ΔΙΑ ΤΗΝ «ΠΕΡΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ» ΘΕΩΡΙΑ -- Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Α´
Ἡ πρώτη µελέτη ἔφερε τὸν τίτλο: Ἡ «Περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καὶ ἡ Νεοελληνικὴ Κατηχητικὴ καὶ Κηρυκτικὴ Πράξη»3 . Τὴν ἀφορµὴ ἔδωσε ἡ πολὺ καλὴ µελέτη τοῦ συναδέλφου π. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακµάνη: «Ἡ διδασκαλία περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στὴ νεοελληνικὴ θεολογία»4 . Ὁ συγγραφέας ἐπιχειρεῖ ἐπιτυχῶς τὴ διερεύνηση ὄχι µόνο τῆς ἐξαπλώσεως τῆς «περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» σχολαστικῆς διδασκαλίας στὴν «καθ᾽ ἡµᾶς ἀνατολήν», ἀλλὰ καὶ τῆς διασυνδέσεώς της στὴν ἐκκλησιαστικὴ πρακτικὴ µὲ τὸ µυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξοµολογήσεως καὶ µετανοίας. Ὑπογραµµίζεται δὲ ὅτι οἱ ρίζες τοῦ νοµικιστικοῦ αὐτοῦ προβληµατισµοῦ φθάνουν ὥς τὸν Τερτυλλιανό, τὸν ἅγιο Κυπριανὸ καὶ τὸν Αὐγουστίνο καὶ ὅτι ὁ Ἄνσελµος Κανταβρυγίας (1023-1109) καὶ ὁ Θωµᾶς Ἀκινάτης (†1274) θὰ συµβάλουν κατόπιν στὴ συστηµατικὴ διατύπωσή της, γιὰ νὰ δογµατοποιηθεῖ, τελικά, στὴν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο (1545-1563). Εἶναι δηλαδὴ  καθαρὰ σχολαστικὴ διδασκαλία.
Βρῆκε ὅµως ἔδαφος ἀναπτύξεως καὶ στὴν Ἀνατολή, διακρινόµενη σὲ δύο εἴδη: «α) ἱκανοποίηση στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο καὶ β) ἱκανοποίηση ἀτὸ ἀνθρωπολογικὸ ἐπίπεδο. Ἡ πρώτη ἱκανοποίηση προσφέρεται µὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὶς ἁµαρτίες τοῦ κόσµου, ἐνῶ ἡ δεύτερη µὲ τὰ ἐπιτίµια, ποὺ δέχεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ συγχώρηση τῶν ἁµαρτιῶν του. Ἔτσι, ἡ ἱκανοποίηση γίνεται ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα συστατικὰ τοῦ µυστηρίου τῆς µετάνοιας καὶ τῆς ἐξοµολόγησης». (...) Ἡ Τουρκοκρατία προσέφερε τὸ κατάλληλο κλίµα γιὰ τὴν δυνατότητα εἰσαγωγῆς τῆς «περὶ ἱκανοποιήσεως» (SATISFACTION) διδασκαλίας στὴν Ἀνατολή. Ἄλλωστε, δὲν εἶναι ἡ µονὴ ἀντορθόδοξη διδασκαλία, ποὺ µέσα ἀπὸ διαφόρους διαύλους πέρασε στὸ χῶρο τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Τέτοιοι δίαυλοι ἦσαν οἱ σπουδὲς στὴν Εὐρώπη (Πάδοβα καὶ κυρίως στὸ Ἀθανασιανὸ Κολλέγιο τῆς Ρώµης), οἱ δυτικίζοντες τῆς Διασπορᾶς, οἱ δυτικοὶ µισσιονάριοι στὴν Ἀνατολὴ κ.λπ. (…) Προσωπικὰ ὅµως πιστεύω ὅτι πέρα ἀπὸ τὰ παραπάνω ἔργα, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα κινήθηκαν στὸ χῶρο τῆς λογιοσύνης, πολὺ µεγαλύτερη ἐπίδραση εἶχε, καὶ µάλιστα στὸ εὐρύτερο ἀναγνωστικὸ κοινό, ὁ κεφαλονίτης ἱεροκήρυκας Ἠλίας Μηνιάτης (†1714) µὲ τὶς «Διδαχές» του.5 (…) Εἶχαν γίνει ἐντρύφηµα µεγάλου µέρους τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ καὶ σηµαντικὸ βοήθηµα στὸ χῶρο τῆς κατηχήσεως καὶ τοῦ κηρύγµατος. Ἀκριβῶς δὲ µὲ τὸ κήρυγµα διαδίδονταν οἱ θεολογικὲς θέσεις τοῦ Μηνιάτη στὸ Λαὸ καὶ µάλιστα ἡ «περὶ ἱκανοποιήσεως» θεωρία, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς συναισθηµατικῆς φορτίσεώς της καὶ τῆς συνδέσεώς της µὲ τὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ἦταν ἑπόµενο νὰ συγκινεῖ τὰ λαϊκὰ στρώµατα, ἀλλὰ καὶ µεγάλους ἱεροκήρυκές µας, ἐξοικειώνοντάς τους µὲ τὸ πνεῦµα τῆς σχολαστικῆς θεολογήσεως. Ὁ Ἠλίας Μηνιάτης ἐνσωµατώνει τὴν «περὶ ἱκανοποιήσεως» θεωρία στὶς ὁµιλίες του «τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Παρασκευῇ», ὅπου ὁ λόγος γιὰ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἑρµηνεύοντας τὸ χωρίο Ρωµ. 8, 32 σηµειώνει, ὅτι ὁ Πατὴρ «δὲν λυπεῖται (τὸν Χριστὸν) ὁλότελα καὶ τὸν παραδίδει εἰς θάνατον». Καὶ συνεχίζει: «Καὶ διατὶ τέλος; διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ προσηλώσῃ εἰς τὸν Σταυρὸν τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο ἔνδυµα τῆς ἁµαρτίας· διὰ νὰ πληρώσῃ µὲ τὸ αἷµά του τὴν θείαν δικαιοσύνην, διὰ νὰ ἐξιλεώσῃ τὸν Θεόν· διὰ νὰ δικαιώση τὸν ἄνθρωπον...». Στὴν ἴδια δὲ ὁµιλία, παρακάτω, συµπληρώνει: «...διατὶ ἀλλέως δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ πληρωθῆ ἡ θεία δικαιοσύνη [...] Διατὶ καὶ τὸ χρέος µας, ὅπου αὐτὸς ἔµελλε νὰ πληρώσῃ, ἦτον ἄπειρον...» (…) Στὸ σηµεῖο αὐτὸ θέλω νὰ δηλώσω, ὅτι συµφωνῶ ἀπόλυτα µὲ τὸ τελικὸ συµπέρασµα τῆς µελέτης τοῦ π. Βασιλείου Καλλιακµάνη: «Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἀκριβὴς ἡ ἐντύπωση ποὺ δίνεται ὅτι ἡ διδασκαλία περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης εἰσάγεται στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς νεώτερους θεολόγους στὶς ἀρχὲς καὶ τὰ µέσα τοῦ αἰώνα µας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες, ὑπῆρχαν ἀπὸ παλαιότερα. Ἐκδηλώθηκαν ὅµως καὶ ἐκφράστηκαν τὴν τελευταία περίοδο κυρίως µὲ τὶς Θρησκευτικὲς Ὀργανώσεις, λόγω τοῦ ἰδιαιτέρου βάρους, ποὺ ἀπέδωκαν αὐτὲς στὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας». Εἶναι πράγµατι γεγονὸς ὅτι µέσω τοῦ θεµελιώδους γιὰ τὶς Θρησκευτικὲς Ὀργάνωσεις ἔργου τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου: «Ὁ προορισµὸς τοῦ ἀνθρώπου»,6 ὅπως καὶ ἄλλων συγγραφέων τοῦ ἰδίου χώρου, ὄχι µόνο συντηρήθηκε στὸ χῶρο µας αὐτὴ ἡ διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ ἐξαπλώθηκε ἀκόµη περισσότερο µὲ τὸ εὐρύτατο κατηχητικὸ καὶ κηρυκτικό τους ἔργο, ὅπως πολλοὶ θὰ ἐνθυµοῦνται ἀπὸ τὸ Κατηχητικὸ Σχολεῖο. Ἐξ ἴσου ὅµως, συνέβαλε στὴ προβολὴ αὐτῆς τῆς διδασκαλίας τουλάχιστον στὸν 20ὸ αἰώνα καὶ ὁ γλαφυρότατος λόγος τοῦ τιµηµένου πρωτοπρεσβυτέρου καὶ συγγραφέως Κωνσταντίνου Καλλινίκου (†27.1.1940). Κάνοντας λόγο γιὰ «τὸ µυστήριον τοῦ Σταύρου» στὸ ἔργο του «Τὰ θεµέλια τῆς πίστεως»7 ἐπαναδιατυπώνει τὴν «περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία, καταφεύγοντας καὶ αὐτός, ὅπως καὶ ὁ Μηνιάτης, στὸ παράδειγµα τοῦ Ζαλεύκου. (…) Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽50 ἡ διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ π. Ἰωάννου Ρωµανίδη ἦλθε ὡς σεισµὸς ἀναστάσιµος νὰ κλονήσει τὰ θεµέλια τῆς σχολαστικῆς µας αἰχµαλωσίας, ἀναιρώντας διὰ µακρῶν τὴν ἀνσέλµεια «περὶ ἱκανοποιήσεως» θεωρία καὶ γενικὰ ὅλο τὸ θεολογικὸ πλαίσιο, µέσα στὸ ὁποῖο ἡ διδασκαλία αὐτὴ διαµορφώθηκε. Μὲ νεώτερες δὲ µελέτες του ὁ ἴδιος συγγραφέας θὰ ἐπισηµάνει καὶ τὸ κοινωνικὸ πλαίσιό της, ἀποδεικνύοντας τὴ σαθρότητά του8 . Ἡ ἐπανανακάλυψη τῶν πατερικῶν κριτηρίων τῆς θεολογίας µας, ἡ ὁποία ὡς πρὸς τὸ παραπάνω θέµα ἐπιτεύχθηκε καὶ µὲ ἄλλες σπουδαῖες µελέτες, συνέβαλε στὴ βαθµιαία ἀπαγγίστρωση ἀπὸ τὰ σχολαστικὰ δάνεια, µιὰ διαδικασία, ποὺ συνεχίζεται ἀκόµη. (…)

Β΄
Ἡ Β´ µελέτη µας ἔχει τίτλο: Τὸ «Ἐξοµολογητάριον τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου». Αὐτὸ ποὺ δὲν ἀπαντᾶ σὲ θεολογικὰ του ἔργα (π.χ. «Συµβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον»), ἀνακαλύπτουν9 στὸ ἔργο του «Ἐξοµολογητάριον» (1794), ἀναπαραγωγὴ δηλ. τῆς «περὶ ἱκανοποιήσεως» θεωρίας. Ἡ ἐπισταµένη ὅµως µελέτη τοῦ ἔργου κατέληξε σὲ ἄλλα συµπεράσµατα. Παραθέτουµε καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐργασία χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσµατα: «Εἶναι γεγονός, ποὺ παραθεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἐπικριτὲς τοῦ     Νικοδήµου ὅτι ἡ σχέση του µὲ τὴ φραγκικὴ «περὶ ἱκανοποιήσεως» δικανικὴ θεωρία µόνο φραστικὴ εἶναι καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπιτρέπει τὶς γνωστὲς ἐπιφανειακὲς ταυτίσεις. Λεκτικά, βέβαια, ἡ σύµπτωση εἶναι τεκµαρτή. Καὶ στὸν Ἅγιο Νικόδηµο ὁ λόγος εἶναι γιὰ «ἄπειρον ὕβριν», «ἄπειρον πληρωµήν», «ἱκανοποίησιν τῆς θείας δικαιοσύνης», «ὀργὴν τοῦ Θεοῦ» κ.τ.ὅ.: «Θέλεις νὰ καταλάβης, ἁµαρτωλέ, τὴν ἄπειρον ὕβριν, ὁποῦ προξενεῖ ἡ ἁµαρτία εἰς τὸν Θεόν; Κατάλαβέ την ἀπὸ τὴν ἄπει- ρον πληρωµήν, ὁποῦ ἔδωκε δι᾽ αὐτὴν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, µὲ τόσα πάθη καὶ µὲ τόσον ἐπονείδιστον θάνατον». Καὶ ἀλλοῦ: «Ἄπειρος γὰρ οὖσα ἡ ἁµαρτία, κατὰ τοὺς Θεολόγους, ὡς ὕβρις τοῦ ἀπείρου Θεοῦ, ἀπὸ ἔργα καὶ ἱκανοποίησιν    πεπερασµένου κτίσµατος εἶναι ἀδύνατον νὰ λυθῇ· καὶ µάλιστα κτίσµατος ἀκαθάρτου, ὁποῖός ἐστιν ὁ ἁµαρτωλός». Ὑπάρχουν ὅµως καὶ πολλὲς ἄλλες ἀνάλογες διατυπώσεις στὸ ἴδιο πνεῦµα. «Τὰ θανάσιµα ἁµαρτήµατα» - γράφει ἀλλοῦ- «ἀποκατασταίνουν (=καθιστοῦν) ἐκεῖνον, ὁποῦ τὰ κάνει, ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον τῆς κολάσεως». Ἡ ἁµαρτία «δὲν προξενεῖ   βλάβας (µόνον) εἰς τὸν ἁµαρτωλόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν Θεόν». Ἔρχεται, ἔτσι, ὁ Θεὸς «τιµωρὸς» καὶ «ἐκδικητής», γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει τὴ διασαλευµένη τάξη: «Ἡ ἀδέκαστος δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ κατὰ ἄλλον τρόπον δὲν εὐχαριστεῖται, πάρεξ τὸ σῶµα, ὁποῦ ἥµαρτεν, ἐκεῖνο τὸ ἴδιον νὰ παιδευθῇ». Τὰ ἐπιτίµια (ὁ κανόνας, δηλαδὴ) εἶναι «ὀλίγη παιδεία» (=παίδευση, παιδεµός), µὲ τὴν ὁποία ὁ µετανοῶν «ἡµερώνει τὴν µεγάλην ὀργήν, ὁποῦ ἔχει ὁ Θεὸς κατ᾽ ἐπάνω του». Εἶναι ὅµως γεγονὸς ὅτι, ἂν ἀποµονωθοῦν οἱ φράσεις αὐτές, προσλαµβάνουν πάραυτα στυγνὸ σαδιστικὸ χαρακτήρα, ἀνατρέποντας τὴ θεολογία περὶ θείας ἀγάπης, ποὺ διαποτίζει τὸ πνεῦµα τῆς ὀρθόδοξης (ἐκκλησιαστικῆς) σωτηριολογίας (βλ. Ἰωάνν. 3, 16 -Ρωµ. 5,8 κ.λπ.). Εἶναι γι᾽ αὐτὸ ἀνάγκη νὰ ἐνταχθοῦν σ᾽ ὅλο τὸ πλαίσιο τῆς θεολογικῆς σκέψης καὶ πράξης τοῦ Ἁγ. Νικοδήµου. Ἡ µελέτη ὅλου τοῦ Ἐξοµολογηταρίου καὶ ἡ ἔνταξη τῶν φράσεων αὐτῶν στὸ γενικότερο θεολογικὸ - ποιµαντικὸ πλαίσιό του, ὁδηγεῖ τὴ σκέψη ἀβίαστα σὲ διαµετρικὰ ἀντίθετη κατανόηση. Ὁ ὅρος «ἱκανοποίησις» ἀπαντᾶ στὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Νικοδήµου συχνότατα, συνδέεται ὅµως ὄχι µὲ τὴν ἐκδικητικὴ διάθεση κάποιου ἄτεγκτου Κριτοῦ -Θεοῦ, ἀλλὰ µὲ τὸν «κανόνα» τοῦ µετανοοῦντος. Τὸ περιεχόµενο τοῦ ὅρου ὁρίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ συγγραφέα ὡς ἑξῆς: «Εἶναι µία ἔµπρακτος τελείωσις τοῦ κανόνος, ὁποῦ δώσῃ ὁ Πνευµατικός». Δὲν ἀναφέρεται δηλαδὴ σὲ κάποια σαδιστικὴ αὐθεντία, ἀλλὰ δηλώνει τὴν «εὐαρέστηση» καὶ «χαρὰ» (ἱκανοποίηση ἀγαπητικὴ) τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ κανόνος (τὴ λήψη ὅλου τοῦ πνευµατικοῦ φαρµάκου) ἀπὸ τὸν πνευµατικὰ ἀσθενῆ - τὸν µετανοοῦντα, ὅπως κάθε γιατρὸς χαίρει, διότι ὁ ἀσθενής του ὁλοκλήρωσε τὴν καθορισµένη ἀπὸ αὐτὸν (τὸ γιατρὸ) θεραπεία. Ἐνῷ, δηλαδή, τὸ δυτικὸ πνεῦµα εἶναι ἡ ἐκδικητικὴ ἀπαίτηση ἐκ µέρους τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν τρωθεῖσα ἀξιοπρέπειά του, ἐδῶ φαίνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦντος τέκνου Του. (8) Ὁ ὅρος «ἱκανοποίησις» στὴ γλώσσα τοῦ Νικοδήµου συµπίπτει µὲ τὸν συνηθέστατο στὴν ἐκκλησιαστικὴ πραγµατικότητα ὅρο «εὐαρεστεῖν» - «εὐαρέστησις», «εὐαρεστεῖν τῷ Θεῷ» (πρβλ. Ἑβρ. 11, 5-6: «χωρὶς δὲ πίστεως (πλήρους αὐτοπαραδόσεως), ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». Ρωµ. 14,18: «ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ δόκιµος τοῖς ἀνθρώποις»). Ὡς πρὸς δὲ τὴ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ ὅρος «ἱκανοποίησις» ἐκφράζει ὅ,τι καὶ ἡ φράση τοῦ Εὐαγγελίου: «Οὗτος ὁ υἱός µου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17 κ.ἄ.) Ἄλλωστε, εἶναι τουλάχιστον ἀδιανόητο νὰ δέχεται κανεὶς -καὶ µάλιστα Θεολόγος- ὅτι ὁ σὲ ἄλλα ἔργα του πατερικότατος καὶ ὀρθοδοξότατος Νικόδηµος, στὸ Ἐξοµολογητάριον -καὶ ὅπου ἀλλοῦ- ἐγκλωβίζεται στὴ δυτικὴ πλάνη! Εἶναι, ἐξ ἄλλου, σηµαντικὸ ὅτι ὁ Ἅγιος ἀντλεῖ ἐδῶ, ὄχι ἀπὸ δυτικὲς πηγές, ἄλλα ἀπὸ τὸ «Περὶ Μυστηρίων» ἔργο τοῦ Φιλαδελφείας Γαβριὴλ Σεβήρου, θεολογικῆς αὐθεντίας τῆς δουλείας. Ἰδιαίτερα δὲ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία ὁρίζεται ὡς «µία ἱκανοποίησις τῶν ἱκανοποιήσεων», «ἀναγκαία καὶ συστατικὴ τῆς ἀληθοῦς µετανοίας». Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἡ ἱκανοποίησις «διαιρεῖται εἰς δύω, εἰς σωµατικὴν καὶ πνευµατικήν». Σωµατικὴ εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ξηροφαγία, οἱ γονυκλισίες, ἡ πολύπλευρη ἐλεηµοσύνη. Πνευµατικὴ δὲ «ἡ κατανυκτικὴ  προσευχή». Ἐξαντλεῖται, δηλαδή, στὰ ὅρια τῆς µετανοητικῆς διαδικασίας καὶ στὴν ἐφαρµογή της προσλαµβάνει καθαρὰ πνευµατικὸ καὶ καθόλου δικανικὸ χαρακτήρα. Εἶναι, ἄλλωστε, ἱστορικὰ τεκµηριωµένο ὅτι ἡ πρακτικὴ ὄψη τοῦ µυστηρίου τῆς Μετανοίας διαµορφώθηκε µέσα στὴ µοναστικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ἀσκητικὴ δηλαδὴ πρακτική της. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πνεῦµα µένει, ὡς ἡσυχαστής, ἀπόλυτα πιστὸς ὁ ὅσ. Νικόδηµος. Ἀπὸ τὸ σηµεῖο δὲ αὐτὸ ἀρχίζει ἡ διαφοροποίηση τῆς γλώσσας τοῦ Ἁγ. Νικοδήµου ἀπὸ τὴ δυτικὴ ἀνσέλµεια παράδοση. Ὁ δυτικὸς νοµικισµὸς ὁρίζεται ὡς «ἀτοµοκεντρικὴ προσπάθεια»10 «δικανικὴ πράξη ἀτοµικῆς ἐξιλέωσης» τοῦ ἁµαρτωλοῦ, ποὺ στέκεται «µόνος καὶ ἔνοχος ἀπέναντι σὲ ἕνα ἀµείλικτο δικαιοκρίτη καὶ τιµωρὸ Θεό, ποὺ διψάει ἀκόρεστα ἱκανοποίηση τῆς προσβεβληµένης ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἁµαρτία δικαιοσύνης του». Ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ «τὴν τιµωρία τοῦ ἁµαρτωλοῦ», κινούµενος ἀπὸ τὴ «σαδιστικὴ ἀµετρία τοῦ πληγωµένου ἐγωισµοῦ του». Τὰ «ἐπιτίµια» κατανοοῦνται «ὄχι ὡς φιλάνθρωπη παιδαγωγία γιὰ τὴν ἴαση τοῦ ἁµαρτωλοῦ, ἄλλα σὰν λύτρο ποὺ πρέπει νὰ πληρώσει ὁ ἁµαρτωλός». Οἱ τάσεις αὐτὲς  ἀναπτύσσονται στὸ πλαίσιο τῆς «“θρησκειοποίησης” τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος» καὶ «τῆς ἀλλοτρίωσής του σὲ ἀτοµοκεντρικὸ ἠθικισµό». Ἡ ταύτιση τοῦ ὁσίου Νικοδήµου µὲ αὐτὴ τὴ συνείδηση, ἔστω καὶ ἐπιφανειακά, ἀποβαίνει ἀδύνατη. Οἱ σχολαστικὲς ἐκφράσεις του προέρχονται ἀπὸ συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του, προσλαµβάνουν ὅµως αὐτόχρηµα ἁγιογραφικὴ καὶ πατερικὴ σηµασία. Λ.χ. παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἁµαρτία «βεβηλώνει» τὸ αἷµα τοῦ Χριστοῦ καὶ «ὑβρίζει» τὴ χάρη Του. Ἀναπαράγει ὅµως ἀκριβῶς τὸ Ἑβρ. 10, 29: «Ὁ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ κατα- πατήσας καὶ τὸ αἷµα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάµενος, καὶ τὸ πνεῦµα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας». Στὴ µετοχὴ «καταπατήσας» (τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ), ἀνταποκρίνεται καὶ ἡ χρήση τοῦ ρήµατος «βλάπτεται» γιὰ τὸ Θεό, ποὺ στόχος του εἶναι νὰ καταστήσει φανερὸ στὸ λαό, µέσα ἀπὸ τὴν καθηµερινὴ γλώσσα του, τὸ βάρος τῆς ἁµαρτίας, καὶ µάλιστα τῆς θανάσιµης. Ἐξ ἄλλου, γράφοντας ὅτι ἡ ἁµαρτία συγχωρεῖται «µὲ τὴν ἄπειρον ἱκανοποίησιν» τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀποδίδει πιστὰ τὸ Τιτ. 3, 5: «Οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ, ἅ ἐποιήσαµεν ἡµεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸ αὐτοῦ ἔλεος ἔσωσεν ἡµᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας...», παράλληλα µὲ τὸ Α΄ Ἰω. 1, 7: «...καὶ τὸ Αἷµα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡµᾶς ἀπὸ πάσης ἁµαρτίας»· ἄλλωστε ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ αἴρων τὴν ἁµαρτίαν τοῦ κόσµου» (Ἰωάν. 1,39) - ἢ τὸ λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τῶν ἁµαρτηµάτων ἡ ἄφεσις πρόκειται ἐν τῷ αἵµατι τοῦ Χριστοῦ». (…) Οἱ ἁµαρτίες δὲν συγχωροῦνται διὰ τὸν κανόνα µας, «ἀλλὰ διὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τὴν ἱκανοποίησιν (δηλ. τὸ αἷµα) τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». (…) Ἡ χρήση τῶν ὅρων «ὀργή», «τιµωρία», «ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ», «ὀργὴ τοῦ Θεοῦ», «ἔνοχος», «παιδεία» κ.τ.ὅ. εἶναι στὸν Νικόδηµο ἀπαλλαγµένα κάθε δικανικῆς ἐννοίας, διευκολύνουν ὅµως τὴν προσέγγιση τῶν ἀναγνωστῶν του. Τὸ ὑπόβαθρό του µένει σταθερὰ ἁγιογραφικὸ καὶ πατερικό, δὲν εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ παραθέσουµε τὰ γιὰ κάθε ὅρο ὑπαρκτὰ παραδείγµατα. Περιοριζόµεθα δείγµατος χάριν σὲ ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης γιὰ τὸν πολύκροτο ὅρο «τιµωρία»: «Ὥσπερ τὸν µισθὸν λήψεται, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος, (πρβλ. Α´ Κορ. 3,3), κατὰ τὸν ἴδιον κόπον ἕκαστος, οὕτω πάντως καὶ τὴν τιµωρίαν, ἐπὶ τῇ τῶν κατὰ δύναµιν πόνων ὀλιγωρίᾳ».11 Ἡ «γλώσσα» αὐτή, ἄλλωστε, εἶναι συνήθης στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία καὶ ἑποµένως γνωστὴ στὸν φιλακόλουθο πιστό. Ἂς θυµηθοῦµε τὴν «Προσευχὴν Μανασῆ, Βασιλέως τῆς Ἰουδαίας», ποὺ γλωσσικὰ βρίσκεται σὲ ἀντίθεση µὲ τὴν «Εὐχὴν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ἀλλὰ διαβάζονται καὶ οἱ δύο στὸ Μέγα Ἀπόδειπνο τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ δὲν εἶναι, ἀσφαλῶς, τὰ µόνα παραδείγµατα.» (…) Στόχος τοῦ ἁγίου Νικοδήµου, µοναδικός, εἶναι νὰ συνειδητοποιήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν οὐσία τῆς ἁµαρτίας καὶ τὴν καταστροφικὴ δύναµή της, ἀφοῦ ἀπειλεῖ τὴν ἴδια τὴ σωτηρία του, στερώντας στὸν ἄνθρωπο τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καί, συνεπῶς, τὴ δυνατότητα τῆς «θείας υἱοθεσίας». Ἀληθινὸ δὲ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ περιγραφὴ ἀπὸ τὸν Ἅγ. Νικόδηµο τῆς «υἱοθεσίας»: «Μία εἰδικὴ καὶ ξεχωριστὴ δωρεὰ καὶ ἕνα τόσον ὑψηλὸ χάρισµα, ὅπου κάµνει τὸ Πνεῦµα τὸ Ἅγιον νὰ κατοικῆ εἰς ἐσὲ µὲ µίαν ἰδιαιτέραν καὶ διαφορετικὴν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους τόπους παρουσίαν του καὶ ἐνέργειαν», διότι «κάµνει» τὸν ἄνθρωπον «υἷον Θεοῦ καὶ κληρονόµον τῆς βασιλείας του». Θέλει γι᾽ αὐτὸ νὰ κάµει τὸν ἄνθρωπο νὰ µισήσει τὴν ἁµαρτία, («νὰ µισήσῃ καὶ νὰ σιχανθῇ τὴν ἁµαρτίαν». (…) Κι ὁ ἰησουΐτης Gerhard Podskalsky, κρίνοντας τὸ Ἐξοµολογητάριον, παρατηρεῖ ὅτι ὁ συντάκτης του «ἐνδιαφέρεται ὄχι µόνο γιὰ τὴν ἔγκυρη, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ γιὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν πιὸ καρποφόρα µετάληψη τῶν Μυστηρίων». Νὰ ἀποφευχθεῖ, δηλαδή, τὸ «ἀναξίως» τῆς Α´ πρὸς Κορινθίους (11, 27.29). Εἶναι ξένος, συνεπῶς, πρὸς κάθε ἀπόπειρα ἐκνοµικεύσεως τῶν ἱερῶν κανόνων ἢ ἠθικιστικὴ ἐκδοχή τους. Τὰ ἐπιτίµια, ἡ ἱκανοποίησις καὶ ὁ κανόνας, ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Πνευµατικός, δὲν εἶναι τελικὰ τιµωρία καὶ παιδεία (παιδεµός), ἀλλά, ὅπως παρατηρεῖ, «σωτηρία». Καὶ ἐδῶ ἀναπαράγει τὸν ἱ. Χρυσόστοµο, ποὺ γράφει συγκεκριµένα: «Τούτους καὶ ἡµεῖς µάθωµεν τῆς φιλανθρωπίας τοὺς νόµους (οὕς ὁ Παῦλος δηλ. ἐπὶ τοῦ  πεπορνευκότος ἐνοµοθέτησε). Καὶ γὰρ ἵππον, ἂν ἴδῃς κατὰ κρηµνὸν φερόµενον, χαλινὸν ἐµβάλλεις, καὶ ἀναχαιτίζεις µετὰ σφοδρότητος, καὶ µαστίζεις πολλάκις· καίτοι γε τοῦτο κόλασίς ἐστιν, ἀλλ᾽ ἡ κόλασις αὕτη σωτηρίας µήτηρ ἐστί· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν ἁµαρτανόντων ποίησον· δῆσον τὸν πληµµελήσαντα, ἕως ἂν ἐξιλεώσῃ τὸν Θεόν· µὴ ἁφῇς λελυµένον, ἵνα µὴ πλέον δεθῇ τῇ τοῦ Θεοῦ ὀργῇ... µὴ δὴ ὠµότητος εἶναι νόµιζε τὸ τοιοῦτο καὶ ἀπανθρωπίας, ἀλλὰ τῆς ἄκρας ἡµερότατος καὶ ἀρίστης ἰατρείας καὶ πολλῆς κηδεµονίας»12. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἱ. Χρυσοστόµου εἶναι, νοµίζω, ἕνα χωρίο-κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση καὶ δικαίωση καὶ τῆς γλώσσας ἀκόµη τοῦ ἁγίου Νικοδήµου. Τὸ µυστήριο τῆς Μετανοίας, σὲ ὅλη τὴ διαδικασία του, ὡς ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν ποιµαντικὴ δυνατότητα τῆς Ἐκκλησίας, παρουσιάζει στὴ γλώσσα καὶ τὰ µέσα ἀναλογία µεγάλη πρὸς τὸ ἔργο τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήµης. Εἶναι ἡ θεραπευτικὴ µέθοδος τῆς Ἐκκλησίας καὶ γι᾽ αὐτὸ κινεῖται στὸ ρεαλισµὸ τῆς χειρουργικῆς ἰατρικῆς. Καὶ ναὶ µὲν δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ γλώσσα τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, οὔτε ἐνδείκνυται ἡ χρησιµοποίησή της σὲ ἀρχάριους χριστιανούς, ποὺ δὲν ἔχουν εἰσέλθει στὴν πνευµατικὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διότι τὰ ἀποτελέσµατα θὰ εἶναι µᾶλλον ἀρνητικά13. Εἶναι ὅµως ἡ γλώσσα ἀντιµετωπίσεως τῶν ἁµαρτανόντων, ποὺ ἔχουν συνείδηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ εἰλικρινῶς ζητοῦν τὴν ἐπανένταξή τους στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα. Σ᾽ αὐτοὺς ἡ γλώσσα αὐτὴ γεννᾶ «χαρµολύπη». Αἰσθάνονται λύπη καὶ «φόβον διὰ τὴν ἁµαρτίαν, ὡς ἀνάξιοι ὄντες, χαρὰν δὲ διὰ τὴν σωτηρίαν». Τὸ σηµαντικότερο ὅµως εἶναι ὅτι τὸ Ἐξοµολογητάριον κινεῖται µέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλαίσιο καὶ προσανατολίζει τὸν πιστὸ ὄχι σὲ κάποια «ἀτοµικὴ» δικαίωση, ἀλλὰ στὴν ἐπανένταξη στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀσκητικὴ πράξη, ὡς προσπάθεια στὰ ὅρια τοῦ µυστηρίου, συνεπῶς ἐκκλησιοκεντρική, εἶναι ἡ µόνη δυνατότητα νὰ καταστεῖ ὁ πιστὸς δεκτικὸς τῆς χάριτος, ὡς ἐλέχθη, τὴν δὲ χάρη αὐτὴν προσφέρει τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ προοπτικὴ δὲν χάνεται στὸ Ἐξοµολογητάριον, ποὺ ὑποδέχεται τὸν ἄνθρωπο στὸ Νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων της. Οἱ πνευµατικοὶ εἶναι, κατὰ τὸν Ἅγ. Νικόδηµο, «οἱ ἰατροὶ ἐκεῖνοι καὶ πανδοχεῖς, τοὺς ὁποίους ἐκατάστησεν ὁ Κύριος, κατὰ τὴν παραβολὴν τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς τὸ πανδοχεῖον τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ἐπιµελῶνται τοὺς ἀσθενεῖς, ἤτοι τοὺς ἁµαρτωλοὺς ἐκείνους ποὺ πληγώνονται ἀπὸ τοὺς νοητοὺς ληστὰς δαίµονας». Ἡ Ἐκκλησία πάντα προϋποτίθεται. Εἶναι «ἡ µητέρα του... ὅπου τοῦ παρέδωσε τὴν Πίστιν». Συχνή, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἡ µνεία τῶν Ἁγίων, τῶν Ἀγγέλων καὶ ἰδίως τῆς Θεοτόκου, εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν ὁποίων ἐπανεντάσσεται ὁ µετανοήσας ἁµαρτωλός. ∆ὲν παραλείπεται δὲ ἡ ὑπενθύµιση τῆς τάξεως τῶν «προσκλαιόντων», τῶν µετανοούντων δηλαδὴ τῶν πρώτων αἰώνων, µαρτυρία τῆς µόνιµης µετανοητικῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ µετανοῶν καλεῖται, συνεπῶς, νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι µέλος µιᾶς κοινωνίας, ποὺ δὲν εἶναι κοσµική, ὡς ἐκκοσµικευµένη, ἀλλὰ ἐκκλησιαστική. Γι᾽αὐτὸ οἱ συχνὲς κοινωνικὲς ἀναπτύξεις τοῦ Ἁγ. Νικοδήµου στὴν ἑρµηνεία τῶν κανόνων, ποὺ ἐντυπωσιάζουν καὶ σήµερα γιὰ τὴν «προοδευτικότητά» τους, ἀλλὰ καὶ ἐλευθερώνουν τὸν µετανοοῦντα ἀπὸ κάθε ἀτοµιστικὴ ἢ ἀτοµοκρατικὴ συνείδηση. Ἡ ἀσκητικὴ «ἱκανοποίησις», ἔτσι, καθίσταται «ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς» καὶ «πράξη κοινωνίας». Συµπερασµατικά, λοιπόν: Εἶναι ἀνάγκη νὰ κατανοεῖται ἡ γλώσσα τῶν Πατέρων µας (κάθε ἐποχῆς) µὲ βάση ὅλο τὸ ἔργο τους καὶ ὄχι σύµφωνα µὲ τὸ δικό µας φρόνηµα καὶ τὴ δική µας γνώση. Ὀρθότατα δέ, ἐπανελάµβανε ὁ ἀείµνηστος κορυφαῖος δογµατολόγος µας π. Ἰωάννης Ρωµανίδης: Ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι ἡ συσσώρευση χωρίων, ἀλλ᾽ ὁ τρόπος κατανοήσεώς τους, ἂν εἶναι δηλαδὴ ὀρθόδοξος ἢ ὄχι.


Σηµειώσεις: 1. Βλ. Ὀρθ. Τύπος, φ. 2089/23 Ὀκτωβρίου 2015. 2. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ «περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καὶ ἡ νεοελληνικὴ κατηχητικὴ καὶ κηρυκτικὴ πράξη (Παράδοση τ. 1, 1992, σ. 82-90 καὶ π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς Ἀντίλογος, ΑΡΜΟΣ 1992, σ. 85-98. Καί: Τὸ «Ἐξομολογητάριον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στὸ βιβλίο τοῦ π. Γ. Δ. Μ., «Φῶτα καὶ Φῶς», Ἄθως 2002, σ. 115 -141. 3. Βλ. σημ. 2. 4. Στὸ περιοδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τ. 71 (1988), σ. 529-537. 5. Διδαχαὶ καὶ Λόγοι…, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη (Χ. Χρ.). 6. 10η ἔκδοση τὸ 1957. 7. Ἔκδ. β´, Ἀθῆναι 1958, σ. 155. ἑπ. 8. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαιοσύνη - Ρωμανία - Ρούμελη, Ἀθ. 1975, σ. 128 ἑπ. 9. Χρ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ νεώτερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα 1992, σ. 201 ἑπ. 10. Ἡ κριτικὴ γίνεται ἀπὸ τὸν κ. Χρ. Γιανναρᾶ (ὅπ. π.). 11. Κατὰ Εὐνομίου, Λόγ. ΙΒ´. PG 45, 884 ἑπ. 12. Ὁμιλ. ιδ´ στὴ Β´ Κορινθίους PG 61, 502. 13. Σ᾽ αὐτὸ ἔχει δίκιο ὁ κ. Χρ. Γιανναρᾶς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: