B΄ ΛΟΓΟΣ Πανηγυρικός εις την ΥΠΑΠΑΝΤΗΝ του Σωτήρος ΧΡΙΣΤΟΥ.

«Και αυτός εδέξατο Αυτό εις τας αγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν και είπε· ΄Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη ότι είδον οι οφθαλμοί μου το Σωτήριόν σου» (Λουκά κεφ. β΄)                                                                       

Ανατέλει και σήμερον, ένδον του μυστικωτάτου ουρανού της Εκκλησίας, η χρυσάκτινος και μυριόαστρος αύτη αυγή, η πανακήρατος Μαριάμ, πεφωτισμένη λαμπρώς από τον αγλαότατον Ήλιον Ιησούν, όστις φωταγωγεί δια των χρυσολαμπηδόνων ακτίνων του τα σύμπαντα από του καθαρωτάτου ουρανού, της κοιλίας Αυτής. Ανατέλλει η γλυκυτάτη αυγή, η Θεοτόκος, και φέρουσα εις τας παρθενικάς αυτής αγκάλας τον πάμφωτον Ήλιον Ιησούν, τον εγχειρίζει από τους ιδικούς της κόλπους εις τους κόλπους ενός προβεβηκότος αστέρος, του Συμεών, ίνα διώξη εξ αυτού το νέφος της απιστίας και φέρη αυτόν εις το φως της θεογνωσίας. Παρέχει η Παρθένος από τας τρυφεράς αυτής αγκάλας το ευωδέστατον άνθος της, τον γλυκύτατον, λέγω, Ιησούν, εις τας γηραλέας αγκάλας του Συμεών, ίνα ευωδιάση τον ναόν της ψυχής αυτού και ποτίση αυτόν το γλυκύτατον νέκταρ, το οποίον ανέβρυσεν εκ των παρθενικών αυτής και ασπίλων αιμάτων, καθαρίζον τελείως τους κλώνους της αμφιβολίας και εμπιπλών τούτους από τον ώριμον και γλυκύτατον καρπόν της ευπιστίας.
Τον εγχειρίζει όχι πλέον ίνα απιστή, αλλ’ ίνα ομολογή συμφώνως μετά του Προφήτου Ησαϊου: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Ιησούν». Εάν λοιπόν και αμφέβαλλέ ποτε εις τον άσπορον τούτον καρπόν της Παρθένου ο δίκαιος ούτος Συμεών, και ηπίστει εις τον κατάκωμον τούτον βλαστόν της νεοθαλούς ταύτης ρίζης, εις τον ανθομύριστον τούτον όρπηκα της Μητροπαρθένου Βασιλίσσης και δεν επότιζε την ψυχήν αυτού εκ του γλυκορρόου τούτου γάλακτος της Θεομήτορος Κόρης, το οποίον δια του Προφήτου Ησαϊου πρότερον κρουνηδόν επλημμύρει, «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει», σήμερον τέλος πάντων, βλαστήσας εν μέσω των γεγηρακότων αυτού κλώνων ο ανθοβλαστοποικιλόμορφος ούτος καρπός της Παρθένου, το τρυφερώτατον τούτον φυτόν της ευλογημένης Μαρίας, ο Ιησούς δηλαδή, και πλημμυρίσας εκ των μαστών της Κεχαριτωμένης Κόρης το καθαρώτατον τούτο γάλα ο Θεάνθρωπος Κύριος, επί το στήθος του πρεσβύτου, απορρίπτει συντόμως όλην την προτέραν αυτού απιστίαν και μεγαλοφώνως βοά την παρούσαν ευχαριστίαν· «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το Σωτήριόν σου». Ω ασματική και ευφρόσυνος αύτη δοξολογία! Ω μεγάλη του πρώην απίστου ευπιστία! Όθεν, εάν σήμερον, ω ευλαβέστατοι και Ορθόδοξοι πανηγυρισταί της σεβασμίας ταύτης εορτής, η Πανάφθορος αύτη και ακήρατος Μαριάμ προσφέρη εις τον Ναόν τον Μονογενή αυτής Υιόν, ίνα εγχειρίση αυτόν εις τας χείρας του πρεσβύτου Συμεών και χαρίζη εις τας πρεσβυτικάς αυτού αγκάλας τον μυρίπνοον αυτής ανθόν, ίνα ευωδιάση την διψασμένην αυτού ψυχήν και βαστάξη το ουράνιον αυτής τέκνον, ίνα δεχθή αυτό ο Συμεών, έρχομαι καγώ σήμερον εις τούτον τον Ναόν, ίνα ραντίσω τας ευλαβείς ημών καρδίας από τα μυρίπνοα αυτά άνθη της παγκοσμίου ταύτης εορτής. Έρχομαι και δεχόμενος την λάμψιν της διδασκαλίας από την πηγήν της σοφίας, την Πανάχραντον, λέγω, Θεοτόκον, επειδή είναι το πέλαγος πάσης γνώσεως και επιστήμης, υπόσχομαι, ίνα φανερώσω προς την υμετέραν αδελφικήν αγάπην, κατά την χαρμόσυνον ταύτην πανήγυριν, ότι η Παναγία Παρθένος, επειδή είναι φυσική Μήτηρ Θεού και Μήτηρ θετή ημών των Χριστιανών, εγχειρίζει σήμερον τον κατά φύσιν Υιόν αυτής τον Μονογενή εις τας χείρας του Συμεών, ίνα ανοίξη τας παναγίας αυτής χείρας και λάβη εις τας αγκάλας της ημάς τα θετά αυτής τέκνα, όπου την επιστεύσαμεν Μητέρα Θεού και ποιήση ημάς κατά Χάριν θεούς. Αύτη είναι η υπόθεσις της σημερινής εορτής, ω χριστιανικά και Ορθόδοξα τέκνα της Θεοτόκου, την οποίαν θέλετε μάθει συντόμως μετ’ ευφροσύνης και θεολογικής αποδείξεως και αληθείας, αν λάβω και εγώ από υμάς πρόθυμον την φιληκοϊαν. Το άναρχον και προαιώνιον τούτο παιδίον, ο Ιησούς, ο προ των αιώνων επαναπαυόμενος εις τους κόλπους του προανάρχου αυτού Πατρός, κατά δε την σήμερον ως Βρέφος τεσσαρακονθήμερον βασταζόμενον εις τους κόλπους της Πανάγνου αυτού Μητρός, το αθάνατον τούτο νήπιον και άχρονον, ο θνητός ούτος Θεός και χρονικός (κατά τον της αντιδόσεως τρόπον του κορυφαίου των Θεολόγων Ιωάννου του Δαμασκηνού), αυτό το μικρόν Βρέφος το αχώρητον εις τον ουρανόν και εις όλην την ορατήν και αόρατον κτίσιν, επειδή είναι μέγα και άπειρον κατά την Θεότητα· ούτος ο μέγας και υψηλός Θεός, όστις χωρείται εις τας αγκάλας της Θεοτόκου, επειδή είναι μικρός τεσσαράκοντα ημερών κατά την ανθρωπότητα, επειδή εσαρκώθη δι’ άκραν αυτού ευσπλαγχνίαν, όλην την φύσιν της ανθρωπότητος λαβών εις την εαυτού υπόστασιν, εκ των παρθενικών αιμάτων της Παναχράντου Μητρός αυτού Θεοτόκου Μαρίας, όλην συνέμιξε τοις ανθρώποις την εαυτού ουσίαν της Θεότητος. Άρρητος ούτος ο τρόπος της ασυγχύτου αυτής ενώσεως των δύο φύσεων Θεότητος και ανθρωπότητος· αλλ’ ούτως ηυδόκησεν, ίνα ανεβάση εις την προτέραν δόξαν την πεσούσαν των ανθρώπων ουσίαν υπό της βασκανίας του χαιρεκάκου διαβόλου. Αυτό λοιπόν, ω Ορθόδοξα τέκνα της Ανατολικής Εκκλησίας, αυτό το γαλακτοτροφούμενον Νήπιον, το οποίον τρέφεται και ζωογονείται από το γάλα της κεχαριτωμένης Μητρός του, αυτό τρέφει και ζωογονεί την σύμπασαν φύσιν δια της παντοδυναμίας αυτού. Αυτό όπου εδημιουργήθη επί της γης τέλειος άνθρωπος, εδημιούργησε, λόγω μόνω, δια της σοφίας αυτού, ορατά και αόρατα, ουράνια και επίγεια, υλικά τε και άϋλα, ως τέλειος Θεός. Αυτό το Νήπιον όπου τρέμουσιν όλα τα στοιχεία και φρίττει όλος ο κόσμος, ίνα ποιήση τον άνθρωπον Θεόν, γέγονε νήπιον μικρόν· το κηρύττουσιν εν μέσω της Εκκλησίας μετά του ασματογράφου Ιωσήφ αι των Θεολόγων ανδρών ευηχέστεραι σάλπιγγες· «Ίνα θεόν τον άνθρωπον απεργάση, βροτός γέγονας υπεράγαθε». Αυτή την ενανθρώπησιν του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου, αγαπητοί, δυνάμεθα να εννοήσωμεν δια του πεπυρακτωμένου σιδήρου όπου βγάζει ο χαλκεύς εκ της καμίνου· επειδή, καθώς μίγνυται η φλοξ μετά του σιδήρου όπου βράζει εις την κάμινον και γίνονται τα δύο εν μίγμα και ούτε την φλόγα δύνασαι να είπης πως είναι μοναχόν πυρ, επειδή είναι μεμιγμένη με τον σίδηρον, αλλ’ ούτε πάλιν τον σίδηρον μοναχόν, επειδή είναι συγκεκραμένος με την φλόγα, αλλ’ ένα και μόνον πεπυρακτωμένον σίδηρον ονομάζεις και τας δύο φύσεις σιδήρου τε και πυρός, ούτω και εις την σάρκωσιν τούτου του Νηπίου, το οποίον βαστάζει σήμερον η άνυμφος Μήτηρ, δεν δύνασαι να είπης εις αυτό πως είναι μοναχή η Θεότης, επειδή είναι μετά της σαρκός· ούτε πάλιν η σάρξ μοναχή, επειδή είναι ηνωμένη μετά της Θεότητος· αλλ’ ένα και μόνον Θεάνθρωπον Ιησούν ονομάζεις και τας δύο ταύτας φύσεις, την Θεότητα δηλαδή και την ανθρωπότητα, επειδή ο προάναρχος εκείνος Πατήρ, ο κτίστης και δημιουργός πάσης φύσεως, καταβιβάσας αφράστως και ανερμηνεύτως εκ της θείας ουσίας και φύσεως αυτού την φλόγα της Θεότητος, ήτοι τον συνάναρχον και ομοούσιον αυτού Υιόν, μέσα εις την κάμινον, ήτοι την κοιλίαν της Παρθενομήτορος ταύτης Νύμφης, ήνωσεν όλην την της Θεότητος φλόγα με τον σίδηρον της Παρθένου, ήτοι την Παναγίαν και πανάσπιλον αυτής σάρκα και ούτω πανσόφως ο σοφός ένα κατεσκεύασε σίδηρον πεπυρακτωμένον, τον θεάνθρωπον Ιησούν, όλον Θεόν και όλον άνθρωπον, εν κράμα· ασυγχύτως όμως και ατρέπτως, σωζομένων εν αυτώ τω των ιδιοτήτων εκάστης των δύο Αυτού φύσεων. Λοιπόν, αγαπητέ μου ακροατά, δύνασαι να είπης εις το μυστήριον τούτο, εις το μικρόν τούτο Βρέφος το οποίον βαστάζει την σήμερον η Παναγία Παρθένος, επειδή ηνώθη η φλοξ της Θεότητος με τον σίδηρον της ανθρωπότητος, ο Θεός δηλαδή γέγονεν άνθρωπος και ο  άνθρωπος Θεός· «ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάση, βροτός γέγονας, υπεράγαθε». Ούτως ομιλεί ο των εκκλησιαστικών ύμνων μελωδικός ασματογράφος Ιωσήφ· και πάλιν εις έτερον μέρος· «Ίνα θεώση τον άνθρωπον, εκ σου, Παρθένε, τίκτεται Θεός». Ονομάζομεν λοιπόν τον πεπυρακτωμένον σίδηρον του ουρανίου χαλκέως και Πατρός, την της Θεότητος φλόγα, τον Υιόν του Θεού και τον της σαρκός σίδηρον, τον Υιόν της Παρθένου, την φύσιν του Θεού και την φύσιν των ανθρώπων, ένα και μόνον Θεάνθρωπον Χριστόν· επειδή όλη η φλοξ της Θεότητος, όλος δηλαδή ο Θεός Λόγος, ηνώθη με όλον τον σίδηρον της σαρκός, με όλην την ανθρώπινον φύσιν και όλος ο σίδηρος και ανθρώπινος φύσις συνεκράθη με όλην την φλόγα, με όλον δηλαδή τον Θεόν και γέγονεν εν κράμα, η φύσις του Θεού και η φύσις των ανθρώπων, καθώς μίγνυται η φύσις της φλογός με την φύσιν του σιδήρου και γίνονται και τα δύο εν μεμιγμένον κράμα. Ο κορυφαίος των θεολόγων Δαμασκηνός εν τη ασματική Θεολογία βιβλ. Γ΄ κεφ. στ΄, θεοφθόγγοις χείλεσι θεολογεί· «Εν τη ενανθρωπήσει του ενός της Αγίας Τριάδος Θεού λόγου, φαμέν πάσαν και τελείαν την φύσιν της Θεότητος, εν μια των αυτής υποστάσεων, ενωθήναι πάση τη ανθρωπίνη φύσει και ου μέρος μέρει· όλον γαρ όλος ανέλαβέ με και όλος όλω ηνώθη, ίνα όλω την σωτηρίαν χαρίσηται». Ποίος νυν εκ των Χριστιανών, οίτινες πιστεύουσιν εις τον μονογενή Υιόν του Θεού και εγεννήθησαν τέκνα θετά της Μητρός του Χριστού, δεν ομολογεί πως η Παναγία Παρθένος, η άσπιλος Νύμφη και καθαρά, η Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, η φυσική Μήτηρ του Θεού και Μήτηρ κατά Χάριν ημών των Χριστιανών, είναι εκείνη όπου έδωκε την παναγίαν νηδύν, την πανάσπιλον αυτής κοιλίαν, ωσάν μίαν κάμινον, όπου έχυσεν εις αυτήν ο ουράνιος χαλκεύς και δημιουργός, ο άναρχος δηλαδή και αγέννητος Πατήρ, την φλόγα της Θεότητος αυτού, τον συνάναρχον και ομοούσιον Υιόν αυτού, ίνα ενώση τας δύο φύσεις, Θεού τε και ανθρώπου; Ποίος αρνείται πως δεν εξήλθεν από την κάμινον της κοιλίας αυτής ο πεπυρακτωμένος ούτος σίδηρος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, ο οποίος φωταγωγεί εις τας αγκάλας αυτής με την φλόγα της Θεότητος και αστράπτει με τον σίδηρον της ανθρωπότητος; Ποίος δεν πιστεύει εις το μικρόν τούτο Βρέφος, όπου κρέμαται εις τας αγκάλας της Κεχαριτωμένης αυτού Μητρός και θηλάζει το γάλα των μαστών αυτής, πως έλαβε τον σίδηρον της σαρκός από τα καθαρώτατα αίματα της κοιλίας αυτής, ίνα συμμίξη εις την ημετέραν φύσιν την θείαν αυτού φύσιν; Ναι, όλοι συμφώνως, όσοι εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα τον ένα Θεόν εβαπτίσθημεν, ομολογούμεν και κηρύττομεν ότι η Παναγία Παρθένος έδωκε την κάμινον της κοιλίας αυτής, όπου εχύθη εις αυτήν όλη η υποστατική φλοξ της Θεότητος και ούτως εξήλθεν εξ αυτής ο πεπυρακτωμένος σίδηρος, ο Ιησούς Χριστός. Όλοι όσοι ελπίζομεν Βασιλείαν ουρανών, δια μέσου αυτής της, κατά Χάριν, γλυκυτάτης Μητρός ημών, όσοι και εις αυτήν και εις τον ηγαπημένον αυτής Υιόν επιστεύσαμεν, ψάλλομεν μετά των θεολογικών διδασκάλων της Εκκλησίας ημών και ευφραινόμενοι λέγομεν· «Ίνα θεώση ημάς ο Θεός εσαρκώθη εξ αγνών σου αιμάτων και εγένετο βροτός, Παρθένε Θεοτόκε». Ούτως ημείς, οίτινες εβαπτίσθημεν, ω γλυκεία Παρθένε Μαρία, ούτως ημείς οίτινες ηξιώθημεν να σε απολάβωμεν κατά Χάριν Μητέρα ημών, επειδή επιστεύσαμέν σε μητέρα Θεού· ούτως ημείς οι αμαρτωλοί, οίτινες σε έχομεν Μεσίτριαν καθ’ εκάστην εις τον Μονογενή σου Υιόν, πιστεύομεν και ομολογούμεν ότι αυτό το μικρόν Βρέφος, όπου βαστάζεις σήμερον εν τω Ναώ, εσαρκώθη εκ της παναγίας σου γαστρός, ίνα ποιήση άνθρωπον τον Θεόν και τον άνθρωπον κατά Χάριν Θεόν. Όθεν και αγαλλόμενοι σήμερον οι υμνωδοί σου, βοώμεν μετά των πολυφθόγγων ρητόρων· «Ίνα θεώση τον άνθρωπον, εκ σου, Παρθένε, τίκτεται Θεός». Ω μελωδική αίνεσις και δοξολογία της Παρθένου! Ω θεοποίησις ανερμήνευτος της ανθρωπίνης φύσεως! Και λοιπόν έως του νυν ομολογούμεν, Χριστιανοί, ότι η Παναγία Παρθένος εστάθη με την παναγίαν αυτής νηδύν ωσάν μία κάμινος, ήτις εδέχθη την φλόγα της Θεότητος και εγέννησεν όλον Θεόν και όλον άνθρωπον, ώστε ηνώθη ασυγχύτως και ατρέπτως η φύσις του Θεού μετά της φύσεως των ανθρώπων και έγιναν και αι δύο αυταί φύσεις εν και μόνον κράμα· δυνάμεθα εντεύθεν να μη ομολογήσωμεν πως η Παρθένος εστάθη αιτία της των πάντων θεώσεως; Πως αν το κηρύττη χαρμοσύνως η Εκκλησία, «θεοί με Θεός, εν σοι σκηνώσας», διατί να μη το κηρύττωμεν και ημείς; Πως αν το ψάλλωσι μετ’ αγαλλιάσεως αι πολύφθογγοι μούσαι των ιερών διδασκάλων, «Παστάς του Λόγου, αμόλυντε, αιτία της των πάντων θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε» διατί να μη ψάλλωμεν αυτό και ημείς μετά χαράς; Πως δεν θέλομεν κηρύττει, ω ηγαπημένη Μήτηρ του Θεού φυσική και Μήτηρ θετή ημών των Χριστιανών, ότι εστάθης η αιτία της Σωτηρίας, της απολυτρώσεως και της θεώσεως ημών; Πως δεν πρέπει, ω Πανάφθορε Κόρη, ίνα αποβλέπωμεν εις σε, την Μητέρα του Θεού, όπου εισέρχεσαι σήμερα εν τω Ναώ φέρουσα εις τους κόλπους σου το μικρόν τούτο Βρέφος, τον Ιησούν, ίνα παρέξης αυτό εις τας χείρας του Συμεών και ποιήσης κατά Χάριν θεούς ημάς, τα θετά σου παιδία; Βέβαια ούτως ομολογούμεν, ω αδελφοί μου ηγαπημένοι, δια την Μητέρα ημών την Παναγίαν, ήτις παρέχει σήμερον τον φυσικόν αυτής Υιόν εις τας αγκάλας του Συμεών, ίνα δεχθή εις τας αγίας αυτής αγκάλας ημάς τα θετά αυτής τέκνα, τα οποία την επιστεύσαμεν Θεοτόκον, ποιήση δε ημάς κατά Χάριν θεούς, επειδή αν ημείς εν αληθεία εβαπτίσθημεν και επιστεύσαμεν εις την αληθινήν πίστιν του Υιού αυτής και αν ημείς μετέσχομεν της μακαρίας Θεότητος δι αυτής της γενομένης καταλλαγής του Θεού προς ημάς και απηλαύσαμεν της ουρανών Βασιλείας, ην εστερήθημεν δια της παρακοής των προπατόρων ημών και εγίναμεν τέλος πάντων κατά Χάριν τέκνα της, όμως εξεμακρύναμεν τελείως από την Θεότητα δια την της αμαρτίας παχύτητα· δια τούτο λοιπόν, επειδή είναι Μήτηρ του Θεού φυσική και Μήτηρ κατά Χάριν ημών των Χριστιανών, επειδή είναι φιλεύσπλαγχνος Μήτηρ του Παντελεήμονος και ανεξάντλητος πηγή του ελέους και ελεεί και οικτίρει ημάς τα τέκνα αυτής, όπου ζητούμεν την σκέπην αυτής και βοήθειαν, επιστρέφει το Πανάγιον αυτής πρόσωπον εις ημάς, τα κρημνισμένα τέκνα της, από το ύψος της ουρανών Βασιλείας, κάτω εις τα βάραθρα της κολάσεως και λυπουμένη εις τας συμφοράς και τους κινδύνους και μη υποφέρουσα, ίνα βλέπη ημάς πόρρω αυτής και του Υιού της, αιχμαλωτισμένους υπό της αμαρτίας και του διαβόλου, παρέχει την Παντοδύναμον δεξιάν της και σύρει ημάς από τα βάθη του Άδου, επάνω εις το ύψος της θεώσεως του Υιού αυτής. Όθεν και η Αγία ημών Εκκλησία, βλέπουσα την Παντάνασσαν, ίνα χαρίζη ημίν τοιαύτην Σωτήριον δόξαν και Μακαριότητα του Παραδείσου, ψάλλει μετ’ ευφροσύνης και μελωδεί καθ’ εκάστην· «Ύψωσας ημάς τω υψηλώ σου τόκω, βαράθρων συμπτώσεως, Θεοχαρίτωτε» και, «Παστάς του Λόγου αμόλυντε, αιτία της των πάντων θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε». Ω αγαλλίασις του ανθρωπίνου γένους, εις την σεβασμίαν ταύτην πανήγυριν της Δεσποίνης ημών! Ω θεία ανάβασις εις την προτέραν ημών αθανασίαν και Μακαριότητα! Ανοίγει λοιπόν η χαριτόβρυτος Μαριάμ, ω αδελφοί μου Χριστιανοί, τας παναγίας αυτής χείρας, ίνα θέση ημάς εις τας παρθενικάς αυτής αγκάλας, ίνα εγείρη ημάς εκ του βυθού της αμαρτίας, ίνα υψώση ημάς επάνω εις την δόξαν της ουρανίου Ιεραρχίας, ίνα ποιήση ημάς τέκνα φωτός και κληρονόμους της Βασιλείας του Υιού αυτής και ίνα κάμη ημάς, τέλος πάντων, κατά Χάριν θεούς, καθώς εγεννήθημεν και υιοί Θεού δια του Αγίου Βαπτίσματος. Όθεν και αοράτως φαίνεται μετ’ ευσπλαγχνίας ταύτη τη ώρα, ίνα ανοίγη το πανάγιον αυτής στόμα, αναζητούσα ημάς τα κατά Χάριν τέκνα αυτής και λέγουσα· «Ω τέκνα μου Χριστιανοί, οι οποίοι εβαπτίσθητε και επιστεύσατε εις τούτο το βρέφος Ιησούν, τον οποίον εγέννησα από την κάμινον της καθαρωτάτης μου κοιλίας, όλον Θεόν και όλον άνθρωπον, φέροντα εις μίαν υπόστασιν την φύσιν του Θεού και την φύσιν των ανθρώπων, διατί απεμακρύνθητε τόσον πολύ και εξ εμού της Μητρός σας, και εκ τούτου μου του ηγαπημένου Υιού δια των έργων της αμαρτίας; Εάν ο Υιός μου κατεδέχθη, ίνα γεννηθή εκ της μήτρας μου, όλος Θεός και όλος άνθρωπος, μόνον ίνα πυρώση τον κατάψυχρον σίδηρον της σαρκός υμών με την φλόγα της Θεότητος αυτού, διατί υμείς ίστασθε εισέτι εις το ψύχος και τον παγετόν των πονηρών έργων και πράξεων; Εάν ο Μονογενής μου Υιός, δι’ άκραν αυτού ευσπλαγχνίαν εφόρεσε το ένδυμα της σαρκός σας, ίνα στολίση υμάς με την βασιλικήν αυτού αλουργίδα της Θεότητος, διατί σεις είσθε γυμνοί και εστερημένοι από την θείαν αυτού και παντοδύναμον Χάριν; Εάν ο ηγαπημένος μου Υιός ηθέλησεν, ίνα ενώση την ιδικήν σας φθαρτήν φύσιν μετά της αφθάρτου και αϊδίου αυτού θείας φύσεως, ίνα αφθαρτίση υμάς και πάλιν, καθώς και προ της παρακοής, χαρίση εις υμάς την ουράνιον αυτού Βασιλείαν, διατί σεις «χωλανείτε επ’ αμφοτέραις ταις ιγνύαις»; (Γ΄ Βασ. ιη, 21) διατί σεις σκοντάπτετε εις τα σκότη των αμαρτιών και δεν εγείρεσθε πλέον εκ του πηλού και του βορβόρου του διαβόλου»; «Όχι, όχι, δεν υποφέρω εγώ, ίνα βλέπω υμάς, τα κατά Χάριν τέκνα μου, κεχωρισμένα από τον Μονογενή μου Υιόν, από την φύσιν της αυτού Θεότητος· επειδή, ως Μήτηρ Θεού φυσική και Μήτηρ κατά Χάριν υμών των Χριστιανών, θέλω ίνα είσθε και πάντοτε ηνωμένοι μετά του Υιού μου δια της εργασίας των θείων αυτού εντολών· θέλω όπως γενήτε κατά Χάριν Θεοί, εγερθέντες από τα βάθη των αμαρτιών υμών, ίνα θέσω υμάς επάνω εις αυτάς τας αγκάλας όπου βαστάζω τον γλυκύτατόν μου Υιόν, ίνα μεθέξητε πάλιν της θείας Χάριτος, της προτέρας τιμής και προτέρας βασιλείας και της προτέρας αθανασίας και δόξης του Υιού μου. Έλθετε λοιπόν, όσοι εβαπτίσθητε εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, όσοι επιστεύσατε την σάρκωσιν του Μονογενούς μου Υιού και κηρύττετε αυτόν όλον Θεόν και όλον άνθρωπον, εις μίαν μόνην υπόστασιν, όσοι ομολογείτε εμέ την Μητέρα αυτού Παρθένον και Θεοτόκον. Έλθετε, διότι ως Μήτηρ Θεού έχω και μεγάλην την δύναμιν εκ του Παντοδυνάμου Υιού μου, ίνα ποιήσω υμάς κατά Χάριν θεούς. «Εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός και Άγιον το όνομα αυτού» (Λουκά α΄ 49). «Έλθετε, όσοι εβαρύνετε την ψυχήν σας με την σκωρίαν του σιδήρου, ήτοι με την αμαρτίαν της σαρκός σας, όσοι εφυτρώσατε εντός του παραδείσου της Χριστιανικής πίστεως, αλλά δια της επιβουλής του διαβόλου εβλαστήσατε ξηράδια και φύλλα και όχι καρπούς και άνθη. Έλθετε, όσοι προσκυνείτε τον Υιόν μου και δοξάζετε εμέ την Μητέρα αυτού, ίνα ανεβάσω υμάς με τας χείρας μου όθεν εξεπέσετε, επάνω εις το ύψος της υιοθεσίας, της ουρανίου Βασιλείας». «Δύναμαι, ως Μήτηρ Θεού, μόνον να με επικαλεσθήτε, μόνον να με παρακαλέσητε, ίνα βάλω υμάς επάνω εις τας αγκάλας μου και ποιήσω υμάς κατά Χάριν θεούς. Έλθετε, εις εμέ την Παρθένον, την αγνήν, την καθαρωτέραν, την πλατυτέραν, την Βασίλισσαν, την Μητέρα του Θεού. Έλθετε και μη φοβείσθε οι πόρνοι, οι βέβηλοι, οι εναγείς και δούλοι των παθών της αμαρτίας. Έλθετε και μη δειλιάτε, διότι εγώ ως Παρθένος δύναμαι ίνα ποιήσω υμάς παρθένους, ως αγνή, αγνούς, ως αγιωτέρα, αγίους, ως καθαρωτέρα, καθαρούς· ως Βασίλισσα βασιλείς, ως Πλατυτέρα, να χωρέσω άπαντας υμάς εις τας αγκάλας μου· και τέλος, καθ’ ο Μήτηρ Θεού, δύναμαι, ίνα ποιήσω υμάς κατά Χάριν θεούς. Τι λυπείσαι συ ο μαθητής, όστις διατρίβεις εις τα σχολεία; Δράμε μόνον μετ’ ευλαβείας εις εμέ την Μητέρα του Θεού, και εγώ παρευθύς δύναμαι ίνα σοι στάξω εις τα χείλη το γλυκύτατον γάλα, το οποίον τρέχει πλουσιοπαρόχως από τους μαστούς των χαρίτων μου και εκμυζήσης εκ της γαλακτομελιρρεούσης γλώσσης μου όλην την ουράνιον φιλοσοφίαν, την οποίαν έβρεξεν εις εμέ ο Υιός μου. Τι λυπείσαι συ ο άρρωστος, όστις κατάκεισαι παράλυτος εις την κλίνην δια τας αμαρτίας, τας οποίας έπραξας; Δράμε μόνον εις εμέ, την Μητέρα του Θεού, και παρευθύς δύναμαι, ίνα σε ποτίσω με το ακεσώδυνον φάρμακον της βοηθείας μου και να σε εγείρω εκ της πολυχρονίου ταύτης αρρωστίας σου». «Τι λυπείσαι συ όστις καταποντίζεσαι υπό μεγάλου κλύδωνος ένδον της θαλάσσης και πνίγεσαι; Δράμε μόνον ευλαβώς εις εμέ την Μητέρα του Θεού και πάραυτα δύναμαι, ίνα σε σύρω εκ του βυθού της θαλάσσης επάνω εις τας αγκάλας μου, με την ανίκητον δύναμιν της δεξιάς μου. Τι λυπείσαι συ ο πτωχός, ο δούλος, ο ξένος, ο ορφανός, ο αδύνατος, ο φυλακισμένος, ο τυφλός, ο χωλός; Τι λυπείσθε οι πάντες;  Τι; Δράμετε μόνον εις εμέ, την Μητέρα του Θεού, μετ’ ευλαβείας, Παναγία, κράξατε μόνον. Παναγία, Σκέπη, Καταφυγή και Μεσίτρια των Χριστιανών· και παρευθύς ετοίμη είμαι, ίνα εισακούσω της δεήσεως ημών, ίνα προφθάσω εις την ανάγκην υμών, ίνα ανοίξω τας αγκάλας μου και ποτίσω υμάς το αίμα του Υιού μου, θρέψω δε υμάς με την σάρκα αυτού την αθάνατον βρώσιν, την τράπεζαν της τρυφής, τον ουράνιον άρτον και ψωμίσω υμάς τούτο το ουράνιον Βρέφος, το οποίον εγέννησα από τα αίματα και την μήτραν μου χωρίς πείραν ανδρός· τούτο μου το Βρέφος, όπου τρέφω με το γάλα των μαστών μου, όπου τρέφει τον κόσμον όλον δια της Χάριτός του· τούτο μου το Βρέφος, όπου το σφάζουσιν εκουσίως και δεν νεκρούται, αλλά ζωοποιεί τους θυσιάζοντας αυτό· τούτο μου το Βρέφος, όπου το κόπτουσι και μένει αχώριστον· όπου το σφάζουσι και μένει αθάνατον· όπου το μερίζουσι και δεν διαιρείται· όπου το τρώγουσι και ουδέποτε δαπανάται· όπου κάθεται εις τας αγκάλας μου και είναι εις τους κόλπους του ουρανίου Πατρός· όπου χωρείται εις τας αγκάλας μου και είναι αχώρητον εις όλον τον κόσμον· όπου θεωρείτε αυτό και είναι αόρατον· όπου πιάνετε αυτό και είναι άϋλον· τούτο μου το Βρέφος όπου αγιάζει και θεοποιεί τους τρώγοντας αυτό. Έλθετε λοιπόν εις εμέ την Μητέρα του Θεού, ίνα ανεβάσω υμάς εις τας αγκάλας μου, ίνα κοινωνήσω υμάς την Σάρκα του Υιού μου· και τοιουτοτρόπως ενώνουσα την θείαν ουσίαν του Υιού μου, μετά της υμετέρας ουσίας, ίνα ποιήσω υμάς κατά Χάριν θεούς και κληρονόμους της Βασιλείας Αυτού». Ω πλουσιόδωρον έλεος της Ελεούσης! Ω ηγαπημένη Μήτερ φυσική του Θεού και ηγαπημένη Μήτερ κατά Χάριν ημών των Χριστιανών! Ω κεχαριτωμέναι αγκάλαι της Θεοτόκου, αίτινες κρατούσιν ημάς! Ω ουράνιος τροφή της ευλογημένης Μητρός, ήτις τρέφει ημάς καθ’ εκάστην. Χριστιανοί, τέκνα κατά Χάριν της ευλογημένης Μαρίας, τι αποφασίζετε; Στέργετε ίνα προσκαλή υμάς την σήμερον ημέραν η Παναγία Παρθένος, ίνα αγιάση υμάς δια της Χάριτός της, ίνα καθαρίση υμάς δια της καθαρότητος αυτής, ίνα ποιήση υμάς αγίους δια της αγιότητός της, ίνα θρέψη υμάς με το σώμα και αίμα του Βρέφους αυτής και υμείς να μη υπακούητε; Στέργετε ίνα αγωνίζηται, επειδή είναι Μήτηρ Θεού φυσική και Μήτηρ κατά Χάριν ημών των Χριστιανών, ίνα ποιήση υμάς εν κράμα μετά του Θεού, ωσάν ένα πεπυρακτωμένον σίδηρον, ίνα αναλάβη υμάς εις τας αγίας αυτής αγκάλας και ποιήση υμάς κατά Χάριν θεούς, υμείς δε να μη τρέχητε εις αυτήν, αλλ’ επιμένητε εις τας ασωτείας και τας πονηρίας; Ω! τούτο δεν είναι άλλο, παρά μία τύφλωσις του διαβόλου, όστις σφαλίζει τα όμματα της διανοίας υμών και βουλώνει τα ώτα της ψυχής σας, ίνα μη βλέπετε την Παντάνασσαν, ήτις κράζει υμάς εις την βοήθειαν αυτής, να μη ακούητε δε της Μητρός σας της Παναγίας, ήτις προσκαλεί υμάς εις την Σκέπην αυτής και μη βλέπητε, τέλος πάντων, τας παναγίας αυτής χείρας, τας οποίας εξαπλώνει σήμερον, ίνα θέση υμάς εις τας παρθενικάς αυτής αγκάλας, φυλάξη δε υμάς από τα δίκτυα του εχθρού υμών και ποιήση κατά Χάριν θεούς· υμείς ή δεν πιστεύετε πως είναι κατά Χάριν Μήτηρ σας και σπουδάζει ίνα λυτρώση υμάς εκ των αμαρτιών υμών, ανεβάση δε επάνω εις τας αγίας αυτής αγκάλας και ποιήση κατά Χάριν θεούς και δια τούτο δεν υπακούετε ίνα τρέξητε, ή το πιστεύετε, αλλ’ επιμένετε πάλιν εις τας κακίας σας, με αναβολήν του καιρού, κυλίεσθε ανοήτως εις τον βόρβορον των αμαρτιών υμών και δια τούτο αναβάλλετε, επιμένοντες σήμερον και αύριον και μεθαύριον εις το πείσμα και την αμετανοησίαν σας και δεν τρέχετε ταχέως εις τας αγκάλας, εις την Σκέπην και καταφυγήν αυτής· και λοιπόν ή δια το εν, ή δια το άλλο, εκείνη η Μήτηρ, ήτις σας κράζει πολλάκις και δεν υπακούετε αυτής, ίνα μισήσητε τας αμαρτίας και δράμετε εις αυτήν, θέλει παροξυνθή ποτέ, ίνα σας μισήση και σφαλίση τας αγκάλας αυτής και τότε, αλλοίμονον! Θα πέσητε κάτω εις τον κρημνόν της κολάσεως, διότι δεν εισακούετε αυτής. Αλλ’ ω Παρθενομήτορ Μαρία Παντάνασσα, Σκέπη και καταφυγή του Χριστιανικού γένους, αν και έως τώρα αυτοί τους οποίους κράζεις την σήμερον, ίνα ανεβάσης επάνω εις τας παρθενικάς σου αγκάλας και ποιήσης αυτούς κατά Χάριν θεούς, εμποδίζωνται από μίαν κακήν των συνήθειαν, αν και αυτά τα κατά Χάριν τέκνα σου κρέμωνται από την επιβουλήν του μισοκάλου διαβόλου, κάτω εις τον βυθόν της αμαρτίας και δια τούτο κωλύονται μέχρι του νυν, ίνα υπακούσωσι των μητρικών σου φωνών και ευσπλάγχνων αναζητήσεων, μη αποκάμης, δεόμεθα, εις την αμετανόητον καρδίαν των δούλων σου. Εξαπόστειλον την Χάριν σου επί τα τέκνα σου ταύτα, ίνα ακούσωσι της συμπαθεστάτης αυτών Μητρός. Κατάπεμψον, παρακαλώ, το μέγα σου έλεος εις ημάς τους αμαρτωλούς δούλους σου· διότι, αν και εβυθίσθημεν από τα βάρη των αμαρτιών ημών εις τον μυχιαίτατον τόπον του άδου, αλλά πάλιν ελπίζομεν, ίνα αναλάβης ημάς εις τας αγίας σου αγκάλας, χαρίσης εις ημάς την πρώτην υιοθεσίαν, την αθανασίαν, και την ουράνιον δόξαν του ηγαπημένου σου Υιού. Πέμψον μίαν ακτίνα των Χαρίτων σου εις την εζοφωμένην καρδίαν ημών, ίνα τρέχωμεν όλοι προθύμως εις Σε την Μητέρα ημών, όπως φιλούμεν τους αχράντους σου πόδας και φυλαττώμεθα πάντες υπό της ακαταμαχήτου Σκέπης σου. Ω γλυκεία Μαρία, ικετεύομεν άπαντες και παρακαλούμεν την Χάριν σου, ίνα σβέσης την άσβεστον φλόγα της ψυχής ημών, την οποίαν ανήψεν ο ολοθρευτής μας· λύτρωσαι ημάς, οίτινες εβάφημεν με το αίμα του Βρέφους σου, από όλους τους ορατούς και αοράτους εχθρούς ημών, οίτινες αγωνίζονται, ως άγριοι λέοντες ίνα ρίψωσι και πνίξωσιν εντός της αβύσσου. Οράς, Παρθένε, τους κινδύνους και πειρασμούς όπου μας έστησαν, ωρυόμενοι ως λύκοι, ίνα καταξεσχίσωσιν ημάς τους αθλίους και δια τούτο απόρριψον αφ’ ημών πάντα εχθρόν και πολέμιον· βλέπεις την αδυναμίαν μας και δια τούτο δος χείρα εις τους δεομένους, πάρεξον βοήθειαν εις τους επικαμπτομένους. Ομολογούμεν  σε Θεοτόκε και Δέσποιναν, αν και αμαρτωλοί είμεθα, όμως ελπίζομεν εις την κραταιάν σου βοήθειαν, όχι μόνον από τούτους τους κύκλωπας, όπου βρυχώνται, ίνα λυτρώσης ημάς, αλλά και από εκείνους τους δράκοντας όπου χάσκουσι να μας ελευθερώσης· κηρύττομεν ότι καθ’ εκάστην διαφυλάττεις ημάς, και περισκέπεις εκ παντός εναντίου της ψυχής και του σώματος. Οίδαμεν, ω Ελεούσα Βασίλισσα, την ευσπλαγχνίαν και το έλεος όπου χύνεις πάντοτε εις ημάς τους αμαρτωλούς, και ότι διψάς την σωτηρίαν μας, επιποθούσα ίνα αξιωθώμεν ημείς της ουρανίου Βασιλείας· και λοιπόν καίτοι βλέπομεν τας μυριοβρύτους σου Χάριτας και να μη φθάνη ποτέ η γλώσσα μας, δια το πέλαγος τούτων, ίνα επαινέση ή και θαυμάση κατ’ αξίαν την μεγαλοπρέπειαν του ελέους σου, καίτοι σκοτίζεται μάλιστα και θολούται ο εζοφωμένος ημών νους, μόλις συλλογισθή το άπειρον έλεος του Θεού, όπερ βρέχεις ακαταπαύστως εις την αυχμηράν ημών και κατάξηρον ταύτην ψυχήν και δια τούτο αμηχανούμεν εις τους επαίνους σου και εξύμνια άπερ οφείλομεν εις την ιδικήν σου Μεγαλειότητα, μ’ όλον τούτο γιγνώσκεις, Κυρία ημών, τον πόθον και την προθυμίαν μας. Δια τούτο λοιπόν πρόσδεξαι, παρακαλούμεν, Πανάχραντε Δέσποινα, την πίστιν και ευλάβειαν, την οποίαν σώζομεν εις το όνομά σου το άγιον και λύτρωσε ημάς, τα φιλόστοργα τέκνα σου, όπου προσκυνούμεν την άχραντον Εικόνα σου, εκ πάσης ανάγκης και πειρασμού ορατού και αοράτου. Αξίωσον ημάς, ω Θεοτόκε Μαρία, καθώς εδώ εις τον επίγειον τούτον Ναόν βλέπομεν τον χαρακτήρα του προσώπου σου, ούτω και επάνω εις το υπερουράνιον θυσιαστήριον, ίνα ίδωμεν  την δόξαν σου, όπως υμνώμεν και δοξάζωμεν το πανυπερύμνητον όνομά σου της καταφυγής ημών, εις αιώνα αιώνος. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: