Τη ΙΓ΄ (13η) του μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, ΕΥΓΕΝΙΟΥ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΥ και ΟΡΕΣΤΟΥ.

Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλευσάντων κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284- 305). Κατά την εποχήν εκείνην ολόκληρος η αυτοκρατορία των Ρωμαίων ήτο σχεδόν ένας ναός ειδωλολατρίας και πάντες είχον ζήλον άμετρον, ή μάλλον ειπείν μανίαν και λύσσαν μεγάλην, συναγωνιζόμενοι ποίος να προκόψη περισσότερον εις την λατρείαν των ειδώλων, και τούτο διότι έβλεπον ότι καθ΄ εκάστην εστέλλοντο βασιλικά προστάγματα προς τους ηγεμόνας και τους άρχοντας, εις πάσαν πόλιν και χώραν, παρακινούντα και προστάσσοντα πάντας, να προσφέρουσιν κατά τας διατεταγμένας εορτάς θυσίας εις τους θεούς αυτών·
και εκείνους μεν, οίτινες ήθελον δείξει σπουδήν πολλήν εις τούτο το σέβας, να τιμώσι με δόξαν πολλήν και βασιλικά χαρίσματα· τους δε μη πειθομένους να υστερώσι πάσης περιουσίας και να τους παιδεύουν με διάφορα κολαστήρια και επονείδιστον θάνατον. Ήτο όθεν εις όλην την οικουμένην διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, και είχον μεγάλην φροντίδα οι άρχοντες να εξαλείψουν αυτούς τελείως από προσώπου της γης.                                                                        
Κατά τας ημέρας εκείνας ανήγγειλάν τινες εις τους βασιλείς, ότι πάσα η μεγάλη Αρμενία και Καππαδοκία δεν επείθοντο εις το πρόσταγμά των, αλλά πιστεύουσιν ολοψύχως εις τον Χριστόν και εις ολίγον καιρόν θέλουσιν έλθει και εις τελείαν αποστασίαν. Ταύτα ακούσας ο Διοκλητιανός εταράχθη και προσκαλέσας τους άρχοντας και μεγιστάνας αυτού, έκαμαν συμβούλιον μέγα επί τρεις ημέρας και ούτως απεφάσισε να στείλη άρχοντας άλλους εις τας πόλεις των απειθούντων, τους δε υπάρχοντας να αποβάλη της εξουσίας με μεγάλην καταφρόνησιν, διότι δεν ήσαν άξιοι να πείσωσι τον λαόν να τους υποτάσσωνται. Απέστειλε λοιπόν εις τους τόπους εκείνους δύο άνδρας πεπαιδευμένους εις την Ελληνικήν γλώσσαν, εις το λέγειν προκομμένους, εις το νοήσαι οξείς, πεπονηρευμένους δε εις τον τρόπον και τας δολοπλοκίας. Εκ τούτων των δύο τον μεν ένα, Λυσίαν ονόματι, διώρισεν επίτροπόν του εις όλους τους Λιμιτανέους, τον δε έτερον, ονόματι Αγρικόλαν, διοικητήν της Σεβαστείας, υπήγαγε δε υπό την εξουσίαν αυτού και τους Λιμιτανέους και όλας τας στρατιωτικάς δυνάμεις, όσαι ευρίσκοντο πλησίον των ανωτέρω πόλεων.     Αφού λοιπόν έφθασαν ο τε Αγρικόλας και ο Λυσίας εις τους τόπους αυτών, παρευθύς πάσα ηλικία των ανθρώπων, νέοι και γέροντες, άνδρες τε και γυναίκες ανηλεώς και ασπλάγχνως κατεκόπτοντο. Δεν εκοπίαζον δε δια να ανεύρουν πρόφασίν τινα, αλλά και μόνον αν ήθελον διαβάλει τινά, ότι ήτο Χριστιανός, χωρίς άλλην εξέτασιν τον εθανάτωνον. Εζητούντο λοιπόν και ανηρευνώντο καθ΄ εκάστην πλήθος Χριστιανών αναρίθμητον και παρεδίδοντο εις τα αιμοβόρα θηρία εις απώλειαν. Και ο μεν Λυσίας όσους Χριστιανούς εύρισκεν άνδρας τε και γυναίκας εις την χώραν των Σαταλέων, πρώτον τους εβασάνιζε με διάφορα βασανιστήρια, έπειτα τους έστελλε δεδεμένους με μεγάλην συνοδείαν εις τον Αγρικόλαν εις την Σεβάστειαν· ο δε Αγρικόλας πάλιν έστελλε τους Σεβαστειανούς εις την χώραν των Σαταλέων εις τον Λυσίαν. Τούτο δε εποίουν οι πανούργοι, γνωρίζοντες, ότι ήτο και αυτή μεγάλη κόλασις δια τους Αθλητάς του Χριστού το να θανατώνται δηλαδή εις ξένην γην και να μη μένωσιν εις την ιδικήν των χώραν να τους επιμεληθούν οι συγγενείς και οι φίλοι των, ούτε να αξιωθώσι ταφής τα σώματα αυτών, αλλ΄ ούτε και να ωφελήσουν τους γνωστούς των με την ιδικήν των θυσίαν.                                              
Τότε λοιπόν ότε εγίνετο η τοσαύτη αιματοχυσία, ήτο εις την πόλιν των Αραβράκων και ο μακάριος Ευστράτιος, όστις ήτο θεοσεβής και ενάρετος άνθρωπος και εις πάσας τας θείας εντολάς ανεπιλήπτως πολιτευόμενος. Ήτο δε ούτος Σκρινιάριος της δουκικής τάξεως και ώριζεν όλους τους Νοταρίους (γραμματείς), οίτινες έγραφον τας αυθεντικάς υποθέσεις και διαδικασίας. Βλέπων δε ο μακάριος τα γενόμενα, επικραίνετο και καθ΄ εκάστην εδέετο του Δεσπότου Χριστού με νηστείας και δάκρυα να ελεήση τους δούλους του, να τους λυτρώση των λυπηρών. Επεθύμει δε και αυτός να αγωνισθή με τους Αγίους ομού και να αξιωθή του Μαρτυρίου, αλλ΄ εφοβείτο την πολλήν ωμότητα και τας αμετρήτους μηχανάς των τιμωριών και κολάσεων· όμως εσκέφθη κατά νουν να κάμη μίαν δοκιμήν, εάν ήτο θέλημα του Κυρίου να μαρτυρήση, ήτοι εξέβαλε την ζώνην του και την έδωκεν εις ένα δούλον του, ειπών προς αυτόν· «Ύπαγε εις την δείνα Εκκλησίαν, βάλε την ζώνην αυτήν εις το θυσιαστήριον, έπειτα κρύψου εις εν μέρος του Ναού και πρόσεχε· εάν ίδης τον ενάρετον και ευλαβή δούλον του Θεού Αυξέντιον τον Πρεσβύτερον να την πάρη, μη ομιλήσης τίποτε· εάν δε τύχη άλλος, μη την αφήσης, αλλά πάλιν να μου την φέρης». Ταύτα δε είπε, κρίνων εις την διάνοιαν αυτού, ότι αν λάβη την ζώνην ο Ιερεύς, είναι οικονομία θεϊκή να παρρησιασθή, να λάβη το Μαρτύριον το οποίον επόθει· εάν δε δεν γίνη τούτο, να μείνη ακόμη εις την υπόκρισιν. Τούτου γενομένου επέστρεψεν ο δούλος και λέγει εις τον Άγιον· «Την ώραν κατά την οποίαν έβαλον την ζώνην εις το θυσιαστήριον, καθώς με επρόσταξας, εισήλθεν ο Πρεσβύτερος Αυξέντιος, ως να τον είχεν απεσταλμένον τις, και την επήρε». Ταύτα ακούσας ο ευλαβής Ευστράτιος εχάρη και εκάλεσεν όλους τους ηγαπημένους του να τους φιλεύση. Καθώς δε έτρωγον είχε πολλήν ευφροσύνην ο Άγιος και έλαμπε το πρόσωπόν του· εδείκνυε δε φαιδρότητα άπειρον τόσον, ώστε εξενίζοντο πάντες εις το του ανδρός ασύνηθες αυτό θέαμα, το οποίον άλλην φοράν δεν είχον ίδει. Εις δε από τους προσκεκλημένους, φίλος του ακριβός, Ευγένιος ονόματι, έχων θάρρος εις αυτόν, τον ηρώτησε λέγων· «Διδάσκαλε Ευστράτιε, μήπως είσαι χαρούμενος, διότι προσέταξεν ο αυθέντης μας να ετοιμάσωμεν αύριον τα βασανιστήρια όργανα, με τα οποία τιμωρούν τους Χριστιανούς, ελπίζων ίσως εξ αυτού να κερδήσης τίποτε»; Τούτο δε είπε, διότι κατ΄ εκείνο το έτος ήτο κομενταρίσιος ο Ευστράτιος. Εκείνος δε απεκρίθη προς αυτόν· «Καλώς αντελήφθης· πράγματι αύριον αναμένω να κερδήσω μεγάλον θησαυρόν απ΄ αυτήν την υπόθεσιν». Την επομένην ημέραν καθίσας επί θρόνου ο Λυσίας εις το μέσον της πόλεως, προσέταξε να φέρωσι τους φυλακισμένους άπαντας εις εξέτασιν. Ο δε Ευστράτιος, απελθών εις την φυλακήν, παρεκάλει τους φυλακισμένους Αγίους να κάμουν δέησιν δι΄ αυτόν, επειδή κατά την ημέραν εκείνην ήθελε και αυτός να ενωθή μαζί των εις τον αγώνα του Μαρτυρίου. Ποιήσαντες λοιπόν οι Άγιοι την πρέπουσαν ευχήν και γονυκλισίαν, ηκολούθησαν τον Ευστράτιον, όστις απελθών ενώπιον του επάρχου, ήλεγξεν αυτόν με πολλήν παρρησίαν και ανδρείον φρόνημα. Ο δε Λυσίας, θαυμάσας την απροσδόκητον ταύτην παρρησίαν του ανδρός, ητένιζεν αυτόν με σχήμα άγριον και μεγάλως στενάξας, εβόησε πλήρης θυμού· «Αφαιρέσατε την χλαίναν και την ζώνην, που φορεί, δια να γνωρισθή με τούτο ο αλιτήριος αυτός ξένος της στρατείας και της τιμής, την οποίαν είχε μέχρι της σήμερον· έπειτα γυμνώσατέ τον τελείως και με δεδεμένας τας χείρας και τους πόδας τανύσατέ τον κατά γης». Τούτου γενομένου ταχέως, είπε προς αυτόν ο τύραννος· «Μήπως μετενόησας, άθλιε, δι΄ εκείνα τα ολέθρια, τα οποία ελάλησας; Αλλά πριν αρχίσουν τα βάσανα και η κόλασις, ειπέ πόθεν είσαι; Πως ονομάζεσαι; Και με τίνα τρόπον επλανήθης και ήλλαξες την θρησκείαν σου»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Από τα Αράβρακα είμαι και ονομάζομαι Ευστράτιος, Κυρισίκης την επωνυμίαν, δούλος δε υπάρχω του Δεσπότου των όλων Θεού και του μονογενούς Υιού Αυτού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Παναγίου Πνεύματος· το σέβας τούτο εδιδάχθην και προσκυνώ από μικρόν βρέφος».                                                                                               
Ηρώτησεν ύστερον ο Λυσίας περί της τάξεως του Αγίου και πόσα έτη είχεν ούτος εις την στρατείαν, ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Είκοσι και επτά έτη είναι τώρα, όπου υπηρετώ, εκ νεαράς ηλικίας, εις το αξίωμα του συμβούλου». Και στραφείς ο άρχων είπε· «Γνώρισον, Ευστράτιε, την ζημίαν, την οποίαν δια την απείθειάν σου έχεις να λάβης και με σώφρονα λογισμόν, μεταμελούμενος από την μανίαν σου ταύτην, μη καταλιμπάνης την στρατείαν, την οποίαν με τοσαύτην φρόνησιν εκυβέρνησας και επικαλέσθητι την εύσπλαγχνον δύναμιν των θεών, την καλωσύνην των βασιλέων και την του δικαστηρίου φιλανθρωπίαν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ουδείς άρχων έχων γνώσιν και λογικόν προστάσσει ποτέ να προσκυνώσιν οι άνθρωποι κωφά ξόανα και αλιτηρίους δαίμονας. Καθώς δε είναι γεγραμμένον εις τας θείας Γραφάς, θεοί οίτινες δεν εποίησαν τον ουρανόν και την γην ας απολεσθώσιν». Ο δε άρχων είπε· «Αλλά Θεόν εσταυρωμένον καταδέχεται κανείς άνθρωπος, όταν είναι κύριος του λογισμού του, να λατρεύη, καθώς σεις οι δυστυχείς πράττετε»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Εάν δεν ήτο ηλλοιωμένη η αίσθησις του νοός σου και η ψυχή σου μεμιγμένη με τα γήϊνα πάθη, ήθελον σου αποδείξει τον Εσταυρωμένον τούτον Σωτήρα και Κύριον αληθή και Δημιουργόν πάσης της κτίσεως, μετά του Πατρός προ αιώνων υπάρχοντα, ακόμη δε και πως με την άρρητον αυτού σοφίαν ανέστησεν ημάς, νενεκρωμένους όντας υπό της αμαρτίας δια της αναγεννήσεως του θείου Βαπτίσματος».                                                
Ήθελε δε να μακρύνη τον λόγον ο Άγιος, αλλά τον διέκοψεν ο μιαρός, λέγων· «Κρεμάσατε με σχοινία τον ανδρείον τούτον· βάλετε υποκάτω πυρ πολύ να καταφλεχθούν τα υπογάστριά του και άνωθεν των ώμων να τον δέρετε με ραβδία ανηλεώς, δια να μάθη να αποκρίνεται». Ο δε Άγιος κάτωθεν μεν καταφλεγόμενος την κοιλίαν και τα σπλάγχνα υπό του πυρός επί πολλήν ώραν, άνωθεν δε μαστιγούμενος την ράχιν, ουδέ ποσώς εξέβαλε φωνήν τινα ούτε καν η όψις του ήλλαξεν, αλλ΄ εφαίνετο ότι άλλο σώμα ήτο εκείνο το οποίον ετιμωρείτο και όχι το ιδικόν του. Θαυμάζων λοιπόν ο άρχων, προστάσσει να τον εκβάλουν από την βάσανον και υπομειδιών μικρόν, του είπε· «Σου ήρεσεν αυτή η τέρψις, Ευστράτιε»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Χαράν μεγάλην το έχω». Ο δε άρχων είπεν· «Επειδή του αρέσουν τα θλιβερά, συγκεράσατε άλας πολύ με όξος και επιχύσατε αυτό εις τας πληγάς του, έπειτα τρίψατε αυτάς με όξος και κοπτερά κεραμίδια».                                                                
Παρευθύς τότε οι υπηρέται του τυράννου εξετέλεσαν τα προσταχθέντα, ο δε Άγιος έδειξε και πάλιν την αυτήν υπομονήν και καρτερίαν, μη εκβαλών παραμικρόν στεναγμόν. Ο άρχων τότε τον περιέπαιζεν, επαινών ειρωνικώς την καρτερίαν του. Λέγει δε προς αυτόν ο Άγιος· «Εάν νομίζης, ότι με τα κολαστήρια ταύτα μου δίδεις ταλαιπωρίαν, πλανάσαι, ω δικαστά, διότι σήμερον με ηξίωσας να απολαύσω τα αγαθά εκείνα, τα οποία επόθουν. Κατέκαυσας και ηφάνισας τα όργανα των ανημέρων και αχαλινώτων παθών της σαρκός μου, εχάρισας εις εμέ ανίκητον το φυλακτήριον της αθανασίας του πνεύματος και μοι έδειξας οδόν σύντομον και ακοπίαστον, δια της οποίας θέλω δυνηθή, με το οστράκινον τούτο σώμα, να τελέσω πολιτείαν Αγγελικήν και να απολαύσω Βασιλείαν ουράνιον. Τώρα γνωρίζω ότι είμαι ναός Θεού και το Πνεύμα το Άγιον οικεί εν εμοί. Σπεύσε λοιπόν, υπηρέτα του διαβόλου, δοκίμασόν με πάλιν, όπως τον χρυσόν εις την κάμινον, και δεν θέλεις εύρει ρύπον ποσώς εις εμέ, ενώ οι θεοί σου είναι βδελύγματα, τα οποία κυριεύουν τον νουν και σου και του βασιλέως σου».                                                                         
Ακούων ταύτα ο τύραννος λέγει με θυμόν· «Ως φαίνεται, δια να είναι σαθρόν και καταπληγωμένον το σώμα σου, προσεβλήθησαν και αι φρένες σου, δια τούτο λαλείς με τόσην πολυλογίαν άχρηστα λόγια. Εάν ηδύνατο ο Θεός σου να σε καταστήση αθάνατον, άραγε δεν θα σε ελύτρωνε και από την τιμωρίαν ταύτην; Άφες, άθλιε, αυτά τα όνειρα των ματαίων ελπίδων και πρόκρινε το συμφέρον σου». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Θέλεις, τετυφλωμένε, να βεβαιωθής με τας αισθήσεις σου, ότι δεν είναι τίποτε το οποίον να αδυνατή εις τον Θεόν μου; Βλέπε εις εμέ, τον οποίον νομίζεις θανατωμένον από την βάσανον και πρόσεχε». Ταύτα ειπών και ενώ εκύτταζαν αυτόν άπαντες, εξήλθον εξαίφνης, ω του θαύματος! ως λεπίδες από την σάρκα του και έγινεν όλος υγιής, μη έχων καν παραμικρόν σημείον πληγής. Πάντες τότε εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν δια την θαυματουργίαν ταύτην. Τότε και ο εκ της αυτής τάξεως αξιωματούχος Ευγένιος, όστις παρέστεκεν εις τον Άγιον ως υπάλληλος της διοικήσεως, συμπολίτης ων  του Ευστρατίου, εβόησε λέγων· «Λυσία, και εγώ Χριστιανός είμαι και την θρησκείαν σου αναθεματίζω και αντιτάσσομαι εις τα βασιλικά και τα ιδικά σου προστάγματα, καθώς και ο κύριός μου Ευστράτιος». Βλέπων ταύτα ο άρχων και τρέμων από την οργήν και την κατάπληξιν επρόσταξε να δέσουν και τους δύο Αγίους με αλύσεις καθ΄ όλον το σώμα και να τους φυλακίσουν με τους επιλοίπους Χριστιανούς μέχρι νεωτέρας προσταγής του. Ταύτα ειπών ο Λυσίας, ηγέρθη του θρόνου και ανεχώρησεν. Οι δε Άγιοι ωδηγήθησαν εις την φυλακήν χαίροντες ομού και ψάλλοντες ταύτα· «Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ΄ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλμ. ρλβ΄ : 1)· αφού δε συνεπλήρωσαν την ευχήν, τους εδίδαξεν ο Ευστράτιος να είναι πρόθυμοι εις τον αγώνα της αθλήσεως.                                                     
Την επομένην εγερθείς ο Λυσίας προσέταξε τους δούλους του να ετοιμάσουν τα χρειαζόμενα δι΄ οδοιπορίαν, προκειμένου να αναχωρήση δια την Νικόπολιν, αυτός δε απήλθεν εις την φυλακήν και προστάσσει να φέρωσιν έξω τον Άγιον· τούτου δε γενομένου, μειδιάσας, είπε προς αυτόν· «Χαίροις, ηγαπημένε μου Ευστράτιε». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο Παντοκράτωρ Θεός, τον οποίον εγώ λατρεύω, να σου δώση την ανταμοιβήν του χαιρετισμού αξίως, ω δικαστά». Ο δε είπε· «Δια τον Θεόν σου έχω εγώ την μέριμναν· συ δε λάβε τα υποδήματα ταύτα δια να μας συνοδεύσης μετά χαράς». Είχον δε εις αυτά εμπηγμένα καρφία μακρά και σουβλωτά, δια να τρυπούν τους πόδας του Αγίου. Του έβαλον λοιπόν αυτά και έσφιγξαν τα δέματα, ο δε άρχων εσφράγισεν αυτά με τον δακτύλιόν του, ούτω δε έσυρον και έδερον αυτόν καθ΄ όλην την οδόν ομού με τους άλλους Αγίους, ηκολούθει δε και ο άρχων με όλην την στρατείαν. Μετά δύο ημέρας έφθασαν εις τα Αράβρακα και πάντες έδραμον να ίδωσι τον Ευστράτιον, αλλ΄ ουδείς συγγενής ή φίλος αυτού ετόλμα να πλησιάση, διότι ο δουξ είχε προστάξει να δένουν όσους πλησιάζουν τους Αγίους.                                  Ήτο δε εις την πόλιν εκείνην άνθρωπος τις ιδιώτης, μη έχων γνώσεις γραμμάτων, αλλ΄ έχων τα ικανά από πράγματα βιοτικά, Μαρδάριος ονομαζόμενος, ο οποίος έκτισεν οίκον και την ημέραν εκείνην τον εσκέπαζε. Ιδών δε τον Ευστράτιον ως αστέρα περιφανή εις το μέσον των Αγίων, κατελθών από της στέγης, λέγει προς την γυναίκα του, εις Αρμενικήν διάλεκτον· «Βλέπεις, ω γύναι, τον κύριον του προαστίου μας, όστις είχε τόσα χρήματα και περιφάνειαν γένους και τόσην στρατείαν, πως τα κατεφρόνησεν όλα και υπάγει να γίνη θυσία ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν, δια να αξιωθή της Βασιλείας των ουρανών; Μακάριος αυτός, ότι και εδώ ήτο πλούσιος και περίδοξος και προς τον Δεσπότην Χριστόν πάλιν θέλει έχει μεγάλην την παρρησίαν, αξιούμενος της μετά των Αγγέλων αιωνίου συγκατοικίσεως». Η δε καλή εκείνη γυνή απεκρίνατο· «Τις σε εμποδίζει, σύντροφε της ζωής μου γλυκύτατε, να τον συνοδεύσης, ίνα αξιωθής μετ΄ αυτού της αγαθής τελειώσεως και να γίνης και προστάτης προς Κύριον των μικρών τούτων παιδίων και όλου του γένους σου»; Λέγει προς αυτήν ο Μαρδάριος· «Δος μοι τα υποδήματά μου, να πορευθώ την οδόν, την οποίαν επιθυμεί η ψυχή μου». Τότε εκείνη μετά χαράς πολλής εξετέλεσε το προσταχθέν. Ο δε Άγιος έβαλεν ευθύς και το ιμάτιον, έπειτα ενηγκαλίαθη τα δύο τάκνα του και στραφείς προς ανατολάς προσηύξατο, λέγων· «Δέσποτα Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, Κύριε Υιέ Μονογενές, Ιησού Χριστέ, και Άγιον Πνεύμα, μία Θεότης, μία Δύναμις, ελέησόν με τον αμαρτωλόν· και οις επίστασαι κρίμασι σώσον με τον ανάξιον δούλον Σου· ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».                                                                
Ταύτα ειπών, κατεφίλησε τα τάκνα και απεχαιρέτησε την γυναίκα του, λέγων· «Σώζου, ω γύναι, και μη λυπού, μηδέ δάκρυε, αλλά χαίρε και αγαλλία· διότι σε και τα παιδία και την ψυχήν μου παρατίθημι εις τας χείρας του παντοδυνάμου Θεού ημών». Ούτως είπε και απήλθε δρομαίος εις πλούσιον τινα και επίσημον άνδρα προεστώτα της χώρας εκείνης, Μουκάτορα την επωνυμίαν και λέγει προς αυτόν· «Ιδού εγώ πορεύομαι προς τον συγγενή και φίλον σου Κυρισίκη και του Θεού θέλοντος γίνομαι συνοδεία του εις τον αγώνα της αθλήσεως. Παρακαλώ σε λοιπόν να γίνης προστάτης μετά Θεόν της γυναικός και των τέκνων μου εις την ζωήν ταύτην, δια την χάριν δε ταύτην θέλω γίνει και εγώ προς τον Θεόν μεσίτης ιδικός σου κατά την ημέραν της κρίσεως, ίνα τον δίκαιον μισθόν απολάβης». Ο δε ευλαβής εκείνος ανήρ απεκρίνατο· «Άπελθε εν ειρήνη, τέκνον, εις την καλήν οδόν, την οποίαν επεθύμησες και περί τούτου μη φροντίζης, εγώ πνευματικώ τω τρόπω θα είμαι προστάτης της γυναικός και των τέκνων σου». Ευχαριστήσας λοιπόν ο Μαρδάριος τον άνθρωπον εκείνον δια την καλήν του προαίρεσιν, απήλθε δρομαίος και φθάσας τους Αγίους, εκάλεσε τον Ευστράτιον, λέγων· «Δέσποτα Κυρισίκη, καθώς τρέχει προς τον ποιμένα το άκακον πρόβατον, ούτως ήλθον και εγώ προς σε, να σε συνοδεύσω. Δέξαι όθεν και εμέ και συναρίθμησόν με μέ την αγίαν συνοδείαν σου και προσάγαγε και εμέ, αν και είμαι ανάξιος, εις τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μου, ως συμμάρτυρα». Ταύτα ειπών εβόησε φωνή μεγάλη, λέγων· «Ακούσατε υπηρέται του διαβόλου, Χριστιανός είμαι και εγώ, ως και ο κύριός μου Ευστράτιος». Τότε οι στρατιώται έδεσαν και αυτόν και τον εφυλάκισαν με τους άλλους Αγίους, αναγγείλαντες και περί αυτού εις τον Λυσίαν, όστις εβρυχήθη ως λέων. Αφού λοιπόν ο Λυσίας εκάθισεν εις το κριτήριον επρόσταξε να φέρουν εις εξέτασιν τον προαναφερθέντα Πρεσβύτερον Αυξέντιον, τον οποίον είχον φυλακισμένον και αυτόν πρότερον και του λέγει· «Αυξέντιε, ελευθέρωσον μεν ημάς από τους κόπους, αξίωσον δε σωτηρίας τον εαυτόν σου, επίστρεψον από την ολέθριαν γνώμην σου και πρόσπεσον εις την αγαθότητα των θεών, να σε συγχωρήσουν». Λέγει προς αυτόν ο Αυξέντιος· «Άκουσόν με, ω Λυσία· σε διαβεβαιώ εν συντομά, ότι η γνώμη μου είναι αμετάθετος. Ένα Θεόν ηκεύρω και αυτόν σέβομαι, καν αναριθμήτους δαρμούς και πληγάς μοι δώσης, καν με φλόγα και σίδηρον με καταναλώσης, καν με άλλην δριμυτέραν κόλασιν με δοκιμάσης, δεν θέλεις δυνηθή να μεταστρέψης τον λογισμόν μου ουδέποτε». Τότε ο άρχων έδωκε κατ΄ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον αποκεφαλίσουν εις δάσος έρημον και να αφήσουν εκεί το Λείψανόν του δια να το φάγουν τα θηρία.                                                                                              
Μετά ταύτα προσέταξεν ο άρχων να φέρωσι τον Μαρδάριον. Είπε δε ούτος προς τον Ευστράτιον· «Κύριέ μου Κυρισίκη, δέομαί σου, εύξαι υπέρ εμού, και δίδαξόν με τι να αποκριθώ εις τον ψυχοβλαβή δικαστήν, μήποτε ως χωρικόν και αγράμματον με χλευάζη ο ανήμερος αυτός λύκος». Του λέγει ο Ευστράτιος· «Επίμενε, αδελφέ Μαρδάριε, λέγων μόνον «Χριστιανός είμαι» και μη αποκριθής τίποτε άλλο». Τον έφεραν λοιπόν οι στρατιώται έμπροσθεν του δουκός. Ο δε ηρώτησε το όνομ αυτού, την κοινωνικήν του κατάστασιν και το επιτήδευμα. Ο Άγιος όμως εις όλας τας ερωτήσεις απεκρίνατο λέγων· «Χριστιανός είμαι». Και πάλιν ερωτήσας αυτόν ο άρχων να είπη το όνομα και την πατρίδα του, δεν έλεγεν άλλον λόγον, ειμή μόνον· «Χριστιανός είμαι και δούλος Χριστού». Ιδών λοιπόν ο μιαρός δούξ την απλότητα αυτού, είπε· «Τρυπήσατε με τρυπάνιον τους αστραγάλους του, περάσατε σχοινία από τας τρύπας και κρεμάσατέ τον· έπειτα καύσατε με πυρωμένας σούβλας τα νεφρά και την ράχιν του δια να βάλη γνώσιν να αποκρίνεται ικανώς». Τούτου γενομένου και επί πολλήν ώραν κρεμάμενος κατωκέφαλα και με τας σούβλας καιόμενος, ανέπεμψε δέησιν, λέγων· «Δέσποτα Κύριε, ευχαριστώ σοι, ότι κατηξίωσάς με των αγαθών τούτων. Επεπόθησα το σωτήριόν σου, και ηγάπησα αυτό σφόδρα, δέξαι εν ειρήνη το πνεύμα μου». Ταύτα ειπών, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, οι δε κακοί του τυράννου υπηρέται κατεβίβασαν από του ξύλου το άγιον αυτού Λείψανον.                                                                                                         
Προσέταξεν είτα ο ηγεμών να φέρουν τον Ευγένιον λέγων· «Φέρετε τον άχρηστον και όχι Χριστιανόν Ευγένιον, όστις ετόλμησε προχθές και μας ύβρισεν». Έφεραν λοιπόν τον Άγιον και λέγει προς αυτόν ο Λυσίας· «Ειπέ μοι, παμμίαρε, ποίος πονηρός δαίμων σε εξηγρίωσε τόσον ώστε να έλθης με τοσαύτην αυθάδειαν να μας υβρίσης, μη βάλλων καν εις τον νουν σου το αυστηρόν του δικαστηρίου, αναίσχυντε»; Απεκρίθη προς αυτόν ο Ευγένιος· «Ο Θεός μου, όστις καταργεί τους δαίμονας, τους οποίους συ προσκυνείς, με ενεδυνάμωσε και μου εχάρισε παρρησίαν να καταφρονήσω την ταλαιπωρίαν σου, ερρυπωμένε κύων και θησαυρέ του διαβόλου, όστις μέλλεις να παραδοθής ομού με αυτόν εις απώλειαν». Ταύτα ακούσας ο Λυσίας και εξαφθείς από τον θυμόν είπε· «Κόψατε την γλώσσαν και τας χείρας του και συντρίψατε με ράβδον τα σκέλη του, δια να ομιλή προς ημάς φρονιμώτερα». Τούτων γενομένων, παρέδωκε την ψυχήν και ούτος ο τρισόβλιος.                                   
Ο δε τρισάθλιος ηγεμών εξήλθε μετά ταύτα εις πεδιάδα δια να γυμνάση τους στρατιώτας του κατά το σύνηθες και ούτως έκαστος εδείκνυε την μάθησιν, την οποίαν είχεν εις τα όπλα του πολέμου. Εκάθητο δε ο Λυσίας εις ένα τόπον και εκάλει κατ΄ όνομα ένα προς ένα τους στρατιώτας του να περνούν έμπροσθεν αυτού, και να δεικνύη έκαστος την ανδρείαν και την εμπειρίαν του. Ήτο δε εις στρατιώτης ωραιότερος από τους άλλους, εύμορφος κατά την θεωρίαν και υψηλός κατά το ανάστημα του σώματος, Ορέστης ονομαζόμενος. Ιδών δε αυτόν ο Λυσίας επήνεσε πολύ την ωραιότητά του και τον προσέταξε να ρίψη κατά του στόχου το κοντάριον, θέλων δε εκείνος να σηκώση την χείρα, δια να το εκτινάξη, εσύρθη το ρούχον του και εφάνη εις χρυσούς Σταυρός, τον οποίον εφόρει εις το στήθος του. Τούτον ιδών ο τύραννος, τον προσεκάλεσε να πλησιάση και λαβών εις χείρας του τον Σταυρόν, είπε· «Τι είναι τούτο; Μήπως είσαι και συ δούλος του Εσταυρωμένου»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι, δούλος είμαι του Δεσπότου μου Ιησού Χριστού και βαστάζω τούτον τον Σταυρόν ως φυλακτήριον, ίνα δι΄ αυτού νικώ πάντα τα επερχόμενα κατ΄ εμού κακά». Ο δε άρχων είπε· «Δέσατε και τον θαυμαστόν αυτόν στρατιώτην με τον δυστυχή εκείνον Ευστράτιον, να τους εξετάσω εις την Νικόπολιν». Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Νικόπολιν, ήλθον προς αυτόν πλήθος πολύ των στρατιωτών της πόλεως εκείνης και πάντες με μίαν φωνήν έκραζον· «Λυσία, και ημείς είμεθα στρατιώται του Δεσπότου Χριστού και ως θέλεις ποίησον». Εκείνος δε πρώτον μεν εφοβήθη, μήπως και ορμήσουν κατ΄ αυτού, έπειτα βλέπων, ότι ως πρόβατα παρεδόθησαν, επρόσταξε να τους φυλακίσουν· είτα διελογίζετο με ποίον τρόπον να τους θανατώση, ώστε να μη γίνη σύγχυσις από τους συγγενείς και φίλους αυτών, εκείνον δε που εφοβείτο περισσότερον ήτο ο Άγιος Ευστράτιος, διότι εσκέπτετο μήπως τιμωρών εκ νέου αυτόν θαυματουργήση και πάλιν οπότε όχι μόνον τους Χριστιανούς θέλει στηρίξει εις την πίστιν, αλλά και τους Έλληνας θέλει μεταστρέψει.                                                 
Απεφάσισε λοιπόν ο Λυσίας να στείλη τους Αγίους Ευστράτιον και Ορέστην εις τον Αγρικόλαν εις την Σεβάστειαν. Όθεν έστειλε προς αυτόν την εξής επιστολήν· «Τω μεγαλοπρεπεστάτω ηγεμόνι Αγρικόλα, Λυσίας ο δουξ. Γνωρίζοντες οι θειότατοι βασιλείς ημών, ότι εις όλον τον κόσμον δεν είναι άλλος τις υψηλότερος από σε εις τον νουν δυνάμενος να ερευνά και να ευρίσκη τα απόρρητα και δυσερμήνευτα πράγματα, σοι έδωσαν την εξουσίαν της αρχής ταύτης, δια την άοκνον σπουδήν σου και τας λοιπάς αρετάς σου· επειδή εις όλας τας πράξεις σου δεν ευρίσκεται τίποτε άξιον κατακρίσεως. Αποστέλλω σοι όθεν και εγώ δεδεμένον τον Ευστράτιον τούτον, διότι αν και επισταμένως προσεπάθησα δεν επέτυχα να εύρω μέθοδον να τον επιστρέψω από το άνομον τόλμημα της Χριστιανικής δεισιδαιμονίας· αλλά μάλιστα αντί της τιμής της στρατείας της οποίας ηξιώθη, ανέβη εις περισσοτέραν κενοδοξίαν και μας ύβρισεν ο αχάριστος. Τούτον λοιπόν δεξάμενος ομού με τον ομόφρονα αυτού Ορέστην, δίκασον αμφοτέρους, κατά την σοφωτάτην σου κρίσιν και των βασιλέων τα δόγματα· έρρωσο».                                                          
Λαβόντες οι στρατιώται τα γράμματα και τους Αγίους δεδεμένους επορεύοντο προς την Σεβάστειαν. Ο δε Άγιος έψαλλε καθ΄ οδόν· «Οδόν αληθείας ηρετισάμην, και τα κρίματά σου ουκ επελαθόμην· εκολλήθην της μαρτυρίοις σου, Κύριε, μη με καταισχύνης» (Ψαλμ. ριη΄: 30-31). Αφού δε συνεπλήρωσε τας ευχάς, ηρώτα τον ευλογημένον Ορέστην λέγων· «Αδελφέ, διηγήθητί, μοι, με ποίαν προθυμίαν και πως ετελειώθη ο μακάριος Αυξέντιος». Ο δε Ορέστης είπεν· «Αφού ο δουξ εξέδωκε την εις θάνατον καταδικαστικήν απόφασιν, παρεκάλεσεν ο Άγιος πάρα πολύ τους στρατιώτας να τον φέρουν να σε ίδη προ της εκτελέσεως, αλλ΄ εκείνοι δεν ηθέλησαν, διότι ήτο η ώρα του γεύματος και εβιάζοντο οι κοιλιόδουλοι να εκτελέσουν το πρόσταγμα. Ευθύς λοιπόν τον επήγαν εις την φάραγγα, την οποίαν καλούμεν Ορώρειαν, ερχόμενος δε ο Άγιος έψαλλε καθ΄ οδόν· ¨Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου» (Ψαλμ. ριη΄: 1)· έως δε να φθάση εις τον τόπον της εκτελέσεως συνεπλήρωσε τον ψαλμόν και κλίνας τα γόνατα προσηύχετο επί ώραν πολλήν· είτα απλώσας τας χείρας, ως να εδέχετο προσφοράν, είπε το , Αμήν· ιδών δε πλησίον του εμέ, μου είπε μυστικά· «Αδελφέ Ορέστα, ειπέ εις τον μακάριον Ευστράτιον να κάμη προσευχήν δι΄ εμέ και ταχέως θέλει με φθάσει· εκεί θα αναμένω αυτόν. Ούτως είπε και απεκεφάλισαν αυτόν, ουδείς δε Χριστιανός ηδυνήθη να πλησιάση λόγω του γενομένου διωγμού. Όταν δε ενύκτωσεν, επήγαν οι Πρεσβύτεροι των Αραβράκων και επήραν κρυφίως το άγιον αυτού Λείψανον· αλλά την κεφαλήν δεν εύρον και κλαίοντες δι΄ αυτήν, ήκουσαν κορώνην τινά, ήτις έκραζεν από τινος δένδρου· όθεν πλησιάσαντες εις αυτό εύρον την αγίαν Κάραν κρατουμένην από τους κλώνους του δένδρου και λαβόντες ευλαβώς την τε ιεράν κεφαλήν και το άγιον Λείψανον απήλθον εις την πόλιν». Ταύτα ακούσας ο Άγιος έκλαυσεν, εδέετο δε του Θεού να τον αξιώση να τελειώση και αυτός ωσαύτως την οδόν του. Είτα λέγει προς τον Ορέστην· «Ας υπάγωμεν και ημείς ταχέως να τον φθάσωμεν».                          
Μετά πέντε ημέρας έφθασεν η συνοδεία εις την Σεβάστειαν και παρέδωσαν τους Αγίους εις τον Αγρικόλαν, όστις επρόσταξε να τους φυλάσσουν εις στερεάν και ασφαλεστάτην φυλακήν. Κατά δε την επομένην, αφού εκάθισεν επί του βήματος εις την αγοράν, έφεραν τους Αγίους εκεί έμπροσθεν απάσης της πόλεως. Τότε λέγει ο άρχων· «Αναγνώσατε πρότερον την επιστολήν του περιβλέπτου δουκός Λυσίου και την κατά του Ευστρατίου τούτου γενομένην έγγραφον εξέτασιν». Ακούων δε την κατάθεσιν και τας αποκρίσεις του Αγίου, εθαύμασε και του λέγει· «Μη νομίσης, Ευστράτιε, ότι θα ομοιάζη η τιμωρία, την οποίαν θα σου δώσω, με εκείνην του Λυσίου. Πριν λοιπόν δοκιμάσης αυτήν, υπάκουσον εις τα βασιλικά προστάγματα και προσελθών προσκύνησον τους μεγάλους θεούς». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Κυριεύουν και εξουσιάζουν οι νόμοι τους βασιλείς, ω δικαστά, ή όχι»; Ο άρχων είπε· «Ναι, επειδή όλοι οι βασιλείς φυλάττουν αυτούς και δεν τους καταφρονούσιν, ούτε ποσώς εναντιούνται προς αυτούς». Λέγει ο Άγιος· «Λοιπόν είσαι υποχρεωμένος και συ και όλοι οι μετά σου να πράττετε καθώς ορίζουν οι νόμοι ή ματαίως έλαβον τον κόπον εκείνοι οι οποίοι τους έγραψαν»; Ο άρχων είπε· «Δια ποίαν αιτίαν λέγεις ταύτα, κακή κεφαλή; Τις ετόλμησε ποτέ να πράξη εναντίον των νόμων»;                             
Αποκριθείς τότε ο Άγιος λέγει· «Εις τον νόμον του σεβαστού Καίσαρος είναι γεγραμμένα ταύτα: Πάσα βία και δυναστεία λόγου και έργου ας λείπη από τας κρίσεις και τα δικαστήρια, πανταχού δε ας πολιτεύεται η θέλησις και κατάπεισις του αυτεξουσίου. Πρέπει ο αρχόμενος να πράττη εν από τα δύο ταύτα, ή νικών να λάβη το σπουδαζόμενον, ή αν καταπεισθή και νικηθή με εύλογον και δίκαιον τρόπον, να τελέση το προστασσόμενον θεληματικώς με την ιδίαν του γνώμην. Τον δε άρχοντα προστάσσομεν να συνδυάζη τον φόβον με την πραότητα και να κρίνη με σοφίαν και σύνεσιν, δια να μη τον εχθρεύωνται τινες από φόβον, μήτε πάλιν άλλοι να πράττουν αταξίας δια την πολλήν του πραότητα. Ταύτα, ω δικαστά, είναι γεγραμμένα ούτως ή όχι»; Απεκρίθη ο άρχων· «Ναι». Τότε είπεν ο Άγιος· «Σε παρακαλώ λοιπόν να φυλάξης την τάξιν αυτήν και εις εμέ». Απεκρίθη ο άρχων· «Και εις σε και εις πάντας είναι ανάγκη να φυλάττωνται οι νόμοι με τον επιβαλλόμενον σεβασμόν». Λέγει πάλιν ο Άγιος· «Δέομαί σου λοιπόν, συγκέρασον τον φόβον με την πραότητα, ως δοκιμώτατος όπου είσαι εις πάντα και θέλησον να διαλεχθώμεν με την κρίσιν του λογικού, ή να με πείσης να προσκυνήσω τους θεούς ή αν νικηθής, να ομολογήσης την αλήθειαν. Εάν δε δεν δέχεσαι τούτο και θέλεις να επιβάλης τιμωρίας χωρίς λόγους και εξετάσεις, τότε τιμώρει, σφάξε και πράξον ό,τι αν βούλεσαι». Ο δε άρχων απεκρίθη· «Λέγε μετά παρρησίας ό,τι θέλεις, δια να κρίνη και το δικαστήριον δικαιότερον».                                              
Ευρών τότε την ευκαιρίαν ο Άγιος λέγει· «Ποίον με προστάζεις να προσκυνήσω, ω δικαστά, Θεόν ή θεούς»; Ο άρχων είπε· «Και Θεόν και θεούς». Λέγει ο Άγιος· «Ανωτέρους και κατωτέρους»; Απεκρίθη ο άρχων· «Ναι, τον Δία πρότερον και είτα τον Απόλλωνα, τον Ποσειδώνα και τους λοιπούς». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ποίοι σοφοί, ή εξηγηταί, ή προφήται γράφουν να προσκυνήτε τούτους»; Απεκρίθη ο άρχων· «Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ερμής και οι λοιποί σοφοί, τους οποίους αν ήθελες αναγνώσει, Ευστράτιε, θα εμάνθανες ότι ήσαν θαυμαστοί και θείοι άνδρες, θα είχες δε αυτούς εις ευλάβειαν και θα εσέβεσο την ενθύμησιν αυτών». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ουδένα εξ αυτών αγνοώ, διότι περί πάντων αυτών εδιδάχθην παιδιόθεν· και πάσαν την μουσικήν ομοίως επαιδεύθην, διότι ο πατήρ μου ήτο φίλος των επιστημών και αν ορίζης, ας αρχίσωμεν από τον Πλάτωνα πρότερον». Ο άρχων είπεν· «Μανθάνομεν περί του Πλάτωνος από το βιβλίον, το οποίον έγραψε προς Τίμαιον, ότι εποίησεν εις τον θεόν προσευχήν. Λοιπόν τι νομίζεις; Είναι ο Πλάτων σοφός, ή όχι»;                                                                                           
Ακούσας και ταύτα ο Άγιος από τον τύραννον λέγει προς αυτόν με παρρησίαν· «Μάλιστα, πολύ καταφρονεί τον θεόν σου Δία ο Πλάτων και άκουσον τι λέγει εις το δεύτερον βιβλίον αυτού. «Επειδή ο Θεός είναι αγαθός, δεν λέγομεν άλλον αίτιον του αγαθού, ειμή τον Θεόν· των δε κακών πρέπει να είναι άλλος αίτιος και όχι ο Θεός». Λοιπόν δεν είναι πρέπον να δεχθώμεν εις μαρτυρίαν άλλον τινά σοφόν, ειμή μόνον αυτόν τον Πλάτωνα, τον οποίον ανέφερες πρώτον, διότι αυτός μόνον είναι αληθής. Οι λοιποί ψεύδονται καθώς και ο Όμηρος, επειδή λέγουσιν, ότι ο Ζεύς είναι αίτιος και των αγαθών και των κακών. Δεν είναι δε επαινετόν το να έχουν μεταξύ των οι θεοί σας φιλονικίας και μάχας ως και άλλας πολλάς ατοπίας, περί των οποίων αναφέρουν οι ποιηταί σας. Ο Πλάτων δεν θέλει, ούτε καν συγχωρεί να λέγη, ή να ακούη τις, ούτε νέος ούτε γέρων, περί του Διός τούτου. Διότι είναι άνομον και άθεσμον να γίνη ο θεός πατροκτόνος, καθώς έπραξεν ο Ζεύς, τον οποίον σέβεσθε, φονεύσας τον πατέρα του Κρόνον, ή το να γίνη κύκνος, δια να πλανήση και να φθείρη θνητήν γυναίκα. Προχωρών δε εις τους στίχους ο αυτός Πλάτων εχθρεύεται και περιπαίζει αυτόν τον Δία, ω δικαστά, ότι με κλαυθμόν και μανίαν πολλήν, ως να ήτο γυνή, οδύρεται τον θάνατον του Σαρπηδόνος. Είναι ή δεν είναι γεγραμμέναι εις τα βιβλία σας αύται αι μυθολογίαι;  Εάν λοιπόν ο Πλάτων αυτός, ο σοφώτερός σας συγγραφεύς, λέγη, ότι δεν είναι Θεός ο Ζεύς και παρακινεί και συμβουλεύει έκαστον ενάρετον άνθρωπον να μη μιμήται αυτόν εις τα άνομα πάθη, διατί σεις αναγκάζετε ημάς να τους προσκυνώμεν»; Ακούων ταύτα ο άρχων και συγκρατών την οργήν του είπε· «Δια την φιλανθρωπίαν μου υπομένω την τοσαύτην αναισχυντίαν σου. Ειπέ λοιπόν και συ τις είναι ο Θεός, τον οποίον σέβεσθε και διατί νομίζετε Θεόν, εκείνον όστις κατεκρίθη εις θάνατον»;                                                                                                             
Τότε ο Άγιος διηγήθη ενώπιον πάντων άπασαν την θείαν οικονομίαν, αρχίζων από την κτίσιν του κόσμου, την πλάσιν και παράβασιν του Αδάμ και καθ΄ εξής έως την Ανάστασιν του Σωτήρος Χριστού, τα οποία δεν γράφω δια βραχυλογίαν, επειδή όλοι τα γνωρίζετε· εις δε το τέλος είπε και ταύτα· «Αυτός λοιπόν ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθής Θεός, μάς ανέστησε και μας ηξίωσε να γενώμεθα υιοί Θεού, διδάσκων ημάς πώς να πολεμώμεν κατά του δαίμονος και ότι, εάν αγωνισθώμεν, στεφανούμεθα και νικώμεν με την ψυχήν· καίτι δε το σώμα ημών υπόκειται εις φθοράν, εν τούτοις ο θάνατος γίνεται εις ημάς αφθαρσία. Αποστρεφόμεθα λοιπόν την ιδικήν σας πολιτείαν, διότι διάγετε ως τα ζώα τα άλογα και ανόητα, επιζητούμεν δε την αγγελικήν αϊδιότητα. Δεν βλέπομεν κάτω εις την γην, όπως τα κτήνη ή ως εκείνοι οίτινες ονομάζονται μεν άνθρωποι, διάγουν όμως ζωήν κτηνώδη· αλλά βλέπομεν όρθιοι εις τον ουρανόν, ένθα το πολίτευμα ημών υπάρχει. Αγγελικήν διαγωγήν ασπαζόμεθα και πνευματικήν πολιτείαν διάγωμεν· σωματικοί ευρισκόμενοι, γνωρίζομεν τον καθημερινόν πόλεμον της ψυχής και του σώματος ημών και με σώφρονα λογισμόν αποστρεφόμεθα τα πάθη και τας επιθυμίας με την υπακοήν και ευπείθειαν και γυμνάζομεν τον λογισμόν να απονεκρώνη και να εξουσιάζη τα μέλη με την αποχήν των σαρκικών θελημάτων. Ταύτα και περισσότερα μάς εχάρισεν ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος· σεις όμως είσθε φιλόσαρκοι και επαινείτε εκείνους, οίτινες έπραξαν τα άτιμα έργα της αισχύνης, εστήσατε δε εις αυτούς είδωλα και τους σέβεσθε, αποξενωθέντες των ουρανίων αρετών. Σεις όχι μόνον σωματικώς, αλλά και ψυχικώς αποθνήσκετε· ημείς δε με το σώμα τούτο, το οποίον φθείρεται και διαλύεται εις την γην, ανιστώμεθα πάλιν ομού με την ζώσαν ψυχήν εις ουσίαν αθάνατον, δια να μη αποθάνωμεν πλέον καθώς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μάς εδίδαξε. Ταύτα σοι διηγήθην εν βραχυλογία, ω δικαστά, δια να πιστεύσης του σοφού σου Πλάτωνος και μανθάνων παρ΄ αυτού την αλήθειαν, να αρνηθής τον μοιχόν και πατραλοίαν θεόν σου».                                                                                                                                
Αποκρινόμενος εις τους λόγους τούτους του Μέρτυρος ο Αγρικόλας λέγει· «Δεν είμεθα ημείς άξιοι να κρίνωμεν τας αρετάς των μεγάλων βασιλέων, μόνον δε εις τα προστάγματά των έχομεν υποχρέωσιν να υπακούωμεν. Λοιπόν ας παύση πάσα συζήτησις και πολυλογία και προσελθών προσκύνησον τους θεούς ή άλλως θέλω σε τιμωρήσει με τόσα βασανιστήρια όργανα, όσα ουδέποτε ήκουσας». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Διατί λοιπόν δεν το έπραξες πρότερον, αλλά μας έβαλες μόνον εις κόπον άκαιρον»; Προστάσσει τότε ο τύραννος να φέρουν σιδηράν κλίνην, υποκάτω δε αυτής να βάλουν πυράν πολλήν, ώστε να σπινθηροβολή και να θέσουν επάνω εις αυτήν τον Ορέστην. Είτα λέγει προς τον Ευστράτιον· «Δίκαιον είναι να ίδης πρότερον την κόλασιν, που αναμένει και σε και είτα να υποστής την βάσανον, δια να δείξης περισσοτέραν την καρτερίαν σου». Ο δε μακάριος Ορέστης, όταν τον επήγαινον εις την πυρακτωμένην κλίνην, εδειλίασεν· όθεν λέγει προς αυτόν ο Ευστράτιος· «Μη δειλιάζης, αδελφέ Ορέστα, διότι μόνον η θεωρία της τιμωρίας έχει τον φόβον, αλλ΄ αίσθησιν ουδόλως θέλεις λάβει, εάν πορευθής με θάρρος πίστεως, διότι ο Θεός παρίσταται εις ημάς και μας βοηθεί. Ενθυμήσου την γενναιότητα του μακαρίου Αυξεντίου και των λοιπών και μη φανής αμελέστερος αυτών, διότι εντός ολίγης ώρας περνά ο πόνος και μένει θησαυρός εις τους ουρανούς ατελεύτητος». Ταύτα ακούσας ο Ορέστης έλαβε θάρρος και προσελθών με γνώμην ανδρείαν, επήδησεν επάνω εις τον σιδηρούν και πεπυρωμένον κράββατον, σημειώσας επ΄ αυτού τον τύπον του Τιμίου Σταυρού. Ευθύς τότε ήπλωσεν όλον το σώμα του εις την πυράν, κράξας δε φωνήν μεγάλην και ειπών· «Κύριε, εις χείρας σου παραδίδω την ψυχήν μου», παρέδωκε το πνεύμα. Επεφώνησε δε ο Άγιος Ευστράτιος το «Αμήν». Μετά ταύτα ο ηγεμών προσέταξε να βάλουν τον Ευστράτιον εις την φυλακήν δια νεωτέραν εξέτασιν.           
Τούτου γενομένου ανεγίνωσκεν ο Άγιος τας ευχάς της Ακολουθίας κατά την συνήθειαν· έπειτα εκάλεσε τον δούλον του, όστις ήτο μετ΄ αυτού, και λέγει προς αυτόν· «Φέρε μοι, τέκνον, να συντάξω την διαθήκην μου, διότι αύριον ελπίζω να παρασταθώ και εγώ εις τον Κύριόν μου». Κομίσας δε ο δούλος χάρτην και μελάνην, έγραψε να υπάγουν το Λείψανόν του εις την χώραν των Αραβράκων, να το ενταφιάσουν εκεί, να μη τολμήση δε κανείς ουδόλως να πάρη μέρος τι εξ αυτού, αλλά σώον και ακέραιον να το θέσουν εις τόπον τινά καλούμενον Αλιβόζορα, ομού με τα ιερά Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων Ευγενίου, Μαρδαρίου, Ορέστου και Αυξεντίου, των συναθλητών αυτού· επειδή οι Άγιοι ούτοι, όταν τους συνέλαβον, υποχρέωσαν τον Άγιον Ευστράτιον να τους υποσχεθή ότι, όταν τελειωθούν, θα θέσουν τα Λείψανά των ομού με το ιδικόν του. Κατόπιν ώριζεν, όπως τα ακίνητα πράγματα, τα οποία είχεν εις την άνωθεν χώραν, να είναι αφιερωμένα εις το Μοναστήριον, το οποίον θα τους έκτιζον, ίνα εκ τούτων τρέφωνται οι εις αυτό υπηρετούντες, όσα δε κινητά είχε να τα μοιράσουν εις δύο και να δώσουν τα ημίση εις τους πτωχούς, τα δε επίλοιπα εις τους αδελφούς του Αγίου, να ελευθερώσουν δε και τους δούλους του. Ταύτα διατυπώσας, ενήστευσεν όλην την ημέραν εκείνην.                                    
Ο δε Επίσκοπος της Σεβαστείας, όστις ήτο κρυμμένος δια τον φόβον, ελθών την νύκτα εκείνην έδωσε χρήματα εις τους φύλακας δια να τον αφήσουν να ομιλήση με τον Άγιον, επειδή είχεν ακούσει ότι δια της σοφίας και παρρησίας του κατήσχυνε τον ηγεμόνα και τους θεούς του. Εισελθών λοιπόν εις την φυλακήν και πεσών επί πρόσωπον εις την γην είπε προς αυτόν· «Μακάριος είσαι, τέκνον Ευστράτιε, ότι τοσούτον ο φιλάνθρωπος Θεός σε ενεδυνάμωσε· δέομαί σου να ενθυμήσαι και εμού του αμαρτωλού». Απεκρίθη προς αυτόν ο Άγιος· «Μη ποιής, Πάτερ πνευματικέ, προς εμέ μετάνοιαν, διότι εγώ μάλιστα πρέπει να πληρώσω τούτο το χρέος εις την αξίαν σου, επειδή αύριον κατά την τρίτην ώραν με την Χάριν του Θεού μέλλει να πορευθώ προς Αυτόν τον Δεσπότην μου και εγνώρισα την προκειμένην εις εμέ οδόν με φανεράν αποκάλυψιν. Λάβε λοιπόν τον χάρτην αυτόν και ανάγνωσον». Μετά ταύτα παρεκάλεσεν αυτόν να υπογράψη αυτός και οι Κληρικοί, οι οποίοι ήσαν μαζί του, ως μάρτυρες, παρεκάλεσε δε τον Επίσκοπον να υπάγη μόνος του το Λείψανόν του, καθώς και του Αγίου Ορέστου εις τον τόπον, τον οποίον έγραψε και να τα βάλη ομού με τα Λείψανα των λοιπών Αγίων και να εκτελέση και όλα, όσα εις την διαθήκην αυτού εσημείωσε, λέγων ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θέλει του αποδώσει τον μισθόν του κόπου του εις την αιώνιον ζωήν. Ο δε Επίσκοπος υπεσχέθη να πράξη καθώς του είπε μετά πάσης χαράς. Είπε δε πάλιν προς αυτόν ο Άγιος· «Σε παρακαλώ να με κοινωνήσης τα θεία Μυστήρια». Έφεραν λοιπόν τα αρμόδια και αφού ετέλεσε την ιεράν Λειτουργίαν ο Επίσκοπος, εκοινώνησεν ο Άγιος. Τότε αιφνιδίως έλαμψεν η φυλακή ως υπό αστραπής και ήλθε φωνή λέγουσα· «Ευστράτιε, καλώς ηγωνίσθης· ελθέ λοιπόν να λάβης τον στέφανον». Οι δε παρεστώτες έπεσον επί πρόσωπον και προσεκύνησαν τον Θεόν δια τα θαυμάσια Αυτού.                           
Έμεινε δε ο Επίσκοπος καθ΄ όλην εκείνην την νύκτα ακούων τον Άγιον και ευφραινόμενος εις τους λόγους του, το δε πρωϊ ανεχώρησεν, υποσχόμενος εις αυτόν να μη αμελήση εις όσα του παρήγγειλε. Την δε επομένην, καθήσας ο Αγρικόλας επί του θρόνου, προστάζει να φέρωσι τον Ευστράτιον και καλέσας αυτόν κατ΄ ιδίαν του λέγει μυστκά· «Επ΄ αληθείας, Ευστράτιε, πολύ θλίβομαι δια σε, ότι δεν καταδέχεσαι να υπακούσης εις τα βασιλικά προστάγματα· δια τους παρεστώτας όμως θέλησον να προσκυνήσης, κατά το φαινόμενον, μόνον με σχήμα και εντός της καρδίας σου προσκύνει και πίστευε τον Θεόν σου, ζήτησον δε παρ΄ αυτού συγχώρησιν δια την ανάγκην ταύτην, δια να μη απολεσθής κακώς τοιούτος ανήρ σοφώτατος, ως να ήσο κακοποιός τις άνθρωπος. Εάν δεν ήτο κίνδυνος δι΄ εμέ, ούτε καν θα σε εζήτουν· πολλούς Χριστιανούς εθανάτωσα και δεν ελυπήθην, ούτε κανένα εξ αυτών ευσπλαγχνίσθην, μόνον δε δια σε ενδιαφέρομαι και όλην την νύκτα ήμην εις μεγάλην οδύνην λυπούμενος». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Μη λυπήσαι δια τούτο, ούτε δι΄ εμέ να κινδυνεύσης, αλλά πράξε καθώς οι νόμοι των βασιλέων ορίζουσι, διότι ούτε με υπόκρισιν, ούτε με άλλον τινά τρόπον θέλω θυσιάσει εις τους θεούς σου· αλλά πάντοτε θα ομολογώ τον Κύριόν μου ενώπιον πάντων «και εν μέσω πολλών αινέσω αυτόν» (Ψαλμ. ρη: 30)· τα δε ιδικά σου βασανιστήρια γίνονται εις εμέ αιτία ευφροσύνης και αν το νομίζης εύλογον, δοκίμασόν με δια να εννοήσης ότι δεν ψεύδομαι».                                                         
Ο άρχων τότε εκάλυψε επί ώραν πολλήν το πρόσωπόν του με τας χείρας του και εδάκρυσεν· οι δε παρεστώτες, εννοήσαντες την συμπάθειαν του άρχοντος προς τον δίκαιον, ανέπεμψαν και αυτοί θρηνώδη φωνήν και εγένετο οδυρμός πολύς, σχεδόν εις όλην την πόλιν, όχι μόνον υπό των Χριστιανών, αλλά και υπ΄ αυτών των Ελλήνων. Τότε λέγει ο Άγιος· «Τι βραδύνομεν, ω δικαστά; Ο Παντοκράτωρ Θεός να καταργήση τας μηχανάς του πατρός σας διαβόλου, διότι αυτός με πονηρίαν σε παρακινεί εις λύπην δι΄ εμέ, δια να με εμποδίση από το προκείμενον χάρισμα. Ό,τι θέλεις λοιπόν ποίησον, διότι δούλος είμαι του Χριστού· αντιτάσσομαι εις το βασιλικόν πρόσταγμα και εις το θέλημά σου, τα των θεών σου βδελύγματα αποστρέφομαι και αυτούς αναθεματίζω, διότι είναι επικατάρατοι και αυτοί και όσοι τους προσκυνούν». Ιδών λοιπόν ο άρχων την σταθερότητα αυτού εις την πίστιν του Χριστού και την μεγάλην του προθυμίαν δια το Μαρτύριον, έγραψε κατ΄ αυτού μετά βίας τοιαύτην απόφασιν. «Τον Ευστράτιον του οποίου η σιδηρά ψυχή δεν επείσθη εις των αυτοκρατόρων το πρόσταγμα και δεν ηθέλησε να προσκυνήση τους θεούς, προστάσσω να καταφλεχθή εις το πυρ και ούτω να λάβη το τέλος της ζωής».        Ακούσας ο Άγιος την απόφασιν, εστάθη και είπε την προσευχήν ταύτην μεγαλοφώνως· «Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε, ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, και ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, αλλ΄ έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου. Και νυν, Δέσποτα, σκεπασάτω με η χειρ σου και έλθοι επ΄ εμέ το έλεός σου, ότι τετάρακται η ψυχή μου και κατώδυνός εστιν, εν τω εκπορεύεσθαι αυτήν εκ του αθλίου μου και ρυπαρού σώματος τούτου· μήποτε η πονηρά του αντικειμένου βουλή συναντήση και παρεμποδίση αυτήν, δια τας εν αγνοία και γνώσει εν τω βίω τούτω γενομένας μοι αμαρτίας. Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα, και μη ιδέτω η ψυχή μου την ζοφεράν και σκοτεινήν όψιν των πονηρών δαιμόνων· αλλά παραλαβέτωσαν αυτήν Άγγελοί σου φαιδροί και φωτεινοί. Δος δόξαν τω ονόματί σου τω Αγίω και τη ση δυνάμει ανάγαγέ με εις το θείον σου βήμα. Εν τω κρίνεσθαί με, μη καταλάβοι με η χειρ του άρχοντος του κόσμου τούτου εις το κατασπάσαι με τον αμαρτωλόν εις βυθόν άδου, αλλά παράστηθί μοι και γενού μοι σωτήρ και αντιλήπτωρ. Ελέησον, Κύριε, την ρυπωθείσαν τοις πάθεσι του βίου ψυχήν μου και καθαράν αυτήν, δια μετανοίας και εξομολογήσεως πρόσδεξαι, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα προσευξάμενος ο Άγιος και βλέπων ότι οι υπηρέται είχον ήδη ανημμένην την κάμονον, εποίησε τον Σταυρόν του εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού και εισήλθεν εις αυτήν ψάλλων και αγαλλιώμενος και ούτω παρέδωκε την ψυχήν εις χείρας Θεού την ιγ΄ (13ην) του Δεκεμβρίου μηνός εν έτει 296. Μετά την μακαρίαν αυτού τελείωσιν, λαβών ο Επίσκοπος το άγιον αυτού Λείψανον, καθώς και το του Αγίου Ορέστου εκόμισε και απέθεσεν αυτά εκεί, όπου του παρήγγειλεν ο Άγιος. Τούτο είναι το Μαρτύριον του Αγίου Ευστρατίου και των συν αυτώ αθλησάντων Αγίων Μαρτύρων, οίτινες δοκιμασθέντες ενταύθα προσκαίρως ως χρυσός εν χωνευτηρίω και έως τέλους υπομείναντες γενναίως, αγάλλονται νυν εν ουρανοίς αιωνίως μετά πάντων των Αγίων, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: