Τη ΙΖ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Τήρωνος.

Θεόδωρος ο ένδοξος Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους των βασιλέων της Ρώμης Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλευσάντων κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284-305), Μαξιμιανού Γαλερίου του εν τη ανατολή βασιλεύσαντος (τε΄ - τια΄ 305-311) και Μαξιμίνου του ανεψιού και διαδόχου του Γαλερίου, κατήγετο δε εκ της Αμασείας πόλεως της Καππαδοκίας, από το χωρίον Χουμιαλά. Κατ’ εκείνον τον καιρόν έστειλαν οι βασιλείς διαταγάς, ότι όποιος εκ των Χριστιανών αρνηθή το Χριστόν και πιστεύση εις τα είδωλα θα έχη μεγάλας τιμάς από τους βασιλείς· όστις δε αρνήται να θυσιάση εις τα είδωλα και μένει εις την πίστιν του, να θανατώνεται με τιμωρίας και βασάνους.
Χριστιανοί δε τινες μετέβαινον φανερά και ωμολόγουν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, διο και απέθνησκον με πολλάς τιμωρίας. Άλλοι πάλιν ηρνούντο φεύ εκ του φόβου των βασάνων τον Χριστόν και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Όσοι δε ούτε να αρνηθούν τον Χριστόν ήθελον, ούτε να μαρτυρήσουν ηδύναντο έφευγον εις τα όρη και εκρύπτοντο εις τα σπήλαια. Πολλοί δε πάλιν φοβούμενοι μήπως ανακαλυφθούν προσεποιούντο εις το φανερόν ότι είναι ειδωλολάτραι, εν τω κρυπτώ δε ελάτρευον τον Χριστόν. Εξ αυτών λοιπόν ήτο και ο Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων. Ούτος ήτο Χριστιανός κεκρυμμένος, εφοβείτο δε να παρουσιασθή, όχι δια τα μαρτύρια, αλλά διότι ενόμιζεν, ότι δεν ήτο ακόμη εκ Θεού δια να μαρτυρήση· δια τούτο ηθέλησε να δοκιμάση αν ήτο θέλημα Θεού. Και η δοκιμή ήτο η εξής: Ο Άγιος επειδή ήτο γνωστικός και ανδρείος ήτο εις το τάγμα των Τηρώνων (νεοσυλλέκτων). Μέλλοντες δε να υπάγωσιν εις την Ανατολήν δια φύλαξιν, διωρίσθη ο Άγιος εις την λεγεώνα δηλαδή εις τάγμα εκλεκτόν. Ανεχώρησαν λοιπόν με τον αρχηγόν των Βρίγκαν δια την Ανατολήν και μετέβησαν εις την πόλιν των Ευχαϊτων. Πλησίον δε της πόλεως ταύτης, περί τα τεσσαράκοντα μίλια, ήτο δάσος μέγα εις το οποίον κατώκει μέγας και φοβερός όφις, όθεν ουδείς ετόλμα να διαβή δια της οδού εκείνης. Πολλοί δε άνθρωποι φοβούμενοι το θηρίον άφησαν τα κτήματά των, τα οποία είχον εκεί πλησίον. Θέλων λοιπόν ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος να δοκιμάση και να ίδη, εάν είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήση, μετέβη εις το δάσος έφιππος και εκοπίασε πολύ δια να εύρη το θηρίον, επειδή όμως επεριπάτησε πολύ και δεν το εύρεν, εκουράσθη και ηθέλησε να αναπαυθή, όθεν παρεμέρισεν ολίγον από το δάσος και εκοιμήθη. Γυνή δε τις πλουσία, ονόματι Ευσεβία, διέβαινεν εκ του τόπου εκείνου και ιδούσα αυτόν κοιμώμενον, επειδή ήτο φιλάνθρωπος, τον εξύπνησε λέγουσα· «Ω νεανία, εάν θέλης την ζωήν σου, φύγε εκ του τόπου τούτου, διότι εδώ κατοικεί θηρίον μέγα και φοβερόν και ουδείς τολμά να διαβή από τον τόπον τούτον· πως συ ετόλμησες και ήλθες εδώ»; Ο δε Άγιος ηρώτησε την γυναίκα λέγων· «Ποία είσαι συ»; Απεκρίθη η γυνή· «Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω κτήμα από τους γονείς μου εδώ, εκ του φόβου δε του θηρίου θα το αφήσω, διότι πολλούς ανθρώπους είδον ενώπιόν μου, όπου τους εφόνευσεν ο δράκων. Δια τούτο, σε παρακαλώ, να μη μείνης εις αυτόν τον τόπον και γίνης τροφή του θηρίου». Ενθαρρύνων τότε ο Άγιος την γυναίκα εκείνην λέγει προς αυτήν· «Γύναι, μη φοβού, μηδέ δάκρυζε· σήμερον θέλεις ελευθερωθή απ’ το θηρίον αυτό· ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός θέλει καταργήσει την δύναμίν του και θέλει σας λυτρώσει από τον πειρασμόν του· επειδή δε είχες την καλωσύνην να με ξυπνήσης, εύχομαι να σου δώση πάλιν ο Θεός τον τόπον, τον οποίον είχες κληρονομίαν». Αυτά είπεν ο Άγιος και ποιήσας το σημείον του Σταυρού ανέβη εις τον ίππον του και ώρμησεν εντός του δάσους, τότε ήκουσε τον θόρυβον τον οποίον έκαμνε το θηρίον. Όθεν έδραμεν ευθύς προς το σημείον από το οποίον ήρχετο ο θόρυβος και είδεν, ότι εξήρχετο ο δράκων εκ της κρύπτης του, πολύ φοβερός και πυρ εξήρχετο εκ των οφθαλμών του, έκαμνε δε και συριγμόν δυνατόν. Ευθύς τότε ο Άγιος, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, έδραμεν εναντίον του δράκοντος και με το κοντάριόν του τον εκτύπησεν εις την κεφαλήν. Το δε θηρίον εκ του πόνου εσύριξε δυνατά και περιέστρεψε την ουράν του· αφού δε έκαμε και άλλα φοβερά τινα σχήματα εψόφησε. Τότε ο Άγιος εξήλθεν από το δάσος χαίρων και γνωρίζων, ότι ήτο θέλημα Θεού να μαρτυρήση, διότι ηννόησεν, ότι όπως ενίκησε τον αισθητόν δράκοντα θα νικήση και την δύναμιν του νοητού θηρίου, του διαβόλου. Αφού λοιπόν ηλευθέρωσε τον τόπον εκείνον ο Άγιος μετέβη πάλιν προς τους λοιπούς στρατιώτας του τάγματός του. Διάγων λοιπόν ο Άγιος μετά του τάγματός του ήλθεν ο καιρός κατά τον οποίον οι στρατιώται και ο αρχηγός των Βρίγκας ήθελον να θυσιάσουν εις τα είδωλα· και οι μεν άλλοι στρατιώται μετέβαινον και εθυσίαζον, ο δε μακάριος Θεόδωρος έμενεν εις την σκηνήν του. Τότε εγνωρίσθη, ότι είναι Χριστιανός. Ο δε Βρίγκας συναθροίσας όλον τον στρατόν λέγει προς τον Άγιον· «Θεόδωρε, διατί δεν θυσιάζεις όπως όλοι μας; Ή μήπως είσαι Χριστιανός»; Απεκρίθη τότε ο Άγιος με πολλήν παρρησίαν, λέγων· «Εγώ είμαι Χριστιανός εξ αρχής και εις τον Χριστόν μου πιστεύω και εις αυτόν θέλω να θυσιάζω». Λέγει ο Βρίγκας· «Θεόδωρε, έχε την πρώτην σου τιμήν και έλα να θυσιάσης εις τα είδωλα, μη θέλεις δε σήμερον να ατιμασθής από όλο σου το γένος και από όλους τους συντρόφους σου και πάθης κακόν, αλλά θυσίασε, όπως όλοι ο άλλοι στρατιώται, και μη γίνεσαι παραβάτης των βασιλικών διαταγμάτων· διότι, εάν το μάθη ο βασιλεύς, θα πάθης μεγάλην ζημίαν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ φανερά σου το είπον, ότι είμαι Χριστιανός και δεν το αρνούμαι, αλλά πάλιν σου το λέγω, ότι Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν μου προσκυνώ και αυτού είμαι στρατιώτης και εις αυτόν θυσιάζω». Ο δε Βρίγκας είπε· «Και οι στρατιώται όλοι Χριστιανοί είναι και όμως θυσιάζουν εις τους θεούς και μένουν στρατιώται». Αυτόν δε τον λόγον είπεν ο Βρίγκας, όχι διότι ήσαν πράγματι Χριστιανοί οι στρατιώται, αλλά δια να τους δοκιμάση και να ίδη εάν είναι και άλλος Χριστιανός εκ των στρατιωτών. Όταν ήκουσε τον λόγον τούτον ο Άγιος είπε προς τον Βρίγκαν·  «Έκαστος γνωρίζει τίνος είναι στρατιώτης· εγώ γνωρίζω και ομολογώ ότι είμαι στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, του Κυρίου μου Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, εκείνον έχω βασιλέα και εις εκείνον στρατεύομαι». Τότε δέκαρχός τις, ονόματι Ποσειδώνιος, θέλων να περιπαίξη τον Άγιον, είπε προς αυτόν ειρωνευόμενος· «Θεόδωρε, έχει ο Θεός σου υιόν»; Ο δε Άγιος απεκρίθη με πολλήν παρρησίαν· «Ναι, ο Προφήτης Δαυϊδ το λέγει. «Τω Λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλμ. λβ: 6). Λέγει ο Βρίγκας· «Δυνάμεθα, Θεόδωρε, να ίδωμεν τον Υιόν του Θεού σου, όπου λέγεις»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν αφήσης την πλάνην σου και γίνης Χριστιανός, τότε θα εννοήσης ποίος είναι ο Υιός του Θεού, τον οποίον κηρύττω». Λέγει ο Ποσειδώνιος περιπαικτικώς· «Και εάν ηθέλαμεν εννοήσει τον Υιόν του Θεού σου, τι καλόν ηθέλαμεν απολαύσει ή τι κακόν θέλομεν πάθει, εάν δεν τον γνωρίσωμεν»; Λέγει ο Άγιος· «Πολύ είναι, Ποσειδώνιε, να αφήσης την πλάνην και να έλθης εις την αλήθειαν, να αφήσης το σκότος και να έλθης προς το φως· να αφήσης το στράτευμα του φθαρτού βασιλέως και να γίνης στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, όπως και εγώ». Τότε στραφείς ο Βρίγκας είπε προς τον Ποσειδώνιον· «Ας του δώσωμεν καιρόν μιας ημέρας να συλλογισθή το καλλίτερον». Τότε τον μεν Άγιον άφησαν, ήρχισαν δε να εξετάζωσιν άλλους Χριστιανούς. Ο δε ευλογημένος Θεόδωρος ήρχετο πλησίον εκείνων των Χριστιανών και τους εδίδασκε να μην αρνηθώσι τον Χριστόν· έλεγε δε προς αυτούς· «Αδελφοί μου Χριστιανοί και συστρατιώται του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, μη φοβείσθε τας τιμωρίας και τα βάσανα ταύτα τα πρόσκαιρα, διότι μόνον εις την θεωρίαν έχουσι τον φόβον, όταν δε αποτολμήσετε και λάβετε εν ή δύο μαρτύρια, τότε τα επίλοιπα θέλει σας φαίνονται χαρά και αγαλλίασις. Προσέξατε, αδελφοί μου, μη αρνηθήτε τον Χριστόν, όστις είναι έτοιμος να σας αξιώση της Βασιλείας του. Αν θυσιάσητε εις τα είδωλα, τι κέρδος θα αποκτήσετε; Αναπόφευκτον είναι μίαν ημέραν να αποθάνητε, εάν δε αποθάνητε ειδωλολάτραι αλλοίμονον εις σας. Ίστασθε λοιπόν, αδελφοί μου, δυνατοί». Αυτά και άλλα λέγων ο Άγιος ενεδυνάμωνε τους Χριστιανούς. Και οι μεν τύραννοι τους άλλους Χριστιανούς εφυλάκισαν, ο δε Άγιος μετέβη δια νυκτός και έβαλε πυρ εις ελληνικόν τινα βωμόν ονομαζόμενον της θεάς Ρέας, δια να δείξη ότι όχι μόνον δια λόγων είναι Χριστιανός, αλλά και δι’ έργων, να δείξη δε και εις τους Έλληνας, ότι προσκυνούσι κωφά και αναίσθητα ξύλα. Μεγάλη λοιπόν σύγχυσις έγινεν εις τα Ευχάϊτα την ημέραν εκείνην δια τον βωμόν, όστις κατεκάη. Υπηρέτης δε τις του βωμού ονόματι Κρονίδης είχεν ίδει τον Άγιον, όταν έβαλε πυρ εις τον βωμόν και φοβούμενος μήπως θεωρηθή υπεύθυνος, επήρε τον Άγιον και τον επήγεν εις τον αρχηγόν του τόπου, ονόματι Πούπλιον και εστάθη έμπροσθέν του, λέγων· «Αυθέντα Πούπλιε, ο ασεβέστατος ούτος στρατιώτης του βασιλέως, όπως εις τον αρχηγόν του στρατού τον Βρίγκαν ωμολόγησεν, είναι Χριστιανός· αυτός κατέκαυσε και τον βωμόν της θεάς Ρέας και αντιτίθεται προς τα βασιλικά προστάγματα· δια τούτο έφερα αυτόν εις την εξουσίαν σου και συ, ως φρόνιμος δούλος των θεών, κάμε εις αυτόν, όπως ορίζουν οι νόμοι και οι βασιλείς». Τότε, όταν ήκουσε ταύτα ο Πούπλιος, εκάλεσεν ευθύς τον στρατηγόν Βρίγκαν και λέγει προς αυτόν· «Συ άφησες τον ασεβέστατον αυτόν να κατακαύση τον βωμόν της θεάς Ρέας»; Ο Βρίγκας απεκρίθη· «Εγώ του έδωσα άδειαν να συλλογισθή καλλίτερον, όχι να κατακαύση τον βωμόν· πολλάκις του είπον να θυσιάση και δεν με ήκουσεν, αλλά με περιέπαιζε λέγων, ότι είναι στρατιώτης του Ναζωραίου Ιησού και αρνείται την στρατιάν των ισχυρών βασιλέων. Αρχηγός λοιπόν είσαι και, όπως νομίζεις καλόν, τιμώρησε αυτόν μήπως και μεταβάλης την μιαράν του γνώμην». Τότε ο Πούπλιος λέγει προς τον Άγιον με πολύν θυμόν· «Ασεβέστατε στρατιώτα, αυτή είναι η τιμή την οποίαν δίδεις εις τους μεγάλους θεούς; Αντί να θυσιάσης εις τον βωμόν της μεγάλης θεάς Ρέας, συ επήγες και τον κατέκαυσες; Και με ποίαν τόλμην μετέβης, μιαρώτατε, και έκαμες τοιαύτην παρανομίαν; Δεν εδειλίασες τα βασιλικά προστάγματα»; Ο δε Άγιος απεκρίθη με πολλήν παρρησίαν· «Ηγεμών Πούπλιε, ομολογώ ότι εγώ είμαι εκείνος όστις κατέκαυσα τον βωμόν της Ρέας, διότι ηθέλησα να δοκιμάσω και να ίδω, εάν είναι θεά αληθινή· αλλ’ είδα ότι είναι ξύλον κωφόν και αναίσθητον· και τοιαύτην τιμήν πρέπει να έχωσι τα είδωλα, επειδή οφθαλμούς έχουσι και δεν βλέπουσι, ώτα έχουσι και δεν ακούουσι, στόμα έχουσι και δεν ομιλούσι, πόδας έχουσι και δεν περπατούσι. Τι θεοί λοιπόν είναι αυτά τα άλαλα ξύλα»; Τότε ο ηγεμών, μη δυνάμενος να αντισταθή εις τους λόγους αυτούς, διέταξε να δείρουν δυνατά τον Άγιον, όταν δε ετελείωσαν το πρόσταγμά του λέγει προς αυτόν ο Πούπλιος· «Δια να σου φανώ γλυκόλογος, δια τούτο υπερηφανεύεσαι τόσον· αλλά εάν σε δοκιμάσω με βάσανα και με πολλάς τιμωρίας, τότε, και μη θέλων, θα υποταχθής εις τα βασιλικά προστάγματα». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Καθώς δεν δέχεσαι συ τους ιδικούς μου λόγους, έτσι και οι ιδικοί σου φοβερισμοί δεν με φοβίζουν· αι ιδικαί σου απειλαί μόνον τα μικρά παιδία φοβίζουν, αλλ’ εγώ έχω την δύναμιν του Χριστού μου, ήτις μοι είναι χαρά και αγαλλίασις. Ούτε λαμβάνω κατά νουν τας τιμωρίας με τας οποίας με απειλείς, διότι η δύναμις του Χριστού μου θα τας ελαφρώση». Λέγει προς αυτόν ο ηγεμών· «Θεόδωρε, θυσίασε εις τους θεούς να ελευθερωθής από τας τιμωρίας». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ό,τι θέλεις κάμε εις εμέ· εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι». Όταν ήκουσε ταύτα ο ηγεμών, έτριξε τους οδόντας του ως λέων και μετά θυμού πολλού είπε προς τους υπηρέτας του· «Λάβετε τον μιαρόν τούτον, ο οποίος μας θεωρεί ως ουδέν και θέσατε αυτόν εις την φυλακήν, κλείσατε δε καλώς τας θύρας και σφραγίσατε αυτάς με την σφραγίδα μου· μη του δώσητε δε άρτον, ούτε ύδωρ, ούτε άλλο τίποτε έως ότου αποθάνη κακήν κακώς»! Έλαβον λοιπόν αμέσως οι στρατιώται τον Άγιον και μεταφέραντες αυτόν εις την φυλακήν τον έθεσαν εις τα δεσμά. Αλλ’ επειδή ταύτα πάντα υπέμεινεν ο Άγιος δια την αγάπην του Χριστού, δια τούτο ούτε και ο Χριστός τον εγκατέλειψεν, αλλά κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα εφάνη ο ίδιος προς αυτόν και του λέγει· «Χαίρε Θεόδωρε, στρατιώτα μου, μη λυπείσαι ουδόλως, ούτε να θλίβεσαι δια τον δαρμόν τον οποίον έλαβες δια την αγάπην μου· εγώ, καθώς πάντοτε, είμαι μετά σου· εις ολίγας δε ημέρας θέλεις έλθει εις την Βασιλείαν μου, μη λάβης δε τροφήν από τας χείρας αυτών! Η Χάρις μου θα σε τρέφη. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου». Και ο μεν Κύριος, ούτως ειπών, ανελήφθη. Ο δε Άγιος υπέμεινεν εις την φυλακήν, χαίρων και ψάλλων· έψαλλον δε μετ’ αυτού και Άγγελοι Θεού τόσον, ώστε οι φύλακες ενόμιζον, ότι είναι εις την φυλακήν Χριστιανοί και ψάλλουν μαζί με τον Άγιον! Μετέβησαν λοιπόν και παρατηρήσαντες είδον, ότι η φυλακή ήτο κλειστή, η δε σφραγίς του ηγεμόνος ήτο ακριβής και αβλαβής. Απεσύρθησαν τότε αλλά και πάλιν ήκουον φωνήν ανδρών πολλών, όθεν παρατηρήσαντες από θυρίδα τινά είδον ότι ήτο πλήθος ανδρών λευκοφόρων, οίτινες έψαλλον μετά του Αγίου! Ευθύς τότε μετέβησαν και είπον εις τον ηγεμόνα Πούπλιον, ότι μέσα εις την φυλακήν είναι πολλοί Χριστιανοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουσι πόθεν εισήλθον! Όταν ήκουσε τούτο ο ηγεμών εφοβήθη και ευθύς ηγέρθη και μετέβη εις την φυλακήν μεθ’ όλων των στρατιωτών. Και τους μεν στρατιώτας έθεσε γύρω να προσέχουν την φυλακήν, εάν είναι Χριστιανοί να τους συλλάβωσιν, αυτός δε εισήλθεν εντός της φυλακής και φωνήν μεν ήκουεν πολλών, ως ανωτέρω είπομεν, ουδένα όμως είδεν εντός αυτής ειμή μόνον τον Άγιον δεδεμένον και ησφαλισμένον εις το ξύλον. Όταν δε τον είδεν, φοβηθείς έκλεισε και πάλιν την φυλακήν και διέταξε τους φύλακας να του δίδουν εκάστην ημέραν από μίαν ουγγίαν (24 γραμμάρια) άρτου και ολίγον ύδωρ. Όταν δε οι φύλακες έφεραν την τροφήν εις τον Άγιον, ούτος δεν την εδέχθη, αλλά τους είπε· «Εγώ έχω τροφήν ουράνιον, ήτοι τον Χριστόν μου και την δύναμίν του, την δε ιδικήν σας μιαράν τροφήν δεν την θέλω. Λέγω δε και εγώ καθώς λέγει και ο Προφητάναξ Δαυϊδ· «Έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου» (Ψαλμ. ρμ: 5). Το πρωϊ διέταξεν ο ηγεμών και εξέβαλον τον Άγιον από την φυλακήν, όταν δε τον έφερον έμπροσθέν του είπε προς αυτόν· «Άκουσόν με, φίλε μου Θεόδωρε, και έλα θυσίασε εις τα είδωλα, πριν σε τιμωρήσω· και, μα την δύναμιν των θεών, να γράψω εις τους βασιλείς να σε χειροτονήσουν αρχιερέα των θεών να σε έχωμεν όλοι μας δια πρώτον, να γίνης και ισότιμος με ημάς και τιμήν μεγάλην να απολαύσης από τους βασιλείς». Ο δε Άγιος, όταν ήκουσε, πρώτον εγέλασε δια την αρχιερωσύνην, την οποίαν του επρότεινεν ο ηγεμών, έπειτα απεκρίθη και είπεν· «Ηγεμών Πούπλιε, μη νομίζεις, ότι με τοιαύτας κολακείας και ψευδολογίας θα νικήσης την γνώμην μου· πληροφορήσου καλώς, ότι καν πυρ με καύση, καν θάλασσα και ποταμοί με πνίξουν, καν ξίφος με κατακόψη, καν θηρία με φάγωσι, καν το σώμα μου όλον το κατακόψης εις μυριάδας τεμάχια, εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι έως ότου αναπνέω και έως ότου ζω και δια την αγάπην του Χριστού μου θέλω να βασανίζωμαι και να τιμωρούμαι πάντοτε». Ταύτα όταν ήκουσεν ο ηγεμών εθαύμασε πολύ δια την τόλμην του Αγίου· έλαβε λοιπόν κατά μόνας τον αρχηγόν Βρίγκαν και τον ηρώτησε τι να κάμη· ο δε Βρίγκας του είπε· «Αρχηγός είσαι εις τον τόπον αυτόν και κάμε ό,τι νομίζεις καλόν». Τότε διέταξεν ο Πούπλιος να τιμωρήσωσι τον Άγιον, κρεμώντες αυτόν με την κεφαλήν προς τα κάτω και να ξέωσι το σώμα του με σιδηράς χείρας, έως ότου ή αποθάνη ή θυσιάση· τόσον δε οι υπηρέται έξεον τον Άγιον, ώστε εφάνησαν τα πλευρά του· και οι μεν υπηρέται εκουράσθησαν ξέοντες, ο δε Άγιος άλλο δεν απεκρίνετο, ει μη έψαλλε μυστικώς· «Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ, δια παντός η αίνεσις αυτού εν τω στόματί μου» (Ψαλμ. λγ: 2). Ο ηγεμών, όταν είδεν ότι δεν κατορθώνει τίποτε, διέταξε να τον κατεβάσουν και λέγει προς αυτόν· «Δεν εντρέπεσαι, άθλιε, να ελπίζης εις ένα κακοθάνατον άνθρωπον, τον Ιησούν τον Ναζωραίον; Εις εκείνον πιστεύεις, ο οποίος ούτε τον εαυτόν του ηδυνήθη να βοηθήση»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Τοιαύτην εντροπήν να είχον πάντοτε, ασεβέστατε άνθρωπε, και εγώ και όλοι οι Χριστιανοί, όσοι ελπίζουσιν εις τον Χριστόν». Κατά την ώραν εκείνην σύγχυσις μεγάλη εγένετο από το πλήθος των ανθρώπων, ο δε ηγεμών φοβούμενος μήπως γίνη κανέν κακόν από τον κόσμον, ηρώτησε πάλιν τον Άγιον λέγων· «Ας αφήσωμεν τας πολυλογίας και ειπέ μου λόγον βέβαιον και αποφασιστικόν· θέλεις να θυσιάσης εις τους θεούς ή να πάθης περισσοτέρας τιμωρίας»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ασεβέστατε και κληρονόμε πάσης διαβολικής τέχνης, δεν φοβείσαι τον Θεόν, ο οποίος σου έδωκε τοιαύτην εξουσίαν, αλλά με προστάζεις να τον αρνηθώ και να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξύλα»; Τότε ο ηγεμών αφήκε τον Άγιον ολίγην ώραν δια να σκεφθή τι να κάμη. Όταν δε παρήλθεν η ώρα λέγει προς αυτόν· «Τι επιθυμείς καλύτερον; Να είσαι μαζί μας ή με τον Χριστόν σου»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Με τον Χριστόν μου ήμην, είμαι και θα είμαι». Όταν είδεν ο ηγεμών, ότι πλέον τίποτε δεν κατορθώνει, αλλά μάλιστα σύγχυσις γίνεται, απεφάσισε να αποτελειώσουν τον Άγιον και έγραψε την εξής απόφασιν· «Επειδή ο Θεόδωρος είναι κακός αποστάτης των βασιλικών προσταγμάτων, ηρνήθη δε τους ιδικούς μας θεούς και πιστεύει τον εσταυρωμένον Ιησούν, διατάσσω να τον καύσετε τελείως, τόσον ώστε ούτε η γη να δεχθή το μιαρόν του σώμα, αλλά να τον καταφάγη το πυρ, επειδή και αυτός κατέκαυσε τον ναόν της θεάς Ρέας». Τότε έλαβον ευθύς τον Άγιον οι στρατιώται δεδεμένον και τον μετέφεραν εις τον τόπον της καταδίκης του. Ο δε Άγιος έλυσε την ζώνην, την οποίαν είχε και έβγαλε και το ένδυμα και τα υποδήματα τα οποία εφόρει. Ηθέλησαν τότε οι στρατιώται να τον καρφώσωσιν εις την γην, δια να μη ταραχθή, αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε και είπεν· «Αφήσατέ με ακάρφωτον. Ο Χριστός, όστις μου έδωκε δύναμιν και υπέμεινα τας άλλας τιμωρίας, θέλει μου δώσει δύναμιν να υπομείνω και το πυρ». Δεν τον εκάρφωσαν λοιπόν, αλλά μόνον τον έδεσαν, ο δε Άγιος εσήκωσε τας χείρας του προς τον Θεόν και μετά δακρύων παρεκάλει, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του αθανάτου Πατρός, όστις δια την σωτηρίαν μας κατέβης από τους ουρανούς και ήλθες εις την γην, ευχαριστώ σοι, διότι με ηξίωσας να υπομείνω βασάνους και τιμωρίας δια το Άγιόν σου όνομα, δοξολογώ σε, διότι με κατηξίωσες να μιμηθώ το Πάθος σου, υμνολογώ σε διότι με ενεδυνάμωσες να μαρτυρήσω δια την αγάπην σου. Αξίωσόν με, Χριστέ μου, και της Βασιλείας σου. Και καθώς εγώ υπέμεινα τόσα μαρτύρια δια την αγάπην σου, ούτω και Συ, Θεέ μου, δόξασόν με εις την Βασιλείαν σου. Αλλά και τους στρατιώτας, οίτινες ήσαν μετ’ εμού, τώρα δε ευρίσκονται εις την φυλακήν δια το όνομά σου, αξίωσον και εκείνους να μαρτυρήσουν και να λάβουν θάνατον δι’ αγάπην σου, όπως και εγώ». Ενώ δε ηύχετο ούτω, κεκρυμμένος τις Χριστιανός, ονόματι Κλεόνικος, έβλεπε τον Άγιον και εδάκρυζε· λέγει δε προς αυτόν ο Άγιος· «Αδελφέ Κλεόνικε, σε περιμένω· όθεν ελθέ». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος ήρχισε πάλιν δεόμενος του Χριστού και λέγων· «Χριστέ μου, Θεέ αληθινέ, όστις πρώτος έδειξες το Μαρτύριον και υπέμεινας Σταυρόν και θάνατον δια την σωτηρίαν μας και δια να μας δείξης οδόν σωτηρίας και πώς να ερχώμεθα εις την Βασιλείαν σου, Συ δέξαι, Κύριε, και τούτο το Μαρτύριόν μου το μικρόν και παράλαβε την ψυχήν μου εις την αιώνιον Βασιλείαν σου, κατάταξον δε ταύτην  με τας ψυχάς των Αγίων σου Μαρτύρων· διότι, ελπίζων εις Σε, υπέμεινα τας τιμωρίας και τα βάσανα, και δια την δόξαν σου έλαβα τον θάνατον». Ταύτα είπεν ο Άγιος και αμέσως επήδησεν εντός της καιομένης εκείνης καμίνου υμνών και δοξάζων τον Θεόν! Ο δε Θεός, δια να δείξη θαύμα και να δοξάση τον Άγιόν του, ωκονόμησε το εξής θαυμάσιον: Η φλοξ εκείνη έγινεν ως αψίς και περιεκύκλωσε μόνον το σώμα του Αγίου, δεν έβλαψεν όμως αυτό ουδόλως! Ο δε Άγιος, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Τότε η γυνή εκείνη Ευσεβία, περί της οποίας προείπομεν, ότι εξύπνησε τον Άγιον κοιμώμενον πλησίον του δάσους, κατώρθωσε δια πολλών χρημάτων να λάβη το ιερόν και χαριτόβρυτον λείψανον του Αγίου, μετέφερε δε τούτο εις την πατρίδα της τα Ευχάϊτα, όπου κατ’ έτος εώρταζε τον Άγιον και τον είχε βοηθόν της εις κάθε περίστασιν. Όχι δε μόνον αυτή, αλλά και όλοι οι ασθενείς του τόπου εκείνου και όλος ο κόσμος τον είχον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Όχι δε μόνον όσοι είναι πλησίον αλλά και οι μακρόθεν ευρισκόμενοι ομοίως απολαμβάνουσιν από τον πλούτον των χαρισμάτων του. Άπειρα δε είναι τα θαύματα, ευλογημένοι Χριστιανοί, τα οποία έκαμνε και κάμνει ο Άγιος εις τους μετ’ ευλαβείας επικαλουμένους την χάριν του, από τα οποία θα είπωμεν ολίγα τινά προς πίστωσιν των πολλών και μάλιστα να είπωμεν πρώτον το θαύμα των κολλύβων, του οποίου την ετήσιον μνήμην επιτελούμεν ιδιαιτέρως κατά το πρώτον Σάββατον των Νηστειών εις ανάμνησιν της επιστασίας του Αγίου προς τους ευλαβείς Χριστιανούς, τους φυλάσσοντας τας εντολάς του Θεού. Αλλά παρακαλώ την αγάπην σας, όπως εντείνητε την προσοχήν σας, ίνα πληροφορηθήτε την υπεράγαθον ευσπλαγχνίαν του Θεού και την αμνησίκακον βοήθειάν του και πως προστατεύει πολλάκις τους Χριστιανούς, ίνα μη εμπέσουν εις ολισθηρόν βόθρον απωλείας ητιμασμένον υπό του αρχεκάκου δαίμονος και των ομοφρόνων αυτού, αλλά προνοεί περί αυτών και επισκέπτεται αυτούς. Όταν εβασίλευσεν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ο μιαρός και αποστάτης, ο οποίος εξέφερεν εντόνως πολλάς και διαφόρους βλασφημίας κατά του αληθινού Θεού, κινούμενος υπό του πατρός αυτού, του σατανά, εσήκωσε θεομάχον χείρα εναντίον της ευσεβούς πίστεως των Χριστιανών, ίνα απομακρύνη αυτούς από της αγάπης του Θεού και καταφρονηθή υπό των ανθρώπων η Αγία του Χριστού πίστις, χάριν της τιμής και της λατρείας των δαιμόνων. Ω της συμφοράς! Ω της μανίας και λύσσης! Ήθελεν ο άθλιος να τιμώνται μεν τα είδωλα, ο δε Θεός να υβρίζεται! Επειδή λοιπόν είχε την λύσσαν ταύτην και την μεγάλην ασέβειαν, δεν παρέλειπε καθ’ ημέραν να τιμωρή τους Χριστιανούς. Άλλους μεν δια τρυπημάτω της κοιλίας, άλλους δι’ εξορύξεως των οφθαλμών και εκριζώσεως των οδόντων, άλλους δι’ αποκοπής της γλώσσης, και άλλους με σούβλας και τήγανα και όσα άλλα όργανα θανατηφόρα εφεύρισκον δια τον βασανισμόν των Χριστιανών. Τοιουτοτρόπως λοιπόν εκμανείς ο μιαρός, δεν ηδύνατο να δώση τέρμα εις την ασέβειάν του, οι δε Χριστιανοί εδέχοντο το πλήθος των βασάνων με υπομονήν. Ούτως είχον τα πράγματα, ότε ο ασεβής Ιουλιανός, φλογιζόμενος από την κακίαν, σκέπτεται και αποφασίζει φοβεράν και απάνθρωπον βουλήν, ούτε να μαστιγώνη, ούτε να θανατώνη κανένα, εκτός εάν δεν κατώρθωνε προηγουμένως να παραδώση όλους δια της απογνώσεως και της απελπισίας εις την ειδωλολατρίαν. Εάν δε ο Θεός δεν ήθελε βοηθήσει τους Χριστιανούς και διαλύσει και το μηχάνημα τούτο, ασφαλώς θα επετύγχανεν η πονηρά και ανοσία απόφασίς του. Είναι δε το τέχνασμα, το οποίον ηθέλησε να μεταχειρισθή ο Ιουλιανός, το εξής: βλέπων ο άθλιος, ότι οι Χριστιανοί κατά την πρώτην εβδομάδα της αγίας Τεσσαρακοστής εξαγνίζονται δια της νηστείας και της εκτενούς προσευχής, προσκαλεί κατά την πρώτην ημέραν τον έπαρχον της πόλεως, ο οποίος ήτο ομόφρων και όμοιος με αυτόν, ως προς την απιστίαν, και λέγει προς αυτόν· «Επειδή, ω έπαρχε, αφού μετεχειρίσθην πολλά και ποικίλα μηχανήματα, δεν κατώρθωσα να σβύσω την πίστιν των Χριστιανών και ένεκα τούτου ευρίσκομαι εις μεγάλην φροντίδα, μου ήλθεν από τους θεούς μας γνώμη καλή και αναντίρρητος, ότι οι Χριστιανοί την εβδομάδα ταύτην την πρώτην φυλάττουσι μετά πολλής επιμελείας δια νηστείας. Διατάσσω λοιπόν να σηκωθούν από την αγοράν όλα τα τρόφιμα και τίποτε να μη υπάρχη εις αυτήν εκτός εκείνων, τα οποία εγώ θα χορηγήσω, τρόφιμα δηλαδή και ποτά ραντισμένα με το αίμα των θυσιών ημών· διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον αναγκαστικώς θα αγοράσωσιν όλοι και θα φάγωσι και θα υπακούσωσιν εις ημάς, διότι θα γευθώσιν από την θυσίαν των θεών· ή, αν δεν υπακούσωσιν, θα αποθάνωσιν από την πείναν». Αυτά όταν ήκουσεν ο έπαρχος από το αντίθεον στόμα του βασιλέως, λέγεται ότι είπε· «Τώρα γνωρίζω, ότι η καρδία του βασιλέως είναι εις τας χείρας των θεών». Μετά τον λόγον τούτον του μιαρού βασιλέως ηκολούθησεν ευθύς η πράξις, και όσα μεν τρόφιμα υπήρχαν εις την αγοράν απεσύρθησαν, εξετέθησαν δε προς πώλησιν τα μεμιασμένα τρόφιμα και ποτά του βασιλέως. Τι λοιπόν έκαμεν ο πλάσας ημάς Θεός; Άραγε παρείδεν ή παρέβλεψε τους ευσεβείς δούλους του; Ουδαμώς. Αλλ’ ευθύς ως επεχειρήθη το φοβερόν και σατανικώτατον τούτο έργον, ευθύς επεμελήθη και ο Πανάγαθος Θεός την σωτηρίαν του χριστεπωνύμου λαού του, αποστείλας τον Μεγαλομάρτυρα αυτού Θεόδωρον, τον αληθέστατα δώρον Θεού, προς σωτηρίαν της πίστεως, ίνα δοξάση εκ των θαυμασίων αυτού έργων τον θεράποντα αυτού. Παρουσιάζεται λοιπόν ο Άγιος φανερώς και όχι εν οράματι προς τον Πατριάρχην των Χριστιανών, φανερώνων εις αυτόν το αντίθεον τερατούργημα του Παραβάτου Ιουλιανού και είπε προς αυτόν· «Πατριάρχα, σήκω γρήγορα και συνάθροισε το ποίμνιον του Χριστού και διαφύλαξε αυτό μετά μεγάλης προσοχής, παραγγέλλων να μη αγοράση ουδείς τίποτε από τα τρόφιμα, τα οποία υπάρχουν εις την αγοράν, διότι ο δυσσεβέστατος Ιουλιανός κατεμόλυνεν άπαντα δια του μιαρού αίματος της θυσίας αυτού». Ο δε Αρχιερεύς, θαυμάσας, είπε προς τον Άγιον· «Και πως λοιπόν, ω κύριέ μου, είναι δυνατόν να γίνη τούτο; Εις μεν τους πλουσίους ίσως αυτό να είναι δυνατόν, καθ’ όσον έχουσι παρακαταθήκην τροφίμων· εις δε τους πένητας, οι οποίοι δεν έχουσιν ουδέ μιας ημέρας τροφήν, τι πράγμα πρέπει να δοθή προς παρηγορίαν της ανάγκης αυτών»; Ο δε Μάρτυς είπε· «Κόλλυβα να προσφέρης εις αυτούς, κόλλυβα δια να ανακουφίσης την ανάγκην αυτών». Λέγει ο Πατριάρχης· «Και τι είναι αυτά τα κόλλυβα; Δεν γνωρίζω». Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Σιτάρι· να το βράσης και να το μοιράσης εις τους Χριστιανούς». Δια να δείξη δε ο Άγιος πόθεν ήλθε, λέγει προς τον Πατριάρχην· «Διότι τούτο το βρασμένο σιτάρι εις την χώραν των Ευχαϊτων συνηθίζομεν να το λέγωμεν κόλλυβα. Ούτω λοιπόν ποίησον και διατήρησον το ποίμνιον του Χριστού αβλαβές και αμίαντον». Λέγει ο Πατριάρχης· «Και ποίος είσαι, κύριε, ο οποίος φροντίζεις τόσον φιλανθρώπως και ευσπλάγχνως δια την σωτηρίαν ημών»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος, ο οποίος απεστάλην παρ’ αυτού εις σωτηρίαν και βοήθειαν ιδικήν σας». Τι λοιπόν τούτου παραδοξότερον και φιλανθρωπότερον θαύμα; Όντως, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! Καθώς ήκουσε λοιπόν  ταύτα ο Πατριάρχης, γεμάτος από θαυμασμόν και χαράν ηγέρθη, συνήθροισε τον λαόν του Χριστού και φανερώνει την επιστασίαν και την βοήθειαν του Μάρτυρος κηρύξας ταύτα εις όλους με ακρίβειαν, διεφύλαξε δε ούτω αβλαβές το ποίμνιον του Χριστού. Εις δε την αγοράν, μολονότι ετελείωνεν η εβδομάς, το τέχνασμα του Ιουλιανού έμενεν ανωφελές και χωρίς καμμίαν ενέργειαν, διότι ουδείς των Χριστιανών ηγόραζε τα μεμιασμένα τρόφιμα. Αφού λοιπόν ο Ιουλιανός ενικήθη φανερώς, απέσυρεν από την αγοράν τα μεμιασμένα τρόφιμα και έφερε τα συνήθη· οι δε Χριστιανοί ύμνησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν και τον καλλίνικον Αυτού Μάρτυρα Θεόδωρον και ετέλεσαν χάριν αυτού φαιδράν και λαμπράν εορτήν. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι τώρα, η ενέργεια του θαύματος κηρύσσεται εις διδασκαλίαν των νηστευόντων Χριστιανών, ότι είναι μεγάλη δύναμις και πολλά πλήθη αμαρτημάτων δύναται να καλύψη και να αφανίση η καθαρά νηστεία. Ακούσατε τώρα άλλο θαύμα του Αγίου. Εις την χώραν των Ευχαϊτων υπάρχει επαρχία, ήτις λέγεται Ποντοηράκλεια. Εκεί επέδραμον ποτέ Ισμαηλίται πειραταί, οι οποίοι ηχμαλώτισαν πολύν λαόν των Χριστιανών. Μεταξύ των άλλων λοιπόν ηχμαλώτισαν και τον μονογενή υιόν χήρας τινός. Επειδή δε η χήρα έκλαιεν ελεεινώς και απαρηγόρητα, διότι δεν είχεν άλλον υιόν δια να παρηγορήση την χηρείαν της, επορεύετο καθ’ εκάστην ημέραν εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και παρεκάλει αυτόν, οδυρομένη και κλαίουσα γοερώς και ταύτα λέγουσα προς αυτόν· «Γνωρίζεις, ω Άγιε Μεγαλομάρτυς, ότι εξ αρχής αφιέρωσα εις σε τον μονογενή μου υιόν. Εγώ μεν αυτόν εγέννησα, ιδικός σου δε υιός ήτο κατά Χάριν, ένεκεν δε τούτου ετέλουν καθ’ έκαστον έτος την ιεράν σου μνήμην και λειτουργίαν, ίνα διαφυλάττης αυτόν. Τώρα δε εμέ την ταλαίπωρον και δυστυχή με κατέστησες εντελώς έρημον και δεν έχω που να κλίνω την κεφαλήν μου. Δια τούτο σε παρακαλώ, Άγιε, επειδή έχυσες το αίμα σου υπέρ του Δεσπότου Χριστού και έχεις παρρησίαν προς Αυτόν και όσα θέλεις ζητήσει θα σου δώση ο Κύριος, ελευθέρωσον τον υιόν μου δια να εύρω παρηγορίαν η ταλαίπωρος». Ταύτα και άλλα πολλά έλεγεν η γυνή μετά πολλών δακρύων και στεναγμών, νύκτα και ημέραν, προς τον Άγιον υπέρ του υιού αυτής, ίνα ελευθερώση αυτόν ο Άγιος εκ της δεινής συμφοράς και αιχμαλωσίας, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαυϊδ, ότι, θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει. Ότε λοιπόν έφθασεν ο καιρός της εορτής του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, ενεθυμήθη η χήρα, όπως επιτελέση την εορτήν μετά χαράς και λαμπρότητος και δακρύουσα έλεγε καθ’ εαυτήν· «Πως και με ποίον τρόπον θα επιτελέσω χαίρουσα την εορτήν ταύτην, ενώ δεν είναι παρών ο γλυκύτατός μου υιός; Πως θα υπομείνω άνευ δακρύων και στεναγμών, αφού έχασα την παρούσαν μου ελπίδα; Δια τούτο σε παρακαλώ, ω γνήσιε δούλε του Θεού Θεόδωρε, παρηγόρησον μου την χηρείαν». Ταύτα λέγουσα η γυνή εισήρχετο συνεχώς εις τον Ναόν και έβρεχε τους πόδας του Μάρτυρος δια των δακρύων της, κατ’ αυτόν δε τον τρόπον ετέλει την μνήμην αυτού. Τι λοιπόν; Άραγε, παρείδεν ο Κύριος την παράκλησιν αυτής; Ουδαμώς. Αλλά κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα, κατά την οποίαν ετελείτο η μνήμη του Μάρτυρος, αίφνης αοράτως, ενώ οι Ιερείς έψαλλον και ο λαός ύμνει, ευρέθη ο αιχμαλωτισθείς υιός εις το μέσον της Εκκλησίας, φερόμενος υπό του Αγίου και καθήμενος εις λευκόν ίππον! Ποίος τώρα να περιγράψη την χαράν και τας ευχαριστίας της γυναικός εκείνης; Ήκουσαν δε και οι πιστοί και οι ενάρετοι άνθρωποι τον κρότον των ποδών του ίππου και εξεπλάγησαν άπαντες δια το παράδοξον θαύμα, το οποίον έγινεν υπό του Αγίου. Βλέποντες δε και τον παίδα και ακούοντες αυτόν να διηγήται την υπό του Αγίου αρπαγήν αυτού εκ μέσου των Αγαρηνών, ηυχαρίστησαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Ακούσατε τώρα και έτερον θαύμα του Αγίου, το οποίον αναφέρει και η ακολουθία του εις το τροπάριον το λέγον· «Τους στρατιώτας παιδεύεις της αρπαγής απέχεσθαι». Είναι δε τούτο το εξής: Στρατιώτης τις, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, επρόκειτο να μεταβή εις πόλεμον· αφού δε προσεκύνησε τον Άγιον, ανεχώρησεν, όταν δε επέστρεψεν εκ του πολέμου, κατόπιν μεγάλης νίκης, μετέβη πάλιν, ίνα προσκυνήση αυτόν· εκβαλών δε το ξίφος αυτού, το οποίον ήτο κεκοσμημένον με πολύ χρυσίον και λίθους πολυτίμους, το αφιέρωσεν εις την Εκκλησίαν εις την οποίαν ήτο η λάρναξ του Αγίου, η περιέχουσα το τίμιον αυτού λείψανον, ευχαριστήσας δε τον Άγιον ανεχώρησεν. Άλλος δε τις στρατιώτης επορεύθη και αυτός δια να προσκυνήση το ιερόν λείψανον του Αγίου, διότι ήτο εξακουστός ο Άγιος εις όλους τους τόπους δια τα θαύματά του, ιδών δε το ξίφος εκείνο το ωραιότατον και κεκοσμημένον επεθύμησε σφοδρώς αυτό και ηθέλησε να το αφαιρέση, λέγων εν τη διανοία του· «Τούτο δεν χρειάζεται καθόλου εις τον Άγιον, καλλίτερον δε αρμόζει να το κρατώ εγώ, ο οποίος είμαι στρατιώτης, να το έχω ευλογίαν του Αγίου και βοήθειαν εις τον πόλεμον». Αφού λοιπόν έλαβε το ξίφος από την λάρνακα του Αγίου, το εφόρεσε και προσκυνήσας έφευγε με χαράν. Όταν όμως εξήρχετο από την Εκκλησίαν, τον ετύφλωσεν ο Άγιος και δεν εγνώριζε που επορεύετο. Μετανοήσας λοιπόν τότε ο στρατιώτης, επέστρεψε πάλιν το ξίφος εις την λάρνακα του Αγίου και αμέσως ανέβλεψε· παρατηρήσας δε εκ νέου το κάλλος του ξίφους, ενόμισεν ότι η τύφλωσίς του δεν προήρχετο από τον Άγιον και λαμβάνει πάλιν αυτό και το φορεί. Ευθύς όμως ως εξήρχετο από τον Ναόν έμεινε τυφλός. Ελθών δε ο Ιερεύς ο εφημερεύων εις τον Ναόν του Αγίου και ιδών τον στρατιώτην τυφλόν, ήρχισε να ερωτά αυτόν τι πράγμα του συνέβη· και αυτός διηγήθη λεπτομερώς την αιτίαν. Αφού λοιπόν παρεκάλεσε τον Ιερέα να κάμη παράκλησιν προς τον Άγιον, όπως συμπαθήση και συγχωρήση αυτόν, επέστρεψε το ξίφος εις τον Άγιον και άλλα εκατόν νομίσματα, μόνον δια να αναβλέψη. Τότε έλαβεν ο Ιερεύς έλαιον από την κανδήλαν του Αγίου, ήλειψε τους οφθαλμούς του στρατιώτου και ευθύς αναβλέψας έφυγε μετά πολλής χαράς, δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Έτερον θαύμα του Αγίου είναι το αναφερόμενον εις το τροπάριον αυτού το λέγον· «Μάταιον δρασμόν επέχεις οικετών». Είναι δε τούτο το εξής: Ο Άγιος ήτο, ως είπομεν, γστός εις όλους τους Χριστιανούς από τα πολλά τέρατα και σημεία, τα οποία έκαμνε φανερά, με την φανέρωσιν της κάθε ζημίας και δραπετεύσεως των υπηρετών. Πως και κατά τίνα τρόπον; Ακούσατε. Οι άνθρωποι, οι οποίοι ήρχοντο εις τον ιερόν τάφον αυτού μετά πίστεως, παρεκάλουν αυτόν θερμώς περί του πράγματος, το οποίον τους ενδιέφερεν ή δηλονότι δια θεραπείαν ασθενείας ή δι’ επανόρθωσιν ζημίας ή ό,τι άλλο, έπειτα δε ετελείτο η θεία λειτουργία. Διέμενε δε ο άνθρωπος εκείνος ζητών και παρακαλών και διανυκτερεύων εις την Εκκλησίαν. Εφανερώνετο δε εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος και απεκάλυπτε το πράγμα, το οποίον εζήτει. Άνθρωπος δε τις ευλαβής, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, είχεν υπηρέτην τινά καλόν και έντιμον, τον οποίον, επειδή έφυγε κρυφίως, εζήτει και δεν εύρισκε και ως εκ τούτου ευρίσκετο εις μεγάλην αθυμίαν και λύπην. Τρέχει λοιπόν προς τον Άγιον μετά προσευχής και λειτουργίας, παρακαλών αυτόν περί της φανερώσεως του υπηρέτου αυτού. Καίτοι όμως έμεινεν εις τον Ναόν του Αγίου τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, δεν εφανερώνετο εις αυτόν ο Άγιος και ο άρχων ελυπείτο και ηγανάκτει. Κατά δε την τρίτην νύκτα, παρουσιασθείς εις αυτόν ο Άγιος, του λέγει· «Τι στενοχωρείσαι και αγανακτείς εναντίον εμού, ότι τάχα δεν εισακούω της προσευχής σου περί του υπηρέτου σου; Δεν ήμην εδώ, διότι διετάχθην υπό του Θεού να μεταβώ εις την Κωνσταντινούπολιν, επειδή ο Άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος, άνθρωπος ενάρετος και φοβούμενος τον Θεόν, απέθανεν, αυτός ο οποίος πολύ ετίμησε και εδόξασε τους Αγίους Πάντας εις τον κόσμον αυτόν, τους Προφήτας, Αποστόλους, Οσίους και Μάρτυρας και πάντας τους ευαρεστήσαντας εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, άνδρας και γυναίκας, συντάξας εις αυτούς Απολυτίκια και Κοντάκια με γλώσσαν και σοφίαν, η οποία εδόθη εις αυτόν παρά Θεού. Δια τούτο λοιπόν εκλήθημεν όλα τα τάγματα των Αγίων να συνοδεύσωμεν την ψυχήν αυτού εις τους ουρανούς μετά πολλής τιμής και δόξης, ανταποδίδοντες την αγάπην και την τιμήν με την οποίαν εκείνος ετίμησεν ημάς εις τον κόσμον αυτόν. Δια τούτο δεν ήμην εδώ. Περί δε του υπηρέτου σου, μη στενοχωρείσαι, αλλά πήγαινε εις τον τάδε τόπον και θα εύρης αυτόν». Εξυπνήσας τότε ο άρχων εθαύμαζε δια την αγάπην του Αγίου και την φοβεράν αυτού διήγησιν. Μεταβάς δε εις τον τόπον, τον οποίον του υπέδειξεν ο Άγιος, εύρε τον υπηρέτην του, δοξάζων τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Αλλά και μικρού παιδίου αίτησιν επλήρωσεν ο Άγιος, και ανθρώπους οι οποίοι εκινδύνευον εις την θάλασσαν διέσωσε, και άλλους αιχμαλώτους ηλευθέρωσε και κλέπτας εφανέρωσε, και ασθενείς εθεράπευσε και πλείστα άλλα ετέλεσε. Τοιαύτα είναι τα του Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος θαύματα, τα οποία αείποτε επιτελεί εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτόν εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος και Βασιλείας. Ης τη απείρω φιλανθρωπία αξιωθείημεν πάντες, οι της πατροπαραδότου ευσεβείας ερασταί, Ορθόδοξοι Χριστιανοί, των αιωνίων αγαθών εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων, δια των πρεσβειών του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και πάντων των Αγίων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: