Τη ΙΘ΄ (19η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΟΥΑΡΟΥ.

Ουάρος ο ένδοξος Μάρτυς ήθλησεν ότε, βασιλεύων ο τύραννος Μαξιμιανός, εν έτει τδ΄ (304), έστειλεν εις όλας τας πόλεις και εις τους άρχοντας της Αιγύπτου το ασεβέστατον πρόσταγμα, να απαρνώνται οι Χριστιανοί την ευσέβειαν και να προσκυνώσι τα είδωλα ή να τους θανατώνωσι με διάφορα κολαστήρια. Συνέλαβον όθεν τότε πολλούς πιστούς, από τους οποίους άλλοι μεν εθανατώθησαν αμέσως δια τον Χριστόν, και άλλοι ευρίσκοντο φυλακισμένοι με πείναν και δίψαν βασανιζόμενοι. Τότε ήτο και ο μακάριος Ούαρος,
όστις ήτο στρατιώτης Αιγύπτιος από γένος επίσημον, ανδρείος την δύναμιν, την δόξαν περίβλεπτος και εις την αρετήν περιβόητος, ο οποίος επήγαινεν εις τας φυλακάς εκάστην νύκτα και επεμελείτο τους Μάρτυρας και τους παρεκάλει να δέωνται του Θεού, όπως τον αξιώση και αυτόν να μαρτυρήση δια το όνομά του το Άγιον, ότι είχε μεν πόθον εις τούτο, αλλ’ εφοβείτο των τυράννων την απανθρωπίαν και αγριότητα. Ότι τόσην λύσσαν είχον οι φονείς κατά των Χριστιανών, ώστε άλλους έψηνον ως πρόβατα, άλλους εβύθιζον εις την θάλασσαν, και άλλους ποικιλοτρόπως οι δεινοί και ωμώς εθανάτωναν. Εκείνας τας ημέρας ανήγγειλαν οι δήμιοι προς τον άρχοντα, ότι εύρον ασκητάς τινας εις την έρημον και τους εφυλάκισαν· ταύτα ακούσας ο ηγεμών εχάρη και ητοίμαζε τα κολαστήρια όργανα να τους βασανίση σκληρότατα, ο δε μακάριος Ούαρος έδωκεν εις τους φύλακας αργύρια, και τον αφήκαν την νύκτα και εισήλθεν εις τους Αγίους, τους οποίους έλυσεν από τα δεσμά και τους εφίλευσεν επιμελώς, διότι οκτώ ημέρας ήσαν τελείως νήστεις και μετά τον δείπνον είπε προς αυτούς· «Παρακαλώ υμάς, δούλοι αληθινοί του Χριστού, δεηθήτε εις τον Θεόν να με ενδυναμώση, να μαρτυρήσω δια την αγάπην του, ότι δούλος του Χριστού και των Αγίων του είμαι και εγώ, αλλά δειλιώ την ασπλαγχνίαν των αρχόντων και τα διάφορα κολαστήρια. Δι’ αυτό δεν ετόλμησα να εμφανισθώ, φοβούμενος το αποβησόμενον. Ποιήσατε λοιπόν προσευχήν προς Κύριον δι’ εμέ, διότι αύριον τελειώνετε το Μαρτύριον». Οι δε είπον προς αυτόν· «Αδελφέ Ούαρε, εάν δεν κοπιάση τις τον χειμώνα να σπείρη το γέννημα, δεν εσοδειάζει το θέρος να χαίρη· ούτω και ο Αθλητής δεν στεφανούται, εάν δεν αθλήση νομίμως πρότερον· ελθέ λοιπόν εις την συνοδείαν υμών, να γίνης στρατιώτης του Χριστού τέλειος και αυτός θέλει μας βοηθήσει αοράτως, δια την αγάπην του οποίου πάσχομεν, να υπομείνωμεν όλα τα παρόντα κολαστήρια». Εν ω ταύτα οι Άγιοι έλεγον, ήλθον στρατιώται τινές απεσταλμένοι από τον τύραννον να τους οδηγήσωσιν εις το κριτήριον, και ιδόντες εις τους πόδας των Μαρτύρων τον μακάριον Ούαρον εθαύμαζον και έλεγον προς αυτόν· «Δεν φοβείσαι, άνθρωπε, να μη το μάθη ο ηγεμών και χάσης την αξίαν και την ζωήν σου παράκαιρα»; Ο δε απεκρίνατο· «Ο Κύριος να με αξιώση να γίνω των Αγίων τούτων συνοδοιπόρος και σύσκηνος». Τότε οι μεν στρατιώται επήραν τους Αγίους (οίτινες ήσαν επτά πρότερον, αλλά ετελεύτησεν ο εις εις την έρημον και έμειναν οι εξ) και τους έφεραν εις τον τύραννον, όστις εγύμνωσεν αυτούς και είπεν· «Μα την δύναμιν των θεών, ζωντανούς θέλω σας δώσει εις τους σκύλους να φάγωσι τας σάρκας σας, εάν δεν αρνηθήτε τον Εσταυρωμένον». Οι δε απεκρίθησαν αφόβως· «Ημείς είμεθα εις τούτον τον κόσμον εξωρισμένοι και πάροικοι, η πόλις μας είναι εις τα ουράνια. Λοιπόν τους φοβερισμούς σου δεν τους λαμβάνομεν καθόλου υπ’ όψιν μας, αλλά μάλλον ευχόμεθα και παρακαλούμεν να μας παιδεύσης, καθώς είπες, σκληρότατα, δια να φανή ο πόθος μας προς τον Χριστόν και να καταλάβης και συ πόσην βοήθειαν δίδει αυτός, ο αληθής Θεός, εις τους δούλους του». Τότε προστάσσει ο τύραννος να τους δείρωσιν όλους δυνατά και ανηλεώς, και ούτω δεινώς μαστιγούμενοι εσιώπων και δεν έλεγον τίποτε, ο δε άρχων μετρήσας αυτούς και ιδών ότι ήσαν εξ, ηρώτησε τι έγινεν ο έβδομος· τότε παρευθύς επήδησεν εις το μέσον ο Ούαρος λέγων· «Εκείνος απήλθεν εις την άλλην ζωήν, αλλ’ αφήκεν εμέ κληρονόμον αυτού και επίτροπον· λοιπόν, εάν τι σας εχρεώστει, εγώ να πληρώσω δι’ αυτόν». Ακούσας ταύτα ο ηγεμών εθυμώθη περισσότερον και ηρώτησεν από ποίον τάγμα και τι άνθρωπος ήτο. Ο δε Ούαρος απήντησεν ότι ήτο από τους επιφανείς των τυράννων και στρατιώτης αήττητος· λυπηθείς εις τούτο ο άρχων λέγει προς αυτόν· «Ποίος πονηρός δαίμων σε εκέντησε να καταφρονήσης την αξίαν σου και τα σιτηρέσια τα οποία ελάμβανες και να έλθης εις τοιούτον φοβερώτατον κίνδυνον»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Τον ουράνιον άρτον και το θείον ποτήριον του τιμίου αίματος Χριστού του Κυρίου μου προέκρινα υπέρ την τιμήν και την πληρωμήν σου και, αντί της φθαρτής και προσκαίρου ταύτης ζωής, προετίμησα την άφθαρτον και αιώνιον». Τότε ο άρχων ητένισεν εις τους Αγίους με νεύμα άγριον λέγων· «Σεις είσθε αιτία και εζημιώθην τοιούτον στρατιώτην περιφανέστατον· αλλά θα καταναλώσω σας πρότερον με πάνδεινα παιδευτήρια και ύστερον τούτον τον αλιτήριον». Οι δε Μάρτυρες δεν εψήφησαν τους λόγους του τελείως, λέγοντες· «Περίμενον ολίγον, ω δικαστά, να καταλάβης την μεγάλην διαφοράν, ήτις υπάρχει μεταξύ ταύτης της προσκαίρου στρατείας και της αληθινής και ουρανίας των Αγγέλων, με τους οποίους τον άνδρα τούτον ηνώσαμεν». Τότε πάλιν τους εβασάνισε διαφόρως, ίνα θυσιάσουν, αλλά δεν ηδυνήθη ο μάταιος, διότι εκείνοι δεν εδειλίασαν ποσώς, αλλά και τους θεούς του περιπαίζοντες έλεγον· «Θεοί οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν εκ της γης» (Ιερ. ι: 11). Ο δε μακάριος Ούαρος παρώργισε τον τύραννον λέγων· «Τι μωραίνεσαι κατά των Αγίων, ασύνετε»; Ο δε θυμωθείς εκρέμασεν εις το ξύλον τον Ούαρον, λέγων ταύτα προς τους λοιπούς Μάρτυρας· «Εάν σεις με νικήσητε, θέλω αρνηθή και τους θεούς μου αληθώς». Οι δε είπον προς αυτόν· «Δοκίμασον την δύναμίν σου εις τούτον τον αδελφόν μας, και αν νικήσης αυτόν, έχε ελπίδα και δι’ ημάς». Τότε ο ασεβής προστάσσει και καταβιβάζουσιν από το ξύλον τον Ούαρον, δια να του δώση δριμυτέραν βάσανον και δένοντες αυτόν με ωμά λωρία, τον ετάνυσαν εις την γην και τον έδερον τέσσαρες με δυνατά ρόπαλα, και τόσον τον εμαστίγωσαν, ώστε συνετρίβησαν όλα τα οστά του και εκείτετο ελεεινόν θέαμα. Τότε ο Άγιος στραφείς προς τους Μάρτυρας είπε προς αυτούς· «Ευλογήσατε, Άγιοι Πατέρες, τον δούλον σας και ποιήσατε προς τον Δεσπότην παράκλησιν, να μου δώση δύναμιν και βοήθειαν, διότι γινώσκει την ανθρωπίνην ασθένειαν, επειδή κατεδέχθη να γίνη άνθρωπος, και είπεν ότι «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ: 41). Οι μεν λοιπόν Άγιοι, υψώσαντες τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, τοιαύτα προσηύχοντο· «Ο Θεός, ο Θεός των δυνάμεων να σου στείλη εξ ύψους δύναμιν, να σε ενδύση περικεφαλαίαν σωτηρίου και ιμάτια εκδικήσεως, η δεξιά αυτού να σε ενδυναμώση και να σου δώση κατά του εχθρού νικητήρια. Στήθι ανδρείος, διότι άνωθέν σου ίσταται ο Παντοδύναμος και σε βοηθεί, και ύστερον θέλεις απολαύσει δια τους πόνους αυτούς μεγάλην ανταμοιβήν». Ο δε Μάρτυς του Χριστού, οπότε τον έδερον τοσούτον ασπλάγχνως, αφού εποίησαν οι Άγιοι την προσευχήν δι’ αυτόν, του εφάνη ότι ήτο άνωθέν του χειρ και τον εβοήθει πολύ, διότι έπαιρνε την δύναμιν των ράβδων και δεν ησθάνετο τον πόνον ο Άγιος· όθεν είπε προς τους άλλους με αγαλλίασιν· «Μη λυπείσθε πλέον δι’ εμέ, ότι η θεάρεστος ευχή σας μετέτρεψε την δριμύτητα των βασάνων εις άνεσιν, και τοσούτον ελάφρυνε τας οδύνας μου, ώστε ούτε καν ολίγον πόνον αισθάνομαι». Ο δε τύραννος, βλέπων τον Άγιον, ότι δεν εσυλλογίζετο ποσώς τοιαύτην πανώδυνον βάσανον, προσέταξε να τον κρεμάσωσι πάλιν εις το κολαστήριον ξύλον, να τον ξεσχίζωσι με σιδηρούς όνυχας και τόσον τον κατεξέσχισαν, ώστε έπιπτον αι σάρκες του και η γη από τα αίματα εκοκκίνισεν. Οι δε Άγιοι τον ελυπούντο, και μη υποφέροντες την ωμότητα του τυράννου, εγόγγυσαν λέγοντες· «Ω αγριώτερε των θηρίων και άσπλαγχνε, εάν ήτο λίθος ή σίδηρος δεν θα αντείχε τοσαύτας ώρας τυπτόμενος». Ο δε τύραννος τους είπε χλευαστικώς· «Ας έλθη ο Χριστός σας να τον λυτρώση από τας χείρας μας». Ταύτα είπε, μη γινώσκων ο ανόητος, ότι με την υπομονήν, την οποίαν είχεν ο Άγιος να πάθη τόσα βασανιστήρια, έδειξεν ότι εκεί ήτο ο Δεσπότης Χριστός και εδρόσιζε τας οδύνας του. Καταξεόμενος δε ο μακάριος Ούαρος έλεγε· «Μη γένοιτο, να με λυτρώση ο Χριστός από ταύτα τα πρόσκαιρα βάσανα, αλλά από την αιώνιον κόλασιν, εις την οποίαν θέλει κατακρίνει σε, δια την τοσαύτην  ασπλαγχνίαν και ωμότητά σου». Τότε δια να ποιήση ο άρχων εις τον λόγον αυτόν εκδίκησιν, προσέταξε να τον ξεσχίσωσι τόσον, ώστε να εκχυθώσι τα σπλάγχνα του. αλλά ταύτα πάντα υπέμεινεν ο αοίδιμος σιωπών και δεν είπε λόγον, ούτε κανέν σημείον έδειξε δειλίας τελείως, αλλά μάλιστα με τους ελέγχους τους οποίους έκαμε προς τον τύραννον τον παρεκίνει προς δριμυτέρας κολάσεις, δια να φανή περισσότερον ο μέγας πόθος, τον οποίον είχε προς τον Χριστόν και λέγει· «Πονηρέ των πονηρών δαιμόνων υπουργέ και μισάνθρωπε, ίσως δυνηθής να εκβάλης όλα μου τα εντόσθια, αλλά την πίστιν του Δεσπότου Χριστού δεν δύνασαι να εκβάλης ουδόλως από την καρδίαν μου». Βλέποντες δε οι Άγιοι κατά γης διεσκορπισμένα τα σπλάγχνα τού Μάρτυρος εδάκρυσαν και εδέοντο του Θεού να δώση εις τον Μάρτυρα βοήθειαν. Τούτους ιδών ο τύραννος εφώναξε χαίρων· «Ενικήθητε, ταλαίπωροι! Δι’ αυτό λυπείσθε και κλαίετε, διότι εάν ηδύνατο ο Θεός σας να σας δώση την μυθευομένην εκείνην ζωήν, δεν θα εθρηνούσατε αυτόν τον κακοθάνατον». Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς δια την συμπάθειαν της φύσεως εδακρύσαμεν και ουχί δια λύπην τινά, αλλά μάλλον χαίρομεν, και τον ζηλεύομεν, διότι με την πρόσκαιρον αυτήν βάσανον αξιώνεται βασιλείαν αιώνιον. Ημείς δεν ελυπήθημεν δι’ αυτόν, αλλά μάλλον την ιδικήν σου θρηνούμεν απώλειαν, επειδή μέλλεις να λάβης των κακών σου πράξεων την ανταπόδοσιν, και διότι ο νόμος του Χριστού μάς προστάσσει και τους εχθρούς μας να συμπονούμεν». Ταύτα είπον οι Άγιοι, ο δε τύραννος επρόσταξεν αυτούς μεν να φυλακίσωσι, τον δε μακάριον Ούαρον να αφήσωσιν ούτω κρεμάμενον έως ου εκπνεύση. Ούτος δε εφώναξε προς εκείνους λέγων· «Έχετε θάρρος, Πατέρες μου Άγιοι, διότι τας τιμωρίας ταύτας ουδόλως συλλογίζομαι· παράδοτέ με εις τον Σωτήρα, προς τον οποίον υπάγω σήμερον, με τας ευχάς σας περισκεπόμενος». Υπομείνας λοιπόν εις ταύτην την βάσανον πέντε ώρας παρέδωκεν ο μακάριος Ούαρος εις χείρας Θεού την ψυχήν του. Οι δε αχόρταγοι δήμιοι, νομίζοντες ότι ανέπνεεν ακόμη, τον έδερον, ιδόντες όμως ότι εξέψυξεν, τον έρριψαν εις τους σκύλους να τον φάγωσι· τοιούτον τέλος έλαβεν ο μακάριος Ούαρος. Τη επαύριον εδοκίμασε με κολακείας και μάστιγας να νικήση τους ερημίτας, και μη δυνάμενος έδωκε κατ’ αυτών την απόφασιν να τους αποκεφαλίσωσιν, ούτοι δε επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης χαίροντες και έκοψαν τας αγίας αυτών κεφαλάς, τα δε τίμια λείψανα έκλεψαν την νύκτα τινές φιλόχριστοι και τα ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς εις τόπον επίσημον. Γυνή δε τις ευλαβής και ενάρετος από την Παλαιστίνην, Κλεοπάτρα ονόματι, ήτο εκεί πλησίον, όταν εβασάνιζον τον Μάρτυρα Ούαρον, και έβλεπεν όλας τας κολάσεις περίλυπος, εδέετο δε του Θεού με νηστείαν και δάκρυα να λυτρώση από τας θλίψεις τον λαόν του. Όταν λοιπόν ενύκτωσεν, επήγεν η ευλαβής γυνή με ένα υιόν της μονογενή και άλλους τινάς, και επήρε το λείψανον του Αγίου και το ετύλιξε με λαμπρά ιμάτια και αρώματα πολύτιμα, και το ενεταφίασε κρυφίως δια τον διωγμόν υποκάτω της κλίνης της, και ανάπτουσα φως άνωθεν αυτού το ετίμα ευλαβώς ως έπρεπεν. Μετά δε χρόνους, αφού έπαυσεν ο διωγμός, ηθέλησε να υπάγη εις την πατρίδα της, και είχε πόθον να λάβη μαζί της το λείψανον του Αγίου. Όθεν επήγεν εις τον ηγεμόνα και είπεν εις αυτόν, ότι ο ανήρ της ήτο ανδρείος εις τους πολέμους και ήρε νίκας πολλάς κατά των εχθρών, έπειτα απέθανε και τον είχεν ενταφιασμένον εις την οικίαν της, και επεθύμει όπως της δώση άδειαν δια να τον λάβη εις την πατρίδα της. Ο δε άρχων της έδωκε την αίτησιν, και έλαβεν αύτη το λείψανον του Αγίου Ουάρου, λέγουσα εις όλους ότι ήτο ο ανήρ της, τον οποίον επήγεν εις το Θαβώριον όρος πλησίον χωρίου τινός ονομαζομένου Έδρα και εκεί έθαψεν ευλαβώς το άγιον λείψανον με λαμπάδας και θυμιάματα. Τούτο ηκούσθη εις διαφόρους τόπους και ήρχοντο αναρίθμητοι χάριν προσκυνήσεως, και όσοι είχον ασθένειάν τινα, ευθύς ως ήγγιζον με πίστιν, εθεραπεύοντο. Όθεν ιδούσα ότι καθ’ ημέραν έφερον αρρώστους και ιατρεύοντο, ήρχισε να κτίζη και Εκκλησίαν πλουσίαν του Μάρτυρος, και αφού την ετελείωσαν, προσεκάλεσε τους Επισκόπους της επαρχίας και τους εναρετωτέρους Μοναχούς να εγκαινιάσωσι τον Ναόν κατά την συνήθειαν· αφ’ ου δε εποίησαν δοξολογίαν ολονύκτιον, το πρωϊ έλαβεν η Κλεοπάτρα και ο υιός της το άγιον λείψανον και το έφεραν εις το θυσιαστήριον, αφού δε ετέλεσαν την ιεράν Λειτουργίαν οι Αρχιερείς και όλα τα πρέποντα, εφίλευσεν η φιλόξενος Κλεοπάτρα πλουσίως άπαντας και διηκόνει μόνον αυτή και ο υιός της εις την τράπεζαν, είπε δε εις τον υιόν της να μη γευθή τίποτε, έως ου φάγωσιν οι ξένοι πρότερον, οίτινες όλοι εφιλεύθησαν με αυτάρκειαν και ηυχαρίστησαν άπαντες· το δε παιδίον ήτο κεκοπιακός δια την υπηρεσίαν και προς εσπέραν ενύσταξε και έπεσεν εις την κλίνην ν’  αναπαυθή, η δε μήτηρ επήγε να το εγείρη να φάγωσιν, διότι ακόμη νήστεις ήσαν αμφότεροι· ο δε νέος είχε πυρετόν λαύρον και επυρούτο από την θέρμην εις όλον το σώμα. Η μήτηρ λοιπόν του παιδίου ελυπήθη και δεν εδείπνησεν από την θλίψιν της, αλλά ανέμενε να ίδη το αποβησόμενον· όσον δε παρήρχετο η ώρα τόσον ηύξανεν η ασθένεια, και το μεσονύκτιον ο υιός αυτής εξέψυχεν. Η δε Κλεοπάτρα από τον πόνον και την λύπην της έπεσεν ως νεκρά. Έπειτα ηγέρθη με φωνάς μεγάλας κλαίουσα πικρώς, και λαβούσα εις χείρας το νεκρόν παιδίον, έτρεξεν εις τον Ναόν του Αγίου και αποθέτουσα τούτο εις τον τάφον αυτού, ανέσπα τας τρίχας, εγκαλούσα τον Άγιον, διότι της έδωκε τοιαύτην ανταμοιβήν εις τας ευεργεσίας, τας οποίας έκαμε και οδυρομένη έλεγε ταύτα φωνάζουσα· «Ω Άγιε Μάρτυς του Χριστού, εις τι ημάρτηκα η τάλαινα, ποίαν αδικίαν έπραξα; Εγώ αφήκα τον άνδρα μου εις ξένην χώραν δια να λάβω το άγιόν σου λείψανον, και εξώδευσα τόσα αργύρια δια να σου κτίσω τοιούτον Ναόν περιφανέστατον, και άλλο δεν σου εζήτησα ειμή του υιού μου την σωτηρίαν, δια να τον έχω εις το γήρας μου βοήθειαν η ταλαίπωρος! Ω! πως εψεύσθην της ελπίδος η άχαρις, και άλλα θαρρούσα, έτερα έλαβον· αλλ’, ω Μάρτυς Χριστού, δέομαί σου να αναστήσης τον υιόν μου και να μου τον δώσης ζώντα, καθώς ο Ηλίας ανέστησε τον παίδα της Σομανίτιδος, ή ας αποθάνω και εγώ, να έλθω αυτού όπου είναι το τέκνον μου». Ενώ δε αυτά και έτερα πλείονα έλεγεν η Κλεοπάτρα, ελυπούντο οι περιεστώτες και την συνεπόνουν, θαυμάζοντες των θείων κριμάτων την άβυσσον. Μετά δε ώραν ικανήν απεκοιμήθη η γυνή και βλέπει εν οράματι τον Μάρτυρα, όστις εκράτει τον υιόν της εις την αγκάλην του και ήσαν ενδεδυμένοι με στολήν υπέρλαμπρον, φορούντες εις τας κεφαλάς δύο στεφάνους τοσούτον ωραίους και περικαλλείς, ώστε γλώσσα ανθρώπου δεν έφθανε να είπη το κάλλος των, και λάγει προς αυτήν ο Άγιος· «Διατί λυπείσαι, γύναι, και δεν αγάλλεσαι μάλιστα; Μήπως είμαι τόσον αχάριστος, ώστε να μη ηξεύρω τας ευεργεσίας τας οποιας εποίησας; Ή δεν βλέπεις πόσην δόξαν έχει το τέκνον σου; Άφες λοιπόν την λύπην και χαίρε μάλιστα, ει δε αν θέλης ας έλθη πλησίον σου, να καταλάβης την ευτυχίαν αυτού καλλίτερον». Τότε η Κλεοπάτρα εκάλεσε τον υιόν της να την πλησιάση· αλλ’ ούτος δεν ηθέλησε να αφήση τον Άγιον, λέγων· «Μη λυπείσαι, μήτερ μου, διότι εγώ είμαι εις χαρά ανεκλάλητον, και δεν είναι πρέπον να αφήσω ζωήν αιώνιον και πανευφρόσυνον, να έλθω εις την πρόσκαιρον και περίλυπον». Ταύτα η μήτηρ ακούσασα εχάρη, και περεκάλει πολύ τον Άγιον να την λάβη και αυτήν, να συνευφραίνωνται με το τέκνον της. Λέγει προς αυτήν ο Άγιος· «Επιμελήσου την σωτηρίαν σου, και όταν δουλεύσης ακόμη αρκετόν καιρόν δια την ψυχήν σου, τότε να έλθης». Ταύτα ειπών την ηυλόγησε και μετά του παιδός ανεχώρησαν. Η δε Κλεοπάτρα εξύπνησε και διηγήθη εις όλους την οπτασίαν χαίρουσα, όθεν ητοίμασε το λείψανον του υιού της με λαμπρά ιμάτια και το έβαλε μαζί με τον Άγιον, ευχαριστούσα τον Κύριον, και αφού εποίησε και τα μνημόσυνά του πλουσιοπάροχα και έδωκεν εις πτωχούς και Μοναστήρια τον επίλοιπον πλούτον της, ενεδύθη πενιχρά ιμάτια και υπηρέτει τον Ναόν του Αγίου εις νηστείας και προσευχάς σχολάζουσα, και τόσον ευηρέστησεν εις τον Θεόν με καθαράν διαγωγήν, ώστε έβλεπε πάσαν Κυριακήν τον Άγιον με τον υιόν της, ως άνωθεν, και ελάμβανε πολλήν αγαλλίασιν. Ζήσασα λοιπόν οσίως μετά την κοίμησιν του τέκνου της χρόνους επτά, απήλθε προς Κύριον και την ενεταφίασαν ομού με το τέκνον της, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: