Τη ΙΖ΄ (17η) του αυτού μηνός Δεκεμβρίου, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ο Νέος, ο εκ Ζακύνθου μεν ορμώμενος, Αρχιεπίσκοπος δε Αιγίνης γενόμενος, εν ειρήνη τελειούται.

Διονύσιος ο θείος Πατήρ ημών ο Νέος είχε πατρίδα την περίφημον νήσον Ζάκυνθον, εις την οποίαν εγεννήθη κατά το έτος αφμζ΄ (1547), Ιουνίου (21η), από γονείς ευσεβείς, ενδόξους και ευγενείς· ο πατήρ του ωνομάζετο Μώκιος, την επωνυμίαν Σιγούρος και η μήτηρ του Παυλίνα. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εδόθη εις θεοσεβείς και σοφούς διδασκάλους, ως ευφυής δε όπου ήτο εις τον νουν, έμαθεν εις ολίγον καιρόν όσα μαθήματα ήσαν αρκετά να του φωτίσουν την διάνοιαν δια να καταλάβη την πλάνην του κόσμου, του προσκαίρου βίου την ματαιότητα και την της ψυχής αθανασίαν. Επειδή δε προέκοπτε καθ΄ εκάστην εις πράξεις εναρέτους και θεοσέβειαν, έκρινε καθ΄ εαυτόν να γίνη στρατιώτης του επουρανίου Βασιλέως Θεού, δια να δυνηθή νικών τους τρεις θανατηφόρους εχθρούς, τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον, να απολαύση ως νικητής τροπαιούχος τον αμάραντον της δόξης στέφανον.
Αλλ΄ επειδή αι κοσμικαί φροντίδες και αι ταραχαί των βιοτικών πραγμάτων τον ημπόδιζον από τον θεοφιλή σκοπόν του, απεφάσισε να απομακρυνθή από τας συγχύσεις του κόσμου, δια να ημπορή να φαντάζηται τα ουράνια και να λατρεύη ολοψύχως τον Ποιητήν του και Σωτήρα Θεόν. Απαρνηθείς λοιπόν πατρίδα, γονείς, ευγένειαν, πλούτον, δόξαν και πάσαν απόλαυσιν του κόσμου, έδραμεν ως αετός υπόπτερος εις την βασιλικήν Μονήν των Στροφάδων νήσων, κειμένων κατέναντι της Ζακύνθου προς το νότιον μέρος, μακράν απ΄ αυτής έως τεσσαράκοντα μίλια και φθάσας εκεί γεμάτος από πνευματικήν ευφροσύνην, αφού έκαμε την διατεταγμένην δοκιμήν κατά τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας, ενεδύθη από τον Ηγούμενον το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών.                                                                                            
Αν δε και ήτο ο Άγιος νέος τότε εις την ηλικίαν, όμως υπερέβαινεν εις τας αρετάς και τους πλέον γέροντας και εναρέτους Πατέρας της σεβασμίας εκείνης Μονής. Ηγρύπνει το περισσότερον μέρος της νυκτός, ασχολούμενος εις την ανάγνωσιν των πνευματικών βιβλίων και εις ύμνους και δοξολογίας προς τον Θεόν. Εχαλιναγώγει και κατεδάμαζε τας εμπαθείς ορέξεις της σαρκός με πολυημέρους νηστείας· στοχαζόμενος δε την ουτιδανότητα της ανθρωπίνης φύσεως, ενίκα τον δαίμονα της υπερηφανείας με άκραν ταπείνωσιν· μολονότι κατήγετο από περίλαμπρον γένος, έκρινεν όμως τον εαυτόν του ευτελέστερον από όλους και αναξιώτατον· δια τα οποία και οι Πατέρες όλοι της Μονής τον είχον ως κανόνα των αρετών και εικόνα της οσιότητος, προσεπάθει δε καθείς από αυτούς να τον μιμήται, όσον του ήτο δυνατόν· όθεν δόκιμος φανείς εις τους Προεστώτας, ανεβιβάσθη κατά βαθμόν εις το αξίωμα της Ιερωσύνης, δια να προσφέρη ιλαστηρίους ευχάς και αναιμάκτους θυσίας προς τον Θεόν, δια την σωτηρίαν του κόσμου. Μετά ταύτα επιθυμών να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ και λαβών την άδειαν από τον Ηγούμενον και την αδελφότητα, επέρασεν εις τας Κυκλάδας νήσους και εις τα Δωδεκάνησα, δια να εύρη εκεί με ευκολίαν κανέν πλοίον, προς εκπλήρωσιν του πόθου του. Όθεν περιερχόμενος τας νήσους εκείνας και ζητών πλοίον,δια να τελειώση τον σκοπόν του, διήλθε και από τας Αθήνας, ένθα κατά την τάξιν της ιερατικής πολιτείας επήγε να προσκυνήση τον Αρχιερέα του τόπου, ο οποίος, έχων ακούσει την καλήν φήμην του Διονυσίου, τον παρεκίνησε πολύ να λάβη την επιστασίαν της Αρχιεπισκοπής Αιγίνης, ήτις ήτο τότε χηρεύουσα· αυτός δε ως ταπεινώφρων και μέτριος επροφασίζετο λέγων, ότι δεν ήτο άξιος τοιούτου επιχειρήματος, να δεχθή τόσην φροντίδα ψυχών επάνω του· αλλ΄ ο σοφός και συνετός εκείνος Αρχιερεύς, όστις είχε δι΄ ακοής τας αρετάς του Διονυσίου και από το σεμνοπρεπές του είδος εβεβαιώνετο εις την αψευδή φήμην, ήτις τον είχε προκεκηρυγμένον, τον εβίασε τόσον, ώστε τον έκαμε και εδέχθη, δια να μη φανή παρήκοος εις τα του Αρχιερέως προστάγματα.                                                        
Λαβών την συγκατάθεσιν του Αγίου ο Αρχιερεύς έγραψεν ευθύς εις τον Κλήρον και τον λαόν της Αιγίνης, και φανερώνων την αξιότητα του τοιούτου υποψηφίου και ότι βιαίως και με πολλάς παρακλήσεις και πνευματικάς παρακινήσεις ένευσε να δεχθή την επιστασίαν των, όλοι ομογνώμονες με κοινήν ψήφον τον εδέχθησαν δια Ποιμένα των και διδάσκαλον, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις επρονοήθη περί αυτών, πέμπων εις αυτούς δια κυβερνήτην και οδηγόν τοιούτον θεοσεβή και άγιον άνδρα. Λοιπόν κατά τους ιερούς Κανόνας, με έκδοσιν της Μεγάλης Εκκλησίας, εχειροτονήθη από τον αυτόν Μητροπολίτην Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, πόση δε χαρά έγινε την ημέραν εκείνην εις όλους τους Αιγινήτας, κάθε ευσεβής ας το συλλογισθή. Εμπιστευθείς λοιπόν τοιουτοτρόπως την επιστασίαν του λογικού εκείνου ποιμνίου, δεν έπαυε κάθε ημέραν να το διδάσκη με ιερούς λόγους, με νουθεσίας και με ψυχωφελή παραδείγματα.                                                                          
Αλλ΄ επειδή η φήμη πανταχού τον εκήρυττε και ως ο μαγνήτης τον σίδηρον έσυρεν όλους εις εαυτόν, δια να ακούουν τα θεόσοφα λόγια του, ύστερα από ικανόν καιρόν της διοικήσεως, φοβηθείς μήπως και ο των ανθρώπων έπαινος, όστις τόσον τον ύψωνε, τον κρημνίση εις το βάραθρον της κενοδοξίας, εμελέτησε να κάμη παραίτησιν του θρόνου· όθεν αφήνων διάδοχον άξιον εις τον θρόνον του, ητοιμάσθη να επιστρέψη εις την Ζάκυνθον, την πατρίδα του. Τότε ευλογών το ποίμνιόν του και παρακαλών τον Κύριον να το φυλάττη αβλαβές από ορατούς και αοράτους εχθρούς και να χαρίζη εις αυτό κατά τον πόθον της καρδίας των ψυχικήν σωτηρίαν, τους απεχαιρέτησε και ανεχώρησεν αφήνων εις όλους θλίψιν υπέρμετρον. Αφού λοιπόν έφθασεν εις την πατρίδα του κεκοσμημένος και δια του αρχιερατικού χαρακτήρος, έλαβον όλοι οι συμπατριώται του ανεκδιήγητον την χαράν, ευλαβούμενοι αυτόν ως νοητόν ήλιον της αγιωσύνης, διότι κατά τον καιρόν εκείνον ήτο χηρεύουσα η Αρχιεπισκοπή της Ζακύνθου, κατά το έτος 1579, και ετάχθη ο θείος Διονύσιος με γράμμα πατριαρχικόν να κυβερνήση την επαρχίαν εκείνην επιτροπικώς, έως να γίνη νέα ψήφος, ως και εγένετο, πατριαρχεύοντος τότε του αοιδίμου Πατριάρχου Ιερεμίου. Επειδή όμως ο Άγιος όχι με ιδικήν του προθυμίαν, αλλά δια ευχαρίστησιν των συμπατριωτών του, οίτινες τόσον τον παρεκάλεσαν, και δια να δειχθή ευπειθής εις το πατριαρχικόν πρόσταγμα, εδέχθη προς καιρόν την επιστασίαν της άνωθεν επαρχίας, ευθύς ως έγινεν η ψήφος εις άλλο πρόσωπον, δεν ηθέλησε πλέον να διαμείνη συναναστρεφόμενος εις κοσμικήν πολιτείαν, εις την οποίαν δεν είχε την ησυχίαν, αλλ΄ ανεχώρησεν εκείθεν εις τόπον κατάλληλον και ησυχαστικόν δια να συνευρίσκεται νοερώς με τον Θεόν και να λεπτύνη τον νουν με πνευματικήν μελέτην και θεϊκήν κατανόησιν, έχων ήδη προ ετών δέκα τόπον επιτήδειον ητοιμασμένον, δια να ησυχάση κατά τον πόθον του, εις τον οποίον ευρίσκεται ωκοδομημένον το Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζομένης ναφωνητρίας, μακράν από την πόλιν έως είκοσι μίλια, κείμενον επάνω εις τα υψηλότατα βουνά της αυτής νήσου, προς το νότιον μέρος. Αφού λοιπόν έφθασεν εις το Μοναστήριον ο θείος Διονύσιος, καθώς ανέβη με το σώμα υψηλά, ούτως ύψωσε και τον νουν όλως διόλου εις τα ουράνια· άλλο δεν εφαντάζετο παρά μόνον το ασύγκριτον κάλος της τρισηλίου Θεότητος, και τόσον ελέπτυνε την ψυχήν του με τας νοεράς θεωρίας, ώστε ημπορώ να είπω, ότι έγινε σχεδόν όλος ουράνιος.                          
Δεν θέλω διηγηθή τας παθοκτόνους νηστείας, τας νυχθημέρους προσευχάς, τας χαλεπάς χαμευνίας (διότι έχων την κλίνην του κατεσκευασμένην με πέτρας αγκυλωτάς, και εις το φαινόμενον ηυτρεπισμένην με γλαφυρά σκεπάσματα, δεν επέτρεπε να εμβαίνη εις το κελλίον του ουδείς από τους υπηρέτας του, δια να μη φανερωθή η αρετή του αύτη, αλλά μόνος κατά μόνας εκυβέρνα την κλίνην του). Δεν θέλω ομιλήσει δια την ασχόλαστον ελεημοσύνην, με την οποίαν εφαίνετο ως βρύσις αέναος, ήτις επότιζε δαψιλώς τους διψασμένους πένητας, έχων συνήθειαν κατ΄ έτος να πέμπη, κατά το άγιον Πάσχα, μεγάλην λέμβον του Μοναστηρίου εις την χώραν, φορτωμένην από σίτον, όσπρια, αρνιά, ερίφια και ΄λλα βρώσιμα με Μοναχούς της Μονής, να τα διαμοιράζουν κρυφίως εις τους πτωχούς κατά την παραγγελίαν του. Σιωπώ τας λοιπάς αρετάς του, με τας οποίας εφαίνετο ο μακάριος φορτωμένος ως δένδρον καρποφόρον και κατά αλήθειαν άγγελος σαρκοφόρος και άνθρωπος αγγελόφρων εγνωρίζετο, νουθετών καθημερινώς τους Πατέρας της Μονής και διδάσκων όχι μόνον με τον λόγον, αλλά περισσότερον και με το καλόν του παράδειγμα, το οποίον είναι η όντως αληθής και πρακτική διδασκαλία και παρακινών να φυλάττουν απαραλλάκτως τας τάξεις και τα ήθη της μοναδικής πολιτείας, χωρίς να τολμήσουν ποτέ να παραβούν καμμίαν από τας υποσχέσεις τας οποίας έδωσαν, όταν ενεδύθησαν το Αγγελικόν Σχήμα. Σιωπώ, λέγω, περ΄όλων των άλλων πολυαρίθμων αρετών, με τας οποίας ήτο εστολισμένη η μακαρία ψυχή του και μόνον δια την θεώνυμον εκείνην αρετήν να ομιλήσω, η οποία περισσότερον από όλας τας άλλας διέλαμπεν επ΄ αυτού και ήτις ονομάζεται και ρίζα και θεμέλιον πασών των αρετών, την κατά Θεόν, λέγω, προς τον πλησίον αγάπην, η οποία τόσον ήτο εριζωμένη εις την καρδίαν του, ώστε υπερέβη και αυτούς τους όρους της φύσεως· και ακούσατε, παρακαλώ, με προσοχήν και ευλάβειαν, να θαυμάσητε.                                               
Άνθρωπός τις ξένος, πάντολμος και αυθάδης, ετόλμησε να φονεύση με χείρα παμμίαρον τον ηγαπημένον αδελφόν του Αγίου Κωνσταντίνον, άνθρωπον αξιώτατον και περίφημον της πατρίδος άρχοντα· ούτος, αφού έπραξε τοιαύτην μιαιφονίαν, φοβούμενος την δύναμιν των συγγενών τού φονευθέντος, έφευγε δια να σώση την ζωήν του εις τόπους ερήμους και αβάτους. Τέλος, δεν γνωρίζω αν κατά τύχην ή κατ΄ οικονομίαν μάλλον θεϊκήν, δια να φανερωθή η μεγάλη και παράδοξος αρετή του Αγίου, εξέπεσεν εις το προειρημένον Μοναστήριον της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας και μη γνωρίζων, ότι ο Ηγούμενος ήτο αδελφός του φονευθέντος, όλος έντρομος και από τον φόβον ως ημιθανής με δάκρυα γονατιστός πίπτει εις τους πόδας του Αγίου και τον παρακαλεί να κάμη έλεος εις αυτόν, να τον κρύψη εις τόπον απόκρυφον. Βλέπων αυτόν ο Άγιος τόσον φοβισμένον, τον ερωτά να είπη το αίτιον του τοιούτου φόβου και ακούει παρ΄ αυτού, ότι έφευγεν από τον θυμόν των αρχόντων Σιγούρων, οίτινες επήγαινον τρέχοντες να τον εύρουν και να τον θανατώσουν, διότι είχε φονεύσει ένα από το γένος των, ονομαζόμενον Κωνσταντίνον. Αφήνω εδώ έκαστον να συλλογισθή πόσον πόνον ησθάνθη ο Άγιος εις την καρδίαν, κατά φύσιν, εις τοιούτον θλιβερόν και κατάπικρον μήνυμα, μάλιστα καθ΄ όσον δεν είχε και άλλον αδελφόν· ήλλαξε παρευθύς η όψις τού προσώπου του, έτρεξαν ως από δύο βρύσεις από τους οφθαλμούς του τα φιλάδελφα δάκρυα και με βαθύτατον στεναγμόν του είπεν· «Ω άνθρωπε, και τι σοι έπταισεν ο καλός εκείνος άρχων και τον εθανάτωσας άδικα»; Εδώ ως άνθρωπος εβιάζετο από την φυσικήν αγάπην της αδελφότητος, να κάμη εκδίκησιν· αλλά προτιμών την εντολήν του Θεού, όστις προστάσσει να αγαθοποιώμεν τους κακοποιούντας, όχι μόνον δεν εκακοποίησεν εκείνον τον πάσης τιμωρίας άξιον, αλλά μομούμενος την ανεξικακίαν του Δεσπότου μας Χριστού, όστις παρεκάλει τον Πατέρα του δια τους ιδίους του σταυρωτάς, έλαβε τον φονέα εκείνον και θαρρύνων αυτόν με παρηγορητικά λόγια, τον έκρυψεν εις τόπον απόκρυφον, φιλεύων αυτόν με πάσαν φιλοφροσύνην και ευσπλαγχνίαν, ως να ήτο όχι εχθρός αλλ΄ ευεργέτης του.   Εις διάστημα ολίγης ώρας καταφθάνουν πολλοί από τους συγγενείς του Αγίου τρέχοντες, ιδρωμένοι από τον κόπον της μακράς οδοιπορίας και από την άμετρον λύπην σχεδόν ημιθανείς, συνοδευόμενοι από πλήθος ωπλισμένων ανθρώπων, τους οποίους βλέπων ο Άγιος προσεποιήθη ότι δεν εγνώριζε τίποτε και τους ερωτά να είπουν την αιτίαν του ερχομού των και της πολλής των θλίψεως· αυτοί δε μετά πολλών δακρύων του εφανέρωσαν τον ελεεινόν φόνον του αδελφού του, ερωτώντες αυτόν ακόμη εάν επέρασεν από εκεί ο φονεύς, τον οποίον ανεζήτουν, δια να του αφαιρέσουν την ζωήν, καθώς και εκείνος εστέρησεν από την ζωήν τον ηγαπημένον του αδελφόν. Έκλαυσεν ο Άγιος, εθρήνησε μαζί με τους συγγενείς του τον θάνατον του αδελφού του και δια να αναχωρήσουν απ΄ εκεί το ταχύτερον και να εύρη καιρόν να σώση τον φονέα, τον οποίον είχε κεκρυμμένον, τους εξέβαλεν εκείθεν με συμβουλευτικά λόγια, στέλλει αυτούς δήθεν προς ακριβή εξέτασιν περί του φονέως, και παρευθύς, ως απεμακρύνθησαν από εκεί οι συγγενείς του, εκάλεσεν από της κρύπτης του τον φονέα και αποκαλύπτων εις αυτόν την αλήθειαν, ότι δηλαδή ήτο αδελφός του φονευθέντος, τον ενουθέτησε πατρικώς και τον ωδήγησε πνευματικώς, φέρων δε αυτόν εις μετάνοιαν, τον διώρθωσε και του συνεχώρησε το αμάρτημα και τότε συνοδεύσας αυτόν έως κάτω εις τον αιγιαλόν, όστις ήτο πλησίον εις το μέρος εκείνο του Μοναστηρίου και δώσας εις αυτόν τα αναγκαία δια την ζωοτροφίαν του και το ταξίδιόν του, τον έστειλεν εις άλλον τόπον, δια να σώση την ζωήν του. Ω αρετή! Ω έργον υπερφυσικόν! Ω κατόρθωμα υπέρ άνθρωπον! το οποίον όχι μόνον οι άνθρωποι θαυμάζουν ακούοντες, αλλά και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι· διο και ο πλουσιοδότης Θεός εις ανταμοιβήν τοιαύτης χριστομιμήτου αρετής τον επλούτισε με χαρίσματα υπερφυσικών θαυματουργημάτων, από τα οποία θέλομεν είπει μερικά.                                                        
Είχεν ο Άγιος Διάκονόν τινα ονόματι Δανιήλ, όστις ήτο από τα Τρίκαλα της Πελοποννήσου, από δε παιδίον μικρόν τον είχεν αναθρέψει ο ίδιος και τον εχειροτόνησεν, ήτο δε ούτος πάντοτε εις την συνοδείαν του, ως έμπιστος αυτού. Θέλων δε εν μια των ημερών να υπάγη ο Άγιος από το Μοναστήριον εις την χώραν δι΄ υπόθεσίν του, είπεν εις τον Διάκονόν του· «Δανιήλ, να υπάγωμεν εις την χώραν»; Εκείνος του απεκρίθη· «Δέσποτά μου Άγιε, ο καιρός είναι προς βροχήν». Ο δε Άγιος του απεκρίθη· «Ας κινήσωμεν εις δόξαν Θεού και μη βάλης εμπόδιον». Και λοιπόν πορευόμενοι, δεν ήσαν πολύ μακράν από το Μοναστήριον, ότε ήρχισεν η βροχή. Λέγει ο Διάκονος· «Δέσποτά μου, δεν το είπον εγώ ότι βρέχει; Καλύτερον να γυρίσωμεν οπίσω, διότι η βροχή όσον υπάγει τόσον και δυναμώνει». Αυτός δε ο όντως άνθρωπος του Θεού του είπεν· «Ας πηγαίνωμεν εμπρός και δεν παθαίνομεν τίποτε». Όσον δε παρήρχετο η ώρα, τόσον επλήθυνεν η βροχή, αλλ΄ ω των θαυμασίων σου, Κύριε! Αν και ήτο τόσον πολλή η βροχή, όμως ούτε εις του Αρχιερέως, ούτε εις του Διακόνου τα ενδύματα ήγγισε παντελώς· όταν δε προχωρούντες έφθασαν εις ποταμόν τινα, από τον οποίον ήτο ανάγκη να περάσουν, και βλέποντες αυτόν πλημμυρισμένον από την πολλήν βροχήν, απορών ο Διάκονος λέγει· «Τώρα, Δέσποτά μου, πως έχομεν να περάσωμεν»; Τότε ο Άγιος του λέγει θαρραλέως· «Ακολούθει μοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού και μη διστάζης ουδόλως». Και πλησιάζοντες εκεί, ω παραδόξου θαυματουργίας! Εστάθη το ρεύμα του ποταμού ακίνητον εις το εν και το άλλο μέρος υψούμενον έως ου επέρασαν και οι δύο, χωρίς να βραχούν τελείως οι πόδες των. Τότε βλέπων ο Άγιος τον Διάκονον εκπληττόμενον, του έβαλεν επιτίμιον να μη φανερώση, ζώντος του Αγίου, τα όσα είδε· μετά δε τον θάνατον του Αγίου, νομίζων δια αμάρτημα ο Διάκονος να κρατή κεκρυμμένα τοιαύτα υπερφυή θαύματα, τα εφανέρωσεν ειλικρινώς δια να δοξάζηται ο Θεός.                                               
Ευρισκόμενος ο Άγιος εις την πόλιν, έτυχε να ανοίξουν τάφον τινά εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ούτω καλούμενον, διότι εκεί ενεταφιάζοντο οι ξένοι, είναι δε ο Ναός ούτος και η Μητρόπολις της Ζακύνθου. Εις τον τάφον αυτόν επρόκειτο να ενταφιάσουν άλλο λείψανον και εκεί εύρον σώμα γυναικός προ πολλού αποθαμμένης, το οποίον ήτο αδιάλυτον με τα ενδύματά του, διότι απέθανε με δεσμόν αφορισμού η ταλαίπωρος. Ήλθον όθεν οι συγγενείς αυτής και προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν με δάκρυα να υπάγη εις τον Ναόν αυτόν να αναγνώση ευχήν συγχωρητικήν εις εκείνο το δεδεμένον σώμα, ίσως και ο Κύριος ήθελεν εισακούσει την δέησίν του. Ευσπλαγχνισθείς ο Άγιος τα δάκρυά των επήγεν εις τον Ναόν νύκτα βαθείαν, έχων εις την συνοδείαν του τον Διάκονόν του και τον Εφημέριον του αυτού Ναού, ιδών δε το πτώμα εκείνο, προστάσσει να το εκβάλουν έξω από τον τάφον και να το στήσουν ορθόν εις εν στασίδιον της Εκκλησίας. Τότε φορών το επιτραχήλιόν του και το ωμοφόριον, κλίνας τα γόνατα και προσευχόμενος ώραν ικανήν, εδέετο του Θεού με θερμά δάκρυα να λύση από τον δεσμόν του αφορισμού το άλυτον εκείνο σώμα. Ενώ δε ο Άγιος ανεγίνωσκεν επ΄ αυτού την συγχωρητικήν ευχήν, ω του θαύματος! ως να ήτο έμψυχον το άπνουν εκείνο σώμα, κλίναν την κεφαλήν με κάποιον σχήμα προσκυνήσεως προς τον Άγιον, ως δι΄ ευχαριστίαν της μεγάλης χάριτος, την οποίαν έλαβεν, έπεσε κατά γης και διελύθη παντελώς εις χώμα και οστά. Ο δε Άγιος, ως ταπεινόφρων, έβαλε και εις τούτο επιτίμιον προς τους εκεί παρεστώτας, να μη φανερώσουν τούτο ζώντος αυτού εις ουδένα. Παρόμοιον θαύμα έκαμε και εις άλλου ανδρός αφωρισμένον λείψανον, εις το χωρίον Καταστάριον.                                                                    
Άρχων τις πλούσιος από το γένος του προσεκάλεσε μίαν φοράν τον Άγιον, με συνοδείαν και άλλων προσώπων σπουδαίων, Ιερωμένων τε και λαϊκών, να υπάγουν δια θαλάσσης με τα δίκτυα, εις τόπον παραθαλάσσιον κοινώς καλούμενον Βόϊδι, εκεί όπου ευρίσκεται μικρόν Μοναστήριον επ΄ ονόματι της Αγίας Τριάδος. Εμβάντες δε οι καλεσμένοι ομού με τον καλέσαντα εις πλοιάριον, ήρχισαν παρευθύς, κατά την δεισιδαίμονα πλάνην των, οι άγροικοι εκείνοι και αδιάκριτοι αλιείς, να γογγύζουν κρυφίως εναντίον των Ιερωμένων εκείνων προσώπων, πιστεύοντες οι ανόητοι και κακόπιστοι, ότι όταν ίδουν εκκλησιαστικόν άνθρωπον, δεν προκόπτει το έργον των την ημέραν εκείνην, αλλά μάλιστα ζημιώνεται, το οποίον πολλάκις παραχωρεί ο Θεός και γίνεται δια την κακοπιστίαν και την ασέβειάν των. Φθάσαντες λοιπόν με το πλοιάριον εις το Βόϊδι και εξελθόντες έξω επήγαν εις το Μοναστήριον δια να αναπαυθούν και να ετοιμάσουν τα αναγκαία· οι δε αλιείς ρίψαντες τα δίκτυα και μηδέν πιάσαντες επέστρεφον μετά ώραν ικανήν κενοί παντελώς από ιχθύς. Εγόγγυζον δε τότε περισσότερον οι θηριογνώμονες, αυξάνοντες τον γογγυσμόν κατά των ιερωμένων της καλής εκείνης συνοδείας· όθεν ο άρχων ήτο περίλυπος δια την τοιαύτην κακήν τύχην. Βλέπων αυτόν ο Άγιος και ζητών να μάθη την αιτίαν της λύπης του, ο άρχων τού την είπεν απλώς, προσθέτων επί πλέον, ότι το βάρβαρον εκείνο γένος των αλιέων έχουν τόσην κακοδοξίαν εναντίον των ρασοφόρων προσώπων, όταν πηγαίνουν εις εργασίαν, ώστε εάν απαντήσουν ή ίδουν τινά με ιερατικόν ένδυμα, ευθύς ασύνετα λέγουν, ότι κατά την ημέραν εκείνην δεν επιτυγχάνει, αλλά αποτυγχάνει το έργον των, και δια τούτο νομίζουν και τώρα, ότι με το να είναι εις την συνοδείαν ταύτην ιερωμένα πρόσωπα, τους ήλθε τοιαύτη αποτυχία εις την αλιείαν των. Πικρανθείς ο Άγιος δια την αθυμίαν του άρχοντος, μάλλον δε σκανδαλισθείς εις την σφαλεράν γνώμην των αλιέων, προστάσσει να φέρουν τα δίκτυα έξω εις την γην, και βαλών επιτραχήλιον ανέγνωσεν ευχήν επάνω εις αυτά και τα ηυλόγησεν, ομού με τους αλιείς, έπειτα τους είπεν· «Υπάγετε εις εκείνον τον τόπον της θαλάσσης, δεικνύων τούτον εις αυτούς δια του δακτύλου, και εκεί ρίψατε τα δίκτυα και θέλετε συλλάβει ιχθύς πολλούς κατά την ανάγκην και την επιθυμίαν σας». Αυτοί δε είπον· «Δέσποτά μου, ημείς πηγαίνομεν με την αγίαν σου ευχήν να σας δουλεύσωμεν σήμερον· όμως ο τόπος τον οποίον μας δεικνύεις δεν είναι ιχθυότοπος, διότι εκεί δεν επιάσαμεν ποτέ ιχθύν· αλλά ημείς γνωρίζομεν εδώ τα κατατόπια των ιχθύων και θέλομεν ρίψει τα δίκτυα όπου μας φανή καλλίτερα». Τότε ο Άγιος, βλέπων την αυθάδη αντιλογίαν, λέγει προς αυτούς επιτιμητικώς· «Επιθυμώ κατά πάντα τρόπον να τα ρίψετε εκεί όπου σας λέγω εγώ». Λέγει προς αυτούς και ο άρχων· «Ας γίνη το θέλημα του Αρχιερέως και μη αντιστέκεσθε εις το πρόσταγμά του». Επήγαν λοιπόν και χωρίς να θέλουν, αλλά κατά την γνώμην των απηλπισμένοι· ρίψαντες δε τα δίκτυα εις τον προστεταγμένον τόπον, συνέλαβον τόσον πλήθος πολυειδών ιχθύων, ώστε μετά βίας ηδυνήθησαν να τους σύρουν και να τους βάλουν εις το πλοιάριον. Τότε γενόμενοι εκστατικοί εθαύμασαν και ευθύς μετέβαλον την απιστίαν εις πίστιν και φέροντες την άγραν των ιχθύων ως βραβείον του θαύματος, έδραμον με φόβον ομού και χαράν και πίπτοντες εις τους πόδας του Αγίου ωμολόγουν μεγαλοφώνως το σφάλμα των, ζητούντες συγχώρησιν· ο δε πράος και θείος ανήρ, συγχωρών αυτούς τους ενουθέτησε να σέβωνται το Ιερατικόν Σχήμα και να διώκουν από τον νουν των τας ψυχοβλαβείς δεισιδαιμονίας.                               
Όχι δε μόνον το χάρισμα της θαυματουργίας έλαβεν ο Άγιος από τον Θεόν, αλλ΄ ακόμη και το διορατικόν εις το να γνωρίζη τα απόκρυφα, καθώς εφάνη εις Ιερομόναχον τινα, όστις επήγε προς αυτόν χάριν εξομολογήσεως. Ούτος ο Ιερομόναχος, Παγκράτιος ονόματι, ακούων τας αρετάς του Αγίου και την ισάγγελον πολιτείαν του, επήγεν εν μια των ημερών να εξομολογηθή εις αυτόν και τελειώνων την εξομολόγησιν, τον ηρώτησεν ο Άγιος εάν ενεθυμείτο άλλο τι να του είπη και αυτός απεκρίθη, ότι δεν ενθυμείται. Του λέγει ο Άγιος· «Ίδε καλά, τέκνον μου, μήπως δι΄ αμέλειαν σου έφυγεν από την μνήμην κανέν αμάρτημα και μείνης αδιόρθωτος· όθεν στάσου ολίγον, συλλογίσου με τον εαυτόν σου αν τύχη να ενθυμηθής κανέν άλλο πταίσιμον, όπερ να έπραξας, διότι μοι φαίνεται βέβαιον, ότι δεν έκαμες τελείαν εξομολόγησιν». Στέκεται ο Ιερομόναχος, συλλογίζεται αρκετήν ώραν και έπειτα αποκρίνεται· «Δέσποτά μου πανιερώτατε, δεν ημπορώ τελείως να ενθυμηθώ άλλο τι, μόνον δος μοι την λύσιν, δια να μη πεοράζω την Αρχιερωσύνην σου». Τότε βλέπων ο Άγιος ότι ο εξομολογούμενος έμελλε να αναχωρήση χωρίς να φανερώση το μεγαλύτερον από όσα αμαρτήματα είχε διαπράξει ως άνθρωπος, λέγει ολίγον με αυστηρότητα· «Δεν ενθυμείσαι, ταλαίπωρε, ότι ιερουργών την δείνα ημέραν εις την δείνα Εκκλησίαν, από αμέλειαν και ολίγην σου προσοχήν έπεσε κατά γης ο Τίμιος Μαργρίτης»; Ακούων τοιούτον λόγον από το στόμα του Αγίου ο Ιερομόναχος, ευθύς το ενεθυμήθη και έμεινεν όλος έντρομος εκπληττόμενος εις το διορατικόν του Αγίου, βλέπων, ότι το απόκρυφον εκείνο αμάρτημά του το εγνώρισεν ο Άγιος με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του και πίπτων εις τους πόδας του και βρέχων αυτούς με δάκρυα μετανοίας, ωμολόγησε το πταίσμα του και εζήτει την συγχώρησιν· ο δε Άγιος, ως μιμητής του συμπαθεστάτου μας Ιησού, εδέχθη την μετάνοιάν του, νουθετών αυτόν να προσέχη εις το μέλλον και με τρόπον και με πολλήν ευλάβειαν να πλησιάζη εις τοιούτον Βασιλέα επουράνιον, εις τον οποίον ούτε αυτοί οι Άγγελοι δεν δύνανται να ατενίσουν· με τοιαύτας νουθεσίας καθοδηγών αυτόν του έδωσε την λύσιν και τον έπεμψεν εν ειρήνη.                                                                                    
Είναι και άλλα αξιοδιήγητα όσα ετέλεσε ζων ο Άγιος, τα οποία σιωπώμεν, δια να μη βαρύνωμεν τους ακροατάς με την μακρολογίαν, προτιθέμενοι να είπωμεν και εκείνα όσα μετά θάνατον ετέλεσε και εξ αυτών πάλιν τα σπουδαιότερα. Πολιτευόμενος ο Άγιος με τοιαύτην διαγωγήν ισάγγελον και φθάσας εις γήρας βαθύ, ήλθεν ο καιρός να απέλθη προς Κύριον και προγινώσκων την ώραν της μετοικήσεώς του, την εφανέρωσεν εις τα πνευματικά του τέκνα, οι οποίοι ακούοντες τοιούτον θλιβερόν μήνυμα έκλαιον απαρηγόρητα δια την στέρησιν του καλού Πατρός και διδασκάλου των, τους οποίους παρηγορών ο Άγιος και παραγγέλων εις αυτούς τα δέοντα, και ευλογών και ασπαζόμενος αυτούς τον τελευταίον ασπασμόν, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας του πλαστουργού του Θεού, κατά το 1622 έτος από Χριστού την ιζ΄ (17ην) του μηνός Δεκεμβρίου. Το δε σεβάσμιον Λείψανόν του, κατά την παραγγελίαν του, το έπεμψαν εντίμως και ευλαβώς εις την ιεράν Μονήν των Στροφάδων, εις την οποίαν είχεν ενδυθή το Μοναχικόν Σχήμα· οι δε Όσιοι Πατέρες της ευαγούς εκείνης Μονής το εδέχθησαν ως θησαυρόν πολυτίμητον και πανευλαβώς το ενεταφίασαν εις μνημείον καινόν εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, το οποίον είναι εντός της μάνδρας του Μοναστηρίου.                                                                                                      
Δεν παρήκθε πολύς καιρός από της τελειώσεώς του και εφάνη πολλάκις κατ΄ όναρ εις τον Ηγούμενον και εις τους αδελφούς. Το όραμα τούτο έκριναν ότι είναι θεϊκή αποκάλυψις και ούτως ήνοιξαν τον τάφον και ευρόντες ολόκληρον και ακέραιον και ανελλιπές το πάντιμον εκείνο και ιερόν Λείψανον μετά των αρχιερατικών του ενδυμάτων, μεθ΄ ων ενεταφιάσθη, πνέον δε και ευωδίαν θαυμάσιον, εκβαλόντες αυτό από τον τάφον με ύμνους, με ψαλμωδίας και με κάθε άλλην ευλαβείας επίδειξιν, το μετέθεσαν εις ητοιμασμένην λάρνακα μέσα εις τον νάρθηκα της Κυριακής Εκκλησίας της θείας του Χριστού Μεταμορφώσεως. Τούτο το πάντιμον Λείψανον είναι φυλακτήριον της σεβασμίας εκείνης Μονής και δεν παύει από του να θαυματουργή καθ΄ ημέραν· ιατρεύει πάσαν ασθένειαν των Πατέρων· διώκει το πλήθος των καρποφθόρων ακρίδων, αίτινες πίπτουν εκεί συχνάκις και ζημιώνουν τα γεννήματα· πολλάκις εις καιρόν ανομβρίας, λιτανεύοντες οι Πατέρες γύρωθεν του Μοναστηρίου με το άγιον Λείψανον (ας είναι όσον θέλει ο καιρός εύδιος και η ημέρα ηλιόλουστος), ευθύς συννεφιάζει ο ουρανός και με πολλάς βροχάς ποτίζει την διψασμένην γην και χαροποιεί τους μονάζοντας.                                                                                      
Εις τα 1645, ότε έμελλε να περάση από τας Στροφάδας ο στόλος των Τούρκων δια να υπάγη εις την Κυδωνίαν της Κρήτης, ήτοι εις τα Χανιά και τα πέριξ, φοβούμενοι οι Πατέρες να μη τους κακοποιήσουν οι Αγαρηνοί επήραν το ιερόν Λείψανον του Αγίου ομού με τα πράγματα της Μονής και επήγαν εις την Ζάκυνθον, δια να φυλαχθούν, λαβόντες μεθ΄ εαυτών ακόμη και όλα τα πρόβατα και τα κτήνη. Όταν δε έφθασαν εις το μετόχιόν των της Ζακύνθου, εις ολίγας ημέρας ετυφλώθησαν όλα γενικώς τα κτήνη και τούτο ή κατά βασκανίαν του διαβόλου κατά θείαν οικονομίαν, ή δια να δοξασθή ο Άγιος· όθεν θλιβόμενοι υπερμέτρως οι Πατέρες δεν ημπόρεσαν να εύρουν άλλο ιατρείον ωφελιμώτερον παρά μόνην την βοήθειαν του Αγίου· διότι αφού έκαμαν αγιασμόν, και ήγγισαν τας χείρας του αγίου Λειψάνου αυτού εις το ηγιασμένον ύδωρ, ερράντισαν με αυτό τα τυφλωθέντα ζώα και όλα κοινώς εν τω άμα εφωτίσθησαν.                                                                                                                      Είχεν οικίαν τινά μεγάλην ανώγειον εις την Ζάκυνθον ο Άγιος, εις την οποίαν εκάθητο όταν κατέβαινεν εις την χώραν από την Μονήν της Αναφωνητρίας· μετά δε τον θάνατόν του την έλαβεν εις κατοικίαν με ενοίκιον από τους κληρονόμους του άρχων τις συμπατριώτης ευσεβής και γνωστός του γίου εις την ζωήν του· η οικία αύτη δια την παλαιότητα της οικοδομής ήτο σχεδόν σεσαθρωμένη και η κατάστασίς της εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων απειλούσεν όλεθρον· με όλον τούτο ο άρχων εκείνος ηρέσκετο να παραμένη εις αυτήν, δια την αγάπην και ευλάβειαν την οποίαν είχεν εις τον Άγιον, και ευφήμιζε με σέβας πολύ τας πολλάς αρετάς του και τα ένθεα αυτού προτερήματα. Εις δε τα 1661, ότε ο Θεός δια τας ανομίας του λαού της νήσου εκείνης τους επαίδευσεν επί πολλάς ημέρας με φοβερούς σεισμούς και κινδύνους αφανισμού, φοβούμενος πολύ ο ενοικιαστής εκείνος άρχων τον επικείμενον κίνδυνον, δια την εφθαρμένην κατάστασιν της παλαιάς αυτής οικοδομής, απεφάσισε να αναχωρήση εις παράμερον τόπον του κατωγείου, δια να έχη την δυνατότητα να φεύγη έξω αυτής εις κάθε κλόνον και ταραχήν της γης. Εις την ανησυχίαν ταύτην του καιρού εκείνου, νύκτα τινά η Ελένη, η γυνή του άρχοντος εκείνου, βλέπει εις τον ύπνον της Αρχιερέα σεμνοπρεπή ηλικίας μετρίας, καθώς ήτο ο Άγιος, αναβάντα με τον Διάκονόν του εις το ανώγειον της κατοικίας εκείνης, και βαλών επιτραχήλιον και ωμοφόριον, έκαμεν ευλογητόν κατ΄ έμπροσθεν της Εικόνος του Δεσπότου Χριστού, ήτις ευρίσκετο εκεί, και ανέγνωσε την Ακολουθίαν του μικρού αγιασμού· έπειτα ραντίζων με το αγίασμα όλον τον οίκον άνω και κάτω, επλησίασεν εις την αρχόντισσαν, και της είπε με ιλαρόν πρόσωπον· «Γύναι, μη φοβού πλέον». Και ευθύς εξύπνησεν, εξυπνήσασα δε και τον άνδρα της, του διηγήθη με φόβον ομού και χαράν το όραμα, εκείνος δε, ως θεοσεβής και ενάρετος, έκρινεν ευλόγως, ότι δεν ήτο άλλο παρά η προστασία και η σκέπη του Αγίου, ήτις επέβλεπεν ευστόχως τον οίκον ως κτήμα ιδικόν του εις τοιαύτας περιστάσεις μεγάλων φόβων και κινδύνων και διεφύλαττε σώους και αβλαβείς τους κατοικούντας εις αυτόν· όθεν θεία Χάριτι ενδυναμωθείς ο άρχων πανοικεί, δια πρεσβειών του Αγίου κατώκει με θερμήν πίστιν αφόβως εις τον αυτόν οίκον, και ούτε βλάβην, ούτε ζημίαν υπέστη ποτέ, ούτε τότε, ούτε εις άλλους σεισμούς μετά ταύτα, οίτινες κατά καιρούς συνέβησαν εκεί, αλλ΄ εις τον οίκον αυτόν έδωκε τέλος της ζωής θεοσεβώς το ευσεβέστατον ανδρόγυνον.                                      
Μοναχός τις του αυτού Μοναστηρίου, Ματθαίος ονομαζόμενος, όστις υπήρξεν υποτακτικός του Αγίου, νύκτα τινά είδεν εις τον ύπνον του τον Άγιον, όστις του είπε· «Ματθαίε, ειπέ του Ηγουμένου Νεκταρίου να φυλάττηται προσεχώς με τους λοιπούς Πατέρας, διότι μετά οκτώ ημέρας μέλλει να γίνει σεισμός μέγας και θέλει γίνει μεγάλη βλάβη και ζημία εις το Μοναστήριον». Εξυπνήσας ο ρηθείς Μοναχός, ενόμισε τούτο απλούν όνειρον, και δεν το είπε τινός· όθεν κατά την πρόρρησιν του Αγίου, μετά την ογδόην ημέραν έγινε σεισμός τόσον μεγάλος, ώστε αι περισσότεραι οικοδομαί του Μοναστηρίου έπεσον, άλλαι δε ερράγησαν, και μάλιστα ο θαυμαστός εκείνος πύργος, επάνω εις τον οποίον ήτο άλλος τις Μοναχός, όστις κατά την ημέραν εκείνην ήτο σκοπός, κατά την συνήθειαν την οποίαν είχον να φυλάττουν καθημερινώς την Μονήν δια τον κίνδυνον επιδρομής ληστών, πίπτον δε μέρος τι του πύργου, έπεσε μετ΄ αυτού και αυτός κάτω εις την μάνδραν, και επικαλούμενος με πίστιν την βοήθειαν του Αγίου, ω των μεγίστων σου θαυμάτων, Θεέ παντοδύναμε! Αν και είναι τόσον υψηλός ο πύργος, με όλον τούτο έμεινεν ο πεσών σώος και αβλαβής, εις δόξαν Θεού και έπαινον του Αγίου.                                                                                              Αρχόντισσά τις συγγενής του Αγίου, ονόματι Αγγέλα, ησθένησε βαρέως από αποπληξίαν, και όχι μόνον έμεινεν ημίξηρος, αλλά και βωβή και άλλαλος, δια την θεραπείαν της οποίας δεν έλειψαν οι πλέον έμπειροι ιατροί να μεταχειρισθούν όλην την δύναμιν της ιατρικής, αλλά ματαίως εκοπίασαν, διότι όχι μόνον δεν ωφελήθη η ασθενής, αλλά μάλλον επί το χείρον ελθούσα απηλπίσθη τελείως δια την υγείαν της. Τέλος πάντων ενθυμηθέντες οι συγγενείς της, ότι ευρίσκετο εκεί ο ελάχιστος δάκτυλος του ποδός του τιμίου Λειψάνου του Αγίου, έστειλαν και τον έφεραν εις τον οίκον της αρρωστημένης και εγγίζοντές την με αυτόν σταυροειδώς μετά πίστεως και ευλαβείας δια χειρός του Ιερέως, εις το στόμα και εις τα απονενεκρωμένα μέλη της, ω του θαύματος! ευθύς η αφασία διελύθη και τα ακίνητα μέλη ανέλαβον την κίνησιν και ιάθη ως το πρότερον. Ο δάκτυλος αυτός του ιερού Λειψάνου είχε σταλή από τον Ηγούμενον της Μονής των Στροφάδων εις την Ζάκυνθον προς αγιασμόν και παραμυθίαν και πνευματικήν αγαλλίασιν των συμπολιτών του Αγίου. Διότι Χριστιανός τις πηγαίνων εκεί χάριν προσκυνήσεως, και ασπαζόμενος το άγιον Λείψανον, έκοψε κρυφίως δι΄ ευλάβειαν εκείνον τον δάκτυλον, δια να τον πάρη, θέλων δε να εξέλθη από τον νάρθηκα, όπου έκειτο το άγιον Λείψανον, ημποδίζετο αοράτως, ούτως ώστε ωμολόγησε και μη θέλων την υπόθεσιν εις τους πατέρας, και άφησε τον δάκτυλον· όθεν ο Ηγούμενος τον απέστειλεν, ως είπομεν, εις την Ζάκυνθον και ούτως ο άνωθεν προσκυνητής εξήλθεν ανεμποδίστως από τον νάρθηκα.                                                              
Εις προσκυνητής έδωκε μίαν λαμπάδα εις τον σκευοφύλακα της Εκκλησίας, ονόματι Μεθόδιον, δια να την ανάψη έμπροσθεν του αγίου Λειψάνου, ούτος δε αμελών δεν την ήναψε, και την νύκτα εκείνην κοιμώμενος είδεν εις τον ύπνον του, ότι εμβαίνων εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας, όπου ήτο το άγιον Λείψανον, εστράφη ο Άγιος, και βλέπων αυτόν αυστηρώς, του είπε· «Φύγε απ΄ εδώ». Εξυπνήσας τότε έντρομος εκείνος, είδε την λαμπάδα ήτις εκρέματο εις γωνίαν τινά του κελλίου του, και παρευθύς εγερθείς της κλίνης την επήρε με φόβον και την ήναψεν εμπρός εις το άγιον Λείψανον, ζητών ταπεινώς από τον Άγιον συγχώρησιν δια την αμέλειάν του. Την ερχομένην νύκτα είδε πάλιν τον Άγιον εις τον ύπνον του, και υψώσας την αγίαν του δεξιάν τον ηυλόγησε με ιλαρόν πρόσωπον. Άλλοτε πάλιν, όταν επέστρεφεν η λέμβος του Μοναστηρίου από την Ζάκυνθον, ευλαβής τις Χριστιανός έδωκεν εις τους Πατέρας, οίτινες ήσαν εις αυτήν, άλλην λαμπάδα, η οποία όμως κατά το ταξίδιον έπεσεν εις την θάλασσαν και δεν την είδον οι Πατέρες. Όταν δε έφθασαν εις τα Στροφάδια ανεζήτησαν την λαμπάδα, και μη ευρόντες αυτήν, ενόμισαν ότι την ελησμόνησαν εις την Ζάκυνθον· αλλά εις ολίγην ώραν σύραντες έξω εις την γην την λέμβον, βλέπουν την λαμπάδα οπίσω από την πρύμνην της κολλημένην εις την καρίναν, όπου θαυμασίως ηκολούθει εις όλον το ταξίδιον· όθεν οι Πατέρες βλέποντες το θαύμα εδόξασαν τον Θεόν, μεγαλύνοντες και τον θεράποντα αυτού θαυματουργόν Διονύσιον, την δε λαμπάδα ήναψαν κατ΄ έμπροσθεν του θείου Λειψάνου.                                                                                                 
Εκεί εις το ίδιον Μοναστήριον έτυχε ξένος τις άνθρωπος, όστις ηνωχλείτο από πνεύμα πονηρόν και ακάθαρτον. Τούτον βλέποντες οι Πατέρες δεινώς βασανιζόμενον και ευσπλαγχνισθέντες αυτόν, έλαβον έλαιον εκ της κανδήλας του Αγίου· χρίσαντες δε αυτόν και ανγνώσαντες τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου, ελυτρώθη θαυμασίως ο ταλαίπωρος και επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον του υμνών τον Κύριον και ευχαριστών τον Άγιον. Άλλη τις σεμνή και θεοσεβής γυνή, γγέλα και αυτή ονομαζομένη, μη έχουσα τέκνον αρσενικόν, αλλά τέσσαρας θυγατέρας, είχεν θλίψιν μεγάλην και συνομιλούσα συχνάκις με πλουσίας τινάς και ευλαβείς, συγγενείς του Αγίου, ήκουσε τα εξαίσια θαύματα, τα οποία άκαμνε και κάμνει καθ΄ ημέραν ο Άγιος εις όσους τον επικαλούνται μετά πίστεως και πιστεύσασα αδιστάκτως, τον επεκαλέσθη με θερμά δάκρυα να της χαρίση, δια πρεσβειών του, παιδίον αρσενικόν προς παρηγορίαν της. Από δε τας πολλάς φοράς όπου εδέετο προς τον Άγιον, βλέπει νύκτα τινά εις τον ύπνον της Αρχιερέα τινά, και της λέγει· «Τι θέλεις από εμέ, και συχνάκις με παρακαλείς; Εάν θέλης να επιτύχης την επιθυμίαν σου, στείλε εις τας Στροφάδας να λάβης από το βότανον το καλούμενον αμάρακος, δηλαδή ματζουράνα, με άλλο εν βότανον, τα οποία ευρίσκονται όπισθεν του αγίου Βήματος της Κυριακής Εκκλησίας, και πίε εξ αυτών δια να γεννήσης τέκνον αρσενικόν». Ταύτα ειπών την ηυλόγησεν εις το πρόσωπον, και έγινεν άφαντος. Αυτή δε εξυπνήσασα, έστειλεν ευθύς εις τας Στροφάδας ένα αδελφόν της και της έφερε με σπουδήν από τα δηλωθέντα βότανα, τα οποία μετ΄ ευλαβείας και θερμής πίστεως μεταλαμβάνουσα, μετ΄ ολίγον συνέλαβε και εγέννησεν υιόν χαριέστατον και ευφυέστατον, Ιωάννην επονομασθέντα, εις αίνον Θεού και εις δόξαν του Αγίου, όστις εν τάχει εκπληροί τας αιτήσεις των εν πίστει επικαλουμένων αυτόν.                                                                                             
Ήτο εις την Μονήν ποτε Ηγούμενος Δανιήλ ο εκ Μαϊνης, ανήρ σεμνοπρεπής, όστις εχρημάτισε μετά ταύτα Αρχιερεύς της πατρίδος του· ούτος εδίσταζε πολύ δια την αγιότητα του Ιεράρχου Διονυσίου και πολλάκις έλεγε καθ΄ εαυτόν· «Άραγε ο Διονύσιος να ευρίσκηται εις τον χορόν των Αγίων, καθώς ημείς εδώ τον έχομεν»; Τούτον τον δισταγμόν θέλων ο Κύριος να αποβάλη από την διάνοιαν του Ηγουμένου, νύκτα τινά, κτά την οποίαν ούτος εκοιμάτο, του εφάνη, ότι δήθεν έκρουσε την θύραν του κελλίου του ο Έκκλησιάρχης, ζητών την ευλογίαν αυτού, κατά την τάξιν, δια να σημάνη τον όρθρον· μετ΄ ολίγην ώραν εξύπνησε και νομίζων ότι αληθώς έδωκε την ευλογίαν εις τον Εκκλησιάρχην να σημάνη, εμέμφετο τον εαυτόν του ως φιλόϋπνον, λέγων· «Ω και πως με ενίκησεν ο ύπνος, και με απεχαύνωσεν ο εχθρός! Είναι τόση ώρα, όπου είπον του Εκκλησιάρχου να σημάνη και οι Πατέρες θα είναι ήδη συνηγμένοι εις την Εκκλησίαν και με καρτερούν να αρχίσουν την Ακολουθίαν». Ενδυθείς λοιπόν με σπουδήν, εκίνησε να υπάγη εις την Εκκλησίαν· αλλά, ω του θαύματος! φθάνων εις την θύραν του νάρθηκος, η οποία είναι αντικρύ της λάρνακος του αγίου Λειψάνου, βλέπει οφθαλμοφανώς τον Άγιον ιστάμενον όρθιον έξω της λάρνακος εν μέσω δύο Ιερέων, ενδεδυμένων ιερατικάς στολάς λευκάς, έχοντα ακουμβημένας τας χείρας του επάνω εις τους ώμους των και δύο Διακόνους ομοίως ενδεδυμένους διακονικάς στολάς, από τους οποίους ο εις ενέδυε τον Άγιον την αρχιερατικήν στολήν και ο άλλος ιστάμενος εις την μεσαίαν θύραν του νάρθηκος και θυμιάζων τον Άγιον, έλεγε το «Αγαλλιάσεται η ψυχή μου κλπ». Ο δε Ιερεύς, όστις ίστατο εις τα δεξιά του Ιεράρχου, κυττάζων ακλινώς τον Ηγούμενον και σείων ολίγον την κεφαλήν τού είπεν· «Επληροφορήθης τώρα ή ακόμη αμφιβάλλεις»; Γενόμενος έντρομος ο Ηγούμενος από την υπερθαύμαστον ταύτην θεωρίαν και άλλος εξ άλλου από την έκπληξιν, με φόβον πολύν εσύρθη εις τα οπίσω ησύχως και εξήλθε του Ναού. Όταν όμως εξήλθεν έξω του Ναού ο Ηγούμενος, μετεμελήθη και επέστρεψε δια να ίδη και πάλιν ανίσως και κρατή ακόμη εκείνη η φοβερά θεωρία, φθάσας δε εις την θύραν του νάρθηκος, βλέπει τον Άγιον, ότι εσύρετο αφ΄ εαυτού του οπίσω και εμβήκεν εις την ιδίαν του λάρνακα. Ευθύς τότε εσβέσθησαν αι λαμπάδες και πάσα η φωταγωγία, εγένοντο δε εν τω άμα άφαντοι και οι Ιερείς με τους Διακόνους, οίτινες πρότερον ενεφανίσθησαν. Όθεν επιστρέφων με ανεκδιήγητον τρόμον εις το κελλίον του, ίστατο συλλογιζόμενος όσα ο Θεός τον ηξίωσε να ίδη, δια να πληροφορηθή την αγιότητα του Ιεράρχου· έπειτα εις ολίγην ώραν έρχεται κατά αλήθειαν ο Εκκλησιάρχης ίνα ζητήση ευλογίαν δια να σημάνη, γνωρίζων δε αυτόν ο Ηγούμενος θεοσεβή και ενάρετον, του διηγήθη την οπτασίαν, την οποίαν μαθόντες μετά ταύτα και οι λοιποί Πατέρες, επήγαν όλοι με τον Προεστώτα εις την λάρνακα του αγίου Λειψάνου και υμνούντες με πολλήν κατάνυξιν τον Άγιον, εστερεώθησαν άπαντες περισσότερον και μάλιστα ο Ηγούμενος, ότι ο Άγιος Διονύσιος συνευφραίνεται με τους λοιπούς Αγίους εις τα κάλλη του Παραδείσου. Ζητών λοιπόν με πάσαν ταπείνωσιν συγγνώμην από τον Άγιον δια την προτέραν του δυσπιστίαν ο Ηγούμενος έγινεν από τότε μεγαλόφωνος κήρυξ, μη παύων να διηγήται εις όλους την μεγάλην του Αγίου Διονυσίου προς Θεόν παρρησίαν και αγιότητα· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς ο Θεός, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.

Τη ΙΗ΄ (18η) του αυτού μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ και των συν αυτώ. H Αγία Μάρτυς Ζωή. Ο Άγιος Μάρτυς Τραγκυλίνος. Ο Άγιος Μάρτυς Κλαύδιος. Ο Άγιος Μάρτυς Τιβούρτιος. Ο Άγιος Μάρτυς Κάστουλος. Οι Άγιοι Μάρτυρες Μάρκος και Μαρκελλίνος.                                                                                              
Σεβαστιανός ο ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου και οι μετ΄ αυτού συναθλήσαντες και ανωτέρω αναφερόμενοι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τον καιρόν των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού (284- 305) και Μαξιμιανού (286- 305), οίτινες υπερτέρησαν εις κακίαν και απανθρωπίαν πάντας τους προ αυτών βασιλείς, διότι τόσον διωγμόν εκίνησαν κατά των Χριστιανών οι άχρηστοι και ασύνετοι, ώστε δεν εχωρούσαν οι Άγιοι εις τα δεσμωτήρια. Ούτοι οι κάκιστοι τύραννοι είχον προστάξει πάντας τους υπ΄αυτούς ηγεμόνας και άρχοντας, να μη εξετάζουν άλλας αναγκαίας υποθέσεις των πόλεων ούτε δια φόνους, ούτε δι΄ άλλα πταίσματα, ή κρίσεις ετέρας, ειμή μόνον να αναζητούν και να καταδικάζουν τους Χριστιανούς με διάφορα παιδευτήρια και να τους βιάζουν με κάθε τρόπον να προδίδωσι την ευσέβειαν. Όθεν οι των ασεβών βασιλέων παρανομώτεροι υπηρέται και απάνθρωποι άρχοντες, δια να δείξουν προς εκείνους ευπείθειαν, εβασάνιζαν ποικιλοτρόπως τους ανευθύνους οι υπεύθυνοι, και άλλους έψηναν εις τους άνθρακας, άλλους ελιθοβόλουν και ετόξευον, άλλων διετρύπων με πυρωμένας σούβλας τους αστραγάλους και τα ωτία, άλλων ανέσπων τους οδόντας και τους όνυχας, άλλους έρριπτον εις ποταμούς και θαλάσσας, άλλους κατέκοπτον μεληδόν και εξέσχιζον τας σάρκας των και με ένα λόγον τους εβασάνιζαν τόσον, ώστε μόνον να ήκουε κανείς τας βασάνους αυτών συνεπόνει και έτρεμεν από τον φόβον.                                 
Οι μακάριοι, όμως, και γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί δεν εσκέπτοντο ουδόλως τον πρόσκαιρον θάνατον, δια να λυτρωθώσιν από τον αιώνιον· δεν ελυπούντο γυναίκας, τέκνα, γονείς και αδελφούς, ούτε τα ίδια σώματα, ακούοντες τον Δεσπότην Χριστόν λέγοντα· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37-38). Όθεν εδίδοντο προθύμως και εθελουσίως εις θάνατον, δια να ζήσουν αιώνια, καθώς έκαμαν και ούτοι οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι, ο αήττητος Σεβαστιανός και οι τούτου Συμμάρτυρες, τους οποίους δεν εχαύνωσε στοργή γονέων και συγγενών, ούτε φίλτρον τέκνων και γυναικών, οίτινες έκλαιον έμπροσθέν των γοερώς, δια να τους εμποδίσουν από τον θάνατον· αλλ΄ αυτοί οι γενναίοι και πάνσοφοι επροτίμησαν τον ένθεον έρωτα από την της σαρκός ηδυπάθειαν και την ρέουσαν απόλαυσιν, πόθω πόθον αντωσάμενοι και προσκαίρους μισήσαντες ηδονάς, ίνα τον ποθούμενον Χριστόν απολαύσωσιν εις αιώνα τον ατελεύτητον. Ακούσατε λοιπόν μετά πάσης προσοχής και ευλαβείας την ηδυτάτην ταύτην και ψυχωφελεστάτην διήγησιν. Ούτος ο πανσέβαστος Σεβαστιανός ήτο άνθρωπος περιφανής και περίβλεπτος εις την μεγαλόπολιν των Μεδιολάνων και εις τόσην ευλάβειαν τον είχον οι τύραννοι, ώστε τον είχον φίλον πιστότατον. Δια δε την ευταξίαν αυτού, και διότι ήτο από αίμα ευγενικόν και έκλαμπρον, τον εψήφισεν ο Διοκλητιανός προεστώτα παντός του στρατιωτικού καταλόγου, ήτοι στρατηγόν. Υπηρέτει λοιπόν το οφφίκιόν του προθύμως, Χριστιανός ων κρυφίως, εις δε το φαινόμενον εδεικνύετο ειδωλολάτρης, ουχί δια φόβον τινά των επαπειλουμένων κολαστηρίων, αλλά δια να βοηθή τους Αγίους, ασεβής αυτός νομιζόμενος, να τους ενθαρρύνη εις το Μαρτύριον, και να ελκύη πολλούς προς ευσέβειαν, επί όσον καιρόν θα ηδύνατο να καλύπτη την τοιαύτην υπόκρισιν· έπειτα δε, αφού γίνη γνωστόν ότι είναι Χριστιανός, να παρρησιασθή εις την ευσέβειαν και να λάβη του Μαρτυρίου τον στέφανον. Πολλάκις λοιπόν επήγαινεν εις τα δεσμωτήρια, εις τα οποία ήσαν φυλακισμένοι Χριστιανοί και τους ενουθέτει και τους παρεκίνει με λόγια πάνσοφα να φυλάττωνται ακριβώς και να μη δειλιώσι τα προσωρινά κολαστήρια, αλλά να καταφρονήσουν πάντα τα ηδέα της σαρκός ως ψυχοβλαβή και φθειρόμενα, δια να απολαύσωσι μετά θάνατον τα αθάνατα και αιώνια. Πολλούς όθεν εκ των Αγίων Μαρτύρων εστερέωσεν ο Σεβαστιανός με τους λόγους του, οίτινες εκινδύνευον να στερηθούν των στεφάνων της νίκης δι΄ αγάπην των φίλων και συγγενών ή εκ του φόβου των ποικίλων τιμωριών και τους έκαμε να μη δειλιάσωσιν, αλλά να χύσουν δια τον Δεσπότην Χριστόν το αίμα των και εξόχως δύο περιφήμους αδελφούς, οίτινες ήσαν από τους πρώτους της Ρώμης, Μαρκελλίνος και Μάρκος καλούμενοι, πατρός μεν Τραγκυλίνου, μητρός δε Μαρκίας ονόματι, οι οποίοι, καθώς ήσαν αδελφοί κατά την σάρκα, ούτω και εις την ευσέβειαν είχον γνώμην στερεάν και ανίκητον. Τούτους εβασάνισε διαφόρως ο έπαρχος της πόλεως Χρωμάτιος με κολαστήρια πάνδεινα και δεν ηδυνήθη να τους νικήση ούτε με απειλάς τιμωτιών, ούτε με δώρα και κολακείας· όθεν κατεδίκασεν αυτούς εις θάνατον ο ασύνετος και προσέταξε να θανατωθούν εντός τριάκοντα ημερών, να δημευθή δε ολόκληρος η περιουσία των και να μη λάβουν εξ αυτής οι συγγενείς των τίποτε απολύτως, προσέταξε μάλιστα τούτους να πηγαίνουν καθ΄ εκάστην εις την φυλακήν προσπαθούντες να τους διαστρέψουν από την γνώμην των με λόγια παραπονετικά και δάκρυα. Ταύτην δε την διορίαν έδωκεν ο πονηρός έπαρχος, δια να δελεασθώσιν από τα δάκρυα των γυναικών και των τέκνων των και να αρνηθούν την ευσέβειαν.                                                                
Καθ΄ όλας λοιπόν τας τριάκοντα εκείνας ημέρας είχον οι Μάρτυρες μεγάλον και άμετρον πόλεμον από τους συγγενείς και φίλους αυτών. Και πρώτον μεν εισελθών εις την φυλακήν ο πατήρ αυτών ωδύρετο δια την στέρησιν των τέκνων του λέγων προς αυτούς τοιαύτα παραπονετικά λόγια: «Ω τέκνα μου ηγαπημένα, δεν λυπείσθε το άθλιον γήρας μου; Ποίαν άλλην βακτηρίαν και βοήθειαν να εύρω; Τις να κληρονομήση το πράγμα μου; Συμπονέσατε και ευσπλαγχνισθήτε, τέκνα μου, εμέ τον δυστυχή, όστις σας ανέθρεψα· διατί υπάγετε θεληματικώς σας εις θάνατον; Διατί δεν λυπείσθε την νεότητά σας, το γήρας μου, τας γυναίκας και τα τέκνα σας, αίτινες θρηνούσιν ακαταπαύστως απαρηγόρητα; Διατί να στερηθήτε τα τερπνά του κόσμου, την γλυκυτάτην ζωήν και να φάγουν οι εχθροί σας τον πλούτον σας, εγώ δε να ζημιωθώ εν μια ημέρα το πράγμα, την ζωήν και τα τέκνα, το φως των οφθαλμών μου»; Αφού είπε ταύτα ο πατήρ, αρχίζει και η μήτηρ τον θρήνον απαρηγόρητα, ανασπώσα δε τας τρίχας της κεφαλής και τας σάρκας ξεσχίζουσα, εδείκνυε τους μαστούς της λέγουσα· «Σκεφθήτε, τέκνα μου φίλτατα, τους πόνους τους οποίους υπέφερα δια να σας γεννήσω, να σας θηλάσω και να σας αναθρέψω η τάλαινα». Τοιαύτα και έτι περισσότερα έλεγον οι γονείς, ίνα παρακινήσουν αυτούς εις συμπάθειαν. Αι γυναίκες πάλιν έκαμνον θρήνον αμέτρητον και βαστάζουσαι τα τέκνα εις τας αγκάλας των έλεγον ταύτα ολοφυρόμεναι. «Ω ομόζυγοι φίλτατοι, διατί φαίνεσθε προς ημάς και προς εαυτούς τόσον άσπλαγχνοι; Εάν είχατε τοιαύτην ανόητον γνώμην, να θανατωθήτε άωρα και άκαιρα, δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης ζωής, την οποίαν δεν γνωρίζετε εάν είναι αληθής, διατί μας εβάλετε εις τα βάσανα; Πώς να ίδωμεν τον πικρόν και άδικον θάνατόν σας; Πώς να υπομείνωμεν την χηρείαν αι τάλαιναι; Πώς να θρέψωμεν τα τέκνα σας; Κάμετε εις ημάς ευσπλαγχνίαν και συμπονέσατε ημάς, εάν δεν λυπήσθε την σάρκα σας· και καν θανατώσατέ μας πρότερον, να μη ίδωμεν το τέλος σας, διότι μίαν ημέραν δεν θέλομεν ζήσει οπίσω σας, αλλά θέλομεν παρακαλέσει τους δημίους να κόψωσι και ημάς με το αυτό ξίφος ή εάν παρακούσωσι, καν ημείς να θανατωθώμεν ανηλεώς». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσι από το εν μέρος αι γυναίκες και από το έτερον οι συγγενείς και φίλοι έκαμον τους ακροατάς και εδάκρυσαν, εξόχως δε οι Μάρτυρες, ως άνθρωποι και αυτοί σάρκα φορούντες, συνεπόνεσαν τας γυναίκας και τα τέκνα των και εκ των οφθαλμών αυτών έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυα.                                                       
Ο δε μακάριος Σεβαστιανός ταύτα βλέπων εφοβήθη, μήπως και νικηθώσιν από την χαυνότητα της σαρκός και προδώσωσι την ευσέβειαν· όθεν έκρινεν επιβεβλημένον εκ της ανάγκης ταύτης να φανερωθή ποίος ήτο και να κηρύξη την αλήθειαν, δια να στερεώση τους Μάρτυρας. Όθεν είπε ταύτα προς τους συγγενείς αυτών και ομαίμονας· «Ω άνθρωποι, εάν ήτο μόνον ο βίος ούτος και η ζωή μας αιώνιος, το πρέπον ήτο να εμποδίζετε τους συγγενείς σας από τον θάνατον· αλλ΄ επειδή αυτή η ζωή αφανίζεται και ως όνειρον παρέρχεται, μας αναμένει δε άλλη ζωή μετά θάνατον ατελεύτητος και πανευφρόσυνος, διατί να εμποδίζετε τους γενναίους αγωνιστάς και να γίνετε αίτιοι τοσαύτης ζημίας εις αυτούς; Όστις βασανισθή δια τον Χριστόν, κληρονομεί την ουράνιον Βασιλείαν και όποιος τον αρνηθή, υπάγει εις κόλασιν αιώνιον. Ναι, αψευδέστατα, τούτο είναι της Πίστεως ημών το κεφάλαιον και εγώ περί τούτου σας εγγυώμαι, διότι κατ΄ αλήθειαν αυτό μας πείθει να καταφρονώμεν τα γήϊνα, το ότι δηλαδή πορευόμεθα εις άλλην ζωήν αιώνιον, εις την οποίαν μέλλει να λάβη έκαστος τας αμοιβάς τών καμάτων του. Εις τον τόπον αυτόν υπάγουσι και ούτοι οι μακάριοι να αγάλλωνται με τον Χριστόν πάντοτε και τότε ενθυμούμενοι τους γονείς, τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, θα πρεσβεύουσιν εις τον Θεόν δια σας, να σας δώση παν αγαθόν και πάσαν μακαριότητα. Λοιπόν παύσατε τα δάκρυα δια να μη σμικρύνετε την προθυμίαν αυτών και μη νομίσητε ότι θα λείψωσιν από σας, εάν και προς ώρας τελειωθώσιν. Όχι κατά αλήθειαν, αλλά μάλιστα θέλουν είναι φύλακες και σωτήρες σας εις την ζωήν ταύτην από την σήμερον και θα παραστέκωσιν αοράτως, δια να σας φυλάττωσι, και πάλιν όταν τελειώση ο βίος σας, να σας υποδεχθούν εις εκείνας τας αιωνίους μονάς, να γίνητε κοινωνοί της ευφροσύνης και τερπνότητος αυτών».                                             
Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος προς τους συγγενείς των Μαρτύρων· έπειτα λέγει προς εκείνους· «Βλέπετε, στρατιώται του Χριστού γενναίοι, τα σοφίσματα του πονηρού, πως πάσχει να εμποδίση την σωτηρίαν σας; Εκείνο όπερ δεν ηδυνήθη να σας κάμη με τόσας βασάνους και παιδευτήρια, τα οποία σας έδωσαν οι εχθροί σας, δοκιμάζει να επιτύχη με τα δάκρυα των συγγενών και των φίλων σας· αλλά σεις ως γνωστικοί εννοήσατε τας πανουργίας αυτού και γνωρίσατε, ότι με κάθε τρόπον και μηχανήν σας επιβουλεύεται ο αλιτήριος και μάλιστα τώρα, βλέπων ότι εφθάσατε εις το τέλος των αγώνων, μη υποφέρων την αισχύνην, διότι ενικήθη, σπουδάζει να σας κάμη να απολέσετε τον μισθόν του κόπου σας, αφού υπεμείνατε τόσους ξεσχισμούς και μάστιγας και να στερηθήτε τον Ποιητήν και Σωτήρα σας. Όθεν, τούτο γνωρίζοντες, σταθήτε ανδρείοι και μη λυπηθήτε την σάρκα, ήτις καν αύριον, καν μεθαύριον, μέλλει να γίνη σκωλήκων βρώμα. Ο πόνος είναι μίαν ημέραν, η δε ανταπόδοσις αιώνιος· ει δε και στραφήτε εις τα οπίσω και προτιμήσητε την πρόσκαιρον απόλαυσιν, αυτή μεν ως σκιά αφανίζεται, η δε παίδευσίς σας θέλει είναι ακατάπαυστος εις εκείνην την αιώνιον και ατελεύτητον κόλασιν».                                                                      Τ
αύτα και πλείονα έτερα λέγοντος του Αγίου με μεγάλην και ρητορικήν φωνήν, ήλθε φως λαμπρότατον ουρανόθεν και τον εκύκλωσεν, εφάνη δε και νέος τις θαυμάσιος, όστις ίστατο πλησίον αυτού, του οποίου έλαμπε το πρόσωπον και τα ιμάτια τόσον, ώστε εξεπλάγησαν όσοι τον έβλεπον, γνωρίσαντες ότι τούτο ήτο έργον της άνωθεν Χάριτος, και εμαρτύρει ότι έλεγεν ο Σεβαστιανός την αλήθειαν. Επηκολούθησε δε και τεράστιον τι μνήμης άξιον, το οποίον έκαμε μάλιστα τους παρόντας και επίστευσαν εις τον Χριστόν άπαντες, ήτοι γυνή τις Ζωή καλουμένη, σύζυγος Νικοστράτου, όστις είχεν εις την οικίαν του τούς Αγίους να τους φυλάττη, έχουσα δεινήν ασθένειαν, δεν ήκουεν, ούτε να ομιλήση ποσώς ηδύνατο, και τότε εκ θείας δυνάμεως ήκουσε τα λόγια του Αγίου και της εφαίνοντο αληθέστατα και μη δυναμένη να τον ευφημήση με την γλώσσαν, έκαμε νεύματα με τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τους παρεστώτας, ότι ο Άγιος έλεγε την αλήθειαν· έπειτα προσεκύνησεν αυτόν με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν.                                                                                        
Ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο θέλημα Θεού να θεραπευθή η γυνή εκείνη, δια να πιστεύσουν όσοι ίδωσι τοιούτον θαυμάσιον, προσέταξεν αυτήν να συαθή εις το μέσον και της λέγει εις επήκοον πάντων· «Εις το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού, ομίλησον». Και παρευθύς, ω του θαύματος! μείνασα υγιής από πάσαν ασθένειαν, ωμίλησεν ανεμποδίστως και εξεστησαν άπαντες, εξόχως δε ο Νικόστρατος, όστις δοξάζων τον Θεόν προσεκύνησε τους Αγίους, ζητών των προτέρων αγνοημάτων την συγχώρησιν και ανοίξας τας θύρας της φυλακής τους παρεκάλει να φύγωσι, προτιμών να θανατώση αυτόν η κρίσις, δια να συγχωρήση ο Δεσπότης τας αμαρτίας του. Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Μη γένοιτο, αδελφέ, να ζημιωθώμεν τον της Αθλήσεως στέφανον. Ημείς θεληματικώς δια την αγάπην του Θεού και Σωτήρος μας λαμβάνομεν ως πολυτίμητον δώρον τον θάνατον. Λοιπόν ύπαγε, φέρε όλους τους φυλακισμένους εδώ δια να ίδουν και αυτοί και να στερεωθούν καλλίτερα, έπειτα παρρησιάσου εις τους διώκτας, δια να λάβης ενδοξότερον στέφανον». Ούτω λοιπόν εποίησεν ο Νικόστρατος, ο δε Σεβαστιανός τους εδίδασκε να μείνουν έως τέλους εις την Πίστιν ασάλευτοι, όσοι δε εξ αυτών ήσαν αβάπτιστοι να νηστεύσουν δύο τρεις ημέρας δια να λάβουν το άγιον Βάπτισμα.      Μαθών ταύτα ο έπαρχος Χρωμάτιος εκάλεσε τον Νικόστρατον και τον ηρώτησε διατί έφερε τους δεσμίους όλους εις την οικίαν του· ο δε απεκρίνατο· «Δια να βλέπωσιν άπαντες τα κολαστήρια όργανα και τας πληγάς, τας οποίας λαμβάνουν οι άλλοι, να φοβούνται και να προσκυνούν τα είδωλα». Ταύτα ακούσας ο έπαρχος επήνεσεν αυτόν, ότι έκαμε φρόνιμα. Ο δε μακάριος Νικόστρατος είχεν εγκάρδιον τινα φίλον, Κλαύδιον καλούμενον, όστις ήτο κομενταρήσιος και επόθησε να τον κάμη και εκείνον Χριστιανόν· είπε λοιπόν προς αυτόν πολλούς ψυχωφελείς λόγους, επαινών τον Άγιον Σεβαστιανόν ως φιλόθεον, ότι αυτός ηρνήθη την φιλίαν των βασιλέων και κατεφρόνησε τοιαύτην  δόξαν και πλούτον και δυναστείαν και ευρίσκετο με τους Χριστιανούς, παρακινών αυτούς προς την ευσέβειαν, όχι μόνον με λόγους, αλλά και με εξαίσια θαύματα. Ταύτα ακούσας ο Κλαύδιος ετρώθη την καρδίαν θεϊκόν έρωτα και δραμών εις τον οίκον του, επήρε τους δύο υιούς του, οι οποίοι ήσαν ασθενείς και είχον ο μεν εις ύδρωπα, ο δε άλλος λέπραν, και τους επήγεν εις την οικίαν του Νικοστράτου, παρακαλών τους Αγίους να τους θεραπεύσουν και ομολογών την ευσέβειαν. Ήσαν δε εκεί συνηγμένοι πλήθος πολύ κατηχούμενοι και τους εβάπτιζεν ενάρετος τις Ιερεύς ονόματι Πολύκαρπος, όστις εβάπτισε και τους δύο παίδας του Κλαυδίου και παρευθύς εθεραπεύθησαν όχι μόνον αυτοί, αλλά και όσοι είχον ασθένειαν, εμβαίνοντες εις την ιεράν κολυμβήθραν, εξήρχοντο υγιείς ψυχή τε και σώματι και πάντες εδόξαζον τον Θεόν, εξόχως δε ο Κλαύδιος, όστις εβαπτίσθη βλέπων εις τους υιούς αυτού τοιαύτην θαυμάσιαν θεραπείαν και ψυχοφελή ίασιν.                                            
Αφού δε παρήλθον αι τριάκοντα ημέραι της διορίας, προσκαλέσας τον Τραγκυλίνον ο έπαρχος και μη γνωρίζων ότι είχε γίνει Χριστιανός, ηρώτησεν αυτόν δια τους υιούς του, εάν εδέχοντο να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε απεκρίνατο· «Μακάριοι όντες εκείνοι, ότι εγνώρισαν την αλήθειαν και ωδήγησαν και εμέ τον ανάξιον να γνωρίσω τον παντοδύναμον Θεόν, τον οποίον προσκυνώ και σέβομαι εξ όλης μου της καρδίας». Λέγει ο έπαρχος· «Ετρελλάθης, ταλαίπωρε, και επίστευσες και συ εις την κακοδαίμονα ταύτην θρησκείαν; Τι έπαθες»; Του λέγει ο Τραγκυλίνος· «Αυτήν την γνώμην είχα και εγώ πρότερον, ω δικαστά, νομίζων τους Χριστιανούς πεπλανημένους και άφρονας· αλλά τώρα, βλέπων ότι και ο περιφανής Σεβαστιανός έγινε δούλος του Χριστού, καταφρονήσας τον πλούτον, την δόξαν και πάσαν απόλαυσιν και διδαχθείς υπ΄  αυτού ηννόησα την λήθειαν, γνωρίσας ότι η πίστις σας είναι ρυπαρά και βέβηλος, η δε των Χριστιανών σεμνή και σεβάσμιος». Λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Από ποία έργα επείσθης να προσκυνήσης Θεόν εσταυρωμένον και κακοθάνατον»; Ο δε απεκρίνατο· «Εάν ορίζης να ακροασθής με μακροθυμίαν, χωρίς να σκανδαλίζεσαι, θέλω σου αποδείξει αυτόν τον εσταυρωμένον Θεόν αληθή και Βασιλέα πάσης της κτίσεως».                             
Ταύτα ακούων ο έπαρχος ήρχισεν να λαμβάνη θείον φωτισμόν εις την ψυχήν αυτού και λέγει προς τον Μάρτυρα· «Λέγε μοι, άνθρωπε, μετά παρρησίας τα του Θεού σου, διότι ποθώ να εννοήσω και εγώ την αλήθειαν». Ο δε Τραγκυλίνος απεκρίνατο· «Επειδή η καλωσύνη σου μού έδωκεν άδειαν, άκουσον δι΄ ολίγων λόγων το της θείας οικονομίας μυστήριον, να γνωρίσης ότι μόνον ο Χριστός είναι Θεός αληθέστατος». Ταύτα λέγων διηγήθη πως έκαμεν ο Θεός όλον τον κόσμον εκ του μη όντος και πως έπλασε τον άνθρωπον και πάλιν τον ανέπλασεν εις το είναι με το εκούσιον αυτού Πάθος· έπειτα ανελήφθη πάλιν εις τους ουρανούς μετά την τριήμερον Έγερσιν. Αφού δε είπεν ο τίμιος γέρων τα περί της Πίστεώς μας μυστήρια, λέγει και ταύτα· «Εάν δεν πιστεύης, εκλαμπρότατε έπαρχε, τα του Χριστού μου θαυμάσια, καν το εις εμέ γενόμενον πίστευσον, όστις ήμην, καθώς ηξεύρεις, έως προχθές παράλυτος και ακίνητος και τώρα τελείως εθερα[εύθην με την χάριν του θείου Βαπτίσματος». Ταύτα ακούων ο έπαρχος έμεινεν πολλήν ώραν άφωνος, γνωρίσας την αλήθειαν. Προσέταξεν δε να αναχωρήσουν όλοι εκείθεν, λέγει ταύτα προς τον Τραγκυλίνον· «Εγνώρισα, αδελφέ, ότι μεγάλη είναι η Πίστις των Χριστιανών και άλλος Θεός δεν είναι, μόνον εκείνος, τον οποίον αυτοί σέβονται. Εάν λοιπόν ποθής να γίνω συγκοινωνός σου εις ταύτην, φέρε μου αύριον δύο Χριστιανούς όσον δύνασαι κρυφίως ώστε να μη τους ίδη κανείς, δια να λάβω παρ΄ αυτών το άγιον Βάπτισμα».                                                                 
Απελθών λοιπόν ο Τραγκυλίνος ανήγγειλεν εις τους Αγίους την υπόθεσιν, οίτινες εχάρησαν μαθόντες ότι ο πρότερον διώκτης αυτών και αντίπαλος γίνεται εις ολίγον βοηθός της Πίστεως και συνήγορος. Όθεν ποιήσαντες αγρυπνίαν καθ΄ όλην την νύκτα, εδοξολόγησαν τον Κύριον, την δε πρωϊαν λαβών ο Τραγκυλίνος τον Σεβαστιανόν και τον Πολύκαρπον, επήγαν εις τον έπαρχον, όστις ιδών αυτούς ηγέρθη μετά πάσης χαράς και πεσών εις τους πόδας αυτών εδέετο να του δώσουν την υγείαν της ψυχής και του σώματος, διότι όλον του το σώμα ήτο πρησμένον και φουσκωμένον τόσον, ώστε δεν ηδύνατο σχεδόν να περιπατήση. Οι δε είπον προς αυτόν ότι, εάν πιστεύση εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας, θέλει λάβει παρ΄ Αυτού την θεραπείαν του σώματος. Ο έπαρχος τότε λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθή, την δυσσέβειαν των ειδώλων αρνησάμενος, και όχι μόνον τούτο, αλλά και τα είδωλα, τα οποία είχεν εις το παλάτιον συντρίψας, έδωκεν εις τας χείρας των Αγίων να τα κάμουν ως βούλονται.                                                                           
Ο δε μακάριος Σεβαστιανός εγνώρισεν από θείαν Χάριν, ότι ο υιός τού επάρχου Τιβούρτιος ήτο ακόμη εις την Πίστιν αμφίβολος· όθεν εκράτησεν ένα είδωλον πολυτιμότερον από τ΄ άλλα και καλλιτεχνικώτερον, εις το οποίον ήτο ιστορημένη πάσα η αστρολογία και η των ουρανών κίνησις, και δια τούτο ελυπείτο ο Τιβούρτιος και δεν ήθελε να το καταστρέψη, έως να θεραπευθή ο πατήρ του πρότερον. Ο δε Άγιος του είπε να μη αμφιβάλλη ποσώς, αλλά να το συντρίψη και αυτό, και τότε θα ίδη του Θεού τα θαυμάσια. Ο δε Τιβούρτιος, ανάψας κάμινον, λέγει εις τους Αγίους· «Ιδού συντρίβω κατά το πρόσταγμά σας το ηγαπημένον μου τούτο είδωλον, με την εξής όμως συμφωνίαν: εάν δεν θεραπευθή ο πατήρ μου, θα σας ρίψω εις ταύτην την κάμινον». Ταύτα λέγοντος του Τιβουρτίου, τον ημπόδιζεν ο Χρωμάτιος συνιστών εις αυτόν να απέχη από τοιαύτην εγχείρησιν· αλλ΄ οι Άγιοι το έστερξαν μετά πάσης χαράς ελπίζοντες εις την θείαν δύναμιν. Ευθύς δε ως ελέπτυναν το μιαρόν εκείνο άγαλμα, φως θεϊκόν περιέλαμψε τον Χρωμάτιον, και εφάνη νεανίας τις λαμπρός και ωραιότατος, λέγων· «Μακάριος ει, ότι επίστευσας εις τον Χριστόν, όστις με απέστειλε να θεραπεύσω την ασθένειάν σου». Και με τον λόγον ευρέθη ούτος όλος υγιής, και επήδα ως έλαφος ο πρώην ακίνητος. Τότε ο Τιβούρτιος, καταπλαγείς από την τοιαύτην εξαίσιον θαυματουργίαν, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, ζητών το σωτήριον Βάπτισμα. Οι δε Άγιοι προκαθάραντες αυτούς δια νηστείας και προσευχής, εβάπτισαν άπαντας.                         
Τότε ο έπαρχος, πριν μάθη ο βασιλεύς την υπόθεσιν, επώλησεν όλα του τα πράγματα κα εμοίρασε τα χρήματα εις τους πένητας, τους δούλους του ηλευθέρωσε, και πάντα τα εαυτού καλώς ωκονόμησεν· είτα επήγεν εις την των Χριστιανών συνοδείαν, και εδιδάσκετο τον λόγον της Πίστεως. Τούτο μαθών ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης Γάϊος (283- 296), απήλθε προς αυτόν αγαλλιώμενος, και ασπασάμενος, τον έπαρχον και τους λοιπούς αδελφούς συνηυφράνθη μετ΄ αυτών. Έπειτα γνωρίζων ότι η φήμη αύτη ηκούσθη και μετ΄ ολίγας ημέρας έμελλε να ψηφίσωσιν άλλον έπαρχον, όστις θα τους εθανάτωνε, τους συνεβούλευσε να διαμοιρασθώσιν εις δύο τάγματα, το μεν ένα τάγμα να μείνη εντός της πόλεως, δια να  μαρτυρήσουν το συντομώτερον, το δε άλλο να υπάγωσιν έξωθεν αυτής δια να φυλαχθώσιν εις τόπον απόκρυφον, ίνα ίσως διαφύγωσι τον κίνδυνον. Τότε εφιλονίκουν οι μακάριοι Σεβαστιανός και Πολύκαρπος, θέλων έκαστος να παραμείνη εντός της πόλεως δια να λάβη τον της αθλήσεως στέφανον. Ο δε Αρχιεπίσκοπος προσέταξε να υπάγη έξω με τους αδελφούς ο Πολύκαρπος, να τους ποιμάνη ως Ιερεύς, ο δε Σεβαστιανός να μείνη εντός ως ισχυρός στρατιώτης, να προθυμοποιή και να ενδυναμώνη τους Μάρτυρας. Ούτως υπήκουσαν, και εξήλθε της πόλεως ο Πολύκαρπος με τους ημίσεις Χριστιανούς και τον πρώην έπαρχον Χρωμάτιον.                                        
Ο δε υιός του επάρχου Τιβούρτιος, φλεγόμενος από τον ένθεον έρωτα του Μαρτυρίου, παρεκάλει τον Γάϊον όπως τον συγχωρήση να μείνη εντός της πόλεως, ίνα λάβη ταχέως δια τον Χριστόν τον ποθούμενον θάνατον. Ιδών δε ο Αρχιερεύς την θερμότητα του νέου, του επέτρεψε, χειροτονήσας δε και τους Αγίους Μαρκελλίνον και Μάρκον Διακόνους, τον δε πατέρα αυτών Τραγκυλίνον Ιερέα, και ορίσας τον μακάριον Σεβαστιανόν βοηθόν και έκδικον της Εκκλησίας, έμεινε μετ΄ αυτών νουθετών και διδάσκων άπαντας, να είναι πρόθυμοι και ανδρείοι εις τους αγώνας, μη δειλιώντες τον θάνατον. Προσηύχοντο όθεν αδιαλείπτως οι Άγιοι, σχολάζοντες από πάσαν υπηρεσίαν σωματικήν και ωπλίζοντο μόνον με αγρυπνίας, νηστείας και άλλας αρετάς δια να είναι έτοιμοι προς την άθλησιν. Ήρχοντο δε και πολλοί άρρωστοι κρυφίως εις αυτούς και εθεραπεύοντο, και έτερα θαυμάσια έκαμναν αναρίθμητα, από τα οποία να είπωμεν εν εις πίστωσιν και των άλλων.                                                                             Καταβαίνων ημέραν τινά από τον οίκον του ο μακάριος Τιβούρτιος, εύρεν εις την αγοράν άνθρωπον τινα, όστις εκρημνίσθη από τόπον υψηλόν, και συνετρίβησαν όλα του τα μέλη και τα οστά τοιουτοτρόπως, ώστε δεν είχον ελπίδα ζωής εις αυτόν, αλλά έσκαπτον την γην και ητοίμαζον τα εντάφια. Ο δε Τιβούρτιος σπλαγχνισθείς προσηυχήθη δι΄ αυτόν και υγιά αποκατέστησεν· όθεν εγερθείς περιεπάτει, μη έχων ουδέ μικρότατον λείψανον πληγής. Τότε λέγει ο Τιβούρτιος προς τους παρεστώτας, οίτινες έμειναν ως εκστατικοί, βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον· «Εάν θέλετε και σεις να κάμετε σημεία και τέρατα, πιστεύσατε εις τον Χριστόν, από τον οποίον και εγώ επήρα την δύναμιν». Οι δε επίστευσαν, και τους επήγε προς τον Γάϊον, λέγων· «Δέξου, Πάτερ τίμιε, αυτούς, τους οποίους δι΄ εμου ο Χριστός εκέρδησε σήμερον». Ο δε κατηχήσας αυτούς εβάπτισεν, ευχαριστών τον Θεόν, όστις τελεί εις τους επικαλουμένους αυτόν παράδοξα. Αλλά καιρός είναι να είπωμεν και το τέλος εκάστου των άνωθεν, δια να μη μακρύνωμεν πολύ την διήγησιν.                                                Πρώτη λοιπόν πάντων υπάστη το Μαρτύριον η μακαρία Ζωή, διότι μεταβαίνουσα εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου δια να προσευχηθή, την συνέλαβον οι ερχόμενοι στρατιώται και δέσαντες αυτήν την προσήγαγον εις τον άρχοντα αυτών, όστις εδοκίμασε πολύ να την διαστρέψη με διάφορα παιδευτήρια, και μη δυνηθείς, έδωκε κατ΄ αυτής την απόφασιν, να την κρεμάσουν κατωκέφαλα, κάτωθεν δε να την καπνίζουν με ύλην βρωμεράν, έως ου να ξεψυχήση· έπειτα δένοντες λίθον μέγαν εις τον λαιμόν της, να την ρίψωσιν εις τον Τίβεριν· και ούτως ετέλεσαν εκείνοι το προστασσόμενον.             
Ταύτα μαθόντες οι Άγιοι έχαιρον μεν δια την δόξαν αυτής και μακαριότητα, εαυτούς δε εταλάνιζον, ότι δεν εσπούδασαν και αυτοί να την συνοδεύσουν. Έλεγε δε ο Τραγκυλίνος προς τον Σεβαστιανόν· «Βλέπεις, κύριέ μου, πως ανδρίζονται αι γυναίκες και τρέχουσαι προθυμότεραι από ημάς, προαρπάζουν τον στέφανον»; Ταύτα λέγων και θερμανθείς από τον ένθεον έρωτα, έδραμεν εις τον Ναόν των Αποστόλων ίνα προσευχηθή και συλλαβόντες αυτόν οι δήμιοι τον ελιθοβόλησαν, και τον έρριψαν εις τον ποταμόν προστάξει του άρχοντος. Ο δε Νικόστρατος, ο ανήρ της μακαρίας Ζωής, επήγε με τον Κλαύδιον εις τας όχθας του ποταμού, ζητούντες μήπως και εύρουν κανέν λείψανον των εκτελεσθέντων γίων. Οι δε ασεβείς δέσαντες και αυτούς τους παρέστησαν εις τον νέον έπαρχον, όστις βασανίσας αυτούς διαφόρως, και μη δυνάμενος να τους μεταστρέψη, το ανέφερε προς τον βασιλέα, όστις προσέταξε να τους δώσουν τρεις δαρμούς δυνατούς· έπειτα, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα, να τους ρίψουν και αυτούς εις τα ύδατα. Ούτως οι αοίδιμοι, αφού εδάρησαν τρεις φοράς ανηλεώς, ριφθέντες με λίθους μεγάλους εις τα ύδατα του Τιβέρεως, παρέδωκαν τας αγίας ψυχάς αυτών εις χείρας Θεού. Κουρτουάτος δε τις ανήρ δυσσεβής, προσποιούμενος ότι ήτο Χριστιανός, συνηνώθη με τους Αγίους, δια να τους προδώση ο αλιτήριος, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Και εν μια των ημερών, βλέπων τον Τιβούρτιον εις Ναόν τινα πρσευχόμενον, τον διέβαλεν εις τον έπαρχον· έπειτα επήγε και αυτός και προσηύχετο, τάχα ότι ήτο Χριστιανός, δια να μη φανή προδότης, και δια να περιπαίξη τους πιστούς πάλιν ύστερα. Εισελθόντες λοιπόν οι δήμιοι συνέλαβον και τους δύο, και τους επήγαν εις τον έπαρχον, όστις είπε προς τον προδότην· «Χριστιανός είσαι και συ, Κουρτουάτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι». Ο Άγιος όμως, γνωρίσας την υπόκρισιν, είπε προς αυτόν οργιζόμενος· «Μη περιγελάς τον εαυτόν σου δόλιε, ότι ο πόρνος και ο μέθυσος Χριστού μαθητής δεν γίνεται, ή νομίζεις ότι δεν γνωρίζω οποίος είσαι, και ότι συ με επρόδωσες εις θάνατον; Αλλά τούτο εγώ ολοψύχως ποθώ, να ενωθώ με τον Δεσπότην μου Χριστόν, τον εις εμέ ποθεινόν και γλυκύτατον, δια την αγάπην τού οποίου αφήκα θεληματικώς εις άλλους τον οίκον μου, πλούτον και συγγενείς και δόξαν απαρνησάμενος, και δεν φοβούμαι ούτε πυρ, ούτε διωγμούς, ούτε μάστιγας, αλλά πάντα ταύτα και έτι πλείονα είμαι έτοιμος να υπομείνω με την Εκείνου βοήθειαν». Ο δε έπαρχος είπε προς τον Άγιον· «Τούτον μεν άφες, Τιβούρτιε, και κάμε τον λόγον μου· λυπήσου την ευγένειάν σου και την νεότητα, να μη λάβης επονείδιστον θάνατον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Δεν είναι αισχύνη, ω δικαστά, να λατρεύω Θεόν αληθή και παντέλειον, αλλ΄ όσοι λατρεύουσι δαίμονας, αυτοί είναι ελεεινοί και πολλών θρήνων άξιοι». Τότε θυμωθείς ο έπαρχος, προστάσει να φέρωσιν άνθρακας και του λέγει· «Έκλεξον εν εκ των δύο: ή  προσκύνησον τους θεούς, ή είσελθε γυμνός τους πόδας εις τους άνθρακας». Ο δε Άγιος, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εστάθη επάνω εις τους ανημμένους άνθρακας λέγων· «Βλέπε τώρα της Πίστεώς μου την δύναμιν, και μάθε ότι αληθινός Θεός είναι εκείνος, τον οποίον εγώ σέβομαι· τούτου γενού και συ μαθητής, αφήνων την ασέβειαν». Βλέπων ο έπαρχος ότι ο Άγιος ίστατο αβλαβής επί ώραν πολλήν εις τους άνθρακας, και φοβούμενος μήπως κάμη και άλλην τινά θαυματουργίαν και σύρη πολλούς προς την ευσέβειαν, προστάσσει να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Τούτου δε γενομένου απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς ο Τιβούρτιος. Τότε έφεραν τον Κάστουλον, όστις είχε τους Αγίους εις την οικίαν του, και μετά πολλάς βασάνους τον έθαψαν ζώντα εις λάκκον και ούτως ετελειώθη. Έπειτα φέροντες τους γενναίους Μαρκελλίνον και Μάρκον εκάρφωσαν ήλους εις τους πόδας των, και τους εβίαζον να ίστανται όρθιοι εις αυτούς, δια να καρφώνωνται ούτοι περισσότερον και να τους δίδωσι δριμυτάτους πόνους. Οι δε αείμνηστοι πάσχοντες τοσούτον δυσφορωτάτην βάσανον, έψαλλον· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν»; (Ψαλμ. ρλβ: 1) και τα λοιπά του ψαλμού. Τότε τους εκέντησαν εις τας πλευράς με λόγχας ως τον Δεσπότην, εις τον οποίον παρέδωκαν τας αγίας των ψυχάς. Ούτω λοιπόν ετελειώθησαν όλοι οι άλλοι Άγιοι με διάφορα κολαστήρια, και εφέρθησαν προς τον Χριστόν ως αμώμητα θύματα.Τον δε γενναιότατον Σεβαστιανόν αφήκαν οι ασεβείς έως ύστερον, δια να τον βασανίσωσι διαφόρως, μήπως και τον καταπείσουν να αρνηθή την ευσέβειαν. Τούτον προσέταξεν ο Διοκλητιανός να φέρουν εις το κριτήριόν του και τούτου γενομένου του λέγει· «Σεβαστιανέ, εγώ σε ετίμησα τόσον, και σε έκαμα πρώτον από τους άρχοντας, συ δε, αχάριστε, ανέβης εις τόσην υπερηφάνειαν και αγνωσίαν, ώστε ούτε το κράτος μου, ούτε την ζωήν σου ποσώς συλλογίζεσαι»; Ο δε απεκρίνατο· «Τότε μεν, ω βασιλεύς, δεν εγνώριζα τον όντως αληθή Θεόν, δια τούτο ως ειδωλολάτρης ανόητος υπήκουον εις τα προστάγματά σου· αλλά τώρα, όπου εγνώρισα την αλήθειαν, κατεφρόνησα πλούτον και δόξαν και τα επίλοιπα, ως διαρρέοντα και ανάξια, ποθήσας τα άρρευστα και αεί διαμένοντα, τα οποία κληρονομούσιν όσοι τον Χριστόν αγαπήσωσι, διότι μανία μεγάλη και αγνωσία σας είναι να προσκυνήτε λίθους και ξύλα και άλλα βδελύγματα». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και προστάσσει να δέσουν τον Άγιον εις πάσσαλον εις το μέσον του πεδίου ως στόχον και σημείον και να τον τοξεύωσιν από όλας τας πλευράς, έως να γεμίση βέλη όλον το σώμα του. Έτρεχον λοιπόν ποταμηδόν άπαντες να ίδωσι το φρικτόν θέαμα και όλοι συνεπόνεσαν και έκλαιον, βλέποντες τοιούτον νέον περιφανή τε και ωραιότατον να τον σύρουν και να τον βασανίζουν ως κακούργον οι δήμιοι. Αφού δε έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης, ενηγκαλίσθη ο Άγιος το ξύλον, εις το οποίον ήθελον να τον δέσουν, λέγων ταύτα προς τον Δεσπότην· Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι με ηξίωσας να σε μιμηθώ παραμικρόν. Συ, Θεέ μου, προσηλώθης εις το ξύλον του Σταυρού δι΄ αγάπην μου και εγώ αποθνήσκω σήμερον εις τούτο το ξύλον, δι΄ αγάπην Σου και την ιδικήν μου ωφέλειαν. Πρόσδεξαι όθεν την θυσίαν μου ταύτην δέομαι της σης αγαθότητος». Ταύτα λέγοντος του γενναίου Σεβαστιανού, τον εγύμνωσαν οι δήμιοι και τον έδεσαν εις το ξύλον· έπειτα έρριψαν κατ΄ αυτού τοσαύτα βέλη από παν μέρος εις όλον το σώμα, ώστε έμεινεν ελεεινόν και παράξενον θέαμα, διότι δεν διεκρίνετο ουδόλως σαρξ, αλλ΄ εφαίνετο από τα βέλη ως εχίνος ή ακανθόχοιρος και ούτως αφήκαν αυτόν οι υπηρέται και ανεχώρησαν, νομίσαντες ότι απέθανεν. Αφού δε ενύκτωσεν, επήγεν αρχόντισσά τις να λάβη το λείψανον αυτού και τον ευρίσκει ζώντα ακόμη· όθεν τον επήρεν εις την οικίαν της και εις ολίγας ημέρας με βότανά τινα έβγαλε τα βέλη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, και έμεινεν υγιής ο Άγιος. Ελθόντες δε τινές συγγενείς και φίλοι του να τον ίδωσιν, τον συνεβούλευσαν να αναχωρήση της πόλεως, δια να μη το μάθη ο βασιλεύς και του δώση χειρότερα παιδευτήρια και πικρότερα βάσανα. Ο δε μακάριος, επιποθών δια την αγάπην του Δεσπότου τον θάνατον, δεν ηθέλησε ν παραμερίση, αλλά μάλλον ακούσας, ότι ο Διοκλητιανός διήρχετο ημέραν τινά απ΄ εκεί πλησίον, εστάθη εις υψηλόν δωμάτιον. Ο δε βασιλεύς ιδών αυτόν εθαύμασε και προστάσσων να τον φέρουν πλησίον, είπε προς αυτόν· «Δεν είσαι συ ο Σεβαστιανός, τον οποίον προσέταξα να θανατώσουν»; Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι, βασιλεύς, και ανέστησέ με ο Κύριός μου εκ των νεκρών, δια να γνωρίσης ότι αυτός είναι ο αληθής Θεός ο τα πάντα δημιουργήσας και να μη σέβεσαι πλέον τους ακαθάρτους δαίμονας». Τότε προστάσσει ο ασεβής να τον ραβδίζουν δυνατά με ράβδους έως να συντριβώσιν όλαι αι σάρκες και τα οστά του και αποθάνη, έπειτα να τον ρίψουν την νύκτα εις τόπον τινά ακάθαρτον δια να μη τον εύρουν οι Χριστιανοί και καμνοντος πάλιν εκείνου θαυματουργίαν τινά επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Όθεν τελέσαντες οι δήμιοι ταχέως το προστασσόμενον παρέδωκεν ο Άγιος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Κατά δε την νύκτα, φανείς ο Άγιος εις το όραμα εναρέτου και επιφανούς τινος γυναικός, Λουκίνης ονόματι, της λέγει· «Ύπαγε εις τον δείνα τόπον να εύρης το Λείψανόν μου και λάβε αυτό να το ενταφιάσης εις την καλουμένην Κρυπτήν, ήτις είναι εις τους πόδας των Αποστόλων». Η δε ευλαβής γυνή, ευθύς εγερθείσα, απήλθεν εις τον ρηθέντα τόπον και ευρούσα το σώμα του Μάρτυρος έλαβεν αυτό ευλαβώς, δεν μετείχε δε ποσώς το μακάριον του Αγίου Λείψανον από την ακαθαρσίαν εκείνην, αλλά μάλιστα ευωδίαζεν άμετρα και στολίζουσα αυτό επιμελώς το ενεταφίασε, προσμείνασα εις το μνήμα ημέρας τριάκοντα. Μετά ταύτα εβασίλευσεν εις ολίγον καιρόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ήτο δε τότε ειρήνη εις τον κόσμον· όθεν η ευλαβής Λουκίνα έκτισεν Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου και έζησε βίον θεάρεστον δίδουσα ελεημοσύνας πολλάς εις τους πένητας, κατά δε το τέλος της μέρος μεν του πλούτου της άφηκεν εις τους φτωχούς Χριστιανούς, όλον δε το επίλοιπον αφιέρωσεν εις τον ρηθέντα Ναόν, τον οποίον έκτισεν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνον του Αγίου, όστις έκαμε και μετά το τέλος θαυμάσια, όχι μόνον εκεί εις την Ρώμην, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας· όθεν όλοι των τον έχουν εις μεγάλην ευλάβειαν· έκτισαν Εκκλησίας εις όλας τας πόλεις και χώρας και χαρμονικώς τον πανηγυρίζουσι δια τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε και μάλιστα εις την Παβίαν, εις την οποίαν ήτο καιρόν τινα μέγα θανατικόν και τον επεκαλέσθησαν οι πολίται να τους βοηθήση εις τοιαύτην ανάγκην και τόσον εθαυματούργησεν ο Κύριος εις αυτούς δια να δοξάση τον Άγιον, τον οποίον μετά δακρύων επεκαλούντο λιτανεύοντες ευλαβώς, ώστε έπαυσεν ευθύς ο λοιμός και εγνωρίσθη σαφέστατα. Ότι η πρεσβεία του Αγίου τους εβοήθησεν. Όθεν όχι μόνον εκεί τον πανηγυρίζουσιν, αλλά και εις όλας τας πόλεις και χώρας της Ιταλίας, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει τιμή, μεγαλοπρέπεια και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: