. κβ: 39, Λευιτ. ιθ: 18).
Διότι η αρετή είναι πράγμα θερμόν και πολύ κατάλληλον, ίνα ανάψη την φλόγα της κατά Θεόν αγάπης και να κάμη την ψυχήν όλην πύρινον, να αναβιβάση τον νουν από την γην εις τον ουρανόν και να αποδείξη τον άνθρωπον όλον θείον και θεόν κατά Χάριν. Επειδή λοιπόν ο μακάριος ούτος Πατήρ ημών Συμεών ηγάπησεν εκ καρδίας την αρετήν και έφθασεν εις μεγάλον ύψος αυτής, εύλογον είναι να διηγηθώμεν τα προτερήματα εκείνου, όσα δηλαδή είχεν εκ φύσεως, από την πατρίδα, από το γένος και από την ανατροφήν του, και όσα απέκτησε με κόπους ιδικούς του και ιδρώτας πολλούς. Ούτος λοιπόν ο Άγιος εφύτρωσεν ως δένδρον ευθαλές εις την γην των Παφλαγόνων περί τα μέσα του Ι΄ (10ου) αιώνος, πατρίδα έχων χωρίον τι καλούμενον Γαλάτη, γονείς δε ευγενείς και πλουσίους, οι οποίοι ελέγοντο ο μεν πατήρ του Βασίλειος, η δε μήτηρ του Θεοφανώ. Μικρός δε έτι ων ο Όσιος, εστάλη από τους γονείς του εις την Κωνσταντινούπολιν προς τους συγγενείς του, οι οποίοι ήσαν τότε ένδοξοι και ισχυροί και οίτινες τον εδέχθησαν μετά χαράς και τον παρέδωσαν εις διδάσκαλον, δια να μανθάνη τα των παίδων μαθήματα. Επειδή δε ήτο εξ αρχής φρόνιμος, εμίσει πάσαν αταξίαν των παιδίων και επεμελείτο όσον ηδύνατο εις τα μαθήματα, προκόπτων εις αυτά. Όθεν εις ολίγον καιρόν έγινε και εξαίρετος καλλιγράφος, καθώς αποδεικνύουν τα βιβλία τα οποία έγραψε, μανθάνων δε τα λεγόμενα μόνον γραμματικώς, δεν ηθέλησε να μάθη ταύτα και φιλοσοφικώς, επειδή εβλάπτετο εις τα ήθη από την συναναστροφήν των συμμαθητών του. Ο θείος του λοιπόν, όστις ήτο αδελφός του πατρός του, βλέπων τον Όσιον Συμεών να υπερβαίνη όλους τους άλλους νέους εις τα ήθη και την σύνεσιν, εσκέφθη να συνδέση αυτόν μετά των τότε βασιλέων Βασιλείου Β΄ (976-1025) και Κωνσταντίνου Η΄ (1025 – 1028), των Πορφυρογεννήτων και αυταδέλφων, επειδή είχε παρρησίαν μεγάλην προς αυτούς. Ο Όσιος όμως δεν ηρέσκετο εις τούτο, δια να μη ζημιωθή τον Θεόν, απολαμβάνων τα φθαρτά, μετά μεγάλης δε βίας κατεπείσθη και έγινε Σπαθαροκουβικουλάριος των βασιλέων και εις εκ των της συγκλήτου της βασιλείας και τούτο πάλιν οικονομικώς τον καιρόν εξαγοραζόμενος. Αφ’ ου δε ο θείος του επλήρωσε το κοινόν χρέος με αιφνίδιον θάνατον, ευρών την ευκαιρίαν κατάλληλον ο Συμεών έφυγε εκ του κόσμου και των εν τω κόσμω και μετέβη εις το Μοναστήριον του Στουδίου, προς τον Πνευματικόν του Πατέρα και διδάσκαλον και μέγαν εις την αρετήν Συμεών, τον επονομαζόμενον Ευλαβή. Ευρών δε αυτόν τον παρεκάλεσε να τον δεχθή και να τον κάμη Μοναχόν· εκείνος όμως, ως έμπειρος και σοφός, τον ενουθέτησε να έχη υπομονήν, έως ότου φθάση εις ηλικίαν μεγαλυτέραν, επειδή τότε ήτο ακόμη δεκατεσσάρων περίπου ετών. Υπακούσας λοιπόν ο νέος, επέστρεψεν εις τον οίκον του θείου του, όπου μετά των άλλων αρετών επεμελείτο και της προσευχής και αναγνώσεως. Λαβών δε από τον Πνευματικόν του Πατέρα το βιβλίον του Αγίου Μάρκου του Ασκητού και ανοίξας τούτο, εύρεν ευθύς εξ αρχής το ρητόν το λέγον· «αν ίσως ζητής ωφέλειαν, επιμελήσου την συνείδησίν σου και όσα σου λέγει κάμε». Αναγνώσας λοιπόν το ρητόν αυτό ενόμισεν, ότι το ήκουσεν από το στόμα του Θεού και ήρχισε να επιμελήται την συνείδησίν του, η οποία, επειδή έχει δοθή από τον Θεόν εις τους ανθρώπους, τον συνεβούλευε πάντοτε τα ψυχωφελέστερα. Εκ της αιτίας ταύτης κατεγίνετο εις την προσευχήν και μελέτην των θείων Γραφών έως το μεσονύκτιον, τρεφόμενος με μόνα τα αναγκαία του σώματος, δηλαδή με άρτον και ύδωρ, κατά μίμησιν των παλαιών Ασκητών. Δια τούτο, μετ’ ολίγον καιρόν, η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, ευρίσκουσα την ψυχήν του καθαράν από τα κοσμικά πράγματα, την ήρπασεν από την γην και την ανεβίβασεν εις αποκαλύψεις Κυρίου, και ακούσατε. Nύκτα τινά, ενώ ο Όσιος προσηύχετο, είδε φως λαμπρόν, το οποίον έλαμψεν αίφνης από τους ουρανούς και εφώτισεν όλον τον τόπον, ώστε έγινεν ωσάν ημέρα· από το Φως δε εκείνο εφωτίσθη και αυτός και του εφάνη ότι ήτο έξω της οικίας και αρπαγείς εις τον αέρα ελησμόνησε τελείως το σώμα. Τότε λοιπόν, ως ο ίδιος έλεγε κατόπιν και το έγραψεν ως δι’ άλλον τινά δήθεν, κρύπτων ούτω τον εαυτόν του από ταπεινοφροσύνην, επληρώθη όλος από χαράν και θερμά δάκρυα και θαυμάζων δι’ αυτό το παράδοξον θαύμα, ως ασυνήθιστος εις τοιαύτα φαινόμενα, εφώναζε συχνά το «Κύριε, ελέησον», χωρίς να αισθάνεται τότε, ότι εφώναζε δυνατά, αλλά κατόπιν το ηννόησεν, όταν συνήλθεν εις τον εαυτόν του. Είδε δε επάνω εις το ύψος του ουρανού φωτεινήν τινα νεφέλην, χωρίς χρώμα και μορφήν, γεμάτην από δόξαν Θεού. Εις δε το δεξιόν μέρος της νεφέλης αυτής έβλεπεν, ω του θαύματος! ότι ίστατο ο Γέρων αυτού Συμεών ο Ευλαβής και προσέβλεπε μετά προσοχής προς το θείον εκείνο Φως και εδέετο προς αυτό εξ όλης της ψυχής του. Ευρισκόμενος δε επί ώραν πολλήν εις την τοιαύτην έκστασιν δεν ηννόει εάν ήτο με το σώμα ή χωρίς αυτό, καθώς έλεγεν ο ίδιος. Αφ’ ου δε το θείον εκείνο Φως περιωρίσθη ολίγον κατ’ ολίγον, τότε ηννόησεν ότι ευρίσκετο με το σώμα μέσα εις το κελλίον του, η δε καρδία του ήτο πλήρης χαράς και το στόμα του εφώναζεν ακόμη το «Κύριε, ελέησον», ήτο δε όλος βεβρεγμένος από γλυκύτατα δάκρυα. Από τότε ενόμισεν ότι το σώμα του έγινε λεπτόν και ελαφρόν και ήτο τοιούτον επί πολύν καιρόν. Μετά λοιπόν την οπτασίαν ταύτην, την οποίαν είδε, παρεκάλει θερμώς τον Πνευματικόν του Πατέρα να τον κάμη Μοναχόν· αλλ’ εκείνος, ως προορατικός, δεν έκρινεν εύλογον να τον κάμη τότε. Αφού δε παρήλθον έξ έτη από της οπτασίας εκείνης, ηθέλησεν ο Άγιος να έλθη εις την πατρίδα του διά τινας υποθέσεις. Όθεν μετέβη δια να αποχαιρετήση τον Γέροντά του, εκείνος δε παρατηρών αυτόν του είπε· «Τώρα, τέκνον, είναι καιρός κατάλληλος δια να γίνης Μοναχός». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ω! δεν μου το έλεγες πρωτύτερα, Πάτερ; Όμως και τώρα, ιδού υπόσχομαι, ότι αρνούμαι τον κόσμον και τα εν κόσμω και μετά τον γυρισμόν από την πατρίδα μου θέλω φέρει όλα μου τα υπάρχοντα, ίνα τα παραδώσω εις τας χείρας σου και ομού με αυτά και τον εαυτόν μυ». Μετέβη λοιπόν εις την πατρίδα του και όταν επλησίαζεν η αγία Τεσσαρακοστή, εύρε το βιβλίον του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος και το ανεγίνωσκε μετ’ επιμελείας. Επειδή δε πλησίον εις τον πατρικόν του οίκον ήτο Εκκλησία και πλησίον της θύρας αυτής κελλίον μικρόν, ήρχετο μέσα εις αυτό και προσηύχετο. Ενώ δε ποτε ανεγίνωσκε και πάλιν το ρηθέν βιβλίον, εύρεν αυτολεξεί ταύτα· «Αναισθησία έστι νέκρωσις ψυχής και θάνατος νοός προ θανάτου του σώματος». Τούτον τον λόγον καθώς ανέγνωσεν, εζήτει να ιατρεύση το πάθος της αναισθησίας. Όθεν προσηύχετο αγρυπνών επάνω εις τα μνημεία και εσυλλογίζετο με τον νουν τους νεκρούς, ότι και εκείνοι άνθρωποι ήσαν και έζησαν εις τον κόσμον τούτον, όπως επίσης και τον θάνατον και την μέλλουσαν Κρίσιν και περισσότερον ενήστευε και αγρυπνούσε. Νύκτα δε τινα, ενώ προσηύχετο εις την Εκκλησίαν, εντός της οποίας ήτο θήκη γεμάτη από οστά, ήλθε πλήθος δαιμόνων και τόσον πολύν κρότον έκαμαν, ώστε ενόμισεν, ότι συνέτριψαν τας θύρας και τας ήνοιξαν ζητούντες να τον αρπάσουν. Όθεν φοβηθείς εσήκωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και εζήτει την θείαν βοήθειαν. Και οι μεν δαίμονες, βλέποντες τούτον ακίνητον εις την προσευχήν επί ώρας πολλάς, ενικήθησαν και ανεχώρησαν, αι δε χείρες του τόσον πολύ εξηράνθησαν εκ του ότι επί τόσας ώρας ήσαν εκτεταμέναι, ώστε μετά βίας τας επανέφερε. Βλέπων δε τας θύρας κλειστάς εθαύμασε και από τότε έλαβε δύναμιν και δεν υπελόγιζε δια τίποτε τους πολέμους των δαιμόνων, γνωρίζων πλέον την αδυναμίαν την οποίαν έχουν. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον επολιτεύετο εν τω κόσμω εισέτι ευρισκόμενος ο Όσιος, εις προσευχήν και ανάγνωσιν καταγινόμενος. Αν δε κάποτε τον ηνώχλει και η αμέλεια, μετέβαινε και εκάθητο επάνω εις τα μνημεία μόνος και έφερεν εις τον νουν του τους νεκρούς και πότε μεν επένθει, πότε δε εδάκρυε και μετήρχετο πάντα τρόπον δια να αφαιρέση το σκέπασμα της αναισθησίας από την καρδίαν του. Τόσον δε πολύ εζωντάνευσεν εις τον νουν του η εικών των νεκρών, δια της θείας Χάριτος, ώστε ως νεκρόν πλέον έβλεπε κάθε πρόσωπον και κάθε καλλονήν ή κάλλος σωμάτων. Αλλ’ επειδή έφθασεν ο καιρός να επιστρέψη εις την Κωνσταντινούπολιν, τότε ο σαρκικός του πατήρ, μη υποφέρων τον αποχωρισμόν του, τον παρεκάλει με δάκρυα και πολλούς αυμπαθητικούς λόγους να μείνη πλησίον του, έως ότου αποθάνη. Ο δε υιός, ως υπερβάς τους όρους της φύσεως και προτιμήσας τον ουράνιον Πατέρα από τον επίγειον, απεκρίθη· «Δεν είναι δυνατόν, πάτερ, να μείνω πλέον εγώ εις τον κόσμον ούτε ολίγον καιρόν, διότι δεν γνωρίζομεν τι τέξεται η επιούσα· και το να προτιμήσω άλλο τι από την δουλείαν του Χριστού μου, είναι πολύ επικίνδυνον δι’ εμέ». Αρνείται λοιπόν εγγράφως όλην την πατρικήν κληρονομίαν, ήτις ετύγχανεν εις αυτόν από τα πατρικά του κτήματα, και λαβών μεθ’ εαυτού όσα αυτός απέκτησεν, έτρεχε φλεγόμενος από τον έρωτα του ουρανίου Πατρός, χωρίς να σκέπτεται ούτε τους θρήνους των συγγενών, ούτε την βασιλικήν υπηρεσίαν την οποίαν είχε. Καθ’ οδόν δε άλλοτε μεν επρόσταζε τους δούλους του να πηγαίνουν εμπρός, ενώ αυτός ηκολούθει κλαίων, άλλοτε δε αυτός επήγαινε πολύ εμπρός από αυτούς και εγέμιζε τα βουνά και τας πεδιάδας από κλαυθμούς και οδυρμούς. Άλλοτε δε πάλιν ησθάνετο μαζί με αυτούς παρηγορίαν τινά δια τον Θεόν και εγέμιζεν όλος από άμετρον χαράν και γλυκύτητα. Έχων λοιπόν πόθον πολύν εις όλον τον δρόμον και ούτω περιπατών, μετά οκτώ ημέρας έφθασεν εις τον Γέροντά του και κατέθεσε προ των ποδών του όλα αυτού τα υπάρχοντα· ο δε Γέρων, αφού διένειμεν αυτά εις τους πτωχούς, τον έφερε μαζί του εις το Μοναστήριον. Ετοιμασθείς δε ο Γέρων δια τους πειρασμούς, τους οποίους έμελλε να υποστή δι’ αυτόν, καθώς τους προεγνώρισε, και δίδων εις το Μοναστήριον δύο λίτρας χρυσού, τον προσέφερεν εις τον Ηγούμενον Πέτρον και ο Ηγούμενος πάλιν τον παρέδωσεν εις τον μέγαν τούτον Συμεών τον Ευλαβή. Παραδίδων δε ο Ηγούμενος τον νέον εις τον Γέροντα επρόσταξε να γυμνάζεται ο νέος την στενήν οδόν εντός μικρού τινος κελλίου, το οποίον ήτο υποκάτω της κλίμακος, μικρόν ωσάν τάφος. Έπειτα προσέθεσε και ταύτα· «Βλέπε, τέκνον, εάν πράγματι θέλης να σωθής, πρόσεχε καλώς να μη συνομιλής εις τας Ακολουθίας· να μη πηγαίνης από κελλίου εις κελλίον· να είσαι αφανής εις όλους τους άλλους· να φυλάττης τον νουν σου, να μη πλανάται εδώ και εκεί, αλλά να στοχάζεται τας αμαρτίας σου και την αιώνιον κόλασιν». Θέλων δε να του προξενή περισσοτέρους στεφάνους, πότε μεν τον επρόσταζε να κάμνη τας ευτελεστέρας και πλέον κοπιαστικάς υπηρεσίας, πότε δε τας επισημοτέρας και ελαφράς. Άλλοτε πάλιν τον ηνάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται, φροντίζων με κάθε τρόπον να κόπτη τας επιθυμίας του. Έκαμνε λοιπόν όλα αυτά ο ευλογημένος Συμεών με πάσαν υπακοήν και ακρίβειαν και αν και εκοπίαζε πολύ, όμως την νηστείαν και την αγρυπνίαν ουδόλως παρημέλει. Ετίμα δε ως άγιον όχι μόνον τον ίδιον τον Γέροντά του, αλλ’ ακόμη και τον τόπον εκείνον εις τον οποίον ο Γέρων προσηύχετο και έκυπτε και ησπάζετο την γην εκείνην, κρίνων τον εαυτόν του ότι δεν είναι άξιος ούτε εις τα ενδύματα του Γέροντός του να πλησιάση. Βλέπων δε ο διάβολος ότι ο Συμεών ανήλθεν εις τοσούτον ύψος αρετής, έτριζε τους οδόντας του και εδοκίμαζε με κάθε τρόπον να τον ενοχλήση. Όθεν μίαν φοράν έρριψεν εις όλα αυτού τα μέλη, από κεφαλής μέχρι ποδών, αμέλειαν μεγάλην και βάρος και αδράνειαν, τόσον ώστε του εφαίνετο ότι δεν ηδύνατο πλέον ούτε να ίσταται ορθός, ούτε να ανοίξη το στόμα του εις προσευχήν, ούτε να υψώση τον νουν του εις τον Θεόν, ούτε να ακούση την Ακολουθίαν. Όμως ο Συμεών αντεστάθη με την υπομονήν, μη κινούμενος τελείως από τον τόπον εις τον οποίον εστέκετο κατά την Ακολουθίαν και συνεχώς προσευχόμενος, χωρίς να σταματά ουδόλως, έως ότου ο εχθρός νικηθείς δεν ηδυνήθη πλέον να υποφέρη και έφυγε νικημένος. Νύκτα δε τινά, ενώ ευρίσκετο ο Άγιος εις τον Όρθρον, του εφάνη ότι το βάρος εκείνο ανήρχετο από των ποδών του προς τα επάνω, ανερχόμενον όμως εξησθένει, έως ότου διελύθη ως νέφος εις τον αέρα. Τότε ησθάνθη ότι έμεινεν ελαφρός και λεπτός ως πνεύμα, έκτοτε δε ενεδυναμώυη τόσον από τον Θεόν, ώστε δεν εκάθητο ούτε μίαν στιγμήν καθ’ όλην την Ακολουθίαν. Μετά τούτο μετέβησαν προς αυτόν, ενώ εκοιμάτο, άλλοι δαίμονες της δειλίας και πότε εφαίνοντο ως μαύροι, πότε εφύσων εις το πρόσωπόν του, ωσάν κάρβουνα αναμμένα, άλλοτε έσειον το κελλίον και έκαμνον αλαλαγμούς και άλλα τοιαύτα. Ο δε Άγιος ευθύς ηγείρετο εις προσευχήν και με αυτήν τους απεδίωκεν. Έπειτα ήρχισαν να τον πολεμούν με τον δυνατώτερον πόλεμον· τον της πορνείας και του εδείκνυον καθ’ ύπνον διαφόρους αισχράς φαντασίας. Αλλ’ ο Συμεών με την Χάριν, την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν κατά των δαιμόνων, τους επολέμει περισσότερον. Επειδή δε οι δαίμονες ενικήθησαν, εκίνησαν τον φθόνον κατά του Αγίου των αμελεστέρων Μοναχών και αυτού του Ηγουμένου Πέτρου. Ο δε Άγιος, έχων την περικεφαλαίαν της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, έφευγεν από όλους χωρίς να τους μισήση και μόνον τον Γέροντά του προσέτρεχεν, εξομολογούμενος εις αυτόν τους λογισμούς του και ίστατο εις τας Ακολουθίας ως στύλος πυρός αμετεώριστος, ενώ βρύσεις δακρύων έτρεχον από τους οφθαλμούς του. Μη δυνάμενοι λοιπόν οι κακοπροαίρετοι εκείνοι, αλλά και οι έξω κοσμικοί, να τον βλέπουν εις τοιαύτην ενάρετον πολιτείαν, εζήτουν να τον εμποδίσουν από αυτό το καλόν, ως και αυτός ακόμη ο ίδιος ο κατά σάρκα πατήρ του, διοτι και αυτούς εκίνησαν εναντίον του Αγίου οι δαίμονες. Και οι μεν κοσμικοί προσεπάθουν να τον επαναφέρουν εις τον κόσμον, οι δε Μοναχοί προσεπάθουν ή να τον ψυχράνουν από την ευλάβειαν, την οποίαν είχε προς τον Γέροντά του, ή να τον μεταβάλουν από την πνευματικήν του κατάστασιν, ή να τον διώξουν από το Μοναστήριον. Όθεν εμεθοδεύοντο παντοίους τρόπους και πότε τον εφοβέριζαν, πότε τον επαινούσαν, πότε τον κατηγόρουν ή του υπέσχοντο να του δώσουν τα καλλίτερα διακονήματα και κελλία, άλλοτε δε πάλιν τον κατεδίωκον και τον εμίσουν, όλα δε αυτά και περισσότερα έκαμνον, δια να τον αναγκάσουν να αφήση την αρετήν και να αθετήση τον Γέροντά του. Αλλ’ ο Άγιος εστέκετο στερεός, καταφρονών και τους επαίνους και τας κατηγορίας και τας τιμάς και τας ατιμίας των. Εις τούτο μάλιστα είχε και τον Γέροντά του, όστις τον ενουθέτει να υπομένη και να αγωνίζεται περισσότερον από όλα τα άλλα εις το να κάμη την ψυχήν του άκακον, απλήν και ταπεινήν· διότι εις την τοιαύτην ψυχήν κατοικεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Ο δε μακάριος Συμεών, έχων πόθον πολύν να λάβη την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, προσέπεσεν εις τους πόδας του Γέροντός του και τον παρεκάλει θερμώς να αξιωθή να αποκτήση με τας ευχάς του την Χάριν αυτήν, την οποίαν είχεν εκείνος. Ο δε Γέρων, ευσπλαγχνισθείς αυτόν, του λέγει· «Ανάστα, τέκνον, και πιστεύω εις την φιλανθρωπίαν του Θεού, ότι θέλει σου χαρίσει την θείαν Του Χάριν διπλασίως από όσον εχάρισεν εις εμέ». Ασπασάμενος δε απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Ήτο δε τότε η Τρίτη ώρα της νυκτός. Και ιδού, ευθύς ως ο μακάριος Συμεών κατήλθεν εις το κελλίον του, φως θεϊκόν ως αστραπή το περιεκύκλωσε και τον εγέμισεν από άρρητον αγαλλίασιν, ήτις του επροξένησε περισσότερον έρωτα προς τον Θεόν. Όθεν, ευχαριστών τον Θεόν, είδε πάλιν νεφέλην φωτεινήν, ήτις τον εκάλυψεν ολόκληρον και ελέπτυνε τελείως το πάχος του σαρκικού φρονήματος και του εχάρισεν ομού μετά των άλλων αρετών και λόγον σοφίας και γνώσεως, δια το οποίον γεγονός εθαύμαζον όλοι και έλεγον· «Πόθεν ευρέθη εις αυτόν η τόση σοφία και γνώσις»; Αλλά και δια την πολλήν του ταπείνωσιν και συνεχή κατάνυξιν εξεπλήττοντο, επειδή υπερέβη όλους τους άλλους και ήτο πάντων διδάσκαλος. Παρακινηθείς δε ο Ηγούμενος από τους φθονούντας τον Άγιον, τον εκάλεσε και πότε με υποσχέσεις, πότε με απειλάς, προσεπάθει να τον χωρίση από τον Γέροντά του και να τον πάρη αυτός. Επειδή δε ο Συμεών δεν επείθετο, τον εξεδίωξεν από το Μοναστήριον. Συμπαραλαβών λοιπόν ο Γέρων αυτού τον Συμεών τον έφερεν εις τον ονομαστόν εκείνον Αντώνιον τον Ηγούμενον της Μονής του Αγίου Μάμαντος, αλλ’ ουδέ εκεί ο διάβολος ησύχασεν, αλλ’ εκίνησε τον σαρκικόν πατέρα του και άλλους να προσπαθήσουν να τον κάμουν να μη αρνηθή τον κόσμον και τα εν τω κόσμω. Ο δε μεγαλόψυχος αθλητής του Χριστού έμεινε στερεός εις την απόφασίν του, καταφλεγόμενος από τον έρωτα του Θεού, δια τούτο γράφει εις τον κατά σάρκα πατέρα του εκείνα όπου έπρεπε να γράφη εις αυτόν ο πατήρ του. Αλλ’ επειδή ο Γέρων του, ο Πνευματικός Ποιμήν, επεσκέπτετο συχνότερα τον μαθητήν και τον έβλεπε πάντοτε θερμόν από θείον έρωτα και φλεγόμενον από την επιθυμίαν του αγίου Σχήματος, τον έκαμε Μοναχόν. Από τότε ο μακάριος Συμεών επέτυχεν έργα αρετής τελειοτέρας. Αφωσιώθη όλως διόλου εις μόνην την ησυχίαν, την ανάγνωσιν και την προσευχήν και μετελάμβανε καθ’ εκάστην των Θείων Μυστηρίων· έτρωγεν όλην την εβδομάδα λαχανικά και όσπρια, τας δε εορτάς και Κυριακάς συνέτρωγε με τους λοιπούς αδελφούς. Εκοιμάτο κατά γης επάνω εις μίαν ψάθαν και εις εν δέρμα προβάτου· τας Κυριακάς και εορτάς ηγρύπνει αφ’ εσπέρας μέχρι πρωϊας· όμως ούτε και την πρωϊαν εκοιμάτο, ως ο Μέγας Αρσένιος· αλλ’ ευθύς μόλις ανέτελλεν ο ήλιος, ίστατο πάλιν εις προσευχήν. Δεν ηργολόγει καθόλου· ήτο όλως διόλου προσεκτικός εις τον εαυτόν του· καθ’ όλην την ημέραν ήτο κλεισμένος εις το κελλίον του· όταν δε εξήρχετο και εκάθητο εις το έξω κάθισμα, εφαίνετο ως να ήτο λουσμένος από τα δάκρυα, και ως από φλόγα πυρός, από την προσευχήν. Ανεγίνωσκε τους Βίους των Αγίων και μετά την ανάγνωσιν έκαμνεν εργόχειρον, την καλλιγραφίαν. Όταν έκρουε το σήμαντρον, ευθύς επήγαινεν εις την Εκκλησίαν και ηκροάτο με προσοχήν την Ακολουθίαν· και όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία, μετά το Ευαγγέλιον, εισήρχετο εις εν παρεκκλήσιον του Ναού και κλείων την θυραν ηκροάζετο του Ιερέως και μετελάμβανε. Μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας μετέβαινεν εις το κελλίον του και έτρωγε την συνηθισμένην του τροφήν· ηγρύπνει έως το μεσονύκτιον και κοιμώμενος ολίγον πάλιν εσηκώνετο και προσηύχετο μαζί με τους λοιπούς αδελφούς. Την αγίαν Τεσσαρακοστήν διήρχετο καθ’ όλην την εβδομάδα άσιτος, το δε Σάββατον και την Κυριακήν έτρωγεν εις την τράπεζαν ό,τι έτρωγαν και οι λοιποί αδελφοί· εις το πλευρόν δεν εκοιμάτο ποτέ, αλλά κλίνων την κεφαλήν επάνω εις την χείρα του έπαιρνεν ολίγον ύπνον έως μίαν ώραν. Τοιούτοι ήσαν οι πρώτοι και μεσαίοι αγώνες του Συμεών. Μετά δε από δύο χρόνους, έφθασεν εις την τελειότητα, ηννόει τας αιτίας και τους λόγους των κτισμάτων του Θεού και ενεδυναμώθη από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και έλεγε λόγους αγαθούς εν μέσω της του Χριστού Εκκλησίας. Βλέπων δε τούτον ο Πνευματικός του Πατήρ, ότι έφθασεν εις άνδρα τέλειον, εσκέφθη φρονίμως να τον χειροτονήση Ιερέα, δια να τον φέρη ως λύχνον επί την λυχνίαν της Εκκλησίας, ίνα πάντας φωτίζη. Μετά την σκέψιν ταύτην παρήλθεν ολίγος χρόνος και εκοιμήθη ο Ηγούμενος. Τότε με την ψήφον του Πατριάρχου Νικολάου Β΄ του Χρυσοβέργη (984 – 996) και των Μοναχών του Μοναστηρίου χειροτονείται ο Συμεών Ιερεύς και γίνεται Ηγούμενος των εν τη Μονή του Αγίου Μάμαντος Μοναχών, όμως όχι χωρίς κλαυθμόν και την επαινετήν πρώτον αντίστασιν, διότι ηυλαβείτο πολύ το αξίωμα της Ιερωσύνης και εφοβείτο το βάρος της Ηγουμενίας. Καθ’ ον δε χρόνον ο Αρχιερεύς έλεγε την ευχήν επί της κεφαλής του και αυτός ήτο γονατιστός, είδε το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον κατήλθεν ως φως απλούν και ασχημάτιστον και εσκέπασε την πανίερον αυτού κεφαλήν· το φως δε τούτο έβλεπε πάντοτε καθ’ όλους τους τεσσαράκοντα οκτώ χρόνους της ιερουργίας του, όπερ κατήρχετο όταν ετέλει την θείαν Λειτουργίαν, καθώς το έλεγεν ο ίδιος διηγούμενος τούτο, ως δήθεν δια άλλον τινά, κρύπτων τον εαυτόν του εκ ταπεινοφροσύνης και αποστρεφόμενος την δόξαν των ανθρώπων. Δια τούτο και πολλάς φοράς ερωτώμενος υπό διαφόρων, ποίος πρέπει να είναι ο Ιερεύς, απεκρίνετο μετά δακρύων και έλεγεν· «Αλλοίμονον, αδελφοί μου, τι με ερωτάτε περί τούτου; Το πράγμα είναι φρικτόν και εις εκείνον όπου απλώς θελήση να το συλλογισθή· εγώ δεν είμαι Ιερεύς, όμως γνωρίζω καλά οποίος πρέπει να είναι αυτός ο Ιερεύς. Πρώτον χρειάζεται να είναι καθαρός όχι μόνον κατά το σώμα, αλλά και κατά την ψυχήν περισσότερον. Αμέτοχος από κάθε αμαρτίαν. Ταπεινός εις το έξω ήθος και συντετριμμένος εις τα έσω. Όταν ιερουργή, οφείλει να βλέπη με τον νουν τον Θεόν και με τους οφθαλμούς τα προκείμενα Δώρα. Να έχη στερεά μέσα εις την καρδίαν του αυτόν τον Χριστόν, όστις είναι αοράτως εκεί, ίνα δύναται με παρρησίαν να συνομιλή με τον Θεόν και Πατέρα, ως φίλος προς φίλον και να λέγη ακατακρίτως το Πάτερ ημών». Αυτά έλεγεν εις αυτούς ο Άγιος με πολλά δάκρυα, τους παρεκάλει δε να μη ζητούν αναξίως τοιούτον υψηλόν μυστήριον, το οποίον και εις τους Αγγέλους είναι φοβερόν, προτού να φθάσουν εις την κατάστασιν που πρέπει δια κόπων και αγώνων πολλών. Τους εδίδασκεν ακόμη να κοπιάζουν καθ’ ημέραν προθύμως εις την εκτέλεσιν των εντολών του Θεού και να μετανοούν καθ’ ώραν δι’ όσα αμαρτάνουν, όχι μόνον με τα έργα και τους λόγους, αλλά και με τους κρυφούς λογισμούς της ψυχής, ούτω δε, με νουν συντετριμμένον, να προσφέρουν καθ’ εκάστην ημέραν θυσίαν εις τον Θεόν και δια τον εαυτόν των και δια τους πλησίον, καθώς επίσης ευχάς και δεήσεις μετά δακρύων. Ταύτα είναι η μυστική Ιερουργία, εις την οποίαν χαίρεται ο Θεός, και δεχόμενος αυτήν εις το υπερουράνιον Αυτού θυσιαστήριον, ανταποδίδει εις ημάς την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Τοιουτοτρόπως ενουθέτει τους ερωτώντας ο Άγιος και με τοιούτον τρόπον ετέλει τας θείας Λειτουργίας, τόσον δε είχε το πρόσωπόν του λαμπρόν και αγγελόμορφον κατά την ώραν όπου ελειτούργει, ώστε δεν ηδύνατο κανείς να το αντικρύση καλώς από την λαμπρότητα, όπως δεν δύναται τις να αντικρύση και τον ήλιον. Και ο μεν Συμεών ο Εφέσιος, ο μαθητής του, έλεγεν ότι τον είδε μίαν φοράν εις την Λειτουργίαν να είναι ενδεδυμένος στολήν πατριαρχικήν με ωμοφόριον· ο δε Μελέτιος ο υποτακτικός του έλεγεν, ότι έβλεπε πολλάκις τον Άγιον να τον σκεπάζη μία νεφέλη φωτεινή, όταν ετέλει την θείαν Λειτουργίαν. Αφ’ ου δε έγινεν Ηγούμενος ο Όσιος, βλέπων το Μοναστήριον σεσαθρωμένον, το ανεκαίνισεν εκ θεμελίων, πλην της Εκκλησίας, αλλά και αυτήν, ήτις ήτο κτίριον του βασιλέως Μαυρικίου και κοιμητήριον, εντός της οποίας εθάπτοντο πολλοί, την εκαθάρισεν από τα νεκρά σώματα και έστρωσε το έδαφος με ωραία μάρμαρα, εστόλισε δε ταύτην με αγίας Εικόνας και άλλα πολλά θαυμάσια αφιερώματα. Έπειτα συνήθροισε πλήθος πολύ Μοναχών και με τον λόγον του και με το παράδειγμά του τους ανέδειξεν άνδρας θερμαινομένους υπό της επιθυμίας της ανόδου του πνεύματος και διώρισε να έχουν κοινήν τράπεζαν, εις την οποίαν έτρωγε και αυτός μαζί των. Πότε δεν έτρωγεν από τα βρασμένα κοινά λάχανα και τα όσπρια, και πότε ηυχαριστείτο εις τα κοινά λάχανα και ταύτα εις μετρίαν ποσότητα. Με τοιούτον τρόπον ζωής και τοιαύτα πράττων ο Άγιος έλαβε περισσότερον το χάρισμα της κατανύξεως και των δακρύων, τα οποία είχεν ως φαγητόν και ποτόν καθ’ όλον τον βίον του. Είχε δε ορίσει να κάμη τούτο τρις της ημέρας, ήτοι το πρωϊ μετά από τον Όρθρον, κατά την ώραν της θείας Λειτουργίας, και μετά το απόδειπνον. Κατά τας ώρας ταύτας προσηύχετο θερμώς χύνων άφθονα δάκρυα. Παρ’ όλον δε ότι ήτο αμαθής των εξωτερικών μαθημάτων, λαβών άνωθεν τον λόγον της διδασκαλίας, έγραφεν όλην την νύκτα, πότε λόγους θεολογικούς, πότε κατηχητικούς, πότε εξηγήσεις των Θείων Γραφών. Άλλοτε πάλιν συνέθετε θερμούς ύμνους δια στίχων πολιτικών και άλλοτε έγραφεν επιστολάς εις τους μαθητάς του. Τοιουτοτρόπως ενίκησε τελείως τον ύπνον, την πείναν, την δίψαν και τας άλλας ανάγκας του σώματος· το δε παράδοξον είναι ότι, παρά τας τόσας κακοπαθείας, πάλιν εφαίνετο λαμπρός και αγγελόμορφος, καθώς οι τρυφηλοί οι έχοντες ανθηρόν και ερυθρόν το πρόσωπον και το σώμα υγιές. Εκ των έργων τούτων έγινεν ακουστός ο Άγιος εις όλους και ηύξανε το ποίμνιόν του ημέραν με την ημέραν. Δεν εγίνετο όμως τούτο χωρίς κακοπάθειαν, αλλά με πολλούς πειρασμούς, από τους οποίους να σας διηγηθώ ένα, δια να εννοήσετε από αυτόν και τους άλλους. Ημέραν τινά, μετά τον Όρθρον, ευθύς ως ο Άγιος ήρχισε να κατηχή τους Μοναχούς κατά την συνήθειάν του, και άλλους μεν να νουθετή, άλλους δε να ελέγχη και άλλους να παρακινή εις την αρετήν, αίφνης, έως τριάκοντα Μοναχοί εξέσχισαν τα ράσα των ως ο Άννας και ο Κϊάφας και με φωνάς αγρίας ώρμησαν κατά του Αγίου. Ημποδίζοντο όμως από θείαν Χάριν να πλησιάσουν και να βάλουν τας χείρας επάνω του. ο δε Άγιος έδεσε τας χείρας του και υψώσας τον νουν εις τον ουρανόν έμενεν ακίνητος και χαμογελών τους εκοίταζε με πρόσωπον ιλαρόν. Μη έχοντες λοιπόν τι άλλο να κάμουν, συνέτριψαν τα κλείθρα της θύρας του Μοναστηρίου και έτρεξαν ως παράφρονες με φωνάς και ταραχάς εις τον Πατριάρχην Σισίνιον. Εκείνος δε, προσκαλέσας τον Άγιον και ακούσας παρά τούτου διηγηθέντος όσα έκαμαν οι Μοναχοί, εθαύμασε. Γνωρίζων δε την μανίαν και τον φθόνον των, απεφάσισε, δικαίως, να τους εξορίση. Αλλ’ ο ποιμήν ο καλός και μιμητής του αρχιποίμενος Χριστού έπεσεν εις τους πόδας του Πατριάρχου και εζήτησε μετά δακρύων να τους συγχωρήση. Όθεν ο Πατριάρχης δεν τους εξώρισε μεν, αλλά και δεν τους άφησε να εισέλθουν πλέον εις το Μοναστήριον, αποδιώξας αυτούς. Όθεν διεσκορπίσθησαν ένθεν κακείθεν, όπου ο καθείς ηδυνήθη. Ο δε αγαθός Ποιμήν δεν υπέφερε να βλέπη την αυλήν κενήν από τα πρόβατα, αλλ’ ελυπείτο πολύ και έκλαιεν απαρηγόρητα· θέλων δε να συμφιλιώση πάλιν με τον Θεόν τα σκορπισθέντα πρόβατα, ερευνήσας έμαθε τους τόπους, εις τους οποίους έκαστος ευρίσκετο και έστελλεν εις αυτούς τα προς ζωήν αναγκαία· αλλά και ο ίδιος μετέβαινεν εις συνάντησίν των, και με λόγους παρηγορητικούς κατεπράϋνε την σκληρότητά των, ζητών παρ’ αυτών συγχώρησιν, ωσάν να τους είχεν αδικήσει, παρακαλών αυτούς να επιστρέψουν εις την μετάνοιάν των. Όθεν εις ολίγον καιρόν τους επανέφερεν όλους εις το Μοναστήριον. Ας ακούσουν οι Προεστοί και Ηγούμενοι του νυν καιρού και ας μιμηθούν την αρετήν εκείνου, δια να απολαύσουν άνωθεν την ομοίαν Χάριν, εάν τούτο επιθυμούν. Τοιαύτη ήτο εν τη πράξει η πολιτεία του Αγίου και τοιουτοτρόπως έγινε τέλειος, αξιωθείς και του χαρίσματος της Θεολογίας και της κατά Θεόν σοφίας. Αλλά και το ποίμνιον του Αγίου τοσούτον θαυμαστόν ήτο, ώστε εφαίνετο ωσάν άλλη Εκκλησία των ιερών Στουδιτών, ή καλλίτερον να είπω, Εκκλησία των ασωμάτων Αγγέλων ψάλλουσα και λειτουργούσα τω Θεώ μετά προθυμίας, ήτις και ηύξανε καθ’ εκάστην με τους προσερχομένους μαθητάς, εκ των οποίων θέλω διηγηθή ενός ή δύο την αρετήν, δια να καταστή εκ του παραδείγματος τούτου εμφανεστέρα η αρετή του αρχιποίμενος, εις τους πολλούς. Ευνούχος τις, ταχυγράφος, ηθέλησε να αρνηθή τον κόσμον και να γίνη Μοναχός· ακούσας δε την φήμην του Αγίου μετέβη προς αυτόν. Ο δε μακάριος Συμεών, εξετάζων τούτον και βλέπων την μεγάλην προθυμίαν του, τον εδέχθη εις το Μοναστήριον και διώρισεν εις τούτον να ευρίσκεται εις υποταγήν και δουλείαν έως ότου δοκιμασθή, αν υπομένη κάθε κόπον και ταλαιπωρίαν. Αφ’ ου λοιπόν μετ’ ολίγον καιρόν τον εύρε δόκιμον εις πάντα, τον εκούρευσε Μοναχόν και τον ωνόμασεν Αρσένιον. Τούτον τον Αρσένιον βλέπων ο διάβολος, ότι έκοψε το ιδικόν του θέλημα παραδοθείς εις τον Προεστώτα του και ότι ήρχισεν αγώνας πνευματικούς, ηθέλησε να τον πολεμήση με την αγάπην των γονέων του, η οποία είναι εκ φύσεως δεσμός ισχυρός. Υπεκίνησε λοιπόν την μητέρα του, από την Μαύρην Θάλασσαν, να έλθη εις την Κωνσταντινούπολιν δια την αγάπην του υιού της. Ελθούσα δε προ της θύρας του Μοναστηρίου έπεσεν εκεί και έκλαιε με θερμά δάκρυα, ζητούσα να ίδη τον υιόν της. Ο δε θυρωρός, μη υπομένων την επιμονήν της γυναικός, μεταβάς απεκάλυψε το γεγονός εις τον Αρσένιον, ούτος δε του απεκρίθη· «Εγώ, αδελφέ, επειδή πλέον ενεκρώθην δια τον κόσμον, δεν θέλω να επιστρέψω και να ίδω την κατά σάρκα μητέρα μου, αλλ’ έχω τον Πνευματικόν μου Πατέρα, όστις με ανεγέννησε και με θηλάζει με το άδολον γάλα της θείας Χάριτος ως μικρόν βρέφος». Ταύτα ακούσας ο θυρωρός μετεβίβασεν εις την μητέρα του Αρσενίου, ήτις επί τρεις ημέρας εθρήνει προ της θύρας του Μοναστηρίου απαιτούσα και αναμένουσα να ίδη τον υιόν της. Όμως δεν επέτυχε τούτο και ηναγκάσθη να επιστρέψη άπρακτος, διότι ο ευλογημένος Αρσένιος δεν ενικήθη από την φυσικήν αγάπην της μητρός. Θέλων δε ο Άγιος να δοκιμάση τον Αρσένιον, πολλάκις ώριζεν εις αυτόν βαρείας και ευτελείς υπηρεσίας· αυτός όμως όχι μόνον εφαίνετο πρόθυμος εις εκτέλεσίν των, αλλά και όλους τους αδελφούς υπερέβαινεν εις την κακοπάθειαν. Δια τούτο, όταν ήλθεν η αγία Τεσσαρακοστή, παρεκάλεσε τον Άγιον να του δώση άδειαν να μείνη όλην την εβδομάδα νήστις. Αλλ’ ο Άγιος έχαιρε μεν δια την προθυμίαν του, θέλων όμως να του κόπτη το θέλημα, δεν του έδιδε την ευλογίαν· αλλ’ ο Αρσένιος τόσον περισσότερον τον παρεκάλει. Όθεν, βλέπων ο Άγιος ότι δεν ημπορεί να εμποδίση την επιμονήν του, είπε προς αυτόν· «Αρσένιε, ήτο συμφέρον σου να μη ακολουθής το θέλημά σου· αλλ’ επειδή νομίζεις τούτο καλόν, εγώ και χωρίς την θέλησίν μου σου δίδω την άδειαν, συ όμως πρόσεχε να ίδης ποίου είδους καρπόν της απειθείας σου θέλεις απολαύσει». Οι μεν λοιπόν άλλοι αδελφοί, αφού ενήστευσαν τας τρεις πρώτας ημέρας της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, έφαγον την ενάτην ώραν της Τετάρτης, ο δε Αρσένιος, μιμούμενος τον Άγιον, έμεινεν άσιτος. Κατά την αγρυπνίαν όμως της αυτής ημέρας, ενώ ευρίσκετο εν τω μέσω των αδελφών, ελιποθύμησε και έπεσεν επί πρόσωπον κατά γης, θαύμα παρακοής φοβερώτατον. Τούτο προβλέψας ο Άγιος είχε προστάξει μαθητήν του τινά να έχη έτοιμον εν ποτήριον οίνου με ολίγον άρτον· όταν δε ο Αρσένιος ελιποθύμησεν, επρόσταξεν ο Άγιος να τον εγείρουν και να του δώσουν να τα φάγη εν τω μέσω της Εκκλησίας. Αφ’ ου δε εκείνος τα έφαγε και ηγέρθη με μεγάλην του εντροπήν, ήκουσε τον Άγιον λέγοντα προς αυτόν· «Αρσένιε, αν ήθελες να είσαι όμοιος με τους άλλους αδελφούς, δεν ήθελες πάθει τούτο· επειδή όμως ηθέλησες με υπερηφάνειαν να λάβης προ καιρού το μεγαλύτερον, με δίκαιον τρόπον έχασες και το μικρότερον». Εκ τούτου του συμβάντος εταπεινώθη πολύ ο Αρσένιος. Ας διηγηθώμεν δε εν ή δύο διδάγματα ακόμη, τα οποία έκαμεν εις αυτόν ο Άγιος, χάριν ταπεινώσεως. Επειδή ο Αρσένιος είχε την διακονίαν τού κελλαρίου, ημέραν τινά έπλυνε σιτάρι και το άπλωσεν εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας, κλείσας δε όλας τας θύρας άφησε μίαν ανοικτήν δια να καταψύχεται το σιτάρι από τον αέρα. Εννοήσαντα όμως τούτο τα άγρια πτηνά, ήλθον και έτρωγαν το σιτάρι φωνάζοντα. Ακούσας τότε ο Αρσένιος τας φωνάς έτρεξε και βλέπων ταύτα τρώγοντα το σιτάρι, εθυμώθη και κλείσας την θύραν τα εφόνευσεν όλα με ένα ξύλον, έπειτα επήγε και το είπεν εις τον Άγιον ως μέγα τι κατόρθωμα. Ο Άγιος όμως ακούσας τούτο ελυπήθη δια τον παράλογον θυμόν τού Αρσενίου και προστάζει αδελφόν τινά να δέση όλα εκείνα τα φονευθέντα πτηνά με έν σχοινίον κατά σειράν και να τα κρεμάση εις τον τράχηλον του Αρσενίου, ούτω δε να τον περιφέρη και να τον θεατρίση εις όλους τους αδελφούς. Ο δε μακάριος Αρσένιος με μεγάλην ταπείνωσιν εδέχθη την καταισχύνην αυτήν και έχυνε ποταμηδόν τα δάκρυα, ονομάζων τον εαυτόν του φονέα. ΄Αλλοτε πάλιν ήλθον φίλοι εις τον Άγιον· και επειδή εις εξ εκείνων ήτο ασθενής, επρόσταξεν ο Άγιος και έψησαν μικράς τινάς περιστεράς και τας έφεραν εμπρός εις τον ασθενή. Ο δε Αρσένιος, βλέπων τούτον να τρώγη κρέας, δυσηρεστήθη και τον εκοίταξε με βλέμμα σκυθρωπόν. Τότε ο Άγιος, εννοήσας εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκετο ο Αρσένιος και θέλων να δείξη την ταπείνωσίν του εις τους παρόντας, λέγει προς αυτόν· «Διατί δεν προσέχεις, Αρσένιε, εις τον εαυτόν σου μόνον, να τρώγης τον άρτον σου με ταπείνωσιν, αλλά πολεμείς με τους λογισμούς σου και προσέχεις τον αδελφόν, διότι τρώγει κρέας, έχων τον εαυτόν σου ανώτερον; Γνώριζε, ότι περισσότερον μολύνεσαι από τους λογισμούς παρά από το φαγητόν». Λαβών δε μίαν περιστεράν την έρριψεν εμπρός εις τον Αρσένιον και τον επετίμησε να την φάγη. Ο δε Αρσένιος, το επιτίμιον φοβηθείς, θέλων και μη θέλων έλαβε συγχώρησιν και ήρχισε να μασά μετά δακρύων την περιστεράν. Ως δε είδεν ο Άγιος, ότι την εμάσησε καλά και ήτο έτοιμος να την καταπίη, του λέγει· «Φθάνει τόσον· πτύσε την τώρα, διότι καθώς συ ήρχισες να τρώγης, ως γαστρίμαργος, δεν δύναται να σε χορτάση όλος ο περιστερεών». Με τοιούτον θαυμάσιον τρόπον ετελείωσεν ο θαυμαστός μαθητής την υπακοήν εις τον Πνευματικόν του Πατέρα. Δια να αποβή όμως η διήγησις ωφέλιμος, ας είπωμεν και δι’ άλλον μαθητήν του Αγίου. Επίσκοπος τις Δυτικός, θεοφιλής και ενάρετος, έπεσεν ακουσίως εις φόνον συνεργεία του διαβόλου, ως εξής: Καθήμενος μίαν φοράν έξω του κελλίου του και αναγινώσκων βιβλίον, εδίψασεν. Όθεν επρόσταξε τον ανεψιόν του να του φέρη ύδωρ ομού με ολίγον οίνον εις εν ποτήριον το οποίον και έφερεν. Πίνων όμως τούτο ο Επίσκοπος, το αηδίασε, διότι ήτο χλιαρόν και θέλων να εκφοβίση το παιδίον έλαβε την ράβδον και προσεποιήθη ότι δήθεν θέλει να την ρίψη κατ’ αυτού δια να το κτυπήση. Η ράβδος όμως, συνεργεία του διαβόλου, διαφυγούσα από τας χείρας του, εκτύπησε το παιδίον εις την μήνιγγα και το αφήκε νεκρόν. Ευθύς τότε ως είδεν ο Επίσκοπος το παιδίον νεκρόν, έπεσε κατά πρόσωπον θρηνών και κλαίων, ζητών να αποθάνη. Ακούσαντες δε οι εκεί ευρισκόμενοι άνθρωποι τας φωνάς προσέτρεξαν πλησίον του παιδίου και του Επισκόπου και βλέποντες τον θρήνον αυτού έπεσαν εις τους πόδας του και προσεπάθουν να τον παρηγορήσουν με κάθε τρόπον, υποσχόμενοι να υποστούν εκείνοι τα επιτίμια του φόνου και τον κανόνα. Ο Επίσκοπος όμως ούτε να ακούση ήθελεν εκείνα, τα οποία του έλεγαν. Το πρωϊ λοιπόν δένει με μίαν άλυσον τον λαιμόν του και έπειτα προστάζει τον υπηρετούντα αυτόν να τον σύρη βιαίως από την άλυσον, έως ότου τον φέρη εις την Ρώμην. Εκεί ο Επίσκοπος εξωμολογήθη με θρήνους το αμάρτημά του εις τον Πάπαν και εις όλους τους Αρχιερείς, οι οποίοι, βλέποντες την τόσην αυτού συντριβήν, όχι μόνον τον συνεχώρησαν, αλλά και πολύ τον επαρηγόρουν. Αυτός όμως έμεινεν απαρηγόρητος. Όθεν προστάζει πάλιν τον δούλον του να τον σύρη και να τον φέρη εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί εξωμολογήθη και πάλιν την αμαρτίαν του εις τον Πατριάρχην και εις τους Αρχιερείς, δηλώσας δε και παραίτησιν από του αξιώματος του Επισκόπου έλυσε την άλυσον. Εις δε εκεί γνώριμος και φίλος του πατρίκιος, Γενέσιος καλούμενος, ακούσας τα συμβάντα, τον προσεκάλεσεν εις την οικίαν του προς παρηγορίαν. Μαθών δε ότι εσκέπτετο να διέλθη την ζωήν του ως Μοναχός εις όρη και σπήλαια, αυτός, ως φρόνιμος, τον συνεβούλευσεν ότι καλλίτερον ήτο να υπάγη εις το Κοινόβιον του μακαρίου Συμεών, εις το οποίον εφυλάττετο πάσα ακρίβεια της μοναδικής πολιτείας. Επείσθη λοιπόν εις τους λόγους του ο Επίσκοπος και αμφότεροι ήλθον εις το Μοναστήριον του Αγίου. Δεχθείς δε τούτους ως έπρεπεν ο Άγιος και μαθών αυτά, τα οποία συνέβησαν εις τον Επίσκοπον, ελυπήθη πολύ και έκλαιε με πολλά δάκρυα. Όθεν ο Επίσκοπος, βλέπων την συμπάθειαν του Αγίου και την σοφίαν των λόγων του, πεσών εις την γην τον παρεκάλει να τον δεχθή εις το Κοινόβιόν του. Ο δε Άγιος, εννοήσας από την μεγάλην του προθυμίαν οποίος μέλλει να καταστή ύστερον, τον εδέχθη και τον έκαμε Μοναχόν, ονομάσας αυτόν Ιερόθεον. Έμεινε λοιπόν ο Ιερόθεος εις την Μονήν αγωνιζόμενος με νηστείας, αγρυπνίας και άλλας ταλαιπωρίας μεγάλας, αγαπών να υβρίζεται και να ραπίζεται. Τόσην δε κατάνυξιν και πλήθος δακρύων απέκτησεν εκ τούτων, ώστε δεν ηδύνατο να συγκρατήση ταύτα ημέραν και νύκτα. Είχε δε συνήθειαν να ψάλλη πάντοτε και να κλαίη, όπου δε έβλεπεν Εικόνα του Χριστού, της Θεοτόκου, των Αγίων ή και τύπον Σταυρού, ησπάζετο όλας έστω και αν ήσαν χιλιάδες. Έχων δε, εξ αρχής, την διακονίαν της αποθήκης, έτυχεν εις το σκέπασμα ενός πιθαρίου να είναι Σταυρός, τον οποίον, όταν ήνοιγε το πιθάριον, ησπάζετο, όταν δε το εσκέπαζε, πάλιν τον ησπάζετο. Μίαν δε φοράν τον διέταξεν ο Άγιος να γεμίση εκ του πιθαρίου εν κενόν δοχείον. Κατά την συνήθειάν του λοιπόν ο Ιερόθεος, αφού και τότε ησπάσθη τον Σταυρόν, ήνοιξε το πιθάριον και εγέμισε το δοχείον, στηρίξας δε τούτο επί του πιθαρίου, επήρε το σκέπασμα να το σκεπάση· το αγγείον όμως, κατά συνεργείαν του μισοκάλου, έκλινε και εχύνετο. Ο δε Ιερόθεος, χωρίς να φροντίση περί τούτου, ησπάσθη τον Σταυρόν και έπειτα λαβών το δοχείον κενόν μετέβη εις τον Άγιον και διηγήθη τα γενόμενα. Ο δε Άγιος, θέλων να τον στεφανωση, επρόσταξε να αναβιβάσουν τον Ιερόθεον επάνω εις καλάθους τινάς, τους οποίους είχον τότε κατά τύχην φορτωμένους επάνω εις ένα ημίονον, εις δε αδελφός να σύρη τον ημίονον και να λέγη· «Όστις είναι τρελλός, τοιαύτα πρέπει να υπομένη»· τους λόγους δε τούτους και αυτός ο ίδιος ο Ιερόθεος μετά δακρύων εφώναζε. Άλλοτε πάλιν μετέβη ο Ιερόθεος προς τον προρρηθέντα φίλον του πατρίκιον Γενέσιον, εκείνος δε τον εδέχθη και τον εφιλοξένησε μετά χαράς και τον εφιλοδώρησεν έν μανδήλιον πλήρες αργυρών νομισμάτων. Ο Ιερόθεος όμως δεν ήθελε να τα δεχθή· αλλ’ ο πατρίκιος τον εβίασε τόσον πολύ, ώστε τον έπεισε να τα κρατήση. Τα έβαλε τότε μέσα εις το κάλυμμα της κεφαλής του και κρατών τούτο εις τας χείρας του ήλθε και τα έδωσεν εις τον Άγιον. Τόσην μεγάλην αγάπην και πίστιν είχεν ούτος και όλοι οι άλλοι μαθηταί εις τον Άγιον. Έφθασε δε και εις τόσην αγάπην Θεού ο Ιερόθεος, ώστε όπου συνήντα αναγεγραμμένον το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, ήγγιζεν επάνω εις αυτό το Θείον Όνομα τους οφθαλμούς του και τόσον πολύ έκλαιεν, ώστε εγέμιζε την θέσιν εκείνην του βιβλίου από δάκρυα. Τοιούτους σπουδαίους και θαυμαστούς μαθητάς είχεν ο Άγιος, μεταξύ δε τούτων ήτο και ο Λέων ο σοφώτατος, ο επονομασθείς Ξυλοκώδων, ο Αντώνιος, ο Ιωαννίκιος, ο Σωτήριχος, ο Βασίλειος, ο Συμεών και άλλοι, δια τους οποίους η διήγησις δεν είναι του παρόντος. Επειδή δε ο Άγιος είχε τοιούτους εκλεκτούς υποτακτικούς, Θείω Πνεύματι κινηθείς, απεφάσισε να κάμη άλλον Ηγούμενον, αυτός δε να ησυχάση. Έκαμε λοιπόν Ηγούμενον τον προειρημένον Αρσένιον και διδάσκων τούτον παρουσία όλων των αδελφών, είπε προς αυτόν. «Επειδή, ω Πάτερ και αδελφέ, εξελέγης Ηγούμενος, πρέπει να είσαι κατώτερος από όλους, κατά τον λόγον του Κυρίου, να βαστάζης ως δυνατός τας ασθενείας των αδυνάτων, να ιατρεύης ως ιατρός τας ασθενείας των αδελφών και να επιστρέφης ως ποιμήν το πλανώμενον πρόβατον· εκείνο δε το οποίον είναι υγιές να το επιμελήσαι, ώστε να προκόπτη εις τας αρετάς, το δε ψωριών, δια το οποίον δεν είναι ελπίς να ιατρευθή, να το χωρίζης από την ποίμνην σου, δια να μη ψωριάσουν και τα άλλα πρόβατα. Αγωνίζου, τέκνον μου, εν Κυρίω, ίνα αυξάνης το ποίμνιον του Χριστού· μη αγαπάς δε αναπαύσεις του σώματος, ούτε να θησαυρίζης τα πράγματα του Μοναστηρίου δια τας απολαύσεις σου, αλλά δια τους αδελφούς. Επίσης να μη απομακρύνεσαι συχνά από το Μοναστήριον, διότι αρκεί να εξέρχεσαι μίαν φοράν τον μήνα δια τας αναγκαιοτέρας υποθέσεις του Μοναστηρίου· τας δε άλλας, ας τας κάμνουν οι διακονηταί, δια να μη έχης περισπασμούς, συ δε να καταγίνεσαι εις το να διδάσκης τους αδελφούς και να επιμελήσαι δια τας ψυχάς των. Να μη ετοιμάζης εκλεκτά φαγητά δια τον εαυτόν σου, δια δε τους αδελφούς πτωχά και συ να πίνης τον καλόν οίνον, οι δε άλλοι τον ξινόν· αλλά η τράπεζα να είναι κοινή ή με λάχανα βρασμένα και όσπρια, ή με οψάρια την Κυριακήν και τας Δεσποτικάς εορτάς, εκτός εάν τύχουν φίλοι ή ασθένεια. Τας διακονίας του Μοναστηρίου να τας δίδηςεις θεοφοβουμένους αδελφούς και να τους εξετάζης εις όλα λεπτομερώς. Εις τους νέους να παραγγέλλης να είναι συνεσταλμένοι δια να μη προξενούν βλάβην εις εκείνους, οι οποίοι τους βλέπουν. Εκείνους όπου έχουν πολύν καιρόν εις την άσκησιν να τους νουθετής να υποφέρουν τους πειρασμούς, να ταπεινοφρονούν, να πενθούν, να επιμελώνταιτης προσευχής των και να γίνωνται καλόν παράδειγμα εις τους άλλους. Εις τους Ιερείς να διδάσκης την ευλάβειαν, την ησυχίαν, την μελέτην των Θείων Γραφών, την μάθησιν των Αποστολικών Κανόνων και παραδόσεων· την καθαρότητα της καρδίας, την παντοτινήν προσευχήν και κατάνυξιν και το να παρίστανται εις το Άγιον Βήμα με φόβον πολύν και να γίνωνται θείον άλας και φως εις τους αδελφούς. Να μη οργίζεσαι εναντίον των αδελφών χωρίς αφορμήν, ώστε να προξενής κίνδυνον εις την ψυχήν· εάν δε καμμίαν φοράν εξ ανάγκης οργισθής κατά των ατάκτων και τιμωρής τούτους με ραβδισμούς τιμωρίας, δια να κόψουν το κακόν, δεν είναι και τούτο ασύνηθες εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Διότι κάθε πράγμα, το οποίον γίνεται ή δια να εμποδίση το κακόν, ή δια να βοηθήση εις το καλόν, είναι θεάριστον. Μη παραβλέψης μήτε το παραμικρόν πράγμα, όπερ ήθελε γίνει προς καταφρόνησιν της Ευαγγελικής πολιτείας και της καταστάσεως των Μοναχών, δια να σε επαινέσουν οι άνθρωποι ως πράον. Αλλά μιμούμενος τον Χριστόν, οδήγησε τον εαυτόν σου χωρίς πάθος θυμού και προστάτευσε τας εντολάς του Θεού. Ακόμη να εξετάζης καλά τους λογισμούς εκάστου αδελφού και να παραγγέλλης εις τούτους να φοβούνται τα θεία. Αν διαφυλάξης ταύτα τα παραγγέλματα, πολύς θέλει είναι ο μισθός σου εις τους ουρανούς και η κληρονομία σου μαζί με τον Χριστόν». Αφού είπε ταύτα ο Όσιος προς τον νέον Ηγούμενον, έπειτα στραφείς προς τους αδελφούς, λέγει προς αυτούς· «Σεις δε, ω τέκνα και αδελφοί και πατέρες μου, τους οποίους συνήθροισα με την δύναμιν του Ιησού Χριστού, ακούσατε εμέ τον ανάξιον και υποταχθήτε με όλην σας την ψυχήν και την καρδίαν εις τον Ηγούμενόν σας, όστις εξελέγη παρά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και δεχθήτε τον, παρακαλώ, εν Χριστώ, όπως και εμέ και ας μη καταφρονήση κανείς την νεότητά του, μήτε την άτεχνον διδασκαλίαν του, διότι ο πρακτικός λόγος, όστις περιέχει την γνώσιν της θείας Χάριτος, είναι σοφώτερος από την μεμωραμένην σοφίαν των ανθρώπων. Ας μη αντιλέγη κανείς εις αυτόν, αλλά να είσθε όλοι ευπειθείς και υπήκοοι εις τον Πνευματικόν σας Πατέρα, δια να αγρυπνή και αυτός και να εύχεται δια τας ψυχάς σας μετά χαράς και να μη γογγύζη. Διότι, καθώς λέγει ο θείος Παύλος (Α΄ Κορ.  ι:10), δεν θέλει σας ωφελήσει αυτό. Να εξομολογήσθε δε εις τον Πνευματικόν σας Πατέρα, με πίστιν καθαράν, τους λογισμούς, τους οποίους σας σπείρουν οι δαίμονες. Διότι καθώς οι όφεις εν όσω κάθηνται μέσα εις τας φωλεάς των ζουν και γεννούν πολλούς άλλους όφεις, όταν δε εξέλθουν και φανούν εις τους ανθρώπους, φονεύονται από αυτούς, ούτω και οι πονηροί λογισμοί, όταν αποκαλύπτωνται εις τους Πνευματικούς Πατέρας, φονεύονται με την μάχαιραν του θείου λόγου και δεν γεννούν εις ημάς τας συγκαταθέσεις εις τας οποίας ακολουθεί η πράξις των κακών. Αν δε από αμέλειάν μας οι πονηροί λογισμοί έλθουν εις το έργον και κάμωμεν κανέν σφάλμα ως άνθρωποι, μήτε τότε, παρακαλώ, να αργοπορήσωμεν εις το κακόν, αλλά να τρέξωμεν αμέσως και να προσπέσωμεν εις τους πόδας τού Πνευματικού μας Πατρός και να του εξομολογηθώμεν με δάκρυα, χωρίς εντροπήν, την αμαρτίαν μας και με θερμήν μετάνοιαν να δεχθώμεν τον κανόνα, όσον και αν είναι αυστηρός, δια να ιαθώμεν το συντομώτερον. Να μη δυσαρεστήσθε δι’ όσα κάμνει ή λέγει ο Ηγούμενος. Αν δε τύχη να κάμη και αυτός τίποτε εκτός των Κανόνων των Πατέρων μας, πρέπει να υποταχθήτε την ώραν εκείνην και κατόπιν ας υπάγουν οι γεροντότεροι και εναρετώτεροι και ας του είπουν κατά μόνας, καθώς ορίζει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα διορθωθή. Και κατά την ημέραν του πειρασμού και της πικρίας υπομείνατέ τον δια τον Κύριον και μη εναντιούσθε καθόλου εις αυτόν. Διότι εκείνος, όστις του αντιλέγει και αντιστέκεται, εναντιούται εις την εξουσίαν του Θεού, κατά τον θείον Παύλον (Ρωμ. ιγ: 2). Όθεν, όσα είναι σύμφωνα προς τας εντολάς του Θεού και τους Αποστολικούς Κανόνας και διαταγάς, χρέος έχετε να υπακούετε εις αυτά και να πείθεσθε εις αυτόν, όπως εις τον Χριστόν. Δι’ όσα δε είναι εκτός των θείων εντολών και νόμων της Εκκλησίας μας, όχι μόνον εις αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε, όταν σας τα παραγγέλλη, αλλά μήτε Άγγελος αν καταβή εξ ουρανών και σας είπη τίποτε εκτός εκείνων τα οποία παρέδωσαν εις ημάς οι Απόστολοι και οι διάδοχοί των, δεν πρέπει να ακούσετε. Αυτά λοιπόν φυλάξετε, τέκνα μου και αδελφοί, ως παρακαταθήκην, δια να απολαύσετε την Βασιλείαν των ουρανών με την Χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να συμβασιλεύσετε μαζί με τον Δεσπότην Χριστόν και να κληρονομήσετε τα αγαθά της Βασιλείας του Θεού, τα οποία είναι ητοιμασμένα δια τους Δικαίους προ καταβολής κόσμου. Ασπασθήτε λοιπόν εν φιλήματι αγίω και εμέ και τον Πνευματικόν σας Πατέρα τον κύριον Ηγούμενον. Και ο Θεός, η ειρήνη, η πάντα νουν υπερέχουσα, άμποτε να χαρίση εις σας την ειρήνην Αυτού και να σας οδηγήση εις την οδόν των εντολών του, φυλάσσοντας δε την πίστιν εις τους κατά Θεόν Πατέρας σας, να αυξήση σας, το ποίμνιον Αυτού, εις πλήθος άγιον, εις λαόν περιούσιον και εις Βασίλειον Αυτού ιερατεύον εν Χριστώ Ιησού. Αμήν.                                                        Ταύτα είπεν ο Άγιος· λαβών δε από όλους συγχώρησιν, εισήλθε με πολλήν προθυμίαν εις το εργαστήριον της ποθουμένης του ησυχίας και προκόπτων καθ’ εκάστην εκαθάρθη έως άκρων κατά τον νουν και επληρώθη των θείων χαρισμάτων του Πνεύματος. Συνέγραψε τότε λόγους ασκητικούς κεφαλαιώδεις περί αρετής και κακιών και έγινε ποταμός Θεού πεπληρωμένος εκ των υδάτων του Πνεύματος. Επειδή λοιπόν ο Άγιος έγινεν όμοιος προς τους παλαιούς Πατέρας κατά τας γνώσεις, έπρεπε και αυτός να διέλθη δια του πυρός των πειρασμών και να δοκιμασθή η υπομονή του καθώς και του Ιώβ. Η αρχή λοιπόν των πειρασμών ήτο η εξής. Συμεών ο ευλαβής εκείνος άνθρωπος του Θεού, όστις έγινε και Πνευματικός Πατήρ του Αγίου τούτου, φθάσας εις το έσχατον γήρας, αφού πρότερον εγυμνάσθη επί τεσσαράκοντα πέντε χρόνους δια των αγώνων της ασκήσεως και έλαμψε με χαρίσματα αποστολικά και πολλά θαύματα, συνέγραψε και βιβλίον ολόκληρον ψυχωφελέστατον, χωρίς να είναι εγγράμματος. Προγνωρίσας δε τον θάνατόν του, απήλθε προς Κύριον εν οσιότητι και δικαιοσύνη. Δια τούτο ο μαθητής του Άγιος Συμεών, γνωρίζων λεπτομερώς τα κατορθώματα του Οσίου εκείνου, ενεκωμίαζεν αυτόν με ύμνους πνευματικούς και εγκώμια. Και δια να παρακινήση πολλούς να τον μιμηθούν, εώρταζε καθ’ έκαστον χρόνον λαμπρώς την μνήμην του, του έκαμε δε και εικόνα. Ακούσας ταύτα ο τότε Πατριάρχης Σέργιος Β΄ (999 – 1019) εκάλεσε τον Άγιον και αφού εξήτασε περί τούτου, εζήτησε να ίδη τον Βίον του εορταζομένου Αγίου και τους ύμνους και τα εγκώμια. Αναγνώσας δε ταύτα εθαύμασε δια τε την ζωήν του αοιδίμου εκείνου Πατρός και δια τους ύμνους τους οποίους εποίησεν εις αυτόν ο Συμεών και πολύ επήνεσε τούτον δι’ όλα ταύτα. Του είπε δε να ειδοποιή και αυτόν, όταν είναι η μνήμη του, δια να κάμνη και αυτός την πρέπουσαν τιμήν εις τον Άγιον και να στέλλη λαμπάδας και θυμιάματα εις την εορτήν του, τα οποία και εγίνοντο επί δέκα εξ χρόνους. Και ο μεν Θεός εδοξάζετο εις την μνήμην του δούλου Του, πολλοί δε παρεκινούντο εις την μίμησιν των έργων του και των αρετών του. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος δεν υπέφερε να βλέπη ταύτα· όθεν μεταχειρισθείς το πάθος του φθόνου εκίνησε κατ’ αυτού διαφόρους πειρασμούς· και ακούσατε. Στέφανος ο Μητροπολίτης Νικομηδείας, σοφός εις την έξω σοφίαν και εγγράμματος, έχων δε και δύναμιν λόγου πολλήν, εγκαταλείψας την επαρχίαν του εκάθητο εις την Κωνσταντινούπολιν, ως έχων παρρησίαν πολλήν εις τον Πατριάρχην και εις τον βασιλέα. Ακούων λοιπόν ούτος πολλούς να επαινούν την γνώσιν, την σοφίαν και την αρετήν του Αγίου Συμεών και μάλιστα ότι συνέθετε λόγους θαυμασίους, από τον φθόνον του κατηγόρει εκείνους οι οποίοι τον εφήμιζον και έλεγε δια τον Άγιον, ότι είναι αμαθής και αγράμματος. Τέλος πάντων, μη υποφέρων από τον φθόνον του, εκινήθη κατά του Αγίου. Και επειδή δεν εύρε καμμίαν κατηγορίαν εναντίον του, αν και εξήτασε πολλά δια να εύρη, τι κάμνει; Παρακινεί Κληρικούς τινας και εκείνοι πάλιν παρακινούν άλλους από το Μοναστήριον του Αγίου να τον κατηγορήσουν δια την εορτήν την οποίαν τελεί εις τον Πνευματικόν του Πατέρα και διδάσκαλον. Και αφ’ ενός εκείνοι, αφ’ ετέρου ο Στέφανος, έλεγον ανομίας κατά του Δικαίου εις τας ακοάς του Πατριάρχου και των Αρχιερέων. Ο Πατριάρχης όμως και οι Αρχιερείς, γνωρίζοντες ότι από φθόνον εκινήθη ο Στέφανος, δεν έδιδον ακρόασιν εις τα λεγόμενα. Επί δύο λοιπόν χρόνους σχεδόν εγίνετο, τρόπον τινά, πόλεμος μεταξύ της αληθείας του Αγίου και του ψεύδους του Στεφάνου. Αλλά κατόπιν, κατά θείαν συγχώρησιν, ενίκησε το κακόν και το ψεύδος και ενικήθη το καλόν και η αλήθεια. Και ο Πατριάρχης και οι Αρχιερείς έδωσαν άδειαν εις τον Στέφανον, επειδή καθημερινώς τους ηνώχλει, να εύρη κατηγορίαν τινά κατά του Αγίου, δια να ευρεθή πρόφασις προς καταδίκην του Αγίου. Περιεργαζόμενος λοιπόν ο Στέφανος έμαθεν, ότι ο Γέρων του Αγίου, όταν έζη, παρ’ όλον ότι είχε τελείως νεκρώσει το σώμα του και συμπεριεφέρετο, εις όποιον ήθελε πλησιάσει προς αυτόν, ως νεκρός προς νεκρόν, όμως δια να αποφύγη τον έπαινον τον ανθρώπων, έκρυπτε την τοιαύτην νέκρωσιν, λέγων ότι εσκανδαλίζετο. Τούτο ήρπασε ως αφορμήν κατηγορίας ο Στέφανος, λέγων εις την Σύνοδον, ότι ο Συμεών εορτάζει και δοξάζει ως Άγιον τον Γέροντά του, όστις ήτο αμαρτωλός και έλεγεν ότι σκανδαλίζεται, ακόμη δε ότι ιστόρησε την εικόνα του και την προσκυνεί. Πράγματι η κατηγορία αύτη είναι ομοία με εκείνην, την οποίαν έλεγαν οι Εβραίοι κατά του Κυρίου, ότι είναι φάγος και οινοπότης και φίλος τελωνών και αμαρτωλών και ότι ετίμα τον Θεόν και Πατέρα Του. Τότε προσεκλήθη ο Άγιος να απολογηθή επί Συνόδου και ηρωτήθη παρά του Πατριάρχου δια την εορτήν και την μεγάλην τιμήν, την οποίαν κάμνει προς τον Γέροντά του, όστις μάλιστα, ως λέγει ο θεοφιλέστατος Στέφανος, είναι βεβαρημένος με τινας κατηγορίας εναντίον του. Κατόπιν παρεκινήθη από όλην την Σύνοδον να αφήση την τόσον μεγάλην φιλοτιμίαν, την οποίαν δεικνύει κατά την εορτήν του Γέροντός του και να την μετριάση, διότι ούτω θέλει παύσει και ο κατήγορός του Στέφανος και αυτοί θέλουσιν ελευθερωθή από τας συχνάς ενοχλήσεις εκείνου. Εις ταύτα απεκρίθη ο Άγιος· «Εκείνα τα οποία ημπορώ να είπω περί της εορτής του Πνευματικού μου Πατρός, τα γνωρίζεις καλλίτερον, ω Παναγιώτατε Δέσποτα, από εμέ τον δούλον σου· τας δε κατηγορίας, τας οποίας λέγει ο θεοφιλέστατος Στέφανος, όταν τας αποδείξη με βεβαιότητα, τότε θέλω αποκριθή». Ο Πατριάρχης τότε είπεν εις τον Όσιον να αποδείξη εκείνος, εάν τελή την μνήμην του Γέροντός του κατά την παράδοσιν των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Απολογούμενος τότε ο Άγιος απεκρίθη, λέγων· «Αγία και Ιερά Σύνοδος· ποίος δεν γνωρίζει τας διαταγάς των Αγίων Αποστόλων, οίτινες λέγουν· «τον λαλούντά σοι τον λόγον του Θεού δοξάζεις, μνησθήση δε αυτού ημέρας και νυκτός, τιμήσεις δε αυτόν, ως του ευ είναι σοι πρόξενον γενόμενον»; Ή, εάν ο Θεός προστάζη να τιμώμεν τους σαρκικούς γονείς λέγων: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται» (Εξ κ:12, Δευτ. ε:16) και «ο κακολογών πατέρα ή μητέρα αυτού τελευτήσει θανάτω» (Εξ κα:16), πόσω περισσότερον διδάσκει δια τούτων ημάς η θεία Γραφή να τιμώμεν τους πνευματικούς μας Πατέρας δια μέσου των οποίων ανεγεννήθημεν δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και κατέστημεν συγκληρονόμοι των επαγγελιών του Θεού; Ο δε θείος Χρυσόστομος, εγκωμιάζων τον Άγιον Φιλογόνιον, λέγει· «αν ίσως εκείνος, όστις κακολογεί τον πατέρα του θανατούται, είναι φανερόν, ότι εκείνος όστις λέγει καλούς λόγους δι’ αυτόν και τον εγκωμιάζει, θέλει απολαύσει ζωήν. Μάλιστα, όταν ο έπαινος και τα εγκώμια δεν πρόκειται να κάμουν τιμιωτέρους τους αποθανόντας, διότι εκείνοι δεν έχουν ανάγκην από εγκώμια, αλλά να ωφελήσουν ημάς τους ζώντας, με το να μας παρακινούν να μιμώμεθα τας αρετάς εκείνων. Ότι δε αυτό το οποίον εγώ κάμνω είναι δεκτόν εις τον Θεόν, συνέχισε λέγων ο Άγιος, μαρτυρεί και ο Θεόπτης Μωϋσής, όστις έγραψε τους Βίους των αρχαιοτέρων ως και αυτόν τον ιδικόν του. Και η αιτία είναι, ως λέγει ο θείος Χρυσόστομος, να γνωρίσωμεν ότι και εκείνοι μιας και της αυτής φύσεως με την ιδικήν μας ήσαν και όμως απέκτησαν πάσαν αρετήν. Όθεν προς εκείνους αποβλέποντες, να παρακινηθώμεν και ημείς εις μίμησιν αυτών. Συντόμως δε ειπείν, αυτό το οποίον εγώ κάμνω, είναι και προς δόξαν Θεού και προς ωφέλειαν και ευφροσύνην του λαού, ως λέγει ο σοφός Σολομών· «Εγκωμιαζομένου δικαίου ευφρανθήσονται λαοί» (Παρ. κθ:2) και εις εγκώμιον των δικαίων και των καλών έργων. Λέγει δε και ο Μέγας Βασίλειος εις το εγκώμιόν του προς Γόρδιον τον Μάρτυρα, ότι «η ιστορία των εναρέτων γίνεται φως εις τους θέλοντας να σωθούν». Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Δεν είναι πρέπον ούτε δίκαιον να τιμώνται με ιστορίας αι πολιτείαι των ασεβών και οι Βίοι των Δικαίων και των ευσεβών να σιωπώνται». Επειδή λοιπόν όλα ταύτα και άλλα περισσότερα διδάσκουν οι θείοι Απόστολοι και οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, πως πρέπει να ακούσωμεν άλλον άνθρωπον, όστις διδάσκει τα αντίθετα; Αν δε γνωρίζη ο κατήγορός μου άλλο τίποτε, εις το οποίον έσφαλα, ας το είπη φανερά. Ταύτα ενώπιον της Συνόδου απελογήθη ο Όσιος, αλλ’ ο κατήγορος Στέφανος, αν και ουδέν είχε δια να κατηγορήση τον Όσιον, ούτε δε και εκ της Αγίας Γραφής εύρισκε τίποτε δια να αντιλέξη εις αυτά, όμως, επειδή είχε την Σύνοδον βοηθόν του, εφαίνετο ως να ψάλλη ο Άγιος εις κωφούς και ούτως ελύθη κατ’ εκείνην την ώραν η Σύνοδος. Σύρων δε ο Στέφανος τον Άγιον εις δίκας επί εξ ολοκλήρους χρόνους, παρακινεί επί πλέον Μοναχούς τινάς εκ της Μονής του Οσίου, μιμητάς του Ιούδα, οίτινες αρπάσαντες δια νυκτός την εικόνα του εορταζομένου Αγίου Συμεών, εις την οποίαν ο μακάριος εκείνος ήτο εζωγραφημένος πλησίον του Χριστού και των άλλων Αγίων, έφεραν αυτήν εις τον Πατριάρχην και τους Αρχιερείς. Εκείνοι δε, ιδόντες την Εικόνα, εκάλεσαν τον Άγιον ίνα έλθη και απολογηθή. Μετέβη τότε και πάλιν ο Όσιος εις την Σύνοδον και απελογήθη, λέγων· «Δεν έκαμακανέν πράγμα έξω από την παράδοσιν των Αποστόλων και των Πατέρων, οι οποίοι μας παρέδωσαν να ιστορώμεν τας εικόνας των Αγίων, επειδή η εις αυτούς τιμή αναφέρεται εις το πρωτότυπον, δηλαδή τον Χριστόν, του οποίου ενεδύθησαν την εικόνα την ανθρωπίνην. Εγώ λοιπόν προσκυνώ την εικόνα του Αγίου Πατρός μου, εν αυτώ προσκυνώ τον Χριστόν, επειδή και αυτός υπάρχει εν τω Χριστώ δια του Πνεύματος, καθώς ο ίδιος ο Κύριος λέγει· «Εν εκείνη τη ημέρα γνώσεσθε υμείς, ότι Εγώ εν τω Πατρί μου και υμείς εν εμοί, καγώ εν υμίν» (Ιωάν. ιδ: 20). Ο δε Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει· «Ας ιστορήσωμεν τας εικόνας των Αγίων και βλέποντες αυτάς ας γίνωμεν και ημείς έμψυχοι εικόνες αυτών μιμούμενοι τας αρετάς των». Αυτά είπεν ο Άγιος και προσκυνήσαςτην Εικόνα ενώπιον όλων, την ησπάσθη λέγων· «Άγιε Συμεών, συ όστις έγινες σύμμορφος της εικόνος του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος και εδοξάσθης με τα θαύματα, πρέσβευε να μου δοθή η δύναμις να υπομείνω τους αγώνας τους οποίους πάσχω σήμερον, δια την αγάπην σου». Αφ’ ου δε είπε ταύτα, στρέφεται προς τον Στέφανον και του λέγει· «Εύγε σου, καλέ μου Δέσποτα, δια την εχθρότητα την οποίαν δεικνύεις κατά του δικαίου, όμως τι αργοπορείς; Όλα είναι ιδικά σου· και εγώ είμαι έτοιμος να πάθω όσα ο φθόνος ητοίμασεν εις εμέ». Ταύτα ακούσας ο Στέφανος, έτριζε τους οδόντας από τον φθόνον. Όθεν πείθει τον Πατριάρχην να ξύσουν από την εικόνα την λέξιν Άγιος, ούτω δε ξυσμένην την έδωκαν εις τον Άγιον, όστις και ανεχώρησε. Μετά όμως από την αναχώρησιν του Αγίου, πείθει πάλιν ο Στέφανος τον Πατριάρχην και στέλλει ανθρώπους, οίτινες κατέστρεψαν όλας τας εικόνας του Αγίου Συμεών όπου και αν ήσαν ζωγραφημέναι και άλλας μεν έσχισαν με τσεκούρια, άλλας δε εκτύπων εις την κεφαλήν, εις το στήθος, εις την κοιλίαν και εις τους μηρούς και τας έκαμναν κονιορτόν και άλλας έχριαν με ασβέστην και κάρβουνα χωρίς να ενθυμηθούν καν εκείνα, τα οποία λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ότι «εκείνος όστις επιχειρήση να καταστρέψη εικόνα Αγίου και δεν τιμά και ασπάζεται αυτήν, είναι εχθρός του Χριστού και των Αγίων και βοηθός του διαβόλου και των δαιμονίων αυτού και δεικνύει με το έργον την λύπην όπου έχει, διότι ο Θεός και οι Άγιοί Του τιμώνται και δοξάζονται». Αλλ’ ούτε και ότι εις Εκκλησίας τινάς ιστορούνται κυνήγια και χοροί και κύνες και πίθηκοι και ερπετά και πτηνά και θηρία εσυλλογίσθησαν, τα οποία νομίζονται ότι είναι τέρψις και στολισμός εις αυτάς, τας δε μορφάς και εικόνας των ανθρώπων, των οποίων την μορφήν έδωσεν ο Θεός, συνέτριψαν ως είδωλα. Ταύτα βλέπων ο Άγιος και οι λοιποί Μοναχοί και λαϊκοί εθρήνουν και ωλοφύροντο. Όθεν ο Άγιος απεφάσισε και έκαμεν εγγράφως απολογίαν δι’ όσα κατηγορείτο, την οποίαν και εφύλαξε δια την δευτέραν δίκην. Μετ’ ολίγον εκλήθη πάλιν εις το κριτήριον και διετάχθη να παύση τα εγκώμια και την εορτήν του Αγίου, ή άλλως θα εξορισθή από το Μοναστήριον και από όλην την Κωνσταντινούπολιν. Έδωσε δε και ο Άγιος την απολογίαν του εις τον Πατριάρχην, την οποίαν αναγινώσκοντες όλοι εθαύμασαν και δεν ηδυνήθησαν να την ανατρέψουν με ψευδοσυλλογισμούς. Κρυφίως όμως απεφάσισαν την κατά του Αγίου εξορίαν. Αφ’ ου λοιπόν τον διεπέρασαν από την Προποντίδα δια της Χρυσοπόλεως, τον απεβίβασαν εις το απέναντι ερημόκαστρον, Παλουκητόν ονομαζόμενον, και εκεί τον άφησαν χωρίς να του δώσουν ούτε τα αναγκαία σκεπάσματα εν μέσω χειμώνι και χωρίς ουδέ μιας ημέρας τροφήν. Ο Άγιος όμως ουδόλως ελυπήθη δια τούτο· αλλ’ ευχαριστών τον Θεόν περιήρχετο το εκεί όρος, ψάλλων τους εις τας τοιαύτας περιστάσεις οικείους ψαλμούς. Κατελθών κατόπιν εκ του όρους ο Άγιος, εισήλθεν εις εν εκεί υπάρχον παρεκκλήσιον της Αγίας Μαρίνης, τότε σεσαθρωμένον, και ανεπαύθηολίγον. Έπειτα έγραψε προς τον φίλον του Στέφανον, ευχαριστών αυτόν δι’ όσα του έκαμε και δια μέσου των οποίων του επροξένησε μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν εις την ψυχήν και ότι αν ίσως έχη και άλλα να τα προσθέση, δια να γίνη από τον Θεόν ο μισθός του πλουσιώτερος. Όταν ο Στέφανος εδέχθη την επιστολήν του Αγίου, δια γραμμάτων μεν ουδέν απεκρίθη, ως δειλός όπου ήτο, όμως με έργον ήλθε πάλιν προς τον Πατριάρχην και εκρυφοψιθύρισεν εις αυτόν και τον έπεισε να στείλη ανθρώπους, οίτινες να σκάψουν όλον το έδαφος του κελλίου του και να αφαιρέσουν την σκεπήν του, να ανοίξουν δε και τους τοίχους, επειδή υπωπτεύθη ο φιλαργυρώτατος Στέφανος, ότι ο Άγιος είχε κεκρυμμένους θησαυρούς χρυσίου και δια τούτο έκαμνε τόσην ελεημοσύνην. Αφού δε έκαμαν ταύτα και δεν εύρον τίποτε από όσα ήλπιζαν, επήραν τα βιβλία του Αγίου και τα ολίγα σκεπάσματα, τα οποία είχε προς μικράν παρηγορίαν του σώματος, και έφυγαν. Τούτο μαθών ο Άγιος, μετά χαράς απεδέχθη την αρπαγήν των υπαρχόντων του και κατεγέλασε την τοιαύτην ανοησίαν των εχθρών του, γράφει δε πάλιν προς τον Στέφανον, ότι επάνω εις τους πρώτους στεφάνους τού προσέθεσε και άλλους και ότι δεν έχει τι να ανταποδώση δια τας ευεργεσίας, όπου του κάμνει· παρεκάλει δε αυτόν να προσθέση και ό,τι ακόμη έχει εξ εκείνων τα οποία του κάμνουν γλυκυτέρους τους πόνους, διότι αυτά επροξένησαν εις την ψυχήν του χαράν και ευφροσύνην και τον ήνωσαν ταχύτερον με τον ηγαπημένον του Θεόν, δια τον οποίον πάσχει ταύτα, έχων Αυτόν συνεργόν. Το δε παρεκκλήσιον εκείνο της Αγίας Μαρίνης, εις το οποίον ευρίσκετο ο Άγιος, ανήκεν εις αξιωματικόν τινά άρχοντα, ονόματι Χριστοφόρον Φαγούραν. Ούτος, μαθητής τυγχάνων του Αγίου, μαθών την εξορίαν του, μετέβη και τον συνήντησε· βλέπων δε αυτόν στερούμενον πάντων των προς το ζην αναγκαίων ελυπήθη πολύ και εταλάνισε τους αιτίους των πειρασμών του, υπεσχέθη δε να του στέλλη όλα τα χρειαζόμενα. Ο Άγιος όμως τον παρεκάλεσε να φροντίση όχι τόσον δια την τροφήν του, όσον δια το παρεκκλήσιον να το αφιερώση εις τον Θεόν και να γίνη με τον καιρόν Μοναστήριον. Τούτο μετά χαράς εδέχθη ο άρχων και ευθύς του το εδώρισεν, ο δε Άγιος αφιερώσας αυτό εις τον Θεόν, έκτισε κατόπιν εκεί μέγα Μοναστήριον. Αλλά περί της οικοδομής αυτού ας ομιλήσωμεν ύστερον. Επειδή δε η φήμη του Αγίου έφθασεν εις πολλούς τόπους, προσείλκυε πολλούς Χριστιανούς να έρχωνται προς αυτόν. Όσοι δε εγνώριζαν την αλήθειαν εκείνων τα οποία συνέβησαν, τον εμακάριζον· όσοι δε δεν εγνώριζαν, εσκανδαλίζοντο. Τούτους δια να θεραπεύση ο Άγιος και να αποδείξη την αθωότητά του, έγραψε με λέξεις απλάς την αιτίαν της εξορίας του, έστειλε δε την γραφήν και εις τον πατρίκιον Γενέσιον και εις τους λοιπούς άρχοντας και τα πνευματικά του τέκνα, γράφων προς αυτούς να αναφέρουν ταύτην εις τον Πατριάρχην, Ελθόντες λοιπόν οι άρχοντες προς τον Πατριάρχην ενεχείρισαν εις αυτόν την αναφοράν. Βλέπων δε ο Πατριάρχης, ότι οι άρχοντες ήσαν πολλοί και φοβηθείς μήπως μάθη τούτο και ο βασιλεύς, επρόσταξε να αναγνωσθούντα γράμματα επί Συνόδου. Όταν ήκουσαν οι Αρχιερείς τα εν τη αναφορά αναγραφόμενα, άλλοι κατηγόρουν τον Στέφανον και άλλοι επαινούσαν τον Άγιον. Αλλά και ο Πατριάρχης είπεν· «Εγώ δεν είχον ποτέ καμμίαν κακήν υπόληψιν δια τον κυρ Συμεών, αλλά μάλιστα αναγνώσας τους προς τον Γέροντά του ύμνους εθαύμασα την πολιτείαν του και του έδωκα άδειαν να τον εορτάζη. Όμως, επειδή αφ’ ενός μεν ο Στέφανος εσυγχίσθη με αυτόν και εκίνησε ψευδομαρτυρίας εναντίον του και καθ’ εκάστην μας ηνώχλει, αφ’ ετέρου ο κυρ Συμεών δεν ήθελε να παύση τας μεγάλας εορτάς προς τον Γέροντά του, τούτου ένεκεν τον απεμακρύναμεν· πλην και τώρα, εάν πείθεται εις τους λόγους μας, εγώ θα τον χειροτονήσω Αρχιερέα εις Μητρόπολιν μεγάλην και θα τον έχω πρώτον μου φίλον». Ταύτα δε ειπών έστειλεν ευθύς και έφερε τον Άγιον από την εξορίαν. Όταν λοιπόν ήλθεν ο Όσιος, συνήχθησαν από κάθε τάγμα προς τον Πατριάρχην μαζί με τον Άγιον. Ο δε Πατριάρχης προλαβών λέγει· «Ευλαβέστατε κυρ Συμεών, πως σου εφάνη να φέρης τον εαυτόν σου και ημάς εις τόσας ταραχάς και να λυπήσης τους φίλους σου και μαθητάς σου; Εγώ, μάρτυς ο Κύριος, σου είχον καλήν υπόληψιν και άλλα εσυλλογιζόμην δια σε, είχα δε σκοπόν να σε ευεργετήσω. Τώρα δε θέλω πραγματοποιήσει όλας τας σκέψεις μου, εάν επιστρέφων εις το Μοναστήριόν σου πεισθής να εορτάζης μεν την εορτήν του Γέροντός σου, όχι όμως επί τόσας ημέρας και με τόσην φιλοτιμίαν, αλλά με μόνους τους φίλους και Μοναχούς σου, έως ότου παύσουν οι κατήγοροί σου να σε κατηγορούν». Τότε ο Άγιος αποκριθείς, είπεν· «Όσον μεν δια τας ταραχάς και τα σκάνδαλα, τα οποία ανεφέρατε, Παναγιώτατε Δέσποτα, δεν είμαι εγώ αίτιος, αλλά ο σοφός Στέφανος και αυτός, κατά τον Απόστολον, θέλει «βαστάσει το κρίμα» (Γαλ. ε:10) της ταραχής. Δι’ εκείνα δε τα οποία έπαθον, ή θέλω πάθει, ευχαριστώ τω Θεώ μου, διότι δεν τα έπαθα ως μοιχός ή ως κακότροπος άνθρωπος. Δια τούτο χαίρω· διότι ηξιώθην και εγώ ο άθλιος να καταδικασθώ δια την δικαιοσύνην και να εξορισθώ. Δια δε την καλήν σου προς εμέ προαίρεσιν, η αλήθεια το λέγει μόνη της, ότι με ετιμας πάντοτε και εθαύμαζες την ευλάβειαν την οποίαν έτρεφον δια τον Γέροντά μου. Τώρα όμως δεν γνωρίζω, πως ο φθόνος του διαβόλου μετέβαλε την αγάπην σου. Εκείνα δε τα οποία υπόσχεσαι να πραγματοποιήσης δι’ εμέ, εάν μεν είναι προς τιμήν και δόξαν ανθρώπων ή άλλα τοιαύτα πρόσκαιρα, εγώ προ πολλού κατεφρόνησα όλα ταύτα· εάν δε συλλογίζεσαι κανέν έργον θεοφιλές, το οποίον ωφελεί την ψυχήν, θα είμαι πρόθυμος να υπακούσω μέχρι θανάτου, μόνον εάν με διδάσκης ομοίως με τους παλαιούς Πατέρας. Αν θελήσης να με παρακινήσης, με υποσχέσεις προσκαίρων πραγμάτων, να αθετήσω τον αγιώτατόν μου Πατέρα, όστις με εφώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών βοηθών πάντοτε, ως πατήρ φιλόστοργος, εις τας θλίψεις του κόσμου και σκέπτεσαι με τον τρόπον αυτόν να αμαρτήσω εις τον Χριστόν, άλλο δεν λέγω, παρά τον λόγον των Αποστόλων «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πραξ. ε:29), και· «ει γαρ έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Γαλ. α:10). Ομού δε με ταύτα, είπε και άλλα πολλά. Ακούσας ο Πατριάρχης όλως ανελπίστως ταύτα, είπεν· «Ω φιλοπάτωρ Συμεών· κατ’ αλήθειαν Στουδίτης είσαι και συ, την αντίστασιν εκείνων έχων ως επαινετήν και νόμιμον. Εγώ εσκεπτόμην να σε εμποδίσω ολίγον· αλλ’ επειδή συ είσαι πάντοτε ο ίδιος, χωρίς να αφήσης την προς τον Γέροντά σου τιμήν και ευλάβειαν, κατοίκησον όπου θέλεις και κάμνε το θέλημά σου και πανηγύριζε και συνευφραίνου με τους φίλους σου είτε εντός είτε έξω της πόλεως, χωρίς κανέν εμπόδιον». Ούτως απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Τότε ο μακάριος Συμεών, αναδειχθείς Μάρτυς εθελούσιος, εξήλθε του Πατριαρχείου και διέμεινεν ημέρας τινάς μετά των φίλων αυτού, τους οποίους είχε καλέσει προς φιλοξενίαν ο Χριστοφόρος Φαγούρας. Παραμείνας λοιπόν εκεί ο Όσιος τας ολίγας εκείνας ημέρας και ικανώς ωφελήσας τον Χριστοφόρον και τους δύο αδελφούς αυτού, ανεχώρησεν είτα δια την ποθουμένην του ησυχίαν, προτιμήσας τον τόπον της εξορίας του από τας αναπαύσεις. Ο δε Θεός ήνοιξεν εις αυτόν τους θησαυρούς των αρχόντων και του έδιδον όλοι ικανήν ποσότητα αργυρών νομισμάτων, τα οποία λαμβάνων ήρχισε να κτίζη το Μοναστήριον της Αγίας Μαρίνης. Αλλά ποίος δύναται να διηγηθή τους κόπους τους οποίους υπέφερε δια την οικοδομήν αυτήν; Διότι οι μεν δαίμονες αοράτως εκρήμνιζαν τας οικοδομάς, οι δε εντόποιοι έτριζαν τους οδόντας των, τον ελιθοβόλουν, τον ύβριζον, τον ηπείλουν, προσπαθούντες δια παντός τρόπου να τον εμποδίσουν. Αλλ’ ο Άγιος, καθό ενδεδυμένος τον Χριστόν, έμενεν ασάλευτος, έως ότου το ετελείωσε. Αφού λοιπόν επεράτωσε την οικοδομήν του Μοναστηρίου, συνήθροισεν και εκεί άλλο ποίμνιον και εόρταζε την εορτήν του Γέροντός του με περισσοτέραν φιλοτιμίαν, επί οκτώ σχεδόν ημέρας. Αφ’ ου δε συνεπληρώθησαν όλα τα απαραίτητα, ήρχισε πάλιν να αποσύρεται εις την ηγαπημένην του ησυχίαν, εισελθών δε εις τους συνήθεις αγώνας ήρχισε πάλιν να γράφη δια στίχων τους θερμούς ύμνους. Εκτός δε τούτων, έγραψε τότε και τους απολογητικούς και αντιρρητικούς κατά των εχθρών του λόγους, με σοφίαν και δύναμιν. Αλλ’ ο διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη ταύτα, εξήγειρε τους γείτονας εναντίον του και τόσα πολλά κακά τους παρεκίνησε να του κάμουν, ώστε εις εξ αυτών έρριψε πέτραν μεγάλην, εκεί όπου εκάθητο ο Άγιος και έγραφεν, ήτις συνέτριψε την ύαλον και διήλθε πλησίον της μήνιγγος του Αγίου· αν δε τυχόν τον επετύγχανε, θα επέφερεν ασφαλώς εν τω άμα τον θάνατον. Ο δε του Χριστού μιμητής πως αντέδρασεν εις τον πειρασμόν αυτόν; Εκάλεσε τον μαθητήν του, του έδειξε την πέτραν και τον επρόσταξε να καταπαύση τον θυμόν του ανθρώπου εκείνου με έλαιον ευεργεσίας και πλουσιοπαρόχου χαρίσματος. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος ο Όσιος έλαβε χάρισμα προφητικόν και προεγνώριζε και προέλεγε τα μέλλοντα. Τούτο συν τοις άλλοις μαρτυρούν και εκείνα, τα οποία προεφήτευσεν εις τον ενδοξότατον Ιωάννην τον Πρωτονοτάριον του Δρόμου, τα οποία μετά από δέκα χρόνους ηλήθευσαν όπως ακριβώς τα είπεν ο Άγιος. Ομοίως και εκείνα τα οποία είπεν εις τον γαμβρόν τούτου Ιωάννην των δεήσεων, άτινα και συνέβησαν καθώς τα προείπεν ο Άγιος. Ήδη δε καιρός είναι να διηγηθώμεν και τινα εκ των θαυμάτων, τα οποία ενήργησε δι’ αυτού ο Θεός, ακολούθως δε και το μακάριον τέλος του Αγίου.  Εις το Μοναστήριον δεν υπήρχεν ύδωρ. Όθεν υπέφερον οι αδελφοί πολλούς κόπους δια να το μεταφέρουν εις τους ώμους των από μακράν. Παρακαλεί λοιπόν τον Θεόν ο Άγιος να του υποδείξη τον τόπον εις τον οποίον ήτο δυνατόν να ευρεθή ύδωρ. Πράγματι η Χάρις του Θεού του υπέδειξε τον τόπον. Αποφεύγων όμως ο Άγιος την δόξαν των ανθρώπων, εν όσω έζη, δεν το απεκάλυψεν εις ουδένα. Όταν δε έμελλε να απέλθη προς Κύριον, προστάζει τους μαθητάς του να τον σηκώσουν και να τον φέρουν εις την αυλήν του Μοναστηρίου. Εκεί αζήτησε σκαπάνην και εκτύπησε με αυτήν τρεις φοράς ειπών· «Ευλογητός ο Θεός». Έπειτα είπε να φέρουν τεχνίτας να σκάψουν. Αφ’ ου δε εκείνοι έσκαψαν εις βάθος ικανόν και ύδωρ δεν εφαίνετο, εύρον πέτραν τινά, την οποίαν δεν ηδυνήθησαν να θραύσουν. Όθεν πληροφορούν περί τούτου τον Άγιον, όστις εκείνην την ώραν υπηγόρευε την διαθήκην του. Ο δε Άγιος είπε· ¨Κτυπήσατε εις το άκρον της πέτρας και πλέον δεν θέλετε κοπιάσει». Κατά τον λόγον λοιπόν του Αγίου εκτύπησαν την πέτραν και ευθύς εξήλθεν ύδωρ καθαρώτατον και γλυκύτατον, έκτισαν δε εκεί φρέαρ εις σημείον της προς τον Θεόν παρρησίας του Αγίου. Η Ηγουμένη της Βαρδαίνης διηγείτο δια το θαύμα, το οποίον έκαμεν εις αυτήν ο Άγιος Συμεών και έλεγεν· «Έπεσα μίαν φοράν με μεγάλον πυρετόν και εκαίοντο τα σπλάγχνα μου και το σώμα μου ετήκετο ως ο κηρός. Επειδή δε υπέφερα από τον πυρετόν επί πολλάς ημέρας χωρίς να φάγω τίποτε, οι μεν ιατροί βλέποντες ότι δεν ήτο δυνατόν να ιατρευθώ έφυγαν, η δε μήτηρ μου με επήρεν εις τας αγκάλας της ψυχορραγούσαν και έκλαιε πικρώς. Ενώ λοιπόν ευρισκόμην εις τόσον αθλίαν κατάστασιν, ω του θαύματος! βλέπω έμπροσθέν μου τούτον τον μακάριον Συμεών, όστις εκράτει με την δεξιάν του τον Γέροντά του Συμεών τον Ευλαβή, οίτινες ήλθον προς με με δόξαν πολλήν. Πλησιάσας δε ο Άγιος εις εμέ μου λέγει· «Χαίροις, ω κυρία μου Άννα· τι έπαθες και κείτεσαι αμετακίνητος, χωρίς να τρώγης ή να ομιλής με την μητέρα σου και με ημάς τους φίλους σου»; Τότε εγώ από την φωνήν εκείνην συνήλθα εις τον εαυτόν μου, εγνώρισα τον Άγιον και του λέγω με λεπτήν φωνήν· «Αποθνήσκω, Πάτερ τιμιώτατε». Στραφείς δε ο Άγιος Συμεών ο Ευλαβής λέγει προς τον μαθητήν του: «Λάβε, κυρ Συμεών, αυτήν εκ της χειρός, σήκωσέ την και δος της να φάγη». Αφ’ ου δε εκείνος έκαμε τούτο, μου εφάνη ότι εζήτησεν από την μητέρα μου φαγητά και με έτρεφε· ευθύς δε ως έλαβον την τροφήν από τας αγίας χείρας του Οσίου και έφαγα, εν τω άμα ενεδυναμώθην, εσηκώθην από την κλίνην μου και διηγήθην εις την μητέρα μου το όραμα, το οποίον είδα και εζήτησα και έφαγα με όρεξιν, ιατρευθείσα. Ακούσατε δε και άλλα θαυμάσια. Ο Νικηφόρος εκείνος, ο οποίος εις την παιδικήν του ηλικίαν ανετράφη εις τας χείρας του Οσίου, αφ’ ου εκοιμήθη ο Όσιος, έγινε Μοναχός εις την Μονήν της Αγίας Μαρίνης ονομασθείς Συμεών. Αυτός λοιπόν είδε με τους ιδίους του οφθαλμούς θαύματα τινά του Αγίου, τα οποία ότε ήτο Ιερομόναχος τα διηγείτο εις εμέ, επί Θεώ μάρτυρι, λέγων· «Νέος ων ακόμη, έως δεκατεσσάρων ετών εις το Μοναστήριον, δεν γνωρίζω πως εκ φύσεως ήτο χαλασμένη η όρεξίς μου και δεν εδεχόμην να φάγω οψάριον, εάν δε ήθελον βιασθή να φάγω, ευθύς έκαμνα εμετόν. Μίαν δε φοράν, ενώ εκαθήμην εις την τράπεζαν, μου δίδει ο Άγιος εν τεμάχιον εψημένου οψαρίου και εγώ του είπα ότι δεν ημπορώ να το φάγω. Τότε σηκώσας ο Άγιος την χείρα του, ηυλόγησε το μέρος εκείνο του οψαρίου και μου λέγει· «Λάβε τούτο, εν Χριστώ τω Θεώ ημών, και φάγε και θέλει ιατρευθή από της σήμερον το πάθος σου». Και, ω του θαύματος! ευθύς ως το έφαγα, ήνοιξεν η όρεξίς μου και από τότε έτρωγα πλέον τα οψάρια αβλαβώς καλλίτερα από ό,τι έτρωγα το κρέας, όταν ήμην κοσμικός. Αυτό είναι το πρώτον όπου έκαμεν εις εμέ. Επειδή δε εσχετίσθην καλλίτερον με τον Άγιον, με ηγάπα τόσον πολύ, ώστε άλλον από εμέ δεν άφηνε να παραμείνη μετ’ αυτού εις το κελλίον του, είτε διότι ήμουν άκακος, είτε διότι τον υπηρέτουν εις το γήρας του, είτε και από οικονομίαν Θεού, δια να φανερωθούν τα έργα του. Καθώς λοιπόν εκειτόμουν εκεί, εις μίαν γωνίαν του κελλίου, μοι εφάνη ως να με εξύπνησε κάποιος και τότε βλέπω το εξής φοβερόν εις αυτόν θέαμα. Υψηλά, κοντά εις την σκεπήν του κελλίου, είχεν ο Άγιος ανηρτημένην εικόνα της Θεοτόκου επονομαζομένην Δέησις, έμπροσθεν της οποίας εκαίετο κανδήλιον. Απέναντι της Εικόνος αυτής έως τέσσαρας πήχεις υψηλότερα από την γην είδα τον Άγιον ιστάμενον εις τον αέρα, έχοντα τας χείρας του αναπεπταμένας και προσευχόμενον, ήτο δε όλος λαμπρός, ως φως. Βλέπων δε εγώ αυτά, από τον φόβν μου εκρύβην μέσα εις το σκέπασμά μου και εσκεπάσθην. Αφ’ ου δε εξημέρωσε το διηγήθην εις τον Άγιον κατά μόνας, ο δε Άγιος αναστενάξας μου παρήγγειλε να μη είπω εις ουδένα το γενόμενον». Άλλοτε, πτωχή τις γυνή εκράτει εις τας χείρας της παιδίον έως τεσσάρων ετών παράλυτον, ακίνητον και κατάξηρον από την ασθένειαν, τόσον ώστε εφαίνετο, ότι μετ’ ολίγην ώραν επρόκειτο να ξεψυχήση. Αύτη λοιπόν, οδηγηθείσα από την θείαν Πρόνοιαν, το έφερεν εις το Μοναστήριον, και αναβάσα κρυφίως την κλίμακα της Εκκλησίας, άφησε κάτω εις το έδαφος αυτής το παιδίον και παρευθύς ανεχώρησε. Βλέποντες δε οι Μοναχοί το ελεεινόν τούτο θέαμα του παιδίου, το οποίον μόνον από την διακοπτομένην αναπνοήν και το άγριον βλέμμα εφαίνετο ζων, το ανήγγειλαν εις τον Άγιον. Ο δε, λαβών την ράβδον του και ακουμβών ως εκ του γήρατός του επ’ αυτής, μετέβη προς το παιδίον και βλέπων τούτο εδάκρυσε και εθαύμασε πόσον ισχύει η ενέργεια του διαβόλου κατά του πλάσματος του Θεού. Στραφείς δε προς ημάς λέγει· «Τι σκέπτεσθε, σεις, δια το παιδίον αυτό»; Ημείς δε όλοι ομοφώνως απεκρίθημεν, ότι «Εντός ολίγου μέλλει να ξεψυχήση και θα υποχρεωθώμεν να το θάψωμεν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Δεν απεκρίθητε φρονίμως». Ευθύς δε αφήνει το ραβδίον του, σηκώνει το παιδίον εις τας χείρας του και το φέρει επάνω εις τον θρόνον, όπου ίστατο κατά τας ιεράς συνάξεις. Λαβών δε έλαιον από το κανδήλιον της Αγίας Μαρίνης, το ήλειψε και το εσφράγισεν. Ευθύς τότε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Έγινεν υγιέςτο παιδίον από μόνην την επίθεσιν των χειρών του Αγίου και εστάθη εις τους πόδας του και ήγγισε τον θρόνον του Αγίου με τας χείρας του. Έπειτα ολίγον κατ’ ολίγον περιπατούν εις τα στασίδια, εζήτησε να φάγη και τρώγον έγινε τελείως υγιές και εδόθη εις την μητέρα του. Άλλη τις γυνή είχεν υιόν, έως δεκαοκτώ ετών, δαιμονιζόμενον, τον οποίον έφερεν εις τον Άγιον και σταθείσα έμπροσθεν της Εικόνος της Αγίας Μαρίνης προσηύχετο. Ιδούσα δε τον Άγιον εξελθόντα προς συνάντησιν αυτής, απέδωκεν εις αυτόν γονυκλινώς την πρέπουσαν τιμήν. Ο δε υιός της, ευθύς ως είδε τον Άγιον, ερρίφθη κάτω από το δαιμόνιον και έτριζε τους οδόντας του, ήφριζε και εφώναζεν ως ερίφιον. Τότε ο Άγιος τον ελυπήθη και αναστενάζων πικρώς έκλαυσε και επετίμησε τον δαίμονα λέγων· «Επιτιμήσαι σοι Κύριος ο Θεός μου, ακάθαρτε δαίμον, έξελθε από το πλάσμα του Θεού». Και αλείφων τον υιόν τής γυναικός με έλαιον από το κανδήλιον της Αγίας και σηκώσας αυτόν με τας χείρας του, τον έδωκεν εις την μητέρα του υγιή. Έκτοτε δεν ηνωχλήθη πλέον από τον δαίμονα. Άλλην φοράν ερχόμενος ο Άγιος εις την πατρίδα του, έφθασεν εις τον Γάλον, τον μεγάλον ποταμόν της Βιθυνίας. Ιδών δε αλιέα τινά αλιεύοντα, τον ηρώτησεν εάν έχη να πωλήση οψάρια· ο δε αλιεύς απεκρίθη· «Από το μεσονύκτιον έχω όπου κοπιάζω και δεν δύναμαι να πιάσω τίποτε». Τότε του λέγει ο Άγιοςνα ρίψη το άγκιστρον εις το όνομά του. Και παρευθύς, ω του θαύματος! ηγκιστρώθη οψάριον πολύ μεγάλον, το οποίον ο ψαράς έκρυψε κάτω από το ένδυμά του. Ζητήσαντος δε του Αγίου να το αγοράση, ο αλιεύς απεκρίθη, ότι έχει υποχρέωσιν να το δώση εις άρχοντα τινά, τον οποίον και κατωνόμασε. Ενώ δε ο Άγιος απεμακρύνετο, ευθύς το οψάριον κινήσαν τα ενδύματα του αδίκου αλιέως επήδησεν εις τον ποταμόν, αφήσαν αυτόν με κενάς τας χείρας, ως και προ της διελεύσεως του Αγίου. Φίλον είχεν ο Άγιος, όστις κατώκει πλησίον της Χρυσοπόλεως, πολύ ευκατάστατον, ονομαζόμενον Ορέστην. Κατά δε παραχώρησιν Θεού επλήγη, φθόνω και συνεργεία του διαβόλου, εις το πρόσωπον και εστράφη το στόμα του εις το αυτίον του, συγχρόνως δε εβωβάθη. Μαθών τούτο ο Άγιος και ειπών προγνωστικώς: «Ας υπάγω να ίδω τον φίλον και να μας ίδη και αυτός», μετέβη εις την οικίαν του. Ευθύς δε ως είδε τον Άγιον η γυνή κλαίουσα πικρώς, λέγει προς αυτόν· «Ιδού, ω Πάτερ, εκείνος τον οποίον ηγάπας και σε ηγάπα, αποθνήσκει και μένωεγώ χήρα και τα παιδία μου ορφανά. Αλλά παρακαλώ σε, βοήθει μοι τη δούλη σου». Ο δε Άγιος, βλέπων τον φίλον του, έκλαυσε και λέγει· «Αλλοίμονον, ω φίλε μου, τι είδους κακόν έπαθες»; Ευθύς δε εγείρας τας χείρας του εις προσευχήν, ήγγισε την κεφαλήν του και λέγων την ευχήν την οποίαν λέγουν εις τους ασθενείς, εσφράγισε το στόμα του. Και ω του θαύματος! ήλθε παρευθύς το στόμα του εις τον τόπον του και ωμίλησεν εις την γυναίκα του και εχαιρέτησε τον Άγιον. Και από τότε δεν έλειπεν ο Ορέστης να φέρη δώρα προς τον Άγιον και να δίδη την πρέπουσαν ευχαριστίαν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν να ευχαριστή μάλιστα τον Θεόν, όπου με την Χάριν Του τον ιάτρευσε και να προσέχη να μη δείξη καμμίαν αχαριστίαν εις αυτόν, πίπτων εις κανέν αμάρτημα, δια να μη του συμβούν χειρότερα από ό,τι του συνέβη.                                                        Ακούσατε τώρα και άλλο θαυμασιώτερον, το οποίον ομού με τα άλλα διηγήθη εις εμέ ο Συμεών εκείνος, ο πρώην Νικηφόρος. «Δύο αδελφοί, από τους γειτονεύοντας εκεί, εχθρεύοντο τον Άγιον δια την οικοδομήν του Μοναστηρίου και καθ’ εκάστην τον ύβριζαν όσον ηδύναντο. Ο δε Άγιος πάντοτε ωμίλει προς αυτούς με γλυκύτητα, κάμνων κάθε τρόπον δια να τους ειρηνεύση. Επειδή όμως εκείνοι εθύμωναν περισσότερον, ήρχισεν ο Άγιος να υπενθυμίζη εις αυτούς την δικαίαν κρίσιν του Θεού και την κόλασιν, όπου έχουν να λάβουν οι ατιμάζοντες τους δούλους Του. Εις λοιπόν εκ τούτων, Δαμιανός ονομαζόμενος, ημέραν τινά τόσον εθυμώθη, ώστε τον απώθησε δια της χειρός του και τον έρριψε κατά γης. Έπειτα, φοβηθείς την οργήν του Θεού, μετενόησε και τον εσήκωσεν. Ο δε Άγιος του είπεν· «Ο Θεός να σε συγχωρήση και να μη στήση την αμαρτίαν σου». Ο δε άλλος, ονομαζόμενος Άνθης, μαζί με άλλας πολλάς ύβρεις, έλεγε τον Άγιον και υποκριτήν και αχυροκάπνιστον και απατεώνα των ανθρώπων, οίτινες ήρχοντο προς αυτόν χάριν εξομολογήσεως. Τότε ο Άγιος, βλέπων την άμετρον αδιαντροπίαν του, ήτις εκίνησε την γλώσσαν του κατά του Θεού και του Αγίου Πνεύματος και ύβριζε την ζωοποιόν νέκρωσιν, την οποίαν απέκυησεν, είπεν, από ζήλον θείον κινούμενος, προς τον υβρίσαντα· «Αν εγώ καπνίζωμαι με άχυρα δια να πλανώ τους ανθρώπους, γνωρίζει ο Θεός, όμως και συ θέλεις αποκτήσει το τοιούτον χρώμα και θέλει πρησθή η κοιλία σου, δια να μη απατάς τους ανθρώπους». Αυτά είπεν ο Όσιος· και ω του θαύματος! την νύκτα εκείνην, πίπτων να κοιμηθή ο ταλαίπωρος, δεν ηδυνήθη πλέον να σηκωθή, αλλ’ επρήσθη η κοιλία του και το πρόσωπόν του και έγινε κίτρινον ως κίτρον, από την ασθένειαν δε αυτήν, ή να είπω καλλίτερα, από θείαν οργήν, και απέθανεν εις ολίγας ημέρας. Ούτως  εξεπληρώθη εκείνο το οποίον λέγουν εις τας διαταγάς των οι θείοι Απόστολοι, ότι πρέπει να τιμώμεν τους Πνευματικούς μας Πατέρας, διότι έλαβον εξουσίαν ζωής και θανάτου και τους μεν αμετανοήτους καταδικάζουν εις θάνατον, τους δε μετανοούντας ζωογονούν.                                                                                           
Επειδή όμως και ο Όσιος άνθρωπος ήτο και έπρεπε να πληρώση και εκείνος το κοινόν χρέος, ήλθε και ο καιρός της τελευτής του. Εκείτετο λοιπόν ο μακάριος ασθενής πάσχων και ταλαιπωρούμενος εκ κακής δυσεντερίας επί πολλάς ημέρας, χωρίς να δύναται να σαλεύση μόνος του, αν δεν τον εγυρίζαμεν ημείς από το εν μέρος εις το άλλο. Ούτω λοιπόν ευρισκόμενος παρήγγειλεν εις εμέ να μένω εγώ μόνος πλησίον του. Αλλ’ εγώ, επειδή ήμην νέος, ενύσταζα πολύ και είπον εις τον Άγιον, ότι δεν ημπορώ να μένω μόνος μου. Εκείνος τότε μου είπε να αναπαυθώ επάνω εις εν κιβώτιον, το οποίον ήτο εκεί, δια να ελευθερωθώ από το πάθος αυτό. Και αφ’ ου εκοιμήθην, όχι μόνον δεν ενύσταζα πλέον, αλλά και όταν εκοιμώμην ήτο άγρυπνος η καρδία μου. Μίαν νύκτα λοιπόν, ενώ εκοιτόμην εκεί εις το κιβώτιον, ησθάνθην ως να με εκίνησε κάποιος και εξύπνησα· βλέπω τότε τον μακάριον εκείνον, τον οποίον μόλις είχομεν μετακινήσει, να ίσταται εις τον αέρα έως τέσσαρας πήχεις επάνω από την γην και να προσεύχεται. Ενθυμούμενος δε την προηγουμένην ομοίαν οπτασίαν, εθαύμαζα δια την αγιότητά του, συλλογιζόμενος πως αυτός, όστις δεν ηδύνατο να σαλεύση, εσηκώθη από το στρώμα και φορών σώμα βαρύ, ίστατο εις τον αέρα. Ούτως απεκοιμήθην και πάλιν εξύπνησα και τον βλέπω όπου έπεσεν εις την κλίνην του και εσκεπάσθη μόνος του. Όταν εξημέρωσε του εξωμολογήθην εκείνο το οποίον είδον και εκείνος μου έθεσε δεσμόν να μη το είπω εις ουδένα προ του θανάτου του. Αυτά είναι εκείνα τα οποία διηγήθη εις εμέ ο Νικηφόρος, όστις κατόπιν ωνομάσθη Συμεών.                                                                      
Αφ’ ου λοιπόν έμεινεν ο μακάριος δεκατρείς χρόνους εις την εξορίαν και έφθασεν εις την τελευταίαν του ημέραν, εκάλεσε τους μαθητάς του και παραγγείλας εις αυτούς τα πρέποντα και παρηγορήσας αυτούς να μη κλαίουν δια τον θάνατόν του, τους είπε και προφητείαν φρικτήν, λέγων· «Πέμπτην Ινδικτιώνα με ενταφιάζετε και εις πέμπτην πάλιν θέλετε με ίδει να εξέλθω εκ του τάφου και να ευρίσκωμαι μεθ’ υμών». Όθεν, μεταλαμβάνων των Θείων Μυστηρίων, καθώς είχε συνήθειαν να κάμνη κάθε ημέραν, επρόσταξε τους μαθητάς του να ψάλουν τα επιτάφια· και ούτω προσευχηθείς και ειπών: «Εις χείρας σου, Χριστέ Βασιλεύ, παρατίθημι το πνεύμα μου», εσταύρωσε τας χείρας εντίμως και προς Ον επόθησε Κύριον εξεδήμησεν εις τας δώδεκα του Μαρτίου. Μετά παρέλευσιν τριάκοντα ετών από του θανάτου του απεκαλύφθη με σημείον ανεκλάλητον ότι έπρεπε να γίνη η ανακομιδή των Λειψάνων του. Το στοιχείον ε΄ (τούτο ασφαλώς εσήμαινε την πέμπτην ινδικτιώνα), το οποίον σημαίνει πέντε, ετυπώθη επάνω εις το μάρμαρον του κελλίου του μαθητού του Νικήτα του Στηθάτου έχον τελείαν υποστιγμήν, καθώς το είδαν πολλοί. Αφ’ ου λοιπόν συνεπληρώθη η Πέμπτη Ινδικτιών εις τους ΣΤΦΞ΄ χρόνους, ήτοι από Χριστού χιλίους πεντήκοντα δύο, εφάνησαν ανελπίστως τα τίμια του Αγίου Λείψανα πλήρη πάσης ευωδίας και Χάριτος πνευματικής. Τοσούτον θαυμαστός ήτο, αδελφοί μου, ο μακάριος ούτος Πατήρ ημών Συμεών, ο αξιωθείς Χάριτος αποστολικής, όχι μόνον από τα θαύματα, τα οποία έκαμεν, αλλά και από τον λόγον της σοφίας, ήτις του εδόθη και από τας οπτασίας και αποκαλύψεις, τας οποίας είδε, καθώς και ο θεσπέσιος Παύλος. Όμως πρέπον είναι να αποκαλύψω και την προφητείαν την οποίαν έδωκεν εις εμέ δια τα συγγράμματά του. Ευρισκόμενος ακόμη εν τη ζωή ο μακάριος και συγγράφων ημέραν και νύκτα όσα υπηγόρευεν εις αυτόν το Πνεύμα το Άγιον, έδιδεν εις εμέ τα σχέδια, τα οποία, αφού μετέγραφα εις μεμβράνην, του τα έστελλον. Μίαν δε φοράν ενόμισα καλόν να κρατήσω εν από εκείνα τα οποία αντέγραφα. Μη ευρών δε τούτο ο Άγιος, ηρώτησε τον άνθρωπον όστις του τα έφερεν. Απαντήσαντος δε εκείνου, ότι δεν έχει είδησιν, εφάνη τρόπον τινά, ότι ηγανάκτησε κατ’ εμού και τον απεδίωξεν. Ακούσας δε εγώ τούτο υπωπτεύθην, ότι έβαλεν εις τον νουν του, ότι εγώ εκ δόλου το εκράτησα και απελογήθην περί τούτου δια γράμματος. Ο δε Άγιος μού απεκρίθη· «Εδέχθην το γράμμα σου, πνευματικόν μου τέκνον, και σε κατηγόρησα ότι εφαντάσθης, ότι εγώ ενόμισα ότι εκράτησες το χαρτί με δολιότητα δια να με λυπήσης, ενώ δεν επρόκειτο περί τοιούτου τινός, αλλ’ εγώ ενόμισα ότι εχάθη από απροσεξίαν του υπηρέτου. Δεν θα ελυπούμην δε εάν εγνώριζα, ότι έμεινεν εις σε, διότι εγώ σε απεφάσισα να έχω ως και τον εαυτόν μου και σου ενεπιστεύθην όλα τα μυστήριά μου, ελπίζω δε ότι θέλουν φανερωθή ταύτα από σε εις όλους τους άλλους. Καθώς δε και ο Κύριος εις τους Μαθητάς του παρήγγειλε να κηρύξουν παρρησία εκείνο το οποίον ήκουσαν εις το αυτίον μυστικά, τοιουτοτρόπως παρακαλώ και εγώ σε να τα μεταγράψης εις τετράδια, δια να μένουν όλα τα σχέδια εις σε. Μη λοιπόν νομίζης ότι εγώ εσυλλογίσθην κακώς δια σε». Ταύτα έγραψεν εις εμέ ο Άγιος. Εγώ δε νέος ων, έως δεκαεπτά ετών, δεν ηδυνήθην να εννοήσω τότε τα γεγραμμένα, αλλά μόνον αντέγραψα την επιστολήν, από θείαν, ως νομίζω, νεύσιν κινούμενος, καθώς επίσης αντέγραψα και όλας τας άλλας, όσας μου έστειλεν. Αφ’ ου δε διήλθον χρόνους δεκαέξ μαχόμενος με πολλούς πειρασμούς, ελησμόνησα και αυτήν την επιστολήν και όλα τα συγγράμματα του Αγίου. Κατόπιν όμως, αφ’ ου έλειψαν από το Μοναστήριον του Στουδίου όλοι οι μικρόψυχοι και οι φθονεροί και επιστρέψας εις αυτό επεμελούμην τον εαυτόν μου με μετάνοιαν, ησυχίαν και δάκρυα, κατά την δευτέραν εβδομάδα των Νηστειών ήλθον εις έκστασιν και ηλλοιώθησαν αι αισθήσεις μου και αι κινήσεις του σώματός μου. Τότε ελησμόνησα και τον άρτον μου, το δε σώμα μου, μάρτυς μου ο Χριστός, μου εφαίνετο πολύ ελαφρόν και πνευματικόν και ούτε πείναν ησθανόμην ή δίψαν, ούτε κόπους και αγρυπνίας. Ευρισκόμενος δε επτά ολοκλήρους ημέρας εις τοιαύτην κατάστασιν και μη ενοχλούμενος από κανέν πάθος ή λογισμόν, ήρχισα να ενθυμούμαι με κατάνυξιν και αγάπην τον Πνευματικόν μου Πατέρα Συμεών, τα μεγάλα αυτού κατορθώματα και χαρίσματα και προς τούτοις όλα αυτού τα συγγράμματα κατά μέρος, ωσάν να ήτο κανείς, όστις μου τα ενεθύμιζε μυστικώς. Ενώ λοιπόν ευρισκόμην εις απορίαν πόθεν μου ανεγεννήθη η τόση αγάπη προς αυτόν και ποίος είναι εκείνος, όστις μου διδάσκει ταύτα, ακούω να μου λέγη μυστικώς το Πνεύμα το Άγιον, ότι αυτό το ίδιον μου διδάσκει ταύτα. Από τότε πλέον εβιαζόμην, μάρτυς ο Θεός, ως να με παρεκίνει κανείς, να εγκωμιάσω την ενάρετον πολιτείαν εκείνου και να συνθέσω ύμνους και Ακολουθίαν εις αυτόν. Πάντοτε εσκεπτόμην τον χρόνον, όστις θα εχρειάζετο δια τοιαύτην θεοπροστάτευτον εργασίαν, επειδή δεν είχον μάθει καλώς την ελληνικήν γλώσσαν· αλλά η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος δεν με άφηνε καθόλου να ησυχάσω. Μη υποφέρων λοιπόν πλέον την ορμήν της επιθυμίας μου συνέθεσα πρώτον Κανόνας εις τον εν Αγίοις Πατέρα ημών Θεόδωρον τον Στουδίτην, δια να ασκηθώ. Έπειτα συνέθεσα και εις τον μακάριον τούτον επιτάφιον λόγον και Ακολουθίαν ολόκληρον, η δε χειρ μου δεν επρόφθανε να γράφη όσα νοήματα ανέβρυεν ο νους μου. Και αφ’ ου τα συνέθεσα και τα παρουσίασα εις ένα εγγράμματον, ίνα τα κρίνη, και ήκουσα παρ’ αυτού ότι δεν ήσαν κατώτερα από τα συγγράμματα των παλαιών, τα έψαλα εις τον τάφον του Αγίου με άλλους ευλαβείς, αποδίδων εις αυτόν σέβας, το κατά δύναμιν. Μετά ταύτα συνέβη εις εμέ νύκτα τινά, να ίδω το εξής όραμα. Μου εφαίνετο, δηλονότι, ως να μου ωμίλει τις και μου έλεγεν· «Αδελφέ, σε θέλει ο Πνευματικός σου Πατήρ και ακολούθει με να υπάγωμεν». Ακούσας δε εγώ τούτο, ηκολούθουν με μεγάλην χαράν, διότι, αφ’ ότου απέθανε, δεν ηξιώθην να τον ίδω καμμίαν φοράν. Περιπατούντες λοιπόν εφθάσαμεν εις βασιλικόν τι ανάκτορον, του οποίου την θύραν ήνοιξεν ο καλέσας με και μου είπε να εισέλθω. Εισελθών δε βλέπω τον Άγιον, όστις εκάθητο εις κλίνην υψηλήν, ως βασιλεύς, το πρόσωπόν του ήτο λαμπρότατον και εφαίνετο ως να εχαμογέλα και με εκοίταξεν. Επειδή δε μου έκαμε νεύμα δια της χειρός του να μεταβώ πλησίον του, έτρεξα ευθύς προσφέρων την πρέπουσαν μετάνοιαν. Αυτός τότε με ενηγκαλίσθη και με ησπάσθη εις το στόμα, μου είπε δε με ήρεμον φωνήν· «Ανέπαυσάς με, τέκνον μου ηγαπημένον». Λαμβάνων δε την δεξιάν χείρα μου δια της ιδικής του δεξιάς, την έφερεν εις τον μηρόν του, με την άλλην δε χείρα του κρατών χαρτί γεγραμμένον, μου έλεγε δεικνύων τούτο· «Διατί ελησμόνησες τον Απόστολον λέγοντα: Ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»; (Β΄ Τιμ. β:2). Ευθύς τότε με τον λόγον εξύπνησα και τόσην χαράν ησθανόμην, ώστε εζήτουν να χωρίσω από το σώμα και να υπάγω με την ψυχήν γυμνήν εκεί όπου ευρίσκετο εκείνος. Την οπτασίαν ταύτην εφανέρωσα εις ένα διακριτικόν και μου είπεν, ότι με αυτό το οποίον σου είπεν, «ανέπαυσάς με, τέκνον αγαπητόν», εφανέρωσεν, ότι οι Άγιοι αποδέχονται μετά χαράς τα εγκώμια και τους ύμνους τούς προσφερομένους εις αυτούς, καθώς το φανερώνει και ο θείος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εις την θεωρίαν του «Περί του των κεκοιμημένων μυστηρίου». Με τον ασπασμόν πάλιν, τον οποίον σου έδωσε, φανερώνει την οικειότητα και φιλίαν των Αγίων, την οποίαν αποκτούν εκείνοι οίτινες συγγράφουν εγκώμιά των και την χάριν την οποίαν λαμβάνουν. Το ότι δε έβαλε την δεξιάν σου χείρα εις τον δεξιόν του μηρόν, εσήμαινε τον όρκον τον οποίον εζήτησεν ο Αβραάμ από τον οικογενή του και επίτροπον. Παρόμοιον δηλαδή όρκον εζήτησεν από σε και ο Άγιος δι’ εκείνα τα οποία συνέλαβεν εκ Πνεύματος Αγίου και εγέννησεν, ήτοι τα συγγράμματά του, τα οποία σου εφανέρωσε με τον λόγον του Αποστόλου, να τα παραδώσης και εις τους άλλους πιστούς. Ταύτην την σοφωτάτην κρίσιν ακούσας, ενεθυμήθην και την επιστολήν όπου μου έγραψε και τα θεόπνευστα συγγράμματά του, τα οποία αν και εκράτει εις διδάσκαλος δεκατρείς χρόνους και παρ’ όλον ότι εν βιβλίον από αυτά επωλήθη, όμως όλα ήλθον εις τας χείρας μου, κατά την προφητείαν του και έγινα κληρονόμος των αυτού χαρισμάτων. Δια τούτο ανακηρύττων αυτόν, δίδω εις όλους τας Θεολογίας του δι’ ωφέλειαν ψυχής και ελπίζω δια τούτο, ότι θέλω λάβει την αντιμισθίαν παρά Θεού δια πρεσβειών του Αγίου και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Αλλ’ ας διηγηθώ ακόμη και όσα θαύματα ενήργησεν ο Άγιος μετά θάνατον. Ιερεύς τις γενόμενος δεκτός από τους αδελφούς και Πατέρας της Μονής της Αγίας Μαρίνης και συναριθμηθείς εις την αυτών αδελφότητα συνέψαλλε μετ’ αυτών και ελειτούργει. Βλέπων δε ημέραν τινά την εικόνα του Αγίου, έπεσεν εις λογισμούς απιστίας και εσυλλογίζετο από ποία θαύματα να γνωρίση τούτον, ότι είναι Άγιος. Μίαν φοράν λοιπόν έμεινε μόνος εις την Εκκλησίαν και σκοτισθείς από τον διάβολον, ήπλωσε την χείρα του, ο αναιδέστατος, επάνω εις την Εικόνα και λέγει καταφρονητικώς· «Τούτον να προσκυνήσω εγώ ποτέ δι’ Άγιον»; Αλλ’ ευθύς, ω του θαύματος! εξηράνθη η χειρ του και έμεινε κρεμασμένη εις τον αέρα έμπροσθεν της Εικόνος. Φωνάζων δε δυνατά από τους πόνους ηκούσθη από τους Μοναχούς, οίτινες έτρεξαν και είδον και έμαθαν την υπόθεσιν· από τους πολλούς δε θρήνους όπου έκαμνεν, οι αδελφοί τον ελυπήθησαν και παρεκάλεσαν τον Άγιον να λύση τον άθλιον από την φοβεράν εκείνην τιμωρίαν. Όθεν αλείψαντες με έλαιον εκ κανδήλας του Αγίου την ξηράν χείρα, ευθύς ως παρεκάλεσαν τον Θεόν και τον Άγιον, έλυσε ταύτην από τα αόρατα εκείνα δεσμά. Αλλά ακούσατε και άλλο παρόμοιον. Όταν ήτο η εορτή του Αγίου και έψαλλεν ο καλλίφωνος εκείνος Ιγνάτιος, όστις ήτο από την βασιλικήν Μονήν του Κοσμιδίου, βλέπων την Εικόνα του Αγίου, ήτις εκρέματο, εσυλλογίζετο σκέψεις εναντίας εις τον Άγιον. Ο δε Άγιος, θέλων να ιατρεύση την ψυχήν του από τους λογισμούς εκείνους τους πονηρούς, εκεί όπου έψαλλε και έβλεπε προς την Εικόνα, του εφάνη, ότι ήναψεν η εικών ωσάν λαμπάδα και εκινείτο από το εν μέρος εις το άλλο. Τότε ευθύς έχασε την φωνήν του και έμεινεν άφωνος. Ενώ δε ηρώτων αυτόν οι άλλοι, πως ούτως έξαφνα εβωβάθη, ωμολόγησε παρρησία με κατάνυξιν και τον άπιστον λογισμόν του και το θαύμα όπου είδεν εις την Εικόνα.                                                          
Νικήτας ο Στηθάτος είχε μαθητήν τινά, Μανασσήν ονομαζόμενον, εις τον οποίον συνέβη έμφραξις, επί δεκαπέντε ημέρας, μη δυνάμενος δε να αποβάλη τα περιττώματα εκινδύνευε να αποθάνη. Απελπισθείς λοιπόν από τους ιατρούς, προσέπεσεν εις τον Θεόν, παρακαλών Αυτόν μετά κλαυθμού να τον ελεήση· και αποκοιμηθείς βλέπει εις τον ύπνον του Νικήταν τον Στηθάτον ιστάμενον έμπροσθεν της Εικόνος του Αγίου και λέγοντα προς αυτόν· «Μανασσή, έγειρε το κανδήλιον του Αγίου και ρόφησέ το καθώς είναι». Εκείνος δε, αφού το ερρόφησεν όλον, ευθύς εβιάσθη από την κοιλίαν και εξυπνήσας μετέβη και απέβαλεν όσα έτρωγεν επί δέκα πέντε ημέρας. Ούτω λοιπόν ιατρευθείς, εκήρυττεν εις πάντας την προς τον Θεόν παρρησίαν του Αγίου, ευχαριστών αυτόν.                                                                               
Δύο άνθρωποι ευλαβείς, Ιωάννης και Φιλόθεος ονομαζόμενοι, συνεφώνησαν κατά την εντολήν του Κυρίου και έγιναν Μοναχοί. Κτίσαντες δε Μοναστήριον ωραιότατον εις την Προποντίδα του Βυζαντίου, ο μεν Ιωάννης, ως ασθενέστερος κατά το σώμα, ανέλαβε την οικονομίαν του Μοναστηρίου, ο δε Φιλόθεος έκτισε κελλίον χωριστόν, δια να εγκλεισθή εις αυτό και να ησυχάση. Προσκυνών δε τους εν Κωνσταντινουπόλει πανσέπτους Ναούς, μετέβη και εις την περίφημον Μονήν του Στουδίου, δια να συμβουλευθή και Νικήταν τον Στηθάτον, ούτος δε, ως μαθητής του Αγίου, συνομιλών με τον Φιλόθεον περί των χαρισμάτων των οποίων ηξιώθη παρά Θεού ο Άγιος και μάλιστα πως αμαθής ων, έγραψε, Θείω Πνεύματι, λόγους διδακτικούς εις πολλών ωφέλειαν, εκίνησε τον Φιλόθεον εις αγάπην προς τον Άγιον και εζήτησεν εν από τα βιβλία του δια να το αναγνώση. Αφού δε το παρέλαβεν, ανεχώρησε με χαράν, δια να κλεισθή εις το κελλίον. Πριν δε εισέλθη εις το απομονωτήριόν του, εδέετο του Θεού να του δώση υπομονήν και γνώσιν, ίνα υπομένη τους εν αυτώ πειρασμούς. Εις αυτό λοιπόν ευρισκόμενος έγκλειστος ήλθε ποτε εις έκστασιν και του εφάνη ότι εκτύπησαν την θύραν· ανοίξας δε, βλέπει άνθρωπον τινα κατά την μορφήν αγγελικόν. Ερωτών δε τις ήτο, του απεκρίθη ότι ήτο ο Συμεών ο κατοικών εις το Μοναστήριον της Αγίας Μαρίνης και ότι ήλθε να κατοικήση μετ’ αυτού. Ιδών τότε ο Φιλόθεος ότι το υποκάμισον του Αγίου ήτο εσχισμένον, ηρώτησεν αυτόν την αιτίαν. Ο δε Άγιος απεκρίθη εις αυτόν· «Κακοί άνθρωποι μού το έκαμαν. Πλην, διατί, ω φίλε Φιλόθεε, ευρίσκεσαι εις απορίαν δια τα υπέρ πάσαν φροντίδα άξια; Γνώριζε, ότι εκείνος όστις θέλει να μεταλάβη των Θείων Μυστηρίων, πρέπει να απέχη από την πολυποσίαν και τα δείπνα και να πίνη μόνον το βράδυ τρία μόνον ποτήρια, Αφ’ ου δε μεταλάβη, να κάμη το ίδιον αρκούμενος εις τράπεζαν λιτήν». Τούτο δε είπεν ο Άγιος, δια να φανερώση εις αυτόν, ότι, όστις θέλει να αγωνισθή με άσκησιν και ησυχίαν, πρέπει να καθαρίζη τον εαυτόν του με τα τρία ποτήρια, ήτοι με την εγκράτειαν, με τα δάκρυα και με την προσευχήν, με αυτά δε να προετοιμάζεται ίνα μεταλαμβάνη καθ’ εκάστην, δια να ενδυναμώνεται εις τους αγώνας της ασκήσεως δια της Ιεράς Μεταλήψεως. Ειπών δε ταύτα έσφιγγε γυμνόν τον στόμαχον του Φιλοθέου ωσάν να εστένευε την κοιλίαν του. Είτα αποχαιρετών αυτόν, είπεν· «Εάν θέλης, ελθέ και συ προς ημάς· και πάλιν θέλομεν ίδει τον φίλον Φιλόθεον»· και ταύτα ειπών ανεχώρησεν. Ο δε Φιλόθεος, ελθών εις εαυτόν, ησθάνετο πολλήν αγαλλίασιν εις την ψυχήν του. Έκτοτε έγινεν εις αυτόν ως φυσική η εγκράτεια. Δια να δείξη δε ευχαριστίαν εις τον Άγιον δια την τοιαύτην βοήθειαν, ήλθε και επροσκύνησε τον τάφον του Αγίου και αντιγράψας τα εγκώμιά του ετέλει και αυτός κατ’ έτος την εορτήν του. Νικήτας ο Στηθάτος, ο γνήσιος μαθητής του Αγίου, μίαν φοράν, κατά την αγίαν Τεσσαρακοστήν, αγωνιζόμενος, καθώς είχε συνήθειαν, ησθάνετο κατά παραχώρησιν Θεού σφοδρότατον τον της πορνείας πόλεμον. Απορών δε πόθεν προήλθε τούτο εις καιρόν όπου το σώμα του ήτο κατάξηρον και νεκρωμένον από την πολλήν κακοπάθειαν και μη δυνάμενος να εννοήση, ελυπείτο και παρεκάλει τον Θεόν και τον Άγιον να τον ελευθερώση. Ενώ λοιπόν έπειτα από αυτά έπιπτε να κοιμηθή και ενώ είχεν ακόμη τους οφθαλμούς του ανοικτούς, του εφάνη, ότι απεκοιμήθη και βλέπει ότι ήλθεν ο Άγιος και εκάθησεν εις την στρωμνήν του και του λέγει· «Αυτό σου συνέβη από υπερηφάνειαν του λογισμού σου, ότι δήθεν έχεις τον εαυτόν σου σύμφωνον με τας εντολάς του Θεού». Ταύτα δε ειπών έγινεν άφαντος. Ο Νικήτας ηγέρθη τότε αμέσως, εξήλθεν από το κελλίον και τρέχων δια να τον φθάση, ηρώτα τον υπηρέτην του, αν είδε τον Άγιον Συμεών, όπου έφυγεν από εκεί. Όθεν κατόπιν συγκρίνων τα κατορθώματά του με μόνον τον εμπτυσμόν του Χριστού εταπεινώθη και ηλευθερώθη από τον πόλεμον, ευχαριστών τον Άγιον. Όταν δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, θέλων ο Θεός να δείξη, ότι ήτο ευπρόσδεκτον εις αυτόν και εις τον δούλον του Συμεών να μεταγραφούν τα συγγράμματα του Αγίου εις ωφέλειαν των πιστών, έδειξε και πάλιν παρόμοιον ως άλλοτε όραμα εις τον Ιωάννην, τον μαθητήν Νικήτα του Στηθάτου, καθώς και αρχαιότερον συνέβη εις τον Πρόκλον, τον μαθητήν του θείου Χρυσοστόμου. Ως ανωτέρω είπομεν, ο Νικήτας είχε παρακινηθή πρότερον δι’ αποκαλύψεως του Αγίου να μεταγράψη τα θεόπνευστα αυτού συγγράμματα, τότε δε πάλιν ο μαθητής του Νικήτα Ιωάννης, ενώ ησύχαζεν, είδε το εξής όραμα. Του εφάνη, ότι μετέβη εις το κελλίον του Νικήτα δια να ερωτήση τι προς ψυχικήν ωφέλειαν. Ενώ λοιπόν επλησίαζεν εις την θύραν, βλέπει τον Νικήταν γράφοντα με μεγάλην φροντίδα τα θεόπνευστα συγγράμματα του Οσίου Πατρός ημών Συμεών· πλησίον δε του Νικήτα είδε τον Όσιον κρατούντα εις μεν την αριστεράν του χείρα ράβδον, την δε δεξιάν έχοντα απλωμένην εις τον Νικήταν. Εφαίνετο δε ωσάν να του εδείκνυε τα σχέδια του και συνωμιλούσε με αυτόν στόμα προς στόμα και τον εδίδασκε τα δόγματα της μυστικής Θεολογίας. Ιδών δε ο Ιωάννης τον Όσιον, αν και δεν τον είχε γνωρίσει σωματικώς, όμως τον ανεγνώρισε και ωπισθοχώρησε χωρίς να έλθη μέσα εις το κελλίον. Έπειτα από ολίγην ώραν του εφάνη, ότι εξήλθεν ο Άγιος και αναβαίνων μίαν ανηφορικήν οδόν εφώναξεν εξ ονόματος· «Ιωάννη, ειπέ εις τον Νικήταν τον μαθητήν μου, σπούδασε, τέκνον, να μεταγράψης τα πονήματά μου και εκείνο το οποίον ζητείς δια τον εαυτόν σου θέλειγίνει χωρίς άλλο». Αλλά πως να αφήσω εκείνο, το οποίον και ακουόμενον εκπλήττει τους ακροατάς; Θέλω λοιπόν διηγηθή και αυτό, ίνα ούτω παύσω και τον λόγον. Κοσμάς ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Στεφάνου, ευρισκόμενος παρών εις την εορτήν του Αγίου και ακούων τους ύμνους και τα εγκώμια, τα οποία του έψαλλον, βλέπων δε και τους πιστούς, οίτινες επανηγύριζαν όλοι ομού, έλαβε ζήλον και εμέμφθη τον εαυτόν του, πως δεν επεμελήθη να γράψη και αυτός τα εγκώμια του Αγίου και να τον εορτάζη κατ’ έτος. Παρακαλέσας λοιπόν τον ρηθέντα Νικήταν, έλαβε παρ’ αυτού μίαν εικόνα του Αγίου, την οποίαν και έδωκεν εις ένα Μοναχόν να την υπάγη εις το Μοναστήριον, εις το οποίον εκείνος θα επήγαινε πρωτύτερα. Ο δε Μοναχός την έδωσε πάλιν εις Σκύθην τινά παλαιόν δούλον του Ηγουμένου, δια να την βαστάση και να τον ακολουθή. Λαβών όμως εκείνος την Εικόνα, ως κλέπτης όπου ήτο, έστρεψεν οπίσω και την επώλησεν εις ένα Βενετόν. Ελθών δε ο Ηγούμενος και μαθών τα γενόμενα ελυπήθη μεγάλως. Αλλά μετ’ ολίγας ημέρας συλληφθείς ο δούλος ωμολόγησε την αλήθειαν. Όθεν, επιστρέψαντες την αξίαν εις τον αγοράσαντα, έλαβον την Εικόνα ομού μετά του δούλου. Ευθύς τότε ως απέθεσαν την Εικόνα εις το Θυσιαστήριον, ω του θαύματος! δαιμόνιον κατέλαβε τον κλέπτην δούλον και πεσών άφωνος έτριζε τους οδόντας και εφώναζεν ως τράγος, μεθ’ ικανάς δε ημέρας ηλευθερώθη από το κακόν, συμπαθεία του Αγίου. Ούτως αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους οίτινες Τον δοξάζουν. Ότι Αυτώ η δόξα εις τους αιώναςτων αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.    

Δεν υπάρχουν σχόλια: