Ο πατήρ Εφραίμ ο Φιλοθεϊτης. -- Από το βιβλίο του μακαριστού Γέροντος Εφραίμ του Αριζονίτου : Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ

Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, όταν είχα διακόψει χάριν εργασίας το Γυμνάσιο, ήλθε σε μία από τις δύο εκκλησίες των Παλαιοημερολογιτών στον Βόλο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως ο πατήρ Εφραίμ, μοναχός του Γέροντος Ιωσήφ, ως εφημέριος. Αυτός ο Αγιορείτης ιερομόναχος στάθηκε στην παιδική μου ηλικία πολύτιμος σύμβουλος και βοηθός στην πνευματική μου πορεία. Τον έκαμα Πνευματικό και με τις διηγήσεις του και τις συμβουλές του σε λίγο καιρό άρχισα να αισθάνωμαι την καρδιά μου να ξεμακραίνη από τον κόσμο και να προσκολλάται στο Άγιον Όρος. Μάλιστα, όταν μου μιλούσε δια την ζωή του Γέροντος Ιωσήφ, κάτι εφλέγετο μέσα μου, και διάπυρος εγένετο η ευχή και ο πόθος μου, πότε να τον γνωρίσω. Αγωνιζόμουν στον κόσμο σαν παιδάκι που ήμουν και ήθελα να πάω μοναχός από τα 14. Αλλά ο πνευματικός μου, ο πατήρ Εφραίμ, μου είπε:
                                                                                                           
--Δεν μπορείς να πας Γιαννάκη, είσαι μικρός. Θα μεγαλώσης και θα δούμε. Η μητέρα μου ασκήτευε, (νηστεία, αγρυπνία, προσευχή).  Ήταν εξαιρετικά ενάρετος και φιλομόναχος άνθρωπος. Με είχε από κοντά, επειδή όταν ήμουν μωρό, πληροφορήθηκε ότι θα μόναζα. Μια μέρα εκεί που καθόταν κι΄ έκανε προσευχή, είδε ένα αστέρι που έφυγε από το σπίτι και πήγε προς το Άγιον Όρος. Και ακούει μια φωνή:                                                                                                                 
--Από τα τρία παιδιά, αυτό το ένα θα ζήση. Η μητέρα μου φοβήθηκε και είπε:                                                         
--Αχου! Θα μου πεθάνουν τα δύο μου παιδιά, και θα μου μείνη μόνο αυτό! Τότε το ερμήνευσε κατά γράμμα, αλλά το νόημα ήταν ότι το ένα θα ζήση κοντά στο Θεό. Αργότερα όμως συνειδητοποίησε ότι το θέλημα του Θεού ήταν να πάω στο Άγιον Όρος. Γι΄ αυτό η μητέρα μου με πρόσεχε αυστηρά και δεν με άφηνε να απομακρύνωμαι από κοντά της, ώστε να δώση όσο πιο αγνή προσφορά στον Θεό. Πράγματι, ήταν μεγάλο παράδειγμα. Πόσες φορές δεν την είχα δει να κλείνεται στην κουζίνα του σπιτιού και γονατιστή όλο το βράδυ να προσεύχεται με τα δάκρυα ποτάμι! Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος, εάν όλες οι μητέρες είχαν την ίδια φροντίδα και επιμέλεια να αρέσουν στον Θεό! Είχα αναγκασθεί να διακόψω το Γυμνάσιο, για να εργασθώ, διότι στα χαλεπά εκείνα χρόνια της Κατοχής η πείνα ήταν το καθημερινό μας τυπικό. Από την ασιτία δεν μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Κυρίως εργαζόμουν στο ξυλουργείο του πατέρα μου. Καμιά φορά όμως έκανα και μικροπωλητής στην αγορά του Βόλου. Κουλούρια, κινίνα, κουμπιά, σπίρτα. Αγόραζα ό,τι εύρισκα και αμέσως τα μεταπωλούσα, για να βοηθήσω την οικογένειά μου. Και πάντα με τον φόβο των Γερμανο-Ιταλών. Σ΄ αυτά τα δύσκολα χρόνια, μόνη μας ελπίδα και παρηγοριά ήταν ο Θεός. Μόλις λοιπόν, τελείωνα την δουλειά, η μητέρα μου με έπαιρνε μαζί της και πηγαίναμε στην εκκλησία για τις ακολουθίες και στον πατέρα Εφραίμ για Εξομολόγησι. Και εκείνος μας μιλούσε για το άστατο του βίου, την αγάπη του Θεού, την εξομολόγησι, την Νοερά προσευχή, τα δάκρυα, για τον Γέροντα Ιωσήφ και το Άγιον Όρος. Και έτσι, σιγά-σιγά, άρχισε να φουντώνη η επιθυμία μου να αφιερωθώ στον Θεό. Εκείνο τον καιρό η ασιτία και η ελονοσία θέριζαν κόσμο στον Βόλο και εγώ αρρώστησα από άγνωστη αιτία και ήμουν διαρκώς με πυρετό. Όλο δέκατα και κομάρες είχα. Τελικά χρειάστηκε να πάω στο νοσοκομείο. Οι γιατροί με τα φτωχά μέσα της εποχής δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν τι είχα και έφτασα στο χείλος του θανάτου. Τελικά βγήκα από το νοσοκομείο, και όλα αυτά τα γεγονότα με έκαναν να συνειδητοποιήσω πόσο ψεύτικος και μάταιος είναι αυτός ο βίος. Και έτσι στερεώθηκε μέσα μου η επιθυμία να μονάσω. Πέρασαν τα Κατοχικά χρόνια και όταν τα Γερμανικά στρατεύματα οπισθοχώρησαν, πριν φύγουν, φρόντισαν να καταστρέψουν ό,τι μπορούσαν. Και ό,τι τους ξέφυγε καταστράφηκε από τις εμφύλιες διαμάχες. Πείνα και κακομοιριά παντού. Εγώ είχα γίνει 19 χρονών παλληκαράκι. Ένα μήνα πριν φύγω από τον κόσμο, τον Αύγουστο του 1947, θα πήγαιναν κάτι παιδιά από το Βόλο στο Άγιον Όρος και θα περνούσαν και από τον Γέροντα Ιωσήφ, ήταν γνωστός στον Βόλο, επειδή μας μιλούσε συχνά γι΄ αυτόν ο παπα-Εφραίμ: «Ο Γέροντας Ιωσήφ είναι άγιος άνθρωπος, μεγάλος ασκητής» μας έλεγε. Με την ευκαιρία αυτή, λοιπόν, κάποιες γυναίκες έστειλαν μερικά τρόφημα στον Γέροντα. Στα δύσκολα μεταπολεμικά εκείνα χρόνια αυτή η ευγενική χειρονομία είχε μεγάλη αξία. Ήθελα να πάω κι΄ εγώ στο Άγιον Όρος μαζί με τα παιδιά, αλλά που να με αφήση ο πατέρας μου! Μιας όμως και τα παιδιά τα γνώριζα, θέλησα να στείλω κι΄ εγώ κάτι στον Γέροντα Ιωσήφ. Αλλά δεν είχα τίποτα, επειδή ήμασταν φτωχοί. Πάω μέσα στο σπίτι, ανοίγω τα ντουλάπια της μάνας μου, βρίσκω λίγο κριθαράκι, το βάζω σε μια σακουλίτσα και γράφω σ΄ ένα χαρτάκι: «Πάτερ Ιωσήφ, σας στέλνω αυτό το δεματάκι, ένα μικρό δείγμα της αγάπης και του σεβασμού μου. Σας παρακαλώ, προσεύχεστε να σωθώ, σας φιλώ την δεξιάν σας, Ιωάννης». Το έκλεισα, το έδωσα στα παιδιά και το πήγαν στον Γέροντα. Εκείνος, όταν άνοιξε το δεματάκι μου, γυρίζει στα παιδιά και τους λέει:                                                                                                       --Αυτό το παιδάκι θα έρθη εδώ να μονάση. Λένε τα παιδιά:                                                                                 
--Αποκλείεται. Το έχει εκεί ο Πνευματικός του. Θα κάνη μοναστήρι και το χρειάζεται κοντά του, για να τον κάνη διάδοχο. Αποκλείεται ούτε να το φαντασθήτε, Γέροντα.                                                                                             
–Αυτό θα έρθη εδώ, εσύ θα πας στον κόσμο και θα γυρίσης να μονάσης, εσύ θα γίνης ιερεύς και θα μείνης στον κόσμο, εσύ δεν θα ξαναέρθης καθόλου στο Όρος, είπε για τον καθένα τους. Ήρθαν και μου το είπαν τα παιδιά, όταν γύρισαν, αλλά εγώ δεν έδωσα σημασία. Δηλαδή, δεν με απασχόλησε το ότι ο Γέροντας είπε ότι εγώ θα πάω κοντά του. Το ξέχασα εντελώς. Αλλά ο Γέροντας ό,τι είπε για τους άλλους και για μένα, με την φώτισι του Θεού που είχε, έγινε. Σ΄ ένα μήνα έφυγα και πήγα κοντά του. Εν τω μεταξύ ο πατήρ Εφραίμ, στον Βόλο, μου έλεγε:                                                                                                                                                       
--Μείνε μαζί μου, θα κάνω μοναστήρι. Σε χρειάζομαι. Δεν έχω άλλο παιδί.                                                                       
–Εντάξει, πάτερ, θα μείνω να σας βοηθήσω. Αυτό όμως το έλεγε από τότε που ήμουν 14 χρονών. Είχα πλέον φτάσει στα 19 και δεν είχε γίνει τίποτα και είπα μέσα μου: «Δεν φεύγω καλύτερα»! γιατί ο λογισμός μου έλεγε ότι δεν θα κάνη ποτέ μοναστήρι. Το έκανα θέμα προσευχής και παρακαλούσα την Παναγία να κάνη το έλεός Της και να με δεχθή. Περνούσα από τις φυλακές, όπου υπήρχε ένα προσκυνητάρι του αγίου Ελευθερίου και ρίχναμε μέσα ελεημοσύνη για τους φυλακισμένους. Πήγαινα, ερχόμουν, και παρακαλούσα τον άγιο Ελευθέριο να με ελευθερώση να φύγω. Ήθελα να πάω στο Άγιον Όρος, αλλά ντρεπόμουν να το πω στον Πνευματικό μου μιας και μου είχε ζητήσει να μείνω μαζί του. Τέλος, επειδή ντρεπόμουν να πω στον πατέρα Εφραίμ την ενδόμυχη επιθυμία μου, του την έγραψα. Στενοχωρήθηκε λίγο, αλλά ύστερα ησύχασε και το δέχθηκε.                                                                                                                                                          
–Να πας, παιδί μου, δεν σε εμποδίζω. Πριν ξεκινήσω για το Άγιον Όρος, γνωρίσθηκα με κάποιο μοναχό και μου είχε πει να πάω να μονάσω κοντά του. Εγώ συγκατατέθηκα και απεφάσισα να τον ακολουθήσω. Αλλά πρόλαβε ο Θεός και φώτισε τη μητέρα μου και τον Πνευματικό και μου είπε:                                                            -
-Όχι δεν θα πας εκεί. Θα σε στείλω στον Γέροντά μας! στον Γέροντα Ιωσήφ.                                                                  
–Να ΄ναι ευλογημένο, απάντησα, παρ΄ ότι μέσα μου αντέδρασε ο εγωϊσμός μου γιατί είχα δώσει τον λόγο μου. Ωστόσο υποτάχτηκα στην γνώμη και την φωτισμένη κρίσι της μητέρας μου, που την ακολούθησα με πίστι και υπακοή και έτσι ο Θεός με αξίωσε να κάνω Γέροντά μου, και πατέρα Πνευματικό αυτόν τον αλάνθαστο και απλανή οδηγό και μεσίτη μου σήμερα στον ουρανό. Ευλογώ την ημέρα και την στιγμή που ωδήγησε ο Θεός μου και Κύριός μου τα βήματά μου, τη υποδείξει του Πνευματικού μου και της οσίας μητέρας μου, στον Γέροντα Ιωσήφ. Διότι αν θα πήγαινα εκεί που ήθελα εγώ, όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων, θα αστοχούσα παντελώς. Έκανα υπακοή και δεν αστόχησα στο θέμα της εκλογής Γέροντος. Ποιος έκανε υπακοή στον Πνευματικό του πατέρα και χάθηκε; Και στραβή να είναι η εντολή και η προτροπή, ο Θεός θα την κάνη αγαθή. Όταν ήλθε πλέον η ώρα, 26 Σεπτεμβρίου 1947, ένα καραβάκι με έφερνε αργά-αργά ένα πρωϊνό από τον κόσμο προς το Αγιώνυμον Όρος. Όταν φθάσαμε στη Δάφνη, το λιμάνι του Αγίου Όρους, βγήκαμε από το καράβι και πήγα με μερικούς άλλους στη βάρκα, που θα περνούσε από τα δυτικά μοναστήρια ένα-ένα, με τελικό προορισμό μου την Μικρά Αγία Άννα. Όταν μπήκα μέσα στη βάρκα και ξεκινήσαμε από την Δάφνη, για να βρώ τον Γέροντα Ιωσήφ, αμέσως άρχισε ο διαβολικός πόλεμος των λογισμών. Έβλεπα τα μοναστήρια με τα τείχη τους και μου φαίνονταν σαν φυλακές και οι πατέρες σαν εξόριστοι. Μέσα μου έλεγα: «Πως μπορούν και κάνουν αυτοί εδώ; Πως θα τα βγάλης πέρα εσύ; Και που πας τώρα; Πως θα πας εκεί πέρα να κλεισθής μέσα; Αλλοίμονό σου! Γύρνα πίσω». Και μέσα μου να γίνεται μια πάλη κι΄ ένα φοβερό κακό. Δίπλα μου ήταν ένας μοναχός που έψελνε το «Θεοτόκε Παρθένε» αργά και μελωδικά. Αυτός ήταν πανευτυχής, ενώ εγώ έβραζα από τους λογισμούς και την στενοχώρια! Και τον διακόπτω:                                                                                                                                                                        
--Πάτερ, που είναι του Γέροντος Ιωσήφ η καλύβα;                                                                                                   
--Γιατί ρωτάς;                                                                                                                                                             
--Εκεί πάω.                                                                                                                                                                   
–Τι πας να κάνης εσύ εκεί;                                                                                                                                          
--Πάω να γίνω μοναχός. Με κοιτάζει, λοιπόν, από πάνω μέχρι κάτω.                                                                      
–Εκεί θα πας εσύ;                                                                                                                                                         -
-Μάλιστα, λέω, εκεί θα πάω.                                                                                                                                   
–Δεν κάνεις εσύ για ΄κει. Εκεί έχει νηστεία, αγρυπνία και μετάνοιες. Θα σου βγη το χέρι απ΄ τους σταυρούς. Αποκλείεται να πας εκεί. Εσύ είσαι χάλια. Πράγματι, ήμουν και άρρωστος εκείνο τον καιρό. Θέλετε η μεγάλη πείνα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, θέλετε μία ενδημική ελονοσία, που μάστιζε τότε τον Βόλο, θέλετε οι συνεχείς σωματικοί κόποι, για να εξοικονομήσουμε λίγη τροφή, με είχαν εξαντλήσει και ήμουν χάλια. Μόνο προαίρεσι είχα και δύναμι καθόλου. Και τα χέρια και τα πόδια μου να μου βγουν, εγώ θα πάω στον Γέροντα! Που είναι; Δεν μου το δείχνετε;                                                                                                                                      
--Να! Το βλέπεις εκείνο εκεί το βουνό κι΄ εκείνο το καλυβάκι το μικρούτσικο, που ασπρίζει; Εκείνο είναι. Μόλις το κοίταξα, το είδα όλο φως! Και ένοιωσα ελευθερία να το κατακλύζη, και όχι να είναι φυλακή. Και μου έφυγε αμέσως η στενοχώρια. Ήταν το θέλημα του Θεού να πάω εκεί και με αυτό τον τρόπο ήθελε να με πληροφορήση. Τελικά με το ηλιοβασίλεμα, φτάσαμε στο λιμανάκι της Αγίας Άννας. Νέκρα από ανθρώπους, δεν υπήρχε κανείς. Ο Γέροντας δεν ήξερε ότι πήγαινα. Δεν υπήρχαν τα τηλεφωνικά μέσα τότε, για να τον ειδοποιήσουμε. Και ενώ στεκόμουν και σκεπτόμουν τι να κάνω! βλέπω έναν παππούλη μ΄ ένα ντορβαδάκι κι΄ ένα μπαστουνάκι να κατεβαίνη. Ήταν ο πατήρ Αρσένιος. Μόλις τον βλέπω τρέχω, του βάζω στρωτή μετάνοια και του φιλάω το χέρι με ευλάβεια.                                                                                                       
–Ευλογείτε, παππούλη!                                                                                          
–Δεν είσαι συ ο Γιαννάκης από τον Βόλο; με ερωτά.                                                            –Ναι, του λέγω, Γέροντα, αλλά πως με ξέρετε;                                                                                                            
--Α, λέγει, ο Γέροντας Ιωσήφ το ξέρει από τον Τίμιο Πρόδρομο. Του εμφανίσθηκε απόψε και του είπε: «Σου φέρνω ένα προβατάκι, βάλε το στην μάνδρα σου». Μου λέει ο πατήρ Αρσένιος:                                                                                      
--Θα αφήσουμε τον πατέρα Κορνήλιο εδώ, που κατέβηκε μαζί μου, να φυλάη τα πράγματα και εμείς πάμε πάνω στον Γέροντα, γιατί μας περιμένει. Ανηφορήσαμε. Τι αισθήματα! Όση δύναμι κι΄ αν διαθέτη κανείς δεν περιγράφονται. Όταν φτάσαμε πάνω, είχε σχεδόν νυχτώσει. Η καλύβα του Γέροντα ήταν η πιο απομακρυσμένη στην «έρημο» και όλη η πλευρά του βουνού ήταν απρόσιτη. Μόλις πλησιάσαμε στα πρώτα καλύβια, εκεί που ήταν το εκκλησάκι του Τιμίου Προδρόμου μέσα στη σπηλιά, ο πατήρ Αρσένιος χτύπησε ένα σίδηρο, σινιάλο ότι φτάσαμε. Αμέσως χτύπησε και ο Γέροντας το δικό του σινιάλο ότι έλαβε το σήμα, και μπήκε μέσα στην καλύβα του, για να κάνη την αγρυπνία του με την Νοερά προσευχή. Εμείς πήγαμε να ξεκουρασθούμε. Ήταν Σάββατο βράδυ και την επομένη το πρωϊ θα ερχόταν ο παπα-Εφραίμ από τα Κατουνάκια να λειτουργήση. Γι΄ αυτό και μου λέει ο Γερο-Αρσένιος:                                                                           
--Θα έχουμε Λειτουργία.                                                                                                                                                
–Να με σηκώσετε.                                                                                                    
–Αμ, θα σε αφήσουμε να κοιμηθής νομίζεις; Ε, που να ξέρης, ταλαίπωρο, που ήρθες! Τώρα θα σηκώνεσαι. Κοιμήθηκα σε μια «κλούβα», ανάμεσα σε κάτι σανίδια. Εκεί που κοιμόμουν, έβαλε ο διάβολος ένα τρομακτικό όνειρο. Την ώρα που ξύπνησα, ο Γέροντας Ιωσήφ είχε φθάσει στην πόρτα. Ήρθε για την Λειτουργία. Εγώ φώναζα στον ύπνο μου:                                                                                                       
--Φοβάμαι! Θα τρακάρουμε! Ανοίγει το παράθυρο-πόρτα και λέει:                                                                                 
--Παιδί μου, τι έπαθες; Που να ξέρω εγώ πως ήταν ο Γέροντας! Και με απλότητα απάντησα:                                                                                                                
--Πάτερ δεν ξέρω. Σ΄ ένα καράβι είμαστε και μπήκαμε σε μια σπηλιά, για να τρακάρουμε. Εκείνος χαμογέλασε και είπε του Γερο-Αρσένιου:                                                                                                                       
--Το μικρούτσικο τούτο από τώρα το περίλαβαν τα δαιμόνια. Λοιπόν, σήκω! Σήκω!  Έχουμε Λειτουργία. Μόλις σηκώνομαι και μαθαίνω ότι είναι ο Γέροντας, πέφτω κάτω στα πόδια του.                                                                                      
–Την ευχή σου, Γέροντα.                                                                                                                                            
–Έλα, παιδάκι μου, πάμε στη σπηλιά, θα έχουμε Λειτουργία τώρα. Το εκκλησάκι ήταν τόσο μικρό, ώστε το στασίδι του Γέροντος ακουμπούσε σχεδόν το τέμπλο. Μέσα επικρατούσε ένα κατανυκτικό σκοτάδι, με το μόνο φως από τα καντήλια των εικόνων. Δύο στασίδια και στη μέση κενό. Εμένα με έβαλαν στη μέση. Κι΄ εκεί μέσα στο ελάχιστο εκείνο φως γνώρισεν η ψυχή μου με το δικό της τρόπο την φωτεινή φυσιογνωμία του αγίου Γέροντός μου. Ήταν κοντός στο ανάστημα, με μέτρια σωματική διάπλασι και είχε μεγάλα, ειρηνικά, γαλανά μάτια. Τα πρώην καστανά μαλλιά του είχαν γίνει γκρίζα, αφού ήταν 50 ετών τότε. Παρ΄ ότι που δεν φρόντιζε να χτενίζεται, να κόβη τα νύχια του, δηλαδή να περιποιήται το σώμα του, εν τούτοις η παρουσία του είχε μια παράξενη χάρι, κάτι το επιφανές και ένδοξο, που θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για βασιλιά! Αφού δεν πλενόταν ποτέ, μερικοί επισκέπτες περίμεναν να μυρίζη, αλλά τους έκανε εντύπωσι πως όχι μόνο δεν μύριζε, αλλά είχε και μια λεπτή ευωδία. Αυτό ήταν κάτι το υπερφυσικό, αφού πάντα δούλευε σκληρά και ίδρωνε πάρα πολύ. Το παρουσιαστικό του ήταν γλυκύτατο. Μόλις τον έβλεπες, γαλήνευες. Όπως ήταν το εξωτερικό του ειρηνικό, έτσι ήταν και το εσωτερικό του. Το πρόσωπό του ήταν ιλαρό. Και στην εκκλησία λέγοντας το «Κύριε ελέησον» ήταν γλυκύφωνος. Κι΄ έλεγε έναν Απόστολο! Θαύμα! Πολύ καλλίφωνος. Και όταν εμείς εκτρεπώμεθα, αυτός μας έδινε τον ήχο στην Λειτουργία. Αυτός δεν τα έχανε. Όταν καμμιά φορά μας φώναζε να μας μαζέψη ή να μας πη κάτι, έλεγα μέσα μου «θα σβήση αυτή η φωνή;» Αλλά συνήθως μιλούσε μαλακά. Πριν ξεκινήσει η Λειτουργία, μου φόρεσαν ένα ζωστικάκι με τόσα μπαλώματα, που δεν ήξερε κανείς ποιο ήταν το αρχικό ύφασμα. Ήταν πέντε κιλά από τα μπαλώματα και από την απλυσιά. Αλλά εγώ το φόρεσα και νόμιζα ότι ήταν κάτι το πολύ ένδοξο, το πολύ λαμπρό, το πολύ βασιλικό. Είχα τόση χαρά που ούτε βασιλιάς με βασιλική πορφύρα δεν είχε! Μου δίνουν κι΄ ένα σκουφάκι που ήταν σκληρό σαν μουσαμάς από την απλυσιά και αντί για ζώνη ένα λουρί στη μέση.                                                                               
–Κάτσε εδώ τώρα, μου λέει ο Γέροντας. Μου δίνει και ένα ρασάκι της αγιασμένης Γερόντισσας Θεοδώρας, που ήδη είχε κοιμηθή και ευωδίαζε. Εκείνη την στιγμή βγήκε ο παπα-Εφραίμ να πάρη καιρό για την Λειτουργία και μόλις με είδε μου λέει:                                                                                                                                  
--Γιατί το φόρεσες το ράσο; Βγάλ΄ το γρήγορα! Μάλλον θα νόμισε ότι αυθαίρετα το φόρεσα, διότι δεν είχα ούτε εικοσιτέσσερεις ώρες συμπληρώσει στη συνοδεία. Και του λέει ο Γέροντας:                                                                                               
--Ας το καλογεράκι, παπά. Κάτσε ήσυχα. Για να το κοιτάξουμε λίγο! Εγώ τότε μόλις έβγαζα μουστάκι. Και συνεχίζει ο Γέροντας:                                                                                                                                                 
--Α, εντάξει, κάνει για παπάς. Είδες που περίμενα εγώ ένα καλογέρι, για να έχουμε παπά; Να το, ήρθε και θα του κάνουμε και μια ωραία στολή, όταν το χειροτονήσουμε! Αφού καλά-καλά δεν μιλήσαμε, ήξερε ότι μπορώ να γίνω παπάς! Και χαιρόταν ότι θα έχη κάτι δικό του, γιατί τον παπα-Εφραίμ πολλές φορές δεν τον άφηνε ο πατήρ Νικηφόρος να έρχεται. Η πρώτη μου Λειτουργία σε αγιορείτικο παρεκκλήσι είχε κάτι το μυσταγωγικό. Η γλυκειά μορφή του Γέροντος, η απαλή ψαλμωδία, το κατανυκτικό σκοτάδι, το ιλαρό φως των καντηλιών, η ευωδία του θυμιάματος και των κεριών, όλα συντελούσαν στην πνευματική μας ανάτασι. Μόλις τελείωσε η θεία Λειτουργία, το πρωϊ, βγήκαμε έξω από το εκκλησάκι.                                                                                                               
–Άντε, πάμε να πιούμε κάτι, να φας και κάτι, γιατί τώρα όλα αυτά που έφερες θα τα κουβαλήσης στην πλάτη σου. Γέμισα μια βάρκα πράγματα που ο κόσμος μου έδωσε. Επειδή όλα τα πνευματικοπαίδια του πατρός Εφραίμ ήξεραν πως θα πήγαινα στον Γέροντα Ιωσήφ, μου έδωσαν σιτάρι, τρόφιμα και διάφορα πράγματα σαν δώρα. Και όλα αυτά έπρεπε να τα κουβαλήσουμε με το δίχτυ στην πλάτη! Πριν ξεκινήσουμε, μας έδωσε για πρωϊνό, τσάϊ από δεντρολίβανο, παξιμάδι σκουληκιασμένο, από τον καιρό του Νώε, κι΄ ένα τυρί που μήτε με το σκεπάρνι δεν το έκοβες! Πέτρα, ξεβουτυριασμένο και σκουληκιασμένο!                                                        
–Φάε, καλογέρι μου, φάε γιατί θα κουβαλήσης. Δεν μπορούσα να φάω, γιατί μέσα στο καϊκι έκανα εμέτους από την θαλασσοταραχή.                                                                                                                                          
–Δεν θέλω να φάω, γιατί το στομάχι μου!!!                                                                                                                       
–Φάε, φάε, γιατί θα κουβαλήσης τώρα. Ενώ έτρωγα, με κοιτούσε ο Γέροντας. Είδε πόσο αδύνατος ήμουν και μου λέει:                                                                                                                                                                       
--Μα, εσύ ψυχή δεν έχεις;                                                                                                                                               --Μη κοιτάζετε, Γέροντα, απ΄ έξω, μέσα να κοιτάζετε, που θέλω τον Χριστόν να δουλεύω. Μόλις φάγαμε μου λέει:                                                                                                                                                                                      
--Πάρε τον ντορβά τώρα, πάρε και την μαγκούρα και τραβάτε να κουβαλήσετε. Εγώ δεν ήξερα τίποτα, ούτε να φορτωθώ ούτε να περπατήσω στα κακοτράχαλα βουνά. Ήμουν και σκέτος σκελετός από τα συνεχή δέκατα.                                                                                                                                                                         
–Εγώ θα τα κουβαλήσω;                                                                                                                                                 
--Εσύ!                                                                                                                         
–Να΄ ναι ευλογημένο. Και από το πρωϊ άρχισε η αχθοφορία, από την θάλασσα στο βουνό ανεβαίνοντας πελεκητά σκαλοπάτια, με το φόρτωμα στην πλάτη. Όταν τελειώσαμε με το καλό, λέει ο Γέροντας:                                                                                                                                                                       
--Μη νομίζης ότι θα κοιμηθής το βράδυ. Έχουμε αγρυπνία! Κοιμόμαστε το απόγευμα δύο-τρεις ώρες και μετά κάνουμε οκτώ με δέκα ώρες αγρυπνία, κομποσχοίνι, μετάνοιες και μελέτη. Θα κάνης καμμιά πεντακοσαριά μετάνοιες και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε. Θα είναι η πρώτη δόσι αυτή. αν τυχόν ζαλιστής, έλα να με βρης πέρα στην καλύβα μου. Κι΄ άρχισα, λοιπόν, κάθε βράδυ αγρυπνία. Επειδή πολεμιόμουν από τον ύπνο, πήγαινα στον Γέροντα κάθε νύκτα. Και όταν αυτός έβγαινε από το κελλί του, μετά την προσευχή του, καθόταν και με δίδασκε κι εγώ με ιδιαίτερη προσοχή και ευλάβεια τον άκουγα.

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλή αλλαγή στους πλανεμένους από το παλαιοημερολογίτικο πλανεμένο πνεύμα!!!!

Με τις μεσιτίες του Ευλογημένου Γέροντος Εφραίμ!!!

Silver είπε...

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Καλή αλλαγή στους πλανεμένους από το παλαιοημερολογίτικο πλανεμένο πνεύμα!!!!
Με τις μεσιτίες του Ευλογημένου Γέροντος Εφραίμ!!!

Έχεις ελέγξει αν αυτή η σιγουριά σου είναι από τον Κύριο ή από τον παμμίαρο;

Silver είπε...

Αυτό, γι' αυτούς που βάζουν καταιγιστικώς εναντίον των αδελφών μας του Πάτριου:

Εκείνο τον καιρό, ο πατήρ Ανατόλιος γνωρίστηκε με έναν ευλαβέστατο ιεροδιάκονο, τον πατέρα Βασίλειο (1883-1966), τον μετέπειτα φημισμένο Γέροντα Ιερώνυμο της Αιγίνης. Αυτός ήταν μεγάλη μορφή και πολύ ενάρετος, άνθρωπος με πολλή προσευχή. Κατήγετο δε και αυτός από τα μέρη της ανατολής, από την Γκέλβερη της Καπαδοκίας. Με την κοινή αγάπη τους για Νοερά προσευχή και πνευματική ζωή, οι δύο άνδρες πολύ σύντομα συνδέθηκαν με στενή πνευματική φιλία. Ο πατήρ Βασίλειος εντυπωσιάστηκε με τον βαθύ πόθο και την ακόρεστη δίψα για προσευχή του πατρός Ανατολίου. Έτσι τα βράδυα, μετά τα διακονήματά τους και τις ακολουθίες, συναντιόντουσαν και συζητούσαν διάφορα πνευματικά θέματα και προσεύχονταν μαζί με την «κατανυκτική ευχή» για ώρες ολόκληρες. Και οι δύο θεώρησαν την συνάντησί τους αυτή ευλογημένη συγκυρία. Εν τω μεταξύ, η μικρότερη αδελφή του είχε γίνει μοναχή σε ηλικία 16 χρονών στην Ιερά Μονή Θεοσκεπάστου του Πόντου, μετονομασθείσα Ευπραξία. Πυρουμένη από θείο ζήλο, ήλθε στα προσκυνήματα του Σωτήρος, στα Ιεροσόλυμα. Αφού λοιπόν συναντήθηκαν τα δύο αδέλφια, ο πατήρ Ανατόλιος αμέσως της αποκάλυψε αυτόν τον θησαυρό, τον πατέρα Βασίλειο, για να απολαύση κι’ αυτή τις σοφές διδασκαλίες του γύρω από την προσευχή. Ο σοφός ηγούμενος της Μονής επέτρεψε στην μοναχή Ευπραξία να παραμείνη στον ξενώνα της Μονής για μία εβδομάδα. Στο διάστημα αυτό μαζεύονταν οι τρεις τους κάθε βράδυ και ο πατήρ Βασίλειος τους δίδασκε την «κατανυκτική ευχή» μέχρι τα μεσάνυκτα. Η μοναχή Ευπραξία, πραγματικά οσία ψυχή, τόσο εντυπωσιάσθηκε από τις διδασκαλίες και την ενάρετη ζωή του πατρός Βασιλείου, που τον έκανε Γέροντά της. Και όταν αργότερα, ο πατήρ Βασίλειος κατέληξε στην Αίγινα, πήγε εκεί και αυτή και τον υπηρέτησε για 47 ολόκληρα έτη. Μάλιστα, μετά την κοίμησι του αγαπητού της Γέροντα, η τρισευλογημένη Γερόντισσα αξιώθηκε να τον δη αρκετές φορές «εν οράματι»......

Ανώνυμος είπε...

Για τους παλαιοημερολογίτες εκείνους που βάζουν καταιγιστικώς για τους Ορθόδοξους Αντιοικουμενιστές που αποκαλύπτουν την παλαιοημερολογίτικη πλάνη, δεν θα βάλεις τίποτα;;;;
Καμία ανάρτηση;;;; Γιατί τέτοια μεροληψία;;;

The Cave Dweller είπε...

Προς τους σχισματο-αιρετικους Νγτες που λένε πλανεμένο τον κ. Κώστα :

Ποιον μνημονεύουν στα μοναστήρια του Εφραίμ??? Δυστυχώς....

Silver είπε...

Ανώνυμος είπε...
Για εκείνους που βάζουν καταιγιστικώς για τους Ορθόδοξους Αντιοικουμενιστές που αποκαλύπτουν την οικουμενιστικήν πλάνην αλλά κοινωνούν με τους οικουμενιστές, δεν θα βάλεις τίποτα;;;;
Καμία ανάρτηση;;;; Γιατί τέτοια μεροληψία;;;


Ιδού ανάρτηση από τον αντι-οικουμενιστή π. Τρικαμηνά για σένα!!!

π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς : θεωρία τοῦ βολέματος καί τοῦ χαρτοπολέμου

… Διά νά μήν συμμετέχη στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπάρχει ἕνας καί μοναδικός τρόπος ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τούς ἁγίους Πατέρες παραδεδομένος, ἡ ἀποτείχισις. Οἱ Ἀντιοικουμενιστές ὅμως δυστυχῶς ἔχουν ἐφεύρει σήμερα καί ἄλλον τρόπο, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι δύνασαι νά μήν συμμετέχης στήν αἵρεσι, ἐνῶ εἶσαι ἐνσωματωμένος ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς, ἀρκεῖ νά ἔχης Ὀρθόδοξο φρόνημα. Πρόκειται δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια γιά τήν θεωρία τοῦ βολέματος καί τοῦ χαρτοπολέμου, τήν ὁποία πολλάκις ἔχουμε ἐπισημάνει.

Ανώνυμος είπε...

Πλανεμένε Παλαιοημερολογίτη Κυριάκο Βαρβέρη άφησε τις υπεκφυγές και την παλαιοημερολογίτικη πλάνη και επέστρεψε στην Εκκλησία και μην γίνεσαι αγιομάχος!!!!

Ανώνυμος είπε...

Κώστα είναι Πλανεμένη η άποψη του π. Τρικαμηνά για την υποχρεωτική αποτείχιση!!!

Σωστά τα λέει ο π. Τρικαμηνάς για την παλαιοημερολογίτικη πλάνη!!!