Τη ΚΣΤ΄ (26η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Επισκόπου Γάζης.


Πορφύριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Θεσσαλονίκης, εκ γονέων ευγενών και πλουσίων, βιώσας κατά τους χρόνους Αρκαδίου του βασιλέως, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 395 – 408. Αναχωρήσας δε εκ της πατρίδος του μετέβη εις Αίγυπτον, οπόθεν επήγεν εις Σκήτην και έγινε Μοναχός. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ετών μετέβη εις Ιεροσόλυμα και πολλούς απίστους φωτίσας με τον λόγον της διδασκαλίας του, εχειροτονήθη Διάκονος και Πρεσβύτερος, υπό του Πατριάρχου των Ιεροσολύμων Πραϋλίου, χειροτονηθείς ύστερον Επίσκοπος Γάζης υπό του Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της εν Παλαιστίνη Ιωάννου. Αφ’ ου λοιπόν έγινεν Επίσκοπος, πολλά θαυμάσια εποίησε και πολλούς απίστους επέστρεψεν εις θεογνωσίαν.
Μετά ταύτα βλέπων ο Άγιος αδικουμένους τους συνεπαρχιώτας του Χριστιανούς υπό των εξουσιαστών της Γάζης, ειδωλολατρών όντων και αιρετικών, επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν προς βοήθειαν των αδικουμένων, ένθα συναντήσας τον Μέγαν Ιωάννην τον Χρυσόστομον, Πατριάρχην τότε Κωνσταντινουπόλεως, διηγήθη εις αυτόν τας αδικίας των αρχόντων της Γάζης, δια τας οποίας και ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν συνεστήθη ο Άγιος υπό του θείου Χρυσοστόμου προς τον αρχινομοθέτην του βασιλέως Αμάντιον. Η δε βασίλισσα Ευδοξία, μαθούσα παρά του αρχινομοθέτου τας υποθέσεις του Αγίου, εδέχθη αυτόν ευμενώς και ανέφερε περί αυτού εις τον βασιλέα, ανέφερεν επίσης και προφητείαν του Αγίου, την οποίαν είπεν ούτος προς αυτήν, ότι δηλαδή μέλλει να γεννήσωσι παιδίον αρσενικόν, ήτοι τον μετέπειτα Θεοδόσιον τον Μικρόν, όπως και εγένετο, ο δε βασιλεύς, μαθών τούτο, εχάρη και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Έπειτα γεννά η βασίλισσα τον Νέον Θεοδόσιον και προσκαλέσασα τον Άγιον Πορφύριον ηυλογήθη υπ’ αυτού και υπεσχέθη να εκπληρώση όλα τα αιτήματά του, δια τα οποία παρεκάλεσε και τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς εδυσκολεύετο μεν κατ’ αρχάς λέγων, ότι δεν είναι δυνατόν να εκδιωχθώσιν εκ της Γάζης οι ειδωλολάτραι και οι αιρετικοί, διότι ήσαν πολύ χρήσιμοι και προσέφερον μεγάλην βοήθειαν εις την αυτοκρατορίαν, αλλ’ αφ’ ου η βασίλισσα απεκρίθη προς αυτόν· «Βαρεία μεν είναι η αίτησις αύτη, ω δέσποτα, βαρυτέρα όμως είναι και η ταύτης απόρριψις» συνήνεσε και αυτός να εκτελεσθώσι τα υπό του Αγίου αιτούμενα. Και πάραυτα εστάλησαν βασιλικαί προσταγαί να διωχθώσιν εκ της Γάζης οι αιρετικοί και οι ειδωλολάτραι, οίτινες εξουσίαζον. Τότε ο μακάριος Πορφύριος, λαβών παρά της βασιλίσσης δύο κεντηνάρια χρυσίου προς οικοδομήν Εκκλησιών και διακόσια νομίσματα δια δαπάνας, επανήλθεν εις την επαρχίαν του εκδιώξας τους αιρετικούς, τους μεν άλλους ναούς των ειδώλων κατεκρήμνισε, τον δε ναόν του Θεού των Ελλήνων του ονομαζομένου Μαρνά, ήτοι Διός, κατέκαυσε και έκτισεν αυτόν Εκκλησίαν, κατά το σχέδιον το οποίον διώρισεν η βασίλισσα Ευδοξία. Διαλάμψας λοιπόν εις την επαρχίαν του ο θείος ούτος Πατήρ και ποιήσας θαύματα πάμπολλα επί εικοσιτέσσαρα έτη, ένδεκα μήνας και οκτώ ημέρας, προς Κύριον εξεδήμησε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: