O Συναξαριστής της ημέρας

Πέμπτη, 1 Νοεμβρίου 2018

Τη Α΄ (1η) Νοεμβρίου μνήμη των Αγίων και Θαυματουργών Αναργύρων ΚΟΣΜΑ και ΔΑΜΙΑΝΟΥ.                                                                                                                                        
Κοσμάς και Δαμιανός οι αυτάδελφοι Άγιοι Μάρτυρες, οι δια την δωρεάν παρ’ αυτών παρεχομένην ιατρείαν των ασθενών αποκληθέντες Ανάργυροι, ήσαν από τα μέρη της Ασίας, υιοί υπάρχοντες ευσεβούς τινός γυναικός ονόματι Θεοδότης, αποτελούν δε ούτοι την πρώτην συζυγίαν των φερόντων το όνομα Κοσμάς και Δαμιανός Αγίων Αναργύρων. Επειδή δε έχομεν τρεις συζυγίας Αγίων Αναργύρων φερόντων το αυτό όνομα Κοσμάς και Δαμιανός, δια τούτο και ίνα μη συγχυζώμεθα, όταν ακούωμεν τα ονόματα αυτών, θα είπωμεν πρώτον ολίγα τινά δια τας ετέρας δύο συζυγίας και είτα θα εισέλθωμεν εις το θέμα των σήμερον εορταζομένων Αγίων.
Εκτός λοιπόν των σήμερον εορταζομένων, έχομεν ετέρους δύο Αγίους Αναργύρους, ονομαζομένους και αυτούς Κοσμάν και Δαμιανόν, οίτινες ήσαν από την Ρώμην και ήθλησαν επί της βασιλείας του Καρίνου εν έτει σπδ΄ (284). Ούτοι ήσαν ιατροί την τέχνην και εθεράπευον ανθρώπους και ζώα αμισθί· ομού δε με την θεραπείαν εδίδασκον και τον Χριστόν ως τον αληθή Θεόν. Τότε ο βασιλεύς Καρίνος, ως ήκουσε τα περί αυτών, τους προσεκάλεσεν ενώπιόν του, αυτοί δε προσελθόντες εις αυτόν μετά παρρησίας και κηρύξαντες ενώπιόν του τον Χριστόν ως αληθή Θεόν, τον έπεισαν και ούτως ο βασιλεύς από ειδωλολάτρης κατέστη Χριστιανός ένθερμος. Η δε πίστις του βασιλέως εις τον Χριστόν προήλθεν ως επί το πλείστον από θαύμα, το οποίον επ’ αυτού οι Άγιοι ούτοι Ανάργυροι εθαυματούργησαν· απειλήσας δηλαδή αυτούς, ότι θα τους καταστρέψη, αν εντός ολίγου δεν ασπασθώσι την ειδωλολατρίαν, παρευθύς ο λαιμός του εστράφη εις τα οπίσω, οι δε Άγιοι με την δύναμιν του Θεού τον επανέφερον εις την προτέραν του θέσιν. Εκ τούτου όθεν του θαύματος και εκ της ζωηράς των διδασκαλίας όχι μόνον ο βασιλεύς Καρίνος επίστευσεν εις τον Χριστόν, αλλά και πάντες οι παρευρισκόμενοι και πλήθος λαού. Μετά ταύτα δε ο διδάσκαλος της τέχνης των, φθονών αυτούς δια την τόσην περί την ιατρικήν ικανότητά των, εν ω αυτός δεν ηδύνατο ουδέ καν να παραβληθή, εβουλεύθη τον αφανισμόν των· συμφωνήσας όθεν με άλλους αυτού μαθητάς ομογνώμονας, ανεβίβασε τους Αγίους εις υψηλόν τι όρος, δήθεν ίνα συλλέξωσι βότανα θεραπευτικά, εκεί δε τους εθανάτωσαν δια λιθοβολισμών. Η μνήμη αυτών εορτάζεται την α΄ (1ην) του Ιουλίου μηνός (Τόμ. Ζ΄, έκδ. α΄ και β΄ σελ. 11).                                                                                                                 Είναι και άλλοι δύο ακόμη Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός ονομαζόμενοι, οι οποίοι κτήγοντο από την Αραβίαν, άριστοι όντες εις την ιατρικήν τέχνην. Ούτοι λοιπόν περιερχόμενοι χωρία και πόλεις εθεράπευον τους ασθενείς και συνάμα εκήρυττον το όνομα του Χριστού. Δια τούτο εις τον καιρόν των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού φθάσαντες μετά τριών εισέτι αδελφών εις πόλιν τινά της Λυκίας, Αιγάς λεγομένην, συνελήφθησαν υπό του αυθέντου της χώρας, Λυσίου καλουμένου, και εδάρησαν περισσώς. Επειδή δε ούτοι εξηκολούθουν κηρύσσοντες παρρησία τον Χριστόν, ερρίφθησαν υπό των τυράννων εις την θάλασσαν, αφού πρότερον αφού πρότερον προσέδεσαν δια σχοινίου εις τους τραχήλους των δύο βαρυτάτους λίθους. Άγγελος όμως Κυρίου τους εξέβαλε της θαλάσσης υγιείς, αλλά και πάλιν συλλαβών αυτούς ο Λυσίας τους έβαλεν εις κάμινον καλώς κεκαυμένην· εν τούτοις όμως και απ’ εκείνην, θεία συνδρομή, αβλαβείς διαφυλαχθέντες, εκαρφώθησαν επί Σταυρού, τέλος δε απεκεφαλίσθησαν επί του Σταυρού δια προσταγής του Λυσίου. Η δε ημέρα της τελευτής αυτών είναι η ιζ΄ (17η) του Οκτωβρίου μηνός. Ταύτα εν ολίγοις γράφπμεν ενταύθα δια τους άλλους Αγίους Αναργύρους, δια δε τους σήμερον εορταζομένους ας ετοιμάσωμεν εαυτούς, αδελφοί, ίνα ευφρανθώμεν εις την περί τούτων κατά πλάτος διήγησιν, τιμώντες αξίως την μνήμην αυτών δια της μελέτης των πλήρους αγάπης, φιλανθρωπίας και αγαθότητος έργων αυτών και ούτως αξιωθώμεν και της κατά το δυνατόν μιμήσεως αυτών. Πάντοτε δε χρεωστούμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, να μελετώμεν αγαθά, δια να μη ευρίσκη ο νους μας καιρόν να μελετά πονηρά, δεδομένου ότι ο νους του ανθρώπου δεν δύναται να μένη ήσυχος εφ’ όσον έγινεν εκ του Θεού αεικίνητος. Επειδή λοιπόν ο νους μας πρέπει να συλλογίζεται πάντοτε το αγαθόν, δια τούτο πρέπει να κατευθύνωμεν αυτόν εις την μελέτην και ακρόασιν των θείων λόγων, εις ύμνον και δοξολογίαν του Θεού, εις δεήσεις και προσευχάς, εις προαίρεσιν αγαθήν και εις το πως να τελειώσωμεν τα αρεστά εις τον Θεόν. Διότι η μεν ματαία μελέτη αναβλαστάνει έργα της ματαιότητος, κατεργάζεται δε και τον θάνατον της ψυχής· η δε αγαθή μελέτη δίδει καρπόν αγαθόν και ζωής και σωτηρίας γίνεται πρόξενος· όπως το εναντίον είναι απώλεια της ψυχής καθώς το λέγει και ο θείος Δαβίδ εις τον ριη΄ (118) Ψαλμόν· «Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μου εστι, τότε αν απωλόμην εν τη ταπεινώσει μου» (Ψαλμ. ριη:92). Δια τούτο οφείλομεν πάντοτε να μελετώμεν τα αγαθά και να αναγινώσκωμεν τας Γραφάς και τους Βίους των Αγίων· διότι καθώς είπεν ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: «Ερευνάτε τας Γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (Ιωάν. ε: 39). Μη προφασιζώμεθα και λέγομεν, ότι δεν γνωρίζομεν γράμματα να αναγινώσκωμεν· εάν ημείς δεν γνωρίζωμεν, γνωρίζουσιν άλλοι, και όταν αναγινώσκουσιν εκείνοι, ημείς ας μη αμελώμεν· διότι ποίαν απολογίαν θέλομεν δώσει εις τον Θεόν, όταν δια μεν τον σωματικόν βίον διαπλέωμεν θαλάσσας, καταφρονούμεν κινδύνους, κλέπτας δεν φοβούμεθα, ψύχος και βροχήν δεν συλλογιζώμεθα και πάντα πειρασμόν υπομένωμεν, μόνον δια να κερδήσωμεν αγαθά υλικά, δια δε την ωφέλειαν της ψυχής μας να μη θέλωμεν ούτε καν εις την Εκκλησίαν να υπάγωμεν, ίνα ακούσωμεν από άλλους τον λόγον του Θεού; Καθώς δε κοπιάζουσιν όσοι σκάπτουν το βάθος της γης δια να εκβάλωσι τον άργυρον και τον χρυσόν, ούτω και ημείς χρεωστούμεν νύκτα και ημέραν να σπουδάζωμεν πως θα εύρωμεν το κέρδος της ψυχής μας. Πότε δε ευρίσκομεν το κέρδος της ψυχής μας; Όταν είναι εορτή Αγίου τινός, πρέπει να τρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, δια να ακούσωμεν λόγον Θεού και διδαχήν. Διότι δι’ αυτό ενομοθέτησαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας τας εορτάς των Αγίων, όχι δια να μένωμεν αργοί, αλλά να τρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, να ακούωμεν διδαχήν, να ερωτώμεν αλλήλους τι εορτή είναι σήμερον; Τις Άγιος εορτάζεται; Πως ηγωνίσθη, πως ετελειώθη, πως εδοξάσθη εκ Θεού και ανθρώπων; Και ούτω με τας ερωτήσεις αυτάς και την μάθησιν να γινώμεθα μιμηταί κατά δύναμιν των έργων του Αγίου εκείνου. Μη εντρεπώμεθα, αδελφοί, να ερωτώμεν τους γινώσκοντας, δια να μανθάνωμεν πράγματα τα οποία δεν γνωρίζομεν· διότι και ο Μωϋσής ούτω λέγει εις το Δευτερονόμιον, εις την περικοπήν της β΄ ωδής: «Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σοι» (Δευτ. λβ: 7). Υπάρχουν πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας μας, πιστεύσατέ μοι, των οποίων ούτε το όνομα γνωρίζομεν, ούτε τα έργα· διατί; Διότι δεν φροντίζομεν να μανθάνωμεν τοιαύτα πράγματα, τα οποία είναι κέρδος της ψυχής μας, αλλά μόνον εις τας βιοτικάς μερίμνας έπεσεν όλως δι’ όλου ο νους μας· και αν μεν ακούσωμεν μυθιστόρημα, παρευθύς το μανθάνομεν και το ενθυμούμεθα, αν δε ακούσωμεν διήγησιν Αγίου τινός, παρευθύς την λησμονούμεν. Και θέλεις είπει: τι κέρδος έχω εις την ψυχήν μου, εάν ακούω την διδαχήν, έπειτα δε δεν κάμνω καθώς ακούω; Άκουσον, άνθρωπε· ειπέ μοι, εάν τις έχη δύο δοχεία παλαιά και βάλη εντός του ενός ύδωρ δια να το πλύνη, το δε ύδωρ εκείνο πάλιν το χύση, εις το έτερον δε δοχείον δεν βάλη παντελώς ύδωρ, ποίον ήθελεν είναι καθαρώτερον; Εκείνο το οποίον εδέχθη το ύδωρ, αν και αυτό εχύθη ή το άλλο το οποίον δεν εδέχθη παντελώς ύδωρ εντός αυτού; Φανερόν είναι ότι το πρώτον. Ομοίως είναι και ο άνθρωπος· εάν ακούση την διδαχήν και δεν τηρή, βεβαίως δεν ποιεί καλώς, όμως είναι καλλίτερος από εκείνον όστις δεν θέλει ακούσει τελείως. Διότι εκείνος μεν, όστις δεν ακούει διδαχήν, δεν γνωρίζει ποίον είναι το θέλημα του Θεού, δεν γνωρίζει ποία λέγεται αρετή και ποία είναι η κακία. Επειδή λοιπόν  δεν εννοεί ποίον έργον είναι αρεστόν εις τον Θεόν δια να το κάμη και ποίον είναι το κακόν δια να το αποφύγη, δια τούτο εκείνος κολάζεται. Όστις όμως ακούει τον λόγον του Θεού πάντοτε, μεταμελείται, δια τας αμαρτίας του, ελέγχεται υπό της συνειδήσεως δι’ αυτάς και υπάρχει ελπίς να σωθή, εάν μετανοήση. Δια τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, θα σας διηγηθώμεν ενταύθα τας πράξεις και τα κατορθώματα των Αγίων τούτων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, των οποίων την μνήμην εορτάζομεν σήμερον, ίνα μιμούμενοι τας πράξεις αυτών φανώμεν και ημείς τέκνα άξια ενός και του αυτού επουρανίου πατρός του Θεού ημών. Ας προσηλώσωμεν λοιπόν τώρα τον νουν εις την διήγησιν των σήμερον εορταζομένων Αγίων Αναργύρων και ας ίδωμεν ποία έργα ούτοι ειργάσθησαν, πως επολιτεύθησαν και πως τέλος ετιμήθησαν υπό του Θεού και των ανθρώπων. Ούτοι λοιπόν οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός ωνομάσθησαν Ανάργυροι, ως είπομεν, διότι ιάτρευον τους ασθενείς, χωρίς να λαμβάνουν παρ’ αυτών καμμίαν ανταμοιβήν της εργασίας των, ούτε αργύρια ούτε άλλα δώρα. Η οικογένειά των ήτο ευκατάστατος και ο μεν πατήρ των κατ’ αρχάς ήτο Έλλην την θρησκείαν, ύστερον όμως, αφ’ ότου δηλαδή εγέννησε τους δύο τούτους Αγίους, απηρνήθη την μυσαράν ειδωλολατρίαν και ησπάσθη τον Χριστιανισμόν, μετά παρέλευσιν δε ολίγου χρόνου, κατά τον οποίον εβίωσεν εν αρετή και σωφροσύνη, παρέδωκε το πνεύμα εις τον Πλάστην καταλιπών τους δύο παίδας του εις την θείαν βοήθειαν και την προστασίαν της μητρός των. Η δε μήτηρ αυτών, Θεοδότη ονόματι και Χριστιανή παιδιόθεν, αφ’ ου απέμεινε χήρα, εσπούδαζε να αναθρέψη τους υιούς της έτι περισσότερον με την ευσέβειαν· διότι και αυτή η ιδία ήτο γυνή ενάρετος και δια τα πολλά και καλά προτερήματά της κατέστη το παράδειγμα όλων των τότε πλησίον της ευρισκομένων γυναικών. Οι δε δύο υιοί της εσπούδασαν καλώς την ιατρικήν τέχνην και ήρχισαν αμέσως το φιλανθρωπότατον έργον των· δεν προσεπάθουν όμως να θεραπεύωσι τόσον τα σώματα, όσον τας ψυχάς, κηρύττοντες πανταχού και πάντοτε το όνομα του Χριστού. Ούτω πολιτευόμενοι οι Άγιοι ηξιώθησαν και αποστολικών χαρισμάτων· διότι το χάρισμα, το οποίον έδωκεν ο Χριστός εις τους Αγίους Αποστόλους, να ιατρεύωσι κάθε είδος ασθενείας, το απέκτησαν και αυτοί· και δια τούτο άνευ βοτάνων, άνευ εμπλάστρων και άλλων θεραπευτικών μέσων, αλλά με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος εθεράπευον τους πάσχοντας. Τι δε να διηγώμαι την ταπείνωσιν, την ακτημοσύνην, την φιλανθρωπίαν και τας άλλας αρετάς, τας οποίας οι Απόστολοι ούτοι του Χριστού είχον; Διότι τόσον ταπεινοί ήσαν, ώστε τας πληγάς των ασθενών μόνοι των τας περιποιούντο· τοσαύτην δε ακτημοσύνην είχον, ώστε ουχί μόνον αργύρια ουδέποτε απέκτησαν, αλλ’ ούτε δεύτερον ένδυμα δεν εφόρεσάν ποτε, ουδέ σάκκον δεν έφερον καθ’ οδόν· δι’ ο και οι άνθρωποι δεν τους έκραζον ονομαστί, Κοσμάν δηλαδή και Δαμιανόν, αλλά Αναργύρους και το επίθετον τούτο ήτο δηλωτικόν και του γένους αυτών. Ελεημοσύνην δε και φιλανθρωπίαν τοσαύτην είχον, ώστε όχι μόνον ασθενείς ανθρώπους εθεράπευον, αλλά και τα άλογα ζώα, οσάκις τα έβλεπον άρρωστα τα ιάτρευον, ως τούτο θέλει γίνει φανερόν εις την συνέχειαν του λόγου μας. Εφέροντο δε ίσως και προς τους πλουσίους και προς τους πτωχούς, παρέχοντες εις όλους την θεραπείαν, ομοίως δε ιάτρευον τους ξένους ως και τους ιδίους. Άλλη τις προβατική κολυμβήθρα ήτο η οικία των, μάλλον δε υπερείχεν εκείνης· καθ’ ότι εκείνη μεν ένα τινά των αρρώστων εθεράπευε καθ’ όλον το έτος, εις δε την οικίαν των Αγίων πολλούς και διαφόρους έβλεπε τις θεραπευομένους καθ’ εκάστην ημέραν. Έχοντες δε οι Άγιοι τοσαύτην Χάριν Θεού και ιατρεύοντες πάσαν ασθένειαν δεν ενόμιζον ότι από την τέχνην των εγίνετο τούτο, αλλά της Χάριτος του Θεού ωνόμαζον το κατόρθωμα, επειδή εγνώριζον μεν των παλαιών ιατρών τα βιβλία, του Ιπποκράτους, του Γαληνού, του Διοσκορίδου και άλλων, αλλά δεν εχρειάζοντο και τόσον αυτά όσον το όνομα του Χριστού, έχοντες αυτό και μόνον εις τας θεραπείας των οδηγόν και βοηθόν. Και η μεν τέχνη της ιατρικής τυφλόν δεν δύναται να ιατρεύση, ουδέ χωλόν να περιπατήση, ουδέ νεκρόν να αναστήση. Αυτοί όμως με την δύναμιν του Χριστού όλα ταύτα ενήργουν· δια τούτο και οι άνθρωποι, ακούοντες από μακράν την τόσην θαυματουργόν αυτών δύναμιν, καθ’ εκάστην συνέτρεχον, φέροντες ασθενείς, τυφλούς, χωλούς, δαιμονιζομένους, κλινήρεις από πάσαν ασθένειαν· και εν τούτοις οι τοιούτοι δεν ανεχώρουν ανωφελώς, αλλ’ απήρχοντο χαίροντες και απολαμβάνοντες διπλήν την θεραπείαν, την του σώματος δηλαδή και την της ψυχής. Τα μεν λοιπόν θαύματα τούτων να διηγήται τις είναι κόπος πολύς, ευλογημένοι Χριστιανοί· εν τούτοις όμως δια παράδειγμα της θαυματουργίας των Αγίων θα σας διηγηθώ τώρα εν ή δύο μόνον θαύματα· τα δε επίλοιπα, αναρίθμητα όντα, θα αντιπαρέλθω προσωρινώς ίνα μη γίνη φορτικός ο λόγος μου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο μία γυνή, ονόματι Παλλαδία, κατά πολλά ασθενής και κλινήρης, έως ου παντελώς δεν ηδύνατο επί πολλά έτη να κινηθή από τον τόπον της· αλλ’ οι Άγιοι ούτοι, άμα εισήλθον εις την οικίαν της, παρευθύς την ιάτρευσαν και τοσούτον ώστε ήθελέ τις νομίσει ότι παντελώς δεν είχεν υποπέσει εις ασθένειαν. Αύτη λοιπόν, θαυμάζουσα και χαίρουσα δια την μεγάλην και παράδοξον ταύτην των Αγίων θαυματουργίαν, θέλουσα δε να τους ανταμείψη με μικράν τινα δωρεάν, έλαβε τρία αυγά και τα παρουσίασεν ως ελάχιστον δώρον εις τους Αγίους· αλλ’ εκείνοι, ιδόντες αυτά, όχι διότι ήσαν ολίγα, αλλά μη θέλοντες καθ’ ολοκληρίαν να λάβωσι μισθόν δια την ιατρείαν, δεν τα εδέχθησαν. Ως δε είδεν η γυνή αύτη, ότι δεν εδέχθησαν οι Άγιοι την δωρεάν της, κατά πολλά ελυπήθη. Όθεν καιροφυλακτούσα και ευρούσα τον Άγιον Δαμιανόν, τον μικρότερον αδελφόν, προσήλθον εις αυτόν, και σταθείσα έμπροσθέν του είπε κλαίουσα· «Διατί έχετε εμέ την αθλίαν ως βδελυκτήν; Διατί με αποβάλλετε ως μιαράν; Διατί με αποστρέφεσθε την ταλαίπωρον και δεν θέλετε να λάβητε την παραμικράν δωρεάν μου; Ορκίζω σε εις τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, τον οποίον πιστεύω η αθλία, να μη με πικράνης την δούλην σου, αλλά να δεχθής το ελάχιστον τούτο χάρισμα ως μέγα». Αυτούς τους λόγους ακούσας ο Άγιος Δαμιανός, ελυπήθη την γυναίκα και έλαβε τα τρία εκείνα αυγά. Μετά τινας ημέρας ανέφερεν ο μακάριος Δαμιανός την υπόθεσιν ταύτην εις τον αδελφόν του, τον Άγιον Κοσμάν, ότι δηλαδή τον συνήντησεν η ιατρευθείσα εκείνη γυνή, ότι τον παρεκάλεσε, τον ώρκισε και ότι αυτός την ελυπήθη και τέλος έλαβε την δωρεάν της. Τούτο ως ήκουσεν ο Άγιος Κοσμάς πολύ ηγανάκτησεν, εστέναξε και έκλαιε τον αδελφόν του, ως υποπεσόντα εις μέγα αμάρτημα, εις το πάθος της φιλαργυρίας, περισσότερον δε τον επέπληττεν, ότι παρέβη την ρητήν συμφωνίαν των, να μη λαμβάνωσι δηλαδή ποτέ δώρα δια τας ιατρείας. Ουχί δε τόσον μόνον τον ωνείδισεν ο Άγιος Κοσμάς, αλλ’ είπε και τούτο, ότι μετά τον θάνατόν του να μη θάψωσι το σώμα του εκεί όπου θα θάψωσι και το του Δαμιανού. Τόσον βαρύ εφάνη τούτο εις τον Άγιον και τόσον επικράνθη, μη γνωρίζων τον σκοπόν του Αγίου Δαμιανού, ότι δηλαδή έλαβε την δωρεάν δια τον όρκον της γυναικός, αλλά νομίζων ότι δια μισθόν ιατρείας έλαβε ταύτην. Εν τούτοις όμως ο καρδιογνώστης Θεός, όστις εγνώριζε καθαρώς τον σκοπόν του Αγίου Δαμιανού, δεν άφησε τον Άγιον Κοσμάν να είναι ούτω καταβεβλημένος υπό της λύπης κατά του αδελφού του, αλλά δι’ αποκαλύψεως φανείς εν οράματι ειρήνευσε την καρδίαν του, φανερώσας εις αυτόν τον σκοπόν του αδελφού του. και αυτός μεν ο θείος Κοσμάς, ιδών την τοιαύτην οπτασίαν, συνεφιλιώθη μετά του αδελφού αυτού, προς δε τους ανθρώπους δεν είπε την οπτασίαν, την οποίαν είδε. Δια τούτο και όταν ανεπαύθη εν Κυρίω ο Άγιος Κοσμάς, δεν ήθελον οι Χριστιανοί να θέσωσι το τίμιόν του λείψανον εκεί όπου έθεσαν και το του Αγίου Δαμιανού, κατά την παραγγελίαν του. Ακούσατε όμως τι ο Θεός παράδοξον θαύμα ωκονόμησεν επ’ αυτού· αλλ’ εν τούτοις αναμείνατε να μάθητε πρότερον περί της κοιμήσεως αυτών και μετά ταύτα ακούσατε και τα περί του θαύματος τούτου. Περιπατούντες οι Άγιοι, ως προείπον, και παρέχοντες αφθόνους ευεργεσίας εις τους ανθρώπους, έφθασαν και εις τινα χώραν της Ασίας Φερεμάν λεγομένην. Εκεί λοιπόν ησθένησεν ο Άγιος Δαμιανός, ο νεώτερος αδελφός, επειδή δε ήτο θέλημα Θεού να αναπαυθή από τα φθαρτά και να πορευθή εις τα άφθαρτα κάλλη του Παραδείσου, εκοιμήθη εν Κυρίω και την μεν αγίαν αυτού ψυχήν παρέλαβον Άγγελοι φωτεινοί, το δε τίμιον λείψανον κατετέθη υπό του Αγίου Κοσμά και άλλων πολλών Χριστιανών εκεί εις την προρρηθείσαν χώραν. Δεν παρήλθον δε πολλαί ημέραι, ότε εκοιμήθη και ο Άγιος Κοσμάς. Οι δε Χριστιανοί, ως προείπον, επειδή είχον παραγγελίαν του Αγίου, όπως μη βάλωσι το λείψανόν του εις τον αυτόν τόπον όπου και το του Αγίου Δαμιανού, δεν ήθελον να το θάψωσι πλησίον του αδελφού του. Αλλ’ ο των θαυμασίων Θεός ιδού τι ωκονόμησεν: Οι μεν Χριστιανοί ηπόρουν επί πολλήν ώραν περί του πρακτέου, αν δηλαδή έπρεπε να μη τον θάψωσι πλησίον του αδελφού του, κατά την παραγγελίαν, ή επειδή ήσαν αδελφοί σαρκικοί εκ μιάς και της αυτής κοιλίας γεννηθέντες να τεθώσι ο εις πλησίον του άλλου· ο δε Θεός φανερώνει ενώπιον των ανθρώπων κάμηλόν τινα, της οποίας τον πόδα είχε ποτε θεραπεύσει ο Άγιος Κοσμάς, βεβλαμμένον όντα, αυτή δε ελάλησεν ανθρωπίνως, ότι θέλημα Θεού είναι να ταφώσιν οι δύο αδελφοί πλησίον· και ταύτα ειπούσα απήλθεν εις το όρος· οι δε παρευρεθέντες Χριστιανοί, άμα είδον το παράδοξον τούτο θαύμα, με μεγάλην αυτών έκπληξιν έπραξαν όπως η κάμηλος είπεν. Ουδείς δε εξ υμών, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας μη απιστήση περί του θαύματος τούτου, διότι τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστι παρά τω Θεώ και όπου θέλει ο Θεός νικάται φύσεως τάξις. Εάν δε τις δεν βεβαιώνεται μόνον με τους λόγους τούτους εις το θαύμα, ας αναγνώση την Αγίαν Γραφήν εις το βιβλίον του Προφήτου Μωϋσέως, το οποίον ονομάζεται Αριθμοί, και θέλει εννοήσει από το κβ΄ κεφάλαιον, ότι και εις τους παλαιούς καιρούς ωμίλησεν η όνος του μάντεως Βαλαάμ, απ’ αυτό δε θα βεβαιωθή, ότι δεν είναι παράδοξόν τι, του Θεού θέλοντος, να ομιλήση η κάμηλος. Και ταύτα αρκούσι περί αυτού του θαύματος· ακούσατε δε τώρα και έτερον θαύμα γενόμενον κατά την κατάθεσιν του τιμίου λειψάνου του Αγίου Κοσμά. Γεωργός τις άνθρωπος, θερίζων τον αγρόν του, έπεσε την μεσημβρίαν υπό την σκιάν δένδρου τινός ίνα κοιμηθή. Πλην κατά δυστυχίαν, ως συμβαίνει πολλάκις, όφις εισελθών εντός του στόματός του και εισχωρήσας εις την κοιλίαν του έμελλε να καταφάγη τα σπλάγχνα του και ο ταλαίπωρος γεωργός εκινδύνευε να αποθάνη· λαβόντες όθεν αυτόν τινές των συγγενών του, τον έρριψαν επί του τάφου των Αγίων· και την νύκτα εκείνην φαίνονται οι Άγιοι Ανάργυροι και του δίδουσιν είδος τις ποτού καιτην επαύριον παρευθύς εξήμεσε τον όφιν, όστις ήτο είδος τέρατος. Ιδού δε και άλλο θαύμα προς δόξαν των Αγίων. Άνθρωπός τις Χριστιανός γέρων ησθένησε βαρείαν ασθένειαν· η δε ασθένειά του ήτο υδρωπικία, και επερίμενε τον θάνατον. Ακούων όμως τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων, τα οποία εγίνοντο καθ’ εκάστην εις τον Ναόν των, παρεκάλεσε τους συγγενείς του και τον επήγαν επί κραββάτου, ρίψαντες αυτόν έμπροσθεν της Εικόνος των Αγίων. Έμενε λοιπόν εκεί κείμενος ημέρας πολλάς και καμμίαν ωφέλειαν δεν έβλεπε, διότι δοκιμάζοντες οι Άγιοι την πίστιν του δεν τον ιάτρευον· αυτός δε βλέπων, ότι οι μεν άλλοι ασθενείς ερχόμενοι μετ’ αυτών ιατρεύοντο, αυτός δε τόσας ημέρας δεν ιατρεύετο, αντί να έχη υπομονήν και να δέεται περισσότερον των Αγίων, εκείνος εβλασφήμει κατά των Αγίων, ότι τον παραβλέπουσι και δεν τον ιατρεύουν σύντομα, από δε την απιστίαν του ημέραν τινά εμήνυσεν εις τους συγγενείς του να υπάγουν να τον πάρουν, ίνα αποθάνη τουλάχιστον εις τον οίκο του. Επήγαν λοιπόν και τον επήραν πάλιν επί κραββάτου. Πορευόμενος δε εις την οδόν, επειδή αύτη ήτο μακράν της χώρας, τον έβαλαν εις μέρος εις το οποίον ήσαν δένδρα και ύδωρ, να αναπαυθώσιν ολίγον. Εκεί λοιπόν καθεζόμενοι οι άνθρωποι εκείνοι, εκοιμήθησαν από τον κόπον της οδού, ο δε ασθενής από τον πόνον της ασθενείας μη δυνάμενος να κοιμηθή, έκειτο έξυπνος. Φαίνονται λοιπόν τότε οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός προς τον ασθενή εις σχήμα ανθρώπων διαβατών, και του λέγουν· «Τι έχεις, άνθρωπε, και είσαι ασθενής, και που υπάγεις»; Απεκρίθη εκείνος: «Την μεν ασθένειάν μου βλέπετε, διότι είναι φανερά, υπάγω δε εις τον οίκον μου να αποθάνω πλησίον των τέκνων μου». Του λέγουσιν οι Άγιοι· «Και διατί δεν επήγες εις τον Ναόν των Αγίων Αναργύρων, όστις είναι εδώ πλησίον, να ιατρευθής; Δεν ακούεις πως έρχονται από πέντε και δέκα ημερών δρόμον οι ασθενείς και ιατρεύονται»; Απεκρίθη εκείνος· «Επήγα και εγώ και τώρα απ’ εκείθεν έρχομαι, αλλά δεν είδα καμμίαν βοήθειαν εις τον εαυτόν μου· ως εκ τούτου εβεβαιώθην, ότι είχον είπει οι άνθρωποι ψεύματα, ότι είναι θαυματουργοί οι Άγιοι Ανάργυροι, και απόδειξις ότι εμέ δεν ηδυνήθησαν να με ιατρεύσουν». Λέγουσιν οι Άγιοι· «Μη βλασφημής, ω άνθρωπε, εις την δύναμιν του Χριστού και την χάριν των Αγίων Αναργύρων, μόνον άκουσόν μας· επίστρεψε πάλιν εκεί όπου έκεισο και θέλεις ίδει την δύναμιν του Χριστού». Απεκρίθη ο ασθενής· «Και τις να με γυρίση πάλιν όπισθεν, αφού οι άνθρωποι ούτοι ηγανάκτησαν, όσον να με φέρουν εδώ»; Οι δε Άγιοι του λέγουν· «Αυτούς μεν άφησέ τους να αναπαύωνται, ημείς δε δια την αγάπην του Χριστού θα σε βαστάσωμεν να σε υπάγωμεν». Τον εσήκωσαν λοιπόν οι δύο Άγιοι Ανάργυροι με το ξυλοκράββατον και τον επήγαν έως εις τον Ναόν των, έπειτα τον άφησαν έμπροσθεν της Εικόνος αυτών και έγιναν άφαντοι. Μετά παρέλευσιν ώρας εξύπνησαν και οι συγγενείς του και μη ευρόντες αυτόν εκεί, επέστρεψαν εις τον Ναόν των Αγίων και τον εύρον. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνονται οι Άγιοι Ανάργυροι προς αυτόν, κρατούντες ξίφη εις τας χείρας, λέγει δε ο Κοσμάς προς τον Δαμιανόν· «Σχίσε την κοιλίαν του γέροντος δυνατά, διότι είναι και γέρων και βλάσφημος». Του εφάνη λοιπόν ότι τον έσχισε με το ξίφος εις το υπογάστριον· ο δε ασθενής από τον φόβον του εξύπνησε και βλέπει ότι αληθώς ήτο το υπογάστριον αυτού εσχισμένον, ως να ήτο από φλεβοτόμον, παρευθύς δε τόση ύλη και δυσωδία εξήλθεν, ώστε ελέπτυνε το σώμα του και ήλθεν εις την προτέραν του κατάστασιν. Και όχι μόνον τούτο ιάτρευσαν, αλλά και το τραύμα εκείνο, όπερ ήτο από την πληγήν του ξίφους, φανέντες προς αυτόν την δευτέραν νύκτα εθεράπευσαν. Ούτως απήλθεν ο άνθρωπος εκείνος εις τον οίκον του υγιής, περιπατών και δοξάζων τον Θεόν. Ακούσατε όμως και έτερον θαύμα των Αγίων. Άρχων τις των Χριστιανών βασιλέων είχεν ασθένειαν μεγάλην και αθεράπευτον, δυσουρίαν ονομαζομένην. Έχων λοιπόν την ασθένειαν αυτήν ο άρχων εκείνος, εξώδευσεν όλην αυτού την περιουσίαν, ίνα εύρη την θεραπείαν, αλλ’ εις μάτην. Αφ’ ου λοιπόν απηλπίσθη από τους ιατρούς όλους, ενεθυμήθη τους Αγίους Αναργύρους και είπε προς τους συγγενείς και φίλους του να τον υπάγωσιν εις την Εκκλησίαν των. Οι δε Άγιοι, ως φιλάνθρωποι και ελεήμονες, βλέποντες την ασθένειαν του άρχοντος, επιφαίνονται εις αυτόν δια νυκτός και λέγουσιν· «Ω άνθρωπε, λάβε ολίγας τρίχας από τον Κοσμάν και αφού κάψης αυτάς και τρίψης καλώς, πίε με ολίγον ύδωρ και θέλεις ιατρευθή». Ο δε άρχων εκείνος, άμα εξύπνησεν, εθαύμαζε τι να εδήλου το όραμα εκείνο· που να εύρη τον Κοσμάν να λάβη τας τρίχας; Επειδή ενόμιζεν ότι πραγματικώς δια τον Άγιον Κοσμάν έλεγον, όμως το τοιούτον είχεν άλλο νόημα και ακούσατε αυτό. Εις τας ημέρας εκείνας, πριν ήπροσπέση ο άρχων εκείνος εις τον Ναόν των Αγίων, Χριστιανός τις είχε χαρίσει εν πρόβατον εις τον Ναόν αυτών να το σφάξωσιν εις την εορτήν των· επειδή δε εν τω μεταξύ ήσαν ακόμη ημέραι τινές έως ότου έλθη η ημέρα της εορτής και πανηγύρεως των Αγίων, ετρέφετο το πρόβατον εις την αυλήν της Εκκλησίας και έγινε κατά πολλά ήμερον, οι δε υπηρέται της Εκκλησίας το ωνόμαζον Κοσμάν, δόντες εις αυτό το όνομα του Αγίου. Απ’ εκείνο λοιπόν το πρόβατον εννόουν λέγοντες να λάβη τρίχας, τας οποίας αφού καύση και τρίψη καλώς να τας πίη με ολίγον ύδωρ· ο άρχων όμως εκείνος ευλόγως ηπόρει τι εδήλου η οπτασία εκείνη, μη γνωρίζων ούτε το πρόβατον ούτε την ονομασίαν του. Αλλ’ ιδού πως ωκονόμησαν το πράγμα οι Άγιοι. Όταν ανέτειλεν η ημέρα, το πρόβατον εκείνο, οδηγούμενον εκ της χάριτος των Αγίων, επορεύθη και εστάθη ενώπιον του άρχοντος εκείνου, κράζον μεγαλοφώνως κατά την φωνήν των προβάτων, ώσπερ να εζήτει τι. Οι δε άλλοι ασθενείς και υπηρέταιτου άρχοντος, βλέποντες το πρόβατον ούτω στενοχωρούμενον και μεγαλοφώνως κράζον, εθαύμαζον, τι άραγε να εσήμαινε τούτο. Μεθ’ ικανήν δε ώραν, εις των Ιερέων της Εκκλησίας, ελθών και ιδών και αυτός το πρόβατον εις τοιαύτην κατάστασιν τω είπε· «Τι έχεις, Κοσμά, και κράζεις ούτω»; Τότε παρευθύς ως ήκουσε την λέξιν «Κοσμά» εις το πρόβατον, ως φρόνιμος διηγήθη την οπτασίαν εις τους περιεστώτας και ούτω λαβόντες το πρόβατον εκούρευσαν ολίγας τρίχας από του δέρματός του και τας οποίας, αφού τας έκαυσαν και τας έτριψαν καλώς, κατά την παραγγελίαν των Αγίων, τας έδωκαν εις τον άρχοντα, όστις μετ’ ολίγου ύδατος τας έπιε· παρευθύς δε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Υγιής εγένετο ο άνθρωπος και απήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν, τον θαυματουργούντα δια των πιστών αυτού δούλων. Ακούσατε προς περισσοτέραν δόξαν της Παναγίας Τριάδος, ευλογημένοι Χριστιανοί, και άλλο θαύμα επίσης μέγα. Άνθρωπος τις ήτο από τα μέρη της Ανατολής, πλούσιος και έρχων, ευλαβής δε και φοβούμενος τον Θεόν, ο οποίος είχε μεγάλην ασθένειαν εις την καρδίαν και τον στόμαχον, εκ νεαράς του ηλικίας· η δε ασθένειά του αύτη ήτο ανίατος και ούτε να φάγη όσον εχρειάζετο ηδύνατο, ούτε να πίη και τέλος εφαίνετο ως δαιμονισμένος. Απορών δε περί του πρακτέου, ήτο βυθισμένος εις μεγάλην στενοχωρίαν και λύπην, έχων μόνην παρηγορίαν και ελπίδα τον Θεόν. Ούτω λοιπόν διακείμενος ο άνθρωπος, και μη ευρίσκων ουδαμού ουδεμίαν ιατρείαν, προσέδραμεν εις τον Ναόν των Αγίων Αναργύρων. Μείνας δε εκεί ολίγας ημέρας και μη ιδών καμμίαν ωφέλειαν, ενόμισεν ότι δεν είναι θέλημα Θεού να ιατρευθή παντελώς. Όθεν απεφάσισε να απέλθη πάλιν εις τον οίκον του· εν τούτοις όμως την νύκτα προς την επαύριον ημέραν, ότε έμελλε να αναχωρήση, αφού πάντα τα προς την οδοιπορίαν αναγκαιούντα ητοιμάσθησαν, επιφαίνεται άνθρωπός τις εις τον ύπνον του και λέγει εις αυτόν: «Μη βιάζεσαι, άνθρωπε, να επιστρέψης εις τον οίκον σου, αλλά πρόσμενε ακόμη μέχρι της ερχομένης Κυριακής και θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού και την δόξαν των πανευφήμων Αγίων Αναργύρων». Ως έφθασε λοιπόν η Κυριακή, πάλιν κατά την συνήθειάν του ο ασθενής έπεσε προς της Εικόνος των Αγίων, και προς το μεσονύκτιον βλέπει φανερώς, ότι εξήλθε του Αγίου Βήματος ο Άγιος Κοσμάς, ο μεγαλύτερος αδελφός, και περιήλθεν όλην την Εκκλησίαν επισκεπτόμενος τους ασθενείς, προς αυτόν δε τον ασθενή, ο οποίος έβλεπε την οπτασίαν, δεν έστρεψε παντελώς τον οφθαλμόν του· ενόμισε δε τότε ο άρχων εκείνος, ότι εις την επιστροφήν τουλάχιστον ο Άγιος θα τον έβλεπεν, αλλ’ εις μάτην. Τότε λοιπόν ιδών ο ασθενής ότι επλησίαζε να εισέλθη πάλιν εις το Άγιον Βήμα, ενώ αυτόν καθ’ ολοκληρίαν δεν τον παρετήρησε, προσέδραμεν εις τους πόδας του δεόμενος αυτού να τον ιατρεύση. Λέγει τότε εις αυτόν ο Άγιος· «Λάβε αυτό το γλύκισμα και αφού το φάγης θέλεις ιατρευθή». Ως έλαβε δε ο άρχων από τας χείρας του Αγίου το γλύκισμα εκείνο, πάλιν προσέπεσεν ενώπιόν του λέγων· «Παρακαλώ σε, Άγιε του Θεού, να ευδοκήσης να μη με πειράξη πλέον η επάρατος αύτη ασθένεια». Τότε απλώσας ο Άγιος την χείρα του επί του άρχοντος και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού είπεν: «Εις το όνομα του Θεού να μη σε πειράξη πλέον η τοιαύτη ασθένεια, σου παραγγέλλω όμως από τούδε και εις το εξής να μη γευθής ουδέποτε όσπρια, καθ’ όλην σου την ζωήν». Είχε δε ο άνθρωπος εκείνος, ως έλεγε, και άλλην ασθένειαν, και αύτη ήτο εκ διαλειμμάτων μονομερής πόνος των οδόντων του· παρεκάλεσεν όθεν τον Άγιον να ιατρεύση και αυτήν την ασθένειαν· ο δε Άγιος είπεν· «Αρκετή σου είναι η θεραπεία του στομάχου, αυτήν δε την μικράν ασθένειαν είναι θέλημα Θεού να την έχης· διότι «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ:12). Ούτω λοιπόν τυχών ο άρχων εκείνος εντελούς ιατρείας του στομάχου επανήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν και μεγαλύνων τους αυτού θεράποντας Αγίους Αναργύρους. Ακούσατε δε και άλλο θαύμα, το οποίον θα διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, και ούτως εις δόξαν του Θεού να περατώσω την περί των Αγίων τούτων διήγησιν. Άρχων τις ευγενής και χρηστός από την Φερεμάν, θέλων να πορευθή εις μακρινήν χώραν δι’ εμπορεύματα, έλαβε μεθ’ εαυτού την γυναίκα του και κατηυθύνθη εις τον τάφον των Αγίων Αναργύρων, όπου εκτείνας τας χείρας του προς τους Αγίους είπεν· «Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί, υπό την σκέπην σας αφήνω την γυναίκα ταύτην και η χάρις υμών να την περισκεπάση έως ότου επανέλθω». Ταύτα ειπών ο άρχων εκείνος επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού, παραγγείλας εις την γυναίκα, ότι εν όσω δεν βλέπει ίδιόν του γράμμα και τον δακτύλιόν του να μη πιστεύση καμμίαν περί αυτού είδησιν ως αληθή. Και ταύτα ειπών ο άρχων εκείνος εις την σύζυγόν του απήλθεν εις μεμακρυσμένην χώραν· ο δε εχθρός της αληθείας διάβολος φθονών τον άρχοντα, ότι ενεπιστεύθη την σύζυγον αυτού εις τους Αγίους και θέλων να τον κάμη να πικρανθή και να απιστήση, τι ετεχνεύθη; Έπλασε γράμματα κατά φαντασίαν, ως προερχόμενα από του άρχοντος εκείνου και προοριζόμενα δια την σύζυγόν του, έπλασε δε κατά φαντασίαν και τον δακτύλιόν του. Έλεγον δε τα γράμματα εκείνα, ίνα δήθεν αυτή μεταβή εσπευσμένως πλησίον του. Αφού λοιπόν ητοίμασεν όλα ταύτα ο δολερός διάβολος, μετεμορφώθη εις είδος αγωγέως και προσελθών εις την σύζυγον του άρχοντος ενεχείρισεν εις αυτήν τα γράμματα και τον δακτύλιον του συζύγου της, άτινα δήθεν παρέδωκεν εκείνος εις αυτόν δια να τα φέρη. Ιδούσα λοιπόν η γυνή και αναγνωρίσασα το γράμμα του συζύγου της, προς δε και τον δακτύλιόν του, απεφάσισε να απέλθη προς αυτόν, συνοδευομένη μάλιστα υπό του απεσταλμένου. Αλλά παρατηρήσατε πόσον ισχύει η πρεσβεία των Αγίων. Πορευόμενος ο μεταμορφωμένος δαίμων με την γυναίκα, ωδήγησεν αυτήν εις ένα μέγαν κρημνόν· εκεί δε ώθησεν αυτήν με σκοπόν να την θανατώση· εκείνη δε η αθλία, κρημνιζομένη από τοιούτον μέγαν κρημνόν, άλλο τι δεν ηδυνήθη να είπη ειμή μόνον: «Άγιοι Ανάργυροι, βοηθήσατέ με την δούλην σας». Και παρευθύς, ω του θαύματος! ευρέθη η γυνή εκείνη από τον κρημνόν εις τον οίκον αυτής. Ούτω λοιπόν ελευθερωθείσα της επιβουλής του πονηρού δαίμονος, εδόξασε και ηυχαρίστησε τον Θεόν και τους αυτού θεράποντας Αγίους Αναργύρους Κοσμάν και Δαμιανόν. Αλλά και περί τούτου του θαύματος αν τις αμφιβάλλη, ας αναγνώση το βιβλίον του Προφήτου Δανιήλ δια να εννοήση ότι και ο Προφήτης Αββακούμ εν διαστήματι μιάς ημέρας από Ιερουσαλήμ ευρέθη εις την Βαβυλώνα, εν ω το διάστημα των δύο αυτών πόλεων είναι είκοσι και τεσσάρων ημερών (Δανιήλ ιβ’ , εν Βηλ και Δράκων, 33-39). Δια τα θαύματα τέλος των Αγίων Αναργύρων, ευλογημένοι Χριστιανοί, αρκετός είναι εις ημάς ο λόγος· τούτο δε μόνον θα σας αναφέρω, ότι είναι πρέπον να συλλογισθώμεν, ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, διατί μεν επί των αρχαίων καιρών οι άνθρωποι ηγίαζον ευκόλως, την σήμερον δε εποχήν δυσκόλως δυνάμεθα να εύρωμεν άνθρωπον ενάρετον. Μήπως άλλος Θεός ήτο τότε και άλλος τώρα; Μήπως τα έτη, οι μήνες, αι ημέραι και αι ώραι ήλλαξαν; Μήπως τα τέσσαρα στοιχεία της φύσεως μετεβλήθησαν, η γη δηλαδή, το ύδωρ, ο αήρ και ο αιθήρ; Μήπως άλλο Ευαγγέλιον ήκουσαν εκείνοι και άλλο ακούομεν ημείς; Ουχί, ουχί· όλα ευρίσκονται όπως ο Θεός απ’ αρχής εποίησεν αυτά και τοιαύτα θα διαμένωσι μέχρι της συντελείας του αιώνος. Τι λοιπόν είναι το αίτιον; Ημείς ηλλάξαμεν την γνώμην ημών, ημείς ηγριώθημεν και ημείς πταίομεν, διότι δεν παρακινούμεν ο εις τον άλλον εις εναρέτους πράξεις, αλλά αλληλοκτονούμεθα, αλληλοκλεπτόμεθα και μυρία όσα αντιχριστιανικά πράττομεν. Λέγετέ μοι, με τοιούτου είδους έργα είναι δυνατόν να ευαρεστήσωμεν τον Θεόν; Είναι δυνατόν να ονομασθώμεν τέκνα του; είναι δυνατόν να μιμηθώμεν τους Αγίους και να φανώμεν άξιοι απόστολοι και ημείς του Χριστού; Ουχί βεβαίως. Λοιπόν παρακαλώ υμάς, ευλογημένοι αδελφοί μου, δια την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του δι’ ημάς σταυρωθέντος, ας φροντίζωμεν και δια την ψυχήν ημών, η οποία δεν εξαγοράζεται με όλα τα πλούτη του κόσμου· ας συλλογιζώμεθα συνεχώς τα μέλλοντα· ας αποφεύγωμεν τα μάταια πράγματα και ας ζητώμεν τα αιώνια· ας μη δαπανώμεν την ζωήν ημών χάσκοντες δια τας ματαιότητας του κόσμου τούτου, αλλ’ ας την χρησιμοποιώμεν εις έργα θεάρεστα· ας μη ραθυμώμεν εις τα καλά· ας μη αναβάλλωμεν τας όσας καλάς πράξεις σκοπούμεν να πράξωμεν· σήμερον ενεθυμήθης να πράξης μίαν αγαθήν πράξιν, αν δύνασαι, σήμερον πράξον αυτήν· ου γαρ οίδας τι τέξεται η επιούσα. Έως πότε θα είμεθα οκνηροί και αμελείς εις τας παραγγελίας του Θεού; Δεν θα εξυπνήσωμεν ποτέ από τον βαθύν της ραθυμίας ύπνον; Δεν θα προσέχωμεν ποτέ να συλλογισθώμεν που είναι οι πάπποι ημών, που οι πατέρες ημών; Που είναι οι άρχοντες και βασιλείς; Που είναι οι δυνατοί της γης; Που οι πλούσιοι; Που οι εύμορφοι; Που οι υπερήφανοι; Που οι άδικοι; Που οι μέθυσοι; Που οι πόρνοι και τόσοι άλλοι; Δεν ήσαν και εκείνοι ποτε εις τον κόσμον; Δεν εχάρησαν; Δεν έκαμον τας ορέξεις των; Αλλά τώρα που ευρίσκονται; Χώμα μόνον και ουδέν πλέον, κόκκαλα ξηρά και εκείνα καταπατημένα. Τι ωφελήθησαν λοιπόν εκείνοι; ουδέν· εκτός εκείνων όσα επράχθησαν συμφώνως με τας εντολάς του Θεού· εκτός μόνον των αγαθών πράξεων. Ενώ από τα πλούτη, τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, τους εκτεταμένους αγρούς και τας ευφόρους αμπέλους, ουδέν εκέρδησαν. Μετά θάνατον ο άνθρωπος δεν φέρει μεθ’ εαυτού, ανερχόμενος εις τους ουρανούς, ίνα κριθή ενώπιον του αδεκάστου Κριτού, άλλο τι, ειμή μόνον τας καλάς και κακάς της ψυχής του πράξεις. Εν πράγμα είναι αθάνατον, η αρετή, τα δε άλλα είναι σκιά, καπνός, όνειρον. Λοιπόν ας εργασθώμεν τα καλά, ίνα κληρονομήσωμεν τα αθάνατα. Η ζωή ημών είναι πρόσκαιρος, αλλ’ η μέλλουσα είναι αιώνιος. Καθείς τέλος Χριστιανός ας κτίση τον οίκον της ψυχής του· ας βάλη θεμέλιον την εξομολόγησιν· ας τον τειχίση με τας αρετάς· ας τον σκεπάση με την χάριν του Θεού· προθυμίαν μόνον θέλει ο Θεός από τον άνθρωπον και Αυτός τον τελειοποιεί. Μη θαρρώμεν δε ότι άνευ του θελήματος του Θεού είναι δυνατόν να κατορθώσωμεν τι, διότι «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον (τον της ψυχής), εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψαλμ. ρκστ: 1). Ας παρακινώμεν τέλος ο εις τον άλλον εις το αγαθόν, ίνα ούτως ενταύθα μεν διέλθωμεν ζωήν εύθυμον, ειρηνικήν, ανεπίδεκτον πάσης διαβολικής συνεργείας, εκεί δε αξιωθώμεν της βασιλείας του Χριστού· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: