Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΕΛΠΙΔΑ - Προσεγγίζοντες τό Σταυρο-αναστάσιμον Πάσχα

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Φιοράκη
Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀποτελεῖ τήν καρδιά ὅλων τῶν ἑβδομάδων τοῦ χρόνου. Καί αὐτό δέν εἶναι ἁπλά ἕνα σχῆμα λόγου, ἀλλά εἶναι ἡ πραγματικότητα τῶν γεγονότων πού φανερώνει. Ἡ χρονική της διάρκεια εἶναι ἡ ἴδια μὲ αὐτὴ τῶν ἄλλων, διαφέρει μονάχα στό λειτουργικό χρόνο, μιά καί ὅσα συνέβησαν σέ κάποια ὁρισμένη στιγμή εἶναι τόσο μεγάλα καί ἱερά, πού ξεπερνοῦν τή χρονικότητα. Δέν ἀποτελοῦν ἱστορικές ἀναμνήσεις, ἀλλά γίνονται διαρκῶς παρόντα και εἰσβάλλουν στήν αἰωνιότητα. Τά γεγονότα πού φανερώνει εἶναι ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέσα ἀπό τή Μεγαλοβδομάδα βιώνουμε τό Σταυροαναστάσιμο γεγονός, τό ὁποῖο εἶναι διαρκῶς παρόν καί προσφέρεται μέσα ἀπ΄ αὐτό δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά βρεῖ πάλι τή δόξα καί μακαριότητα ἀπό τήν ὁποία ξέπεσε ἐξαιτίας τῆς τραγικῆς πτώσεώς του.
Βέβαια ὅλοι μας ἐπηρεασμένοι ἀπό τή πεζή πραγματικότητα, ἀπό τή μονοτονία τῆς καθημερινότητας, ἀπό τήν προβληματική τῆς παγκόσμιας οἰκονομίας, ἀπό τον βομβαρδισμό τῶν πολυειδῶν εἰδήσεων ἀπό τά ΜΜΕ, ἀπό τόν ἀτομοκεντρισμό καί τή χρησιμοθηρία πού ὅλοι μας ἐπιδιώκουμε, διαβρώσαμε τά πνευματικά μας αἰσθητήρια καί δέν ἀντιλαμβανόμαστε ἤ ἔστω πολύ μειωμένα καταλαβαίνουμε τά λειτουργικά δρώμενα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, καί τά ὁποῖα εἶναι τά μοναδικά πού παρέχουν ἐλπίδα στό ἀπελπισμένο κόσμο μας, τό πρόβλημα τοῦ ὁποίου τελικά εἶναι ὁ θάνατος. Ψάχνει νά ζήσει μέ καλοπέραση σʼ αὐτή τη ζωή. Ἀναζητεῖ θωρακίσεις πού θα τόν κάνουν ξέγνοιαστο. «Ἐξαντλεῖστε τά περιθώρια, ἀγγίξτε τά ὅριά σας, ζῆστε τή ζωή σας», ἔτσι μᾶς προτρέπουν κάποιοι ἀπό τούς ἀπελπισμένους τοῦ κόσμου, πού δέ θέλησαν νά τούς ἀγγίξει ἡ Ἀναστάσιμη ἐλπίδα. Πρίν λίγες ἡμέρες μάλιστα ἐπισκέφθηκε τήν Ἀθήνα κάποιος διάσημος ψυχοθεραπευτής, πού μέσα ἀπό μιά διάλεξη θέλησε νά ξεδιαλύνει τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου. Ὅπως λέει τό σχετικό ρεπορτάζ περισσότεροι ἀπό 2000 ἄνθρωποι ἔτρεξαν νά μάθουν κάτι γιά τό θάνατο. Μεταξύ κάποιων γενικεύσεών του ὁ ὁμιλητής τούς εἶπε, πώς «ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν θρησκειῶν. Ὅλα τά θρησκεύματα πού γνωρίζω προσφέρουν ἕνα εἶδος ἀθανασίας, ἀνακουφίζοντας ἐπιπόλαια τίς φοβίες μας» τόνισε. Τέτοιου εἴδους γενικεύσεις παρουσίασε στό ἀπελπισμένο του ἀκροατήριο. Πολλοί ὅμως ἀπό τούς ἀκροατές του, ἦταν ἀσφαλῶς βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅμως ὅλοι αὐτοί ποτέ δέν θέλησαν να ἀγγίξουν τήν Ἀναστάσιμη ἐλπίδα καί ἀρκέστηκαν στή ζωή τους να ζοῦν στήν ἀμφιβολία καί τόν σκεπτικισμό ἀφοῦ ὅλη ἡ γνώση τους γιά τήν πίστη τους στάθηκε σέ κάποιες γενικόλογες ἀναφορές γύρω ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι αὐτοί δέν μπόρεσαν ἤ δέ θέλησαν νά εἰσδύσουν στό γεγονός πού κόμισε ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ὅλοι αὐτοί ἴσως νάχουν ψελλίσει καί μιά φορά τό χρόνο, τό Πάσχα, τό «Χριστός ἀνέστη», ἔτσι γιά τό καλό, δέν καταπιάστηκαν ποτέ στή ζωή τους με τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως «Χριστός ἀνέστη!» δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι μιά λέξη, πού τήν ψελλίζουμε γιά τό καλό! Εἶναι μια κραυγή βεβαιότητος, πού μᾶς προσκαλεῖ σʼ ἕνα γιορτασμό. Στη γιορτή τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. Τό Χριστός ἀνέστη! θά πεῖ χαιρετισμός, κλήση σέ κοινή χαρά, κλήση σέ σχέση μέ τόν ἄλλο καί το Θεό, σχέση πού ξεπηδᾶ ἀπό τό βάθος τοῦ εἶναι μας. Ἄν δέν μετέχουμε σʼ αὐτή τή χαρά, τουλάχιστον νά ἔχουμε σωστή πληροφόρηση, νά μάθουμε γιατί κάποιοι ἄλλοι χαίρονται μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Xριστοῦ. Nά τό μάθουμε ἔστω μέ σχετικά καί ἀνεπαρκῆ, ἀλλά ἐνδεικτικά νοήματα. Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτά ἐμφανίζονται μέσα ἀπό τό λειτουργικό πλαίσιο τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, χρειάζεται προπάντων καρδιακή εὐαισθητοποίηση, τό ξύπνημα τῆς καρδιᾶς μας. Καί μόνο τότε μποροῦμε νά ἀγγίξουμε τίς ὑπερκόσμιες προοπτικές πού διάνοιξαν. Ὁ Σταυρός ἐκφράζει τή θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ὑπέρ τῆς κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας». Τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού ἔρρευσε πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, μεταγγίζει ἀπό τότε καί στούς αἰῶνες τήν «ὄντως» (=πραγματική) ζωή στή φθαρτή μας ὑπόσταση. Ἀπό τότε τά γεγονότα πού λειτούργησε ὁ Κύριός μας: βραδυά τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τή φρικτή καθήλωση στο ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τῆς ταφῆς και τοῦ ἀπροσπελάστου στή νόηση «σημείου» τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, δωρίζει τήν προσφορά τῆς ζωῆς σʼ ὅλους ἐμᾶς. Πῶς; μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού ζωοποιεῖ ὅσους γεύονται τήν ὑπερούσια τροφή, πού προσφέρεται μέσα ἀπό τά ἁπλά εἴδη τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου καί οἴνου. «Τοῦτό μού ἐστι τό Σῶμα... τοῦτό ἐστι τό Αἷμά μου» κατά τήν ἀδιάψευστη βεβαίωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ θρίαμβος κατά τοῦ θανάτου, «τοῦ θανάτου τό βασίλειον λύει δέ, καί τοῦ ᾅδου τούς νεκρούς ἐξανιστᾷ». Μέ τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Χριστός «μᾶς καταδικάζει στήν ἀθανασία» κατά τήν ἔκφραση ἑνός ὁσίου ἀνθρώπου τῶν ἡμερῶν μας, τοῦ μακαριστοῦ πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς. Συγκλονιστικά τά φανερώματα ἀπό τήν ἀδιάκοπη ροή τῶν κοσμοσωτηρίων γεγονότων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Νά σταθοῦμε ὅμως σέ δύο σημεῖα ἀπό τά πολλά πού φανερώνονται σʼ αὐτήν. Ἀξίζει νά σταθοῦμε μόνο σέ δυό ἀπʼ αὐτά. Τό ἕνα τό παίρνουμε ἀπό τά ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου Ὕμνου· εἶναι τό πασί γνωστο καί πολυαγαπημένο σ' ὅλους μας: «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδει σου τό κάλλος». Ὁ ὕμνος αὐτός, γλυκός καί ἀγαπητός, παρμένος ἀπό τή μοναδική σύνθεση τοῦ Ἐπιταφίου Θρήνου, δείχνει τή θεομητορική ὀδύνη μπροστά στή σωματική νέκρωση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, πού κείτεται νεκρή στήν ὀμορφιά τῆς ἀνθισμένης νιότης της, πού ξαφνικά τήν καταβάλλει ἡ φρίκη τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ κακός σύντροφος, ὁ θλιβερός συνοδοιπόρος τῆς ζωῆς, πού ἀναπάντεχα ἁρπάζει ἀδιάκριτα νέους καί ἡλικιωμένους. Καί γιά μέν τούς μεγάλους στήν ἡλικία μετά τό ξάφνιασμα τῆς θανατικῆς ἐπισκέψεως, τόν δεχόμαστε, εἶναι ὁ ἀπαράτρεπτος νόμος τῆς φθορᾶς τοῦ βιολογικοῦ μας κύκλου. Γιά τό νέο ὅμως ἄνθρωπο; Τί νά ποῦμε; Τότε ἐπαναστατεῖ ἡ καρδιά μας, καί ἐπαναλαμβάνει μυριάκις, τό ἀναπάντητο γιατί... Ὁ θάνατος δέν ἔπαψε νά εἶναι ὁ πιό βασανιστικός ἐφιάλτης τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἆραγε τό ὁριστικό τέλος; Ἡ ταφόπετρα βάζει τελεία καί παῦλα στήν πορεία μας; Ὑπάρχει συνέχεια στή ζωή; Ἄν δέν ὑπάρχει τίποτα μετά ἀπ' αὐτόν, ὅπως προκλητικά διατυπώνουν κάποια στόματα τῶν θεωρητικῶν τῆς ἀθεϊστικῆς φιλοσοφίας παλαιᾶς καί σύγχρονης, καί πού ὑποδαυλίζει τό ὑλιστικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, τότε μάταιος ὁ κόπος καί ὁ μόχθος πού καταβάλλεται καθημερινά ἀπό τό μόνο λογικό ὄν τῆς δημιουργίας. Τότε δέν ἔχει νόημα νά ἀγωνιζόμαστε, νά προσπαθοῦμε γιά βελτιώσεις, ὅταν ὅλη ἡ βιολογική μας ὑπόσταση εἶναι δίχως νόημα καί σκοπό, ἀφοῦ εἴμαστε καταδικασμένοι νά πεθάνουμε μέσα σʼ ἕνα καθορισμένο χρονικό ὅριο, πού δέν ξεπερνᾶ κατά μέσο ὅρο τά ἑβδομήντα πέντε χρόνια. Ὅμως στήν ἀπελπισία τοῦ στοχασμοῦ ἀκούγεται μιά νέα προοπτική. Τραγουδοῦμε τόν ἄλλο ὕμνο πού ἀποτελεῖ τόν παιάνα ὅλων τῶν πιστῶν. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τόν ἐπαναλαμβάνουμε ἀρκετές φορές, ἴσαμε ἑκατό την ἀναστάσιμη βραδυά, ἀλλά και ὅλη τή Διακαινήσιμη Ἑβδομάδα εἶναι τό, «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος». Ὁ ὕμνος αὐτός μᾶς δίνει τή βεβαιότητα, τήν ἀπάντηση στό γιατί τοῦ θανάτου. Ὅτι δηλαδή τό βιολογικό τέλος δέν εἶναι ἡ ὁριστική ἀπώλεια τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀφοῦ μέσα ἀπʼ αὐτόν (θάνατο) ὁδεύουμε σέ μιά ἄλλη ζωή. Ὁ ὕμνος αὐτός εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου «Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Αʼ Κορ. 15, 20). Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δίνει ἄλλη προοπτική στήν ἀπελπισία τοῦ θανάτου. Ὁ βιολογικός θάνατος μας γίνεται «ἡ ἀπαρχή ἄλλης αἰωνίου βιοτῆς». Αὐτό μᾶς βεβαιώνει ὁ Χριστός πού νεκρώθηκε, ἀλλά μέ τό θάνατό του συνέτριψε «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. 2, 14) «θανάτῳ θάνατον πατήσας» και ἀναστήθηκε. Γεύθηκε τήν πικρία τοῦ θανάτου καί μᾶς δώρισε τη γλύκα τῆς ζωῆς. Μέσα ἀπό τόν ὕμνο τραγουδοῦμε τήν ἀπάντηση στήν πρόκληση τοῦ θανάτου, ἀφοῦ διαλαλοῦμε τόσο ἁπλά, καί μέ ἀκράδαντη βεβαιότητα τή νίκη τῆς ζωῆς πάνω του, μιά νίκη πού μᾶς χαρίστηκε ἀπό τό Χριστό μέσα ἀπό το Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του. Ὁ ἁπλός αὐτός ὕμνος ἀποτελεῖ τήν ἀπάντηση στό γιατί, στή φρίκη καί τή θέα τοῦ θανάτου: «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν... εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμέν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν» (Α' Κορ. 15, 16, 19). Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας δηλώνει τελεσίδικα, ὅτι ἡ βιολογική μας κατάληξη, ὁ θάνατος, δέν εἶναι τό ὁριστικό μας τέλος, ἀλλά ἡ ἀρχή μιᾶς ἄλλης ζωῆς. Ἡ νέα καί ὁριστική γέννησή μας στήν ὄντως ζωή. Καί ὅπως ὁ θάνατος δέν μπόρεσε νά κρατήσει τόν ἀρχηγό τῆς Ζωῆς, τό ἴδιο δέν μπορεῖ νά κρατήσει καί ἐκείνους, πού μέ τό βάπτισμά τους συσσωματώθηκαν στό σταυρωμένο καί ἀναστημένο Του, καί διατηροῦν ἐνεργή τή συνάφεια μέ αὐτό. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ τήν καθολική ἀνθρωπίνη φύση στήν ἀθανασία. Πρίν ἀπ' τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἀποτελοῦσε φρικιαστική ἐμπειρία γιά τόν ἄνθρωπο, μετά τήν Ἀνάσταση ὁ ἄνθρωπος γίνεται φοβερός γιά τό θάνατο. Ὁ θάνατος μετατρέπεται σέ ἐπεισόδιο. Ὅταν ἔρχεται τό βιολογικό μας τέλος ἁπλά ἀφίνουμε ὅπως τό ἔνδυμά μας, τό φθαρτό τῆς ὑπάρξεώς μας, γιά νά τό ξαναντυθοῦμε σέ νέα μορφή, αὐτή τῆς ἀφθαρσίας, ὅπως τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς, καί ὄχι μόνο ἀλλά «πάσχει ὡς θνητός καί διά πάθους τό θνητόν ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν, ὁ μόνος εὐλογητός τῶν πατέρων Θεός καί ὑπερένδοξος» (εἱρμός Ζ´ Ὠδῆς Κανόνος τοῦ Πάσχα). Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία προτείνει σʼ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν γενεῶν, στό σύγχρονο ἄνθρωπο, τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, σάν τή μοναδική ἀπάντηση στήν ὑπαρξιακή του ἀγωνία. Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ὁ Πρῶτος καί ὁ Μοναδικός, πού γεφύρωσε τό χάσμα, πού δημιούργησε ἡ ἁμαρτία μεταξύ χρόνου καί αἰωνιότητος, ἀνθρώπου καί Θεοῦ, ἀλλά καί μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λοιπῶν ὄντων, καί ἀποκατέστησε τήν τάξη πού διασαλεύθηκε μέ την προπατορική ἐπιλογή. Kάπως ἔτσι (ἐδῶ ἄτεχνα καί τηλεγραφικά) λειτουργήσαμε την πληροφορία τοῦ γεγονότος. Ἡ ἀνάσταση, ἡ νίκη καταπάνω στο θάνατο, εἶναι συνάρτηση «τρόπου τῆς ὑπάρξεως». Tρόπου να πραγματώνεται ἡ ὕπαρξη ὡς ἐλευθερία ἀπό κάθε ἀτομοκεντρική σκοπιμότητα. Σʼ αὐτό τόν τρόπο καλεῖ ὁ χαιρετισμός, ἀναφώνημα γιορταστικῆς βεβαιότητας, τῆς Ἀναστάσιμης ἐλπίδας, το «Xριστός ἀνέστη!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: