Τη αυτή ημέρα ΙΑ΄ (11η) Φεβρουαρίου, μνήμη της Αγίας ΘΕΟΔΩΡΑΣ της βασιλίσσης, της υπερασπισάσης την Ορθοδοξίαν.


Θεοδώρα η μακαρία βασίλισσα ήτο γυνή του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, όστις απέθανεν εν έτει ωμβ΄ (842), όχι όμως κακόδοξος, καθώς ήτο ο σύζυγός της, αλλ’ Ορθόδοξος και ευσεβής. Ήτο δε η μακαρία Θεοδώρα θυγάτηρ επιφανούς ανδρός εκ Παφλαγονίας ονόματι Μαρίνου και μητρός Θεοκτίστης, ευφυεστάτη και ευσεβεστάτη από της παιδικής της ηλικίας, διο και πάντες την εσέβοντο και την εθαύμαζον δια τε την πνευματικήν αυτής καλλονήν, αλλά και δια την αρετήν και αγιότητα αυτής. Υπανδρευθείσα δε η Θεοδώρα τον Θεόφιλον, (1), καίτοι ούτος είχε πατρόθεν κληρονομήσει την κατά των αγίων Εικόνων λύσσαν, αύτη όμως μετά της μητρός της Θεοκτίστης και των τέκνων της, τα οποία απέκτησε μετά του Θεοφίλου, ήτοι του Μιχαήλ και πέντε θυγατέρων, έμενε πιστοτάτη εις την Αγίαν Ορθοδοξίαν έχουσα κεκρυμμένα εις κιβώτιον, εντός του δωματίου της,
τον Τίμιον Σταυρόν και τας Εικόνας του Χριστού και της Θεοτόκου και τας ησπάζετο και τας προσεκύνει κατά μόνας κρυφίως την νύκτα, προσευχομένη έμπροσθεν αυτών και παρακαλούσα τον Θεόν, ίνα κάμη έλεος εις τους Ορθοδόξους. Δια την ευσέβειάν της ταύτην πολλάκις εκινδύνευσεν η γενναιόφρων Θεοδώρα από τον κακόφρονα σύζυγόν της βασιλέα Θεόφιλον, αλλά πάντοτε εσκέπετο υπό της Χάριτος του Θεού, όστις προγνωρίζων την αγαθήν αυτής προαίρεσιν και το γενναίον υπέρ της Ορθοδοξίας φρόνημα την προώριζεν, ίνα εν καιρώ αναστηλώση αύτη την Ορθοδοξίαν, επειδή δε ήτο, ως είπομεν, και ευφυεστάτη, κατώρθωσε δι’ ευστόχων απαντήσεων να εξέρχεται αβλαβής εκ των δυσκόλων περιστάσεων, όταν της συνέβαινε πειρασμός. Χαρακτηριστικαί της Χάριτος του Θεού, ήτις την εσκέπαζε, και της ευφυϊας, της οξύτητος του νοός και του εφευρετικού πνεύματος αυτής είναι αι απαντήσεις, τας οποίας έδωσεν εις τον Θεόφιλον εις δύο κρισίμους περιστάσεις, κατά τας οποίας την υπωπτεύθη ούτος, ότι προσκυνεί τας αγίας Εικόνας. Είναι δε αύται αι εξής: Ήτο εις τα ανάκτορα άνθρωπός τις νάνος, ηλίθιος, τραυλός, κακόμορφος και πάσχων τον νουν, ονόματι Δένδερις, τον οποίον είχεν ο βασιλεύς και οι περί αυτόν δι’ αντικείμενον γέλωτος και διασκεδάσεως. Ως τοιούτος δε είχε την ελευθερίαν να εισέρχεται πανταχού ανεμποδίστως και εις αυτούς ακόμη τους βασιλικούς θαλάμους. Έτυχε λοιπόν ποτε να εισέλθη εις τον θάλαμον της βασιλίσσης εις ώραν κατά την οποίαν η Θεοδώρα προσηύχετο και ησπάζετο τας αγίας Εικόνας. Ο δε κακόμορφος και ηλίθιος εκείνος εστάθη έμπροσθεν αυτής με ανοικτόν στόμα και την ηρώτησε· «Μάννα τι τα»; Αύτη δε η μακαρία αφελώς, δια να μη δώση καμμίαν υποψίαν, απεκρίθη· «Αυτά είναι τα καλά νινία μου». Έπειτα από αρκετήν ώραν εξελθών ο Δένδερις μετέβη προς τον βασιλέα, τον οποίον εύρε γευματίζοντα. Τότε τον ηρώτησεν ο βασιλεύς που ήτο και από πού έρχεται, ο δε Δένδερις απεκρίθη, ότι ήτο εις την Μάννα, όπως συνήθιζε να ονομάζη την βασίλισσαν. Τότε του λέγει ο πολυπράγμων Θεόφιλος· «Τι σου είπε και τι σου έδωσεν η Μάννα»; Απεκρίθη ο Δένδερις· «Έχει καλά νινία». Λέγει ο Θεόφιλος· «Και τι τα κάμνει»; Τότε ο Δένδερις, φέρων την χείρα εις το στόμα και ασπαζόμενος αυτήν, λέγει· «Να μα». Εξεμάνη τότε ο Θεόφιλος υποπτευθείς ότι η βασίλισσα προσκυνεί κρυφίως τας αγίας Εικόνας και ευθύς μεταβάς εις τον κοιτώνα της βασιλίσσης εξημμένος και κοχλάζων υπό θυμού λέγει προς αυτήν· «Δεν αισχύνεσαι, βασίλισσα συ και γυνή ανεπτυγμένη, ν’ απειθής εις τα βασιλικά θεσπίσματα και να καταδέχησαι να προσκυνής ως θεούς τα ξύλα και τα είδωλα και συ και η μήτηρ σου»; Ταύτα η μακαρία Θεοδώρα ακούσασα εταράχθη μεν προς ολίγον, αλλά καταστείλασα ευθύς την ταραχήν, υπεκρίθη αφελέστατα άγνοιαν και απαθέστατα αποταθείσα ερωτά· «Καλέ Αύγουστε, τι έχεις; Ουδέν γνωρίζω εξ όσων λέγεις· ειπέ μου, ποίος σου είπεν, ότι εγώ προσκυνώ τας Εικόνας»; Λέγει ο Θεόφιλος· «Ο Δένδερις». Τότε η Θεοδώρα μειδιάσασα και υποκριθείσα παντελή άγνοιαν απεκρίθη αφελώς· «Ω τον ηλίθιον και κακόμορφον ανδράριον, όταν ο Δένδερις ήλθεν, ω βασιλεύ, ήμην έμπροσθεν του καθρέπτου και εκτένιζον την κόμην μου. Ιδών δε αυτός το σώμα μου εις τον καθρέπτην, ηρώτησε· «Μάννα τι τα»; Εγώ δε είπον· «Είναι το νινίον μου». Καταστήλας τότε ο Θεόφιλος την αγανάκτησιν, απεκάλει μεμωρωμένον τον ηλίθιον Δένδεριν. Ούτω δια της αξιοθαυμάστου ταύτης απαντήσεως διέφυγε τον κίνδυνον. Άλλοτε πάλιν παραλαβούσα η Θεοδώρα τας θυγατέρας της Θέκλαν, Άνναν, Αναστασίαν, Πουλχερίαν και Μαρίαν, μετέβη μετ’ αυτών εις την μητέρα της Θεοκτίστην. Εκεί δε η ευλαβής γυνή εξαγαγούσα μικράς τινας Εικόνας, τας οποίας είχε κεκρυμμένας, έθετεν αυτάς επί τας κεφαλάς των κορασίων και επί του στόματος δια να τας ασπασθώσιν. Έλεγε δε ότι αυτά είναι τα καλά νινία, τα οποία πρέπει να αγαπώσι και να ασπάζωνται. Είπε δε εις τα μεγαλύτερα εξ αυτών να μη είπωσι τίποτε εις τον πατέρα αυτών. Ότε δε εκείνα επανήλθον εις τον πατέρα των και τα ηρώτησε, τι είπε και έδωκεν εις αυτά η μάμμη των, τα μεν τρία μεγαλύτερα εσιώπων, το δε προτελευταίον, η Πουλχερία, η οποία μόλις ήρχιζε να ψελλίζη, είπεν ότι τους έδειξε τα νινία. Θυμωθείς τότε ο Θεόφιλος απηγόρευσε να βλέπωσι συνεχώς τα μικρά την μάμμην των. Τοιουτοτρόπως και την φοράν αυτήν διεφύλαξεν η Χάρις του Θεού άτρωτον την Θεοδώραν. Υπό τοιαύτας συνθήκας έζησεν η Θεοδώρα επί δώδεκα έτη μετά του συζύγου της Θεοφίλου. Και επί τέλους ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. Η οργή του Θεού κατέφθασε τον θεόργιστον Θεόφιλον και ησθένησε δεινώς εκ δυσεντερίας, τόσον ώστε εκινδύνευεν εις θάνατον. Τότε ήνοιξε το στόμα αυτού, και εστέκετο ανοικτόν τόσον πολύ, ώστε εφαίνοντο και αυτά τα σπλάγχνα του. Εις το ελεεινόν τούτο θέαμα πικρώς θλιβομένη η βασίλισσα Θεοδώρα, μόλις την ήρπασεν ολίγος ύπνος, βλέπει εν οράματι την άχραντον Θεοτόκον με το προαιώνιον Θείον Βρέφος εις τας αγκάλας της περικυκλωμένην από λαμπροφανείς Αγγέλους, συγχρόνως δε βλέπει και τον άνδρα της Θεόφιλον δερόμενον και ονειδιζόμενον υπ’ αυτών. Εξυπνήσασα η βασίλισσα είδεν, ότι ο Θεόφιλος ολίγον τι αναπνεύσας εξεβόησεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άθλιον, ότι δια τας αγίας Εικόνας με δέρουσι». Τότε ανασύρασα η Θεοδώρα την Εικόνα της Θεοτόκου, την οποίαν είχε κεκρυμμένην, έβαλεν αυτήν επάνω του Θεοφίλου και παρεκάλει μετά δακρύων την Υπερένδοξον Δέσποιναν να συγχωρήση και να φωτίση τον Θεόφιλον. Εις τοιαύτην δε κατάστασιν εκείνος ευρισκόμενος, ιδών ένα από τους περιεστώτας, έχοντα ανηρτημένην εγκόλπιον Εικόνα, ήπλωσε την χείρα του και αρπάσας αυτήν την κατεφίλει, παρευθύς δε το στόμα εκείνο, το οποίον τοσούτον κατά των αγίων Εικόνων εμαίνετο και ο λάρυγξ, όστις τοσούτον είχεν ανοιχθή, έστρεψαν εις την φυσικήν των κατάστασιν και ανεκουφίσθη από την μεγίστην εκείνην παίδευσιν, η οποία τον κατετυράννει. Εκβαλούσα τότε η βασίλισσα τας σεπτάς και αγίας Εικόνας, τας οποίας είχε κεκλεισμένας μέσα εις τα ιδικά της κιβώτια, έπεισε τον Θεόφιλον να τας τιμά και να τας ασπάζεται με όλην του την ψυχήν· μετ’ ολίγον δε ετελείωσε ούτος και την ζωήν, ομολογών ότι πρέπει να τιμώμεν και να ασπαζώμεθα τας αγίας Εικόνας. Μετά τον θάνατον του Θεοφίλου ανεκηρύχθη βασιλεύς ο υιός του Μιχαήλ, τριετής μόλις την ηλικίαν, επετρόπευε δε αυτόν η μήτηρ του βασίλισσα Θεοδώρα. Παρευθύς τότε έστειλε προστάγματα πανταχού να απολυθούν άπαντες όσοι δια τας αγίας Εικόνας ευρίσκονται εις εξορίας και φυλακάς, και να έχουν πάσαν ελευθερίαν και άνεσιν. Συγχρόνως συνεκάλεσε Σύνοδον Ιεράν, ήτις κατεβίβασε μεν από τον Πατριαρχικόν θρόνον τον Εικονομάχον Ιωάννην Ζ΄ τον και Ιαννήν αποκαλούμενον, όστις μαντειάρχης και δαιμονάρχης μάλλον ήτο άξιος να ονομάζεται ή Πατριάρχης, ανεβίβασε δε τον υπεράξιον του Πατριαρχικού θρόνου Ομολογητήν του Χριστού Άγιον Μεθόδιον, όστις πολλά είχε πάθει πρότερον υπέρ των αγίων Εικόνων, υπέρ των οποίων και εις τάφον είχε κατακλεισθή ζων, ο του ουρανού άξιος οικιστής. Εν συνεχεία η Σύνοδος αύτη εκύρωσε μεν τας αποφάσεις της εν έτει ψπζ΄ (787) συγκροτηθείσης εν Νικαία το δεύτερον Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατεδίκασε δε και ανεθεμάτισε τους Εικονομάχους και λοιπούς αιρετικούς. Αφού ταύτα απεφάσισεν η Σύνοδος, συνήχθησαν εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας άπαντες οι επιζώντες Άγιοι Πατέρες, Επίσκοποι, Ιερείς και Μοναχοί, οι οποίοι είχον κατά πολλά βασανισθή από τους Εικονομάχους, και όλος ο λαός με επικεφαλής την βασίλισσαν Θεοδώραν και τον υιόν της βασιλέα Μιχαήλ, λαβόντες εις τας χείρας των τας αγίας Εικόνας, μετά κηρών, θυμιαμάτων και λαμπάδων ετέλεσαν μετά πάσης λαμπρότητος και μεγαλοπρεπείας ιεράν λιτανείαν και αποκατέστησαν εις τους Ναούς τας αγίας Εικόνας, ήτο δε τότε η ιθ΄ (19η) Φεβρουαρίου του έτους ωμβ΄ (842), ημέρα Κυριακή, πρώτη των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Έκτοτε εθεσπίσθη όπως το ιερόν αυτό γεγονός εορτάζεται κατ’ έτος μετά πάσης λαμπρότητος κατά την πρώτην Κυριακήν των Νηστειών, η οποία και από του γεγονότος τούτου ωνομάσθη Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ούτως επολιτεύθη εις εαυτήν και ούτως ωφέλησε την Εκκλησίαν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Θεοδώρα, μισθόν λαβούσα παρά Κυρίου τον άφθαρτον της Ομολογίας στέφανον, όμως δια να λάβη μεγαλύτερον τον μισθόν και δια να καταισχυνθή έτι περισσότερον ο αντίδικος ημών διάβολος, παρεχώρησεν ο Θεός και εδοκιμάσθη και μετά ταύτα σκληρώς η περικλεής αύτη βασίλισσα. Διότι και ο υιός της Μιχαήλ και ο αδελφός της Βάρδας μεγάλως έθλιβον αυτήν καθ’ ημέραν, μάλιστα δε ο Βάρδας, όστις είχε τότε καταστή πανίσχυρος, και ο οποίος ήτο τόσον διεφθαρμένος και ραδιούργος, ώστε και αυτήν την προστάτιδά του και αδελφήν του βασίλισσαν ερραδιούργει, και τον ανήλικον βασιλέα ανεψιόν του ωδήγει εις την διαφθοράν δια να τον καταστήση υποχείριόν του. Διέβαλε δε εις αυτόν συχνά την μητέρα του, η οποία μεγάλως ηγωνίζετο να σωφρονίση αυτόν. Η επίδρασις του Βάρδα υπήρξε τοιαύτη, ώστε πριν έτι ενηλικιωθή καλώς ο Μιχαήλ, εν έτει ωνστ΄ (856) εξώρισεν από τα βασίλεια την μητέρα του βασίλισσαν Θεοδώραν και τας τέσσαρας αδελφάς του Θέκλαν, Άνναν, Αναστασίαν και Πουλχερίαν, τας οποίας, αφού κατά την προσταγήν του εκούρευσαν Μοναχάς, ενέκλεισεν εις την Μονήν των Γαστρίων, εις την οποίαν και παρέμειναν έγκλειστοι μέχρι του θανάτου των. Εκοιμήθη δε η μακαρία Θεοδώρα την ια΄ (11ην) Φεβρουαρίου του έτους ωξζ΄ (867). Τοιουτοτρόπως η αξιομακάριστος Θεοδώρα έπιε μέχρι τέλους το πικρόν ποτήριον, το οποίον της προσέφεραν ο υιός και ο αδελφός αυτής. Αλλ’ αυτή μεν αντημείφθη πλουσίως παρά Κυρίου και εδοξάσθη εν ουρανώ και επί γης, εκείνοι δε δεν ήργησαν να εύρουν αντάξιον της κακίας των θάνατον, διότι ο μεν Βάρδας εδολοφονήθη τελικώς, κατά προσταγήν του Μιχαήλ, εν έτει ωξστ΄ (866), ο δε Μιχαήλ εδολοφονήθη υπό Βασιλείου του Μακεδόνος εν έτει ωξζ΄ (867). Και εκείνων μεν τα λείψανα ατίμως υπό των φονέων διεπομπεύθησαν, της δε μακαρίας Θεοδώρας το αγιώτατον λείψανον εδόξασεν ο Θεός μετά θάνατον, διότι, ανακομιδής γενομένης, ευρέθη ακέραιον και αλώβητον, μυρίπνουν ευωδίαν αποπνέον και ιάματα βρύον. Το πολύτιμον τούτο κειμήλιον προς της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μετεφέρθη ακέραιον εις Κέρκυραν, αποθησαυρίζει δε ήδη τούτο εις τους κόλπους αυτού ο εν Κερκύρα Μητροπολιτικός Ναός της Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης. Δια τας αρετάς της ταύτας η μεν μήτηρ ημών Αγία Εκκλησία ανεκήρυξε την Θεοδώραν Αγίαν, εορταζομένης της μνήμης της κατά την σήμερον ια΄ (11ην) Φεβρουαρίου· ημείς δε εκλιπαρούμεν την Αγίαν Αυτής μεγαλειότητα ή την μεγάλην Αυτής Αγιότητα, ίνα πρεσβεύη αενάως προς Κύριον υπέρ της Αγίας Ορθοδοξίας, την οποίαν υπερήσπισε και εκράτυνεν. Αυτής αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.


(1). Ο Θεόφιλος εβασίλευσε κατά τα έτη 829 – 842. Ότε δε ούτος επρόκειτο να έλθη εις γάμον κατά προτροπήν της μητρός του εστάλησαν εις τα ανάκτορα τα ωραιότερα κοράσια εξ όλης της αυτοκρατορίας, ίνα εξ αυτών εκλέξη ο Θεόφιλος την αρέσκουσαν εις αυτόν δια σύζυγον. Τούτου γενομένου μεταξύ των άλλων παρθένων ήτο και η περικαλλεστάτη και σοφή νεάνις Κασσιανή, εις την οποίαν πρώτον απέβλεψεν ο Θεόφιλος. Θέλων δε να δοκιμάση την ευφυϊαν εκάστης, λέγει προς την Κασσιανήν· «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», υπονοών την Εύαν. Τότε η σοφωτάτη Κασσιανή, σεμνώς ερυθριάσασα, απήντησε θαραλλέως· «Αλλά και εκ γυναικός πηγάζει τα κρείττω», υπονοήσασα την Θεοτόκον. Η τόλμη και η σοφία της Κασσιανής συνέστειλε τον Θεόφιλον, όστις απομακρυνθείς απ’ αυτής εξέλεξε την σεμνήν Θεοδώραν, εις ην και προσέφερε το μήλον, ως σύμβολον της εκλογής του. Ούτως η μεν Θεοδώρα έγινε βασίλισσα, η δε Κασσιανή εγκαταλείψασα την κοσμικήν ζωήν εγένετο Μοναχή. Εις την Κασσιανήν οφείλεται το δοξαστικόν της Μεγάλης Τετάρτης «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Λέγεται δε ότι όταν συνέθετε τούτο η Κασσιανή ήτο απόγευμα και ευρίσκετο εις κήπον. Όταν δε είχε φθάσει εις τους στίχους «αποσμήξω δε τούτους τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις», αντιληφθείσα την έλευσιν του Θεοφίλου έσπευσε να κρυβή. Ελθών δε ο Θεόφιλος και ιδών το ημιτελές ποίημα προσέθηκε την φράσιν: «Ων εν τω παραδείσω, Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη». Επανελθούσα δε η Κασσιανή μετά την αναχώρησιν του Θεοφίλου και ιδούσα τους υπό του Θεοφίλου γραφέντας στίχους αφήκεν αυτούς ως είχον και συνεπλήρωσε το ποίημα. Και τούτο μεν άδεται εκ παραδόσεως ίσως διότι η φράσις αύτη εκ πρώτης όψεως φαίνεται έξωθεν παρεισφρήσασα, η δε ερμηνεία των στίχων τούτων έχει ως εξής· «καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας… ων (των οποίων ποδών Χριστού του Θεού) τον κρότον ακούσασα η Εύα κατά το δειλινόν εκείνο εν τω Παραδείσω καταληφθείσα υπό φόβου εκρύβη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: