Τη Α΄ (1η) του μηνός Οκτωβρίου, την ανάμνησιν ποιούμεθα της ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ ήτοι του ιερού αυτής Μαφορίου,

του εν τη σορώ του Ιερού Ναού των Βλαχερνών, ότε ο Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός κατείδεν εφηπλωμένην αυτήν άνωθεν και πάντας τους ευσεβείς περισκέπουσαν.                                                                                               
Λόγος εις την Αγίαν Σκέπην της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.                          

Την ιεράν ταύτην εορτήν της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας επιτελούμεν, αδελφοί, εις ανάμνησιν της οπτασίας την οποίαν είδεν ο Όσιος Πατήρ ημών Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός κατά τας ημέρας της βασιλείας του ευσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος. Κατά την εποχήν εκείνην, εν ημέρα Κυριακή, πρώτη Οκτωβρίου, ετελείτο εις τον εν Βλαχέρναις περίλαμπρον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου ολονύκτιος υμνωδία, εις την οποίαν παρευρίσκετο και ο Όσιος Ανδρέας μετά πλήθους λαού.
Τότε περί την τετάρτην ώραν της νυκτός ανυψώσας ο Όσιος τους οφθαλμούς αυτού προς τον ουρανόν είδε την ουράνιον Άνασσαν, την Σκέπην παντός του κόσμου, την Υπεραγίαν Παρθένον και Θεοτόκον, ισταμένην εις τον αέρα και προσευχομένην, λάμπουσαν δε ως ο ήλιος και σκέπουσαν τον λαόν με το τίμιον αυτής Μαφόριον. Ιδών δε αυτήν ο όσιος Ανδρέας λέγει εις τον μαθητήν αυτού τον μακάριον Επιφάνιον· «Βλέπεις, αδελφέ, την Βασίλισσαν και Κυρίαν των απάντων ευχομένην υπέρ του κόσμου παντός»; Απεκρίθη εκείνος· «Ναι, βλέπω, Πάτερ Άγιε, και εγώ δι’ ευχών σου αγίων την Κυρίαν Θεοτόκον και θαυμάζω». Ικανώς λοιπόν προσευξαμένη εκεί η Θεοτόκος, εγερθείσα εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα, όπου ήτο η αγία Σορός η περιέχουσα το ιερόν αυτής Μαφόριον· λαβούσα δε αυτό εξήλθε και εστάθη έμπροσθεν των βασιλικών θυρών του βήματος, θέσασα δε τούτο επί της Παναχράντου αυτής κεφαλής απετύλιξε με ωραίαν σεμνότητα, είτα κρατήσασα αυτό δια των αχράντων αυτής χειρών, το οποίον ήτο μέγα και φοβερόν, εφήπλωσεν επάνω του περιεστώτος λαού και εσκέπασεν όλους τους εκεί υπάρχοντας Χριστιανούς. Έβλεπον δε αυτό οι μακάριοι επί ικανήν ώραν ούτως εφηπλωμένον, και έπεμπε λάμψιν αστραποειδή ως ήλεκτρον εξαστράπτον. Εν όσω δε η Θεοτόκος ήρχισε να αναβαίνη εις τους ουρανούς, εχάνετο ολίγον κατ’ ολίγον και η θεία αυτής Σκέπη, και πλέον δεν εφαίνετο, παρέμεινεν όμως εκεί η Χάρις αυτής, δια του ιερού Μαφορίου, το οποίον εφυλάττετο εις τον Ναόν αυτόν των Βλαχερνών, ήτις χάρις επεσκίαζε τους πιστούς. Ταύτης της εμφανίσεως της Αγίας Σκέπης την ανάμνησιν εορτάζομεν, διότι τοιαύτην πράγματι παρέχει προστασίαν και Σκέπην η Υπερύμνητος Δέσποινα εις τον πιστόν λαόν της και μάλιστα κατά τους εσχάτους τούτους δεινούς καιρούς, ότε υπερπληρωθέντες εκ των αμαρτιών ημών πληθύνονται εφ’ ημάς και οι κίνδυνοι, ούτως ώστε να εκπληρούνται και εις ημάς κατά τινα έποψιν τα ιερά του θείου Παύλου λόγια· «Κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις» (Β΄ Κορ. ια: 26). Έτι δε εκπληρούνται εφ’ ημάς και αυτού του Κυρίου τα θεία λόγια· «Εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν· και έσονται λιμοί και λοιμοί, και σεισμοί κατά τόπους» (Ματθ. κδ: 7). Και καταθλίβουσιν ημάς αι των αλλοφύλων επιδρομαί, οι εμφύλιοι πόλεμοι και αι θανατηφόροι πληγαί. Εις τοιούτους λοιπόν δεινούς καιρούς και η Υπερευλογημένη Παρθένος, η Μήτηρ του Κυρίου, δίδει εις ημάς την Σκέπην αυτής, ίνα εκ πάντων των κινδύνων λυτρώσηται ημάς και ίνα εκ μεν του λιμού, ασθενείας τε και σεισμού υπερασπισθή, εκ δε των πολέμων και πληγών σκεπάση και διαφυλάξη ημάς αβλαβείς υπό την Σκέπην αυτής την αγίαν. Καθώς δε ποτε ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είδεν εν ουρανοίς σημείον μέγα· «Γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον» (Αποκ. ιβ:1), ούτω και ο Άγιος Ανδρέας εις τον ουρανόμορφον Ναόν των Βλαχερνών είδε την Ανύμφευτον Νύμφην ενδεδυμένην ηλιόμορφον πορφύραν. Το υπό του Θεολόγου οραθέν μέγα σημείον την πανεύσπλαγχνον Σκέπην ημών προεικόνιζε, το οποίον θέλει φανερωθή κατά την συντέλειαν απάσης της κτίσεως. «Και ηνοίγη ο Ναός του Θεού ο εν τω ουρανώ και ώφθη η κιβωτός…. Και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί, και σεισμός, και χάλαζα μεγάλη» (Αποκ. ια: 19). «Και σημείον μέγα ώφθη εν τω ουρανώ, γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον» (Αποκ. ιβ: 1). Και διατί άρα το σημείον το την Υπεραγίαν Θεοτόκον προεικονίζον δεν εφανερώθη προ των αστραπτών, και των βροντών, και των φωνών, και των σεισμών, και της χαλάζης, οπότε άπαντα τα στοιχεία ήσαν ειρηνεύοντα, αλλά κατ’ αυτήν την φοβεράν του ουρανού και της γης ταραχήν; Ίνα δια τούτου φανερωθή, ότι η Παμμακάριστος καταφυγή και υπεράσπισις ημών εις αυτήν την δεινήν περίστασιν του καιρού, πλησιαζούσης της καταστροφής ημών, προφθάνει εις την βοήθειαν ημών, και περισκέπει ημάς εκ των αστραπών, των ουχί μικρόν δελεαζουσών ματαίων του κόσμου ηδονών, εκ των φωνών της βιοτικής υπερηφανείας και κενοδοξίας, εκ των βροντών της απροσδοκήτου των εχθρών επιδρομής, εκ του σεισμού των παθών, και εκ της χαλάζης των άνωθεν κατερχομένων εφ’ ημάς τιμωριών δια τας αμαρτίας ημών. Οπόταν δηλαδή άπαντα τα ρηθέντα δεινά περιστοιχούσιν ημάς, τότε ευθύς φανερούται ως μέγα σημείον η ταχίστη του γένους των Χριστιανών βοήθεια, σκέπουσα και διαφυλάττουσα ημάς δια του αοράτου προστασίας αυτής. Τούτο λοιπόν το σημείον έδωκεν ο Κύριος εις τους φοβουμένους αυτόν, όπως δι’ αυτού εκφύγωσιν από προσώπου τόξου διότι ευρισκόμεθα εις τον κόσμον τούτον ως το σημείον το τοξευόμενον. Διότι ίπτανται εφ’ ημάς βέλη πανταχόθεν· τα μεν εκ του τόξου των ορατών εχθρών των καυχωμένων εναντίον ημών δια την υπερηφανίαν αυτών, τα δε εκ του τόξου των αοράτων εχθρών, ώστε να μη δυνάμεθα να υπομένωμεν τας διαβολικάς αυτών προσβολάς, άλλα εκ της φύσεως της πολεμούσης το πνεύμα, και άλλα εκ της του Θεού δικαίας οργής, υπέρ της οποίας είπε και ο Προφητάναξ Δαβίδ· «Εάν μη επιστραφήτε, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει· το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου· τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο» (Ψαλμ. ζ: 13-14). Όθεν ίνα μη θανατηφόρως πληγωθώμεν από ταύτα τα βέλη, εδόθη εις ημάς σημείον του φυγείν από προσώπου τόξου η Σκέπη της Πανάγνου και Πανυπερευλογημένης Παρθένου. Υπό την Σκέπην λοιπόν αυτής ως δια θυρεού φυλαττόμεθα εκ των βελών αβλαβείς. Επειδή αύτη η προστάτις ημών έχει χιλιάδας και μυριάδας μυριάδων θυρεών εις προφύλαξιν ημών. Όθεν και λέγει προς αυτήν το Πνεύμα το Άγιον· «Ως πύργος Δαβίδ τράχηλός σου… χίλιοι θυρεοί κρέμανται επ’ αυτόν, πάσαι βολίδες των δυνατών» (Άσμα Ασμάτων δ:4). Ο Προφήτης Δαβίδ ωκοδόμησε ποτε τον ωραιότατον και υψηλότατον πύργον αυτού μεταξύ της Σιών της εν υψηλώ όρει ισταμένης και της Ιερουσαλήμ της κατωτέρω κειμένης και θυγατρός Σιών ονομαζομένης. Και ήτο μεταξύ αυτών ο πύργος εκείνος, ώσπερ ο βραχίων μεταξύ κεφαλής και σώματος, επειδή την μεν Ιερουσαλήμ υπερέβαινεν εις το ύψος, την δε Σιών επλησίαζεν, εις αυτόν δε τον πύργον εκρέμαντο οι θυρεοί και πάντα τα όπλα τα εις διαφύλαξιν της Ιερουσαλήμ προοριζόμενα. Όθεν το Πνεύμα το Άγιον προσομοιοί την υπέραγνον Παρθένον με τον πύργον της Ιερουσαλήμ, επειδή θυγάτηρ ούσα του Προφήτου Δαβίδ, παρίσταται μεταξύ του Χριστού, του όντος κεφαλής της Εκκλησίας, και μεταξύ των πιστών των όντων σώμα της Εκκλησίας αυτού, υπερκειμένη μεν της Εκκλησίας, ως ούσα αληθώς ανωτέρα πάντων, πλησιάζουσα δε εις τον Χριστόν, ως δωρησαμένη εις αυτόν την σάρκα. Παρίσταται δε και τώρα ότε εστάθη εις τον αέρα μεταξύ ουρανού και γης, μεταξύ Θεού και ανθρώπων, μεταξύ του αγωνοθέτου Χριστού και της αγωνιζομένης Εκκλησίας, ώσπερ ο πύργος Δαβίδ μεταξύ Σιών και Ιερουσαλήμ, πεπληρωμένη θυρεών δυνατών (θυρεούς δε λέγω τας προς Θεόν υπέρ ημών παντοδυνάμους ικεσίας αυτής, τας υπό των αξίων ακουσθείσας κατά την εμφάνισιν της τιμίας αυτής Σκέπης). Ευχομένη λοιπόν θερμώς ως Μήτηρ προς τον Υιόν και Θεόν και πλάστην αυτής, καθικέτευεν αυτόν με λόγους γεμάτους ευσπλαγχνίας και αγάπης, τοιαύτα, λέγουσα· «Βασιλεύ Ουράνιε, δέξαι πάντα άνθρωπον δοξάζοντά Σε και επικαλούμενον το Πανάγιόν Σου όνομα εν παντί τόπω, και τον τόπον, εις τον οποίον εκτελείται η μνήμη του εμού ονόματος, αγίασον και δόξασον τους δοξάζοντάς Σε και τιμώντας Εμέ την αγαπημένην Μητέρα σου, προσδεχόμενος πάσας τας δεήσεις και ικεσίας αυτών, και απολυτρών αυτούς από πάσης ανάγκης και θλίψεως». Αι τοιαύται άρα δεήσεις Αυτής δεν είναι ώσπερ θυρεοί διαφυλάττοντες την αγωνιζομένην Εκκλησίαν; Ναι, αληθώς θυρεοί αήττητοι, δια των οποίων δυνάμεθα να σβέσωμεν πάντα τα πεπυρωμένα βέλη του μισικάλου εχθρού. Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αμβρόσιος ο Αρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων, λέγει δια τον πύργον του Δαβίδ, ότι εκτίσθη δια δύο αιτίας, ήτοι αφ’ ενός μεν προς υπεράσπισιν και αφ’ ετέρου προς καλλωπισμόν της πόλεως· «Ωκοδόμησε, λέγει, πύργον ο Δαβίδ, ίν’ έσται φρουρά μεν ως μακρόθεν ορών τον εχθρόν και αποδιώκων αυτόν της πόλεως, ευπρέπεια δε ως υπερκείμενος τω ύψει απάσας τας εν Ιερουσαλήμ υψηλάς οικοδομάς». Και λοιπόν ουχί ματαίως προσωμοιώθη με τον πύργον εκείνον και η σκέπουσα ημάς Θεοτόκος, επειδή δι’ ημάς αύτη είναι πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού. Αληθώς δε διαφυλάττει και κοσμεί ημάς· διαφυλάττει μεν, όταν τους ορατούς και αοράτους εχθρούς αποδιώκη μακράν από ημάς· όταν ελευθερώνη τους αιχμαλώτους από τα δεσμά· όταν τους τυραννουμένους υπό των ακαθάρτων πνευμάτων ελευθεροί· όταν τους θλιβομένους παραμυθήται, τους αδικουμένους υπερασπίζηται, τους πεινασμένους τρέφη, όταν εις τους εν τρικυμία γίνεται λιμήν, και όταν τους ασθενείς επισκέπτηται. Κοσμεί δε ημάς, σκέπουσα ενώπιον Θεού την γύμνωσιν της αθλίας ημών ψυχής, και δια μεν των υψηλών αυτής υπουργημάτων, ως δια πολυτίμων στολών κατακοσμούσα, δια δε των πολλών αυτής χαρίτων, ως ανεξαλείπτων θησαυρών, αναπληρούσα την ένδειαν ημών, ευαρέστους ημάς αποκαθιστά εις τον Κύριον και Θεόν ημών. Κοσμεί και στολίζει, όταν τους μη έχοντας το του γάμου ένδυμα περιβάλλη δια της ιεράς αυτής Εσθήτος και απεργάζηται, ούτως ώστε να μη φαίνεται ενώπιον του παντεφόρου οφθαλμού του Θεού η αισχύνη της ψυχικής ημών γυμνότητος, ήτις προεικονίσθη ποτέ δια της αοράτου και ακατασκευάστου γης, κεκαλυμμένης ούσης τότε δια των υδάτων. Διότι η ακατασκεύαστος εκείνη και αόρατος γη ήτο εικών της αμαρτωλού ψυχής, της απολεσάσης μεν την πνευματικήν αυτής ευκοσμίαν, ενδεούς δε ούσης εξ έργων αγαθών, και ξένης μενούσης της θείας Χάριτος· τα δε ύδατα, τα κατακαλύπτοντα τότε την ακατασκεύαστον γην, προεικόνιζον την ευσπλαγχνίαν της Θεοτόκου Μαρίας, ώσπερ θάλασσαν ανεξάντλητον, και ποταμούς αφθόνως εις πάντας επιχεομένους και πάντας επικαλύπτοντας. Αλλά και ότε το Πνεύμα του Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος, επεφέρετο επομένως και επάνω της ακατασκευάστου γης, κεκαλυμμένης ούσης υπό των υδάτων, ώσπερ να μη έβλεπε την αμορφίαν αυτής, προεικόνιζε δε τούτο ότι πάσα ψυχή σκεπομένη υπό της πανευσπλάγχνου Σκέπης της Αειπαρθένου και Θεοτόκου, όσον δύσμορφος και αν υπάρχη, δεν θέλει μείνει όμως αμέτοχος της του Αγίου Πνεύματος Χάριτος. Επειδή η Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου θέλει σκεπάσει την αμορφίαν αυτής, καθώς ποτε εσκέπασαν τα ύδατα την ακατασκεύαστον γην, και θέλει κοσμήσει αυτήν δια της ευπρεπείας της Χάριτος αυτής, και θέλει ελκύσει επ’ αυτήν το Πνεύμα το Άγιον. Στολίζει ημάς η Πανάμωμος Κόρη, ότε τους αμαρτωλούς δικαίους, και τους ακαθάρτους καθαρούς ποιεί. Όθεν και λέγει προς Αυτήν ο ιερός Αναστάσιος ο Σιναϊτης· «Τους μεν μάγους Αποστόλους, τους δε τελώνας Ευαγγελιστάς εκτελεί, τους δε πόρνους μάλλον των καθαρωτάτων παρθένων αγνίζει». Ούτω την Αιγυπτίαν Μαρίαν, πόρνην ούσαν το πρότερον, μάλλον καθαρωτέραν πολλών παρθένων απειργάσατο, ώστε η πρότερον εζοφωμένη και ακάθαρτος λάμπει ήδη εν τη Βασιλεία του Χριστού ως ο ήλιος δια πρεσβειών της Παναμώμου και Αειπαρθένου Μαρίας, ήτις είναι εις πάντας τους εις αυτήν προστρέχοντας σκέπη τε και ευπρέπεια. Στολίζει προς τούτοις αύτη και άπασαν την πνευματικήν Ιερουσαλήμ, την Εκκλησίαν, λέγω, του Χριστού, ήτις εν ταύτη τη εορτή ψάλλει προς αυτήν· «Ω θαυμαστή ευπρέπεια πάντων των πιστών! Των Προφητών εκπλήρωμα, Αποστόλων δόξα, Μαρτύρων εγκαλλώπισμα, της παρθενίας καύχημα, και παντός του κόσμου πανθαύσματος Σκέπη»! Εις τον πύργον του Δαβίδ μαζί με τους θυρεούς ήσαν και πάντα τα βέλη των δυνατών. Ούτος δε ο έμψυχος πύργος, η Πανάχραντος, έχει μεθ’ εαυτής βέλη δυνατών, δηλαδή τας ικεσίας των συν αυτή ευχομένων Αγίων. Επειδή ουχί κατά μόνας εφάνη αύτη εις την Εκκλησίαν εν τω αέρι ισταμένη, αλλά μετά των Αγγελικών Δυνάμεων και μετά πλήθους λευκοφόρων Αγίων ευλαβώς ισταμένων κύκλω αυτής, των οποίων αι προς Θεόν ικεσίαι είναι ώσπερ βέλη δυνατών δυνάμενα να αποκρούσουν πάσας τας του εχθρού παρεμβολάς. Βλέπουσα η πανάμωμος Δέσποινα ημών Θεοτόκος, ότι η ζωή ημών επί της γης είναι μία συνεχής πάλη, επειδή δι’ όλων αυτού των δυνάμεων πολεμεί ημάς ο εχθρός, όστις ήγειρε πάσας τας παρεμβολάς αυτού εναντίον ημών και εκύκλωσεν ημάς με όλα τα στρατεύματα αυτού· «Εκύκλωσάν με κύνες πολλοί· συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με (Ψαλμ. κα: 17)·  ήνοιξε επ’ εμέ το στόμα αυτών ως λέων αρπάζων και ωρυόμενος» (Ψαλμ. κα: 14), δια τούτο θέλουσα να βοηθήση ημάς η ουράνιος Άνασσα εκίνησε κατά του εχθρού ημών πάσας τας ουρανίους Δυνάμεις. Προσεκάλεσε Προφήτας και Αποστόλους, εσύναξε Μάρτυρας και Παρθένους, συνήγαγεν Οσίους τε και Δικαίους και ήλθε συν αυτοίς να βοηθήση και να περιφρουρήση ημάς και να δώση εις ημάς την νίκην κατά του εχθρού ημών, επειδή δι αυτής εγείρονται τρόπαια και δι αυτής οι εχθροί ημών πίπτουσιν. Ήλθε λοιπόν μετά των Αγγελικών Δυνάμεων, επειδή είναι κλίμαξ προοραθείσα υπό του Ιακώβ, την οποίαν αι Αγγελικαί Δυνάμεις περικυκλούσιν. Αλλ’ ενταύθα, ενθυμούμενος τις την κλίμακα του Ιακώβ, δύναται να θαυμάζη, διατί άρα οι του Θεού Άγγελοι δεν είχον ανάπαυσιν εις αυτήν, αλλ’ ανέβαινον και κατέβαινον; Ας γνωρίζη ο τοιούτος, ότι η κλίμαξ εκείνη ήτο προεικόνισμα της Αειπαρθένου Μαρίας, κατά το προς αυτήν εκκλησιαστικόν λόγιον· «Χαίρε η γέφυρα προς τους ουρανούς η μετάγουσα, και κλίμαξ η μετάρσιος ην ο Ιακώβ εθεάσατο». Δεν έχουσι δε εν αυτή ανάπαυσιν οι Άγγελοι, επειδή η ακοίμητος εν ικεσίαις Θεοτόκος προστάσσει τους Αγγέλους, ίνα συν αυτή ακαταπαύστως βοηθώσι τους ανθρώπους, και ανερχόμενοι μεν να αναφέρωσιν εις τον Θεόν τας ευχάς των προσευχομένων, κατερχόμενοι δε να καταβιβάζωσιν εις αυτούς την Χάριν του Θεού και την δωρεάν Αυτού. Εκείνη λοιπόν η κλίμαξ κατεβίβασε και τώρα πλήθος Αγγέλων μεθ’ εαυτής, φέρουσα εις ημάς εξ ύψους σκέπην τε και βοήθειαν. Ήλθε μετά Αγγέλων, ίνα εντέλληται εις αυτούς να διαφυλάξωσιν ημάς εις πάσας τας οδούς ημών. Έφερε δε μεθ’ εαυτής και πάντων των Αγίων τα Τάγματα, όπως κοινήν υπέρ ημών ποιήσωσι δέησιν και συναναφέρη κοινώς και τας αμαρτωλάς ημών προσευχάς προς τον Υιόν αυτής και Θεόν ημών. Μεταξύ δε πάντων των μετά της Θεοτόκου φανερωθέντων εν τη Εκκλησία Αγίων ήσαν δύο λαμπρότεροι, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, του οποίου μεγαλύτερος «ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών» (Ματθ. ια: 11) και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Τούτους τους δύο εκίνησε μεθ’ εαυτής η προστάτις ημών εις ικεσίαν υπέρ ημών, ως μεγάλην έχοντας την παρρησίαν προς τον Θεόν, ίνα ταχύτερον κάμψη τον Θεόν εις έλεος, διότι «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Ιακ. ε: 16). Έστη δε η Πανάχραντος Παρθένος μεταξύ δύο Παρθένων, ώσπερ η Κιβωτός μεταξύ των δύο Χερουβίμ, και ώσπερ ο θρόνος του Κυρίου Σαβαώθ μεταξύ των Σεραφίμ, και ώσπερ ο Μωϋσής εκτεταμέναις παλάμαις μεταξύ του Ααρών και του Ωρ, ο δε καταχθόνιος Αμαλήκ πίπτει συν τη ζοφερά αυτού εξουσία και δυνάμει. Εορτάζομεν όθεν την Σκέπην της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, αναμιμνήσκοντες την ένδοξον αυτής εν Βλαχέρναις φανέρωσιν, την οραθείσαν υπό των Αγίων Ανδρέου και Επιφανίου. Εορτάζομεν δε ευχαριστούντες την προστάτιδα ημών δια την φανερωθείσαν τοιαύτην προς το Χριστιανικόν γένος ευσπλαγχνίαν αυτής δεόμενοι αυτής εκτενώς, ίνα και νυν και πάντοτε ευσπλάγχνως σκέπη ημάς τους αιτούντας την Σκέπην αυτής· επειδή άνευ της Σκέπης και βοηθείας αυτής αδύνατον είναι εις ημάς τους παροργίζοντας τον Θεόν να ζώμεν επί της γης. Διότι αμαρτάνοντες κατά πολύ υποπίπτομεν εις πολλούς πειρασμούς και οδυρνούς κατά το γεγραμμένον· «Πολλαί αι μάστιγες του αμαρτωλού» (Ψαλμ. λα: 10). Προ πολλού δε θα είχομεν απολεσθή δια τας αμαρτίας ημών, εάν δεν έσκεπεν ημάς η Πανεύσπλαγχνος Δέσποινα. Και τω όντι, εάν δεν εδέετο υπέρ ημών η προστάτις ημών, ποίος ήθελε λυτρώσει ημάς εκ τοσούτον κινδύνων; Ποίος ήθελε φυλάξει ημάς ελευθέρους μέχρι σήμερον; Ο Προφήτης Ησαϊας συμβουλεύει λέγων· «Αποκρύβηθι μικρόν όσον όσον, έως αν παρέλθη η οργή Κυρίου» (Ησ. κστ: 20). Αλλ’ εκ της οργής του Κυρίου που δυνάμεθα να κρυβώμεν; Ουδαμού ευρίσκομεν σκέπην οι τάλανες να προσδράμωμεν, ειμή την Δέσποιναν του κόσμου, ήτις δι’ εαυτήν λέγει δια Πνεύματος Αγίου· «Ως ομίχλη κατεκάλυψα γην» (Σειρ. κδ: 3). Υπό την Σκέπην λοιπόν αυτής ας σκεπασθώμεν, της ως ομίχλης καλυπτούσης πάσαν την γην. Αλλ’ ω Πανυπέρτιμε Παρθένε, διατί προσωμοιώθης με τοιούτον ευτελές πράγμα, την ομίχλην; Δεν είναι άρα δια Σε εις παρομοίωσιν ο ήλιος; Η σελήνη και τα άστρα, καθώς θαυμαστικώς ερρέθη περί Σου· «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος»; (Άσμ. στ :9) η δε ομίχλη οποίαν ευπρέπειαν έχει, ώστε να ευχαριστήσαι εις την προς ταύτην προσομοίωσιν; Η ομίχλη, οπόταν πληθυνθή επί της γης και επικαλύψη αυτήν, πάντα τα θηρία λυτρούνται τότε των κυνηγών. Τούτο δε είναι το μυστήριον, διατί η Υπεραγία Θεοτόκος επωνομάσθη ομίχλη, ίνα εκ των διωκόντων σκεπάση ημάς. Ημείς οι αμαρτωλοί κτήνη είμεθα και θηρία ένεκεν της απανθρωπίας ημών, κατά την του Χρυσοστόμου διάκρισιν, την κοιλίαν ευχαριστούμεν, καθώς η άρκτος, το σώμα εξογκώνομεν ως ο χοίρος, μνησικακούμεν ως η κάμηλος, δολιευόμεθα ως η αλώπηξ, τον ιόν της κακίας φέρομεν ως η έχιδνα. Τοιαύτα λοιπόν θηρία υπάρχοντας, προφθάνουσιν ημάς διάφοροι διώκται· προφθάνει ημάς η δικαία οργή του Θεού εκδικούσα πάντα τα κακά ημών επιτηδεύματα· «Θεός εκδικήσεων Κύριος, ο Θεός εκδικήσεων επαρρησιάσατο» (Ψαλμ.). Προφθάνουσιν ημάς και αι ανομίαι ημών έφη τις· «Κατέλαβόν με αι ανομίαι μου, και ουκ ηδυνάσθην του βλέπειν» (Ψαλμ : λθ: 13). Προφθάνει ημάς και ο αόρατος εχθρός· «Ετάραξεν άρκτος ενεδρεύουσα αυτός μοι, λέων εν κρυφαίοις» (Θρ. Ιερ. γ: 9-10). Προφθάνει ημάς και ο αόρατος εχθρός· «Είπεν ο εχθρός· διώξας καταλήψομαι·…. Ανελώ τη μαχαίρα μου· κυριεύσει η χειρ μου» (Εξ. ιε:9). Αλλ’ ας θαρρώμεν, διότι έχομεν την νοητήν ομίχλην σκέπουσαν ημάς, λέγω την Υπεραγίαν Θεοτόκον, εις αυτήν ας ελπίσωμεν, προς αυτήν ας προστρέξωμεν, διότι υπό την Σκέπην αυτής ουδέ θριξ εκ της κεφαλής ημών απόλείται. Όθεν εν κατανύξει βοήσωμεν, λέγοντες προς Αυτήν. Σκέπασον ημάς εν τη Σκέπη σου η Προστασία ημών, Παναγία Παρθένε· κατά τας ημέρας ταύτας τας πονηράς σκέπασον ημάς. Πάσαι δε αι ημέραι της ζωής ημών είναι πονηραί, και βλέπομεν εις αυτάς πονηρά και πράττομεν πονηρά, θησαυρίζοντες εις εαυτούς οργήν εν ημέρα οργής, άπασαι δε αι πονηραί ημών ημέραι χρήζουσι της σης πανευσπλάγχνου Σκέπης. Σκέπασον όθεν ημάς κατά πάσας τας ημέρας ημών, μάλιστα δε κατά την δεινήν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν η ψυχή ημών μέλλει να χωρισθή από του σώματος, πρόφθασον τότε, βοήθησον και σκέπασον ημάς εκ των εναερίων πονηρών πνευμάτων· αλλά και κατά την φοβεράν ημέραν της κρίσεως, σκέπασον ημάς δια της μυστικής σου Σκέπης. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: