Τη αυτή ημέρα ΙΔ΄ (14ην) Φεβρουαρίου, μνήμη της Αθλήσεως του εν Αγίοις Οσιομάρτυρος ΔΑΜΙΑΝΟΥ του νέου,


του κτίτορος της κατά τον εν Δημητριάδι Κίσσαβον σεβασμίας Μονής του Τιμίου Προδρόμου, αθλήσαντος εν έτει αφξη΄ (1568).                                                                                                                                          

Δαμιανός ο νέος Αθλητής του Χριστού, είχε πατρίδα την Αράχωβαν του τέως δήμου Παρακαμπυλίων της Ευρυτανίας, εις την οποίαν εγεννήθη από γονείς ευσεβείς. Ότε δε ήτο ακόμη νέος επόθησε την μοναδικήν πολιτείαν· όθεν εγκαταλείψας τον κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις το Άγιον Όρος εις την ιεράν Μονήν του Φιλοθέου και έγινε Μοναχός. Αφού δε έμεινεν ολίγον καιρόν εις το Μοναστήριον, ανεχώρησεν εις την ησυχίαν, δια να αγωνίζεται  περισσότερον εις τας αρετάς· ευρών δε σημειοφόρον τινά Ασκητήν, όστις ησύχαζεν εις τόπον ερημικόν, Δομέτιον ονομαζόμενον, έμεινε μαζί του τρεις χρόνους σχεδόν, εργαζόμενος όλας τας αρετάς με τόσην προθυμίαν και ακρίβειαν, ώστε ηξιώθη να ακούση και θείαν φωνήν, η οποία του έλεγε· «Δαμιανέ, δεν πρέπει να ζητής μόνον το συμφέρον το ιδικόν σου, αλλά και το των άλλων».
Όθεν ευθύς αφήσας το Άγιον Όρος επήγεν εις τα όρη του Ολύμπου, και εκήρυττεν εις τα χωριά, τα οποία ευρίσκονται εκεί, τον λόγον του Θεού λαμπρά τη φωνή διδάσκων και παρακινών τους Χριστιανούς να μετανοήσωσι και απέχωσιν από τας αδικίας και από όλας τας άλλας κακίας, να φυλάττωσι δε τας εντολάς του Θεού, εργαζόμενοι τα καλά και θεάρεστα έργα. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος παρεκίνησε πολλούς από τους κατ’ όνομα μόνον Χριστιανούς κατά δε τα έργα ασεβείς, και κατηγόρουν τον Άγιον, λέγοντες ότι είναι πλάνος και απατεών, κατέτρεχον δε αυτόν διαφόρως, επιβουλευόμενοι την ζωήν του. Ο δε Άγιος μιμούμενος τον Χριστόν ανεχώρησεν εκείθεν δια να ειρηνεύσουν οι Χριστιανοί και επήγεν εις τα μέρη του Κισσάβου και της Λαρίσσης, εκήρυττε δε πάλιν εκεί τον λόγον του Θεού· παθών δε και εκεί τα ίδια, ανεχώρησεν εις τα υψηλά μέρη των Αγράφων, και εκεί εδίδασκε τους Χριστιανούς να μένουν στερεοί εις την πίστιν και να φυλάττουν τας εντολάς του Κυρίου. Ο διάβολος όμως δεν ησύχασεν, αλλά και εκεί ήγειρεν εναντίον του Αγίου ανευλαβείς τινας και αθεοφόβους, οι οποίοι τον κατέτρεχον, καλούντες αυτόν πλάνον και ψευδομόναχον. Όθεν αφήσας και αυτά τα μέρη ο Άγιος επέστρεψε πάλιν εις τον Κίσσαβον, δια να μένη δε ατάραχος ωκοδόμησεν εκεί Μοναστήριον, εις το οποίον έμεινε μαζί με άλλους Μοναχούς, αναπέμποντες εις τον Θεόν καθ’ εκάστην τας ευχάς των. Όμως και εκεί επήγαιναν πολλοί δια να ωφελούνται εις την ψυχήν από τας ψυχωφελείς διδασκαλίας του, επειδή ήτο κατά πολλά γνωστικός και γεμάτος από θεία χαρίσματα. Καιρόν δε τινα, μεταβάς δια τινας ανάγκας του Μοναστηρίου, και μάλιστα δια την ωφέλειαν των Χριστιανών εις εν χωρίον, Βουλγαρίνην καλούμενον, συνελήφθη υπό Αγαρηνών τινών και παρεδόθη εις τον εξουσιαστήν της Λαρίσης, εις τον οποίον ανέφερον ότι εμποδίζει τους Χριστιανούς να πωλούν και να αγοράζουν την Κυριακήν, και τους διδάσκει να μένουν στερεοί εις την πίστιν του Χριστού· όθεν ο εξουσιαστής επρόσταξε να τον δείρουν σφοδρώς, να του βάλωσι βαρείας αλύσεις εις τον τράχηλον και εις τους πόδας, και να τον ρίψωσιν εις την φυλακήν. Εκεί επί δέκα πέντε ημέρας τον εβασάνιζον με διάφορα σκληρά παιδευτήρια, και πότε με φοβερισμούς, πότε με κολακείας και υποσχέσεις τον εβίαζον να αρνηθή την πίστιν του Χριστού. Μη δυνάμενος λοιπόν ο άρχων να καταπείση τον Άγιον, αλλά βλέπων μάλιστα αυτόν να ελέγχη με γενναιότητα την θρησκείαν των και τον προφήτην των, και με πολλήν παρρησίαν κηρύττοντα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και ότι είναι πρόθυμος να υπομείνη δια την αγάπην του μύρια βάσανα, ήναψεν όλος από τον θυμόν, και παρευθύς προστάζει να θανατωθή πρώτον δια της αγχόνης και έπειτα να ριφθή εις το πυρ. Λαβόντες λοιπόν αυτόν οι δήμιοι τον εκρέμασαν· επειδή δε εις απ’ αυτούς εκτύπησε τον Μάρτυρα εις την κεφαλήν με πέλεκυν, εκόπη το σχοινίον και έπεσεν ο Μάρτυς εις την γην ημιθανής· εκείνοι δε λαβόντες αυτόν έτι ζώντα, τον έρριψαν εις το πυρ και τον έκαυσαν, την δε στάκτην αυτού έρριψαν εις τον ποταμόν Πηνειόν, εν έτει  αφξη΄ (1568). Ούτως έλαβεν ο μακάριος Δαμιανός του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς των παγίδων του εχθρού, και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.


Τη ΙΕ΄  (15ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΟΝΗΣΙΜΟΥ.                                                                                                                                        Ονήσιμος ο Άγιος Απόστολος ήτο πρότερον δούλος του Αγίου Αποστόλου Φιλήμονος, όστις κατά τον Θεοδώρητον, κατήγετο από τας Κολοσσάς, προς τον οποίον γράφει χωριστήν επιστολήν ο μακάριος Παύλος. Κλέψας δε ο Ονήσιμος ούτος χρήματα από τον οίκον του Αποστόλου Φιλήμονος, ως τούτο δηλούται από την ρηθείσαν επιστολήν του Παύλου προς τον Φιλήμονα, έφυγε και επήγεν εις την Ρώμην, εκεί δε συναντήσας τον Απόστολον Παύλον, εις τα δεσμά ευρισκόμενον, κατηχήθη από αυτόν την εις Χριστόν πίστιν και βαπτισθείς έγινε και αυτός θαυμάσιος εις την αρετήν. Επειδή δε ο θείος Παύλος δεν έκρινε δίκαιον να λυπήται ο Φιλήμων δια την κλοπήν και την φυγήν του δούλου του τούτου Ονησίμου, απέστειλεν αυτόν εις τον αυθέντην του Φιλήμονα, ομού με την προς αυτόν συστατικήν και παρακλητικήν επιστολήν. Ο δε Φιλήμων, δεξάμενος τον Ονήσιμον ομού μετά της επιστολής, εχάρη και πάλιν απέστειλεν αυτόν οπίσω εις τον Παύλον, τον οποίον και υπηρέτει. Ας ίδωμεν όμως πως ακριβώς περιγράφονται τα κατά τον Άγιον Ονήσιμον εν τω πλατυτέρω αυτού Βίω τον οποίον παραθέτομεν ενταύθα το πρώτον εν μεταφράσει. Και το γένος των δούλων δοκιμάζει χαράν, όταν γνωρίση την ευσέβειαν και μάλιστα, όταν δια της ειλικρινούς πίστεως προς Χριστόν τον Θεόν, αφού συντρίψη τα κέντρα του διαβόλου, ελέγξη αυτόν ως αποστάτην και καταργήση τελείως την δύναμίν του. Διότι είναι δυνατόν με ελευθέριον τρόπον και με σωφροσύνην να υπερνικήση κανείς την θλίψιν, η οποία συνοδεύει τον εις την τάξιν των δούλων ευρισκόμενον άνθρωπον, ώστε να αναδειχθή ούτος νικητής του φίλου της αμαρτίας και μισοκάλου δαίμονος, όπως ακριβώς και ο Ονήσιμος, ο θείος Απόστολος  του Χριστού, όστις υπήρξεν πρότερον δούλος του Φιλήμονος, ως είπομεν. Ούτος ήτο Ρωμαίος το γένος θεοφιλής εις τους τρόπους και φίλος ιδιαιτέρως αγαπητός της μεγάλης σάλπιγγος του Πνεύματος, του Παύλου του κορυφαίου των Αποστόλων. Αφού δε ησπάσθη την εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστιν, η οποία ελευθερώνει από την αμαρτίαν, και έγινε μαθητής του θείου Παύλου και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα μυστήρια της ευσεβείας, ειργάζετο μαζί με εκείνον εις το έργον της αποστολής και εγένετο συνοδοιπόρος αυτού και εφυλακίσθη μαζί του, όταν εκήρυττεν εις όλην την οικουμένην το σωτήριον κήρυγμα του Ευαγγελίου. Δεν είναι όμως ανάγκη να γράφωμεν ημείς περί του μακαρίου τούτου Ονησίμου, όταν αι θείαι επιστολαί του ιδίου του Μεγάλου Παύλου είναι δυνατόν να πληροφορήσωσιν ημάς δι’ όλα τα αφορώντα εις αυτόν. Διότι εις μίαν των επιστολών του, την οποίαν έγραψε προς τον Φιλήμονα, ο οποίος υπήρξε κύριος του Ονησίμου, ως εξής γράφει περί αυτού· «Παρακαλώ σε περί του εμού τέκνου, ον εγέννησα εν τοις δεσμοίς μου, Ονήσιμον, τον ποτέ σοι άχρηστον, νυνί δε σοι και εμοί εύχρηστον, ον ανέπεμψα· συ δε αυτόν, τουτ’ έστι τα εμά σπλάγχνα, προσλαβού· ον εγώ εβουλόμην προς εμαυτόν κατέχειν, ίνα υπέρ σου διακονή μοι εν τοις δεσμοίς του Ευαγγελίου· χωρίς δε της σης γνώμης ουδέν ηθέλησα ποιήσαι, ίνα μη ως κατ’ ανάγκην το αγαθόν σου η, αλλά κατά εκούσιον· τάχα γαρ δια τούτο εχωρίσθη προς ώραν, ίνα αιώνιον αυτόν απέχης, ουκέτι ως δούλον, αλλ’ υπέρ δούλον, αδελφόν αγαπητόν, μάλιστα εμοί, πόσω δε μάλλον σοι και εν σαρκί και εν Κυρίω»! (10-16). Δηλαδή: «Σε παρακαλώ δια το παιδί μου, το οποίον εγέννησα όταν ήμουν εις την φυλακήν, τον Ονήσιμον, ο οποίος κάποτε ήτο ανωφελής δια σε, τώρα όμως είναι εύχρηστος και δια σε και δι’ εμέ, τον οποίον έστειλα οπίσω προς σε, συ δε αυτόν να τον δεχθής, διότι είναι ως να είμαι εγώ ο ίδιος. Τούτον επεθύμουν να κρατήσω πλησίον μου, ίνα χάριν σου με υπηρετή εις την φυλακήν μου, εις την οποίαν ευρίσκομαι χάριν του Ευαγγελίου, χωρίς όμως την ιδικήν σου γνώμην δεν ηθέλησα να κάμω τίποτε, δια να μη φανή ότι το υπέρ σου καλόν γίνεται κατ’ ανάγκην, αλλά με την ιδικήν σου συγκατάθεσιν. Διότι ίσως δια τούτο εχωρίσθη προσωρινώς από σε, ίνα έχης αυτόν πάντοτε, όχι πλέον ως δούλον, αλλά κάτι περισσότερον δια σε, ως αδελφόν κατά σάρκα και εν Κυρίω». Αρκούν αυτά δια να φανερώσουν την αρετήν, η οποία εστόλιζε τον Ονήσιμον. Διότι οι λόγοι αυτοί δεν είναι λόγοι κόλακος τινος ή μαρτυρίαι ψευδομάρτυρος, αλλά λόγοι του κήρυκος της αληθείας, ο οποίος ονομάζει αυτόν τέκνον και αδελφόν, και όστις δια μεν της ονομασίας του τέκνου φανερώνει το μέγεθος της αγάπης, την οποίαν είχε προς τον Ονήσιμον, δια δε της ονομασίας του αδελφού μαρτυρεί την ίσην προς την του Παύλου παρρησίαν, την οποίαν είχεν ο Ονήσιμος προς τον Θεόν. Αυτός λοιπόν, ο οποίος εκαθάρισε την ψυχήν του δια της ευσεβείας και της αγνείας, δια της νηστείας δε και της προσευχής και δια των λοιπών αρετών ήσκησε το σώμα του και το προητοίμασε γενναίως δια τους αγώνας κατά της ασεβείας, δεν ήτο δυνατόν να μη φορέση και μαρτυρικόν στέφανον και να μη προκινδυνεύση και μέχρι θανάτου υπέρ του ευαγγελικού κηρύγματος. Μετά δηλαδή την δια του Μαρτυρίου ανάλυσιν των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου προς τον διδάσκαλον και Δεσπότην αυτών Χριστόν, καταγγέλλεται εις κάποιον ονόματι Τέρτυλον, ο οποίος ήτο έπαρχος εις την Ρώμην, ο μακάριος ούτος Ονήσιμος, ότι πολλούς απέσπα από την λατρείαν των ειδώλων και τους ωδήγει εις την λατρείαν του εσταυρωμένου Χριστού, καθώς ο Πέτρος και ο Παύλος, οι οποίοι εθανατώθησαν προηγουμένως υπό του Νέρωνος. Ο έπαρχος, καταληφθείς από ασυγκράτητον θυμόν, διέταξε να συλληφθή ευθύς ο Ονήσιμος και να οδηγηθή αμέσως ενώπιόν του, όταν δε ωδηγήθη προς αυτόν, ο παράνομος εκείνος δικαστής, αφού τον εκοίταξε καλώς, ηρώτησε τον Άγιον να είπη το όνομά του, την κατάστασίν του και την θρησκείαν εις την οποίαν ανήκει και πιστεύει. Ο δε Άγιος απήντησεν ότι ονομάζεται μεν Ονήσιμος, ότι παλαιότερον ήτο δούλος ενός ανθρώπου ίσου με αυτόν, τώρα δε είναι δούλος και Απόστολος του αγαθού Δεσπότου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Και ο έπαρχος λέγει· «Και ποία υπήρξεν η δικαιολογία, που τόσον εύκολα ήλλαξες κύριον»; Ο δε Μάρτυς του Χριστού Ονήσιμος απεκρίθη· «Η επίγνωσις της αληθείας και το μίσος της ειδωλολατρίας, ω δικαστά». Λέγει εκείνος· «Και πόσα χρήματα έλαβες δια να μεταπηδήσης εις την νεοφανή αυτήν δεσποτείαν του Χριστού»; Ο Άγιος απήντησεν· «Ο ίδιος ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος και αληθινός Θεός με εξηγόρασε με το τίμιον αίμα του». Ο δε έπαρχος ηρώτησεν πάλιν· «Ποίαν διαγωγήν και πολιτείαν διδάσκουν εις τους ανθρώπους αι γραφαί των Χριστιανών»; Ο δε θείος Απόστολος του Χριστού είπε· «Πάσαν αρετήν διδάσκουν, ω δικαστά, αντίθετα προς τα ιδικά σας βιβλία των Ελλήνων· διότι σεις μεν θεωρείτε, κακώς και ανοήτως, ως θεούς, εκείνους οι οποίοι διέπραξαν τα άτιμα έργα της αισχύνης και αμαρτάνετε χωρίς φόβον, και χωρίς εντροπήν πράττοντες τα έργα των θεών σας, και εκτελούντες ό,τι υπάρχει κακόν και ολέθριον, νομίζοντες ότι με τον τρόπον αυτόν δεικνύετε τον σεβασμόν σας προς τους θεούς σας. Δι’ ημάς όμως τους Χριστιανούς η αγνεία και η παρθενία έχει γίνει ποθεινότατον πράγμα, η δε ακτημοσύνη και η περιφρόνησις των χρημάτων θεωρείται από ημάς θησαυρός και πλούτος αναφαίρετος. Και δια να είπω με μίαν λέξιν, ό,τι σεις νομίζετε φευκτόν και δύσκολον, δι’ ημάς τους Χριστιανούς είναι αρεστόν και χαρμόσυνον δια την θερμήν αγάπην, την οποίαν έχομεν προς τον Θεόν. Ούτε και σταματώμεν μόνον εις εκείνα που βλέπομεν, διότι η πραγματική πατρίς μας πιστεύομεν ότι υπάρχει εις τους ουρανούς. Δια τούτο προθύμως θυσιαζόμεθα προς χάριν του Χριστού και αποστρεφόμεθα την ματαίαν λατρείαν των ειδώλων, μη παραμένοντες μόνον εις τα ορατά, αλλά προσέχοντες αδιαλείπτως εις τα νοούμενα. Διότι τα μεν ορατά ρέουν όπως το ύδωρ και παρέρχονται όπως το όνειρον, εκείνα δε, τα νοούμενα, παραμένουν διαρκώς ως αιώνια και αθάνατα».  Όταν ήκουσεν αυτά ο έπαρχος είπεν· «Άφησε αυτάς τας πολλάς φλυαρίας και ανοησίας και προσπάθησε να εξιλεώσης με θυσίας τους αθανάτους θεούς, διότι, αν δεν θελήσης, και χωρίς την θέλησίν σου θα σε αναγκάσουν εις τούτο φοβερά βασανιστήρια». Τότε απήντησεν ο Άγιος· «Μη σε μέλει δι’ αυτό, αλλ’ εκείνο που νομίζεις πράξον τάχιστα, δια να μάθης ότι τίποτε δεν είναι ικανόν να με χωρίση της αγάπης του Χριστού». Μόλις ήκουσε την απάντησιν αυτήν ο έπαρχος παρέδωσε τον Μάρτυρα εις τους φύλακας, διατάξας να υποβληθή εις πολυειδή βασανιστήρια, τα οποία να παρατείνουν όσον το δυνατόν περισσότερον τους πόνους του. Ο δε δίκαιος Ονήσιμος, ωσάν να έβλεπεν ήδη και να ενετρύφα εις την χαράν του Παραδείσου, όχι μόνον δεν ησθάνετο τους πόνους, από τα βασανιστήρια που εδοκίμαζε, αλλά τουναντίον τα εθεώρει ως αφορμήν μεγάλης χαράς. Επειδή δε τα βασανιστήρια του Μάρτυρος εις την φυλακήν παρετείνοντο επί δέκα οκτώ ημέρας, κατά το διάστημα αυτό πολλοί προσερχόμενοι προς αυτόν εδιδάσκοντο καλώς από τους λόγους του και τας συμβουλάς και παραινέσεις του να σέβωνται τον Θεόν, απαρνούμενοι μεν την θρησκείαν των ειδώλων, προσερχόμενοι δε ειλικρινώς εις την αμώμητον πίστιν του Χριστού. Θέλων λοιπόν ο έπαρχος να τους εμποδίση, με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας εξορίζει τον Μάρτυρα από την Ρώμην, αποστείλας αυτόν μετά των άλλων ομοπίστων του εις Ποτιόλους, διατάξας συγχρόνως, ο ανόητος, αυτόν να παύση το θείον κήρυγμα. Ο δε θείος Ονήσιμος, φθάσας εις Ποτιόλους, εξηκολούθησε και εκεί το συνηθισμένον έργον του, διδάσκων με πολλήν παρρησίαν εις όλους το κήρυγμα της εις Χριστόν πίστεως. Όταν επληροφορήθη τούτο ο έπαρχος κατελήφθη από ασυγκράτητον θυμόν και διά των δορυφόρων του έφερε πάλιν τον Μάρτυρα ενώπιόν του, έχοντα τας χείρας του εις το τιμωρητικόν ξύλον και ταλαιπωρούμενον και με πολλάς άλλας κακώσεις. Όταν λοιπόν παρέστησεν τον Άγιον ενώπιόν του, λέγει προς αυτόν· «Τι έπαθες, ανόητε, και την ιδικήν μου φιλανθρωπίαν ανταποδίδεις δια τόσων πολλών κακών, ώστε δικαίως να είσαι άξιος ακόμη μεγαλυτέρων τιμωριών»; Ο μακάριος Ονήσιμος απεκρίθη τότε· «Εγώ επερίμενα, ω έπαρχε, ότι αργά ή γρήγορα θα επροτιμούσες το καλύτερον και φρονίμως θα εγκατέλειπες το χειρότερον, και ότι, αφού θα προσήρχεσο εις τον Χριστόν, θα εγίνεσο δούλος αυτού με ειλικρινή πίστιν και καθαράν πολιτείαν δι’ όλον τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής σου, ώστε να εξασφαλίσης δια τον εαυτόν σου την αιωνίαν ανάπαυσιν, εις εμέ δε θα επέτρεπες να προχωρώ ανεμποδίστως τον δρόμον του Ευαγγελίου, ώστε κανείς άνθρωπος να μη στερηθή της Χάριτος του Θεού. Αλλ’ όπως βλέπω, συ εξακολουθείς να μένης εις την προτέραν ανοησίαν σου και εφόρεσες ως ένδυμα την ασέβειαν, η οποία όπως το ύδωρ εισήλθεν εις την καρδίαν σου αι ως έλαιον διεπότισε τα οστά σου». Μόλις ήκουσεν αυτά ο έπαρχος διέταξε να τεντωθή ο Μάρτυς από τα τέσσαρα μέρη και να δέρεται με χονδράς ράβδους καθ’ όλον το σώμα. Δερομένου λοιπόν του Μάρτυρος ασπλάγχνως επί πολλάς ώρας αι μεν σάρκες του απεσπώντο ελεεινώς από το σώμα του και έπιπτον εις την γην μαζί με το ρέον αίμα του, τα δε οστά του συνετρίβοντο, αλλ’ ο τόνος της ψυχής του ουδόλως καταβάλλετο, και περισσότερον ενεδυναμώνετο με την ελπίδα των προσδοκωμένων αιωνίων αγαθών. Ο δε παράνομος δικαστής, αφού διέταξε τους δημίους να συντρίψουν ασπλάγχνως τα σκέλη του Μάρτυρος, εισήλθεν αμέσως εις το πραιτώριον, μη υποφέρων ο αλιτήριος την εξευτελιστικήν ήτταν, την οποίαν υπέστη. Αφού δε οι δήμιοι, σύμφωνα με την παράνομον διαταγήν του επάρχου, συνέτριψαν ασπλάγχνως με τας ράβδους τα σκέλη του Μάρτυρος, ο μακάριος Ονήσιμος παρέδωσε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, κατά την ιε΄ (15ην) του Φεβρουαρίου μηνός. Μία δε περιφανής γυνή, εξ εκείνων αι οποίαι είχον σχέσεις ακόμη και με τους βασιλείς, πολύ πλουσία κατά την περιουσίαν, πλουσιωτέρα δε κατά την εις τον Θεόν ευσέβειαν, κατασκευάσασα θήκην εκ λαμπροτάτου αργύρου, ετοποθέτησεν εις αυτήν λαμπρώς και φιλοτίμως το λείψανον του Μάρτυρος, εξασφαλίσασα τοιουτοτρόπως δι’ εαυτήν, μετά το τέλος της επί της γης ζωής της, την εις τας ουρανίους μονάς κατοικίαν και την απόλαυσιν των εκεί αγαθών· εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητος και Βασιλείας. Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



Δεν υπάρχουν σχόλια: