ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ (Λουκ. ιβ´ 16-21)* Αἱ περὶ πλούτου ἰδέαι τοῦ Μ. Βασιλείου -- Τοῦ µακαριστοῦ Ἀρχιµανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη

Εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποὺ θὰ ἀναγνωσθῆ τὴν προσεχῆ Κυριακήν, ὑπάρχει θαυµασία ὁµιλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἂς τὴν ἀκούσωµεν: 1. Ἡ φύσις τῶν πειρασµῶν, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι διπλῆ. Διότι ἢ αἱ θλίψεις βασανίζουν τὰς καρδίας, ὅπως τὸν χρυσὸν εἰς τὸ καµίνι (Σοφ. Σολ. 3,6), µὲ τὸ νὰ δοκιµάζουν διὰ τῆς ὑποµονῆς τὴν ἀκεραιότητά των ἢ πολλάκις καὶ αἱ ἴδιαι αἱ ἀφθονίαι τῆς ζωῆς γίνονται τὸ δοκιµαστήριον διὰ τοὺς περισσοτέρους. ∆ιότι ἐξ ἴσου εἶναι δύσκολον καὶ νὰ διαφυλαχθῆ ἀταπείνωτος ἡ ψυχὴ εἰς τὰς δυσκολίας καὶ νὰ µὴ ὑπερηφανευθῆ καὶ ἐκτραπῆ πρὸς ἀδικίαν εἰς τὰς εὐτυχεῖς περιστάσεις.
Παράδειγµα ἀπὸ τὸ πρῶτον εἶδος τῶν πειρασµῶν εἶναι ὁ µεγάλος Ἰώβ, ὁ ἀκαταγώνιστος ἀθλητής, ὁ ὁποῖος µὲ τὸ νὰ ὑποδεχθῆ µὲ ἀκλόνητον καρδίαν καὶ ἀµετάβλητον φρόνηµα ὁλόκληρον τὴν σὰν ὁρµὴν χειµάρρου σφοδρότητα τοῦ διαβόλου, ἀπεδείχθη τόσον ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πειρασµούς, ὅσον πιὸ µεγάλα καὶ ἀνυπέρβλητα τοῦ ἐφάνησαν ὅτι εἶχαν προβληθῆ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸν τὰ ἀγωνίσµατα. Παραδείγµατα δὲ ἀπὸ τοὺς πειρασµούς, ποὺ προέρχονται λόγῳ τῆς εὐηµερίας εἰς τὴν ζωὴν εἶναι καὶ µερικὰ ἄλλα, ἀλλὰ καὶ ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, ποὺ θὰ ἀναγνωσθῆ τὴν Κυριακήν. Αὐτὸς λοιπὸν ἄλλον µὲν πλοῦτον κατεῖχεν, ἄλλον δὲ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἀποκτήσῃ. Διότι ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν δὲν τὸν κατηγόρησε δι᾽ ἀγνώµονα συµπεριφοράν, ἀλλὰ πάντοτε εἰς τὸν ὑπάρχοντα πλοῦτον προσέθετε καὶ ἄλλον, µήπως τυχὸν ἀφοῦ τοῦ προκαλοῦσε κάποτε χορτασµόν, θὰ ἠµποροῦσε νὰ προτρέψη τὴν ψυχὴν νὰ γίνῃ κοινωνικὴ καὶ ἥµερη. Διότι λέγει· «Ἑνὸς ἀνθρώπου πλουσίου τὰ χωράφια ἔφεραν µεγάλην ἐσοδείαν καὶ ἐσκέπτετο µέσα του· τί νὰ κάνω; Θὰ κατεδαφίσω τὰς ἀποθήκας µου καὶ θὰ κτίσω µεγαλυτέρας» (Λουκ. 12, 16-18). Διατὶ λοιπὸν ἔφεραν µεγάλην ἐσοδείαν τὰ χωράφια ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἔµελλε νὰ κάµη κανένα καλὸν ἀπὸ τὴν εὐφορίαν; Διὰ νὰ φανῇ καλύτερα ἡ µακροθυµία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἡ ἀγαθότης του φθάνει µέχρι τοῦ σηµείου αὐτοῦ. Διότι «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, καὶ ἀνατέλλει τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς» (Ματθ. 5, 45). Ἡ καλωσύνη ὅµως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἐπισωρεύει µεγαλυτέραν κόλασιν διὰ τοὺς πονηρούς. Ἔρριξε τὰς βροχὰς εἰς τὴν γῆν, ποὺ καλλιεργεῖται ἀπὸ τὰ ἁρπακτικά χέρια, ἔδωκε τὸν ἥλιον, διὰ νὰ θερµαίνη τοὺς σπόρους καὶ νὰ πολλαπλασιάζῃ διὰ τῆς εὐφορίας τοὺς καρπούς. Καὶ αὐτὰ µὲν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι τέτοια· καταλληλότης γῆς, εὔκρατοι καταστάσεις ἀέρων, ἀφθονίαι σπερµάτων, συνεργία µέσων (βοδιῶν) καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, µὲ τὰ ὁποῖα ἐκ φύσεως ἡ γεωργία ἀκµάζει. Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ὅµως ποῖα; Τὸ πικρὸν τοῦ ἤθους, ἡ µισανθρωπία, ἡ δυσκολία τοῦ νὰ δώσῃ. Αὐτὰ εἰς τὸν εὐεργέτην ἀνταπέδωκεν ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἐνεθυµήθη τὴν κοινὴν φύσιν, δὲν ἐνόµισεν ὅτι ἔπρεπε νὰ διαµοιράσῃ τὸ πλεόνασµα εἰς πτωχούς, δὲν ἐλογάριασε καθόλου τὴν ἐντολήν· «µὴ ἀρνηθῆς βοήθειαν εἰς τοὺς πτωχοὺς» (Παροιµ. 3, 27) καὶ «τὸ ἔλεος καὶ ἡ ἀγαθὴ πίστις ἂς µὴ σὲ ἐγκαταλείψουν» (Παροιµ. 3, 3) καὶ «νὰ διαµοιράζῃς τὸν ἄρτον σου µ᾽ αὐτὸν ποὺ πεινᾶ» (Ἡσ. 58, 7). Καὶ µολονότι τὸ διακηρύττουν δυνατὰ ὅλοι οἱ προφῆται καὶ ὅλοι οἱ διδάσκαλοι, ὅµως δὲν εἰσακούονται. Ἀλλ᾽ αἱ µὲν ἀποθῆκαι, στενοχωρούµεναι ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθηκευµένων ἀγαθῶν ἔσπαζαν, ἡ ἄπληστος ὅµως καρδιὰ δὲν ἐχόρταινε. Διότι µὲ τὸ νὰ προσθέτῃ πάντοτε τὰ νέα εἰσοδήµατα εἰς τὰ παλαιὰ καὶ νὰ αὐξάνῃ τὴν εὐπορίαν µὲ τὰς ἐτησίας συγκοµιδὰς περιέπεσεν εἰς τὴν ἀδιέξοδον αὐτὴν δυσχέρειαν, νὰ µὴ ἐπιτρέπῃ δηλαδὴ λόγῳ τῆς πλεονεξίας νὰ ἀνακόπτη ἀφ᾽ ἑνὸς µὲν τὴν ὁρµήν του ὡς πρὸς τὰ παλαιά, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ νὰ µὴ ἐπαρκῆ εἰς τὸ νὰ ἀποθηκεύη τὰ νέα, λόγῳ τοῦ πλήθους. Διὰ τοῦτο τὰ σχέδια του ἦσαν ἀκατόρθωτα καὶ ἀνυπερβλητοι αἱ φροντίδες του. Τί ποιήσω, τί νὰ κάνω; Ποῖος δὲν θὰ ἐλεοῦσε αὐτὸν ποὺ τόσον πολὺ στενοχωρεῖται; Ταλαίπωρος ἐµπρὸς εἰς τὴν µεγάλην ἐσοδείαν, ἐλεεινὸς ἐµπρὸς εἰς τὰ παρόντα ἀγαθὰ καὶ ἀκόµη πιὸ ἐλεεινὸς ἐµπρὸς εἰς τὰ ἀναµενόµενα. Διότι ἡ γῆ δὲν τοῦ ἀποφέρει εἰσοδήµατα, ἀλλὰ βλαστάνει δι᾽ αὐτὸν στεναγµούς· δὲν τοῦ συγκεντρώνει εὐφορίαν καρπῶν, ἀλλὰ φροντίδας, λύπας, καὶ φοβερὰν ἀµηχανίαν. Θρηνεῖ παροµοίως µὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι πτωχοί. Ἢ µήπως καὶ αὐτὸς ποὺ στενοχωρεῖται λόγῳ τῆς πτωχείας του, δὲν θὰ ἐκβάλῃ τὴν ἰδίαν κραυγήν· «τί νὰ κάνω;». Ἀπὸ ποῦ τροφαί; ἀπὸ ποῦ ἐνδύµατα; Τὰ ἴδια λέγει καὶ ὁ πλούσιος. Θλίβεται κατὰ τὴν καρδίαν του, κατατρωγόµενος ἀπὸ τὴν µέριµναν. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ εὐφραίνει τοὺς ἄλλους, αὐτὸ λυώνει τὸν πλεονέκτην. ∆ιότι δὲν χαίρει ποὺ ὅλα εἰς τὸ σπίτι του εἶναι γεµᾶτα πρὸς χάριν του, ἀλλὸ ὁ πλοῦτος, ποὺ τὸν περιβάλλει καὶ ξεχειλίζει ἀπὸ τὰς ἀποθήκας του, ἀγκυλώνει τὴν ψυχήν, µὴ τύχῃ καὶ σκύψῃ καὶ ἰδῇ πρὸς τοὺς ἔξω καὶ γίνῃ ἀφορµὴ κάποιου καλοῦ διὰ τοὺς πτωχούς. 2. Καὶ µοῦ φαίνεται, λέγει ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας Μ. Βασίλειος, πὼς τὸ πάθος του ὁµοιάζει µὲ τὸ πάθος τῆς ψυχῆς τῶν κοιλιοδούλων, οἱ ὁποῖοι προτιµοῦν νὰ σκάσουν καλύτερα παρὰ νὰ δώσουν κάτι ἀπὸ τὰ ὑπολείµµατα εἰς τοὺς ἐνδεεῖς. Ἄκου, ἄνθρωπε, τὸν χορηγόν. Θυµήσου ποῖος εἶσαι; τί διαχειρίζεσαι; ἀπὸ ποῖον ἔλαβες; διατὶ ἐπροτιµήθης ἀνάµεσα εἰς τοὺς πολλούς; Ἔχεις γίνει ὑπηρέτης τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ, οἰκονόµος τῶν συνανθρώπων σου. Νὰ µὴ νοµίζης ὅτι ὅλα ἔχουν ἑτοιµασθῆ διὰ τὴν ἴδικήν σου κοιλίαν. Δι᾽ αὐτὰ ποὺ κρατᾶς εἰς τὰ χέρια σου νὰ σκέπτεσαι, ὡσὰν νὰ εἶναι ξένα. Σὲ εὐφραίνουν δι᾽ ὀλίγον χρόνον καὶ ἔπειτα ξεγλιστροῦν καὶ χάνονται· δι᾽ αὐτὰ ὅµως θὰ σοῦ ἀπαιτηθῆ λόγος µὲ κάθε λεπτοµέρειαν. Ἐσὺ ὅµως ὅλα µαζὶ τὰ ἔχεις ἀµπαρώσει µὲ θύρας καὶ µοχλούς. Καὶ ἀφοῦ τὰ ἀσφάλισες καλά, ἐπαγρυπνεῖς µὲ τὰς φροντίδας καὶ σκέπτεσαι µέσα σου, χρησιµοποιῶν τὸν ἑαυτόν σου ἀσύνετον σύµβουλον. «Τί νὰ κάνω»; Εὔκολον ἦταν νὰ εἰπῆ ὅτι θὰ χορτάσω τὰς ψυχὰς αὐτῶν ποὺ πεινοῦν, θὰ ἀνοίξω τὰς ἀποθήκας καὶ θὰ προσκαλέσω ὅλους τοὺς πτωχούς. Θὰ µιµηθῶ τὸν Ἰωσὴφ (Γεν. 47,11) εἰς τὸ κήρυγµα τῆς φιλανθρωπίας. Θὰ εἴπω µεγαλόψυχον λόγον. Ὅσοι ὑστερεῖσθε ἄρτον, ἐλᾶτε εἰς ἐµέ. Ὁ καθένας νὰ λάβη ἀπὸ τὴν δωρεάν, ποὺ ἔχει δοθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὡσὰν ἀπὸ κοινὴν πηγήν, ὅσον τοῦ εἶναι ἀρκετόν. Ἀλλὰ σὺ δὲν εἶσαι τέτοιος. Ἀπὸ ποῦ φαίνεται; Διότι σὺ φθονεῖς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν, ποὺ πονηρὰ σκέπτεσαι εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ φροντίζεις ὄχι τὸ πῶς θὰ δώσης εἰς τὸν καθένα τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ τὸ πῶς, ἀφοῦ τὰ ἀποθηκεύσης ὅλα, θὰ ἀποστερήσης ὅλους ἀπὸ τὴν ὠφέλειαν ἐξ αὐτῶν. Εὑρίσκοντο ἐµπρός του αὐτοὶ ποὺ ζητοῦν τὴν ψυχήν του καὶ ἐκεῖνος διελέγετο µὲ τὴν ψυχήν του διὰ τὰ φαγοπότια. Τὴν νύκτα αὐτὴν τὸν ἔπαιρναν καὶ ἐκεῖνος ἐφαντάζετο πολυχρόνιον τὴν ἀπόλαυσιν. Τοῦ ἐπετράπη νὰ σκεφθῆ τὸ κάθε τι καὶ νὰ κάµη φανερὰν τὴν γνώµην του, διὰ νὰ δεχθῆ τὴν ἀπόφασιν, ποὺ ἀξίζει εἰς τὴν προαίρεσίν του. 3. Αὐτὸ νὰ µὴ τὸ πάθης ἐσύ. Διότι διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἔχει γραφῆ, διὰ νὰ ἀποφύγωµεν τὴν ὁµοίωσιν µὲ αὐτόν. Νὰ µιµῆσαι τὴν γῆν, ἄνθρωπε, νὰ καρποφορήσης ὅπως ἐκείνη. Νὰ µὴ φανῆς κατώτερος ἀπὸ τὴν ἄψυχον γῆν. Ἐκείνη λοιπόν ἐκτρέφει τοὺς καρπούς, ὄχι διὰ νὰ τοὺς ἀπολαµβάνη ἡ ἰδία, ἀλλὰ διὰ νὰ ὑπηρετήση ἐσέ. Ἐσὺ ὅµως ὅποιον καρπὸν τῆς ἀγαθοεργίας καὶ ἂν ἐπιδείξης, διὰ τὸν ἑαυτόν σου τὸν µαζεύεις, διότι αἱ χάριτες τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἐπιστρέφουν εἰς αὐτοὺς ποὺ δίδουν. Δίδεις εἰς αὐτὸν ποὺ πεινᾶ καὶ ἰδικόν σου γίνεται αὐτὸ ποὺ δίδεται, διότι ἐπανέρχεται µὲ προσ θήκην. ∆ιότι ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σίτου, ἀφοῦ πέση εἰς τὴν γῆν, γίνεται κέρδος διὰ τὸν σπορέα, ἔτσι ὁ ἄρτος ποὺ κατετέθη εἰς τὸν πεινασµένον ἀποφέρει ὕστερα γόνιµον τὴν ὠφέλειαν. Νὰ εἶναι λοιπὸν διὰ σὲ τὸ τέλος τῆς γεωργίας ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου σπορᾶς. ∆ιότι λέγει «Ἐσπείρατε εἰς τὸν ἑαυτόν σας δικαιοσύνην» (Ὠσηὲ 10,12). Διατὶ λοιπὸν ἀγωνιᾶς; ∆ιατὶ κόπτεσαι, προσπαθῶν νὰ περικλείσης τὸν πλοῦτον µὲ πηλὸν καὶ πλίνθους; «Κρεῖσσον ὄνοµα καλὸν ὑπὲρ πλοῦτον πολύν». Εἶναι προτιµώτερον τὸ καλὸν ὄνοµα ἀπὸ τὰ µεγάλα πλούτη (Παροιµ. 12,1). Ἐὰν δὲ θαυµάζης τὰ χρήµατα διὰ τὴν τιµήν, ποὺ λαµβάνεις ἀπὸ αὐτά, σκέψου πόσον πολὺ πιὸ ὠφέλιµον διὰ δόξαν εἶναι νὰ ὀνοµάζεσαι πατέρας ἀπὸ µύρια παιδιὰ παρὰ νὰ ἔχης µύρια νοµίσµατα εἰς τὸ βαλάντιόν σου. Τὰ χρήµατα βεβαίως, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλης, θὰ τὰ ἐγκαταλείψῃς ἐδῶ, τὴν ὑπόληψιν ὅµως διὰ τὰ καλὰ ἔργα θὰ τὴν προσκοµίσης εἰς τὸν ∆εσπότην, ὅταν ὁλόκληρος ὁ λαὸς θὰ σταθῆ ἐµπρὸς εἰς τὸν κοινὸν Κριτὴν καὶ θὰ σὲ ἀποκαλῆ τροφέα καὶ εὐεργέτην καὶ θὰ σοῦ ἀποδίδη ὅλα τὰ ὀνόµατα τῆς φιλανθρωπίας. Δὲν βλέπεις αὐτοὺς ποὺ εἰς τὰ θέατρα δωρίζουν τὸν πλοῦτον τους εἰς τοὺς ἀθλητὰς τοῦ πεντάθλου, εἰς τοὺς γελωτοποιοὺς καὶ εἰς µερικοὺς θηριοµάχους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ ἐσιχαίνετο κανεὶς καὶ νὰ τοὺς ἀντικρύση ἀκόµη, διὰ τὴν στιγµιαίαν τιµὴν καὶ διὰ τὰς ζητωκραυγὰς καὶ τὰ χειροκροτήµατα ἐκ µέρους τοῦ λαοῦ; Καὶ σὺ ποὺ µέλλεις νὰ ἀπολαύσης τόσην µεγάλην δόξαν εἶσαι σφικτὸς εἰς τὰς δαπάνας αὐτάς; Ὁ Θεὸς θὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ὑποδεχθῆ. Ἄγγελοι ποὺ θὰ ἐπευφηµοῦν· ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ κτίσεως κόσµου θὰ σὲ µακαρίζουν. Δόξα αἰώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, οὐράνιος βασιλεία θὰ εἶναι τὰ ἔπαθλα διὰ σὲ λόγῳ τῆς καλῆς διαχειρίσεως τῶν φθαρτῶν τούτων πραγµάτων. Διὰ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν φροντίζεις, διότι λόγῳ τῆς φροντίδος σου διὰ τὰ παρόντα περιφρονεῖς τὰ ἐλπιζόµενα ἀγαθά. Ἐµπρὸς λοιπόν, νὰ διαθέτης ποικιλοτρόπως τὸν πλοῦτον καὶ νὰ γίνης φιλότιµος καὶ λαµπρὸς εἰς τὰς δαπάνας δι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκην. Ἂς λέγεται καὶ διὰ σέ· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ µένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλµ. 111,9). Νὰ µὴ εἶσαι πολυδάπανος µὲ τὸ νὰ προσθέτης πάντοτε νέας ἀνάγκας. Νὰ µὴ περιµένης ἔλλειψιν σιταριοῦ, διὰ νὰ ἀνοίξης τὰς σιταποθήκας. Διότι «αὐτὸς ποὺ ὑπερτιµᾶ τὸ σιτάρι εἶναι λαοκατάρατος» (Παροιµ. 11, 26). Μὴ περιµένης τήν πεῖναν, διὰ νὰ κερδίσης χρυσόν, µήτε τὴν κοινὴν στέρησιν, διὰ νὰ πλουτίσης ὁ ἴδιος. Μὴ γίνεσαι ἔµπορος τῶν ἀνθρωπίνων συµφορῶν. Μὴ ἐκµεταλλευθῇς τὸν καιρὸν τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ ἀποκτήσης περιουσίαν χρηµάτων. Νὰ µὴ ἐξερεθίσης τὰ τραύµατα αὐτῶν ποὺ ἔχουν ταλαιπωρηθῆ µὲ τὸ µαστίγιον τῆς συµφορᾶς. Ἐσὺ ὅµως ἀποβλέπεις εἰς τὸ χρῆµα καὶ δὲν προσ βλέπεις εἰς τὸν ἀδελφόν. Καὶ γνωρίζεις ἀπὸ µὲν τὸ νόµισµα, τὸ χαρακτηριστικὸν χάραγµα καὶ ξεχωρίζεις τὸ πλαστὸν ἀπὸ τὸ γνήσιον, ἀγνοεῖς ὅµως καθ᾽ ὁλοκληρίαν τὸν ἀδελφόν σου, ὅταν εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην. Καὶ ἀφοῦ ἐν συνεχείᾳ ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς στηλιτεύει τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ τὴν ἀσπλαγχνίαν τῶν πλουσίων ἐµπρὸς εἰς τὰς δυστυχίας τῶν πτωχῶν, καταλήγει ὡς ἑξῆς: 6. ... «καθελῶ µοι τὰς ἀποθήκας καὶ µείζονας οἰκοδοµήσω». (Θὰ κατεδαφίσω τὰς ἀποθήκας µου καὶ θὰ κτίσω µεγαλυτέρας). Ἐὰν ὅµως τὰς γεµίσης καὶ αὐτάς, τί λοιπὸν θὰ σκεφθῆς; Ἢ µήπως πάλιν θὰ τὰς γκρεµίσῃς καὶ πάλιν θὰ τὰς κτίσῃς; Καὶ τί πιὸ ἀνόητον ἀπὸ αὐτά, νὰ κοπιάζῃς συνεχῶς, νὰ οἰκοδοµῇς µὲ βιασύνην καὶ µὲ βιασύνην νὰ γκρεµίζῃς; Ἐὰν θέλῃς, ἔχεις ἀποθήκας τὰ σπίτια τῶν πτωχῶν. Θησαύρισε διὰ τὸν ἑαυτόν σου θησαυρούς εἰς τόν οὐρανόν. Αὐτά πού ἀποθηκεύονται ἐκεῖ οὔτε ὁ σκόρος τά κατατρώγει, οὔτε ἡ σῆψις τά σαπίζει, οὔτε οἱ λησταί τά καταληστεύουν. Ἀλλά τότε θά δώσω εἰς ὅσους ἔχουν ἀνάγκην, ὅταν γεµίσω τάς δευτέρας ἀποθήκας. Ἔχεις προσδιορίσει διά τόν ἑαυτόν σου χρόνια πολλὰ τῆς ζωῆς. Κοίτα νά µή σέ προλάβη αὐτός πού σύµφωνα µέ τήν προθεσµίαν ἐπείγεται. Διότι ἡ ὑπόσχεσις δέν εἶναι ἀγαθότης, ἀλλά ἀπόδειξις τῆς πονηρίας. ∆ιότι ὑπόσχεσαι, ὄχι διά νά δώσης κατόπιν, ἀλλά διά νά ἀποφύγης τό παρόν. Τί εἶναι αὐτό ποὺ ἐµποδίζει τώρα τήν µετάδοσιν; Δέν εἶναι παρών ὁ πτωχός; Δέν εἶναι γεµᾶται αἱ ἀποθῆκαι; Ἡ ἀµοιβή ἑτοίµη; Δέν εἶναι ξεκάθαρη ἡ ἐντολή; Αὐτός πού πεινᾶ λυώνει. Ὁ γυµνός ξεπαγιάζει. Ὁ ὀφειλέτης καταπνίγεται κι ἐσύ ἀναβάλλεις διά αὔριον τήν ἐλεηµοσύνην; Ἄκου τόν Σολοµῶντα «Νά µὴ εἰπῆς· πήγαινε καὶ γύρισε, αὔριον θὰ σοῦ δώσω». Διότι δὲν γνωρίζεις «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα». Τί παραγγέλµατα περιφρονεῖς µέ τό νά βουλώσης τά αὐτιά σου µέ τήν φιλαργυρίαν! Πόσην µεγάλην χάριν ἔπρεπε νά χρωστᾶς εἰς τόν εὐεργέτην, πόσον νά εἶσαι χαρούµενος καί νά λαµπρύνεσαι µέ τήν τιµήν, διότι ὁ ἴδιος δέν ἐνοχλεῖς τήν πόρταν τῶν ἄλλων, ἀλλά ἄλλοι κρούουν τάς ἰδικάς σου! Τώρα δέ εἶσαι κατσούφης καί ἀποκρουστικός, ἀποφεύγων τάς ἀπαντήσεις µή τυχόν κάπου ἀναγκασθῆς νά βγάλης ἔστω καί ὀλίγον ἀπό τά χέρια σου. Μίαν λέξιν γνωρίζεις. Δέν ἔχω. Οὔτε θά δώσω, διότι εἶµαι πτωχός. Πράγµατι πτωχός εἶσαι καί στερεῖσαι ἀπό ὅλα τά ἀγαθά. Πτωχός ἀπό φιλανθρωπίαν, πτωχός ἀπό πίστιν εἰς τόν Θεόν, πτωχός ἀπό ἐλπίδα αἰώνιον. Κάµε συµµετόχους εἰς τά ἀγαθά σου τούς ἀδελφούς. Αὐτό πού αὔριον σαπίζει, δῶσέ το σήµερον εἰς τόν ἔχοντα ἀνάγκην. Ἡ πιό χειροτέρα µορφή τῆς πλεονεξίας εἶναι τό νά µή δίδη κανείς εἰς τούς ἐνδεεῖς οὔτε ἀπό αὐτά πού φθείρονται. 7. Ποῖον, λέγει, ἀδικῶ µέ τό νά προστατεύω τά ἰδικά µου; Ποῖα, πές µου, εἶναι ἰδικά σου; Ἀπό ποῦ τά ἔλαβες καί τά ἔφερες εἰς τήν ζωήν; Ὅπως ὅταν κάποιος, ἀφοῦ καταλάβη εἰς τό θέατρον θέσιν θέας καί ἐµποδίζη ἔπειτα τούς εἰσερχοµένους, µέ τό νά νοµίζη ἰδικόν του αὐτό πού εἶναι κοινόν κατά τήν χρῆσιν εἰς ὅλους, τέτοιοι εἶναι καί οἱ πλούσιοι. Δηλαδή ἀφοῦ ἐκ τῶν προτέρων ἐκυρίευσαν τά κοινά ἀγαθά, τά ἰδιοποιοῦνται λόγῳ τοῦ ὅτι τά ἐπρόλαβαν. Διότι ἐάν ὁ καθένας, κρατῶν αὐτό πού χρειάζεται, διά νά θεραπεύση τάς ἀνάγκάς του, ἄφηνε τό περίσσευµα εἰς τόν ἔχοντα ἀνάγκην, τότε κανένας δέν θά ἦταν πλούσιος, κανένας δέν θά ἦταν πτωχός. Δέν ἐξῆλθες γυµνός ἀπό τήν κοιλίαν; Δέν θά ἐπιστρέψης γυµνός εἰς τήν γῆν; Αὐτά δέ ποὺ ἔχεις τώρα, ἀπό ποῦ τά ἔχεις; Ἐάν µέν λέγης ὅτι ἀπό τήν τύχην, εἶσαι ἄθεος, διότι δέν γνωρίζεις τόν Δηµιουργόν, οὔτε εὐχαριστεῖς τόν Δοτῆρα. Ἐάν δέ παραδέχεσαι ὅτι ἀπό τόν Θεόν εἶναι, πές µου τόν λόγον διά τόν ὁποῖον τά ἔλαβες. Μήπως ὁ Θεός εἶναι ἄδικος ποὺ ἄνισα µοιράζει εἰς ἡµᾶς τά ἀναγκαῖα διά τήν ζωήν; Διατί ἐσύ πλουτεῖς καί ἐκεῖνος εἶναι πτωχός; Διὰ κανένα ἄλλον λόγον, παρά διά νά λάβης ἐξάπαντος καί ἐσύ τόν µισθόν τῆς ἀγαθότητος καί τῆς καλῆς διαχειρίσεως καί ἐκεῖνος, διά νά τιµηθῆ µέ τά µεγάλα ἔπαθλα τῆς ὑποµονῆς. Ἐσύ ὅµως, ἀφοῦ τά περιέλαβες εἰς τούς ἀχορτάγους κόλπους τῆς πλεονεξίας, νοµίζεις ὅτι κανένα δέν ἀδικεῖς, ὅταν τόσους πολλούς ἀποστερῆς. Ποῖος εἶναι ὁ πλεονέκτης; Αὐτός πού δέν ἀρκεῖται εἰς τήν αὐτάρκειαν. Ποῖος δέ εἶναι ὁ ἅρπαγας; Αὐτός πού ἀφαιρεῖ αὐτά, πού ἀνήκουν εἰς τόν καθένα. Δέν εἶσαι σύ ὁ πλεονέκτης; Δέν εἶσαι σύ ὁ ἅρπαγας, ὅταν ἰδιοποιῆσαι αὐτά τά ἴδια ποὺ ἐδέχθης πρός διαχείρισιν; Ἤ αὐτός µέν ποὺ ἀπογυµνώνει τόν ντυµένον θά ὀνοµασθῆ λωποδύτης, ἐκεῖνος δὲ ποὺ δέν ἐνδύει τόν γυµνόν, ἐνῶ ἠµπορεῖ νά τό κάµη, ἀξίζει νά ὀνοµασθῆ µέ ἄλλο ὄνοµα; Τό ψωµί πού κρατᾶς ἐσύ, εἶναι αὐτοῦ πού πεινᾶ. Τό ἔνδυµα, πού φυλάσσεις εἰς τάς ἱµατιοθήκας, εἶναι αὐτοῦ πού εἶναι γυµνός. Τά παπούτσια πού σαπίζουν εἰς σέ εἶναι τοῦ ξυπόλυτου. Τό ἀργύριον πού ἔχεις παραχωµένον εἶναι αὐτοῦ, πού τό χρειάζεται. Λοιπόν τόσους ἀδικεῖς, ὅσους ἠµποροῦσες νά εὐεργετήσης!                                                                           8. Καλά εἶναι τά λόγια, λέγει, ἀλλά ἀκόµη πιό καλός εἶναι ὁ χρυσός. Σάν αὐτοί πού ὁµιλοῦν περί ἐγκρατείας εἰς τούς ἀκολάστους. Πράγµατι καί αὐτοί, ὅταν κατηγορῆται ἡ πόρνη, ἀπό τήν ἐνθύµησιν φλέγονται πρός τήν ἐπιθυµίαν. Πῶς νά σοῦ καταστήσω γνωστά τά βάσανα τοῦ πτωχοῦ, διά νά γνωρίσης ἀπό πόσον µεγάλους καηµούς θησαυρίζεις διά τόν ἑαυτόν σου; Ὤ πόσον πολύτιµος θά σοῦ φανῆ κατά τήν ἡµέραν τῆς κρίσεως ὁ λόγος αὐτός: «Δεῦτε οἱ εὐλογηµένοι τοῦ Πατρός µου, κληρονοµήσατε τήν ἡτοιµασµένην ὑµῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσµου. Ἐπείνασα γάρ καί ἐδώκατέ µοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐποτίσατέ µε, γυµνόν ἤµην καί περιεβάλετέ µε»! Πόσον δέ µεγάλην φρίκην, καί ἱδρῶτας καί σκοτάδι θά σέ περιβάλη, ὅταν ἀκούσης τήν καταδίκην «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐµοῦ οἱ κατηραµένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιµασµένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καί οὐκ ἐδώκατέ µοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καί οὐκ ἐποτίσατέ µε, ξένος ἤµην, καί οὐ συνηγάγετέ µε, γυµνός, καί οὐ περιεβάλετέ µε»! Διότι ἐκεῖ οὔτε ὁ ἅρπαγας κατηγορεῖται, ἀλλά αὐτός πού δέν κοινωνεῖ µέ τάς ἀνάγκας τοῦ πλησίον κατακρίνεται. Ἐγώ µέν εἶπα, καταλήγει ὁ Ἅγιος, ὅσα ἐνόµιζα συµφέροντα, εἰς σέ δέ ἀφοῦ πιστεύσης, ὁλοφάνερα εἶναι τά ἀγαθά πού σύµφωνα µέ τάς ἐπαγγελίας σέ ἀναµένουν, ἐάν ὅµως παρακούσης, ἡ ἀπειλὴ σοῦ ἔχει γραπτῶς διατυπωθῆ. Τήν ἐµπειρίαν αὐτήν σοῦ εὔχοµαι νά διαφύγης καί νά λάβης καλυτέραν ἀπόφασιν, διά νά σοῦ γίνη ὁ πλοῦτος σου λύτρον καί διά νά βαδίσης εἰς τά ἕτοιµα οὐράνια ἀγαθά, µέ τήν χάριν τοῦ καλέσαντος πάντας ἡµᾶς εἰς τήν βασιλείαν του, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει «ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀµήν».

Δεν υπάρχουν σχόλια: