O Συναξαριστής της ημέρας.


Πέμπτη, 6 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΣΤ΄ (6η) του Δεκεμβρίου μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΟΛΑΟΥ Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού.

Άγγελος εν τω κόσμω αληθώς ανεδείχθης Νικόλαε Χριστού Ιεράρχα και νυν αγγέλων χοροίς συνών την δε ημών προσφοράν δέξαι Άγιε·                                                     
ταις σαις γαρ αντιλήψεσι, προστρέχοντες αναβοώμεν                                                                                                                                                                                                                                       
Χαίρε ο τύπος της εγκρατείας                                                                                
Χαίρε ο λύχνος της ευσεβείας                                                                             
Χαίρε της Τριάδος η σάλπιγξ η εύηχος                                                               
Χαίρε της Αρείου μανίας ο έλεγχος                                                                     
Χαίρε ύψος ταπεινώσεως και αγάπης θησαυρός                                             
Χαίρε βοηθός ιλαρότητος και θαυμάτων ποταμός                                                
Χαίρε ότι εδείχθης εκκλησίας λαμπρότης                                                         
Χαίρε ότι τυγχάνεις ιερέων φαιδρότης                                                               
Χαίρε πτωχών προστάτης θερμότατος                                                                
Χαίρε ημών λιμήν ακλυδωνέστατος                                                                   
Χαίρε οξύς κυβερνήτης πλεόντων                                                                      
Χαίρε ταχύς αρωγός των βοώντων                                                                    
ΧΑΙΡΟΙΣ  ΠΑΤΕΡ  ΝΙΚΟΛΑΕ
Νικόλαος ο της νίκης επώνυμος και εν Αγίοις θαυματουργός Πατήρ ημών εγεννήθη εις τα Πάταρα της Λυκίας, πότε ακριβώς δεν είναι γνωστόν, πάντως κατά το έτος τα΄ (300), επί της εποχής των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήτο Αρχιερεύς των Μυραίων, έφθασε δε και μέχρι των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έλαβε μέρος εις την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον την εν Νικαία συγκροτηθείσαν κατά το έτος τκε΄ (325), εκοιμήθη δε περί το έτος τλ΄ (330). Παρακολουθήσατε όμως μετά μεγάλης προσοχής τον κατά πλάτος Βίον αυτού, όπως συνέγραψεν αυτόν ο Όσιος Συμεών ο Μεταφραστής, ίνα πολλήν την ευφροσύνην λάβητε, διότι όντως ούτος είναι ηδύτατος και πανευφρόσυνος.  
                                                                     
Επιδέξιος είναι, αδελφοί μου Χριστιανοί, η χειρ των ζωγράφων και επιτηδεία εις το να μιμηθή την αλήθειαν και να παραστήση τα πράγματα όπως φαίνονται. Ικανώτερος όμως και επιτηδειότερος είναι ο λόγος και καθαρώτερον δύναται να περιγράψη το πράγμα από την του ζωγράφου εικονογραφίαν, διότι ο λόγος παρακινεί την ψυχήν προς αγαθοεργίαν και μίμησιν των καλών ανθρώπων περισσότερον από την εικονογραφίαν την άψυχον. Και όλαι μεν αι διηγήσεις και οι λόγοι περί των Αγίων του Θεού δύνανται να ελκύσουν τον ακροατήν εις αρετήν και πράξιν του καλού· του Αγίου όμως Πατρός ημών Νικολάου ο Βίος και τα κατορθώματα δύνανται να παρακινήσουν περισσότερον τον άνθρωπον εις εφαρμογήν, διότι η ανάγνωσις αυτού προσφέρει μεγάλην ευφροσύνην και χαράν και εις τον λέγοντα τούτον και εις τον μετά πάσης προθυμίας ακούοντα, διότι αμφότεροι αισθάνονται χαράν και αγαλλίασιν. Τούτου του Αγίου τα έργα και τας πράξεις έρχομαι να διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, και παρακαλώ υμάς ίνα μετά προθυμίας ακούσητε.                                                                                    Εις τα μέρη της Ανατολής ήτο πόλις ήτις ελέγετο Πάταρα κειμένην εις την περιοχήν της Λυκίας. Aπό ταύτην λοιπόν την πόλιν κατήγετο, ως είπομεν, και ο μέγας θαυματουργός Πατήρ ημών Νικόλαος καταγόμενος εξ ευσεβών και Χριστιανών γονέων, οίτινες ούτε πολύ πτωχοί ήσαν ώστε να καταφρονώνται παρά των άλλων, αλλ΄ ούτε και πολύ πλούσιοι δια να υπερηφανεύωνται· είχον δε μόνον το αρκετόν προς συντήρησιν εαυτών και δια την των πτωχών συνδρομήν. Περί δε της αρετής αυτών φαίνονται εκ του υιού των· διότι και ο Κύριος λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι «εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται (Ματθ. ιβ: 33), ήτοι από τον καρπόν θα εννοήσης και το δένδρον. Δεν εγέννησαν δε οι γονείς αυτού άλλον υιόν ούτε πρότερον ούτε ύστερον και τούτο ίνα φανή ότι εις το εξής άλλος αδελφός δεν θέλει δυνηθή να φθάση αυτόν εις την αρετήν. Βρέφος δε έτι ων εδείκνυε τις ήθελε γίνει μετά ταύτα, διότι όλας τας ημέρας της εβδομάδος, πλην Τετάρτης και Παρασκευής, εθήλαζεν ως και τα λοιπά βρέφη, κατά δε την Τετάρτην και την Παρασκευήν ουδόλως έβαζε τον μαστόν της μητρός αυτού εις το στόμα του ειμή μόνον άπαξ της ημέρας· και τούτο μετά την δύσιν του ηλίου.                                                                                           Τοιούτος εφαίνετο απ΄ αρχής και παιδιόθεν ο Άγιος, ότι δηλαδή θα ευαρεστήση τον Θεόν. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εφοίτησεν εις το σχολείον και έμαθε τα αρκούντα εις αυτόν γράμματα. Και τας μεν ατάκτους και απρεπείς συνομιλίας και συναναστροφάς των νέων καθ΄ ολοκληρίαν εμίσει, ηγάπα δε μόνον το να πηγαίνη τακτικά εις την Εκκλησίαν και να συναναστρέφηται μετά των φρονίμων και γερόντων, όπως λαμβάνη παρ΄ αυτών καλάς συμβουλάς ωφελούμενος ψυχικώς, τούτο δε είχεν ως κύριον έργον. Τοιούτος δε ων και παρ΄ όλων τιμώμενος, ανδρωθείς δε και κατά την ηλικίαν και την φρόνησιν, ο Άγιος εκρίθη άξιος Ιερωσύνης από τον Αρχιερέα του καιρού εκείνου, Νικόλαον και αυτόν καλούμενον, όστις και τον εχειροτόνησεν Ιερέα. Ήτο δε ο Αρχιερεύς εκείνος αδελφός του πατρός του, αναφέρεται δε εις τον λόγον του Αγίου ότι όταν εχειροτονείτο παρά του θείου του Ιερεύς, προείπεν εκείνος δι΄ αυτόν ενώπιον πάντων, εκ του Αγίου Πνεύματος φωτισθείς, ότι έμελλε να χειροτονηθή και Αρχιερεύς και πολλούς τεθλιμμένους θέλει παρηγορήσει και πολλάς ψυχάς θέλει εξαποστείλει εις την Βασιλείαν των ουρανών, ως το έδειξαν και τα πράγματα ύστερον και ηλήθευσεν ο λόγος του Αρχιερέως και θείου του.                                                                                                     Αφ΄ ότου λοιπόν ο Άγιος εχειροτονήθη Ιερεύς τις δύναται να διηγηθή όσας αρετάς και καλωσύνας έκαμνε; Τις τας αγρυπνίας, τας νηστείας, την εγκράτειαν και τας προσευχάς υπέρ του λαού; Ταύτα βλέπων και ο θείος του, ο Αρχιερεύς Νικόλαος, εθαύμαζε διότι τοσούτον μέγας κατέστη εις την αρετήν. Θέλων δε να υπάγη χάριν προσκυνήσεως εις τα Ιεροσόλυμα, αφήκε τον Άγιον επίτροπον του θρόνου του και επιτηρητήν εις το Μοναστήριον, το οποίον είχε κτίσει ο ίδιος επονομάσας αυτό Νέαν Σιών. Εκυβέρνα δε ο Άγιος και την Επισκοπήν και το Μοναστήριον ως να ήτο ο ίδιος ο Αρχιερεύς. Αλλ΄ αυτά μεν έγιναν ύστερον, τα δε κατ΄ αρχάς ακούσατε. Νέου έτι όντος του Αγίου απέθανον ο πατήρ και η μήτηρ του και αφήκαν εις αυτόν όχι ολίγην περιουσίαν, την οποίαν διεσκόρπισεν εις διατροφάς πεινώντων, εις ενδυμασίας γυμνών και εις περίθαλψιν ορφανών και χηρών, ουχί δε εις αλόγους επιθυμίας, εις πολυτελή ενδύματα και εις παντοειδείς διασκεδάσεις ως οι νέοι της σημερινής εποχής, διότι ήκουε τον Προφητάνακτα Δαβίδ, όστις λέγει: «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν (Ψαλμ. ξα: 11). Τούτο έπραττε και ο Άγιος· δεν έδιδε προσοχήν καθ΄ ολοκληρίαν εις τον ρέοντα και φθαρτόν πλούτον, αλλά διεσκόρπιζεν αυτόν ως έπρεπεν, ίνα κερδήση άφθαρτον και αιώνιον· εκ των πολλών δε ελεημοσυνών, τας οποίας έπραξεν, ακούσατε μίαν θαυμαστήν και παράδοξον.                                                                                                                        Τον καιρόν εκείνον ήτο εις πολύ πλούσιος άνθρωπος, όστις είχε τρεις θυγατέρας παρθένους, κατά πολύ ωραίας. Από φθόνον δε του εχθρού ο άνθρωπος αυτός έφθασεν εις μεγάλην πτωχείαν και απεφάσισε να βάλη τας θυγατέρας του εις πορνείον, ίνα δια του μέσου αυτού προσπορίζωνται και οι τέσσαρες τα προς το ζην αναγκαία. Και ο μεν πατήρ των θυγατέρων εκείνων ούτως απεφάσισε να πράξη· ο δε πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλων να ελευθερώση τας τρεις εκείνας ψυχάς εκ της κολάσεως, έτι δε και να φανερωθή και η κρυπτή αρετή του Αγίου, τι ωκονόμησεν; Κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εφανέρωσεν ο πατήρ αυτός την βουλήν του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος· όθεν έσπευσεν ευθύς να σώση τας ψυχάς αυτάς και δέσας εις εν μανδήλιον τριακόσια φλωρία, επήγε κρυφίως την ιδίαν εκείνην νύκτα και ρίψας αυτά εκ τινος θυρίδος εις τον οίκον του πτωχεύσαντος πλουσίου ευθύς ανεχώρησε δια να μη φανερωθή εις κανένα, διότι απέφευγε τον έπαινον των ανθρώπων και μόνον ίνα αρέση εις τον Θεόν επεθύμει, διότι ήκουε του ιερού Ευαγγελίου λέγοντος· «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ: 3)· ήτοι, όταν πράττης την ελεημοσύνην, να μη το γνωρίζη κανείς.                                                                      Και ο μεν Άγιος Νικόλαος ούτως εν τω κρυπτώ εποίησε την ελεημοσύνην· ο δε πατήρ εκείνος, εγερθείς την πρωϊαν εκ του ύπνου, βλέπει εντός της οικίας του το μανδήλιον δεδεμένον και λαβών αυτό εις τας χείρας του το έλυσε και βλέπει τα φλωρία· όθεν μείνας εκστατικός έτριβε τους οφθαλμούς του μη πιστεύων εις το γεγονός. Μετρήσας δε τα φλωρία εύρεν αυτά ακριβώς τριακόσια. Ποία αισθήματα νομίζετε να επλημμύρισαν την ψυχήν του την ώραν εκείνην; Έχαιρε μεν δια το καλόν, που του έγινεν, ήθελε δε να μάθη και ποίος να ήτο ο τούτο πράξας· μη γνωρίζων όμως τον ευεργέτην ηυχαρίστει τον Θεόν. Παρευθύς λοιπόν την ημέραν εκείνην ενύμφευσε την μεγαλυτέραν θυγατέρα του μετά τινος πλουσίου της πόλεως εκείνης, ελπίζων εις τον Θεόν, ότι Εκείνος, όστις ωκονόμησε την προίκα της πρώτης, Αυτός θα φροντίση και δια την προίκα των άλλων δύο. Και ο μεν πατήρ εκείνος ούτως έπραξεν· ο δε Άγιος, βλέπων ότι εις καλόν μετεχειρίσθη τα χρήματα και εγένετο ως ο Θεός ήθελεν, αμέσως την δευτέραν νύκτα δένει εις έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία και έρριψε δια νυκτός και ταύτα εκ της ιδίας θυρίδος. Εγερθείς το πρωϊ ο πατήρ των θυγατέρων εκείνων εκ του ύπνου, βλέπει έτερον μανδήλιον με άλλα τριακόσια φλωρία. Όθεν θαυμάζων εις το γεγονός εσκέπτετο τις να ήτο ο πράττων την τοσαύτην καλωσύνην και μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεόν και έλεγε· «Θεέ και Κύριε του ελέους, ο οικονομών την του ανθρώπου σωτηρίαν, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού έως του επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο εκ των ουρανών καταβάς δια τας αμαρτίας ημών, δείξον εις εμέ τον πιστόν σου δούλον τον εμόν ευεργέτην, δια να γνωρίσω ποίος είναι αυτός όστις πράττων εις εμέ την τοσαύτην ελεημοσύνην με ήρπασεν από τας χείρας του διαβόλου». Ταύτα λέγων ήλπιζε να γνωρίση τον ευεργέτην· όθεν ενύμφευσε και την δευτέραν θυγατέρα, ελπίζων εις τον Θεόν, ότι ο οικονομήσας δια τας δύο θυγατέρας αυτού, θέλει οικονομήσει και δια την τρίτην.                                                                                             Από την ημέραν ταύτην επρόσεχε πάντοτε, εάν έλθη ο ευεργέτης του, να τρέξη να ίδη ποίος είναι ο ποιών την ελεημοσύνην. Και αυτός μεν τοιουτοτρόπως επρόσεχεν. Ο δε Άγιος Νικόλαος, βλέπων ότι ενύμφευσε και την δευτέραν θυγατέρα του, ηθέλησε να τελειώση το καλόν· όθεν έδεσε πάλιν εις έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία και έρριψε και αυτά κρυφίως νύκτα τινά εκ της αυτής θυρίδος. Ο δε πατήρ των θυγατέρων προσέχων ήκουσε τον κτύπον των φλωρίων και ανοίξας αμέσως την θύραν, έτρεξε να φθάση τον Άγιον, όστις εννοήσας ότι τον αντελήφθησαν έσπευδε να φύγη. Τρέχοντες δε και οι δύο, έφθασεν ο άνθρωπος εκείνος τον Άγιον και γνωρίσας αυτόν, διότι ήτο πασίγνωστος εκ τε της αρετής και του γένους του, έπεσεν εις τους πόδας του και μετά δακρύων του έλεγεν· «Ευχαριστώ σε, δούλε του Θεού, ότι με ελυπήθης τον ταλαίπωρον και έκαμες την ελεημοσύνην ταύτην εις εμέ τον άθλιον· εάν δεν επρόφθανες ηθέλομεν χαθή ψυχικώς και σωματικώς». Ιδών δε ο Άγιος ότι εφανερώθη η αρετή του, λέγει προς αυτόν· «Δια την καλωσύνην την οποίαν έκαμα εις σε δεν θέλω να είπης εις ουδένα τίποτε εν όσω ζω. Δια τούτο σε καθιστώ υπεύθυνον ενώπιον του Θεού». Ταύτα δε ειπών ο Άγιος ανεχώρησεν αμέσως απ΄ αυτού. Την επαύριον ο πατήρ εκείνος ενύμφευσε και την τρίτην θυγατέρα του καλώς και διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν ειρήνη δοξάζων τον Θεόν. Τούτο το μέγα καλόν, το οποίον εποίησεν ο Άγιος, γενόμενον γνωστόν, παρακινεί ημάς εις το να τον θαυμάζωμεν, τα άλλα όμως τα εν τω κρυπτώ, τα οποία ουδείς έμαθεν, τας ελεημοσύνας, λέγω, τας αγρυπνίας, τας νηστείας, και όλας τας άλλας αρετάς, αυτά μόνος ο Θεός γνωρίζει. Ημείς όμως από αυτό και μόνον δυνάμεθα να εννοήσωμεν και τα άλλα αυτού κατορθώματα, τα οποία εποίει εν τω κρυπτώ, αποφεύγων τον έπαινον των ανθρώπων και μόνον την του Θεού ζητών δόξαν· αλλ΄ όσον αυτός εκρύπτετο, τόσον ο Θεός τον εφανέρωνε δια να τον τιμήση, διότι δια των αγαθών έργων ετίμα τον Θεόν.                                                                                               Θέλων δε ποτε ο Άγιος να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου και να εύρη και τόπον ησυχαστικόν δια να μείνη κατά μόνας, εύρε πλοίον Αιγυπτιακόν και εισελθών εις αυτό μετ΄ άλλων Χριστιανών, βλέπει καθ΄ ύπνον ότι ο διάβολος ο εχθρός της αληθείας έκοπτε τα εις το κατάρτιον σχοινία. Εξυπνήσας δε την πρωϊαν λέγει εις τους ναύτας, ότι «Σήμερον μεγάλη τρικυμία θέλει μάς εύρει, διότι είδον εις τον ύπνον μου ότι θα υποφέρωμεν. Όμως μη φοβηθήτε, αλλ΄ ελπίζετε εις τον Θεόν και αυτός θα μας ελευθερώση εκ του θανάτου». Ενώ δε έλεγεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, παρουσιάσθη παρευθύς νέφος μέγα και σκοτεινόν και μετά το νέφος άνεμος και ταραχή της θαλάσσης μεγάλη, τόσον ώστε απελπισθέντες άπαντες ανέμενον τον θάνατον και άπαντες οι εν τω πλοίω ατενίζοντες τον Άγιον παρεκάλουν αυτόν μετά δακρύων, ίνα δεηθή του Θεού να καταπαύση ο άνεμος. Σταθείς δε εις προσευχήν ο Άγιος ευθύς ο άνεμος έπαυσεν, η θάλασσα ησύχασε και οι εν τω πλοίω εχάρησαν.                                                                                       Κατά δε την ώραν της τρικυμίας ναύτης τις αναβάς εις το κατάρτιον δια να διορθώση τα σχοινία του πανίου και καταβαίνων, εκ του φόβου της τρικυμίας εκρημνίσθη εις το κατάστρωμα του πλοίου και απέθανεν· ο δε Άγιος, ιδών ότι δια μεν την κατάπαυσιν του ανέμου εχάρησαν όλοι οι εν τω πλοίω, ελυπούντο όμως δια τον θάνατον του ναύτου, παρεκάλεσε τον Θεόν και ανέστησεν αυτόν ως εξ ύπνου. Φθάσαντες δε εις την ξηράν διηγούντο τα θαύματα του Αγίου· τότε πολλοί ασθενείς ενοχλούμενοι υπό διαφόρων ασθενειών προσέτρεχον εις αυτόν και εθεραπεύοντο. Ας συλλογισθή δε έκαστος πόσοι προσέτρεχον εις τον Άγιον δια την θεραπείαν των, και όμως άπαντας τους εις αυτόν προστρέχοντας εθεράπευσε την ημέραν εκείνην. Εισελθών δε εις Ιεροσόλυμα προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου, τον Γολγοθάν, τον Τίμιον Σταυρόν και όλα τα σεβάσμια μέρη. Θέλων δε να μείνη εκεί να ησυχάση, Άγγελος Κυρίου τον προσέταξε την νύκτα να επιστρέψη εις την πατρίδα του. Ακούσατε δε τι συνέβη κατά την επιστροφήν. Ετοιμαζόμενος ο Άγιος να επιστρέψη εις την πατρίδα του, επήγεν εις τον λιμένα, και ηρώτησεν εις εν πλοίον που θα υπάγη· είπον δε οι ναύται· «Όπου εύρωμεν ναύλον, εκεί θα υπάγωμεν». Λέγει ο Άγιος· «Να σας δώσω τον ναύλον να με υπάγετε εις τα Πάταρα της Λυκίας». Έσπευσαν λοιπόν οι ναύται μετά του πλοιάρχου να αναχωρήσωσι· βλέποντες δε ότι είχον καλόν άνεμον ύψωσαν τα ιστία και ανεχώρησαν· θέλοντες δε να διέλθωσιν από την πατρίδα των έστρεψαν το πλοίον προς την κατεύθυνσιν αυτής, αλλ΄ ο Θεός, δια να μη λυπήση τον Άγιον, εξήγειρε μεγάλην τρικυμίαν, ώστε συνετρίβη το πηδάλιον και απελπισθέντες οι ναύται ανέμενον τον θάνατον, αλλ΄ ο Άγιος δια προσευχής του κατεπράϋνε την ταραχήν της θαλάσσης. Οι δε ναύται μετά του πλοιάρχου παρ΄ ελπίδα είδον ότι έφθασαν εις τα Πάταρα και πεσόντες εις τους πόδας του Αγίου του εζήτουν συγχώρησιν· ο δε Άγιος διδάξας και παραινέσας αυτούς τους είπε να μη επαναλάβωσι τοιούτον εις άλλον τινά, έπειτα ευχηθείς να υπάγωσι κατευώδιον εις τον τόπον των τους απέλυσεν.                                               Με τοιούτον τρόπον επέστρεψεν ο Άγιος εις την πατρίδα του· πόσην δε χαράν ησθάνθησαν οι συμπατριώται αυτού, ότε είδον τον Άγιον, δεν δύναμαι να σας διηγηθώ. Νέοι και γεροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμη και οι Μοναχοί οι όντες εις το Μοναστήριον, εις το οποίον τον είχεν αφήσει ο θείος του επίτροπον, όλοι εξήλθον εις συνάντησίν του και εφιλοξένησεν αυτούς με λόγον Θεού, διδάξας τα ανήκοντα εις Χριστιανικάς ψυχάς τας επιθυμούσας την σωτηρίαν των. Ούτω πολιτευόμενος ο Άγιος ηγαπάτο παρ΄ όλων και επηνείτο και βλέποντες τας αρετάς του, πολλοί εμιμούντο αυτόν και εκ της διδασκαλίας του ωφελούμενοι, κατεφρόνουν τα φθαρτά και επεθύμουν τα ουράνια. Μέγας δε ων εις την αρετήν ο Άγιος και εις την κατά Θεόν πολιτείαν, δεν ηδύνατο να κρυφθή από τους ανθρώπους, αν και απέφευγε τον τούτων έπαινον, διότι εφανερώνετο παρά Θεού προς ωφέλειαν πολλών ψυχών και ακούσατε. Πλησίον εις τα Πάταρα ήτο πόλις, ήτις ελέγετο Μύρα· αποθανόντος δε κατά τας ημέρας εκείνας του Αρχιερέως της πόλεως ταύτης, εζήτουν οι κάτοικοι ίνα εύρωσιν Αρχιερέα άξιον του θρόνου. Εσυνάχθησαν όθεν οι Επίσκοποι και οι λοιποί Κληρικοί της επαρχίας των Μυραίων δια να εκλέξωσι τον νέον Αρχιερέα των, και πολλαί σκέψεις και συζητήσεις εγένοντο δια διάφορα πρόσωπα. Εγερθείς δε εις εκ των Επισκόπων, λέγει· «Ω αγία και ιερά σύναξις, ακούσατέ μου· αυτούς τους οποίους προτείνομεν ημείς δι΄ Αρχιερείς, θεωρούνται καλοί εξ ημών, αλλ΄ ας δεηθώμεν εις τον Θεόν ίνα ίδωμεν ποίον θα εκλέξη και ο Θεός». Ακούσαντες δε οι Επίσκοποι τους λόγους τούτους ηυχαριστήθησαν, και δεηθέντες την νύκτα εκείνην ίνα τους φανερώση τον άξιον, αίφνης Άγγελος Κυρίου εφάνη εις τινα Επίσκοπον πρεσβύτερον, λέγων· «Επίσκοπε, τι κοπιάζετε; Ο άξιος Αρχιερεύς είναι πλησίον σας, και σεις τον ζητείτε; Σήκω, ύπαγε εις την Εκκλησίαν και θα έλθη Ιερεύς τις συνετός, ονόματι Νικόλαος· αυτόν κάμετε Μητροπολίτην, διότι αυτός είναι άξιος να ποιμάνη τον λαόν, ως θέλει ο Θεός».                                                                                                                          Αφού ο Επίσκοπος είδε την οπτασίαν, ανέφερε ταύτην και εις τους άλλους Επισκόπους, οίτινες ακούσαντες τούτο εδόξαζον τον Θεόν· αυτός δε ελθών εις την Εκκλησίαν ανέμενε να ίδη εκείνον τον οποίον του είπεν ο Άγγελος. Ιστάμενος δε βλέπει τον Άγιον Νικόλαον πορευόμενον εις την Εκκλησίαν δια να προσευχηθή· ο δε Επίσκοπος ηννόησεν ότι εκείνος είναι και είπε· «Τέκνον μου, πως ονομάζεσαι»; Ο δε Άγιος με πραότητα απεκρίθη· «Νικόλαος, άγιε Δέσποτα»·  Παρευθύς, αφού ήκουσεν ο Επίσκοπος τον Άγιον, είπε προς αυτόν· «Ακολούθει μοι». Και λαβών αυτόν εκ της χειρός, τον έφερεν εις τους άλλους Επισκόπους και Κληρικούς, και ως τον είδον, ηυχαρίστησαν τον Θεόν, όστις τους έδωκε τοιούτον Ποιμένα. Όθεν χειροτονήσαντες αυτόν Αρχιερέα, είπον προς τον λαόν· «Δεχθήτε, αδελφοί, τον άξιον Αρχιερέα και Ποιμένα τον από Θεού απεσταλμένον». Και τα μεν περί της χειροτονίας του εις Αρχιερέα ούτως εγένοντο· όσους δε κόπους και πόνους, αγρυπνίας και νηστείας, ελεημοσύνας και λοιπάς αγαθοεργίας εποίησεν, τις δύναται να διηγηθή; Αλλ΄ ο διάβολος, φθονών το καλόν, τι κατώρθωσε; Βλέπων την ευσέβειαν πληθυνομένην και τους Χριστιανούς αυξανομένους, δεν υπέφερεν. Όθεν παρεκίνησε κατά των Χριστιανών δύο βασιλείς, το ζεύγος του διαβόλου, τα θηρία τα ανήμερα, τους διώκτας της ευσεβείας, τον Διοκλητιανόν και τον Μαξιμιανόν, οίτινες εθέσπισαν μεγάλας τιμωρίας και βάσανα ανυπόφορα κατά των Χριστιανών. Έστειλαν δε ούτοι και τοπάρχας ωμοτάτους και απανθρώπους, οίτινες εκήρυττον πανταχού, ότι όστις είναι Χριστιανός, εάν μεν αρνήται τον Χριστόν να λαμβάνη μεγάλας τιμάς από τους βασιλείς, εάν δε επιμένη να μένη Χριστιανός και δεν σέβεται τα είδωλα, να λαμβάνη μεγάλας τιμωρίας και βάσανα. Πολλοί λοιπόν εκ των Χριστιανών ωμολόγησαν παρρησία τον Χριστόν ως Θεόν αληθή, και απέθανον μετά πολλών βασάνων, άλλοι δε εκ φόβου ηρνούντο, φεύ! Τον Χριστόν και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Οι δε φοβούμενοι και μη θέλοντες να αρνηθούν τον Χριστόν, αλλ΄ ούτε να θυσιάσουν και εις τα είδωλα, έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια κρυπτόμενοι. Οι ορισμοί ούτοι των βασιλέων έφθασεν και εις τα Μύρα, εις την Επισκοπήν του Αγίου, οι δε τοπάρχαι ευρόντες τον Άγιον τον επαίδευσαν πολύ και τον εφυλάκισαν ομού μετά των άλλων Χριστιανών. Φυλακισμένος δε ων ο Άγιος υπέφερε προθύμως πάσαν κακοπάθειαν, ήτοι πείναν, δίψαν και τα τούτοις όμοια. Έμεινε δε ο Άγιος εν τη φυλακή ικανόν καιρόν διδάσκων τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί εις την Πίστιν. Και ο μεν εχθρός της αληθείας διάβολος ούτως ειργάσθη, ο δε Θεός, ο το του ανθρώπου συμφέρον θέλων, άλλως ωκονόμησε· διότι οι μεν δύο ασεβέστατοι βασιλείς εκείνοι αποθανόντες επορεύθησαν εις την γέενναν του πυρός, και αντ΄ αυτών εβασίλευσεν ο Χριστιανικώτατος μέγας Κωνσταντίνος, υιός της Αγίας Ελένης και Κωνσταντίου του Χλωρού, όστις ανελθών εις τον θρόνον διέταξε πανταχού όπου ευρίσκετο Χριστιανός εις την φυλακήν να ελευθερούται, αι Εκκλησίαι να ανοικοδομώνται και οι ειδωλολατρικοί ναοί να αφανίζωνται. Αμέσως λοιπόν ηλευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί εκ των φυλακών, μεταξύ δε τούτων και ο Άγιος Νικόλαος και αποκατεστάθη πάλιν Αρχιερεύς και Ποιμήν των Μυραίων. Μετά την διαταγήν ταύτην του βασιλέως οι εν τη επαρχία του Αγίου ευρισκόμενοι ειδωλολατρικοί βωμοί, εις τους οποίους κατώκουν οι δαίμονες και προσεκυνούντο παρά των ανθρώπων, κατεκρημνίζοντο δια προσευχής του και διελύοντο εις χώμα, οι δε δαίμονες έφευγον εις τον αέρα κλαίοντες την συμφοράν των. Ήτο δε εκεί εις τα Μύρα και εις μέγας βωμός ειδωλολατρικός, πολύ μεγαλύτερος των άλλων, κατά τε το ύψος και το πλάτος, τον οποίον ωνόμαζον οι ειδωλολάτραι της θεάς Αρτέμιδος, ηθέλησε δε ο Άγιος να εξαφανίση και εκείνον· αφού λοιπόν προσηυχήθη, παρευθύς κατέπεσε και ο βωμός και τα είδωλα ως πίπτουν τα φύλλα του δένδρου εκ μεγάλου ανέμου το φθινόπωρον, έφευγον δε οι κατοικούντες εις αυτόν δαίμονες κλαίοντες και λέγοντες προς τον Άγιον· «Μας ηδίκησας· ημείς δεν σου επταίσαμεν και συ μας διώκεις από τον οίκον μας· εδώ είχαμεν την κατοικίαν μας πλανώντες τους ανθρώπους, οι οποίοι μας ελάτρευον και τώρα που να υπάγωμεν»; Λέγει προς αυτούς ο Άγιος· «Πορεύθητε εις το πυρ το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις Αγγέλοις αυτού». Τοιουτοτρόπως άπαντες οι βωμοί της περιοχής κατεστράφησαν.                                                                                                     Κατά την εποχήν της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανεφάνη εις την Αλεξάνδρειαν, εις την οποίαν και κατώκει, ο αιρετικός Άρειος. Ούτος ήτο αρκετά πεπαιδευμένος κατά τα στοιχεία του κόσμου και εδείκνυεν εις την αρχήν ότι ήτο ευλαβής. Τούτον ο Άγιος Πέτρος (300-301), ο Μάρτυς και Αρχιερεύς, εχειροτόνησε Διάκονον· αφού δε εχειροτονήθη, ήρχισε να λέγη λόγια βλάσφημα κατά του Θεού, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθής, αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού. ιδών δε ο Αρχιερεύς ότι είναι βλάσφημος, τον απεμάκρυνε της Διακονίας. Μετά τον θάνατον του Πέτρου έλαβε την Αρχιερωσύνην της Αλεξανδρείας ο Αχιλλάς (311-312), όστις επανέφερε τον Άρειον εις την ευσέβειαν, εχειροτόνησε δε αυτόν και Πρωτοπρεσβύτερον Αλεξανδρείας. Αλλ΄ έως μεν έζη ο Αχιλλάς διετήρει την ευσέβειαν ο ασεβέστατος Άρειος· αποθανόντος όμως του Αχιλλά και ανελθόντος εις τον θρόνον του Αγίου Αλεξάνδρου (313-328), ήρχισε πάλιν ο αλιτήριος να βλασφημή ακόμη περισσότερον. Βλέπων ο Αρχιερεύς ότι όχι μόνον αυτός δεν ήθελε να διορθωθή αλλά και άλλους έσυρεν εις την πλάνην του, τον καθήρεσε και τον ανεθεμάτισεν, αυτός όμως εξηκολούθει να κηρύττη τα σαθρά αυτού δόγματα, παρέσυρε δε εις την μιαράν του αίρεσιν και τον Ευσέβιον Μητροπολίτην Νικομηδείας, τον Παυλίνον, Αρχιερέα της Τύρου και άλλον Ευσέβιον Μητροπολίτην Καισαρείας, όχι δε μόνον αυτούς, αλλά και πολλούς άλλους Κληρικούς και Αρχιερείς.                                                                                     Βλέπων ο Μέγας Κωνσταντίνος την σύγχυσιν της Εκκλησίας, έστειλε πανταχού διαταγάς, να συναχθώσιν όλοι οι Αρχιερείς και οι πρώτοι των Μοναχών εις την πόλιν Νίκαιαν, και να συνδιαλεχθώσιν μετά του Αρείου δια να αποδειχθή ποίος είναι ο πταίστης και βλάσφημος. Συνήχθησαν όθεν εν έτει 325 Αρχιερείς διακόσιοι τριάκοντα δύο και Ιερείς, Διάκονοι και Μοναχοί ογδοήκοντα εξ, ήτοι εν όλω τριακόσιοι δεκαοκτώ. Ήσαν δε έξαρχοι και πρώτοι της Αγίας ταύτης Α΄ Οικουμενικής Συνόδου οι εξής· Σίλβεστρος Πάπας Ρώμης, Μητροφάνης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Αλέξανδρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, έχων ως βοηθόν αυτού τον Μέγαν Αθανάσιον, Διάκονον έτι τότε όντα, Ευστάθιος Πατριάρχης Αντιοχείας, Μακάριος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Παφνούτιος ο Ομολογητής, Σπυρίδων Αρχιερεύς Τριμυθούντος και άλλοι μετά των οποίων ήτο και μέγας και θαυματουργός Νικόλαος. Καθήσας δε ο βασιλεύς εις τον θρόνον, εκάθισαν εξ εκάστου μέρους από εκατόν πεντήκοντα εννέα Πατέρες. Εγένετο δε συζήτησις μετά του Αρείου με πολλήν αγωνίαν.                           Βλέπων ο Άγιος Νικόλαος ότι ο Άρειος προσεπάθει να αποστομώση όλους τους Αρχιερείς, θείω ζήλω κινούμενος ηγέρθη και έδωκεν εις αυτόν εν τοιούτον ράπισμα, ώστε εσείσθησαν τα μέλη του. Διαμαρτυρόμενος δε ο Άρειος λέγει προς τον βασιλέα· «Βασιλεύς δικαιότατε, είναι δίκαιον έμπροσθεν της βασιλείας σου να κτυπά κανείς τον άλλον; Εάν μεν έχη λόγον ας ομιλή ως και οι λοιποί Πατέρες· εάν δε είναι αμαθής ας σιωπά, ως και οι όμοιοί του· διατί να με ραπίση έμπροσθεν της βασιλείας σου»; Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς ελυπήθη πολύ και λέγει προς τους Αρχιερείς· «Άγιοι Αρχιερείς, ο νόμος προστάσσει να κόπτεται ο χειρ εκείνου όστις τολμήση έμπροσθεν του βασιλέως να κτυπήση τινά· αφήνω όμως όπως κρίνη την πράξιν ταύτην η αγιότης σας». Απεκρίθησαν οι Αρχιερείς και είπον· «Βασιλεύ, ότι μεν κακώς έπραξεν ο Αρχιερεύς, το ομολογούμεν όλοι μας· πλην σε παρακαλούμεν, τώρα μεν ας τον αποβάλωμεν της Συνόδου και ας τον φυλακίσωμεν, μετά δε το πέρας των εργασιών αυτής θέλομεν τον καταδικάσει». Αφού λοιπόν επετίμησαν και εφυλάκισαν τον Άγιον, εφάνησαν κατά την νύκτα εκείνην εις την φυλακήν ο Χριστός και η Θεοτόκος και λέγουν· «Νικόλαε, διατί είσαι φυλακισμένος»; Και ο Άγιος απεκρίθη· «Δια την ιδικήν σας αγάπην». Λέγει προς αυτόν ο Χριστός· «Λάβε αυτό», και του έδωσε το άγιον Ευαγγέλιον, η δε Θεοτόκος του έδωσε το αρχιερατικόν ωμοφόριον. Την επαύριον τινές γνωστοί του, έφερον εις τον Άγιον άρτον και βλέπουσιν ότι ήτο λελυμένος εκ των δεσμών και εις μεν τον ώμον του, εφόρει το ωμοφόριον, εις δε τας χείρας εκράτει αναγινώσκων το άγιον Ευαγγέλιον·ερωτήσαντες δε που τα εύρε, τους είπε πάσαν την αλήθειαν. Μαθών τούτο ο βασιλεύς τον εξέβαλεν εκ της φυλακής και του εζήτει συγχώρησιν. Το αυτό έπραξαν και οι λοιποί Αρχιερείς. Διαλυθείσης δε της Συνόδου, επέστρεψαν άπαντες οι Αρχιερείς, ως και ο Άγιος Νικόλαος, εις την επαρχίαν των.                                                                                                                                Πείνα μεγάλη εγένετό ποτε εις την Λυκίαν, ομοίαν της οποίας δεν ενεθυμούντο ποτέ οι άνθρωποι και πολύ εστενοχωρούντο· τα δε Μύρα, η επαρχία του Αγίου, εκινδύνευε να καταστραφή. Αλλ΄ ο Άγιος λυπούμενος το ποίμνιόν του, τι ενήργησε; Πλοίαρχος τις εφόρτωσε το πλοίον του σίτον δια την Γαλλίαν, κατά δε την νύκτα φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Νικόλαος καθ΄ ύπνον και του λέγει· «Τον σίτον να τον υπάγης εις τα Μύρα της Λυκίας και όχι εις την Γαλλίαν, διότι εκεί είναι πείνα μεγάλη και θα τον εξοδεύσης με μεγάλην τιμήν και γρήγορα· λάβε δε και ως αρραβώνα τρία φλωρία και όταν φθάσης, λαμβάνεις και τα υπόλοιπα χρήματα». Εξυπνήσας την πρωϊαν ο πλοίαρχος εύρεν εις τας χείρας του τα νομίσματα και διηγηθείς τούτο εις τους ναύτας, έδειξε και τα νομίσματα. Όθεν ανεχώρησαν δια τα Μύρα της Λυκίας, διότι ηννόησεν ο πλοίαρχος ότι ήτο εκ Θεού τούτο και ότι ήθελον ωφεληθή. Φθάσαντες δε εις τα Μύρα επώλησαν τον σίτον με μεγάλην  ωφέλειαν, οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου εδόξαζον τον Θεόν, όστις φροντίζει δια τους εις αυτόν ελπίζοντας. Ήθελον παύσει έως εδώ τον λόγον μου διηγούμενος τα του Αγίου κατορθώματα, επειδή και η ώρα παρήλθε. Σας παρακαλώ όμως να ακούσητε μετά προσοχής και τα επίλοιπα της διηγήσεως και να τελειώσω το λόγο μου. Εις την Μικράν Ασίαν υπήρχε χώρα, ήτις ωνομάζετο Μεγάλη Φρυγία, ήτο δε και άλλη Μικρά Φρυγία, ήτις παρέκειτο του Ελλησπόντου, και την οποίαν οι Έλληνες ωνόμαζον Τρωάδα. Εις την Μεγάλην Φρυγίαν κατώκουν άνθρωποι αλλόφυλοι και ξένοι, οι οποίοι ωνομάζοντο Τραϊφάλοι. Επαναστατήσαντες δε ούτοι έκαμον ιδικήν των βασιλείαν, χωρισθέντες εκ της βασιλείας του Κωνσταντίνου. Ακούσας ο Μέγας Κωνσταντίνος την επανάστασιν των Φρυγών, έπεμψε τρεις στρατηγούς με ικανόν στρατόν, όπως ειρηνεύσωσιν αυτούς· ωνομάζοντο δε οι στρατηγοί, ο εις Νεπωτιανός, ο δεύτερος Ούρσος και ο τρίτος Ερπυλίων. Πλέοντες δε και οι τρεις, έφθασαν εις τον λιμένα των Μυραίων, καλούμενον Ανδριάκην και επειδή ήτο κακοκαιρία, έμενον εκεί, έως να έλθη καιρός κατάλληλος· οι δε στρατιώται, έχοντες συνήθειαν εις την αρπαγήν, εισήλθον εις την πόλιν, όπως αγοράσωσι δήθεν άρτους, εκ τούτου δε εγένετο μεγάλη σύγχυσις εις την αγοράν των Μυραίων, διότι ήρπαζον ό,τι εύρισκον. Ακούσας ο Άγιος την σύγχυσιν, επορεύθη εις τον λιμένα, εύρε τους στρατηγούς και λέγει προς αυτούς· «Ποίοι είσθε η εξοχότης σας»; Εκείνοι ως τον είδον Αρχιερέα και γέροντα απεκρίθησαν ταπεινά· «Δούλοι του βασιλέως και της αγιωσύνης σου είμεθα και υπάγομεν κατά διαταγήν του βασιλέως να ειρηνεύσωμεν τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επανεστάτησαν, αλλ΄ επειδή δεν κάμνει καιρόν επιτήδειον δια να αναχωρήσωμεν αναγκαζόμεθα να μένωμεν εδώ έως να καλωσυνεύση ο καιρός». Ο Άγιος απεκρίθη· «Αφού δια να ειρηνεύσητε κόσμον επαναστατημένον σας έστειλεν ο βασιλεύς, διατί ήλθετε εις ειρηνικόν κόσμον και ποιείτε σύγχυσιν»; Ως ήκουσαν ταύτα οι χιλίαρχοι, εφοβήθησαν ως Χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι όπου ήσαν και λέγουν προς τον Άγιον· «Ποίος είναι, Δέσποτα Άγιε, ο ποιών την σύγχυσιν»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Σεις είσθε· επειδή αφήνετε τους στρατιώτας σας και κάμνουν αρπαγήν εις την δημοσίαν αγοράν· σεις πταίετε». Πορευθέντες τότε αμέσως οι στρατηγοί εις την αγοράν των Μυραίων άλλους μεν εκ των στρατιωτών έδερον, άλλους συνεβούλευον και ούτως ειρήνευσαν τα πράγματα. Τότε ο Άγιος λαβών τους στρατηγούς εις την Μητρόπολιν εφιλοξένησεν αυτούς αρκούντως και ως καλός Πατήρ συμβουλεύσας και ευχηθείς αυτούς, τους συνώδευσε χαίροντας και ευχαριστημένους έως τον λιμένα των Μυραίων, τον Ανδριάκην. Τότε οι μεν στρατηγοί μετά του στρατού έμελον να εισέλθουν εις το πλοίον δια να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος εξεκίνησε δια να επιστρέψη εις την πόλιν, πάραυτα όμως βλέπει άνδρας τε και γυναίκας κλαίοντας και παρακαλούντας αυτόν, όπως προφθάση και ελευθερώση τρεις εκ των συγγενών των, τους οποίους αδίκως ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος κατεδίκασεν εις θάνατον δωροδοκηθείς παρά των εχθρών των. Γνωρίσας ο Άγιος το άδικον της αποφάσεως παρεκάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν, αυτός δε έσπευδε δρομαίως ίνα φθάση εις τον τόπον της καταδίκης και σώση τους καταδίκους. Όπου δε καθ΄ οδόν συνήντα ανθρώπους ηρώτα εάν είδον τους καταδίκους και πληροφορούμενος περί της πορείας των έσπευδε δια να τους απαλλάξη εκ του θανάτου. Φθάσας τέλος κάθιδρως εις τον τόπον της εκτελέσεως επρόλαβε την τελευταίαν στιγμήν και αφήρεσεν εκ των χειρών του δημίου την σπάθην, με την οποίαν επρόκειτο να αποκεφαλίση τους μελλοθανάτους και λύσας αυτούς εκ των δεσμών δια των ιδίων του χειρών, τους αφήκεν ελευθέρους και ανεχώρησαν χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον Νικόλαον.                                                                                                                Διαδοθείσης της φήμης εις την πόλιν, έτρεχον άνδρες και γυναίκες να ίδουν το γεγονός. Το αυτό έπραξε και ο Ευστάθιος, ιππεύσας επί του ίππου του, έτρεχε να ίδη και αυτός τι συνέβαινεν. Ο δε Άγιος, ως είδεν αυτόν, τον ήλεγξε, διότι έκαμεν άδικον κρίσιν δωροδοκηθείς και κατεδίκασε τους αθώους ανθρώπους· αυτός δε ωμολόγησεν ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος οι πρώτοι του τόπου εμαρτύρησαν περί αυτών και δια τούτο εξέδωκε τοιαύτην απόφασιν. Τότε ο Άγιος διεμαρτυρήθη ενώπιον των τριών στρατηγών, ότι θα καταγγείλη την πράξιν εις τον βασιλέα, δια να μάθη και εκείνος, ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Ακούσας ταύτα ο Ευστάθιος και φοβηθείς έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου ζητών συγχώρησιν και ομολογών την άδικον κρίσιν, που έκαμεν, ο δε Άγιος τον συνεχώρησεν και έγινε μεταξύ των αγάπη.                                                       Aφού ταύτα πάντα είδον οι τρεις στρατηγοί, εισελθόντες εις το πλοίον ανεχώρησαν και φθάσαντες εις Φρυγίαν ειρήνευσαν τους Ταϊφάλους, είτα επιστρέψαντες εις Κωνσταντινούπολιν και προσκυνήσαντες τον βασιλέα, ανέφεραν ότι ειρήνευσαν τους Ταϊφάλους. Τότε ο βασιλεύς τους ετίμησε και πλείστα χαρίσματα τους έδωκε και εις μεγαλυτέραν τιμήν τους ανύψωσεν. Αλλά τι το μετά ταύτα; Ακούσατε, παρακαλώ, δια να γνωρίσητε τι κάμνει ο φθόνος εις τον άνθρωπον. Οι μεν στρατηγοί εκείνοι, ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και Ερπυλίων διέτριβον εις τα βασίλεια, ως πρώτοι του βασιλέως· φθονεροί δε τινες άνθρωποι του βασιλέως, μη δυνάμενοι να βλέπωσιν αυτούς ούτω τιμωμένους, επήγαν εις τον επίτροπον του βασιλέως, Αβλάβιον ονόματι, και του λέγουν· «Είδες τι εποίησαν οι τρεις στρατηγοί; Ο βασιλεύς τούς απέστειλε να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αυτοί δε συνεννοηθέντες μετ΄ αυτών, σκέπτονται να πείσωσι τους μετ΄ αυτών στρατιώτας να επαναστατήσωσι κατά του βασιλέως, με την βοήθειαν δε και των Ταϊφάλων να βασιλεύσωσιν αυτοί». Ακούσας ταύτα ο Αβλάβιος εσκέπτετο πώς να χειρισθή την υπόθεσιν ταύτην· ιδόντες όμως οι συκοφάνται ότι άνευ χρημάτων δεν γίνεται τίποτε, έδωκαν εις αυτόν χρήματα και ούτος εφυλάκισεν αυτούς, μη γνωρίζοντος του βασιλέως Κωνσταντίνου, έμενον δε εις την φυλακήν, χωρίς να γνωρίζουν και αυτοί την αιτίαν. Οι φθονεροί όμως εκείνοι άνδρες, φοβούμενοι μη φανερωθούν εις τε τον Αβλάβιον και τον βασιλέα ψεύσται, έφερον εις τον Αβλάβιον και άλλα περισσότερα χρήματα και εζήτησαν να διατάξη όπως φονευθώσι το συντομώτερον, μήπως όντες εν τη φυλακή συνεννοηθώσι δήθεν μετά των Ταϊφάλων και έλθωσιν εκείνοι προς απελευθέρωσίν των. Βλέπων ο Αβλάβιος ότι και εις φόνον τον αναγκάζουσι, φοβούμενος δε μήπως του ζητήσουν να τους επιστρέψη τα χρήματα, τρέχει προς τον βασιλέα και προσποιούμενος τον λυπημένον λέγει προς αυτόν· «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, οι τρεις στρατηγοί Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, τους οποίους έπεμψας να ειρηνεύσωσι τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγήν σου, τους παρέσυραν με το μέρος των και σκέπτονται να επαναστατήσωσι κατά της βασιλείας σου. Λοιπόν εγώ τους εφυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου αποφάσισον ως βούλεσαι ή διάταξον να φονευθώσιν, ή σκέψου πως θα απαλλαγής εξ αυτών δια να ίδωσι και άλλοι και σωφρονισθώσι».Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς και νομίζων ότι ο Αβλάβιος λέγει αλήθειαν, διέταξε να τους αναγγείλωσιν ότι την επομένην αποκεφαλίζονται. Όθεν γράψας ο Αβλάβιος την απόφασιν, έστειλεν είδησιν και εις την φυλακήν δια να τους δοθή η αγγελία. Όθεν ελθών ο δεσμοφύλαξ κλαίων τους ανήγγειλε την καταδίκην των, την οποίαν ώρισεν ο βασιλεύς, λέγων εις αυτούς· «Αύριον αποκεφαλίζεσθε· ό,τι λοιπόν έχετε να διατάξητε δια τας οικογενείας σας και τας περιουσίας σας κάμετε το συντομώτερον». Και ο μεν δεσμοφύλαξ ταύτα είπε· εκείνοι δε ακούσαντες την απόφασιν παρέλυσαν τα μέλη των, μη γνωρίζοντες δια ποίαν αιτίαν εδόθη τοιαύτη καταδικαστική απόφασις δι΄ αυτούς. Έλεγον δε προς αλλήλους· «Εις τι επταίσαμεν ενώπιον του Θεού και του βασιλέως και κατεδικάσθημεν ούτως; Ποία είναι η αμαρτία ημών και θέλουν να μας φονεύσουν»; Λέγει ο Νεπωτιανός· «Επειδή εφθάσαμεν εις αυτό το σημείον, αδελφοί μου, τώρα ανθρώπινος δύναμις δεν δύναται να μάς ελευθερώση· ενθυμείσθε τι συνέβη εις τα Μύρα της Λυκίας με τον μέγαν Νικόλαον, όστις ηλευθέρωσεν εκ του αδίκου θανάτου τους τρεις άνδρας· αυτός γνωρίζει και δι΄ ημάς ότι δεν έχομεν κανένα να μας βοηθήση· εις μεγάλην θλίψιν και οδύνην καρδίας ευρισκόμεθα και δεν υπάρχει κανείς να μας ελευθερώση εκ του κινδύνου τούτου· η φωνή μας έσβυσεν, η γλώσσα μας εξηράνθη και δεν δυνάμεθα να δεηθώμεν· ελάτε λοιπόν να παρακαλέσωμεν τον Θεόν και τον Άγιον Νικόλαον μήπως προφθάση η πρεσβεία του και απελευθερώση και ημάς τους αναιτίους, οι οποίοι δεν γνωρίζομεν τίποτε». Ήκουσαν και οι άλλοι και μετά δακρύων εβόησαν λέγοντες· «Κύριε ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, του ελευθερώσαντος από τον άδικον θάνατον τους τρεις άνδρας εις τα Μύρα, πρόφθασον, Κύριε, και μη παρίδης την αδικίαν ταύτην, μηδέ λησμονήσης ημάς εις κίνδυνον θανάτου ευρισκομένους· ελευθέρωσόν μας εκ των χειρών των εχθρών μας· πρόφθασον εις βοήθειαν ημών ότι αύριον θανατούμεθα». Τοιαύτα και άλλα όμοια οι εν τη φυλακή εδέοντο του Θεού όλην την νύκτα. Βλέπων δε ο Θεός την αδικίαν και θέλων να δοξάση τον Άγιον, τι ωκονόμησε; Κατά την νύκτα εκείνην, ολίγον προ της ανατολής του ηλίου, φαίνεται ο μέγας Νικόλαος εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον και του λέγει· «Βασιλεύ, εγείρου γρήγορα και ελευθέρωσον τους τρείς άνδρας, τους οποίους κατεδίκασες εις θάνατον, ειδ΄ άλλως θα κάμω δέησιν εις τον Θεόν να σου αφαιρέση την ζωήν». Λέγει ο βασιλεύς· «Ποίος είσαι συ, όστις με απειλείς; Και πως εισήλθες τοιαύτην ώραν εις τα βασίλεια»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Αρχιερεύς των Μυραίων Νικόλαος και με έστειλεν ο Θεός να σου είπω να ελευθερώσης τους τρεις αδικουμένους». Παρευθύς τότε εξύπνησεν ο βασιλεύς, ο δε Άγιος επήγε και εις τον έπαρχον Αβλάβιον και του λέγει· «Αβλάβιε, βεβλαμμένε εις τον νουν, διατί έλαβες χρήματα και ηδίκησας τους τρεις άνδρας, οι οποίοι δεν έπταισαν εις τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσης, διότι θα παρακαλέσω τον Θεόν και θα σου αφαιρέση την ζωήν». Ηρώτησεν ο Αβλάβιος· «Ποίος είσαι συ»; Και ο Άγιος απάντησεν· «Εγώ είμαι ο Νικόλαος ο δούλος του Θεού και Αρχιερεύς των Μυραίων». Ταύτα είπεν ο Άγιος και παρευθύς εξύπνησεν ο Αβλάβιος και εσκέπτετο τι εσήμαινε το όραμά του.                                                      Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος εσκέπτετο τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέται του βασιλέως Κωνσταντίνου και του λέγουν· «Σπεύσον, διότι σε ζητεί ο βασιλεύς». Έσπευσε λοιπόν αμέσως να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς, ως είδεν αυτόν, ήρχισε να του διηγήται το όραμα το οποίον είδε. Λέγει ο Αβλάβιος· «Βασιλεύ, και εγώ το αυτό όνειρο είδα εις τον ύπνον μου, και δεν δύναμαι να εννοήσω τι συμβαίνει· όθεν ας φέρωμεν τους τρεις αυτούς άνδρας να τους εξετάσωμεν». Έφερον λοιπόν τους τρεις στρατηγούς και λέγει προς αυτούς ο βασιλεύς· «Τι μαγείας εποιήσατε και είδομεν τόσον φοβερά όνειρα, ώστε δεν ηδυνήθημεν να κοιμηθώμεν»; Τότε οι τρεις στρατηγοί βλέποντες ο εις τον άλλον έκλαιον, ο δε βασιλεύς ιδών ότι εκ των δακρύων και του φόβου δεν ηδύναντο να απαντήσουν, τους ωμίλησε με ημερότητα και τους λέγει· «Αποκρίθητέ μοι και μη φοβήσθε έμπροσθεν του φίλου σας βασιλέως». Βλέποντες αυτοί την ημερότητα του βασιλέως, είπον μετά δακρύων· «Ω βασιλεύ, μαγείας ημείς δεν γνωρίζομεν, ούτε και λόγον πικρόν είπομεν ποτέ κατά της βασιλείας σου, μάρτυρα έχομεν τον Θεόν, όστις βλέπει τα πάντα· εάν δε ποτε εσκέφθημεν κακόν κατά της βασιλείας σου, σε ορκίζομεν εις τον Θεόν μη λυπηθής καθόλου και ημάς και όλον το γένος μας, αλλά να μας εξολοθρεύσης. Ημείς, ω βασιλεύ, έχομεν παραγγελίαν εκ των γονέων μας να σεβώμεθα πρώτον τον Θεόν και δεύτερον τον βασιλέα. Ταύτα μελετώντες, όταν απέστειλας ημάς εις την Φρυγίαν προς τους Ταϊφάλους, κατεφρονήσαμεν όλα και με την βοήθειαν του Θεού ετελειώσαμεν το θέλημά σου, ηλπίζομεν δε να μας τιμήσης, τώρα όμως βλέπομεν, ότι όχι μόνον ατιμίαν αντί τιμής, αλλά και θάνατον απολαμβάνομεν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς επραϋνθη η καρδία του και λέγει με ιλαρότητα προς εκείνους· «Είπατέ μου, τίνα Άγιον επεκαλέσθητε εις την φυλακήν κατά την νύκτα ταύτην»; Απεκρίθησαν και είπον· «Ω βασιλεύ πολυχρονεμένε, επεκαλούμεθα τον Θεόν κλαίοντες και λέγοντες: «Κύριε, Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, ο δια των πρεσβειών τούτου ελευθερώσας εκ του αδίκου θανάτου τους τρεις άνδρας εις τα Μύρα, αυτός ελευθέρωσον και ημάς από την συκοφαντίαν ταύτην». Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσε το όνομα του Νικολάου, λέγει προς αυτούς· «Ποίος είναι ο Νικόλαος, περί του οποίου ομιλείτε και κατά τίνα τρόπον ηλευθέρωσε τους τρεις εκείνους άνδρας εις τα Μύρα; Είπατέ μοι λεπτομερώς». Απεκρίθη ο Νεπωτιανός και λέγει προς τον βασιλέα· «Ημείς, πολυχρονεμένε βασιλεύ, πηγαίνοντες εις την Μεγάλην Φρυγίαν προς τους Ταϊφάλους, ηναγκάσθημεν, επειδή ο καιρός ήτο ακατάλληλος, να προσορμίσωμεν το πλοίον εις τον Ανδριάκην, τον λιμένα των Μύρων. Εκεί ήλθεν ο Μητροπολίτης των Μυραίων Νικόλαος, όστις μας επεριποιήθη· ήτο άνθρωπος ενάρετος και Άγιος, όλος δε ο τόπος εκείνος είναι γεμάτος από τα θαύματα, τα οποία κάμνει καθ΄ εκάστην. Άκουσον δε, βασιλεύ, πως τον ευλαβούνται οι άνθρωποι του τόπου, καθώς και ο διοικητής των Μύρων Ευστάθιος, ο αντιπρόσωπος της βασιλείας σου. Άρχοντες τινές του τόπου εσυκοφάντησαν τρεις άνδρας και ο Ευστάθιος ώρισε κατά τον νόμον να τους αποκεφαλίσουν, ως και ημείς οι άθλιοι μέλλομεν σήμερον να πάθωμεν. Οι δε συγγενείς εκείνων έδραμον εις τον Αρχιερέα Νικόλαον και έπεσαν εις τους πόδας του κλαίοντες και λέγοντες· «Βοήθησόν μας, δούλε του Χριστού, ταύτην την ώραν, διότι ο Ευστάθιος, λαβών χρήματα, αδίκως διέταξε να φονεύσουν τρεις άνδρας εκ των συγγενών μας, χωρίς να πταίουν εις τίποτε». Ως ήκουσεν ο Αρχιερεύς ταύτα, σπεύσας ήρπασεν εκ των χειρών του στρατιώτου την σπάθην δια της οποίας ήθελε να αποκεφαλίση αυτούς και ουδείς είπε τι εναντίον του, ότι δεν έπραξε καλά, ουδέ ο Ευστάθιος είπε τίποτε, μάλιστα έπεσεν εις τους πόδας του ζητών συγχώρησιν. Όλα αυτά, ω βασιλεύ, είδομεν με τους οφθαλμούς μας, ενθυμούμενοι δε το καλόν το οποίον έκαμεν εις τους τρεις εκείνους ο Άγιος, επεκαλέσθημεν μετά δακρύων τον Θεόν, να προφθάση δι΄ ευχών του Αγίου και εις βοήθειαν ημών». Ως ήκουσε ο βασιλεύς ταύτα κατενύγη και λέγει προς τους τρεις εκείνους· «Εγώ χαρίζω την ζωήν σας και να γνωρίζητε ότι χάριν του Αρχιερέως εκείνου ηλευθερώθητε από τον θάνατον· υπάγετε λοιπόν να γίνητε και Μοναχοί παρ΄ αυτού γρήγορα και να του είπητε ότι τον ήκουσα και να μη με φοβερίζη». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς, τους έδωκε και εν χρυσούν Ευαγγέλιον και χρυσούν θυμιατήριον κεκοσμημένον με πολυτίμους λίθους και δύο μεγάλας κεχρυσωμένας λαμπάδας να τας υπάγουν εις την Εκκλησίαν, εις την οποίαν αρχιεράτευεν ο μέγας Νικόλαος. Οι δε λαβόντες ταύτα ανεχώρησαν δια τον Άγιον· έγιναν δε και Μοναχοί, εκ δε των υπαρχόντων των άλλα μεν εδώρησαν εις την Εκκλησίαν του Αγίου, άλλα εις πτωχούς και άλλα εις τους συγγενείς των. Περί του θαύματος τούτου ας παύσω διηγούμενος, επειδή αρκετά είπον· ας διηγηθώ δε και περί άλλου, το οποίον έτι ζων ετέλεσεν, έπειτα δε να είπω όσα μετά θάνατον εποίησε και τότε συν Θεώ να καταπαύσω τον λόγον μου. Ναύταί ποτε εκινδύνευον να πνιγούν ταξιδεύοντες· ακούοντες δε τα περί του Αγίου, επεκαλέσθησαν αυτόν και είπον· «Άγιε Νικόλαε, βοήθησόν μας την ώραν ταύτην, διότι πνιγόμεθα». Παρευθύς τότε εφάνη ο μέγας Νικόλαος εις την πρύμνην του πλοίου και λαβών το τιμόνιον εκυβέρνα· είπε δε εις τους ναύτας· «Μη φοβήσθε, εγώ είμαι μαζί σας· με επεκαλέσθητε και ήλθον προς βοήθειάν σας». Μετ΄ ολίγον έπαυσεν ο άνεμος, η θάλασσα ησύχασε και ο Άγιος έγινεν άφαντος. Τότε είπον οι ναύται· «Ας αράξωμεν το πλοίον μας εις τον λιμένα των Μυραίων και ας υπάγωμεν προς τον Άγιον Νικόλαον, ίνα τον ευχαριστήσωμεν δια την βοήθειαν, την οποίαν μας έκαμε, να ίδωμεν δε και το πρόσωπόν του, διότι δεν τον έχομεν ίδει». Εξήλθον λοιπόν εις την ξηράν και ηρώτησαν· «Που ευρίσκεται ο Αρχιερεύς»; Τους είπον δε ότι τώρα επήγαινεν εις την Εκκλησίαν με τους Ιερείς του. Όθεν έσπευσαν να τον φθάσουν και εισελθόντες εις την Εκκλησίαν τον εύρον και τον εγνώρισαν εκ του σχήματος, όπως τον είχον ίδει εις την θάλασσαν, επειδή, ως είπομεν, δεν τον είχον ίδει άλλοτε. Πεσόντες τότε εις τους πόδας του έλεγον· «Ευχαριστούμεν σοι, δούλε του Θεού, διότι εάν δεν προέφθανες ηθέλομεν πνιγή εις την θάλασσαν». Εκείνοι μεν ούτως έλεγον και διηγούντο την υπόθεσιν. Ο δε Άγιος, ως προορατικός όπου ήτο και έχων Πνεύμα Άγιον, εγνώρισεν ότι δεν ήτο καθαρά η καρδία των και ήρχισε να τους διδάσκη λέγων· «Παρακαλώ σας, τέκνα μου, να εξετάσετε τας βουλάς και τα νοήματα των καρδιών και του νοός σας και να τα διευθύνητε εις το θέλημα του Θεού· διότι αν εκ των ανθρώπων κρυπτώμεθα και φαινώμεθα καλοί, εκ του Θεού όμως δεν είναι δυνατόν να κρυφθώμεν, διότι ο άνθρωπος βλέπει εις το πρόσωπον, ο δε Θεός εις την καρδίαν. Ακούσατε τι η Γραφή λέγει· «Μη ποιήτε το κακόν, ίνα μη επέλθη τούτο εις ημάς, αλλά ποιείτε το καλόν δια να το απολαύσητε και μη μολύνητε το σώμα σας, διότι ως λέγει ο θείος Παύλος «σεις είσθε ναός Θεού και εάν κανείς καταστρέφη τον ναόν του Θεού, θα καταστρέψη αυτόν ο Θεός» (Α΄ Κορ. γ: 16-17)· εάν ούτω ποιήτε θα έχητε πάντοτε τον Θεόν βοηθόν». Ο μεν Άγιος μετά την διδαχήν του ανεχώρησεν εις την Μητρόπολιν· οι δε ναύται, ωφεληθέντες εκ της διδαχής του μάλλον ή από την βοήθεαν της θαλάσσης, ανεχώρησαν εις τον τόπον των, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλά περί μεν των θαυμάτων, τα οποία ετέλεσεν έτι ζων, ας καταπαύσω τον λόγον, επειδή παρήλθεν αρκετή ώρα και πρέπει, πριν τελειώσω την διήγησιν, να διηγηθώ και περί των θαυμάτων, τα οποία ετέλεσε μετά την οσίαν του κοίμησιν· πρώτον όμως ας διηγηθώ πως εκοιμήθη. Αναφέρεται εις ένα εγκωμιαστικόν του λόγον, ότι τοιούτος ήτο εις την θεωρίαν, ώστε και αν δεν τον είχεν ίδει κανείς ποτέ, και τον έβλεπε δια πρώτην φοράν εν μέσω πολλών ανθρώπων, τον εγνώριζεν εκ του ήθους του αγγελικού το οποίον είχε· τόσον έλαμπε το πρόσωπόν του, τόσον ήτο θεωρητικός, ώστε πολλάκις και εάν απλώς συνηντάτο καθ΄ οδόν μετά πολλών ανθρώπων και χωρίς καν να τους διδάξη, αμέσως επέστρεφον εκείνοι εις θεογνωσίαν εκ της θεωρίας και μόνον του προσώπου του· και λυπημένος εάν επήγαινε κανείς να είπη το παράπονόν του εις αυτόν, και μόνον με το να τον έβλεπεν, εφυγαδεύετο η λύπη του και επληρούτο χαράς· πτωχοί λυπημένοι βλέποντες αυτόν εχαίροντο και ηυφραίνοντο.                                Αλλ΄ επειδή ήτο άνθρωπος και αυτός και έμελλε να αποθάνη, ασθενήσας μικρόν εκοιμήθη εν ειρήνη, περί το έτος τλ΄ (330), και το μεν τίμιον σώμα του αφήκεν εις την γην προς ωφέλειαν των ανθρώπων, η δε μακαρία ψυχή του ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά χαράς και υμνωδίας Αγγέλων. Και οι μεν ορφανοί και πτωχοί έκλαυσαν διότι απεστερήθησαν τον πατέρα και κυβερνήτην των, οι ξένοι και οι Μυραίοι και όλος ο κόσμος εθρήνησαν, ότι έχασαν τοιούτον Ποιμένα και Διδάσκαλον, οι δε Άγιοι Αρχάγγελοι και Άγγελοι εχάρησαν διότι υπεδέχθησαν εις τους κόλπους των τοιούτον Άγιον· οι Μάρτυρες ηυφράνθησαν διότι είδον τον συμμάρτυρα αυτών, οι Δίκαιοι ηγαλλιάσαντο, διότι είδον τον όμοιον με αυτούς· οι Ποιμένες και Διδάσκαλοι εχάρησαν, διότι ηνώθησαν μετά του Ποιμένος. Τι λέγω τα κατά μέρος; Ο ουρανός όλος, και τα τάγματα των Αγίων και Δικαίων εχάρησαν την ημέραν εκείνην. Αλλά και αν η μακαρία του ψυχή απήλθε του κόσμου τούτου ο Άγιος δεν ελησμόνησε, ούτε λησμονεί τους επικαλουμένους αυτόν. Δια τούτο και μετά την μακαρίαν του κοίμησιν άπειρα θαύματα εποίησε και ποιεί εις τους μετά πίστεως καταφεύγοντας προς αυτόν, αλλ΄ εγώ δια συντομίαν θα διηγηθώ μόνον εν ή δύο.                                                                                                                    Εις τα Μύρα, εις τα οποία αρχιεράτευσεν ο Άγιος, ωκοδόμησαν οι Χριστιανοί Εκκλησίαν μεγάλην επ΄ ονόματι του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού και κατ΄ έτος συνηθροίζοντο εκ των περιχώρων ως και εξ άλλων πολλών μερών και ετέλουν πανήγυριν. Εν μια των ημερών εισήλθον εις πλοίον Χριστιανοί τινες εκ μακρινού μέρους, δια να υπάγουν εις τα Μύρα χάριν προσκυνήσεως των ιερών λειψάνων του Αγίου· ο δε διάβολος, δια να εμποδίση από την προσκύνησιν τους Χριστιανούς εκείνους και όσους άλλους δυνηθή, τι εμεθοδεύθη; Ενθυμείσθε εκείνο το οποίον διηγήθημεν ανωτέρω, ότι ο Άγιος εκρήμνισε βωμόν τινα ελληνικόν της Αρτέμιδος και έφυγαν από εκεί οι δαίμονες κλαίοντες και έλεγον· «ηδίκησας ημάς, αδικητά Νικόλαε»; Ο πρώτος λοιπόν δαίμων του βωμού εκείνου, θέλων να κάμη κακόν εις τον Ναόν του Αγίου, μετεμορφώθη εις σχήμα γυναικός πτωχής και γραίας, ήτις εβάστα ελαιοδοχείον πλήρες ελαίου και κατά την ώραν κατά την οποίαν συνηθροίζοντο οι Χριστιανοί δια να εισέλθουν εις το πλοίον ενεφανίσθη και αυτός και λέγει προς αυτούς· «Που πηγαίνετε, αδελφοί μου»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Εις τα Μύρα της Λυκίας δια να προσκυνήσωμεν το ιερόν λείψανον του Αγίου Νικολάου». Λέγει η κατά το φαινόμενον πτωχή εκείνη γραία· «Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, λάβετε τούτο το ελαιοδοχείον με το έλαιον και να το υπάγητε εις την Εκκλησίαν του Αγίου να ανάψητε την κανδήλαν να καή δια την αμαρτωλήν μου ψυχήν, διότι δεν δύναμαι να έλθω μαζί σας, επειδή φοβούμαι την θάλασσαν η οποία πολύ με ζαλίζει· όθεν, σας παρακαλώ, υπάγετε σεις και θα είναι και ιδικόν σας και ιδικόν μου το καλόν». Και ο μεν δαίμων παρεκάλει τους ναύτας ταύτα λέγων· εκείνοι δε αγνοούντες την τέχνην του δαίμονος έλαβον το ελαιοδοχείον και έπλεον αμέριμνοι καθ΄ όλην εκείνην την ημέραν. Περί δε το μεσονύκτιον φαίνεται ο Άγιος εις τον πλοίαρχον και λέγει προς αυτόν· «Το ελαιοδοχείον, το οποίον σας έδωκεν η πτωχή εκείνη, όταν εξημερώση να το ρίψητε εις την θάλασσαν, διότι είναι τέχνη του διαβόλου να καή η Εκκλησία μου και εάν ίδητε φοβερόν τι και παράδοξον εις την θάλασσαν, μη φοβηθήτε· διότι εγώ θα σας βοηθήσω να μη πάθητε τίποτε». Το πρωϊ, όταν εξημέρωσε, διηγήθη ο πλοίαρχος το όραμα και λαβών το ελαιοδοχείον έρριψεν αυτό εις την θάλασσαν, ευθύς δε ως το έρριψε, φλοξ μεγάλη ανέβη εκ της θαλάσσης και καπνός πολύς δυσωδέστατος, ως από θειάφι· η θάλασσα εφούσκωσε και εξηκόντιζε το ύδωρ υψηλά, τόσον ώστε εκινδύνευε να εισέλθη εντός του πλοίου. Βλέποντες ταύτα οι ναύται ηπόρουν, από δε τον φόβον των έπεσον πρηνείς (προύμυτα) κλαίοντες και λέγοντες μεγαλοφώνως· «Άγιε Νικόλαε, πρόφθασον και βοήθησόν μας, διότι βυθιζόμεθα». Μετά δε ώραν ικανήν, ότε κατεπράϋνεν η τρικυμία, συνελθόντες οι ναύται από την αγωνίαν εχάρησαν δοξάζοντες τον Θεόν και τον μέγαν Νικόλαον.                                                Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο Χριστιανός τις ευλαβής και πιστός, καθ΄ υπερβολήν αγαπών τον Όσιον Πατέρα ημών Νικόλαον και αμοιβαίως παρά του Αγίου Πατρός ημών Νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν, θέλων ποτέ να ταξιδεύση δι΄ αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και προσηυχήθη εκ βάθους καρδίας· έπειτα αποχαιρετήσας τους συγγενείς και τους φίλους του, επεβιβάσθη εις το πλοιάριον. Κατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός ηγέρθησαν οι ναύται, όπως στρέψωσι τα ιστία, μεταβληθέντος του ανέμου· ηγέρθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος δια να υπάγη προς ανάγκην του· επειδή όμως οι ναύται κατεγίνοντο εις την στροφήν των ιστίων, περιπλεχθείς ο Χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς (καθώς τούτο συνήθως συμβαίνει εις τοιαύτας περιπτώσεις), έπεσεν εις την θάλασσαν. Οι ναύται, αν και αντελήφθησαν το γενόμενον, δεν ηδυνήθησαν να μεταχειρισθώσιν ουδέν μέσον όπως ανασύρωσιν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον, αφ΄ ενός μεν διότι ήτο σκότος βαθύτατον, αφ΄ ετέρου δε διότι ο άνεμος έπνεε βιαιότερα και εβίαζε το πλοίον προς τα πρόσω. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν λυπούμενοι και έκλαιον δια τον πικρόν θάνατον του ανδρός. Ο δε Χριστιανός εκείνος, πεσών εις την θάλασσαν ενδεδυμένος καθώς ήτο με όλα τα ενδύματά του και καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενεθυμήθη και έλεγε νοερώς· «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι». Φωνάζων δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! Πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Κύριε! Ευρέθη εν τω μέσω του οίκου του, μη αισθανθείς δε τούτο ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλ΄ αισθητώς· «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι». Οι δε άνθρωποι της οικίας του ακούοντες τας φωνάς του εγερθέντες ήναψαν φως· αλλά και οι γείτονες και οι έξωθεν ακούσαντες, εξηγέρθησαν, και έτρεξαν και εκείνοι και βλέπουσιν αυτόν μεν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα, ύδωρ δε πολύ της θαλάσσης να τρέχη από τα ενδύματα τα οποία εφόρει· όθεν εκ του θαυμασμού των και της εκστάσεως έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, αγνοούντες τι να είπωσιν. Ο δε Χριστιανός εκείνος εφώναζεν· «Αδελφοί, τι είναι αυτό το οποίον βλέπω; Εγώ γνωρίζω πολύ καλά, ότι χθες κατά την ενάτην ώραν σάς απεχαιρέτησα όλους και επεβιβάσθην εις το πλοίον, το οποίον επειδή εφύσησεν ούριος άνεμος επροχώρησεν αρκετά· κατά δε την δευτέραν ή τρίτην φυλακήν της νυκτός, ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός, μετέβην δι΄ ανάγκην μου και συμποδισθείς υπό των ναυτών, ερρίφθην εις την θάλασσαν· όθεν επεκαλούμην τον Άγιον Νικόλαον εις βοήθειαν. Πως δε τώρα ευρίσκομαι εδώ δεν γνωρίζω και σας παρακαλώ να μου είπητε σεις, διότι εγώ είμαι εκστατικός και μου φαίνεται ότι παρεφρόνησα». Oι δε συναθροισθέντες Χριστιανοί, ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το ύδωρ της θαλάσσης, το οποίον έρρεεν εκ των ενδυμάτων του, εξεπλάγησαν, ως είπομεν, συλλογιζόμενοι το παράδοξον του θαύματος· όθεν έχαιρον μετά του διασωθέντος αδελφού και εδάκρυον εν ταυτώ, επί πολλήν ώραν το Κύριε, ελέησον! Κράζοντες. Ο δε Χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βεβρεγμένα ενδύματα και ενδυθείς άλλα, κατηυθύνθη εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, όπου και διήνυσε το επίλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Αγίου, δεόμενος και παρακαλών και τας ευχαριστίας αποδίδων με θαυμασμόν και έκπληξιν. Όταν δε ήλθεν η ώρα του όρθρου και συνηθροίσθη ο λαός εις τον Ναόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν το θαύμα του Αγίου· διότι μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, τα οποία έφερεν ο διασωθείς εκείνος Χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Εκκλησίαν του Αγίου κατάφωτον, ηρώτων αλλήλους δια να μάθωσι την αιτίαν. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, και εδόξαζον μεν τον Θεόν, ηυχαρίστουν δε τον μέγαν Ιεράρχην Νικόλαον.                                               Τούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλούργημα του Αγίου διεφημίσθη εις όλην την μεγαλόπολιν του Κωνσταντίνου· έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον Χριστιανόν επί Συνόδου· όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων διηγήθη παρρησία, πως, κατά τίνα τρόπον και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον θαυματούργημα, το οποίον ακούσαντες όλοι οι παριστάμενοι Συνοδικοί εβόησαν· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»! Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού το γενόμενον, συνήχθησαν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την πρέπουσαν ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Άγιον Νικόλαον. Αυτή είναι, αγαπητοί μου αδελφοί, η πολιτεία και αι πράξεις του Αγίου Νικολάου, όστις εδούλευσε τον Θεόν ολοψύχως και ο Θεός ετίμησεν αυτόν επί της γης και εν τω ουρανώ, διότι έσπευδε να αρέση εις τον Χριστόν και αντημείφθη χιλιοπλασίως. Δια τούτο και ημείς οι ακούοντες και αναγινώσκοντες τα κατορθώματα αυτού πρέπει να τον μιμηθώμεν δια να αρέσωμεν εις τον Δεσπότην Χριστόν τον Θεόν ημών. Δια τούτο πρέπει να συναθροιζώμεθα εις την Εκκλησίαν, όπου αναγινώσκονται τα ιερά βιβλία, ίνα ακούοντες τους Βίους και τα έπαθλα των Αγίων Ανδρών μιμώμεθα αυτούς. Διότι εάν μόνον ακούωμεν και δεν πράττωμεν, θα τιμωρηθώμεν περισσότερον· διότι λέγει ο Κύριος εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι «ο γνούς το θέλημα του Κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς (Λουκ. ιβ: 47). Αλλοίμονον, αδελφοί μου, εις ημάς τους αμαρτωλούς, οίτινες ακούομεν και δεν πράττομεν, διδασκόμεθα και δεν υπακούομεν, είμεθα Χριστιανοί και δεν ποιούμεν το θέλημα του Χριστού. Ποίον τότε το όφελος; Εάν είπης εις ασθενή ότι είναι υγιής, τι τον ωφέλησας; Ή εις πτωχόν ότι είναι πλούσιος, μήπως με τον λόγον τον επλούτισας; Ούτως είναι και εις ημάς τους Χριστιανούς· μήπως εάν είπωμεν ότι είμεθα Χριστιανοί και δεν φυλάττωμεν τας εντολάς του Χριστού, ωφελούμεθα τίποτε; Υλικώς κερδίζει ο άνθρωπος και αποκτά πλούτον, όταν εργάζεται και δεν σταματά την εργασίαν του. Και πάλιν πνευματικώς πλουτεί, όταν εργάζεται την αρετήν και δεν παύη μέχρις εσχάτης αναπνοής. Σπεύσωμεν λοιπόν και μη αποκάμωμεν πράττοντες το αγαθόν, ίνα δοξασθώμεν και βραβευθώμεν παρά του μισθαποδότου Χριστού, όστις βραβεύει τους εργαζομένους το αγαθόν αιωνίως και τιμωρεί εις αιώνιον καταδίκην τους αθλίους αμαρτωλούς. Πρέπει λοιπόν να συνδέσωμεν την Πίστιν μετά των έργων, ίνα βραβευθώμεν, διότι ο θείος Ιάκωβος λέγει εις την Καθολικήν αυτού Επιστολήν δι΄ εκείνους οίτινες έχουν πίστιν άνευ έργων: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; Μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και λειπόμενοι ώσι της εφημέρου τροφής, είπη δε τις αυτοίς εξ ημών· υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η Πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστι καθ΄ εαυτήν» (Ιακ. β: 14-17). Ας αποκτήσωμεν λοιπόν και ημείς ομού με την Πίστιν και τα έργα, ίνα ακούσωμεν παρά του Κυρίου της ευκταίας φωνής· «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. κε: 23), ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: