Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, ο Άγιος Νέος Οσιομάρτυς ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, ο μαρτυρήσας εν έτει αωκ΄ (1820) από Χριστού, μαχαίρα τελειούται.


Νεκτάριος ο αληθινός Οσιομάρτυς του Χριστού κατήγετο από μίαν επίσημον κωμόπολιν της Μικράς Ασίας, εν τη επαρχία της Μητροπόλεως Εφέσου κειμένην, καλουμένην Βρύουλλα ή Βουρλά. Ορφανός δε ων πατρός και μόνον την πτωχήν μητέρα του έχων, ήτο την ηλικίαν δεκαεπτά ετών, ότε μη δυνάμενος να πορίζηται τα προς το ζην προσεκολλήθη εις ένα συμπολίτην του Αγαρηνόν, όστις του έδωσε τας καμήλους του να τας υπηρετή, ίνα εκ τούτου κερδίζη την ζωοτροφίαν του και να λαμβάνη και κάποιον μισθόν. Επειδή δε κατά τον καιρόν εκείνον ηκολούθησε μέγα θανατικόν εις την πατρίδα του, ανεχώρησαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης εις τας εξοχάς δια τον φόβον του θανατικού· μεταξύ δε τούτων και ο αγάς του Νικολάου (τούτο ήτο το κοσμικόν όνομά του) και άλλοι Αγαρηνοί, έχοντες ομοίως δια τας καμήλους των οδηγούς άλλους εξ νέους Χριστιανούς, με τους οποίους συνανεστρέφετο και ο Νικόλαος καθ’ όλον το διάστημα του θανατικού.
Εκεί συναναστρεφόμενοι οι νέοι μετά των Οθωμανών, ήσαν όλως διόλου απομεμακρυσμένοι από κάθε άλλην συναναστροφήν, καθώς συμβαίνει εις τοιούτους καιρούς, απατηθέντες δε από τους Αγαρηνούς επίστευσαν εις τον ολοκληρωτικόν αφανισμόν των Χριστιανών της πατρίδος των και ότι μόνον αυτοί και οι κύριοί των Αγαρηνοί έμειναν ζώντες εις τον κόσμον. Όθεν συμβουλευθέντες είπον μεταξύ των· «Αι, αδέλφια! Ημείς εχάσαμεν τους γονείς μας· κατάστασιν δεν έχομεν· με αυτούς που ευρισκόμεθα, όποιαν πίστιν έχουν αυτοί ας έχωμεν και ημείς, δια να ημπορούμεν να ζήσωμεν». Ούτως εξώμοσαν και οι επτά παίδες, φευ της ανοησίας των! και περιετμήθησαν, διάγοντες οθωμανικώς μετά των Οθωμανών. Αφού δε κατέπαυσε το θανατικόν, επέστρεψαν άπαντες εις τας οικίας των, ομού και ο αγάς του Νεκταρίου. Μετά παρέλευσιν ικανών ημερών, ερευνών ο καλός Νικόλαος περί της μητρός του, έμαθεν ότι ζη και είναι υγιής· περιχαρής γενόμενος ο νέος έτρεξεν ευθύς και επήγε να συναντήση την γλυκυτάτην μητέρα του, ενδεδυμένος με τα τουρκικά του φορέματα, Τούρκος ων, χωρίς να στοχάζεται παντελώς τι κακόν ήτο εκείνο όπου έκαμε. Συνήντησε λοιπόν την μητέρα του με μεγάλην χαράν· αλλ’ η ευσεβεστάτη εκείνη γυνή και καλή μητέρα, ευθύς ως είδεν αυτόν με τέτοιαν παράστασιν, δεν έχασεν ούτε στιγμήν, αλλά λέγει προς αυτόν· «Μη έλθης πλησίον μου. Ποία εμφάνισις είναι αυτή που βλέπω εις σε»; Εκείνος αμέσως αποκρίνεται εις αυτήν αδιαφόρως, ότι έγινε Τούρκος, φευ! μη ειδώς ο ελάλει. Η καλή Χριστιανή, χωρίς άλλον λόγον, «φεύγε, του λέγει· φεύγε απ’ εδώ ως τάχιστα! Εγώ δεν εγέννησα Τούρκον, αλλά εγέννησα Νικόλοαν Χριστιανόν· φεύγε, να μη σε βλέπουν οι οφθαλμοί μου». Ομοίως του είπε και άλλα πολλά τοιαύτα, με ψυχροτάτην αποστροφήν. Ο καλός υιός υπήκουσεν· υπετάχθη εις την αποστροφήν της καλής μητρός· δεν απεκρίθη λόγον ουδένα, αλλά παρευθύς ηννόησε το μέγα κακόν όπου έκαμε και τα σκληρά λόγια της καλής μητρός ως φαρμακερά βέλη διεπέρασαν την καρδίαν του καλού υιού. Περίλυπος γενόμενος έως θανάτου ανεχώρησεν· απεχωρίσθη την γλυκυτάτην μητέρα, εις εαυτόν δε ελθών, προσεκολλήθη η ψυχή αυτού προς τον γλυκύτατόν μας Ιησούν, και φεύγων κατά διάνοιαν έλεγεν· «Πηγή του ελέους! Άβυσσος της αγαθότητος! Πατήρ των οικτιρμών! Ελέησόν με! Την ανομίαν μου εγνώρισα και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι δια παντός· οδήγησόν με εν γη ευθεία». Δεν επέστρεψε λοιπόν πλέον εις την κατηραμένην οικίαν του αγά, αλλ’ επήγεν εις την Σμύρνην. Κατ’ οικονομίαν δε του αγίου Θεού ευρήκεν εκεί καθ’ οδόν ένα θείον του πλοίαρχον, ανεγνωρίσθησαν ευθύς και εφανέρωσεν ο νέος μυστικώς εις αυτόν την φρικώδη αμαρτίαν, εις την οποίαν από ανοησίαν υπέπεσεν. Ο θείος του ελυπήθη σφόδρα, αλλά τον ευσπλαγχνίσθη, τον ενέδυσε φράγκικα ιμάτια και τον επεβίβασεν εις ένα πλοίον, το οποίον επήγαινεν εις Κωνσταντινούπολιν. Απ’ εκεί τον συνεβούλευσε και τον παρεκίνησε να υπάγη εις την Ρωσίαν, να μετανοήση δια το μέγα αμάρτημα, να διορθωθή ψυχικώς και να ησυχάση εκεί, έχων προ οφθαλμών εις όλην του την ζωήν τον φόβον του Θεού, χωρίς να λησμονήση ποτέ αυτό το ανόμημα, του είπε δε και άλλα πολλά. Ο δε νέος επήγεν εις την Πόλιν· απ’ εκεί κατήντησεν εις την Βλαχίαν, συμβουλευόμενος από άλλους, ότι και εκεί χριστιανικοί τύποι είναι και ευρίσκει την σωτηρίαν της ψυχής του. Έφυγεν όμως και από εκείνους τους τόπους, βλέπων ότι, αντί να ωφεληθή, εκινδύνευε περισσότερον να απολεσθή ψυχικώς και επέστρεψε πάλιν εις Σμύρνην, συλλογιζόμενος με μεγάλην φροντίδα περί του πώς να οικονομήση την σωτηρίαν του. Εις Σμύρνην ευρισκόμενος συνήντησε δια δευτέραν φοράν τον προαναφερθέντα θείον του, όστις βλέπων αυτόν ανέλπιστα εκ δευτέρου τον απεστράφη και τον απεδίωξε, διότι δεν τον ήκουσε, να πράξη καθώς τον είχε συμβουλεύσει. Όλα όμως αυτά εγίνοντο κατά θείαν βούλησιν και πρόνοιαν, επειδή απελπιζόμενος ο καλός Νικόλαος όλως διόλου από ανθωπίνης βοηθείας, ήρχισε να κλαίη θερμώς και να λέγη με ακροτάτην κατάνυξιν εκ βαθέων ψυχής· «Θεέ μου εύσπλαγχνε! Παντοκράτορ και ελεήμον! Φώτισόν με, ίνα γνωρίσω οδόν εν η πορεύσομαι· μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού· μη νικήση το μέγεθος των αμαρτιών μου την άμετρον ευσπλαγχνίαν σου». Ταύτα παρακαλών τον Κύριον επρόφθασε σύντομα και το έλεος του Θεού και τον ωδήγησαν τινές Χριστιανοί εις τινα αγιορείτην  πνευματικόν πρακτικώτατον, όστις ευρέθη τότε εις την Σμύρνην, εις τον οποίον και εξωμολογήθη με συντριβήν καρδίας όσα εκ νεότητος ήμαρτεν· έκλαυσε δε πικρώς την μεγάλην ανομίαν, την οποίαν ανοήτως είχεν εκτελέσει. Ο δε πνευματικός, αφού τον κατήχησεν αρκούντως, τον παρηγόρησεν· είτα τον συνεβούλευσε να υπάγη εις το Άγιον Όρος, εκεί δε αναμφιβόλως θέλει εύρει την σωτηρίαν του και ψυχικώς και σωματικώς. Τέλος πάντων κατευωδώθη θεία δυνάμει εις Άγιον Όρος και εκεί ευρήκεν ένα συμπατριώτην του κελλιώτην , όστις τον εδέχθη μετά φιλαδελφίας και τον ανέπαυσε σωματικώς. Έπειτα τον παρουσίασεν εις πολλούς πνευματικούς Πατέρας αγίους, κατά ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένους και πεφωτισμένους υπό του Παναγίου Πνεύματος, ώστε να δύνανται με τας ψυχοσωτηρίους διδασκαλίας και πατρικάς νουθεσίας των να επιστρέφωσι τους προσερχομένους από την αμαρτίαν, να τους φωτίζωσιν εις παν έργον αγαθόν και να τους στερεώνωσιν εις την αρετήν. Με τας συχνοτέρας λοιπόν κατανυκτικάς εξομολογήσεις όπου έκαμνεν ο τρισμακάριος και την τελείαν μετάνοιαν της εξ αγνοίας μεγάλης του αμαρτίας, επέλαμψεν εν τη καρδία του έρως θεϊκός και καταφλέγετο ακαταπαύστως πότε και πώς να αξιωθή να χύση το αίμα του υπέρ της αγάπης του γλυκυτάτου μας Ιησού Χριστού. Τούτο εφανέρωσεν εις τους αγίους εκείνους πνευματικούς, οίτινες, κατά την συνήθειαν και το χρέος των, ημπόδιζον αυτόν από τούτο, προβάλλοντες τους πολλούς κινδύνους και τας δυσκολίας όπου έχει το μαρτύριον. Εδοκίμασε δε ο αείμνηστος εις το Άγιον Όρος πολλούς και διαφόρους πειρασμούς και θλίψεις, διωκόμενος και αποστρεφόμενος, φθόνω του μισοκάλου, αλλά πάντα υπέμεινεν αγογγύστως με άκραν του ευχαρίστησιν, δοξάζων τον Άγιον Θεόν και την Κυρίαν Θεοτόκον, με λογισμόν ότι όλα αυτά του εγίνοντο δι’ άφεσιν των αμαρτιών του και σωτηρίαν της ψυχής του. Ούτως έχων, έμαθεν ότι εις την περιβόητον σκήτην της Αγίας Άννης ευρίσκετο ένας συμπατριώτης του οσιώτατος Χατζή Στέφανος καλούμενος, συναγωνιζόμενος εκεί επ’ αρετή μετά των λοιπών οσιωτάτων Πατέρων. Όθεν εσκέφθη ότι ημπορούσε να εύρη εκεί την πεποθημένην του ησυχίαν και να αγωνισθή όσον βούλεται, κατά τας δυνάμεις του. Όθεν έτρεξεν ευθύς, επήγεν εκεί και ευρήκε τον ποθούμενον. Ο δε οσιώτατος Χατζή Στέφανος τον υπεδέχθη ασμένως, αυτός δε του εφανέρωσεν όλα όσα του συνέβησαν απ’ αρχής, έως εις αυτήν την ώραν όπου ηνταμώθησαν. Ο ευλογημένος αυτός και ευσπλαγχνικώτατος, ακούων αυτόν, έκλαυσε μεν κατά τούτο, ότι ένας τοσούτον νέος εδοκίμασε τοιαύτα δεινά, εχάρη δε ταυτοχρόνως, ότι τον είδεν εις τοιαύτην μετάνοιαν και επιστροφήν· δια ταύτα και τον εκράτησαν εις την οικίαν των να συναγωνίζεται μετ’ αυτών, ούτω δε να καθαρισθή τελείως από κάθε ρύπον και μολυσμόν σαρκός και πνεύματος. Εδοκίμασεν όμως πολλούς πειρασμούς και ο Χατζή Στέφανος, συνεργεία του Σατανά, και γογγυσμούς από την συνοδείαν του, η οποία δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον να μείνη μαζί των ο προ του μαρτυρίου Μάρτυς τη προαιρέσει Νεκτάριος· αλλ’ ο χριστομίμητος Στέφανος πάντα υπέμεινε με άκραν υπομονήν δια την αγάπην του Χριστού, ομού και την του αδελφού Νεκταρίου. Τέλος η χάρις του Παναγίου Πνεύματος εφώτισε τους συναδέλφους του ασκητάς και ησύχασαν αναμεταξύ των, ευχαριστηθέντες να έχωσι και τον ξένον αυτόν και πτωχόν μεθ’ εαυτών να συναγωνίζεται. Ω των σοφών κριμάτων, Χριστέ Βασιλεύ! η πρώην ανησυχία και ταραχή, η αποστροφή και το μίσος, έγιναν ύστερον γαλήνη και ησυχία και αγάπη κατά Χριστόν ειλικρινεστάτη και καθαρά· όθεν όλη η Συνοδεία των αδελφών εφιλοτιμήθησαν ολοψύχως να αναδείξουν τον διωκόμενον και μισούμενον ξένον σκεύος καθαρόν και άξιον εργάτην των εντολών του Χριστού. Αλλά δόξα σοι, Θεέ υπεράγαθε! Συ επιστρέφων λυπείς, ως σοφός ιατρός, αλλά και θεραπεύεις ως θαυμαστός οικονόμος. Όλοι εφρόντισαν δια την ψυχικήν σωτηρίαν του νέου· τον εφωδίασαν από όλα τα χρειώδη μυστήρια της λαμπράς και αληθούς ημών πίστεως, δια τον δρόμον της ασκήσεως· ουδείς δε ο αίτιος των τοιούτων καλών, ειμή η υπομονή βέβαια και των δύο, και του νέου αγωνιστού Νεκταρίου και του Γέροντος οσιωτάτου Στεφάνου. Υπομονή λοιπόν, αρετή αξιάγαστε! Συ γίνεσαι των θλιβομένων ψυχών η μόνη παραμυθία και ανάπαυσις. Αφού ηξιώθη να ενδυθή το των Μοναχών Αγγελικόν Σχήμα ο όντως Νεκτάριος, τις διηγήσεται τας νηστείας, χαμευνίας, γονυκλισίας, ολονυκτίους προσευχάς, όπου έκαμνεν αδιακόπως ο τρισμακάριστος; Τας δε χύσεις των δακρύων των αδύνατον λόγος να παραστήση· δύο πηγαί αείρρυτοι έγιναν οι δύο οφθαλμοί του· πάντες δε εθαύμαζον του νέου εκείνου την θείαν όντως αλλοίωσιν· ούτοι δε οι αγώνες και τα θεληματικά μαρτύρια, όπου καθ’ εκάστην εδοκίμαζεν ο και προ του μαρτυρίου Μάρτυς του Χριστού, συντόμως και εις βραχύτατον καιρόν αποκατέστησαν αυτόν να δείξη την κλήσιν τη πράξει φερώνυμον· να αφαιρέση, δηλαδή, κάθε γήϊνον και θνητόν φρόνημα αφ’ εαυτού και να μιμηθή το πάθος του Εσταυρωμένου γλυκυτάτου μας Ιησού Χριστού και Θεού όσον τάχιστα. Και ακούσατε προσεκτικώς να θαυμάσητε, πόσα δύναται η μετάνοια η αληθινή και τελεία. Είσθε βέβαιοι ότι ένας ληστής, με το «Μνήσθητί μου» μόνον, εκέρδησε τον Παράδεισον, αλλ’ εις τον ίδιον καιρόν, εννοήσατε καλώς ή ερωτήσατε να μάθετε, το τι ήξιζεν εκείνος ο λόγος, εκείνη η μετάνοια του ευλογημένου ληστού; Ούτω λέγει ο χρυσορρήμων διδάσκαλος και λαμπρότατος φωστήρ της Οικουμένης, εις ένα του λόγον περί Εξομολογήσεως και Μετανοίας· «Τον ημαρτηκότα, επειδάν ομολογήση τα ημαρτημένα και την εξής ασφάλειαν επιδείξηται, αθρόον ο Θεός δίκαιον αποφαίνει, προωρισμένον και άξιον των ουρανίων αγαθών». Ώστε λοιπόν και ούτος ο ένδοξος Οσιομάρτυς Νεκτάριος, ένας τοιούτος νέος, μεταξύ ασεβών αναστρεφόμενος και ανατρεφόμενος, έτι δε και της ασεβείας εκείνων τρόφιμος γενόμενος, να αξιωθή μετά ταύτα τοιαύτης μετανοίας, πρώτον μεν με αγώνας ιεράς ασκήσεως, ύστερον δε και μετά μαρτυρικού τέλους, με τοιαύτα βάσανα, σώμα νεώτατον και απαλόν, επειδή δεν είχε πολύ περισσότερον από μίαν εικοσαετή ηλικίαν, άραγε δεν συνομολογείτε πάντες, ότι ήτο βέβαια προωρισμένος από τον δίκαιον Κριτήν των απάντων Θεόν, να δοξασθή και ούτος μετά των λοιπών αγίων Μαρτύρων; Ώστε λοιπόν ας μη φαίνεται εις κανένα παράξενον και φοβερόν, όταν ακούη από το στόμα του Χριστού, είτε τον ουράνιον Παύλον λέγοντα· «Ον μεν θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει», επειδή όσον δύσληπτον νόημα περιέχει τούτο το ρητόν, τόσον πάλιν είναι και εύληπτον. «Η γαρ δικαία του Θεού κρίσις ταις ημετέραις διαθέσεσιν εξομοιούται οία περ δε τα παρ’ ημών η, τοιαύτα ημίν εκ των ιδίων παρέχει». Είναι λόγος του Νυσσαέων φωστήρος μεγάλου Γρηγορίου· όμως ο λόγος ετράπη εις παρέκβασιν προς περισσοτέραν πληροφορίαν σας, αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν. Δεν ηυχαριστήθη δε ο νέος ούτος ασκητής Νεκτάριος μέχρι τούτου, με μόνους τους αγώνας της ασκήσεως, καθώς τους ηκούσατε· αλλ’ αφού έπιεν άπαξ το θείον νέκταρ εκ των πηγών του σωτηρίου νάματος, ενθουσιών εις το εξής πλέον, έκλαιε και εδέετο: «Βασιλεύ δίκαιε, οικτίρμον και πολυέλεε! Σπλαγχνίσθητί με τον αχρείον δούλον σου· πλάσμα σου είμαι· κληρονομία σου είναι η ψυχή μου. Ενίσχυσον και ενδυνάμωσον τούτο το εξ αγνοίας μου μολυνθέν σώμα μου, να καθαρισθή με την χύσιν των αιμάτων μου και καθώς σε ηρνήθην ανοήτως, ούτω πάλιν αξίωσόν με να σε κηρύξω λαμπρώς Θεόν αληθέστατον ενώπιον των αθέων Αγαρηνών, Χριστέ μου γλυκύτατε, δια προστασίας της Παναχράντου σου Μητρός, της μόνης ελπίδος μου». Ούτως εδέετο καθ’ εκάστην ώραν με θερμότατα και άφθονα δάκρυα. Εφάνη δε η μεγάλη κατάνυξις και συντριβή της καρδίας του, ότι έγινε με την συνέχειαν του ολίγου καιρού της ασκήσεώς του ως μία φλόγα άσβεστος, ήτις κατέκαιε την ψυχήν του, βιάζουσα αυτόν να τρέξη όσον τάχιστα, ως διψώσα έλαφος εις τας πηγάς των μαρτυρικών υδάτων· εφανέρωσε δε εις τον οσιώτατον Χατζή Στέφανον τον υπερζέοντα πόθον του. Ο δε ευλογημένος ούτος ανήρ τον εμποδίζει αποβλέπων εις την τρυφεράν ηλικίαν του, αλλ’ ο θείος νέος δεν καταπείθεται και λέγει· «Είναι αδύνατον, Γέροντα, να εμποδισθώ. Φλογίζεται η καρδία μου και σπεύδω να χύσω το αίμα μου, με όσα είναι δυνατόν διάφορα κολαστήρια, υπέρ του ονόματος του γκυκυτάτου μου Δεσπότου, Κυρίου Ιησού Χριστού, τον οποίον ηρνήθην ο ταλαίπωρος». Τον παραλαμβάνει τότε ο χριστομίμητος Στέφανος, τον πηγαίνει εις διαφόρους πνευματικούς, αλλά και εκείνοι ομοίως τον εμποδίζουν, προβάλλοντες μυρία όσα, φοβούμενοι οι ιερώτατοι άνδρες το άδηλον της του μαρτυρίου εκβάσεως δια την νεότητά του· τους αποκρίνεται δε ο καλός αθλητής· «Είναι αδύνατον, θειότατοι και σεβασμιώτατοί μου πνευματικοί, να εμποδισθώ, έχων ενδυναμούσαν με την δύναμιν του γλυκυτάτου μου Ιησού και Θεού, έχων ενισχύουσάν με την άμαχον προστασίαν της Υπεραγίας Θεοτόκου· εγώ θέλω αρχίσει, η δε θεία δύναμις εκείνων θέλει τελειώσει τον αμετάθετον πόθον μου· ελπίζω εις την ευσπλαγχνίαν αυτών και του γλυκυτάτου Υιού, ως και της γλυκυτάτης Μητρός, να μη με εγκαταλείπωσιν αβοήθητον».  Οι άγιοι πνευματικοί τότε, ακούοντες τοιαύτα λόγια, με τοιούτον ένθερμον ζήλον, έκαστος ηύχετο αυτώ εκ ψυχής, επευλογών αυτόν πατρικώς, δεόμενοι του Αγίου Θεού να τον στηρίξη και να τον ενδυναμώση εις τον αγώνα του μαρτυρίου μέχρι της τελείας αθλήσεως, δια να αξιωθή και των ουρανίων και μαρτυρικών στεφάνων. Εφοδιασθείς λοιπόν με τας ευχάς και ευλογίας των τε αγιωτάτων εκείνων πνευματικών και των λοιπών οσιωτάτων Πατέρων, με τας εγκαρδίους δεήσεις των προς τον Άγιον Θεόν, έλαβε την άδειαν να απέλθη δια το μαρτύριον. Ο δε φιλομάρτυς και οσιώτατος Στέφανος, λέγει προς τον αθλητήν του Χριστού Νεκτάριον· «Αδελφέ! την ψυχήν μου υπέρ σου θύσω· καν δέη με συν σοι αποθανείν, ου μη σε απαρνήσομαι». Ευθύς λοιπόν κινούν αμφότεροι, λαβόντες τας ευχάς του οσιωτάτου Γέροντος και των λοιπών συνασκουμένων Πατέρων, δεόμενοι εξ όλης ψυχής, ίνα κατευθύνη Κύριος ο Θεός τα διαβήματα αυτών εις οδόν σωτηρίας μέχρι τέλους. Απεχωρίσθησαν λοιπόν αμφότεροι μετά δακρύων από την Ιεράν Συνοδείαν των, μηδέν προτιμήσας ο χριστομίμητος και πολλών επαίνων άξιος αυτός Χατζή Στέφανος εκ πάντων ων είχεν, υπέρ της αγάπης του Χριστού και του αδελφού Νεκταρίου, μηδέ εις νουν βαλλόμενος τον προκείμενον εις αυτούς αγώνα· αλλά τα πάντα παριδών και σκύβαλα λογισάμενος, ηκολούθει ο φιλομάρτυς τον Μάρτυρα και ούτως υπήγον εις διαφόρους οθωμανικούς τόπους, έτι δε και αυτήν την Κωνσταντινούπολιν επί Πατριαρχίας του Παναγιωτάτου Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄. Πόσους δε πειρασμούς και οία δεινά οι τρισόλβιοι εδοκίμασαν είναι αδύνατον να εκφράσωμεν δια λόγων, δια τούτο και όλα παραιτούμεν, δια να μη γίνη η διήγησις απέραντος και προξενήση δυσαρέσκειαν εις τους ακούοντας. Εις όσα μέρη των Αγαρηνών επήγαν, ο μεν με σκοπόν δια να μαρτυρήση κατά τον πόθον του, ο δε δια να στέκη προς παρηγορίαν του και να τον επιστηρίζη με τα πρόσφορα και χρειώδη της αγιωτάτης ημών Πίστεως, δεν ήτο ευδοκία του Αγίου Θεού. Ήτο δε αποφασισμένον και προωρισμένον εκ θείας προνοίας, δια να πολεμήσωσι κατά του αλάστορος και κοσμοκράτορος διαβόλου και να δοκιμάσωσι πολλάς θλίψεις, στενοχωρίας, ύβρεις, διωγμούς και φυλακάς δια να φανώσι τέλειοι Μάρτυρες, ο μεν θείος Νεκτάριος ενεργεία και πράξει, ο δε Οσιώτατος Στέφανος τη κατά Θεόν γνώμη και προαιρέσει, ενθυμούμενοι πάντοτε, ότι ουδείς στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση· ύστερον δε από όλα αυτά, επήγαν και εις την πατρίδα των. Πάλιν δε ομοίως, αλλά και πολύ περισσότερον, έστησεν ο πονηρός δαίμων όλας τας παγίδας του κατ’ αυτών· αλλ’ εκεί και κατησχύνθη τελείως, και όλαι του αι δυνάμεις ως βέλη νηπίων εφάνησαν. Πρώτον διήγειρεν ο παγκάκιστος κατά των μακαρίων ανδρών όλους, συγγενείς, φίλους, γνωρίμους, μικρούς, μεγάλους, άνδρας, γυναίκας, ως θηρία ανήμερα να τους καταφάγωσι· τους απέβαλον τέλος πάντων, κακήν κακώς απ’ εκεί, δια να πληρωθώσιν εις αυτούς τα των Αποστόλων παθήματα «διωκόμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι» και τα λοιπά. Όθεν επειδή δεν υπήρξε τρόπος να ευρίσκωνται ομού και οι δύο, έγινεν απόφασις του Αγίου Θεού να λάβωσι τέλος οι αγώνες των· και ο μεν Μάρτυς, εκεί όπου ηρνήθη ου κατ’ επίγνωσιν, εκεί και λαμπρώς να κηρύξη και να ομολογήση το σωτήριον όνομα του γλυκυτάτου Χριστού· ο δε φιλομάρτυς να σταθή εις άλλο μέρος, μέχρι της πεποθημένης ευτυχεστάτης εκβάσεως του μαρτυρίου, ίνα κομίσηται εκ Θεού και τέλειον τον μισθόν των βασάνων του και την απόλαυσιν της σορού των λειψάνων του Μάρτυρος Νεκταρίου του. Ο μεν λοιπόν οσιώτατος Στέφανος επήγεν εις την Σμύρνην με την γνώμην του Μάρτυρος, όχι κενώς και εις μάτην, αλλά δια να ενεργή απ’ εκεί παντοιοτρόπως τα τελεσιουργικά, όσα χρειώδη, προς σωτηρίαν της λαμπράς ημών πίστεως· ο δε Μάρτυς έμεινεν εις την πατρίδα του, ης ουδέν γλυκύτερον, κατά τον ειπόντα, να την αγιάση και να την λαμπρύνη με τον τέλειον σωματικόν αποχωρισμόν της ιεράς του αθλήσεως. Και ακούσατε! Δια να ησυχάση τους συμπατριώτας του και να παύση τον φόβον τον μέγαν όπου έλαβον δια τους Αγαρηνούς, παρουσιάσθη εις τους Τούρκους εν σχήματι οθωμανικώ, ζων μετ’ αυτών μέχρι του μπαϊραμίου των, πλην σύννους αείποτε και σκυθρωπός. Ελθούσης δε της παμμιάρου ταύτης εορτής των και αυτός συνεορτάζων εφαίνετο τρόπον τινά, δια να αποβάλη πάσαν υποψίαν από αυτούς, ότι είχε ποτέ συναναστροφήν μετά των Χριστιανών ή παρεκινήθη όλως υπ’ αυτών εις το έργον τούτο. Μετά τρεις ημέρας από της μιαράς εορτής του μπαϊραμίου, ημέρα Σαββάτω, κατά τας τρεις του Ιουλίου μηνός, προσευχόμενος ολονυκτίως εν κατανύξει και συντριβή καρδίας μετά θερμοτάτων δακρύων, ενδυναμωθείς υπό του θείου τούτου όπλου της προσευχής, παρουσιάσθη εις τον Κριτήν· χαιρετήσας δε αυτόν τουρκιστί, ως σύνηθες, είπεν εις αυτόν με θάρρος μέγα· «Εφέντη, εγώ εγεννήθην και ήμην Χριστιανός, Νικόλαος ονομαζόμενος· μικρός δε την ηλικίαν και ανόητος ων, επλανήθην υπό τινος των ενταύθα Χουσεϊν αγά, όστις υποσχεθείς εις εμέ πολλά πράγματα, υποστατικά, πλούτη χρημάτων, ιμάτια λαμπρά και άρματα καλά, με ηπάτησεν ως παιδί ανόητον και ηρνήθην, φευ! τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν και έγινα Τούρκος. Αφού ήλθον εις ηλικίαν μεγαλυτέραν και τον εγνώρισα ψεύστην εις τας υποσχέσεις του, ανεχώρησα από αυτόν και από τον τόπον τούτον και διέτριβον μέχρι τούδε εις Κεζάερλι (τούτο δε είπε δια να μη φανερωθή που διέτριβε)· τώρα δε, όπου έφθασα εις αυτήν την ηλικίαν όπου με βλέπεις, συλλογιζόμενος το μέγα κακόν όπου έπαθον, να αρνηθώ την αμώμητον και λαμπράν πίστιν των Χριστιανών από την ανοησίαν μου και να δεχθώ την βρωμεράν σας πίστιν, ιδού από την ώραν ταύτην παραιτούμαι αυτής και σας την επιστρέφω» Εν τω άμα δε έρριψε χαμαί το σαρίκι και το φέσι, λέγων· «Λάβετε τα σημεία της πίστεώς σας, εγώ Χριστιανός εγεννήθην, Νικόλαος, και Χριστιανός θέλω να αποθάνω δια μαρτυρίου, δια να πλύνω τον μολυσμόν, τον οποίον έλαβον, με την χύσιν των αιμάτων μου». Ταύτα ακούσας ο Κριτής, από ένα τοιούτον νέον, με τοσαύτην αφοβίαν, εξέστη και ηλλοιώθη την όψιν· πλην βλέπων την νεότητά του, την ωραιότητα και ελευθερίαν του, ήλπιζε με κολακείας να τον καταπείση. Αφού όμως είδεν, ότι δεν καταπείθεται, εκράτησε τον θυμόν του και του λέγει με ημερότητα· «Σε βλέπω, παιδί μου, πολύ νέον και σε στοχάζομαι ασυλλόγιστον και ότι αφ’ εαυτού σου δεν τα λέγεις αυτά· λοιπόν ύπαγε να συλλογισθής καλώς, επειδή η τοιαύτη σου παρρησία και αυτά όπου λέγεις με τόσην ελευθερίαν και αφοβίαν έχουν και βασάνους φοβεράς, τας οποίας δεν θα δυνηθής να υποφέρης, μόνον έλα εις τον εαυτόν σου». Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ καλώς εσυλλογίσθην προηγουμένως και έβαλον προ οφθαλμών μου όλας τας βασάνους που δύνασθε να μου κάμετε και ούτως ήλθον να κηρύξω τον γλυκύτατόν μου Χριστόν Θεόν αληθέστατον παρρησία εις όλους σας και να λάβω μυρία βάσανα δια την αγάπην Του». Ο Κριτής πάλιν του είπε χωρίς οργήν· «Φύγε και πήγαινε να συλλογισθής». Ο Άγιος τότε ανεχώρησε και ευρών τόπον ήσυχον και απόκρυφον και διανυκτερεύσας προσηύχετο έως το πρωϊ. Την τρίτην ώραν της Κυριακής παρουσιάσθη πάλιν εις τον Κριτήν και του λέγει· «Ιδού, εφέντη· ήλθον δια να σου ειπώ, ότι εσυλλογίσθην κατά την προσταγήν σου καλώς και ομολογώ, ότι ηπατήθην ως ανόητον παιδί, καθώς και χθες σοι το είπον· τώρα δε με την αύξησιν της ηλικίας μου, όπου ήλθεν εις τον νουν μου εκείνο όπου έκαμα, κλαίω την αμαρτίαν μου και καταπατώ την μιαράν σας πίστιν ως ψευδή και πεπλανημένην». Ταύτα αφόβως λέγοντος του Μάρτυρος, επλήσθη θυμού μεγάλου ο Κριτής και υβρίσας αθέως αυτόν απέστειλε δεδεμένον εις τον ηγεμόνα του τόπου· αλλ’ επειδή αυτός κατά σύμπτωσιν έλειπεν εις το Μελεμένι, έφερον τον Άγιον οι υπηρέται εις τον Μπουλούκμπασην του ηγεμόνος, όστις, ιδών αυτόν ούτω σεμνοπρόσωπον, ωραιότατον και ακμάζοντα την ηλικίαν, εθαύμασε και ήρχισε με πραότητα να τον ερωτά, τις είναι και διατί τον έφεραν με τέτοιον τρόπον έμπροσθέν του. Ο Άγιος είπεν εις αυτόν τα όμοια· ο δε μιαρός εκείνος, μολονότι εθύμωσε, δεν έκρινεν εύλογον να αποφασίσουν τι κατ’ αυτού, απόντος του ηγεμόνος. Όθεν έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, ασφαλίσας τους πόδας του εις την λεγομένην ποδοκάκην, εκρέμασαν δε και άλυσον εις τον μακάριον λαιμόν του. Τότε ο τρισμακάριστος Μάρτυς επλήσθη πάσης χαράς, ότι τον ενεθυμήθη ο κηρυττόμενος υπ’ αυτού γλυκύτατος Χριστός. Ούτως ευρίσκετο ο Μάρτυς εις την φυλακήν πέντε ημερονύκτια, δεόμενος με θερμότατα δάκρυα να τον ενδυναμώση ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ικετεύων δε την Βασίλισσαν του ουρανού και της γης έλεγεν· «Ιδού προσέρχομαι ζεούση ψυχή, Κυρία και γλυκυτάτη μου Δέσποινα, μη τολμών να προσέλθω εις τον Υιόν Σου μετά παρρησίας δια τας απείρους μου αμαρτίας· πρόφθασον, αντιλαβού μου! Μη βδελύξης με· μη παραβλέψης με τον μεγίσταις οδύναις εξεταζόμενον, αλλ’ ενίσχυσόν με και καταπράϋνον τον κλύδωνα των πονηρών μου λογισμών· επάναψον τον προς τον Υιόν Σου και Θεόν μου πόθον και φόβον μέχρι τελευταίας μου αναπνοής, ίνα μη καταφλεχθώ ο τάλας τω ασβέστω και αιωνίω πυρί». Ταύτας και άλλας πολλάς ευχάς λέγων, έμεινε τρία ημερονύκτια παντελώς άσιτος και χωρίς ύδωρ. Συγχρόνως εδίδασκε και τινας των Χριστιανών, φυλακισμένους δια αιτίας τινάς, συμβουλεύων αυτούς όσα συνετέλουν εις ψυχικήν σωτηρίαν των, προλέγων εις αυτούς και τα μέλλοντα να συμβώσιν εις αυτόν. Εν τω μεταξύ δε των ημερών τούτων ήρχοντο εις την φυλακήν κατά σειράν και όλοι οι προύχοντες και πλούσιοι των Αγαρηνών, υποσχόμενοι εις αυτόν πλούτη, αμπέλους, εργαστήρια, γάμους και όσα άλλα δύνανται να εφελκύσωσι και να απατήσωσι μίαν τοιαύτην νεότητα· αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Μάρτυς πάντας απέστελλεν απράκτους και κατησχυμμένους δια των γενναίων του αποκρίσεων, λέγων εις αυτούς· «Πάντα ταύτα θεωρώ σκύβαλα, αλλά και ο κόσμος όλος δεν με ενδιαφέρει, μόνον δε το κοσμοσωτήριον πάθος του Χριστού μου επιποθώ». Ταύτα λέγων ο Μάρτυς εξέπληξεν άπαντας· παρελθουσών δε των πέντε ημερών, έφθασε και ο ηγεμών, ημέρα Παρασκευή, ως λέων ορυόμενος κατά του Μάρτυρος, επειδή έμαθε τα κατ’ αυτόν άπαντα. Ευθύς λοιπόν επρόσταξε και έφεραν τον Άγιον έμπροσθέν του· και κατά πρώτον μεν τον ηρώτησε μετά πραότητος και γελαστού προσώπου· «Συ είσαι εκείνος όπου έχουν εις την φυλακήν, διότι είχες δεχθή την πίστιν μας και τώρα την αρνείσαι»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Ναι, εγώ είμαι». Λέγει πάλιν ο ηγεμών· «Ποίος από τους γκιαούρηδες σου είπεν ότι θέλεις γίνει Άγιος με αυτόν τον τρόπον»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Η ευσπλαγχνία του Ιησού Χριστού μου, ήτις είναι άπειρος, θέλει με ελεήσει και καθαρίσει από τον ρύπον, τον οποίον έλαβον από την σφραγίδα της μιαράς σας πίστεως, και θέλει λαμπρύνει την ψυχήν μου με την χύσιν των αιμάτων μου». Του είπεν ο ηγεμών· «Εις εσένα, μουρτάτη, κατέβη ο Θεός να τα βεβαιώση αυτά»; Λέγει ο Μάρτυς· «Ναι, εις εμέ». Βλέπων ο ηγεμών την παρρησιαστικήν τόλμην του Αγίου, πάλιν με κολακείας του λέγει· «Ελθέ, παιδί μου, εις τον εαυτόν σου! Λυπήσου την νεότητά σου, την ωραιότητά σου! Κράτει την πίστιν μας και εγώ θα σε κάμω υπάλληλόν μου, θα σου χαρίσω μεγάλα αγαθά και θα σε τιμήσω περισσότερον από όλους· ειδεμή θέλω σε βασανίσει ασπλάγχνως και θα σε θανατώσω ανηλεώς». Είπεν ο Μάρτυς· «Τα αγαθά σου και αι τιμαί σου μαζί και με την θρησκείαν σου ας υπάγουν εις απώλειαν· εγώ δε την χριστιανικήν μου πίστιν κρατώ, το δε γλυκύτατον όνομα του Χριστού μου κηρύττω και μεγαλύνω δια παντός, προσκυνών Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, επικαλούμαι δε την Κυρίαν μου Θεοτόκον πάντοτε εις βοήθειάν μου· τας δε βασάνους και τα μαρτύρια, άτινα θέλεις μου κάμει και αυτόν τον θάνατον, δεν τα φοβούμαι τελείως, αλλά επιθυμώ να τελειώσω όσον τάχιστα». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών κατησχύνθη και έμεινε συλλογισμένος· όθεν μη γνωρίζων τι να πράξη, επρόσταξε να τον ρίψουν πάλιν εις την φυλακήν με αλύσεις και εις την ποδοκάκην, σκληρότερον από την πρώτην φοράν. Ο δε μακάριος έχαιρε και ηγαλλιάτο λέγων· «Κύριος βοηθός μου και ου φοβηθήσομαι, τι ποιήσει μοι άνθρωπος»; Ταύτα ερευνών και ο φιλομάρτυς οσιώτατος Στέφανος και μανθάνων υπερεφαιδρύνετο· και ήλπιζεν ότι, καθώς ήτο η αρχή, τοιουτοτρόπως θα ήτο και το τέλος μακάριον και δεν έπαυε να διενεργή απ’ εκεί τα προς σωτηρίαν του Μάρτυρος. Οι δε Χριστιανοί, ακούοντες και βλέποντες τα του Αγίου τρόπαια, μετεβλήθησαν εις ημερότητα και ευλάβειαν, παρακαλούντες τον Άγιον Θεόν να τον ενδυναμώση μέχρι τέλους· κατ’ εκείνην δε την νύκτα της Παρασκευής, κατά την οποίαν εξημέρωνε Σάββατον, εζήτησεν ο μακάριος δια μέσου τινών Χριστιανών την δια προσευχής βοήθειαν των ιερέων και την θείαν Κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων. Όθεν τινές των ιερέων και λαϊκών, αναθαρρήσαντες, απέστειλαν εις αυτόν τω Σαββάτω πρωϊ την ιεράν μετάδοσιν, την οποίαν λαβών εις χείρας και προσευχηθείς ικανώς μετέλαβε μετά κατανύξεως και δακρύων πολλών. Τοιουτοτρόπως ενδυναμωθείς υπό του θείου και ακαταμαχήτου τούτου όπλου της θείας Μεταλήψεως περιέμενε την κατ’ αυτού απόφασιν ώρα τη ώρα· πλην επέρασε και εκείνη η ημέρα του Σαββάτου, κατά την οποίαν δεν παρέλειψεν ο ηγεμών να ερωτά αυτόν αμέσως και εμμέσως πολλάς φοράς και να αγωνίζεται μεγάλως, μήπως και απατήση αυτόν με τας κολακείας του, αλλά εις μάτην εκοπίαζεν ο παράνομος. Το εσπέρας λοιπόν του είπεν, ότι αύριον που είναι η Κυριακή σας θα σε αποκεφαλίσω ανηλεώς και θα σε κατακαύσω τόσον, ώστε η κόνις σου να μη φανή. Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Σου είπα, ότι όσας βασάνους και αν επινοήσης να μου κάμης, τας δέχομαι μετά πάσης χαράς, δια την αγάπην του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού». Τότε ο βάρβαρος ηγεμών απελπισθείς επρόσταξε τους δημίους να τον βασανίσουν ανηλεώς, οίτινες και τον εβασάνισαν διαφόρως, καθώς διηγούντο τρεις ευλαβείς Χριστιανοί, οίτινες χάριν περιεργείας δεν έλειψαν από την αγίαν ταύτην θεωρίαν τελείως, καθ’ όσον ηδυνήθησαν, επειδή τους είχε παραγγείλει ο Όσιος Χατζή Στέφανος. Τα δε βάσανα ήσαν ξυλισμοί, χάλκινοι δίσκοι πεπυρωμένοι εις την κεφαλήν και άλλα τινά, έως ότου έμεινεν ο Άγιος ημιθανής. Έπειτα τον έρριψαν πάλιν ως νεκρόν εις την φυλακήν· αλλ’ η θεία δύναμις επρόφθασε και εις καταισχύνην των αθέων Αγαρηνών, εις στηριγμόν δε της σωτηρίας των Ορθοδόξων, εφάνη ο Μάρτυς υγιής και ωραίος ως πρότερον, ψάλλων: «Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου,  διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσιά σου· ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοι … σώσον τον δούλον σου ο Θεός μου, τον ελπίζοντα επί σε … το έλεός σου μέγα επ’ εμέ, και ερρύσω την ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου… ο Θεός παράνομοι επανέστησαν επ’ εμέ… Συ, Κύριε, ο Θεός μου, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος· επίβλεψον επ’ εμέ… Ιδέτωσαν οι μισούντες με και αισχυνθήτωσαν». Τούτους και άλλους ψαλμούς και ευχάς λέγων δεν έπαυσεν αγαλλόμενος έως της τρίτης ώρας της λαμπράς και αξιομνημονεύτου εκείνης Κυριακής, κατά την οποίαν εωρτάζετο και η μνήμη της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας τη ενδεκάτη του Ιουλίου. Τότε συνήχθησαν πάντες οι προύχοντες των Οθωμανών και είπον εις τον ηγεμόνα· «Εφέντη! Δεν συμφέρει πλέον να ζη αυτός ο νέος, όστις εφάνη απειθής και καταισχύνεται η θρησκεία μας με το πολύ πείσμα του». Τότε ο ηγεμών τον παρέδωκεν εις αυτούς, να τον υπάγουσιν εις τον Κριτήν και εάν δεν καταπεισθή, να γράψη την κατ’ αυτού απόφασιν. Εξάγουσι τότε αυτόν εκ του ηγεμόνος γυμνόν, ανυπόδητον, ασκεπή και ημίγυμνον. Αυτός δε υπερχαρής όλος και υπέρλαμπρος, ως άλλος Άγγελος εφαίνετο ο τρισόλβιος. Φθάσας δε εις τον Κριτήν και ερωτηθείς, αυτός είπε μεγαλοφώνως το «Πιστεύω» ολόκληρον παρρησία παντός του πλήθους των Αγαρηνών, χωρίς να δειλιάση ποσώς. Τότε εβάφη κάλαμος αποφάσεως κεφαλικής τιμωρίας. Όθεν έσυραν οι δήμιοι τον μακάριον, ως άγρια θηρία, και έδερον αυτόν ασπλάγχνως, αλλ’ εκείνος έτρεχεν ως υπόπτερος από την χαράν, ότι έφθασεν η ώρα του πεποθημένου τέλους του, έως εις το λεγόμενον Μέλκατζα παζάρι, τόπον της καταδίκης. Εκεί δε ητοιμάζετο ένας Άραψ δήμιος δια να τον αποκεφαλίση. Τότε μόνος ο Χριστομάρτυς εγονάτισε με φαιδρόν πρόσωπον, αλλ’ ο βάρβαρος, δια να τον εκφοβίση, εμετατόπισεν αυτόν τρεις φοράς· ο δε Άγιος μηδέν δειλιάσας μετεσηκώνετο και εγονάτιζεν, έως ότου τον εκτύπησεν ο Άραψ με την μάχαιραν δι’ όλων του των δυνάμεων, αλλά μόλις δύο δάκτυλα εκόπη ο μακάριος λαιμός του. Ο δε θηριόγνωμος εκείνος έμεινεν ημίξηρος, ωσεί νεκρός, μη δυνηθείς να δευτερώση, εις τον οποίον είπεν ο Άγιος τουρκιστί· «Τι στέκεις; Δεν κτυπάς»; Όθεν άλλος δήμιος, σκληρότερος του Άραβος και ωμότερος, έρριψε τον Άγιον πρηνή και έκοψε την αγίαν του κεφαλήν. Ούτως ετελειώθη λαμπρώς μετά θριάμβου και ηρωϊκής καρτερίας το μαρτύριον. Μετά τούτο επροστάχθησαν μετά αγριότητος και αυστηρότητος οι εκείσε ευρεθέντες τρεις Χριστιανοί να εγείρουν το άγιον λείψανον και να υπάγουν να το ρίψουν εις ένα ξηροπήγαδον, έχον βάθος μέτριον, εκεί δε πάλιν προστάζονται να ρίψωσιν επάνω του λειψάνου λίθους και ξύλα αρκετά ίνα το καταχώσωσι. Μετά καιρόν έγινε και η ανακομιδή του αγίου λειψάνου του από το ειρημένον ξηροπήγαδον τοιουτοτρόπως. Ο Χατζή Στέφανος, βλέπων την δυσκολίαν της ανακομιδής, επειδή ήτο το ξηροπήγαδον εις συνοικίαν τουρκικήν, μακράν από κάθε χριστιανικήν συνοικίαν, εσυμβουλεύθη περί τούτου τινάς ορθοδόξους Χριστιανούς, ξένου κράτους, οι οποίοι, ως έχοντες παρρησίαν, εάν ήθελον μεσιτεύσει εις τους Τούρκους, να τους δώσωσι το άγιον λείψανον. Αυτοί όμως απεκρίθησαν εις αυτόν (τον Χατζή Στέφανον) ότι να μη έχη περί τούτου πολλήν φροντίδα, επειδή ο Θεός, όστις ενεδυνάμωσε τον Άγιον εις ένα τοιούτον καλλίνικον τέλος του μαρτυρίου, Αυτός έχει και την πανάγαθόν Του νεύσιν, ώστε να μη στερηθώσιν οι ευσεβείς την απόκτησιν του θησαυρού, προς ωφέλειαν και στηριγμόν των. Αύτη η συμβουλή κοινολογηθείσα εις μερικούς Χριστιανούς, αλείπτας και συνεργούς του Αγίου όταν εμαρτύρει, τους παρώξυνε να υπάγουν να περιεργασθούν εις το ξηροπήγαδον· και ω του θαύματος! είδον το άγιον λείψανον όχι σκεπασμένον με λίθους και ξύλα, κατά τον τρόπον όπου ενεταφιάσθη, αλλά κείμενον επί της επιφανείας εις το έδαφος του πηγαδίου. Τούτο μαθών ένας ιεροδιάκονος, Καλλίνικος λεγόμενος, συμπαραστάτης πρόθυμος του Αγίου κατά τον καιρόν του μαρτυρίου του, όστις και εις τον οίκον του τον είχε κρυπτόμενον πολλάκις, όταν οι Χριστιανοί φοβούμενοι τον θυμόν των Οθωμανών τον εδίωκον από την πολιτείαν, εξ αιτίας δε και μόνον του φόβου είχε φύγει εις Σμύρνην και ο Χατζή Στέφανος, παραδώσας τον Άγιον εις την προστασίαν και παρηγορίαν του Καλλινίκου, ούτος, λέγω, αφού έμαθεν ότι το άγιον λείψανον δεν ήτο παραχωμένον, λαμβάνων δια νυκτός εις χείρας του ένα καλάθι μετέβη εις το πηγάδι, και καταβαίνων μέσα, αν και είχεν αρκετόν βάθος, έλαβε τα άγια λείψανα και ανεχώρησεν. Μαθών δε τούτο και ο Χατζή Στέφανος ήλθεν εις αυτόν και τα εμοιράσθησαν μετ’ ειρήνης. Μόλον τούτο ο διάκονος Καλλίνικος δεν ωφελήθη ουδέ το παραμικρόν από την απόκτησιν τοιούτου θησαυρού. Αλλά και ο Χατζή Στέφανος πολύ ολίγα, δηλαδή με μόνην την ευλάβειαν όπου μόνος του και όχι και άλλος κανείς είχεν εις αυτά. Μόλις δε και μετά βίας μετά ολοκλήρους είκοσι χρόνους, οπόταν κατά τύχην ένα επίσημον εκκλησιαστικόν πρόσωπον έτυχε να λάβη εις χείρας του την αγίαν κάραν και την περιειργάζετο με θαυμασμόν, έπειτα έρριψε και ένα ψυχρότατον μεν, αλλ’ όμως φρονιμώτατον και ωφελιμώτατον λόγον ειπών· «Ούτος, εάν ήτο Άγιος, άραγε τον θερμότατον υπερασπιστήν και συμπαραστάτην του εις το μαρτύριον και αλείπτην του χρηματίσαντα, πως δεν ήθελε τον φωτίσει να φύγη από την αναξίαν του επαγγέλματός του αναστροφήν εν τω κόσμω»; Ούτος ο λόγος επέρασεν ως βέλος οξύ εις την καρδίαν του Χατζή Στεφάνου, επειδή ήναψεν εις αυτόν την αυτομεμψίαν, ότι εξ αιτίας της όχι ακριβούς πολιτεύσεώς μας απιστείται η αναντίρρητος και ομολογουμένη αγιότης των Μαρτύρων. Όθεν αμέσως κόπτων κάθε σύνδεσμον όπου τον εκράτει εις την εν τω κόσμω αναστροφήν του, αν και σεμνήν και ακατάγνωστον, ανεχώρησεν ευθύς δια το Άγιον Όρος, φέρων μεθ’ εαυτού και τον ιερώτατον θησαυρόν. Όλως το εναντίον ηκολούθησεν εις την ευλαβεστάτην μητέρα του Αγίου, μολονότι και κοσμικήν, η οποία αξιωθείσα και αυτή, προς παρηγορίαν της, μέρος του αγίου λαιψάνου, καθώς ήτο και δίκαιον, δεν έπαυσε να εκτελή θαύματα, θεραπεύουσα ασθενείς. Τούτο δε όλον δια να είναι αναντίρρητον και αψευδές το: «Εάν η συνείδησις ημών μη καταγινώσκη ημών, παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν, ώστε να δυνάμεθα και όρη μεθιστάνειν». Ημείς δε, Άγιοι Πατέρες και αδελφοί, αναγινώσκοντες τα ιερώτατα άθλα των Αγίων, καν τε μαρτύρια, καν τε αγώνας ασκητικούς, επειδή δεν μας βιάζει κανείς άλλος να τα μιμούμεθα, τουλάχιστον ας ζηλούμεν τα άγια παραδείγματα με την εκκοπήν παντός πονηρού θελήματός μας· ή την βίαν εις εκτέλεσιν καμμιάς αγαθοεργίας ή τουλάχιστον δικαίαν αυτομεμψίαν δια να απολαμβάνωμεν και την εκ των αγίων αναγνώσεων ωφέλειάν μας· ούτω δε να διακείμεθα βέβαιοι και πεπληροφορημένοι, ότι η πρεσβεία των Αγίων μας βοηθεί εις το να ζήσωμεν θεαρέστως την πρόσκαιρον ζωήν, κατά τον ένθεον σκοπόν μας, δια τον οποίον αφήνομεν τον κόσμον και τα εν κόσμω και ερχόμεθα εις ταύτας τας ιεράς αναστροφάς και πολιτεύσεις· ίνα αξιωθώμεν και ημείς μετά των Αγίων Μαρτύρων και των Οσίων Πατέρων των ουρανίων αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: