Περὶ κλοπῆς «Εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωµι τετραπλοῦν».

Ζῶµεν εἰς τὴν περίοδον τῆς Κ. Διαθήκης. Εἴκοσι αἰῶνες ἐπέρασαν ἀπὸ τότε, ποὺ ἦλθεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσµον καὶ ἐδίδαξε, ἐθαυµατούργησε καὶ ἐσταυρώθη. Θὰ ἔπρεπε συνεπῶς νὰ ζῶµεν σύµφωνα µὲ τὰς ἐντολάς του καὶ νὰ εἴχαµεν πολὺ προχωρήσει εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἁγιότητα, ὡς ἄτοµα καὶ ὡς κοινωνίαι. Θὰ ἔπρεπε τὰ κηρύγµατά µας αὐτὰ νὰ ἦσαν πνευµατικώτατα. Νὰ µᾶς ἀνυψώνουν µέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς ὅµως εἴµεθα πίσω. Πολὺ πίσω. Ὡσὰν νὰ µὴ ἦλθεν ὁ Χριστός. Ζῶµεν εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Παρατηροῦνται πληγὲς καὶ κακίες εἰς τὴν κοινωνίαν, ποὺ µόνον τότε θὰ ἐδικαιολογοῦντο. Καὶ εἴµεθα ὑποχρεωµένοι εἰς τὰ κηρύγµατά νὰ ἀσχολούµεθα µὲ αὐτὰς τὰς πληγάς.
Μιὰ τοιαύτη πληγὴ εἶναι ἡ κλοπή, ἡ ἀδικία, ποὺ ἔχει µεγάλην διάδοσιν εἰς τὴν κοινωνίαν, τόσον, ὥστε ἐὰν κανεὶς ἀπὸ ἄλλον κόσµον ἤρχετο καὶ ἔβλεπε τὴν µανίαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τὴν κλοπὴν καὶ τὴν ἀδικίαν, ἀσφαλῶς θὰ ἔλεγεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ ἔχουν ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Θεόν τους νὰ κλέβουν. Δὲν θὰ τοὺς εἶπε ὁ Θεός τους «οὐ κλέψεις», ἀλλὰ κλέψατε. Ὅλοι κλέψατε. Δι᾽ αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγον εἶναι ἀνάγκη σήµερον νὰ ὁµιλήσωµεν περὶ ἀδικίας καὶ κλοπῆς καὶ µάλιστα πῶς κλέβουν σήµερα, τί κερδίζουν µὲ τὴν κλοπὴν καὶ πῶς θὰ διορθωθοῦν.

Πῶς κλέβουν
 Ὁ Ζακχαῖος, τὸν ὁποῖον εἶδεν ὁ Κύριος σκαρφαλωµένον ἐπάνω εἰς µίαν συκοµορέαν ἑνὸς δρόµου τῆς Ἱεριχοῦς, εἶναι µὲν µικρὸς κατὰ τὸ σῶµα, εἶναι ὅµως µεγάλος κατὰ κόσµον καὶ ἐπίσηµος. Εἶναι µεγάλος πλούσιος. Ἔχει σπίτια µεγάλα, κτήµατα πολλά, χρήµατα περισσότερα, ἀκίνητα παντοῦ, πλούτη πάµπολλα, περιουσίαν, τεραστίαν! Εἶναι ἐκ τῶν τὰ πρῶτα φερόντων εἰς τὴν πολυάνθρωπον πόλιν τῆς Ἱεριχοῦς. Ἔχει µεγάλην θέσιν. Εἶναι ὁ ἀρχιτελώνης, µεγάλος, δηλαδή, ἐπιχειρηµατίας. Ἀλλὰ εἶναι συγχρόνως καὶ µεγάλος κλέπτης. Διότι ἔχει ἐνοικιάσει αὐτὸς τοὺς φόρους ὅλους τῆς Ἱεριχοῦς ἀπὸ τὸ Ρωµαϊκὸν κράτος. Καὶ κατὰ τὴν εἴσπραξιν τῶν φόρων εἰσέπραττε περισσότερα τοῦ κανονικοῦ µὲ διάφορα ψέµµατα καὶ συκοφαντίας. Μὲ τὴν προστασίαν τῶν ἀδίκων νόµων ἔβαζε φόρους ὑπερόγκους, οἱ ὁποῖοι ἐπήγαιναν εἰς τὴν τσέπην του. Ἔτσι τὴν ἔκαµε τὴν µεγάλην περιουσία. Μὲ ἀδικίας. Καὶ ἔτσι ἀπέκτησε τὰ πλούτη τὰ πολλά. Μὲ κλοπάς. Ἰδοὺ πῶς ἀδικοῦσεν αὐτός! Ἐπίσηµα!. Ἀλλὰ µήπως καὶ σήµερα κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν ἀδικοῦν καὶ δὲν κλέπτουν πολλοὶ ἐπίσηµα; Δὲν βγαίνει στὸ κλαρὶ ληστής, οὔτε γυρίζει µὲ ἀντικλείδια τὴν νύκτα ὡς διαρρήκτης, οὔτε γδύνει τὸν ἄλλον στὴν ἐρηµιὰ ὑπὸ τὴν ἀπειλὴν τοῦ ὅπλου. Αὐτὸς κάθεται στὸ πολυτελέστατον γραφεῖον του, ὅπου ἐντρέπεσαι νὰ µπῇς µέσα. Κρατεῖ µιὰ πέννα στὰ χέρια καὶ µὲ αὐτὴν κλέβει. Γδύνει τὸ ὀρφανὸ καὶ πίνει τὸ αἷµα τοῦ φτωχοῦ µὲ τὴν τοκογλυφία, ἡ ὁποία ἀνεβίωσε στὶς ἡµέρες µας. Ἀλλοίµονον στὸ φτωχὸ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ τὸν στριµώξῃ τὸ βάσανο, ἡ ἀρρώστια, ἡ ἀνάγκη καὶ πέσῃ στὰ χέρια τους. Θὰ τοῦ πάρουν, ὄχι µόνον τὸ ὑποκάµισο, ἀλλὰ καὶ τὸ τοµάρι. Τὸν βλέπεις εἰς τὰς δεξιώσεις, µὲ τοὺς µεγάλους, καλοντυµένον. Τὸν βλέπεις νὰ γυρίζῃ µὲ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα. Ξέρεις ποῦ πηγαίνει; Πηγαίνει νὰ κλέψῃ, ὄχι, ὡς ληστής, ἀλλ᾽ ὡς µεγαλέµπορος, ὡς εἰσαγωγεύς, ὡς ἐπιχειρηµατίας παντὸς εἴδους. Πηγαίνει νὰ κάµῃ νόµους καὶ νὰ πάρῃ τὰ προϊόντα τοῦ πτωχοῦ µισοτιµῆς, γιὰ νὰ κερδίσῃ αὐτὸς κολοσιαῖα ποσά. Τὰ πέραν τοῦ νοµίµου κέρδους εἶναι κλεµµένα. Τὸ θεωρεῖ φυσικὸν νὰ ἐκµεταλλευθῇ τὴν ἄγνοιαν τοῦ πελάτου του καὶ τὴν ἀπειρίαν του. Ἀγωνίζεται καὶ ὅπου τὸν πιάσῃ, στὴν τιµή, στὸ ζύγισµα. Ἡ ἀδικία καὶ ἡ κλεψιὰ στὰ δηµόσια δίνει καὶ παίρνει. Τοῦ κακοφαίνεται νὰ τὸν πῆς κλέφτη. Καὶ ὅµως κάµνει ὁµηρικὰς µάχας, διὰ νὰ πάρῃ τὴν κουτάλα τοῦ Δηµοσίου, νὰ µπῇ στὰ Δηµοτικά, στὰ κοινοτικά, στὰ κοινὰ καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀκόµη! Τοὺς πῆρε, νοµίζετε, ὁ πόνος νὰ ἐργασθοῦν ὅλοι αὐτοὶ διὰ τὴν πτώχεια καὶ τὴν δυστυχία; Ἐπίσης ὅταν ὁ ἄλλος, µὲ διάφορα µέσα καὶ καταστρατηγήσεις, ἀποφεύγῃ νὰ πληρώσῃ τοὺς φόρους, νοµίζετε ὅτι δὲν βλάπτει κανένα; Βλάπτει τὸ Δηµόσιο. Κλέβει, δηλαδὴ ὅλους ἐµᾶς. Ὅσα γλυτώνει, εἶναι κλεµµένα. Νοµίζετε πώς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ἄδικα θὰ τοὺς µείνῃ τίποτε; Ὄχι. Ἰδέτε τὸν ὅµοιόν των Ζακχαῖον. Τί κερδίζουν Ὁ Ζακχαῖος εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἔκαµε µὲ ἀδικίες σπίτια, ἔπιπλα πολυτελῆ, κήπους θαυµασίους, κτήµατα πολλά. Θὰ τὸν νόµιζε κανεὶς εὐτυχῆ καὶ ἀναπαυµένον. ∆ὲν ἱκανοποιεῖται ὅµως. Κάτι γίνεται µέσα του. Αἰσθάνεται ὅτι δὲν εἶναι ἐν τάξει. Ὁ Κύριος ἦλθε νὰ φιλοξενηθῇ εἰς τὸ σπίτι του. Αὐτὸς ὑποφέρει ἐσωτερικῶς ἀπὸ τὸν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεως. Ἡ συνείδησις τὸν µαστιγώνει. Ἀπὸ τὴν πίεσι τότε τῆς συνειδήσεως ἀναγκάζεται νὰ ὁµολογήσῃ τὸ σφάλµα του εἰς τὸν Χριστόν. «Κύριε εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα ἀποδίδωµι τετραπλοῦν». Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο κέρδος τοῦ ἀδικοῦντος: Καὶ ἰδοὺ τώρα τὸ δεύτερον κέρδος τοῦ ἀδικοῦντος: Δὲν θὰ τοῦ µείνῃ τίποτε. Εἴτε οὕτως, εἴτε ἄλλως θὰ πᾶνε στὸν τόπο τους τὰ ἄδικα. Ἤ ὁ ἴδιος διὰ τῆς µετανοίας του θὰ τὰ ἐπιστρέψῃ ἤ θὰ τὰ πάρῃ ὁ Θεός. Ὁπωσδήποτε θὰ τὰ χάσῃ. Ὁ Ζακχαῖος κατόπιν ἀπ’ τὴν πάλη µὲ τὸν ἑαυτόν του, ἀποφασίζει νὰ τὰ ἐπιστρέψῃ. «Εἴ τινὸς τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωµι τετραπλοῦν». Εἶναι ἀδύνατον νὰ µὴ τοῦ φύγουν τὰ ξένα πράγµατα. Ζητοῦν τὸν ἀφέντη τους. Θὰ τὰ δίδῃς τότε εἰς φάρµακα, εἰς γιατρούς, εἰς κηδείας. Θὰ τὰ χάσῃ διότι τὰ κακῶς συναγµένα εἰς κακὰς ἀποθήκας. Καὶ «πλοῦτος ἄδικος ἐξεµεθήσεται», λέγει ὁ Θεός. Διατί, λοιπόν, σκοτώνεσαι νὰ ἀδικήσῃς, ἀφοῦ εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως θὰ τὰ χάσῃς; Δι’ αὐτὸ νὰ ἐξετάσῃ καθένας τὸν ἑαυτόν του µήπως εἶναι ἔνοχος εἰς ἀδικήµατα. Καὶ ἄν βρεθῇς, Χριστιανέ µου, ἔνοχος, τρέξε νὰ τὰ διορθώσης διὰ τῆς µετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς τῶν ἀδίκων πραγµάτων. Νὰ γυρίσῃς, σὰν τὸν Ζακχαῖο, τὰ ξένα πράγµατα πίσω.

 †Ἀρχ/της Χαράλαµπος Βασιλόπουλος, «Τὰ Μυστικά τῆς Εὐτυχίας»

Δεν υπάρχουν σχόλια: