Τη Κ΄ (20η) Μαρτίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΜΥΡΩΝ ο Κρής, ο μαρτυρήσας εν Κρήτη κατά το έτος 1793, αγχόνη τελειούται.

Μύρων ο ένδοξος του Χριστού Μάρτυς κατήγετο από το Μέγα Κάστρον της Κρήτης, το επονομαζόμενον Κάντια, ευσεβών και ευγενών γονέων υιός υπάρχων, του οποίου ο πατήρ ωνομάζετο Δημήτριος. Ήτο δε παιδιόθεν, ο αοίδιμος, αγαθής προαιρέσεως και ηγάπα εκ φύσεως τα χρηστά και κόσμια ήθη, ήτο δε επίσης εραστής της παρθενίας και σωφροσύνης και, απλώς ειπείν, εκ νεαράς ηλικίας είχε καθ’ υπερβολήν φρονήματα γέροντος.
Ήτο δε και κατά την όψιν πολύ ωραίος και ευειδής. Μαθών δε ο μακάριος την ραπτικήν τέχνην, εκάθητο εις το εργαστήριόν του και ειργάζετο με πολλήν σεμνότητα και ευταξίαν. Οι δε Αγαρηνοί, οίτινες ήσαν γείτονες εις το εργαστήριόν του, εζήτουν πάντοτε να έχουν συναναστροφήν με αυτόν· αλλ’ ο νέος εκάθητο σοβαρός και ήσυχος αποστρεφόμενος την συναναστροφήν και συνομιλίαν εκείνων. Όθεν μη υποφέροντες να βλέπουν εις τοιούτον ωραίον νέον τοιαύτην σωφροσύνην, σεμνότητα και φρόνησιν, ησθάνοντο μέγαν φθόνον κατ’ αυτού και εσκέπτοντο πως να τον κάμουν να αρνηθή την Πίστιν τού Χριστού και να γίνη Τούρκος. Μίαν των ημερών λοιπόν, τι μηχανεύονται οι επάρατοι; Ευρίσκουν παίδα τινά Τούρκον (Εν τω περιοδικώ «Χρυσαλλίς» των Αθηνών τόμ. Δ΄ 1836, σελ. 208 και εφεξ. Και εν τη Ιστορία του κατά την νήσον Κρήτην πολέμου, υπό Ζαχαρίου Πρακτικίδου, γράφεται και το όνομα του παιδός τούτου, Τζιφτόγλου καλουμένου, έτι δε και το οικτρόν τέλος αυτού επισυμβάν τη 13η Αυγούστου 1821), και πείθουσιν αυτόν να είπη, ότι ο νέος Μύρων τον εβίασεν εις την αισχράν πράξιν της αμαρτίας. Ταύτην λοιπόν την συκοφαντίαν πλάσαντες κατά του Αγίου, αρπάζουσιν αυτόν με μεγάλην μανίαν και τον οδηγούν εις τον κριτήν, φωνάζοντες και καταμαρτυρούντες ψευδώς, ότι απετόλμησε να βιάση παίδα Τούρκον. Ο δε κριτής ηρώτησε τον νέον, αν έχωνται αληθείας αυτά τα οποία εκείνοι εμαρτύρουν. Τότε ο Άγιος απεκρίθη, ότι αδίκως και ψευδώς τον κατηγορούν, επειδή αυτός τοιούτον πράγμα ποτέ δεν έκαμεν, αλλ’ ούτε εγνώριζε τίποτε περί τούτου. Οι δε συκοφάνται ίσταντο επί ποδός φωνάζοντες, ότι αληθώς τούτο εποίησε και ότι ή πρέπει να γίνη Τούρκος δια να απαλλαγή, ή μέλλει να υποστή ποινήν θανάτου. Ταύτα ακούσας ο κριτής είπεν εις τον Άγιον να κάμη εν εκ των δύο· ή να γίνη Τούρκος, ή να θανατωθή. Ο δε του Χριστού Μάρτυς απεκρίθη, με παρρησίαν, ότι δεν αρνείται ποτέ την Πίστιν του και το όνομα του Χριστού, αλλά είναι έτοιμος να δεχθή όσας τιμωρίας και αν του κάμουν δια την αγάπην Του και ότι Χριστιανός εγεννήθη και Χριστιανός θέλει να αποθάνη. Τότε ο κριτής, ως ήκουσε ταύτα, επρόσταξε και του έδωσαν αρκετούς ραβδισμούς, έπειτα δε τον έρριψαν εις την φυλακήν, μέχρις ότου εξετασθή δια δευτέραν φοράν. Ο δε Μάρτυς ίστατο γενναίως εις όλα ταύτα, χωρίς να φοβηθή ή να φανερώση εις το πρόσωπον καμμίαν αλλοίωσιν. Ωδηγήθη λοιπόν ο Άγιος πάλιν εις το δικαστήριον και πάλιν οι αυτοί μάρτυρες ίσταντο καταμαρτυρούντες. Ο δε κριτής υπέσχετο εις τον Μάρτυρα, ότι θέλει προσφέρει εις αυτόν πολλάς τιμάς και δωρήματα, αν υπακούση και γίνη Τούρκος· εάν δε παρακούση, θέλει τον καταδικάση εις επώδυνον θάνατον. Τινές δε εκ των εκεί παρεστώτων έλεγον εις τον Άγιον· «Λυπήσου, ω νέε, το κάλλος σου και ελθέ εις την πίστιν μας, δια να απολαύσης ζωήν ευτυχή και ένδοξον». Αλλ’ ο Αθλητής του Χριστού εις ουδέν τούτων έδιδε προσοχήν και ίστατο άκαμπτος, φωνάζων ότι ουδέν αλλάζει την Πίστιν του, αλλά θέλει να αποθάνη Χριστιανός. Όθεν, βλέπων ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν του θανάτου. Οδηγούμενος δε ο Μάρτυς εις τον τόπον της καταδίκης, ο οποίος ήτο έξω του Κάστρου, όσους Χριστιανούς απήντα καθ’ οδόν τους εχαιρέτα λέγων· «Συγχωρείτε μοι, αδελφοί, και ο Θεός να σας συγχωρήση». Ηκολούθει δε και ο πατήρ του Αγίου, κλαίων και οδυρόμενος δια τον θάνατον του υιού του. όταν έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον, ο Μάρτυς εζήτησεν άδειαν και επλησίασε τον πατέρα του και πεσών κατεφίλησε τους πόδας του και τας χείρας του, λαβών δε την ευχήν και παρηγορήσας αυτόν να μη λυπήται δια τον θάνατόν του, διότι αδίκως και ψευδώς κατηγορήθη, επανήλθεν εις τους δημίους, ειπών εις αυτούς να εκτελέσουν το πρόσταγμα όπου έλαβον· εκείνοι τότε τυλίξαντες δια της αγχόνης τον λαιμόν του τον εκρέμασαν και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος Μύρων τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Ενώ δε ακόμη ο Μάρτυς εκρέματο, την νύκτα εκείνην είδον οφθαλμοφανώς οι φύλακες Τούρκοι, οίτινες εφύλαττον έξω της θύρας του Κάστρου, φως ουράνιον και θείον, το οποίον κατήλθεν εις το μαρτυρικόν Λείψανον, ούτοι δε εκήρυξαν τούτο εις πολλούς. Οι δε Χριστιανοί, τούτο ακούσαντες, εδόξασαν τον Θεόν, τον διξάζοντα τους Αγίους Αυτού, Ου τη φιλανθρωπία και Χάριτι, δια πρεσβειών του Νεομάρτυρος τούτου Μύρωνος, αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: