ΛΟΓΟΣ Β΄ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗΝ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ -- Του Μακαριωτάτου και σοφωτάτου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Τυρομενίας του Κεραμέως.

Ευλογητός ο Θεός ο καταξιώσας ημάς διαδραμείν την κυκλικήν του χρόνου περίοδον και προς την κορωνίδα του έτους ελθείν, εξ ης ώσπερ αφ’ ύσπληγγος (αφετηρίας) αύθις του δρόμον του βιοτικού κατερχόμεθα τον αυτόν κύκλον δια πάσης της ζωής ημών ανελίττοντες, έως αν ο άπειρος ημάς εκείνος αιών διαδέξηται, ο διαστήματι χρόνου και ηλίου φορά μη μετρούμενος. Η μεν παρούσα ημέρα, (προκείσθω γαρ τω λόγω οίον ήδυσμα τοις φιλοκάλοις υμίν), κατά μεν το ιστορικώς γενόμενον και τελούμενον, αρχή της χρονικής υπάρχει ανακυκλήσεως, Ίνδικτα λεγομένη τη Ρωμαίων φωνή· ούτω γαρ εκείνοι τον ορισμόν ονομάζουσιν.
Εβραίοις μεν γαρ αρχή του χρόνου νενόμισται ο Νισάν (Μάρτιος), παρ’ αυτοίς ούτως ονομαζόμενος, αρχή τυγχάνων της εαρινής ισημερίας και της κοσμογενέσεως, ως δηλοί των βοτάνων και θάμνων και δένδρων η βλάστησις. Ρωμαίοις δε πάλαι μεν ο Ιανουάριος ην του έτους αρχή· αφού δε ο Αύγουστος Καίσαρ τον Αντώνιον ετροπώσατο κατά τον Σεπτέμβριον μήνα, περιφανή ποιήσαι την νίκην βουλόμενος, μεταμείβει το Ρωμαϊκόν έθος και χαρίζεται τω μηνί τούτω τα πρεσβεία καθάπερ πρωτόλεια. O τοίνυν αγαθός Δεσπότης ημών δια σαρκός επιφανείς ημίν, και προς μίαν αυλήν συναγείρων Ιουδαίους και Ρωμαίους και Έλληνας, αγιάσαι την ημέραν ταύτην βουλόμενος, κατ’ αυτήν εις Ναζαρέτ παραγίνεται και είσεισιν εν τη συναγωγή, ως ο γλαφυρός Λουκάς ιστορεί, και βιβλίον ανά χείρας λαβών, τα περί αυτού τω Προφήτη τεθεσπισμένα υπανεγίνωσκεν· εντεύθεν ως ευλογηθείσαν την ημέραν υπό Θεού εορτάζειν αυτήν η Εκκλησία παρέλαβεν. Αλλά ταύτα μεν οίον σώμα έστω τω λόγω της εορτής, κατά τον ιερόν φάναι Μάξιμον· φέρε ουν και ταις ένδοθεν θεωρίαις τούτον ψυχώσωμεν. Ο μεν ούτος, ο κατά μεν τους Έλληνας Γορπιαίος, κατά δε τους Αιγυπτίους Θωθ, κατά δε τους Εβραίους Ευάλ, καθ’ ημάς δε Ρωμαϊκή γλώττη Σεπτέμβριος, εικόνα φέρει παλαιάς τε και νέας, και της εβδοματικής ταύτης ζωής, και της εν τω μέλλοντι καταστάσεως· και τούτο δι’ αινίγματος δεικνύς ο Θεός, τας τρεις εορτάς των Σαλπίγγων, και του Ιλασμού, και των Σκηνοπηγιών εν τούτω τω μηνί γενέσθαι προσέταξεν, ούτω φάμενος τω Μωϋσή: «Τη πεντεκαιδεκάτη του μηνός του εβδόμου τούτου εορτή σκηνών επτά ημέρας τω Κυρίω»· και «προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω επτά ημέρας». Έβδομος δε μην από του Νισάν, ούτος εστιν ο Ευάλ· και μη σαλπίζειν τούτοις προσέταξε, και την πρώτην και την εβδόμην ημέραν έχειν κλητήν και ανάπαυσιν. Κελεύει δε η νομοθεσία, και κάλλυνθα φοινίκων λαβείν, και κλάδους ξύλου δασείς και ιτέας και άγνου· και ούτω τη εορτή επευφραίνεσθαι. (Βλ. Λευιτ. κγ: 34-44). Η μεν ουν των Σαλπίγγων εορτή, Νόμου και Προφητών και της εξ αυτών κηρυττομένης τύπος εστίν· ο δε Ιλασμός, σύμβολον της του Θεού καταλλαγής προς τον άνθρωπον· το γαρ υποδύντα την κατακριθείσαν φύσιν ιλασμόν έθετο ο Πατήρ ως ο Παύλος φησίν· η δε της Σκηνοπηγίας, τον τριπόθητον ημίν της αναστάσεως σημαίνει καιρόν, καλώς κατά τον έβδομον μήνα εκτελούμενον· μετά γαρ την εβδοματικήν του χρόνου περαίωσιν, ελπίζεται η ανάστασις εν η σκηνοποιηθήσεται δια της αφθαρσίας ο άνθρωπος, της αθανάτου ψυχής ενωθείσης τω διαρρεύσαντι σώματι, ως τα φυλλορροούντα των φυτών μετά των αειθαλών οι εορτάζοντες ανεμίγνυον. Οίμαι γαρ έγωγε προς τούτο βλέπειν και του «σαλπίσει, φησί, και οι νεκροί εγερθήσονται» (Α΄ Κορ. ιε: 52). Φαίη δ’ αν τις ίσως επαπορών, και ότου χάριν ούτος ο μην προεκρίθη τοσαύτας φέρειν εικόνας του της ζωής ταύτης τέλους και του μυστηρίου της αναστάσεως; Ότι τοι και μάλα πρεπωδέστατος ούτος προς το εικόνισμα, ου μόνον ότι έβδομος εστιν από του Νισάν ως ο λόγος απέδειξεν, αλλ’ ότι και φθίσις εστί των κατά το έαρ βλαστησάντων κατά την της κτίσεως γένεσιν. Προς τούτοις δε, ότι και την ζωδιακήν σφαίραν διϊππεύων ο ήλιος κατά τον μήνα τούτον, εις το δωδέκατον μόριον γίνεται, ο ζυγόν ονομάζουσι, σημαίνοντος τάχα του πράγματος το κατά την ισόρροπον εκείνην του Θεού κρίσιν της ανταποδόσεως δίκαιον. Ώσπερ δε ο αυτός ούτος μην καθ’ Εβραίους μεν εστιν έβδομος, πρώτος δε καθ’ ημάς, ο αυτός ων αμφότερα, ούτω δη και φθίσις εστί των καρπών, και αρχή τρυγητού· τούτο νοούντων ημών, ως και ο έβδομος ούτος αιών, τέλος μεν εστι και κατάστασις γενέσεως και φθοράς, αρχή δε του νοητού τρυγητού. Και ώσπερ ενταύθα, ει μεν ευγενής και ωραίος ο βότρυς εντεθή τοις ληνοίς, ηδύς και ανθοσμίας των βοτρύων ο οίνος απορρυήσεται, τη παριππεύσει του χρόνου συνεπιδιδούς εις κάλλος και εύπνοιαν· ει δε εκ σεσηπότων βοτρύων ή ομφακιζόντων ο οίνος αποθλιβή, εκτροπίας ευθύς και άποτος γίνεται, μεταβαλών εις δυσωδίαν τινά ή οξώδη ποιότητα, ή δια τινος ετέρας φθοράς εις σκωλήκων γένεσιν αλλοιούμενος. Ούτως εν τη παλιγγενεσία, των έργων ημών δίκην βοτρύων τω δοκιμαστικώ πυρί τεθέντων ως εν ληνώ, κατάδηλος η γεωργία εκάστου γίνεται. Οράτε όσα η δοκούσα μικρά εορτή αύτη περιέχει μυστήρια; Και όπως ο μην ουκ αθεεί (άνευ της θελήσεως του Θεού) παρά Ρωμαίοις ωνομάσθη Σεπτέμβριος; Μόνον ότι έβδομος εστι (σέπτεμ γαρ παρά Ρωμαίοις δηλοί έβδομος),  αλλ’ ότι και σεπτός εστι και σεβάσμιος. Άθρει (πρόσεχε) δε όπως και κατά την ημέραν ταύτην, ήτις εστίν αρχή και στέφανος του ενιαυτού, πολλών Αγίων συνέστη πανήγυρις συναρωγούντων ημίν εις την κατ’ αρετήν του χρόνου περαίωσιν. Εν ταύτη γαρ μνήμην άγομεν της του Σωτήρος εν τη Συναγωγή αναγνώσεως, και της ιεράς Εικόνος της Θεομήτορος, και Ιησού του Ναυή, και των εν Εφέσω αναιμωτί Μαρτύρων επτά, και των Παρθένων Τεσσαράκοντα γυναικών· Καλλίστης τε και Ευόδου και Ερμογένους των εκ φύσεως και πίστεως αδελφών· αλλά και Συμεών ο κιονίτης δαδουχεί την πανήγυριν. Άπαντες ούτοι του χρόνου την αρχήν αγιάζουσιν. Ο μεν Σωτήρ ημών Ιησούς ευλογεί τον στέφανον του ενιαυτού· η δια της σεπτής Εικόνος Αυτής τιμωμένη πάναγνος Δέσποινα, μεσίτις προς Θεόν ημών γίνεται· ο του Ναυή Ιησούς, κατ΄ ίχνος ακολουθείν διδάσκει τω αληθινώ Ιησού, ει τα τείχη της αμαρτίας, ως αυτός τα Ιεριχούντεια, μετ’ επείξεως (ταχύτητος) καταβάλοιμεν· οι Επτά Παίδες, τον δι’ εβδομάδος αριθμούμενον χρόνον καθαγιάζουσι δεικνύντες της αναστάσεως το μυστήριον, ης αυτοί μακρόν υπνώσαντες χρόνον, ανέστησαν· ο πάμμεγας Συμεών, τον εαυτού στύλον υποδεικνύς, από των γηϊνων ημάς δι’ αρετής κελεύει κουφίζεσθαι και τα άνω φρονείν. Καλλίστην, Εύοδον και Ερμογένην ήκιστα διαιρήσωμεν· ου γαρ διείλεν αυτούς φύσις και γνώμη και σύμπνοια και ταυτό της αθλήσεως· και ούτοι δη κάλλιστα ημάς ευοδούσι, την προς Θεόν αρμονίαν θηρούντες, ου γένος εσμέν κατά τον ειπόντα σοφόν. Ήκουσας του Ευαγγελιστού Λουκά λέγοντος σήμερον, ως ήκε Χριστός κατά την ημέραν ταύτην εις την εαυτού πατρίδα Ναζαρέτ, και ανέγνω «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ»; Ελθέ και αυτός προς την σην πατρίδα την νοητήν Ναζαρέτ, όπερ καθαρότης ερμηνεύεται τη Ελλάδι φωνή· ελθέ προς την του βίου καθαρότητα· αύτη και πατρίς και κόσμος ως αληθώς της ψυχής. Αν εις ταύτην έλθης, Πνεύμα Κυρίου επί σε γενέσθω σοι του χρόνου αρχή, καθαρωτέρου βίου αρχή. Εδούλευες μέχρι νυν αμαρτία τινί; Τω του ενιαυτού τέλει λαβέτω και αύτη τέλος, αρχή σοι πολιτείας εναρέτου γενέσθω τα Ίνδικτα. Ζηλώσωμεν των Αγίων τας πράξεις, των τε άλλων και αυτού του θείου και ιερού Συμεών, ου τον βίον πάντες ακούοντες θαυμάζομεν. Αλλ’ ου χάριν του θαυμάζεσθαι μόνον οι βίοι των Αγίων εγράφησαν, αλλ’ ώστε θαυμάζοντας και μιμητάς αυτών γενέσθαι. Πως ουν ερεί τις δυνατόν εκείνον τον υπέρ φύσιν ασκήσαντα; Εγώ σοι δια βραχέων ενδείξομαι, την ιστορίαν πρότερον επιτροχάδην διαδραμών. Ούτος ο μέγας, εκ παίδων έτι ποιμήν προβάτων γενόμενος, ου τοις χοίροις συνδιαιτώμενος κατά τον άτακτον εκείνον νέον τον αποστάντα της πατρικής εστίας και συβώτην γενόμενον, ουδέ βουκολών ημιόνους κατά τον Ιδουμαίον εκείνον Δωήκ, ούτε μην πωλοδαμνείν παιδευόμενος, αλλ’ αγέλη προβάτων επιστατών, κατά Μωσέα και Ιακώβ και Δαβίδ και Αμμών, επειδή ποτέ της Εκκλησίας είσω εγένετο και των Ευαγγελικών ήκουσε φωνών, γέροντός τινος αυτώ παραινέσαντος, πάντων αλογήσας βιοτικών, αντί θρεμμάτων ηγεμονεύειν, λογική ποίμνη συναγελάζεται. Και πρότερον μεν σχοινίω τραχεί την οσφύν περισφίγγεται· είτα γνωσθείς, εις φρέαρ εαυτόν καθείς, υπόγειος γίνεται· κακείθεν ανελκυσθείς, τον κιονίτην βίον πρώτος πάντων εκλέγεται, ταις κατά μικρόν επιδόσεσιν επαύξων του στύλου την άνοδον, πρώτον μεν εις εξ πήχεις υψώσας αυτόν, είτα δε μεγαλύνας αυτόν άχρι πηχών τριάκοντα εξ. Ούτω μετέωρος αρθείς, και πολλών σημείων γενόμενος αυτουργός, δαίμονάς τε φυγαδεύσας και βαρβάρων ημερώσας ήθος ατίθασον, και πολλούς προς Θεόν επιστρέψας, προς τας αϊδίους μετέστη μονάς, της αυτού πολιτείας οία στήλην τον στύλον καταλιπών. Παιδεύει τοίνυν ημάς ο ιερός Συμεών τω καθ’ εαυτόν υποδείγματι, έως αν παίδες εσμέν και ατελείς την πνευματικήν ηλικίαν, μη καταμιγνύειν εαυτούς ανθρώποις χοιρώδεσιν, οι τω βορβόρω χαίρουσι της ακολασίας ή την αμαρτίαν καθάπερ τας αγόνους ημιόνους ποιμαίνουσιν· η γαρ κακία ουκ εκ Θεού τον πληθυσμόν έσχεν, ως ουδέ εξ αλλήλων εστίν η του γένους των ημιόνων διαδοχή, ουδέ συναναφύρεσθαι ημάς τοις θηλυμανέσιν ως ίπποις. Αλλά τούτων απάντων αποφοιτώντες, εν ομοφρονούσι τε και ομογνωμονούσι, τοις παρ’ ημών ποιμαινομένοις συζήσωμεν, πάντων των εν ημίν λογισμών, προβάτων δίκην τω βουλήματι του επιστατούντος λόγου ποιμαινομένων. Και ούτως εν πραότητι ζώσιν ημίν, επιλάμψει εν ταις ψυχαίς του Ευαγγελίου το κήρυγμα δια των προσηκόντων τη αρετή διδασκόμενον, και προς τον τελειότερον της αρετής βίον διεγείρον ημάς, ώστε μακράν γενέσθαι των κοσμικών παθών, και την στενήν και τεθλιμμένην βαδίζειν οδόν, περιεζωσμένους εν τω τραχεί και κατεσκληκότι βίω της εγκρατείας, τας εκ των νεφρών αλόγους πυρώσεις, τω σώφρονι λογισμώ, ως εν σχοινίω συσφίγγοντας. Όταν ουν τούτο κατορθωθείη ημίν, καν υπό πάντων γνωσθείημεν, καν ως ενάρετοι θαυμαζόμεθα, τω λάκκω της ταπεινώσεως εμβάλωμεν εαυτούς τον μέγαν τούτον μιμούμενοι. Φύγωμεν τοίνυν το κενόν τούτο και κούφον δοξάριον· «όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται» (Ματθ. κγ: 12), ως η θεία λέγει πυκτίς. Εκείνος ουκ αν εις τα του στύλου ήρθη μετέωρα, ει μη πρότερον εν τω ξηρώ λάκκω καθήκεν εαυτόν τω πολλής δυσωδίας ανάπλεω· και ημείς δε ουκ αν προς ύψος αρετής αναχθείημεν, ει μη την ταπείνωσιν ασπασώμεθα· ει δε και κρυπτόμενοι, την ταπεινοφροσύνην μη λάθοιμεν (αληθές γαρ, ως αρετή όσον κρύπτεσθαι σπουδάζει, κηρύττεται), και ανιμήσονται ημάς εκ του λάκκου, τουτέστι φανερώσουσιν ημάς οι την αρετήν θαυμάζοντες, επιπονώτερον ασπασώμεθα βίον, ταις κατά μικρόν προσθήκαις εις τον στύλον των αρετών αναγόμενοι· πρότερον μεν εν εξαπήχει της αναβάσεως φθάσαντες ύψει, τας εξ εντολάς δηλαδή ως κρηπίδα θέντες της αναβάσεως, δι’ ων κληρονομούσι την των ουρανών Βασιλείαν οι δίκαιοι· ο γαρ επί θρόνου δόξης κεκαθικώς Βασιλεύς, τοις εκ δεξιών αυτού, των τηρηθεισών αυτοίς εξ εντολών ως αμοιβήν την των ουρανών Βασιλείαν χαρίζεται. Όταν ουν σωματικώς θρέψωμεν δια των πενήτων τον Κύριον πεινώντα, και διψώντα ποτίσωμεν, και ξενοδοχήσωμεν, και ενδύσωμεν, και επισκεψώμεθα ασθενεία ή δεσμοίς συνεχόμενον, τότε τω εξαπήχει στύλω βεβήκαμεν. Ει δε καθάπερ μναν ή τάλαντον πολυπλασιάσοιμεν τας αρετάς δια της εργασίας πληθύνοντες, τότε ο των αρετών ημίν κύκλος αποτελείται, εις εαυτήν πολυπλασιασθείσης της εξάδος των εντολών, ως γενέσθαι τα εξ, τριάκοντα εξ· κακείσε γαρ οίμαι στήναι, ει και κατά την ιστορίαν ο του μεγάλου Συμεών στύλος τοσούτον ανύψωτο. Αλλ’ επειδή ο αριθμός ούτος και κύκλος εστί και τρίγωνος και τετράγωνος, το της αρετής του ανδρός εσήμανε τέλειον, όπως τε πάγιος ην προς την εις την Τριάδα ευσέβειαν, και όπως τω κύκλω των αρετών εστεφάνωτο. Αν ουν τοιαύταις χρησάμενοι αναβάσεσιν εις το ύψος τουτί δράμωμεν, και τους επιβούλους της ημών σωτηρίας φυγαδεύσωμεν δαίμονας, και ως βαρβάρους τα ενοχλούντα ημίν πάθη πραϋνωμεν, και σφίσιν (ημίν) αυτοίς και πολλοίς άλλοις πρόξενοι σωτηρίας εσόμεθα, και των ακηράτων και αιωνίων αγαθών απολαύσωμεν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: