«Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα…» ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ Η ΜΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑ

(Μία σύντομη ἀναφορά στήν εἰκόνα της)

Τοῦ κ. Π. Μ. Σωτήρχου

Ἔχω στό σπίτι μου τήν εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας Παναγιᾶς και τήν ἐπικαλοῦμαι καθημερινά, γιατί τήν νοιώθω σάν ἀληθινή μητέρα μου καί προστάτισσά μου, καί ἄς εἶμαι ἀνάξιος καί ἀχάριστος ἀπέναντί της. Θέλησα ὅμως νά μάθω τήν δική της ἱστορία, τήν ξεχωριστήν ἱστορία τῆς εἰκόνος καί ἔσκυψα πάνω στίς ζωντανές καί ἱστορικές παραδόσεις μέσα στά ὑπερχίλια χρόνια, πού εἶναι μαρτυρημένα καί δέν εἶναι θεωρίες καί ἰδέες και μυθοποιήσεις εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γεγονότα ὁλοζώντανα καί συνεχιζόμενα μέχρι σήμερα. Ὅπως ἔχει ἐρευνηθῆ καί γραφῆ ὑπάρχουν ἀμέτρητες θαυματουργικές εἰκόνες καί ὀνομασίες –ὑπολογίζονται πάνω ἀπό χίλιες πεντακόσιες– καί ὅλες συνδέονται μέ θαύματα και θαυμαστά γεγονότα καί ὄχι με λαϊκές καί φιλολογικές ἱστορίες. Ἔτσι λοιπόν ἐρεύνησα τίς παραδόσεις αὐτές, πού εἶναι ἱστορικά μαρτυρημένες, γιά την Παναγία τήν Πορταΐτισσα, την μαχαιρωμένη καί θαυματουργικήν εἰκόνα της καί βρῆκα τά ἀκόλουθα, πού θέλω νά τά ἱστορήσω, σάν ἔκφραση ἀγάπης και σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης, γιά τήν ἀδιάκοπη προστασία της, γιά νά τήν γνωρίσουν καλύτερα καί ἄλλες ψυχές καί να τήν ἐπικαλοῦνται καί νά λαμβάνουν τήν Χάρη της καί τήν ἀκαταμάχητη βοήθειά της.
Ἡ εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας Βρεφοκρατούσας, τῆς μαχαιρωμένης Παναγιᾶς, βρίσκεται στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἱ. Μονή τῶν Ἰβήρων, καί παρακαλῶ ἐκείνους, πού θα πᾶνε νά τήν προσκυνήσουν, ἄς ἀνάψουν ἕνα κεράκι γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, πού γράφει τοῦτες τίς γραμμές. Αὐτή λοιπόν ἡ πάνσεπτη εἰκόνα, πού θεωρεῖται ὡς ἔργον τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ἔχει ὕψος 137 ἑκατοστά, πλάτος 94 ἑκατοστά καί ζυγίζει, μαζί μέ τά ἀφιερώματα 96 κιλά. Προκαλεῖ δέος καί εὐλάβεια τό θεῖον πρόσωπόν της καί ἰδιαίτερα τό βλέμμα της, τό ἐπιβλητικό καί γεμάτο δύναμη, πέφτει στοργικά πάνω στους πιστούς καί τούς ἐλεεῖ, σάν ἀληθινή μάνα. Γιατί καί μετά τήν Κοίμησή της «τόν κόσμον οὐ κατέλιπε», ὅπως λέγει καί τό «Ἀπολυτίκιόν» της, κατά τήν ἑορτή της τήν 15ην Αὐγούστου, ὁπότε τιμᾶται καί ἡ Πορταΐτισσα Θεοτόκος. Αὐτήν τήν μεγαλόπρεπη εἰκόνα τήν εἶχε στό σπίτι της μιά εὐλαβική γυναῖκα, πού ἦταν χήρα καί ζοῦσε μέ τόν γιό της στήν Μικρασία, στήν ἐπαρχία τῆς Νίκαιας καί ἔκαιγε μπροστά της ἀκοίμητη καντίλα. Τό ἔτος 829, κατά τήν δεύτερη εἰκονομαχία, ὅταν στό Βυζάντιο γινόταν ἡ δαιμονοκίνητη αὐτή κατάργηση τῶν εἰκόνων, οἱ στρατιῶτες, κατά διαταγή τοῦ αὐτοκράτορος, ἐρευνοῦσαν ὅλα τά σπίτια καί μάζευαν τίς εἰκόνες γιά να τίς κάψουν. Ὅταν βρῆκαν την εἰκόνα αὐτή τῆς Παναγίας και ἦταν ἕτοιμοι νά τήν πάρουν, ἡ πιστή γυναῖκα ὑποσχέθηκε ὅτι θα δώση χρήματα στούς στρατιῶτες τήν ἄλλην ἡμέρα. Ἔτσι κράτησε γιά μιά μέρα τήν εἰκόνα, γιατί ἤθελε νά τήν διασώση. Τήν νύχτα γονάτισε μπροστά στήν εἰκόνα καί με δάκρυα παρεκάλεσε τήν Θεοτόκον, λέγοντας: –Μεγαλόχαρη Παναγία μου, ἐσύ ἔχεις τήν δύναμη καί ἐμᾶς νά σώσης ἀπό τήν ὀργή τοῦ εἰκονομάχου βασιλιᾶ καί τήν εἰκόνα σου να διασώσης. Δέν θά σέ παραδώσουμε στούς στρατιῶτες τοῦ βέβηλου βασιλιᾶ, ἀλλά θά ζητήσουμε την βοήθειά σου. Κάνε τό θαῦμα σου καί σῶσε τό παιδί μου καί μένα. Μάνα εἶσαι καί ἐσύ καί μέ καταλαβαίνεις… Ὕστερα στράφηκε στόν γιό της καί μέ δακρυσμένα μάτια τοῦ εἶπε: – Ἐγώ, παιδί μου, γιά τήν ἀγάπη τῆς Παναγίας εἶμαι ἕτοιμη καί την ζωή μου νά δώσω. Ἐσύ ὅμως να φύγης, νά πᾶς στήν Ἑλλάδα να σωθῆς! Ἔτσι, μάνα καί γιός, πῆραν την εἰκόνα καί τήν ἔρριξαν στήν θάλασσα, νά τήν προστατέψη ἡ Παναγία. Καί τότε ἔγινε τό πρῶτο θαῦμα. Ἡ εἰκόνα δέν ἔγειρε πάνω στό νερό, ἀλλά ἔμεινε ὄρθια και ἀλύγιστη πάνω στά κύματα, πού ἄρχισαν νά τήν ταξιδεύουν προς τήν Ἑλλάδα. Ἔκπληκτοι καί χαρούμενοι, μάνα καί γιός, γύρισαν στό σπίτι τους καί μέ ἕνα πλοῖο, πού θά σαλπάριζε γιά τήν Θεσσαλονίκη, ἔφυγε ὁ γιός τῆς εὐλαβικῆς γυναίκας καί σώθηκε. Ἀπό τήν Θεσσαλονίκην πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐμόνασε στήν περιοχή, ὅπου ἀργότερα χτίστηκε ἡ Ἱ. Μονή Ἰβήρων. Ἀπό τό δικό του στόμα ἔμαθαν καί οἱ ἄλλοι Μοναχοί τήν θαυμαστή διάσωση τῆς εἰκόνας. Πέρασαν ἀρκετά χρόνια καί ὁ Μοναχός ἀπό τήν Νίκαια ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὅμως ἡ παράδοση γιά τήν διάσωση τῆς Θεομητορικῆς Εἰκόνας. Κατά τό 1004, δηλαδή πάνω ἀπό 150 χρόνια, ἔγινε ἄλλο ἕνα θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἦταν βράδυ, μετά τό Ἀπόδειπνο, σέ μιά συντροφιά Μοναχῶν, πού συνομιλοῦσαν για τήν μέλλουσα ζωή, ὅταν εἶδαν ξαφνικά μέσα στήν θάλασσα μια πύρινη στήλη, πού ἄρχιζε ἀπό τά κύματα καί ἔφθανε ὡς τόν οὐρανό. Ἀπόρησαν γιά τό γεγονός, ἀλλά καί δέν μποροῦσαν νά τό ἐξηγήσουν. Καταλάβαιναν ὅτι πρόκειται γιά θεοσημία. Κάτι θά ἤθελε να τούς ἀποκαλύψη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τό ἀσυνήθιστο αὐτό φαινόμενο συνεχίστηκε γιά μέρες και νύχτες, ὥσπου οἱ Μοναχοί κατέβηκαν στήν θάλασσα γιά νά δοῦν ἀπό πιό κοντά τί συμβαίνει. Μπῆκαν σέ μιά βάρκα καί πλησίασαν ὅσον μποροῦσαν. Καί τότε εἶδαν στήν βάση τῆς πύρινης στήλης μιά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, πού ἔστεκε ὄρθια πάνω στά κύματα, χωρίς νά γέρνη ἤ να βουλιάζη. Τρόμαξαν καί κατανύχτηκαν πολύ καί θέλησαν νά πάρουν τήν εἰκόνα γιά τό Μοναστήρι τους. Προσπάθησαν νά πλησιάσουν, ἀλλά ὅσο ἡ βάρκα πλησίαζε, τόσον ἡ εἰκόνα ἔφευγε καί ἀπομακρύνονταν. Τότε ἐπέστρεψαν και εἶπαν τά γεγονότα στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε ὅλους τούς ἀσκητές καί ἄρχισαν νά παρακαλοῦν τόν Θεόν, νά τούς χαρίση αὐτήν τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου γιά νά τήν ἔχουν βοηθό καί προστάτη τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἔξω ἀπό τήν Ἱ. Μονή Ἰβήρων, σέ κοντινή ἀπόσταση, ἀσκήτευε αὐστηρά μέσα σέ μιά σπηλιά ἕνας Γέροντας, πού τόν ἔλεγαν Γαβριήλ. Προσευχόταν συνεχῶς με τήν «νοερά προσευχή» καί νήστευε ἀδιάκοπα, τρώγοντας μόνον τά χόρτα τοῦ βουνοῦ. Μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ξυπνοῦσε καί μέ τό «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κοιμόταν ἐλάχιστες ὧρες. Εἶχε ἀρνηθῆ τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ και ὅλοι τόν θεωροῦσαν ἅγιον. Γιά μια στιγμή, πού ἔγειρε νά ἀναπαύση λίγο τό κορμί του, μόλις ἔκλεισε τά μάτια του, εἶδε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μέ ὅλη της τήν λαμπρότητα, νά λέγη στόν ταπεινό ἀσκητή: – Πήγαινε στό Μοναστήρι και πές στόν ἡγούμενον ὅτι ἦρθα για νά τούς δώσω τήν εἰκόνα μου. Θα βαδίσης λίγο πάνω στά κύματα, για νά πιστέψουν στήν ἀγάπη καί την προστασία μου στό Μοναστήρι. Ὁ Γέροντας Γαβριήλ ἔτρεξε ἀμέσως στόν ἡγούμενο καί τοῦ εἶπε τό ὄνειρό του καί ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ Μοναχοί ἄρχισαν νά προσεύχονται καί μέ Θεομητερικούς ψαλμούς καί ὕμνους κατέβηκαν στήν θάλασσα, ὅπου ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἔστεκε ὄρθια πάνω στά κύματα. Ὁ Γέροντας Γαβριήλ ἔκανε τόν σταυρό του και σύμφωνα μέ τά λόγια τῆς Παναγίας περπάτησε πάνω στήν θάλασσα, ὡσάν νά περπατοῦσε στήν στεριά. Προχώρησε λίγα μέτρα καί τότε ἡ εἰκόνα κινήθηκε μόνη της καί βρέθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ ταπεινοῦ Γαβριήλ. Κατανυγμένοι καί ἔντρομοι οἱ Μοναχοί πῆραν τήν εἰκόνα μέ πολλή εὐλάβεια καί χαρά καί την μετέφεραν στό Μοναστήρι, ὅπου ἔκαναν ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, δεήσεις καί λειτουργίες τρία ἡμερόνυχτα, γιά νά εὐχαριστήσουν τον Θεόν καί τήν Παναγία, γιά την ὑπερθαύμαστη αὐτή δωρεά. Την ἔβαλαν τήν εἰκόνα μέ πολύ σεβασμό στό κέντρο τοῦ Ναοῦ καί ἔκαναν συνεχῶς δοξολογίες καί μετάνοιες εὐγνωμοσύνης. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἡ εἰκόνα ἐξαφανίστηκε. Την εἶδαν ὅμως νά στέκη ὄρθια πάνω ἀπό τήν πύλη τῆς Μονῆς. Τήν μετέφεραν καί πάλι εὐλαβικά στον Ναό, ἀλλά καί πάλι ἔφυγε ἀπό την θέσιν αὐτή καί πῆγε ξανά πάνω ἀπό τήν πόρτα τῆς Μονῆς. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε κάμποσες φορές, χωρίς νά ἀντιλαμβάνονται οἱ Μοναχοί γιά ποιόν λόγον γινότανε αὐτή ἡ μετακίνηση τῆς εἰκόνας. Τό μυστήριον αὐτό ξεδιάλυνε, ὅταν ἡ Παναγία παρουσιάστηκε ξανά στόν Γέροντα Γαβριήλ και τοῦ εἶπε: – Νά πῆς στόν ἡγούμενον, να σταματήσουν νά μέ πειράζουν. Δέν ἦρθα στό Μοναστήρι γιά να μέ φυλάγετε ἐσεῖς, ἀλλά ἦρθα γιά νά γίνω ἐγώ φύλακας και φρουρός δικός σας καί σέ αὐτήν καί στήν μέλλουσα ζωή. Καί ὅσοι θά ζήσουν μέ εὐλάβεια καί φόβον Θεοῦ καί δέν ἀμελοῦν την ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τελειώσουν τήν πρόσκαιρη ζωή τους σέ αὐτόν τόν τόπον, ἄς ἔχουν θάρρος καί νά μή φοβοῦνται τήν Κόλασιν, διότι αὐτήν τήν χάριν ἐζήτησα ἀπό τόν Θεόν καί Υἱόν μου καί τήν ἔλαβα. Ὡς ἐπιβέβαιωση τῶν λόγων μου, σᾶς δίνω αὐτό τό σημεῖον, ὅσον θά βλέπετε τήν εἰκόνα μου στό Μοναστήρι σας, δέν θά λείψη ἀπό τό Ὄρος τοῦτο ἡ χάρις καί το ἔλεος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ. Μόλις ἄκουσε τά λόγια αὐτά τῆς Παμμακάριστης Θεοτόκου ὁ θεοφόρος πατήρ Γαβριήλ ἔτρεξε βιαστικά στό Μοναστήρι καί τά εἶπε στόν ἡγούμενον. Ἐκεῖνος κατανυγμένος καί χαρούμενος συγκέντρωσε ὅλους τούς Μοναχούς, τούς ἀνεκοίνωσε τά εὐχάριστα νέα καί ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή να ἐργαστοῦν ὅλοι γιά νά χτισθῆ στήν ἀριστερή πλευρά στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς εἰδικό παρεκκλήσιο γιά τήν προστάτισσα καί φύλακα τῆς Μονῆς, ὅπου νά τοποθετήσουν τήν θαυματουργικήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, κατά τήν δική της ὑπόδειξη, καί ἀπό τότε ὀνομάστηκε ἡ εἰκόνα αὐτή Παναγία ἡ Πορταΐτισσα. Ἔτσι ἄρχισαν νά πηγαίνουν οἱ πιστοί καί νά προσκυνοῦν τήν ἱερή της εἰκόνα τόν Δεκαπενταύγουστο, πού γιορτάζετε ἡ ἐτήσια μνήμη τῆς Κοιμήσεώς της, ἀλλά καί ὅλες τίς ἄλλες ἡμέρες τοῦ χρόνου. Τήν Δευτέραν τῆς Διακαινησίμου μάλιστα γίνεται πανηγυρική λιτάνευση τῆς εἰκόνος, εἰς ἀνάμνηση τῆς εὑρέσεώς της, στό παραλιακό παρεκκλήσιο, στο σημεῖον ὅπου ἔβγαλε τήν εἰκόνα ἀπό τήν θάλασσα ὁ Μοναχός Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος ἁγίασε καί προστέθηκε στήν χορεία τῶν ῾Αγίων τοῦ Ἄθωνος. Τά θαύματα, πού ἔγιναν ἀπό τότε μέ τήν Χάριν τῆς Πορταΐτισσας Παναγίας εἶναι ἀμέτρητα καί πάντοτε βοηθεῖ ὅσους τήν ἐπικαλοῦνται μέ πίστη. Τά γεγόνοτα καί οἱ ἱστορικές πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι την πρωτότυπη εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας τήν ἐμαχαίρωσε ἕνας Ἄραβας καί φαίνεται ἡ μαχαιριά κάτω ἀπό τό δεξιό σαγόνι τῆς Παναγίας. Ἔτρεξε αἷμα καί μένει ἀποξηραμένο στήν εἰκόνα μέχρι σήμερα. Ὁ βέβηλος καί ἄπιστος Ἄραβας, πού λεγόταν Ραχάϊ, ἦταν ἀρχηγός ἑνός πειρατικοῦ στόλου, πού δυνάστευε τίς θάλασσες καί ἔκανε πειρατεῖες καί ληστεῖες. Ὅταν ὁ στόλος του πλησίασε στήν θάλασσα Ἰβήρων, ὁ ἀρχιπειρατής Ραχάϊ ἔστειλε μια ὁμάδα πειρατῶν νά κουρσέψουν τό Μοναστήρι. Αὐτοί ὅμως δεν μπόρεσαν νά πετύχουν τόν σκοπό τους καί γύρισαν ἄπρακτοι καί δικαιολογήθηκαν λέγοντας ὅτι τούς ἐμπόδισε μιά γυναίκα πολύ δυνατή. – Μιά γυναίκα; Δέν ντρεπόσαστε, βρέ; – Μά δέν μπορούσαμε νά την πλησιάσουμε. Ἔβγαζε ἀπό μέσα της μιά δύναμη ἀνίκητη γιά τά ντουφέκια καί τά σπαθιά τά δικά μας. Ἦταν σάν ἀόρατη φλόγα! – Αὐτά εἶναι παραμύθια. Ντροπή σας! Θύμωσε πολύ ὁ ἀρχιπειρατής. Τούς ἔβρισε καί τούς βλαστήμησε καί πῆγε ὁ ἴδιος, μέ τά πρωτοπαλλήκαρά του, νά κουρσέψη τό Μοναστήρι. Ὅταν πέρασε ὅμως την πύλη καί εἶδε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας, πού οἱ ἄλλοι τήν ἔβλεπαν ἔντρομοι, ἐκεῖνος τράβηξε τό σπαθί του και τό κάρφωσε στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἀμέσως πετάχτηκαν ἄφθονα αἵματα, πού τόν περιέλουσαν και τόν ἴδιο. Μόλις εἶδε τά αἵματα και τό φρικτό αὐτό θαῦμα συγκλονίστηκε, τά ἔχασε καί ἄρχισε νά τρέμη ὁλόκληρος, σάν μικρό παιδί. Και ὅπως λένε οἱ γραπτές μαρτυρίες: – «Μετανοῶν γιά τήν ἀσέβειάν του ἐζήτει συγχώρησιν. Ἐπί τοσοῦτον ἦλθεν εἰς ἐπίγνωσιν και μετάνοιαν, ὥστε ἐβαπτίσθη Χριστιανός καί πάραυτα Μοναχός και κλαίων ἐξομολογεῖτο τό ἁμάρτημά του». Τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς του ἔμεινε μπροστά στήν ἁγία εἰκόνα, πού εἶχε μαχαιρώσει και προσέφερε τίς ὑπηρεσίες του στόν ναόν τῆς Πορταΐτισσας. Και παρακαλοῦσε τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς, νά μή τόν φωνάζουν μέ το ἀσκητικόν του ὄνομα, πού ἦταν Δαμασκηνός, ἀλλά νά τόν λένε «Βάρβαρον» καί ἄξεστον καί βάναυσον. Ὁ ἀρχιπειρατής Ραχάϊ, πού ἔγινε Χριστιανός καί ἐπρόκοψε πνευματικά ὡς Μοναχός Δαμασκηνός, μέ τήν πίστη καί τήν ταπείνωση, ὥστε ἔφθασε ὡς τήν ἁγιότητα, ὅπως ἀπεδείχθη μετά τον θάνατόν του καί κατέπληξε τούς πάντες. Τό λείψανό του βρέθηκε ἄθικτο καί μυροβολοῦσε. Τό ἁγιασμένο σῶμα του τό ἔκλεψαν ἀργότερα οἱ Λατῖνοι, μαζί μέ ἄλλα χίλια ἱερά λείψανα, πού φυλάγονταν στό Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων. Ἔτσι ὁ Ἅγιος αὐτός Δαμασκηνός μπῆκε στό Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας με τό ὄνομα Ἅγιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλήτης καί ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται στίς 15 Μαΐου.

Ἄλλα θαύματα  τῆς Πορταΐτισσας Παναγιᾶς

Ὁ πεινασμένος ἐργάτης:
Ἕνας φτωχός ἐργάτης, πού δούλευε στα Μοναστήρια τοῦ ῾Αγίου Ὄρους και ὁδοιποροῦσε πρός τίς Καρυές, κουρασμένος καί πεινασμένος ἀπό τήν πολύωρη πεζοπορεία του, ἔφτασε μεσημέρι στήν πύλη τῆς Μονῆς Ἰβήρων καί ζήτησε λίγο ψωμί ἀπό τόν πορτάρη, γιατί βιαζόταν νά συνεχίση τήν πορεία του. Ὁ πορτάρης ὅμως, γιά ἄγνωστον λόγον, δέν τοῦ ἔδωσε ψωμί καί ὁ φτωχός ἐργάτης ἀπόρησε καί ἀναστέναξε καί ἔφυγε νηστικός. Ἀνεβαίνοντας πρός τίς Καρυές κάθησε κάτω ἀπό ἕνα δέντρο καί ξάπλωσε γιά νά ξεκουραστῆ λίγο. Ἔκλεισε τά μάτια του καί σέ λίγα λέπτα νόμισε πώς ἄκουσε βήματα. Κάποιος πλησίαζε. Σήκωσε τό κεφάλι του καί βλέπει νά πλησιάζη μιά γυναίκα, πού κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της ἕνα βρέφος. Καί μέ καλοσυνάτη καί γλυκιά φωνή τόν ρώτησε: «Τί ἔχεις καί εἶσαι ξαπλωμένος; Μήπως εἶσαι ἄρρωστος;». Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Δέν εἶμαι ἄρρωστος. Εἶμαι πεινασμένος. Πεινῶ πολύ. Πῆγα στόν θυρωρό τῆς Μονῆς Ἰβήρων, ἀλλά δέν μοῦ ἔδωσε ψωμί, πού τοῦ ζήτησα». Τότε ἡ ἄγνωστη γυναίκα μέ τό παιδί στήν ἀγκαλιά τοῦ εἶπε μέ σοβαρή φωνή: –«Ἄκουσε, παιδί μου. Νά μή παραπονιέσαι γιά τόν θυρωρό. Θυρωρός τοῦ Μοναστηριοῦ εἶμαι ἐγώ. Νά γυρίσης ἀμέσως στό Μοναστήρι καί νά ζητήσης ψωμί ἐκ μέρους μου. Καί ἄν δέν σοῦ δώσουν νά τό πληρώσης μέ αὐτό το νόμισμα .Θά σέ περιμένω ἐδῶ». Καί ἡ Παναγία τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσό φλουρί. Ἐκεῖνος δέν καταλάβαινε ὅσα ἔβλεπε καί ἄκουγε και δέν ἀντιλήφθηκε ὅτι τοῦ μιλοῦσε ἡ Θεοτόκος. Πῆρε τό χρυσό φλουρί καί πῆγε στό Μοναστήρι. Μίλησε μέ τόν πορτάρη καί τοῦ διηγήθηκε τήν συνάντησή του μέ τήν ἄγνωστη γυναίκα. Ὅταν ὁ πορτάρης ἄκουσε γιά τήν ἄγνωστη γυναίκα καί εἶδε καί τό χρυσό φλουρί, πού ἦταν ἀπό τά ἀφιερώματα τῆς ἁγίας εἰκόνος, κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιά θαῦμα καί ἄρχισε νά χτυπᾶ δυνατά τήν καμπάνα. Ἀμέσως μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ Μοναχοί καί ἄκουσαν μέ θαυμασμό τό γεγονός, πού ἦταν ἕνα πρωτάκουστο θαῦμα, διότι ἡ Πορταΐτισσα Παναγιά ἤθελε νά τούς διδάξη μέ ἔργα τήν ἀξία τῆς φιλοξενίας, πού θέλει ἀπό τούς πιστούς ὁ Θεός. Οἱ Μοναχοί ἔβαλαν στήν θέση του τό χρυσό φλουρί καί μέ ψαλμούς καί ὕμνους πῆγαν, μαζί μέ τόν φτωχό ἐργάτη, στόν τόπον, πού ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία, εἴκοσι λεπτά δρόμος ἀπό τό Μοναστήρι, ἀλλά δέν βρῆκαν ἐκεῖ κανέναν. Ἔστησαν εὐλαβικά ἕνα προσκυνητάρι εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος. Τό 1960 ὁ ἱερομόναχος Μάξιμος Πνευματικός Ἰβηρίτης ἔχτισε ἕνα ναΐδριον γιά να θυμίζη αὐτό τό θαῦμα τῆς Πορταΐτισσας Θεοτόκου.

Θεράπευσε μιά πιστή πριγκίπισσα:
Γύρω στό 1650 ἡ κόρη τοῦ Τσάρου τῆς Ρωσίας, πού τόν ἔλεγαν Ἀλέξιον Μιχαήλοβιτς, ἀσθένησε ἀπό μιά βαριά ἀρρώστια, με ἀποτέλεσμα νά παραλύσουν καί τά δύο της πόδια. Ὁ Τσάρος κάλεσε τούς πιό μεγάλους γιατρούς τοῦ κόσμου, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν μπόρεσαν νά κάνουν τίποτε, γιατί ἡ ἀρρώστια αὐτή ἦταν ἀνίατη. Ἔτσι ἡ πιστή πριγκίπισσα, κατάκοιτη στο κρεββάτι, στήριζε ὅλες τίς ἐλπίδες της στήν Παναγία καί τήν παρακαλοῦσε συνεχῶς νά τήν θεραπεύση, γιά νά μπορέση νά ξαναπερπατήση. Μιά νύχτα εἶδε στόν ὕπνο της τήν Παναγία νά τῆς λέγει: –Νά πῆς στόν πατέρα σου, να σοῦ φέρη ἀπό τήν Μονήν Ἰβήρων τήν εἰκόνα μου, τήν Πορταΐτισσα. Ἡ πιστή πριγκίπισσα διηγήθηκε τό ὄνειρο στόν πατέρα της και ἐκεῖνος ἔγραψε ἀμέσως στον Οἰκουμενικόν Πατριάρχη, πού τον ἔλεγαν Ἰαννίκιο, νά μεσολαβήση γιά τήν ἀποστολή τῆς θαυματουργικῆς εἰκόνος. Καί ὁ Πατριάρχης ἔστειλε σχετικήν ἐπιστολήν στο Μοναστήρι, ὥστε νά στείλουν το ταχύτερον τήν εἰκόνα στόν Τσάρο τῆς Ρωσίας. Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς φοβήθηκαν μήπως ὁ Τσάρος κατακρατήση τήν εἰκόνα και ἑτοίμασαν ἕνα πιστόν ἀντίγραφόν της, πού τό ἐφιλοτέχνησε μέ πολλήν εὐλάβεια ὁ ἁγιογράφος ἱερομόναχος Ἰάμβλιχος. Τό ἀντίγραφον αὐτό τό μετέφεραν στήν Μόσχα, μέ τήν συνοδεία Μοναχῶν τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ, στήν ρωσική πρωτεύουσα, ἔγινε μεγάλη καί ἐπίσημη ὑποδοχή ἀπό τόν Ρῶσον Πατριάρχην Νίκωνα καί τήν ἀκολουθία του, ἀπό τό αὐτοκρατορικόν ζεῦγος καί ὅλον τόν λαόν τῆς Μόσχας. Ἡ ἄρρωστη καί κατάκοιτη πριγκίπισσα, ὅταν ἔμαθε ὅτι πῆγαν ὅλοι νά ὑποδεχθοῦν τήν θαυματουργικήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς τῆς Πορταΐτισσας, χωρίς να σκεφτῆ τίποτε ἄλλο, ἀναφώνησε: –Ἡ Παναγία ἔρχεται σέ μένα ἀπό τόσον μακρυά καί ὅλος ὁ κόσμος πῆγε νά τήν προϋπαντήση καί ἐγώ κάθομαι στό κρεββάτι μου; Ἀμέσως ἀναπήδησε ἀπό το κρεββάτι της, στάθηκε στά πόδια της, πού ἦταν παράλυτα, ντύθηκε γρήγορα, χωρίς νά σκεφθῆ ὅτι ἦταν ἄρρωστη καί ἔτρεξε νά ὑποδεχθῆ τήν εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας Θεοτόκου. Τό θαῦμα εἶχε γίνει ἀπό τήν πρώτη στιγμή, πού ἔφθασε ἡ θαυματουργή εἰκόνα στήν Μόσχα. Σήμερα ὑπάρχει πιστόν ἀντίγραφον τῆς πρωτότυπης εἰκόνας στό παρεκκλήσιον τῆς Πορταΐτισσας, πού βρίσκεται κοντά στήν Κόκκινη Πλατεῖα τῆς Μόσχας. Γι᾽ αὐτό καί ἀποτελεῖ κοινή πίστη ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ὅτι «τήν χάριν τῶν ἱαμάτων» δέν την ἔχει μόνον ἡ πρωτότυπη βυζαντινή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας, ἀλλά καί τά πολλά ἀντίγραφά της, διότι δέν ἐνεργεῖ τά θαύματα ἡ ὕλη τῆς εἰκόνος, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ εἰκονιζόμενου προσώπου τῆς Μεγαλόχαρης Θεοτόκου, ὅπως καί ἄν εἶναι κατασκευασμένη, εἴτε σέ χαρακτές πλάκες, εἴτε σέ ξύλο, εἴτε σέ χαρτί. Γι᾽ αὐτό και ἐπί χίλια καί πλέον χρόνια, ὅταν ἡ εἰκόνα πρωτοβγῆκε στήν Ἱ. Μονή Ἰβήρων, τά θαύματά της εἶναι ἀμέτρητα καί στό παρελθόν καί σήμερα, ὅταν ὑπάρχη στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ζωντανή πίστη.

Τό «Ἀπολυτίκιον» τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας
(Ἦχος Α´–Προσόμοιον «Τῆς ἐρήμου πολίτης»)

«Τήν σεπτήν σου εἰκόνα Πορταΐτισσα Δέσποινα, ἡ διά θαλάσσης ἐπέστη, θαυμαστῶς ἐν τῇ ποίμνῃ σου, τιμῶμεν ὡς ἁγίασμα σεπτόν, καί σκήνωμα τῆς δόξης σου πιστῶς. Ἐξ αὐτῆς γάρ ἀναβλύζεις τάς δωρεάς, τοῖς πόθῳ ἐκβοῶσι σοι, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ προμηθείᾳ σου, δόξα τῇ πρός ἡμᾶς σου πλουσία χρηστότητι».

Ὑπάρχουν, ὡς προαναφέραμε, πολλές θαυματουργές εἰκόνες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου σέ διάφορες ἐκκλησίες καί Μοναστήρια, ὅπως εἶναι οἱ περίφημες εἰκόνες τῆς Μεγαλόχαρης στήν Τῆνο, στήν Μονή Σουμελᾶ, τό «Ἄξιον ἐστιν» στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Πάρο, στήν Λέσβο καί ἀλλοῦ καί ἀπό τίς ὁποῖες πλούσια διαχέεται στον πιστόν λαόν ἡ Χάρις της. Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας, πού εἶναι ἐξέχουσα μεταξύ τῶν Θεομητερικῶν εἰκόνων τοῦ Ἄθωνος, ἡ ὁποία φυλαγόταν στήν Μικρασιατική Νίκαια, συμβολίζει και ἐκφράζει, ἐκτός τῶν ἄλλων, την δεινή περιπέτεια τῆς δαιμονικῆς εἰκονομαχίας στό Βυζάντιον, ἀλλά καί τήν τραγική ἱστορία τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ξερριζώθηκε ἀπό τά ἐδάφη του και ἦρθε κατατρεγμένος στήν Ἑλλάδα. Γι᾽ αὐτό καί τιμᾶται καί ἀγαπιέται τόσον πολύ ἀπό ὅλον τόν προσφυγικόν κόσμον, ἀλλά καί ὅλον τόν Ἑλληνισμόν, πού τήν ἔχει πάντοτε προστάτην καί βοηθόν και σκέπην καί κραταίωμα καί ἐπικαλεῖται τήν Χάριν της σέ κάθε περίστασιν καί τήν λαμβάνει πλουσίαν καί ἀποτελεσματικήν. Ἡ Παναγία Θεοτόκος εἶναι βεβαίως μία καί μοναδική καί ἡ δύναμή της ἀκαταμάχητη καί πάντοτε προστάτευε καί συνεχίζει νά προστατεύη τό Γένος τῶν Ὀρθοδόξων, πού τήν αἰσθάνεται συνεχῶς κοντά του. Καί γι᾽ αὐτό εἶναι, αἰῶνες τώρα, ἀπό τό μέγα θαῦμα της τό 626, πού μᾶς ἔσωσε ἀπό τούς βαρβάρους, οἱ ὁποῖοι πολιορκοῦσαν τήν Βασιλεύουσαν Πόλιν, τήν Κωνσταντινούπολιν, ὡς ἐθνικόν της ὕμνον καί παιᾶνα νίκης, το «Κοντάκιόν» της 
«Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ» (Ἦχος Πλάγιος τοῦ Δ´):

«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, Ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε». 

«Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον», φωνάζει συνεχῶς το Ὀρθόδοξον Γένος μας καί μαζί ὁ κάθε πιστός Χριστιανός «πρός την Θεοτόκον καί Μητέρα τοῦ Φωτός». Γι᾽ αὐτό κι ἐμεῖς θά κλείσουμε την σύντομη αὐτή ἀναφορά μας στην θαυματουργή εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας μέ τήν ὁλόψυχη ἐπίκληση: – Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἡ Πορταΐτισσα, σῶσε τό Γένος μας καί ἀπό τούς σύγχρονους βαρβάρους, πού πολεμοῦν τήν Πίστη μας καί ἐλέησον καί μένα τόν ἀνάξιον…

Δεν υπάρχουν σχόλια: