Ἡ ἄρνησις τοῦ βουλευτικοῦ Ὅρκου -- Τοῦ πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


Προηγούμενα καὶ παρεπόμενα

 (1ον)
Στην ἀναζήτηση μιᾶς κατάλληλης ἐναρκτήριας φράσης γιὰ τὸ κείμενό μου αὐτὸ μεγάλη βοήθεια μοῦ προσέφερε ὁ πάντα εὔστοχος σχολιαστὴς τῆς ἐφημερίδος «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», ποὺ ὑπογράφει τὰ ὀρθὰ καὶ εὐφυέστατα σχόλιά του ὡς «Χ». Στὸ φύλλο τῆς «Κυριακάτικης Δημοκρατίας» (1ηΦεβρουαρίου2015), ἀναφερόμενος στὴν πρόσφατη ὁρκωμοσία τῆς νέας μας Κυβέρνησης, σημειώνει: «Μὴ μὲ παρεξηγήσετε, ἀλλὰ καθόλου δὲν μὲ«χάλασε» ποὺ κάποιοι δὲν ὁρκίσθηκαν στὸ Εὐαγγέλιο. Εἴδαμε καὶ αὐτούς, ποὺ ἔκαναν τοὺς μεγάλους σταυροὺς καὶ παρίσταναν τοὺς εὐσεβεῖς, πόσο πολὺ κορόϊδευσαν τὸν ἑλληνικὸ λαό. Πόσο πολὺ τὸν ταλαιπώρησαν, πόσο πολὺ τὸν τσαλάκωσαν». Συγχαίρω τὸν ἄγνωστό μου «Χ», ποὺ μολονότι ἀνήκει σὲ ἕνα συγκεκριμένο πολιτικὸ χῶρο, κατορθώνει νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ θέμα μὲ τόση ἀντικειμενικότητα, ἀγγίζοντας τὴν οὐσία (καὶ) τοῦ βουλευτικοῦ ὅρκου, ἀλλὰ καὶ τὴ σκοπιμότητά του. Ἀπὸ κάποιους στὸν Τόπο μας γίνεται μόνιμα χρήση τῶν ἱερῶν πραγμάτων μὲ τὴ συνείδηση, ὅτι αὐτὰ ὑπάρχουν ὄχι γιὰ νὰ τὰ σεβόμεθα, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ παραβαίνουμε καὶ, τελικά, νὰ τὰ χλευάζουμε.
Α´ Ἡ ὁρκωμοσία ὄχι μόνο στὴ Βουλή, ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὅλο τὸ φάσμα τοῦ δημοσίου βίου (Δικαστήρια, Δημόσιες Ὑπηρεσίες κλπ.) εἶναι ἕνα θέμα πολύπλοκο, μὲ ὑπόστρωμα πνευματικὸ - θεολογικὸ καὶ νομικό. Σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ κειμένου δὲν εἶναι μιά, θετική ἢ ἀρνητικὴ, τοποθέτηση ἔναντι τοῦ ὅρκου, καὶ μάλιστα τοῦ βουλευτικοῦ, ἀλλὰ ἡ σύντομη ἐπισκόπηση τῆς διαχρονικῆς στάση τοῦ πολιτικοῦ μας κόσμου ἀπέναντί του. Τὸ θέμα πραγματευέται διεξοδικῶς καὶ ἐπιτυχῶς ὁ ἀγαπητὸς συμπρεσβύτερος ἀρχιμ. Κύριλλος Κωστόπουλος, δρ. Θεολογίας, στὴ μελέτη του μὲ τὸν τίτλο: «Ὁ ὅρκος κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας καὶ τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση», Ἀθήνα 2012, σελ. 130. Τὸ συμπέρασμα τοῦ συγγραφέως εἶναι ὅτι «ὁ ὅρκος εἶναι παράνομος, ἀντίθετος πρὸς τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν ἠθικὴ γενικώτερα» (σελ. 110). Στὴν ἴδια κατεύθυνση κινεῖται καὶ ὁ μεγάλος ἱεροκήρυκας καὶ σοφὸς ἐπιστήμονας τοῦ 18ου αἰῶνος, Νικηφόρος Θεοτόκης, ἀρχιεπίσκοπος Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, ἀλλὰ καὶ Διδάσκαλος τοῦ Γένους (1731 - 1800), ὁ ὁποῖος στὸν Β´ Τόμο τοῦ Κυριακοδρομίου του, «Εἰς τὰς πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ τὰς Ἐπιστολάς τοῦ Ἀπ. Παύλου» (ἐν Ἀθήναις 1854) ἔχει καταχωρίσει ὁμιλία του (σελ. 260 - 267) μὲ θέμα τὸν ὅρκο, ποὺ καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Ἀξιομακάριστοι μὲν εἰσιν ὅσοι οὐδέποτε ὀμνύουσι τοῦ Θεοῦ τὸ ὄνομα, οὐδὲ ἄλλον τινὰ ὅρκον. Συγγνωστοί δὲ ὅσοι, ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσόμενοι, ὀμνύουσι, πλὴν μετὰ ἀληθείας ἐν κρίσει καὶ δικαιοσύνῃ, ἀπαράβατον δὲ φυλάττουσι τὸν ὅρκον...» (σελ. 265/6). Τὸν 19ον αἰώνα ἡ περὶ τοῦ ὅρκου συζήτηση ἔφθασε σὲ μεγάλη ὀξύτητα, διότι συνεκρούσθησαν οἱ κορυφαῖοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου ἀντίπαλοι, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων (1780 - 1857) καὶ Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784 - 1860). Ἡ ἀντίθεσή τους στὸ σχετικὸ ζήτημα ἐξεδηλώθη τὸ 1844. Ὁ Οἰκονόμος κλήθηκε νὰ καταθέσει ὡς μάρτυρας ἐνόρκως στὸ δικαστήριο, ἀρνήθηκε ὅμως νὰ ὁρκισθεῖ, ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐπιτρέπει τὸν ὅρκο καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν ἦταν διατεθειμένος «νὰ ὀμόσῃ εἰς τὰ θεῖα». Γι᾽ αὐτὸ ἀξίωσε νὰ διαβεβαιώσει τὴν ἀλήθεια «ἐπὶ τῇ ἱερωσύνῃ του». Τὸ Δικαστήριο δέχθηκε τὴν ἀπόψή του καὶ δὲν τὸν ὑποχρέωσε νὰ ὁρκισθεῖ. Ὁ Φαρμακίδης, διαφωνώντας ριζικὰ μὲ τὴν ἄποψη τοῦ ἀντιπάλου του, ἄρχισε τὴν δημοσίευση ἄρθρων στὴν ἐφημερίδα «Ἀθηνᾶ», τὰ ὁποῖα συγκέντρωσε ἀργότερα (1849) σὲ ἕνα βιβλίο μὲ τὸν τίτλο: «Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων ἢ Περὶ Ὅρκου». Κατὰ τὸν Θεόκλητο Φαρμακίδη ὁ ὅρκος «οὐ μόνον οὐκ ἀπαγορεύεται παρὰ τοῖς λαϊκοῖς καὶ τοῖς ἱερωμένοις, ἀλλὰ καὶ ὡς καθῆκόν τι καὶ ἀρετὴ ἀξιέπαινος ἐπιτάσσεται τοῖς χριστιανοῖς οὐ μόνον ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ ὑπ᾽ αὐτῶν τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ Εὐαγγελίου». Ἡ ἀπάντησις τοῦ Κ. Οἰκονόμου ἐδόθη διά χειρὸς τοῦ μαθητοῦ του καὶ καθηγητοῦ τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς Κωσταντίνου Εὐθυβούλου: «Ὁ Ὁρκιστής Φαρμακίδης. Ἀνασκευὴ τῶν παρ᾽ αὐτοῦ περὶ Ὅρκου προεκδεδομένων, Ἐν Κωνσταντινουπόλει 1851». Ὁ Εὐθυβούλης θεωρεῖ σκάνδαλον τὴν ὁρκωμοσία «διά τῆς τῶν ἀχράντων Εὐαγγελίων χειραψίας» (σελ. ε´). Αὐτό, δηλαδή, ποὺ κυρίως καταδικάζεται, εἶναι ἡ πράξη τοῦ «παλαμίσματος» («παλάμισμα - παλαμίζω») τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος (Κεφαλᾶς) ἔγραψε «Περὶ Ὅρκου, ψευδορκίας καὶ ἐπιορκίας» στὴν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ» (Ἅπαντα, τόμ. Δ, ἐπιμ. Κωνστ. Ἰω. Κορναράκη, Ἀθῆναι 2010, σελ 288 ἑπ.) τὰ ἀκόλουθα: «...Ὁ ὅρκος δὲν ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς, ὁ δὲ χριστιανός, ὑποβαλλόμενος εἰς τὸν ὅρκον, ὑπὸ τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν καὶ δεχόμενος αὐτὸν πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῆς ἀληθείας καὶ τῆς δικαιοσύνης δὲν ἁμαρτάνει... Διά τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ ὅρκου δὲν ἐπεζητήθη ἡ ἀπαγόρευσις τῆς προφορᾶς τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ ἰουδαϊκὸν πνεῦμα (πρβλ. Ἐξ. 20,7) ἀλλὰ ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸ θεῖον ὄνομα καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἠθικοποίησις, ἡ δὲ εὐλάβεια καὶ ἡ ἠθικοποίησις οὐδόλως προσβάλλονται ἐκ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ὅρκου τοῦ ἐπιβαλλομένου ὑπὸ τῶν Ἀρχῶν» (σελ. 290). Πλήρης ἡ συμφωνία δηλαδὴ μὲ ὅσα ὑπεστήριξε παραπάνω ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης. Μὲ τὸ ζήτημα τοῦ ὅρκου, γιὰ νὰ μείνουμε σὲ χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις, ἀσχολήθηκε καὶ ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης, π. Αὐγουστῖνος (Καντιώτης), σὲ δύο συνεχῆ φύλλα τῆς «ΣΠΙΘΑΣ» (ἀρ. 486 καὶ 487/ 1992), ἀπορρίπτοντας κατηγορηματικὰ κάθε μορφὴ ὅρκου. Εἶναι γνωστό, ἄλλωστε, καὶ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου «Μὴ ὁρκίζεσαι» (1993). Ὁ ἀγαπητὸς συνάδελφος π. Βασίλειος Βολουδάκης σὲ ἄρθρο του στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» (22.2.2013) ὑποστηρίζει, ὅτι «ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο», προσθέτοντας ὅτι ὁ ὅρκος «ἐνώπιον τῶν Δημοσίων Ἀρχῶν ἐπέχει θέση ὁμολογίας πίστεως». Στὴν κατάργηση τοῦ ὅρκου συγκλίνουν ἐξ ἄλλου, Ἱεράρχες μας μὲ ἀπόψεις, ποὺ δημοσιεύθηκαν στὴν ἐφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (Κυριακή, 4 Ἰανουαρίου 2009) ἀπὸ τὸν δημοσιογράφο κ. Νίκο Παπαχρήστου, μὲ τίτλο: «ΟΧΙ στὸν ὅρκο λένε καί οἱ Μητροπολίτες». Ἐνδιαφέρον ἔχει ἐπίσης καὶ τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ὅρκο τῆς ἐφημερίδος «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» στὸ φύλλο τῆς 29ης Ἰανουαρίου 2015. Πρόσφατα ἀνεκινήθη τὸ θέμα μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁρκωμοσία τῆς Νέας Κυβερνήσεως, οἱ διατυπωθεῖσες δὲ ἀπόψεις - καὶ ἐκκλησιαστικῶν προσώπων - συγκλίνουν στὴν κατάργηση τοῦ ὅρκου. Τὴν ἐγκριτότερη, πιστεύω, τοποθέτηση στὸ ζήτημα τοῦ ὅρκου ἔχει καταγράψει ὁ διακεκριμένος Καθηγητὴς τῆς Χριστιανικῆς Κοινωνιολογίας καὶ Ἠθικῆς, κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Ὁ ὅρκος - γράφει - προ- ϋποθέτει τὴ θρησκευτικὴ πίστη, γι᾽ αὐτὸ στὸν ἄθρησκο δὲν ἔχει νόημα... Ἡ ἀπαγόρευσή του ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἐντάσσεται στὸ γενικώτερο πνεῦμα καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν ὡς πολιτῶν τῆς καινῆς κτίσεως... Ἡ χρήση τοῦ ὅρκου στὴν καθημερινὴ ζωή ἀποτελεῖ καταστρατήγηση τῆς ρητῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ «μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. 5, 34). Ἐξ ἄλλου, ὁ κ. Μαντζαρίδης θεωρεῖ ἀπαράδεκτη «τὴν καταπίεση τῆς συνειδήσεως τῶν Χριστιανῶν μὲ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ ὅρκου, ὅταν αὐτοὶ δηλώνουν ἀπερίφραστα ὅτι δὲν θέλουν νὰ ὁρκισθοῦν» (βλ. Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθική, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 409 ἑπ.). Τὸ καταστάλαγμα αὐτὸ τῆς ἔρευνας τοῦ ἐκλεκτοῦ Συναδέλφου ἀποτελεῖ τὴν καταλληλότερη γέφυρα μετάβασης στὸ Β´ Μέρος τοῦ μελετήματός μας, σχετιζόμενο εἰδικὰ μὲ τὸν διδόμενο ὅρκο στὸ Κοινοβούλιό μας μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.

(2ον)
ΤΟ ΘΕΜΑ τοῦ Ὅρκου ἐμφανίσθηκε, μὲ ὀξύτητα μάλιστα, στὸν πολιτικὸ καὶ κοινοβουλευτικὸ βίο τῆς Ἑλλάδος ἤδη ἐπὶ Καποδίστρια (1828-1831). Εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ Ἰ. Καποδίστριας (1776-1831), ὁ μόνος ἐξ ὁλοκλήρου ὀρθόδοξος πολιτικὸς τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, ὁρκίσθηκε κατὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του. Μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ ἀνεβίωσε καὶ στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος ἡ παράδοση τῶν «Βυζαντινῶν» αὐτοκρατόρων. Ἕνα Ἔθνος, ποὺ ζοῦσε ἀκόμη στὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή του, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐνοχληθεῖ ἀπὸ τὴν ὁρκωμοσία τοῦ Ἡγέτη του. Ἐν τούτοις ὁ «Ὅρκος ἀπὸ κάποια συγκεκριμένη ἀφορμή, ἔγινε ζήτημα στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία τὸ 1829. (Βλ. Τ. Ἀθαν. Γριτσοπούλου». ΠΕΡΙ ΟΡΚΟΥ, θέσες τοῦ ζητήματος κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Καποδίστρια καὶ Γνωμάτευσις Ἰωάννου Γενατᾶ, Ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης», στὸ ΑΡΧΕΙΟΝ Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, τόμ. Ζ´ (1962) σελ. 116- 142). Ὁ ἀπὸ Χριστιανουπόλεως ἐπίσκοπος Τριφυλίας Παΐσιος καὶ τοποτηρητὴς Μεσσηνίας, ἔλαβε ἀναφορὰ δύο κληρικῶν του, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐζητήθη ὅρκος στὰ πολιτικὰ δικαστήρια στὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Πρόεδρος τοὺς «ἐβίασε», μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὁ ὅρκος εἶναι «νόμος τοῦ Κράτους», συνεπῶς ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Ἐπαναστάσεως. Ὁ Παΐσιος «κατέστησεν ἀργούς» τοὺς δύο Κληρικούς, ζητώντας ταυτόχρονα ὁδηγίες ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν. Σὲ γράμμα του πρὸς τοὺς Ἱερεῖς ὁ Παΐσιος τοὺς ψέγει, διότι δὲν ἔμειναν πιστοὶ στὸν Κύριο καὶ στὴν ἐντολή Του «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ἀλλ᾽ ὑπήκουσαν «εἰς τοὺς ἀνθρώπους μᾶλλον καὶ ὄχι εἰς τὸν Ὕψιστον Θεόν, τοῦ Ὁποίου εἶναι (οἱ Ἱερεῖς) ὑπηρέται». Ἡ ὑπόθεση ἔλαβε διαστάσεις καὶ ἀπασχόλησε τὰ συναρμόδια Ὑπουργεῖα Δικαιοσύνης καὶ Ἐκκλησιαστικῶν. Ἀπὸ 12.9.1829 ὑπουργὸς Δικαιοσύνης ἦταν ὁ Ἰω. Γενατᾶς, φίλος καὶ στενὸς συνεργάτης τοῦ Κυβερνήτη. Ὑπεστηρίχθη ὅτι ὁ ὅρκος ἐπεβλήθη στοὺς Ἱερεῖς κατὰ τὰ ἄρθρα 51 καὶ 59 τῆς «Ἐγκληματικῆς Διαδικασίας». Ἐμφανῶς τονίζεται ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Τάσο Γριτσόπουλο, ὅτι ὁ Γενατᾶς ἦταν ὀπαδὸς τοῦ «Πεφωτισμένου δεσποτισμοῦ» καὶ «πολιτειοκράτης». Γι᾽ αὐτὸ στὴν ἐνέργεια τοῦ Παϊσίου «εἶδε κίνησιν ὕποπτον, τείνουσαν εἰς χειραφέτησιν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πολιτικὴν ἐξουσίαν». Ἄρα ἡ ὁρκωμοσία στὰ πολιτικὰ δικαστήρια (δηλαδὴ στὴν Πολιτεία) ἐντάχθηκε στὸ θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας - Πολιτείας καὶ ὡς κάτι ποὺ ἀντέβαινε στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ὑπουργοῦ στὴ «Γνωμάτευσή» του ἦταν, ὅτι ὁ ὅρκος «εἶναι ἀπηγορευμένος διὰ ζητήματα ὅλως διόλου δευτερεύοντα (δηλαδή: “ἐπὶ ματαίῳ”), ποὺ ὁδηγοῦν εἰς κατάχρησιν». Κατὰ τὸν Γενατᾶ, δηλαδή, ὁ ὅρκος «δὲν εἶναι ἀπηγορευμένος», καὶ μὲ κάποιο ὑπερβολικό, κατὰ τὸν Γριτσόπουλο, τρόπο τεκμηριώνεται τὸ ἐπιχείρημά του. Ἡ γνωμάτευση ἐξεδόθη στὶς 24.10.1829. Ἡ χαρακτηριστικότερη καὶ ἐκρηκτικότερη ὅμως περίπτωση στὸ θέμα τοῦ ὅρκου καὶ μάλιστα εἰδικὰ τοῦ Βουλευτικοῦ, εἶναι ἐκείνη τῶν βουλευτῶν Ληξουρίου / Κεφαλληνίας Ἀδελφῶν Γεωργίου καὶ Χαραλάμπους Τυπάλδων Ἰακωβάτων, καὶ κυρίως τοῦ πρώτου ἀπὸ αὐτούς, μιᾶς θερμουργοῦ προσωπικότητας, ποὺ γιὰ τοὺς δυναμικότατους ἀγῶνες του κέρδησε τὴν προσωνυμία «Γεωργαντάρας». Γι᾽ αὐτὸ θὰ σταθοῦμε σ᾽ αὐτὸν κυρίως, ἐφ᾽ ὅσον ὁ ἰατρὸς Χαραλάμπης (1810-1888), ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί τους, ἀνεγνώριζαν ὡς ἡγέτη τῆς ὁμάδος των τὸν Γεώργιο (1815-1822). Ὁ Γεώργιος, νομικός, κατὰ τὶς σπουδές του, διακρίθηκε ὡς βουλευτὴς στὰ Ἰόνια Νησιὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὴν ἕνωση (1864). Ἦταν οὐσιαστικὰ μαθητὴς τοῦ κατὰ 18 ἔτη μεγαλυτέρου του ἀδελφοῦ Κωνσταντίνου (1795-1867), καθηγητοῦ (1826-1839) τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας, πρώτου Ἑλληνικοῦ Πανεπιστημίου, στὴν Κέρκυρα (1824-1865) καὶ κατὰ τὴν περίοδο 1844- 1864 πρώτου Σχολάρχη τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Κοντὰ στὸν Καθηγητὴ ἀδελφό του καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἐντατικὴ ἀτομική του μελέτη καὶ κατάρτιση ἀπέκτησε ὑψηλὴ θεολογικὴ - πατερικὴ παιδεία καὶ ἀκραιφνὲς ἑλληνορθόδοξο - ρωμαίικο φρόνημα (εἶναι ὁ κύριος εἰσηγητὴς τοῦ ὅρου «Ρωμηοσύνη» τὸν 19ο αἰώνα. Ὅλη ἡ ὕπαρξή του ζυμώθηκε μέσα στὴν ρωμαίικη - ἑλληνορθόδοξη, ἁγιοπατερικὴ παράδοση, ἀναδείχθηκε δὲ στὶς Βουλὲς σὲ κοινοβουλευτικὸ ἐκπρόσωπο τῆς Ρωμηοσύνης, ὁ ὀρθόδοξος πολιτικὸς θεολόγος στὸ Κοινοβουλευτικὸ Βῆμα, συνεχιστὴς σ᾽αὐτὸ τοῦ Ἰω. Καποδίστρια. Μέσα στὸ ἑλληνορθόδοξο - ρωμαίικο πλαίσιο ἐνέτασσε τὸ θέμα τοῦ θρησκευτικοῦ ὅρκου ὁ Γεώργιος Ἰακωβάτος, ἀκολουθούμενος σ᾽ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς του, ποὺ ἀναμείχθηκαν στὴν πολιτική, τὸν ἰατρὸ Χαραλάμπη (1810-1818) καὶ τὸν νομικὸ Νικόλαο (1880 - μετὰ τὸ 1880). Τὰ κίνητρα τοῦ Γεωργίου Ἰακωβάτου ἦσαν πάντα θεολογικά - ἐκκλησιολογικὰ καὶ ἐθνικά καὶ γι᾽αὐτὸ ἔμενε ἀκατανόητος ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του στὴν ἐποχή του, παραμένει δὲ ἀκατανόητος καὶ ἀνερμήνευτος στὴ Διανόησή μας μέχρι σήμερα. Μόνο ὁ Λαός, στὴν μεγάλη του πλειονοψηφία, ταυτιζόταν μαζί του, διότι παρέμενε ἀκόμη στέρεα συνδεδεμένος μὲ τὸν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοσή του. Ὁ Ἰακωβάτος ἀντιμετώπισε τὸ θέμα τοῦ βουλευτικοῦ ὅρκου γιὰ πρώτη φορὰ δημόσια στὴν Θ´ Βουλὴ τοῦ Κράτους τῶν Ἰονίων Νήσων, ὅταν ἐκλέχθηκε γιὰ πρώτη φορὰ Βουλευτὴς τὸ 1850, μὲ τὴν παράταξη τῶν «Ριζοσπατῶν» Οἱ Ριζοσπάστες ἦσαν πατριῶτες, ὑπέρ τῆς ἕνωσης μὲ τὴν μητέρα - Ἑλλάδα καὶ οἱ κύριοι ἀντίπαλοι τῆς βρετανικῆς «Προστασίας», τῶν ξένων δηλαδή, ἀλλὰ καὶ τῶν ξενόδουλων «ἑλλήνων», ὑποστηρικτῶν τοῦ καθεστῶτος. Οἱ Ριζοσπάστες, δηλαδή, καὶ μαζί τους καὶ ὁ Γ. Ἰακωβάτος, ἦσαν οἱ «ἀριστεροί» τῆς ἐποχῆς τους, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τοὺς ἐμπόδιζε -μᾶλλον τοὺς ἐνίσχυε- νὰ μένουν πιστοὶ στὴν ἐθνική τους παράδοση καὶ κυρίως στὴν ἄρρηκτη σύνδεση τοῦ Ἑλληνισμοῦ τους μὲ τὴν ἀποστολικοπατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, Τὴν ἐξυμνοῦσαν στὰ κείμενά τους, ὄχι γιὰ δημαγωγικοὺς σκοποὺς καὶ παραπλάνηση τοῦ Λαοῦ, ἀλλά, ὅπως δείχνουν τὰ ἔργα τους καὶ οἱ διωγμοί τους ἀπὸ τὸ Καθεστώς, διὰ λόγους πεποιθήσεως καὶ ἐσωτερικῆς -καρδιακῆς σχέσης μαζί της. Ἡ ἐμμονὴ τῶν Ριζοσπαστῶν στὰ πάτρια ὀφειλόταν στὸ ὅτι, παρὰ τὴν ὑψηλή κατάρτισή τους καὶ τὶς σπουδές τους στὴ Δύση, ἀλλὰ καὶ τὴν καλὴ γνώση ποὺ εἶχαν γιὰ τὰ νεώτερα ἰδεολογικοπολιτικὰ δυτικὰ συστήματα καὶ ἀκραιφνὲς ἐπαναστατικό - ἀντικαθεστωτικὸ φρόνημά τους, παρέμειναν, κατὰ στὴν ἔκφραση τοῦ Γ. Ἰακωβάτου, «ἀνατολικοί», δηλαδὴ Ἑλληνορθόδοξοι. Οἱ ἰδεολογικὲς συμπτώσεις τους μὲ τἀ «προοδευτικά» ρεύματα τῆς Εὐρώπης, ποτέ δὲν ὁδήγησαν σὲ ταυτίσεις καὶ ἐξαρτήσεις, ὥστε νὰ σκέπτονται καὶ νὰ δροῦν ὡς «ξένοι» στὴν Ἑλλάδα, ὅπως θὰ συμβαίνει συχνὰ μεταγενέστερα, καὶ ὡς ὄργανα τῶν Ξένων. Ὡς βουλευτὴς τοῦ Θ´ Ἰουνίου Κοινοβουλίου ὁ Γ. Ἰακωβάτος ἀντέδρασε στὸν Βουλευτικὸ Ὅρκο, ἀρνούμενος νὰ ὁρκισθεῖ στὸ Σύνταγμα τοῦ 1817, ποὺ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὴν Προστασία (ἁρμοστὴς Μαίτλαντ). Ἔτσι, ὑπέβαλε τὴν ἀκόλουθη «Διαμαρτύρησιν»: «Ὁ βουλευτὴς τῆς Ἰονίου Πολιτείας διὰ τὴν νῆσον Κεφαλληνίαν Γεώργιος Τυπάλδος, μέλλων νὰ δώση τὸν ὅρκον τοῦ βουλευτοῦ, διασαφίζων, διακηρύττει, ὅτι ὁ ὅρκος ὄντως δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὸς καὶ ὅτι διὰ τοῦτο οὐδέποτε θέλει δώση ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν τῆς Πατρίδος. Διαμαρτύρεται δὲ κατὰ τοῦ ὅρκου ὡς ἐναντίου καὶ εἰς τὴν ἐν Παρισίοις συνθήκην τῆς 5ης Νοεμβρίου 1815 (ἔτει ἀνατολικῷ) καὶ οὐ εἰς τὸ ἑλληνικὸν μέλλον τῆς Ἑπτανησίου Ἑλλάδος τὸ ἐπιφυλασσόμενον εἰς αὐτήν». Ἡ ἐνέργειά του προκάλεσε ἔκπληξη καὶ ἀντίδραση, διότι ἤχησε περίεργα στὰ ὦτα τῶν ἄλλως ἐθισμένων συναδέλφων του. Λόγῳ δὲ τοῦ προκληθέντος θορύβου ὁ Ἰακωβάτος ἀναγκάσθηκε νὰ ἀγορεύσει, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν διαμαρτυρία του, ποὺ τελικὰ ἔγινε δεκτή. «Θαυμάζει ἀνδρὸς ἀρετὴν (λεβεντιά) καὶ πολέμιος»! Γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῶν λόγων τοῦ Ἰακωβάτου καὶ τὸν εὐκολότερο παραλληλισμὸ μὲ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας, θὰ ἐπιτραπεῖ μία σύντομη ἀνάλυση: Θεωρεῖ τὸν ὅρκο μὴ ὑποχρεωτικό. Ἐννοεῖται σὲ ἕνα πιστὸ Ὀρθόδοξο. Μὲ τὸν ὅρκο στὸ ἔξωθεν ἐπιβληθὲν Σύνταγμα τοῦ 1817 πιστεύει, ὅτι δίδει «τὴν κεφαλὴν τῆς Πατρίδος ἐπὶ πίνακι» (Ματθ. 14.8.11), μὲ τὴν ἀποδοχὴ δηλαδὴ τοῦ ἐπιβληθέντος Συντάγματος. Τόσο βαθειὰ καὶ μακριὰ ἔβλεπε ἡ ρωμαίικη συνείδησή του. Ἐπικαλεῖται τὴν Συνθήκη τῶν Παρισίων, διότι μὲ αὐτὴν τὰ Ἰόνια Νησιὰ δόθηκαν στὴν Βρετανία. Προσδοκᾶ δὲ «τὸ ἑλληνικὸν μέλλον», τὴν ἕνωση δηλαδή, τῆς «Ἑπτανησίας Ἑλλάδος», διακηρύττοντας ἔτσι τὴν ἐθνικὴ ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἰόνιος Βουλευτὴς δὲν ἀναγνωρίζει δικαιώματα, ἐδαφικὰ κ.λπ., τῶν Ξένων πάνω στὴν Ἑλληνικὴ Πατρίδα, τὴν ὁποία θέλει ἑνιαία καὶ ἀδιάτμητη. Μετὰ τὴν Ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου (21 Μαΐου 1864) ὁ Γ. Ἰακωβάτος ἐξελέγη «πληρεξούσιος» Κεφαλληνίας στὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο (πρώτη ἐμφάνισή του στὶς 20 Ἰουλίου 1864. Ἐπίσημος ἐφημερὶς τῆς Συνελεύσεως, τ.Ε´, σ. 222 ἑπ.). Μὴ συμβιβαζόμενος συνειδησιακὰ μὲ τὸν βουλευτικὸ Ὅρκο, θὰ καταθέσει καὶ πάλι στὴ Βουλὴ τὴν «ἔνστασίν του: «Ἔχω ἔνστασιν καὶ κατὰ τοῦ ὅρκου, δὲν πρέπει νὰ ὁρκίζωνται οἱ πληρεξούσιοι, διὰ νὰ μὴ γίνωνται ἐπίορκοι». Ἤδη ἡ διαφθορὰ εἶχε εἰσχωρήσει στὸν κοινοβουλευτικὸ βίο καὶ αὐτὸ καταδικάζει ὁ Ἰακωβάτος. Σημαντικό: θεωρεῖ ἀπαράδεκτο τὸν Ὅρκο καί, συνεπῶς, καταδικαστέο, διότι οἱ πολιτικοὶ ὁρκίζονται, διὰ τὸν παραβοῦν μὲ τὴν ὅλη πολιτεία τους, ποὺ κατευθύνεται ὄχι ἀπὸ ἁγνὸ πατριωτισμό, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ συμφέροντα κομματικὰ καὶ ἀτομικά. Αὐτό, δηλαδή, ποὺ προσπαθεῖ νὰ σώσει ὁ Ἰακωβάτος, εἶναι τὸ κῦρος τοῦ Κοινοβουλίου καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως. Ὁ Ἰακωβάτος, πάντως, τὸ 1864 καὶ τὸ 1865 λόγῳ μᾶλλον πιέσεων καὶ ἀσφαλῶς, διὰ νὰ μὴ δημιουργεῖ ζήτημα, ὁρκίσθηκε, καὶ θὰ τοῦ τὸ ὑπενθυμίζουν ἀργότερα οἱ ἀντίπαλοί του. Κατὰ τὸ Σύνταγμα τοῦ 1844 (ἀριθ. 57) ὁ Ὅρκος ἦταν ὁ ἑξῆς: «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὸν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους καὶ νὰ ἐκπληρώνω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά μου». Κατὰ τὸ Σύνταγμα δὲ τοῦ 1864 (ἀρθ. 64): «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὴν Πατρίδα καὶ εἰς τὸν Συνταγματικὸν Βασιλέα, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους καὶ νὰ ἐκπληρώσω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά μου».

3oν.
Σθεναρότερη ὅμως καὶ περισσότερο τεκμηριωμένη ἦταν ἡ ἐπίθεση τοῦ Ἰακωβάτου κατὰ τοῦ βουλευτικοῦ Ὅρκου στὴν Βουλὴ τοῦ 1869. Αὐτὴ τὴ φορά ἡ ἄρνησή του νὰ ὁρκισθεῖ προκάλεσε συγκρουσιακὲς συζητήσεις καὶ θυελλώδεις ἀντιπαραθέσεις. Καὶ αὐτὰ ὀφειλόνταν στὸ ὅτι τὸ ζήτημα τῆς ὁρκωμοσίας ἀνακινήθηκε μέσα σὲ κλῖμα ταραγμένο ἀπὸ εἰδικὰ προβλήματα τῶν Ἰονίων Νήσων καὶ μάλιστα τῆς Κεφαλληνίας. Ἦταν σὲ ὀξύτητα τὸ ζήτημα τῆς «ἐκκλησιαστικῆς ἀφομοιώσεως» τῆς Ἑπτανήσου, μὲ καθαρὰ ἐκκλησιολογικὸ καὶ θεολογικὸ χαρακτήρα. Στὸ ζήτημα αὐτὸ πρωτοστάτησαν οἱ ἀδελφοὶ Ἰακωβάτοι, ἀντιδρώντας μὲ σθένος καὶ ἡγούμενοι ὅλης τῆς ἀντιαφομοιωτικῆς μερίδος τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ Λαοῦ, δηλαδὴ τῶν παραδοσιακὰ Ὀρθοδόξων. Μετὰ τὴν Ἕνωση (1864) ἀκολούθησε ἡ πολιτικὴ καὶ νομοθετικὴ ἀφομοίωση τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια καὶ ἄρχισε νὰ ἰσχύει τὴν 1η Ἰανουαρίου 1866. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὅμως ἀφομοίωση καὶ ἡ ἔνταξη τῆς Ἰονίου Ἐκκλησίας στὸ διαμορφωμένο μετὰ τὸ ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλο τοῦ 1850 διοικητικὸ σύστημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποδείχθηκε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀκανθωδέστερα προβλήματα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα βρίσκεται στὴ ρίζα προβλημάτων, ὅπως οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας - Πολιτείας. Οἱ Ἰακωβάτοι, κατέχοντες ὅσο λίγοι τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ θέματα, τάχθηκαν ἀπ᾽ ἀρχῆς ἀρνητικὰ στὴν ἀφομοίωση, ἀντιτασσόμενοι στὸ φαρμακιδικὸ καθεστώς, ποὺ εἶχε διαμορφωθεῖ στὴν Ἑλλάδα μὲ βάση τοὺς Νόμους Σ´ καὶ ΣΑ´ τοῦ 1852, ποὺ ἀποδυνάμωσαν ἀποφασιστικὰ τὸν «Τόμο» τοῦ κανονικοῦ αὐτοκεφάλου (1850), δίνοντας συνέχεια στὸ σύστημα τῆς στυγνῆς πολιτειοκρατίας. Ἐξ ἄλλου πιστοί στὴν ἰδέα τῆς Ρωμηοσύνης, παρέμεναν ἀφοσιωμένοι στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, δηλαδὴ στὸ Ἐθναρχικὸ Κέντρο, ὡς σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ τοῦ ἐλευθέρου ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι ἀληθινὸ ἱστορικὸ ντοκουμέντο ἡ ἀγόρευση τοῦ Γ. Ἰακωβάτου στὴν Ἑλληνικὴ Βουλὴ στὶς 22 Ἰουλίου 1864 κατὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς τροπολογίας, ποὺ πρότεινε γιὰ μιά ρωμαίικη ἀναδιατύπωση τῶν Περὶ Θρησκείας ἄρθρων τοῦ Συντάγματος (1 καὶ 2). Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ φράση, ποὺ χρησιμοποιοῦσε, γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὴν μετὰ τὸ 1852 Ἑλλάδα, «τῆς πρώην Ἑλλάδος», ἔλεγε, πρὸς ἀγανάκτηση τῶν στενὰ ἐθνικιστικὰ σκεπτομένων συναδέλφων του. Ἡ ἐκκλησιασικὴ ἀφομοίωση ὅμως μετὰ τὴν σταδιακὴ ὑποχώρηση τῶν ἱεραρχῶν τῆς Ἑπτανήσου μὲ τελευταῖο τὸν Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα (1842 - 1873) πραγματοποιήθηκε. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἐνέργειες τοῦ Γ. Ἰακωβάτου (καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Χαραλάμπους) καὶ ἡ ὅλη στάση καὶ συμπεριφορά του στὴ Βουλὴ τελοῦσαν ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ἥττας τους, ποὺ ἔθιγε ἀμεσώτατα τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά τους. Ὁ Γεώργιος δὲν ἤθελε νὰ συμβιβασθεῖ καὶ ἔδειχνε μὲ διάφορους τρόπους στὶς ἀγορεύσεις του τὴν ἀντίδρασή του, κυρίως δὲ μὲ τὸ θέμα τῆς ὁρκωμοσίας. Δὲν θὰ παραλείψει ὅμως νὰ τονίζει τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, τὴν ὁποία συνέδεε μὲ τὴν ὁρκωμοσία ἐνώπιον τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν ἢ τῶν δημοσίων λειτουργῶν. Τὸ κύριο ἐπιχείρημά του ἦταν τὸ ἀκόλουθο: Ὁ ὅρκος «ἐνδιαφέρει τὴν συν είδησιν τῶν χριστιανῶν». Γι᾽ αὐτὸ θεωρεῖ ἀπαράβατο δικαίωμα τοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ νὰ ἀρνηθεῖ νὰ δώσει ὅρκο, ἐρειδόμενο στὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Κατέληξε δὲ τὴν βασικὴ ἀγόρευσή του γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὰ λόγια: «Λόγῳ εὐσεβείας δὲν ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος», γιὰ νὰ μὴ συμφύρεται δηλαδὴ τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὶς ἀπάτες καὶ τὶς ψευδορκίες, ποὺ διαπράττονται μέσα στὴ Βουλή. Μένει πιστὸς δηλαδὴ στὴν παλαιότερη δήλωσή του. Ἡ ἐναντίωσή του στὸν τρόπο τοῦ ὅρκου, μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἱερέως καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ἀρχίζει μὲ τὴν Α´ Σύνοδο τῆς Γ´ Περιόδου τῆς Βουλῆς (συνεδρίαση τῆς 16ης Ἰουνίου 1869). Οἱ βασικές του θέσεις ἦταν: «Ἐναντιοῦμαι εἰς τὸν τύπον τοῦ ὅρκου, ἔχω ἔνστασιν. Ἔχω ἔνστασιν κατὰ τοῦ ὅρκου αὐτοῦ» (γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ὅρκο δηλαδή). Ἄρα ἡ ἔνστασή του ἀφοροῦσε καὶ τὸν ὅρκο καὶ τὸν τύπο του. Γι᾽ αὐτὸ ἐπανειλημμένως ἀντιτάσσεται στὴν παρουσία τοῦ Ἱερέως («Δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἡ παρουσία τοῦ ἱερέως... Εἰς τὰ δικαστήρια δίδεται ὅρκος ἄνευ τῆς παρουσίας τοῦ ἱερέως»). Ὅπως δὲ ὑποστήριξε, «δυνάμει τοῦ κανονισμοῦ (τῆς Βουλῆς δηλαδὴ) δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἐντός τῆς αἰθούσης ἐν καιρῷ συνεδριάσεων, παρὰ οἱ βουλευταί, οἱ ὑπάλληλοι καὶ οἱ κλητῆρες». Ἐπίσης ἀντιδροῦσε στὴν ὑπαγόρευση τοῦ ὅρκου: «Μόνον εἰς τοὺς ἀγραμμάτους δύναται νὰ ὑπαγορεύση τὸν ὅρκον καὶ οἱ ἀγράμματοι νὰ τὸν ἐπαναλαμβάνουν». Τὸ τελευταῖο δὲ ἐπιχείρημά του εἶναι: «Λόγῳ εὐσεβείας δὲν ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Συνεπῶς ἡ «εὐσέβεια», ἡ Πίστη, ἦταν ὁ κύριος λόγος τῆς ἀρνήσεώς του νὰ ὁρκισθεῖ. Καὶ κατέληξε: «Διά τοῦτο ἐν ὀνόματι τοῦ Συντάγματος, ἐν ὀνόματι τοῦ Κανονισμοῦ καὶ ἐν ὀνόματι πρὸ πάντων τῆς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σᾶς λέγω νὰ καταργήσητε αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐγίνετο, νὰ ὁρκισθοῦν (π. Γ.Δ.Μ.: δηλαδή, οἱ βουλευταὶ) κατὰ τὸν συνήθη τρόπον». Ζητεῖ δηλαδὴ πλήρη ἀνατροπὴ τοῦ ἐπιβληθέντος συστήματος, ποὺ κατ᾽ αὐτὸν ἦταν καρπὸς τῆς μετὰ τὸ 1852 «φαρμακιδικῆς», δηλαδὴ προτεσταντίζουσας Ἑλλάδος. Τὸ θέμα εἶχε συνέχεια. Ἡ Βουλὴ διχάσθηκε σὲ συμφωνοῦντες μὲ τὸν Ἰακωβάτο καὶ σὲ διαφωνοῦντες. Ὁ βουλευτὴς λ.χ. Ἀθανάσιος Πετμεζᾶς στὴ συνεδρία 7 τῆς 16ης Ἰουνίου 1869, διαφωνεῖ μὲν ὅτι ἐδόθη ὁ λόγος εἰς τὸν Γ. Ἰακωβάτον πρὶν νὰ ὁρκισθεῖ, ἀλλὰ προσθέτει: «Ὡς πρὸς τὸ οὐσιαστικὸν μέρος τῆς προτάσεως τοῦ κ. Ἰακωβάτου εἶμαι σύμφωνος μὲ αὐτόν». Καὶ συνεχίζει: «Ὁ ὅρκος αὐτός, τὸν ὁποῖον δίδουσιν οἱ βουλευταὶ εἶναι πολὺ σοβαρώτερος, εἶναι πολὺ ὑψηλότερος καὶ οὐδόλως ἀπαιτεῖ (...) τὴν παρουσίαν τοῦ ἱερέως (...) Δὲν ἕπεται ὅμως ἐκ τούτου ὅτι ἐνιστάμενοι σήμερον κατὰ τῆς παρουσίας τοῦ ἱερέως προσβάλλομεν τὴν θρησκείαν. Ἀπεναντίας ὑποστηρίζομεν τὸ μεγαλεῖον της. Δὲν θέλομεν νὰ συνειθίσωμεν τὸν κόσμον, νὰ παρίσταται ἐνώπιον τῆς Βουλῆς ὁ ἱερεὺς μετὰ τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνδεδυμένος, καὶ νὰ δίδεται ἕνας ὅρκος, μετὰ τὸν ὁποῖον, καθὼς σᾶς εἶπεν ὁ κ. Ἰακωβάτος, ἂς τὸ ὁμολογήσωμεν ὡς ἄνθρωποι ἀνώτεροι τῶν παθῶν μας, πολλάκις δὲν ἐψηφίσαμεν κατὰ τὴν συνείδησίν μας, διότι ἡ πολιτικὴ μᾶς παρέσυρε». Ἡ συνέχεια τῶν λόγων τοῦ Πετμεζᾶ συνιστᾶ ἀκριβῆ (καὶ διαχρονικὴ) ἀκτινογραφία τοῦ ἤθους τῶν πολιτικῶν, ἀποκαλύπτοντας τὸν προσχηματικὸ χαρακτήρα τοῦ βουλευτικοῦ ὅρκου καὶ τὴν ἐξαπάτηση τοῦ Λαοῦ μὲ τὴ διατήρηση καὶ χρήση του ὡς ἐπίφαση παραδοσιακότητας καὶ «ἐθνικοφροσύνης». «Συνειθίζομεν, λοιπὸν - συνέχισε - ὄχι μόνον ἡμᾶς αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὸν λαόν, τὸν ὁποῖον ἀντιπροσωπεύομεν, νὰ μὴ δίδη τὸν ἀπαιτούμενον σεβασμὸν πρὸς τὸν ὅρκον, νὰ μὴ δίδη τὸν ἀπαιτούμενον σεβασμὸν πρὸς τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος παρίσταται ἐδῶ, νὰ μὴ δίδη τὸν ἀπαιτούμενον, τέλος, σεβασμὸν εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐστηρίχθη ὄχι μόνον ὁ Χριστιανισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ὡραιότερος πολιτισμὸς τοῦ κόσμου». Ἡ ἀγόρευση τοῦ Βουλευτῆ Πετμεζᾶ ὄχι μόνο ἐκφράζει τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς Βουλῆς, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ἀλλοτριωθεῖ ψυχικὰ - συνειδησιακά, ἀλλὰ συνιστᾶ καὶ πανηγυρικὴ καταξίωση τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Ἰακωβάτου καὶ τῆς ἐγκυρότητάς τους. Βέβαια ὑπάρχει καὶ τὸ ἀντεπιχείρημα, ὅτι ἡ κατάχρηση καὶ ὁ ἐν τῇ πράξει χλευασμὸς ἱερῶν πραγμάτων, ὅπως ὁ ὅρκος, δὲν δίδει τὸ δικαίωμα γιὰ τὴν κατάργησή τους. Ἡ πλευρὰ ὅμως τοῦ πιστοῦ - ὀρθοδόξου Ἰακωβάτου, ὅπως καὶ πολλῶν μεταγενεστέρων, εἶναι, ὅτι ὁ μὲν Ὀρθόδοξος δὲν χρειάζεται ὅρκο, γιὰ νὰ τηρήσει τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, διὰ δέ τὸν μὴ πιστὸ ὁ ὅρκος εἶναι ἄχρηστος. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ προβληματισμοῦ, ὅπως θὰ φανεῖ καὶ παρακάτω. Πόσο μᾶλλον, ποὺ καὶ οἱ ἐμφανιζόμενοι ὡς πιστοὶ γιὰ τὴν «ἑνότητα τοῦ Κόμματος» ψηφίζουν καὶ ἐκεῖνα, ποὺ ὁ ὅρκος δὲν μπορεῖ νὰ καλύψει... Ὑπῆρξαν βέβαια καὶ οἱ ἀντιτασσόμενοι στὸν Ἰακωβάτο, κινούμενοι στὸν δικό τους κόσμο καὶ συμβιβασμένοι μὲ τὴν κοινοβουλευτικὴ πραγματικότητα, ποὺ θεμελιώνει τὸν νεοελληνικὸ πολιτικὸ πολιτισμό μας. Κύριος ἐκφραστὴς τῆς ἀντίθετης θέσης ἦταν ὁ Βουλευτὴς Δαγρές: «Οὗτος - εἶπε γιὰ τὸν Ἰακωβάτο - καὶ πέρυσιν ὡρκίσθη καὶ εἰς τὰ 1865 καὶ τότε ὤμοσεν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι βουλευταί. Ὁ κ. Ἰακωβάτος καὶ προηγουμένως ὡρκίζετο ὁμοίως, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι βουλευταὶ τῆς Ἰονίου Βουλῆς». Ὁ Δαγρὲς δὲν γνώριζε, βέβαια, τὴν στάση τοῦ Ἰακωβάτου καὶ στὴν Ἰόνιο Βουλή, ποὺ εἴδαμε παραπάνω, καὶ τὴν σταθερότητα τοῦ φρονήματός του. Γι᾽ αὐτὸ ἀναζητεῖ τὰ πραγματικά, κατ᾽ αὐτόν, αἴτια τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ληξουριώτη συναδέλφου του. Κατ᾽ αὐτὸν ὁ Ἰακωβάτος ἀπέβλεπε, «ἵνα φέρη σκάνδαλα καὶ ρίψη ἐνδοιασμούς, εἴτε πρὸς τὴν θρησκείαν, εἴτε πρὸς τὴν πολιτείαν». Κατέληξε δὲ μὲ τὸ εὐτράπελο: «Ἐὰν δὲν ἀνήκη εἰς τὴν ὀρθόδοξον θρησκείαν - ἔτσι ἀντιλαμβανόταν καὶ ἑρμήνευε τὴ στάση τοῦ Ἰακωβάτου -, ἂς δηλώση ποῦ ἀνήκει, καὶ ἂς δώση τὸν ὅρκον κατ᾽ αὐτήν». Τὴν θέση αὐτὴ ἐξέφρασε καὶ ὁ Βουλευτὴς Χρηστίδης: «Πρέπει νὰ ἐρωτηθῆ ὁ κ. Ἰακωβάτος, εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός, καθὼς οἱ ἄλλοι;  Ἄλλως ἄς ὁμολογήση, ὅτι ἔχει ἄλλο θρήσκευμα καὶ τότε ἂς ὁρκισθῆ κατὰ τὸ θρήσκευμά του....». Ἡ προσθήκη τοῦ Βουλευτοῦ «καθὼς οἱ ἄλλοι», θὰ ἔκαμε τὸν Ἰακωβάτο νὰ καταφύγει, κατὰ τὸ ἀμυντικὸ σύστημά του, στὴν εἰρωνεία, ἀπαντώντας ὅμως ταυτόχρονα στοὺς κατηγόρους του: «Δὲν μὲ ρωτήσατε, ἂν θέλω νὰ ὁρκισθῶ. Θέλω, ἀλλὰ εἶμαι ἀλλόθρησκος. Δὲν σᾶς εἶπον, ὅτι θὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Μὴ μὲ ἀναγκάσητε». «Θόρυβος», γράφουν τὰ Πρακτικά. Ὁ Ἰακωβάτος συνεχίζει: «Δὲν εἶμαι ὀρθόδοξος». Λέγει δὲ στὸν Ἱερέα κατὰ τὸν Ληξουριώτικο τρόπο: «Ἀφέντη μου, ἄμε στὸ καλό»! Βέβαια, ὅταν ὁ Ἰακωβάτος ἔλεγε, ὅτι εἶναι «ἀλλόθρησκος», κατὰ μίαν ἔννοια κυριολεκτοῦσε. Διότι αὐτὸς καὶ τὸ περιβάλλον του, στενότερο καὶ εὐρύτερο, δὲν ταυτίζονταν μὲ τὸ προτεσταντίζον φαρμακιδικὸ καθεστὼς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Γι᾽ αὐτὸ θὰ ἐπισημάνει παρακάτω: «Δίδω τὴν εὐφρόσυνον εἴδησιν... (θόρυβος, κατὰ τὰ Πρακτικά), ὅτι εἰς τὴν Κεφαλληνίαν ἤρχισαν νὰ γίνονται προτεστάνται, καὶ οὔτε ἀρχιερεῖς σέβονται, οὔτε σύνοδον ἀναγνωρίζουν». Καὶ πράγματι ἡ κατάσταση στὴν Κεφαλληνία ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἔκρυθμη. Καθαρὰ δὲ ἀντεπίθεση, κατὰ τὸν γνωστὸ σ᾽ αὐτὸν τρόπο, εἶναι ὁ ὅρκος ποὺ αὐτὸς προτείνει: «Ὁρκίζομαι εἰς τὴν συνείδησίν μου καὶ εἰς τὴν τιμήν μου, ὅτι εἰς τὴν ἐκλογήν μου ὡς βουλευτοῦ τῆς ἐπαρχίας (δεῖνος), δὲν μετεχειρίσθην οὐδὲν ἀθέμιτον ἢ κακόηθες μέσον πρὸς ἐπηρέασιν τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τῆς ἐπιτυχίας μου ἢ τῆς ἀποτυχίας τῶν ἀνταγωνιστῶν μου, διά παρατυπίας, βίας, ἀπειλῶν, πιέσεως, δωροδοκίας, ὑποσχέσεων, νοθεύσεως, ὑφαρπαγῆς ἢ ἀπάτης, οὔτε ἀμέσως οὔτε ἐμμέσως, οὔτε διά Κυβερνητικῶν ἢ δημοτικῶν μέσων, καὶ ὅτι ἔχω τὰ νόμιμα βουλευτικὰ προσόντα». Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῶν συνήθων ἐκτρόπων, ποὺ συνοδεύουν τὰ πολιτικὰ πρόσωπα, καὶ ποὺ συγκαλύπτονται μὲ τὴν ἐπίδειξη καί τῆς διά τοῦ ὅρκου δῆθεν εὐσεβείας. Εἶναι γνωστὴ ἡ ἑνότητα καὶ σύμπνοια τῶν Ἀδελφῶν Ἰακωβάτων, ποὺ διέπουν καὶ τὴ στάση τους στὸ ζήτημα τοῦ Ὅρκου. Ἔτσι, στὶς 8 Ἰουλίου 1869 ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς Νικόλαος γράφει στοὺς Βουλευτὲς ἀδελφούς του: «Ὡς πρὸς τὸν τύπον τοῦ ὅρκου σᾶς λέγω καὶ ἐγὼ νὰ μείνετε εἰς τὴν ἀπόφασίν σας». Ὁ ἐφαρμοζόμενος καὶ εἰς τὸ Κοινοβούλιο «τύπος τοῦ ὅρκου» ἦταν τὸ παλάμισμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ σ᾽ αὐτὸ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἀντιτάσσονταν οἱ Ἰακωβάτοι καὶ οἱ ὁμόφρονές τους. Εἶναι πολὺ ἀποκαλυπτικὸ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἕνα γράμμα τοῦ Γεωργίου πρὸς τὸν Νικόλαο ἀπὸ 12 Ἰουλίου 1869, ποὺ σῴζεται στὸ Ἀρχεῖο τῆς Οἰκογενείας. Τὸ δημοσιεύουμε, γιὰ νὰ διαπιστωθεῖ τὸ βάθος τοῦ ζητή- ματος, ἀλλὰ καὶ ἡ λειτουργία τῶν πολιτικῶν παρασκηνίων, ποὺ φυσικὰ δὲν ἔλειπαν καὶ τότε. «Χθὲς τὸ βράδυ εἴχομεν συνεδρίασιν εἰς τοῦ Κ(υρίου) Βούλγαρη, ὅπου μᾶς ἐθερμοπαρακάλουν ὑπὲρ τὴν μίαν ὥραν ὅλοι τους νὰ ὁρκισθῶμεν διά τοῦ παλαμίσματος, ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς μας ἀπεποιήθημεν». Κάποιες ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις: Ὁ Δ. Βούλγαρης ἦταν ὁ γνωστὸς «Τζουμπὲς» καὶ Πρωθυπουργὸς (1868 - 1869), ὁ δὲ τρίτος ἦταν ὁ βουλευτὴς Ληξουρίου Μαρ. Χαριτάτος, ὁμόφρων τῶν Ἰακωβάτων. Ἡ συνέχεια τοῦ γράμματος εἶναι ἀπολαυστική: «Καὶ οὕτω σήμερον τὴν 8ην ὥραν π.μ. ἐν τῇ συνεδριάσει τῆς Βουλῆς οἱ Βουλγαρισταὶ καὶ οἱ Κουμουνδουρισταὶ ἑνωθέντες ἐζήτησαν νὰ δώσωμεν τὸν ὅρκον ἄνευ χειραψίας (= παλαμίσματος). Ἡμεῖς, διά νὰ εὐκολύνωμεν τὸ πρᾶγμα, εἴπομεν ὅτι εἰς σημεῖον σεβασμοῦ θέλομεν ἀσπασθῆ τὸ Εὐαγγέλιον ἢ πρὸ τοῦ ὅρκου, ἢ μετὰ τὸν ὅρκον, ἤ καὶ δύο φορές, πρῶτα καὶ ἔπειτα. Ἀλλ᾽ οἱ μονομανιακοὶ καὶ ἄθρησκοι Μουζίκοι (π.Γ.Β.Μ. Ἔτσι ὀνομάζονταν ἀπὸ τοὺς Ἰακωβάτους οἱ ἀντίπαλοί τους) ἐπέμενον νὰ παλαμίσωμεν τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἐφώναζον, ὅταν μάλιστα ἦλθε καὶ ὁ Ζαλώνης καὶ ὁ Δελλαπόρτας νὰ ὁρκισθῶσι. Ἐγὼ τότε ἠσπάσθην τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἐσταύρωσα τὰς χεῖρας ἀκίνητος, οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον «παλαμισάτω» (π. Γ.Δ.Μ., πρβλ. Ματθ. 27,23!) Ἡμεῖς ἐγελῶμεν καὶ ἐκάμνομεν σημεῖον μὲ τὴν κεφαλὴν καὶ ἐφωνάζομεν, «εἶναι ἀδύνατον». Ἐπειδὴ δὲ τοῦτο διήρκει ἀρκετὸν χρόνον καὶ οἱ ἄλλοι ἤθελον νὰ ὁρκισθῶσιν, ἀνεχωρήσαμεν εἰς τὴν θέσιν μας καὶ ὡρκίσθησαν οἱ ἄλλοι». Τελικὰ οἱ Ἰακωβάτοι ὁρκίσθησαν στὴν συνεδρίαση 42 τῆς 3ης Ὀκτωβρίου 1869, ἀφοῦ ὅμως πέτυχαν αὐτὸ ποὺ ἤθελαν, στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς ἔχει ἀναγραφεῖ: «Προσέρχονται καὶ δίδουσιν ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, παρόντος ἱερέως τὸν νενομισμένον ὅρκον οἱ βουλευταὶ Πάλλης Γεώργιος, Τυπάλδος Ἰακωβάτος καὶ Χαράλαμπος Τυπάλδος Ἰακωβάτος». Ἀποκαλυπτικὴ ὅμως εἶναι ἡ πληροφορία, ποὺ δίνει ὁ Χαραλάμπης στὸν Νικόλαο στὸ γράμμα του ἀπὸ 4 Ὀκτωβρίου 1869: «Χθὲς τὴν Παρασκευὴν ἐδώκαμεν τὸν ὅρκον μὲ τύπον ἰδικόν μας καὶ μὲ μεγάλην χαρὰν τῶν φίλων, ὡς ἐπιθέσαντες ἕκαστος καὶ τὰς δύο του χεῖρας ἐπὶ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ μεγάλην ἔκπληξιν τῶν ἐναντίων. Εἴδομεν τοὺς φίλους (π. Γ.Μ.: τοὺς ὁμόφρονές τους δηλαδὴ) καὶ εὐχαριστήθημεν». Σαφέστερος καὶ εὑρηματικότερος τρόπος διαπομπεύσεως τοῦ τύπου τοῦ βουλευτικοῦ ὅρκου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει! Ἔτσι ἔληξε τὸ ζήτημα τοῦ Ὅρκου στὴν Ἑλληνικὴ Βουλὴ τὸ 1869, μὲ πρωταγωνιστὲς τοὺς Ἰακωβάτους καὶ τὴν ρωμαίικη ὁμολογία τους. Πρέπει ὅμως νὰ προστεθεῖ ὅτι πέρασε αἰώνας ὁλόκληρος, γιὰ νὰ ξανακουσθεῖ τέτοια φωνὴ στὴν Ἑλληνικὴ Βουλὴ γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ Ὅρκου. Στὶς 17 Ἰουνίου 1985 ὁ βουλευτὴς Ἐπικρατείας καὶ Πρόεδρος τῆς «Χριστιανικῆς Δημοκρατίας», ἀείμνηστος Νικόλαος Ψαρουδάκης, κατέθεσε στὸ Προεδρεῖο τῆς Βουλῆς, πρὶν ἀπὸ τὴν ὁρκωμοσία, Δήλωση, στὴν ὁποία ἐπικαλεῖται τὶς ἁγιογραφικές μαρτυρίες γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου (Ματθ. 5, 33 -37) καὶ ὑποστηρίζει, ὅτι γιὰ μὲν τὸν πιστὸ εἶναι περιττὸς ὁ ὅρκος, διά δὲ τὸν μὴ πιστὸ δὲν ἔχει νόημα, ἡ δὲ «ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ εὐλογεῖ τὰ ἔργα καὶ ὄχι νὰ ὁρκίζει τοὺς πιστούς». Καὶ καταλήγει: «Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ θεσμὸς τοῦ ὅρκου, σαφῶς ἀντιχριστιανικός, ἔχει ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις στὴν ἠθικὴ ἀγωγὴ τῆς Κοινωνίας καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ καταργηθεῖ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν Ἀποστολὴ ὑπόδειξη: «Πάντα κατὰ τάξιν καὶ εὐσχημόνως γινέσθω (Α´ Κορ. 14, 40), δηλώνω ὅτι θὰ δώσω μὲν τὸν ὅρκο τοῦ βουλευτοῦ, ὅπως ὁρίζει ὁ Νόμος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀποδοχὴ τοῦ θεσμοῦ καὶ θὰ ἀγωνιστῶ γιὰ τὴ νόμιμη κατάργησή του καὶ τὴν ἔτσι, ἔστω καὶ κατὰ τι, ἀνθρωπινότερη ζωή». Ὁ Ν. Ψαρουδάκης κινήθηκε στὸ πνεῦμα τῶν Ἰακωβάτων, προσθέτοντας τὴ συμβολή του στὴ λύση τοῦ προβλήματος.
 Μετὰ τὰ παραπάνω μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε: Ἰακωβάτοι καὶ Ψαρουδάκης ἀναγκάσθηκαν νὰ δεχθοῦν τὸν ὅρκο, διότι εἶχε γιὰ διάφορους λόγους νομικὰ ἐπιβληθεῖ. Οἱ Ἰακωβάτοι ἦσαν κατὰ τοῦ Ὅρκου ὡς τύπου καὶ οὐσίας. Γιὰ νὰ μείνουμε δὲ σ᾽ αὐτούς, τὰ κίνητρά τους ἦσαν καθαρὰ ὀρθόδοξα καὶ ἐθνικὰ / ἑλληνικά. Ἡ ἄρνησή τους ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ συνείδησή τους. Τὸ πρόβλημα σήμερα εἶναι, ἂν ἔχει δικαίωμα ἕνας Ἕλλην πολίτης, συνταγματικὰ κατοχυρούμενο, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ὅρκο διά λόγους συνειδήσεως, ἐπιβάλλοντας τὶς δικές του ἰδεολογικὲς πεποιθήσεις. Δὲν εἶναι ἀποδομητικὴ μία τέτοια πράξη; Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως πλευρὰ δὲν εἶναι ἐμπαιγμὸς τοῦ ὅρκου καὶ τοῦ Εὐαγγελίου νὰ δέχεται κάποιος τὸν ὅρκο, ἐνῷ ἀποδεικνύεται στὴν πράξη ἄσχετος μὲ τὴν ὀρθοδοξοχριστιανικὴ πίστη ἢ καὶ ἀρνητής της, ἂν ἀνήκει σὲ ἀντιχριστιανικὲς ἑταιρεῖες; Πολὺ βοηθεῖ στὴν ἀπάντηση αὐτῶν τῶν προβληματισμῶν, νομίζω, ἡ τοποθέτηση τοῦ διακεκριμένου Νομικοῦ καὶ πρ. Ἀντιπροέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας κ. Ἀναστασίου Ν. Μαρίνου (Ἡ κατάργηση τοῦ Θρησκευτικοῦ Ὅρκου, ἐφημ. ΕΣΤΙΑ, 9-1-2009) μὲ ἀναδημοσίευση στὸν «Ο.Τ.» Πρβλ. τοῦ Ἰδίου, Ἡ Θρησκευτικὴ Ἐλευθερία, Ἀθῆναι 1972, διδακτ. διατριβή). Ὁ κ. Μαρίνος τοποθετεῖ τὸ ζήτημα τοῦ Ὅρκου στὸ ὀρθό, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μου, πλαίσιο - ἐκκλησιολογικά, πολιτικὰ καὶ ἐθνικά: «Ὅσοι δὲν θέλουν νὰ δώσουν θρησκευτικὸ ὅρκο ἔχουν πάντοτε τὸ συνταγματικῶς κατοχυρωμένο δικαίωμα νὰ δώσουν ὅρκο μὴ θρησκευτικό, ἐπικαλούμενοι τὴν τιμὴ καὶ τὴ συνείδησή τους, ὅπως ρητὰ ἐδέχθη καὶ τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας μὲ τὴν ὑπ᾽ ἀριθμὸν 2601/ 1998 ἀπόφασή του». Ἐπισημαίνει ἐπίσης ὅτι «ὁ θρησκευτικὸς ὅρκος δὲν ἀναφέρεται στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, διότι ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα ἀποδεικτικὸ μέσον ἢ δήλωση ὑποσχέσεως, ἰσχύει εἰς ὅλα τὰ Κράτη ἐδῶ καὶ αἰῶνες (π.Γ.Δ.Μ., ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν Νικηφόρο Θεοτόκη) καὶ δὲν νομίζω ὅτι ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸ Σύνταγμα νὰ καταργηθεῖ, διότι τυχὸν κατάργησή του θὰ προσέβαλλε τὴν θρησκευτικὴ συνείδηση ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ὁρκισθοῦν θρησκευτικά, γιὰ νὰ δώσουν μεγαλύτερο κῦρος στὸ περιεχόμενο τοῦ ὅρκου τους». Μολονότι προσωπικὰ δέχομαι τὴν ἄποψη τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη, ποὺ εἴδαμε παραπάνω, ὡς τὴν περισσότερο πειστική, ὄχι μόνο θεολογικὰ - ἐκκλησιολογικά, ἀλλὰ καὶ πρακτικά, θεωρῶ ὡς «βιώσιμη» σήμερα λύση αὐτὸ ποὺ προσθέτει ὁ κ. Μαρίνος: «Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ὑποχρεωτικὸ εἶναι μόνον ὁ ὅρκος καὶ ὄχι ὁ τύπος τοῦ ὅρκου, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μὴ θρησκευτικός». Ὁ κ. Μαρίνος δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ δικαιώνει τὸν Γεώργιο Ἰακωβάτο, ὁ ὁποῖος, ὅπως σὲ πολλὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ ζήτημα ἐσκέπτετο καὶ ἐκινεῖτο πολὺ μπροστὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ἐποχή του. Ἄλλωστε καὶ κατὰ τὸ Σύνταγμά μας (ἄρθρο 13, 1): «Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη. Ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν καὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις κανενός».  Τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: